Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Έτριζε το ξύλο σε κάθε κούνημα του νερού. Κάπου – κάπου η πλώρα χτύπαγε πάνω στα χαλίκια δίπλα στον μόλο, κάνοντας τον μακρόσυρτο συριγμό της, θρήνο. Αέρας είχε σηκωθεί από νωρίς και ερχόταν τώρα από την ανατολική πλευρά του νησιού, από εκεί που ήταν οι αποθήκες των σφουγγαριών.  Κάποιοι μεθυσμένοι ναυτικοί κοντοστέκονταν  και παρακολουθούσαν με θολό το βλέμμα τους, τον Άρατο με τους άντρες του να κουβαλάνε σακιά και αμφορείς με νερό και κρασί στο σκάφος τους. Ο αέρας που φύσαγε τους έκανε να παραπατούν και στα χαλίκια μα πιο πολύ στη στενή σανίδα, την διαβάθρα, που συνέδεε το σκάφος με την στεριά. Έκανε και τις φωνές των φαντασμάτων να ακούγονται από τα βάθια του πελάγου, εφιαλτικά απομεινάρια πνιγμένων θαλασσινών.
Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει αρκετή ώρα όταν ο καπετάνιος στράφηκε να ρίξει μια τελευταία ματιά στη μικρή πλατεία με τα καπηλειά. Το βλέμμα του, δεν συνάντησε τίποτα που να άξιζε της προσοχής του. Μόνο σκοτάδι και κάποιους δαυλούς μπροστά από τα ναυτικά στέκια – καταγώγια είδε, κάποια σκυλιά που αλυχτούσαν τη φωνή τους και σκουπίδια που ο αέρας  τα έκανε να συναγωνίζονται λες , σε αγώνα δρόμου. Μια κουκουβάγια ακούστηκε μέσα στο μαύρο της νύχτας, μια αχνή κραυγή που έκανε τους ναύτες να αλληλοκοιταχθούν και να γελάσουν, γιατί σε αντίθεση με τους στεριανούς, το είχαν για καλό σημάδι.
Ο Άρατος ανέβηκε στο πλοίο. Έλυσε την μικρή σανίδα, τον ομφάλιο λώρο με την στεριά κι έδωσε το παράγγελμα της αναχώρησης. Γύρισε πάλι προς το λιμάνι…. Και πάλι τίποτα. Μέχρι τέλους προσπαθούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον φίλο του τον Τιμοκράτη. Τα έβαλε με τον εαυτό του που πίστεψε στο ανήσυχο πνεύμα του Λάφιλου. Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση και έστρωσε την μικρή κουβέρτα που είχε περάσει στους ώμους του, πήρε στο αριστερό χέρι την αγκοίνη, (το σκοινί που δένει το κατάστρωμα με το πάνω μέρος του καταρτιού), και έπιασε με το δεξί το διάκι . Φώναξε στους άντρες του να βιράρουν και να ανοίξουν την γάμπια. Ο γιαλούσης έλυσε τα σκοινιά από τις δέστρες και  με ένα άνετο σάλτο ανέβηκε στο σκάφος. Το καμπανέλι άρχισε να γεμίζει με τους σταυρόκομπους του πρυμάτσου (τα σκοινιά της πρύμνης). Το ρεμέντζο ( το χοντρό σκοινί που δένει το σκάφος με τη στεριά), είχε κι αυτό μαζευτεί πια σε κουλούρα στο κατάστρωμα, κάνοντας τους ναύτες να πηδούν για να το αποφύγουν. Κάποιος που είχε την ευθύνη του γέμου (του φορτίου), έλεγχε το καργάρισμά του, με μικρές κραυγές θυμού, σε κάθε επιδιόρθωση. Η γάμπια άνοιξε με ένα παφλασμό σαν της θάλασσας, σαν σκάσιμο κύματος, τα σκοινιά έτριξαν τα καμπανέλια και το σκαρί άρχισε αργά και νωχελικά να ξαπολάει στη θάλασσα, ενώ από την πλώρη ακούστηκε αβάρα για να αποφύγουν τις φυκιάδες μετά το άνοιγμα στη βαθιά θάλασσα. Ο αέρας φυσούσε σταθερά, όχι πολύ δυνατός αλλά με αυτή την ταχύτητα θα μπορούσαν σε λίγες μέρες , τρεις ή τέσσερις, να φτάσουν στο λιμάνι της Αίγινας. Και από κει στον Πειραιά και στην μεγάλη Αθήνα.
Στο βάθος του ορίζοντα φαινόταν το περίγραμμα της Κω. Το φεγγάρι κρεμασμένο λες με αόρατη κλωστή, ανάμεσα στα δυό νησιά, χάραζε φωτεινό μονοπάτι στη θάλασσα, ενώ κάποιο δελφίνι αρκετά κοντά, πήδηξε στο νερό κάνοντας το παιχνίδι του με τους ανθρώπους. Το σκάφος συνέχιζε στην ρότα του γύρω από τα βράχια της στεριάς  μέχρι να «πιάσει» Λέρο και μετά νησί το νησί, να φτάσει στον προορισμό του, προσέχοντας τις ξέρες και τις φυκιάδες. Δυό ναύτες ήταν σχεδόν κρεμασμένοι έξω από το σκάφος, με δαδιά στα χέρια, να προσέχουν μέχρι το πελαγίσιο ξάνοιγμα. Τα κουπιά μαζεμένα στα πλαϊνά του κύτους, αχρείαστα προς το παρόν, αφού δεν χρειάζονταν ελιγμούς, γίνανε στήριγμα στις πλάτες των ναυτών. Η μυρωδιά από τα αντρικά σώματα, το ιώδιο της θάλασσας και βρεγμένου ξύλου, έδιναν αυτή την αγωνία της περιπέτειας. Στην πλώρη μέσα σε λινά χοντροκομμένα και ραμμένα με σακοράφα δέματα, σπαθιά, δόρατα και δερμάτινες ασπίδες, που με μεγάλη μυστικότητα είχαν μεταφερθεί εκείνο το βράδυ. Σαράντα άντρες όλοι κι όλοι, σκληραγωγημένοι στα βάσανα της θάλασσας, πίσω από ένα καπετάνιο έξυπνο και πονηρό, τολμηρό και γενναίο. Άντρες που ξεκίναγαν ταξίδι για πόλεμο.
Η φωνή ακούστηκε δυνατά σαν βροντή μες το σκοτάδι. Οι ναύτες που πρόσεχαν τη γραμμή πλεύσης, σήκωσαν τα μάτια προς τα βράχια. Ο Άρατος έτρεξε και πιάστηκε από την μπροστινή αντένα του σκαριού. Προσπάθησε να τρυπήσει την νύχτα, γουρλώνοντας τα μάτια, φέρνοντας το δάχτυλο στο στόμα να σιωπήσουν όλοι. Του φάνηκε ότι κάτι είδε και εστίασε εκεί. Οι ναύτες πήγαν όλοι στη δεξιά πλευρά του σκάφους κάνοντάς το να γύρει απότομα με τριγμούς. Δυό φιγούρες ανάμεσα στα βράχια, μέχρι τα γόνατα στο νερό, κουνούσαν κάτι μάλλον λευκού χρώματος, σαν μανδύας φαινότανε, ψηλά στον αέρα. Ο καπετάνιος γνώρισε την φιγούρα που κρατούσε το πανί. Χάρηκε με αυτό που είδε, τον Λάφιλο να παίρνει αυτή την απόφαση, μόνο που δεν περίμενε και το εντεκάχρονο αγόρι μαζί τους. Έδωσε διαταγή να μαζέψουν τη γάμπια στη μέση της και να βιράρουν τις δεξιές «χάντρες» της. Κόντραρε με το πηδάλιο και δυό κουπιά το τραβέρσο και γύρισε την μπούμα συνέχεια στο κύμα. Ήρεμα το σκάφος, έφτασε τα έξη με εφτά μέτρα από τα βράχια. Οι δυό φιγούρες από την ακτή είχαν αρχίσει να κολυμπούν χρησιμοποιώντας ένα δέμα που κουβάλαγαν σαν σχεδία. Κάποιο σκοινί έπεσε από το εμπορικό σκαρί και ο Λάφιλος έσπρωξε τον Αμεινία ν’ ανέβει πρώτος τα δύο μέτρα, μέχρι την κουπαστή. Οι ναύτες τους βοήθησαν με τον μπόγο και οι δυό τους τώρα στέκονταν μπροστά στον Άρατο.
-«Λοιπόν το αποφάσισες;», ρώτησε ο καπετάνιος.
-«Όχι τώρα. Πρέπει να το είχα αποφασίσει από τότε που έφυγε ο Τιμοκράτης, από τότε μόνο που δεν το ήξερα και εγώ ο ίδιος. Τώρα έστω και με λίγο «σπρώξιμο», βεβαιώθηκα».
-«Ωραία λοιπόν, το παιδί όμως τι το ήθελες μαζί σου; Δεν πάμε για διασκέδαση, μπορεί και να μην γυρίσουμε ποτέ στα «άγια χώματα», αυτό το σκέφτηκες; Ότι μπορεί δηλαδή να το οδηγήσεις στον όλεθρό του;»
-«Αν περάσουν οι βάρβαροι το στρατό των Ελλήνων, νομίζεις ότι θα γλυτώσει ακόμη κι αν μείνει εδώ; Θα του παρατείνω την ζωή για λίγο ακόμη; Στην Ελλάδα θα έχει κάπου να πάει, ακόμα κι αν χαθούμε όλοι εμείς!»
«Και δεν είμαι μικρός έτσι; Έχω περάσει έντεκα καλοκαίρια στη ζωή μου που λέει και ο κύριος απ’ εδώ», ακούστηκε η παιδική φωνή, δείχνοντας τον Λάφιλο.
Ο Άρατος χαμογέλασε, κοίταξε τον μικρό και του έδειξε μια φλοκάτη που ήταν πεσμένη στην πρύμνη για να κοιμηθεί. Πρόσφερε λίγο ψωμί με ελιές και κρεμμύδια στους νιόφερτους μαζί με μια κανάτα με νερό.
-«Άσε που απειλούσε να με μαρτυρήσει αν δεν τον έπαιρνα μαζί μου. Δεν ξέρεις τι κέρατο είναι. Πανέξυπνο και εργατικό παιδί, αλλά και μεγάλος εκβιαστής»
-«Δηλαδή, έφυγες κρυφά; Δεν το ξέρουν οι δικοί σου; Χα χα, μα τον Δία, το λέει η καρδούλα σου. Χα χα… όρε στενοχώρια που θα πάρουν οι δικοί σου μόλις σηκωθούν το πρωί. Δεν θα ξέρουν που είσαι, θα νομίζουν ότι έπεσες σε κανένα γκρεμό, ή ότι σ’ έφαγε κανένας λύκος. Χα χα χα… ωραίο χουνέρι τους σκάρωσες!»
-«Μην ανησυχείς, άφησα σημείωμα στην πόρτα της στάνης, μην ανησυχείς»
-«Μπα, δηλαδή ξέρεις γράμματα; Ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις;»
-«Ναι ήμουν τυχερός σε αυτό το σημείο στη ζωή μου. Μου έμαθε ο φίλος μου ο Ιόλαος, λίγα πράγματα βέβαια, άντε και λίγα από τον πατέρα μου, όσα ήξερε και αυτός, ικανά να διαβάσω ένα μικρό κείμενο, ή να καταλάβω τις ιστορίες των ηρώων. Μου έμαθαν και αριθμητική!! Να μετράω μέχρι και χιλιάδες, να προσθέτω, ν’ αφαιρώ, να πολλαπλασιάζω και λίγο να διαιρώ»
-«Μπράβο, χρήσιμα όλα αυτά. Εγώ μόνο αριθμητική ξέρω και να γράφω το όνομά μου. Αλλά δοξάζοντας τον Ποσειδώνα, τα καταφέρνω καλά στο εμπόριο, στη ζωή μου»
Ο Λάφιλος κοίταξε ολόγυρά του μέσα στο σκάφος. Είδε τους ναύτες να έχουν γυρίσει στις δουλειές τους, προσπαθώντας να επαναφέρουν την αρχική τους ρότα και ταχύτητα. Οι φλέβες στα μπράτσα και τον λαιμό φούσκωναν από την προσπάθεια να τεντώσουν τα σκοινιά, τα γυμνά πόδια γλιστρούσαν και κοντράριζαν συγχρόνως στο υγρό κατάστρωμα, ενώ οι φωνές τους αναμειγνύονταν με βρισιές κάθε που ο αέρας χαλούσε τις προσπάθειές τους.
-«Πες μου τι μπορώ να κάνω στο πλοίο. Να βγάλω το αγώι. Και το δικό μου και του Αμεινία»
-«Δηλαδή, τι ξέρεις να κάνεις; Τι ναυτικά πράγματα ξέρεις; Να κωπηλατείς, να ορτσάρεις τα πανιά;»
-«Τι είναι αυτό; Ελληνικά μου μιλάς τώρα;»
-«Πω – πω ούτε τις λέξεις δεν καταλαβαίνεις. Πόσο μάλλον να βοηθήσεις… άσε ξεκουράσου τώρα και το ξημέρωμα κάτι θα βρω να σου δώσω να κάνεις»
Ο ήλιος ξεκίνησε το ταξίδι του, μέσα σ’ ένα αέρα δυνατό, πολύ πιο δυνατό από της νύχτας. Το σκαρί δεν είχε απομακρυνθεί πολύ, μόλις είχε περάσει το λιμάνι της Λέρου και τα κύματα γίνονταν επικίνδυνα ψηλά. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται στον ουράνιο θόλο, μαύρα και τα μαντάτα στις καρδιές του Άρατου και των ναυτών του. Το σκάφος σηκωνόταν ψηλά με κάθε κύμα και μετά έπεφτε ξανά στο νερό με πάταγο, κάνοντας τον Λάφιλο να νομίζει ότι από στιγμή σε στιγμή θα κοβόταν στα δυό. Μα το χειρότερο ήταν, όταν η θάλασσα χτύπαγε στο πλάι. Έγερνε τόσο που νόμιζες ότι το κατάρτι θα ακουμπούσε στο νερό. Οι ναύτες έδεσαν τα κουπιά, έλεγξαν τους αμφορείς και ότι άλλο μπορούσε να πέσει στη θάλασσα και άρχισαν να μαζεύουν το πανί. Ο Αμεινίας είχε σκύψει έξω από το καράβι και άδειαζε ότι είχε το στομάχι του μέσα. Αν και ο αέρας είχε δυναμώσει πολύ περισσότερο από την ώρα που άρχισε τους εμετούς, η μυρωδιά από το κρεμμύδι που είχε φάει την προηγούμενη νύχτα, τον τρέλαινε και τον αναγούλιαζε σε βαθμό απελπισίας. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβγαζε πια, αφού όλο το στομάχι του πρέπει να είχε αδειάσει από ώρα. Μόνο κάτι γλοιώδες πικρό έφτανε στο στόμα του.
Και ο Λάφιλος ένιωθε άσχημα, βλέποντας κιόλας τον μικρό του φίλο, κρατούσε το στόμα κλειστό με δυσκολία. Απορούσε με τους ναύτες που δούλευαν, έτρεχαν από την μια μεριά του σκάφους στην άλλη, τράβαγαν κι έδεναν σκοινιά, κάρφωναν σπασμένα ξύλα, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα από την θαλασσοταραχή και το νερό που τους έλουζε κυριολεκτικά.
Ο Άρατος κρατούσε τι διάκι του πηδαλίου με τα δυό του χέρια, όσο πιο σταθερά μπορούσε, μουσκεμένος από την κορυφή του κεφαλιού του έως τα νύχια των ποδιών του, φώναζε διαταγές και προσπαθούσε να καθορίσει κάθε τόσο την ρότα. Τα τεντωμένα σκοινιά έτριζαν, σαν ν’ αλυχτούσαν σκυλιά. Αυτό που οι ναυτικοί έλεγαν «σκυλιά της θάλασσας». Οι αμφορείς, άρχισαν να τρίζουν επικίνδυνα, ενώ σπόροι σταριού έπλεαν πάνω στο νερό που είχε πλημμυρίσει το μπροστινό αμπάρι, από κάποιο σκισμένο σακί. Μεταλλικός ήχος ανατριχιαστικά οξύς ακούστηκε απ’ την πλώρη, καθώς η μεταλλική επικάλυψη της καρίνας είχε σκιστεί κατά μήκος, από άγνωστο λόγο.
-«Όλα καλά», ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου. «Όλα καλά, μόνο το κάλυμμα είναι, μόνο αυτό. Άντε ρε τεμπέληδες, τραβήξτε την αρπάγη και τον μίτο παιδιά, άντε να τελειώνουμε, πιο δυνατά βρε… γυναίκες είσαστε;»
Η καταιγίδα σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε έρθει. Μόνο μια δυνατή βροχή είχε απομείνει από την αντάρα του Ποσειδώνα και τα μαύρα σύννεφα που έκρυβαν τον ήλιο. Ακούγονταν τα κύματα και τα χτυπήματα από τα σφυριά των μαραγκών που προσπαθούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να επισκευάσουν τις ζημιές. Οι υπόλοιποι ναύτες που δεν είχαν κάποια επείγουσα δουλειά να κάνουν, ξάπλωσαν στα πλαϊνά του σκαριού να ξεκουραστούν, αφήνοντας την βροχή να τους χτυπά σαν ευεργεσία. Ο Αμεινίας δεν είχε συνέλθει από τους τόσους εμετούς και χλωμός σαν Ροδίτικο νόμισμα, καθόταν στις φτέρνες του σφίγγοντας τα χέρια γύρω από τα γόνατα.
-«Είδες;», είπε ο Λάφιλος, « το ταξίδι δεν είναι κάποια ευχάριστη εμπειρία ή ξεκούραση. Τώρα θα δεις και τα υπόλοιπα… γιατί δεν έχεις δει τίποτα ακόμα. Λένε πως ο Ικάριος πόντος είναι από τις πιο θυμωμένες θάλασσες που υπάρχουν, έτσι δεν είναι καπετάνιε; Έχω δίκιο;»
Ο Άρατος δεν απάντησε, μόνο γύρισε το κεφάλι και χαμογέλασε σαν επιβεβαίωση.
Μέρες κράτησε το ταξίδι, μέρες που άλλοτε πάλευαν με τον Ποσειδώνα και άλλοτε που απολάμβαναν την ηρεμία της Άρτεμης.  Μέρες που ο αέρας τους πήγαινε πιο κοντά στον προορισμό τους και μέρες που οι κωπηλάτες κατέβαλλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να κρατήσουν την ρότα. Μέχρι που κάποιο ξημέρωμα φάνηκε στον ορίζοντα η κορυφογραμμή των βουνών της όμορφης Αίγινας. Έπιασαν λιμάνι κοντά στο μεσημέρι και τους φάνηκε πελώριο μπροστά σε αυτά που μέχρι τώρα ήξεραν. Πάνω από είκοσι σκάφη ήταν δεμένα σε δυό ελικοειδείς βραχίονες που εισχωρούσαν σαν φίδια στην θάλασσα. Σκάφη διαφόρων ειδών και από διάφορες χώρες. Ένα Κυπριακό, ξεφόρτωνε σακιά με γύψο, χάβαρα (είδος μυδιών), και χαλκό, κάνοντας τους εκφορτωτές να τρέχουν πάνω – κάτω στις αποθήκες με φωνές και βρισιές. Δίπλα ήταν δεμένο ένα πελασγικό πενηντάκωπο σκαρί με ωραίες πορφυρές γραμμές ζωγραφισμένες στα πλαϊνά του που το έκαναν να μοιάζει με σαΐτα που έφυγε από γιγάντιο  τόξο. Μεγάλες καλαθούνες γεμάτες μαύρες και μικρές πράσινες ελιές, περίμεναν τους εργάτες να τις ξεφορτώσουν, ενώ δυό έμποροι κανόνιζαν τις τιμές. Το Κορινθιακό σκάφος παραδίπλα, είχε αρχίσει ν’ αδειάζει από την σταφίδα που κουβαλούσε, χρησιμοποιώντας τους δικούς του ναύτες.

Αυτή η εικόνα στα μάτια του Λάφιλου και του Αμεινία, φάνηκε μαγική. Ζέστη, φωνές, κόσμος, εκατοντάδες σακιά με προϊόντα, εκατοντάδες αμφορείς με κρασί από κάθε γωνιά του κόσμου, από την Σάμο με το γλυκόπιοτο μαύρο νέκταρ της, μέχρι το Ετρουσκικό ξινό λευκό, στοιβαγμένα όλα πάνω στο χώμα του λιμανιού, μπροστά από μεγάλες αποθήκες με ξύλινες βαριές πόρτες. Μα το βλέμμα μαγεύτηκε από κάτι άλλο, κάτι μαγικό και μυθικό που είδαν…
Δεν είχε δέσει στον μόλο, αλλά ανοικτά στην είσοδο του λιμανιού, είχε ρίξει άγκυρα μην αφήνοντας κανένα να πλησιάσει δίπλα του. Στο κατάρτι που τώρα είχε μαζεμένα τα πανιά του, κυμάτιζε το Αθηναϊκό σήμα, το πιο γνωστό λάβαρο που υπήρχε στον Ελληνισμό. Ένα κομμάτι τριγωνικού πανιού με λευκό, πράσινο και κίτρινο χρώμα σε παράλληλες λωρίδες. Η Αθηναϊκή τριήρης, το σύμβολο της δύναμης της Ελλάδος, της ανωτερότητάς της απέναντι στους βαρβάρους, έστεκε εκεί, με τις τρείς σειρές των κουπιών της σε πλήρη ετοιμότητα για ελιγμό ή αναχώρηση ή μάχη ανά πάσα στιγμή, ατένιζε λες με υπεροψία το λιμάνι και την κίνηση των εμπόρων, την μεγάλη Αίγινα την ίδια.
-«Να, αυτή που βλέπεται είναι η περίφημη και ξακουστή τριήρης», είπε ο Άρατος. «Το πλοίο των Θεών όπως λένε!». Ο θαυμασμός του ήταν έκδηλος στα λόγια του, στο βλέμμα του, αλλά και στον τρόπο ομιλίας του. «Δείτε τους στρατιώτες πάνω της! Κοιτάξτε πόσο περήφανοι είναι! Μέσα στις γυαλιστερές χάλκινες πανοπλίες τους, λες ότι περιφρονούν και ειρωνεύονται τους πάντες… Αθηναίοι … λένε ότι ήρθαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Αιγινήτες. Πρέπει να έφερε διαπραγματευτές από την Αθήνα, δεν βλέπω πουθενά τον κυβερνήτη, ούτε τον κελευστή. Μόνο κωπηλάτες και λίγους οπλίτες»
Ο Λάφιλος κοίταζε το πλοίο με αυτόν τον θαυμασμό του ανώριμου και αμόρφωτου κτηνοτρόφου. Αν και νησιώτης, οι γνώσεις του ήταν λίγες γύρω από τα ναυτικά και ιδιαίτερα τα πολεμικά πλοία. Τα μόνα που ήξερε γι αυτά, προέρχονταν από τις αφηγήσεις του Ιόλαου και βέβαια καταλάβαινε κι ο ίδιος ότι αυτά, στις ιστορίες του φίλου του, ήταν καράβια, άλλων, παλιών εποχών και καμία σχέση δεν είχαν ή δεν μπορεί να είχαν εκείνα τα χοντροκομμένα σκαριά με αυτό το αιθέριο που έβλεπε μπροστά του, με αυτό το «δελφίνι», που ήταν έτοιμο να ξεχυθεί στα πελάγη. Θα μπορούσε να κοιτάζει αυτή την πλωτή πολεμική μηχανή, για ώρες. Θα μπορούσε με την φαντασία του να την βλέπει να ναυμαχεί, με τους αλαζόνες στρατιώτες της να σπέρνουν τον όλεθρο και την καταστροφή στον αντίπαλο. Πάντα η αλαζονεία έθελγε τους ανθρώπους, πόσο μάλλον όταν αυτή συνοδεύεται από τέτοια και τόση ομορφιά. Την ονειροπόλησή του την διέκοψε ένα τράβηγμα στο χέρι. Ο Αμεινίας κοιτώντας κι αυτός το πολεμικό μπροστά τους, του έκανε σήμα με αυτό το τράβηγμα. 
-«Έχεις ξαναδεί τέτοιο σκαρί αφεντικό; Μπορεί ανθρώπινο χέρι να έχει κάνει κάτι τέτοιο; Πω πω , σχήμα, λεπτότητα και αρμονία και συνάμα δύναμη και αμείλικτη ωμότητα! Πραγματικά πλοίο των Θεών, καλά το λένε έτσι. Γιατί μόνο οι Θεοί θα μπορούσαν να το φτιάξουν έτσι! Κοίτα αυτό το μπροστινό του με το μέταλλο, τον σίδηρο μπροστά του… να δεις πως το λένε…»
-«Έμβολο. Αυτό είναι το μεταλλικό έμβολο, το όπλο του για να χτυπά τα εχθρικά σκάφη. Και βάστα να μην είσαι πάνω στο στόχο του… οι Θεοί να σε φυλάνε…»
«Ναι, αυτό το …έμβολο, σκέφτεσαι τι τρόμο θα προκαλεί όταν το βλέπεις να σε πλησιάζει; Σκέψου αφεντικό, είσαι στρατιώτης ή ναύτης  του εχθρού και γυρνώντας το κεφάλι βλέπεις αυτό το σκαρί, με το τρομερό του έμβολο, να έρχεται με όλη του την δύναμη και ταχύτητα από το πλάι, ίσα κατά πάνω στην δική σου ευθεία… πω πω μανούλα μου!»

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η εικόνα πάντα ίδια, τα βράχια να σκίζουν τα κύματα, τα τζιτζίκια να σκούζουν ολημερίς και ο ήλιος να καίει ανελέητα τα θυμάρια. Στην ίδια πέτρα όπως κάθε μέρα ο Λάφιλος να παίζει την φλογέρα του με τον μελαγχολικό, άτονο σκοπό. Δίπλα του ο Αμεινίας με σκυφτό το κεφάλι, σκάλιζε με την άκρη ενός κλαδιού διάφορα σχήματα στο κόκκινο χώμα. Έκανε κύκλους, τον ένα μέσα στον άλλο, γραμμές που τέμνονταν και τρίγωνα που και μόνα τους αλλά και όλα μαζί, δεν σήμαιναν τίποτα. Κάπου – κάπου, χάλαγε τα σχέδια σέρνοντας το πόδι του, για ν’ αρχίσει απ’ την αρχή. Κάποιο απ’ τα σκυλιά γαύγισε δυνατά, κάνοντας και τους δυο, να γυρίσουν το κεφάλι με ανήσυχο βλέμμα, αλλά αποδείχτηκε καπρίτσιο του ζώου και όχι κάποιος κίνδυνος ή απρόσμενη άφιξη. Μόνο που στα μάτια του Λάφιλου μπήκαν οι εικόνες των κυμάτων που αναστέναζαν πάνω στα βράχια, στο βάθος του γκρεμού. Όχι το κύμα που χτυπάει στην σκληρή επιφάνεια, αλλά οι εικόνες της επιστροφής τους στην θάλασσα. Λες και του φώναζαν: « έλα κι εσύ, ταξίδι κάμε μαζί μας, μακρινό και όμορφο. Δες τόπους, ανθρώπους άλλους, πράγματα που δεν έχεις φανταστεί… μην μένεις εκεί στα βρόχια του καθημερινού σου τίποτα, μην πεθάνεις χωρίς να έχεις ζήσει, χωρίς να έχεις φτιάξει, χωρίς να έχεις αφήσει …. Καβάλα τα δελφίνια του Αιγαίου, πήγαινε στις μεγάλες πόλεις, στους μακρινούς ορίζοντες, στις μεγάλες αξίες».
- Τώρα θα κοιμάσαι με τα μάτια ανοικτά; Θα σου βγάλουν «κουτσουλά» πως είσαι αλαφροΐσκιωτος κι ονειροπαρμένος….
 Η φωνή του πιτσιρικά τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το χέρι του σηκώθηκε να σκουπίσει μια σταγόνα ιδρώτα από το μέτωπο, κάνοντας τον μικρό, ενστικτωδώς να σηκώσει τα δικά του για να προφυλάξει το κεφάλι από την επερχόμενη σφαλιάρα. Όμως προς έκπληξή του, η αντίδραση ήταν τελείως διαφορετική. Ο Λάφιλος του χαμογέλασε και χάιδεψε τα μαλλιά του.
- «Κάτσε», του είπε. «Θα ήθελες να κάνεις κάποια στιγμή, ένα μεγάλο ταξίδι; Να δεις νέα πράγματα;»
- «Αμέ, αλλά για πού; Θα ήθελα να πάω να δω την Λέρο, αλλά πως; Και στην Ανεμούσα που είπε ο ξένος… κι εκεί θα ήθελα να πάω. Πρέπει να είναι όμορφη και έχει και σφουγγάρια, να δεις που θα έχει και πολλά στρείδια και αχινούς, να τους κάνεις με λεμόνι και λάδι. Μ μμμμ… γιατί λένε πως εκεί που έχει σφουγγάρια, υπάρχουν και τα υπόλοιπα καλούδια».
Ο Λάφιλος γέλασε με τον αυθορμητισμό και την λαχτάρα του μικρού.
- «Δεν μιλάω για την Λέρο, λέω για κάπου αλλού, πιο μακριά, πολύ πιο μακριά απ’ εδώ»
- «Δηλαδή; Για πού; Πιο μακριά από την Ανεμούσα;»
- « Ναι, τι θα έλεγες για την Αθήνα; Σου πέφτει λίγο μακριά;»
Προς στιγμή φοβήθηκε ότι κάτι έπαθε ο πιτσιρίκος. Τον έβλεπε που είχε μείνει με το στόμα ανοικτό, τα μάτια γουρλωμένα και ακίνητα και οι λέξεις λες και είχαν καρφωθεί στα χείλη του. Προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι.
- «Α … α … Αθήηηηηηη….. να; Ποια Αθήνα; Την κανονική; Αυτή που έχει το ναό της Αθηνάς; Αυτή με την ακρόπολή της; Με τον ναό του Ηφαίστου και του Δία;»
- «Ναι, για αυτή λέω. Την Αθήνα του Κραναού, του Κέκροπα και του Σόλωνα»
- «Και θα πάμε; Μαζί;»
- «Έτσι λέω… μαζί»
- «Δηλαδή εσύ κι εγώ; Εγώ κι εσύ;»
Το καράβι που έφερε το πτώμα του Φιλοκλή, έδεσε στον μεσαίο μόλο του λιμανιού. Κόσμος πολύς μαζεμένος, είχε αρχίσει τον μονότονο αχό. Τέσσερις άντρες σήκωναν μια ξύλινη πόρτα που πάνω της είχαν τοποθετήσει τυλιγμένο σε σεντόνι το άψυχο σώμα. Τα γυμνά κορμιά τους, γεμάτα αλάτι και ιδρώτα από την προσπάθεια, έμοιαζαν με γλυπτούς παραστάτες σε τάφο. Μόλις πάτησαν την σανίδα που κατέβαινε το σκάφος, η γυναίκα και οι κόρες του νεκρού, κίνησαν προς το μέρος τους. Ακαθόριστες κραυγές και λαρυγγισμοί πλανιόνταν πάνω στο λιμάνι. Οι τρεις γυναίκες χίμηξαν ν’ αρπάξουν τη σωρό κόντρα στην προσπάθεια των ναυτών που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν πάνω στο στενό ξύλο. Τα νύχια των γυναικών, μπήγονταν στους γυμνούς μηρούς, στους μύες των ποδιών, πληγώνοντας τα νεαρά κορμιά, κάνοντας το αίμα να κυλά ως τους αστραγάλους. Και αυτοί δεν μιλούσαν, δεν αναστέναζαν, δεν αντιδρούσαν! Τα δάκρυα, τα κλάματα, οι θρήνοι και η σκόνη, γέμιζαν τις ψυχές και τα μυαλά. Η μεγάλη γυναίκα, ικέτευε τους νέους, ν’ αφήσουν το νεκρό στο έδαφος. Τράβαγε τα μαλλιά της και χτυπούσε το στήθος, έσκιζε τα ρούχα της, λες και ήθελε να λευτερωθεί από τον πόνο. Κι εκείνοι, αμίλητοι, συνέχιζαν το δρόμο τους προς το ιερό του Ποσειδώνα. Οι κόρες, σχεδόν άυλες, σχεδόν διάφανες, έκλαιγαν με ρόγχο και ανημποριά. Ο πόνος παρέσυρε και τους υπόλοιπους που γνώριζαν και τις δικές τους πιθανότητες ζωής – θανάτου, σε αυτό το επάγγελμα. Ο ήλιος σα να γελούσε με αυτά που έβλεπε και αύξανε την ζέστη του, να κάνει ανυπόφορη τη στιγμή. Ίσως πάλι και να τιμούσε με τον δικό του τρόπο τον νεκρό.
Ο Λάφιλος ένιωσε την μάταιη στιγμή. Δεν μπορούσε να κλάψει αν και έβλεπε ότι όλοι είχαν δάκρυα στα μάτια, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι. Προχώρησε μακριά από το καράβι που είχε γίνει και δικαιολογημένα το κεντρικό σκηνικό της ημέρας. Θέλησε να περπατήσει μήπως και έπαιρνε λίγο αέρα. Αναζήτησε την σκιά, κάτω από κάποιο απ’ τα λιγοστά δέντρα, ίσως και καμιά πνοή δροσιάς από το πέλαγος. Δίπλα του κάποιοι άντρες, πιο ψύχραιμοι από τους υπόλοιπους, ανέλυαν κατά τη δική τους γνώμη, τα λάθη του Φιλοκλή που οδήγησαν στο χαμό του. Ένας ακόμη, που του φάνηκε και γνωστός, γύρω στα είκοσι πέντε, πλησίασε στην παρέα. Άκουγε, δεν μιλούσε, κοίταγε δεν έδειχνε, καταλάβαινε γιατί ήξερε. Μόνο το Λάφιλο που στεκόταν παραπέρα, παρατηρούσε με προσοχή. Λες και προσπαθούσε να διαβάσει το πρόσωπό του, να ξεκλειδώσει το βλέμμα του. Άφησε τους άλλους να φιλολογούν και τον πλησίασε.
-«Εσύ δεν είσαι ο γιός του Πυστίλου;», τον ρώτησε μισοκλείνοντας τα μάτια για να αποφύγει τον έντονο ήλιο.
Ο Λάφιλος εξεπλάγη. Κάπου τον ήξερε αλλά δεν γνώριζε από πού. Απάντησε καταφατικά με ένα στεγνό «ναι». Το μυαλό του προσπαθούσε να συνέλθει από την πρότερη εικόνα του λιμανιού και να σκεφτεί.
-«Εγώ είμαι ο Άρατος. Από δω, από την Ποθαία. Έχω αυτό το σκάφος που βλέπεις στον ανατολικό μόλο, αυτό με τα γαλαζωπά πανιά….»
Ο νέος έριξε το βλέμμα του στο πλοίο που του έλεγε ο ξένος. Αντίκρισε ένα πραγματικά όμορφο σκαρί, καλοστρωμένο για θάλασσα και φουρτούνα, για γρηγοράδα και φόρτωση. Τα γαλάζια του πανιά, αν και μαζεμένα, έδιναν μια αίσθηση ελαφρού ταξιδιάρικου θαλασσοπουλιού. Μια μόνο σειρά κουπιών σε κάθε πλευρά κι ένα καλοσχηματισμένο άσπρο μάτι με μαύρη ίριδα στην πλώρη, του έδιναν μια εικόνα κοντά στις περίφημες Αθηναϊκές τριήρεις, έστω και με πολύ φαντασία. Στο κέντρο της μπούμας, στον μπροστινό καταπέλτη, υπήρχε γαντζωμένη μια μεγάλη τροχαλία, πάνω σ’ ένα βίντσι που έδειχνε τον σκοπό του πλοίου: Ένα γρήγορο ελαφρύ εμπορικό σκάφος!
- «Ωραίο σκαρί Άρατε και καλοτάξιδο μου φαίνεται, αν και δεν έχω μεγάλη πείρα από πλεούμενα. Αλλά γιατί μου το δείχνεις; Δεν είμαι έμπορος για να με νοιάζουν τα ταξίδια, ούτε μαντατοφόρος να τρέχω στα πελάγη. Λοιπόν;»
Ο θαλασσινός τον έπιασε από τον αγκώνα και προσπάθησε να τον τραβήξει παραπέρα. Με το μάτι εντόπισε ένα καπηλειό που όλοι οι θαμώνες του είχαν σηκωθεί όρθιοι να δουν τον χαμό που γινόταν στο λιμάνι. Τράβηξε τον νεαρό βοσκό σε μια άκρη και κάθισαν παραγγέλνοντας μια κανάτα κρασί στον κάπελα, που σκούπισε βαριεστημένα το κούτσουρο που χρησιμοποιούσε για τραπέζι. Απ’ έξω, οι κλαυθμοί και το μοιρολόι έφταναν στον ουρανό και στα βάθη του πελάγου, να συγκινήσουν τον Ποσειδώνα. Η ζέστη είχε γεμίσει τον αέρα με μύγες που κάθε λίγο τσιμπούσαν όσο πιο δυνατά γινόταν, τα χέρια και τα πόδια των παρευρισκομένων.
- «Άκου Λάφιλε. Αναρωτήθηκες που σε ξέρω. Θα σου θυμίσω. Είσαι καρδιακός και παιδικός φίλος του Τιμοκράτη. Έτσι δεν είναι; Μου μίλησε για σένα ο φίλος σου. Τότε που έψαχνε καράβι για εμπόριο, είχαμε μιλήσει να πηγαίναμε μαζί. Μια ατυχία όμως, ένα σπάσιμο στο κουμπάσο του καταρτιού, χάλασε την συμφωνία. Σε καμιά δεκαριά μέρες, θα είμαι έτοιμος να ξανοιχτώ στα πελάγη. Λέω να πάω στην Αθήνα…»
- «Μα δεν είναι αργά τώρα, δηλαδή σε δέκα μέρες που λες να ταξιδέψεις; Αρχίζουν να φυσούν οι θαλασσινές ετησίες (μελτέμια), και όπως λέγει κι ο πατέρας μου : «Όταν τα χωράφια είναι γυμνά από στάχυα και όταν ο Ήλιος με τον Λέοντα και τον Τήμο εμφανίζονται για πρώτη φορά μαζί στον ουρανό, τότε οι ετησίες σφυρίζοντας πέφτουν ορμητικά στο απέραντο πέλαγος. Τότε τα ταξίδια ούτε και με κουπιά είναι ευνοϊκά και είναι οι στιγμές που μου αρέσουν τα μεγάλα καράβια. Γιατί κι αυτά «τρώνε» την περηφάνια τους στις ορέξεις του Θαλασσοθεού» . Και μα τον Δία, δεν βλέπεις που τα αστέρια τις νύχτες είναι πιο δυνατά και πιο καθαρά, ο ουρανός την μέρα πιο γαλανός; Αυτό σημαίνει ότι οι ετησίες έρχονται. Ποιος λοιπόν ο λόγος να φύγεις τώρα, αφού ναι μεν θα φτάσεις στην Αθήνα, αλλά δεν θα μπορέσεις να γυρίσεις, τουλάχιστον μέχρι τον Θευδαίσιο (Ιανουάριος), για να μην πω μέχρι τον Πεδαγείτνιο (Φεβρουάριος) ή και τον Βαδρόμιο (Μάρτιος), τότε δηλαδή, αν θα μπορέσεις μέσα στο το καταχείμωνο»
- «Να γυρίσω; Και μάλιστα γρήγορα; Χα χα χα χα…. Μα την θεά ¨Αρτεμη, έχεις δίκιο να μην ξέρεις Λάφιλε, έχεις δίκιο. Δεν φεύγω για να γυρίσω, όχι σύντομα τουλάχιστον. Νομίζεις πραγματικά, ότι ο φίλος σου έφυγε για εμπόριο; Νομίζεις ότι κυνήγαγε το χρήμα; Χα χα χα χα… , μα τους Θεούς, πολύ τον αδικείς αν αυτό πιστεύεις. Αλλά κι εσύ όλη μέρα με τα πρόβατα, λογικό να μην μαθαίνεις τα νέα. Για πόλεμο πηγαίνει ο φίλος σου, για πόλεμο και δόξα! Δεν έμαθες ότι οι βάρβαροι κατεβαίνουν λεφούσια να χτυπήσουν; Δεν έμαθες για το μίσος που τρέφουν για εμάς τους Έλληνες και ειδικότερα για τους Αθηναίους; Γι αυτό και οι τελευταίοι, έστειλαν απανταχού στην Ελλάδα μαντάτο, όπου κι αν βρίσκεται Έλληνας να βοηθήσει στον πόλεμο που έρχεται. Βέβαια εδώ στο μέρος μας, απεσταλμένος δεν ήρθε, μικρό μέρος βλέπεις, τι να βοηθήσει; Αλλά έστω και δυό και τρεις και δέκα αν πάνε, βοήθεια δεν είναι και αυτή; Ξέρω την ερώτηση που έχεις μέσα στο μυαλό σου. Την ξέρω. Τι θα γίνει με τις Καλυδνίους νήσους, αφού πρώτα εδώ θα χτυπήσουν τα στίφη. Κακό να το σκεφτείς. Ίσως και το μοιρολόι που ακούς έξω, να μην είναι μόνο για τον νεκρό σφουγγαρά, αλλά για όλους εμάς που μπορεί η μοίρα να σταθεί αδυσώπητη. Κανένας δεν θέλει να μιλήσει γι αυτό, αλλά όλοι φοβούνται το χειρότερο. Κι αν μείνουμε εδώ, εμείς οι πιο νέοι, τι θα κάνουμε; Λίγοι είμαστε, χωρίς σοβαρά, καλά όπλα, ανεκπαίδευτοι θαλασσινοί και κτηνοτρόφοι όπως του λόγου μου και του λόγου σου. Στην πρώτη κρούση θα μας σφάξουν… αν όμως πάμε με τους Αθηναίους, με τον στρατό που ετοιμάζουν, μπορεί και να έχουμε κάποια ελπίδα να δοξαστούμε. Ωραίοι Έλληνες! Αυτοί είναι άνθρωποι μορφωμένοι, με μεγάλη πείρα στους πολέμους, με νέους που συνέχεια γυμνάζονται και στο σώμα και στον νου. Με στρατηγούς ικανούς, με όπλα άριστα και πνεύμα δεμένο με τον Θησέα και τον Ηρακλή. Ανίκητους τους λογαριάζει ο υπόλοιπος Ελληνισμός, ακόμα και οι Λακεδαιμόνιοι τους φοβούνται, όσο φοβάται ένας Λακεδαιμόνιος δηλαδή, και τους ασπάζονται σε θέματα στρατιωτικής τακτικής. Ίσως ο βάρβαρος, να μην υπολογίσει το μικρό μας νησί και το προσπεράσει, έτσι αδιάφορα. Ίσως και όχι πάλι. Όπως και να είναι όμως, η μεγάλη μάχη δεν θα δοθεί εδώ ή σε κάποιο μικρό νησί του πελάγου. Η μεγάλη σύγκρουση, θα πάρει μέρος σε μεγάλη πεδιάδα, κοντά στην Αθήνα, εκεί όπου μπορούν οι στρατοί, να εξολοθρεύσουν ο ένας τον άλλο».
Ο Λάφιλος τον άκουγε με προσοχή και βρήκε τον εαυτό του τελείως απροετοίμαστο για τέτοια μαντάτα. Κάτι βέβαια είχε ακούσει από κάποιες διάσπαρτες κουβέντες που έκαναν οι γέροντες, αλλά ποτέ δεν είχε συνειδητοποιήσει την τραγικότητα ή το σύντομο της κατάστασης.
Ένιωσε ένα ρεύμα αέρα πίσω του και σχεδόν ανατρίχιασε. Γύρισε και κοίταξε προς το πέλαγος. Κύματα σαν μικρά προβατάκια σε γαλάζιο λιβάδι, είχαν κάνει την εμφάνισή τους, μέχρι έξω, κοντά στο λιμάνι. Τα δεμένα σκάφη είχαν αρχίσει να χορεύουν στο νερό, με ήσυχες νωχελικές φιγούρες, μια πάνω, μια κάτω, σκύβοντας τα κατάρτια τους, πότε δεξιά, πότε αριστερά τραβώντας με παράξενους θαλασσοτριγμούς τα σκοινιά των μόλων. Ο Αμεινίας πλησίασε και κάθισε δίπλα τους, αμίλητος και συνοφρυωμένος. Έξυνε το πόδι του με μανία, εκεί που κάποια μύγα είχε βρει πεδίο δράσης, σε βαθμό να το ματώσει. Μια κοίταζε τον μικρό του αφέντη, μια τον ξένο. Κάτι είχε πάρει το αυτί του όταν στεκόταν παράμερα και δεν του άρεσε, κάτι για πολέμους και καταστροφές. Ήξερε από τις διηγήσεις του Ιόλαου, τα κακά και άσχημα των πολέμων και η παιδική του φαντασία τα μεγάλωνε εκατό φορές πιο πάνω.
- «Άρχισαν κιόλας οι ετήσιες», είπε ο Άρατος κοιτάζοντας κι εκείνος την ταραγμένη θάλασσα. «Πρέπει να ετοιμάζομαι για αναχώρηση πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι υπολόγιζα. Μη με βρουν οι αέρηδες μακριά από γη, μη με σκεπάσει ο Ποσειδώνας με νερό. Λοιπόν Λάφιλε, τι λες; Θέλεις να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου μακριά απ’ εδώ; Να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα και στη δόξα; Πολύ θα χαιρόταν ο φίλος σου ο Τιμοκράτης αν το μάθαινε! Πολύ περισσότερο αν σε έβλεπε μπροστά του!»
Δεν ήξερε τι να σκεφτεί όμως. Του ήρθαν όλα τόσο απότομα, τόσο εκνευριστικά καλόηχα μα και τόσο ξένα από την καθημερινότητά του. Ντράπηκε που, με τόσες σκέψεις, γεμάτες ντροπή και απόγνωση για την κατάσταση της παραμονής του στο νησί, φάνηκε ανέτοιμος γι αποφάσεις.
«Τι να κάνω», σκέφτηκε. «Πως ν’ αποφασίσω για κάτι τόσο ονειρεμένο και τρομακτικό συνάμα;»
Ο Αμεινίας τον κοίταζε με προσμονή, ανυπόμονα και την ίδια στιγμή καρτερικά. Έβλεπε στο πρόσωπο του νέου προσπαθώντας να μαντέψει την απόφασή του, πριν ακόμη την πει, από κάποια σύσπαση ή τυχαίο βλεφαρισμό. Τίποτα όμως. Ο Λάφιλος δεν έδειχνε καμία αντίδραση, λες και δεν είχε ακούσει τίποτα. Μόνο τα δάχτυλα του ζερβού του χεριού, έπαιζαν πάνω στο γόνατό του. Πρέπει να πέρασαν αρκετά λεπτά, που κανείς τους δεν έβγαλε κουβέντα από το στόμα, που κανείς δεν κουνήθηκε. Οι θρήνοι από το λιμάνι είχαν ξεθωριάσει, αφού το πλήθος, είχε αρχίσει την ανηφόρα για το χωριό. Πρόθεση, εκφορά, ταφή και περίδειπνο. Όλη η ιεροτελεστία έπρεπε να τηρηθεί για τον αγνό άντρα. Εναπόθεση της σωρού στη νεκρική κλίνη και θρηνωδία των οικείων του, μα πρώτα έπρεπε το σώμα να πλυθεί από τα αμαρτήματα της ζωής του, ν’ αρωματιστεί από τις κόρες του, να του φορέσουν το λευκό μακρύ μανδύα του που κράταγε χρόνια κρυμμένο για αυτή τη στιγμή, να του βάλουν λουλούδινο στεφάνι στα καλοχτενισμένα μαλλιά. Μετά θα τον ξενυχτήσουν οι δικοί του, με τα μοιρολόγια της απελπισίας τους και πρωί – πρωί, θ’ αρχίσει, βουβά, η μεταφορά του νεκρού από το σπίτι, στον τόπο της ταφής του.
Μόνο σκόνη είχε μείνει στον αέρα. Σκόνη και μύγες. Ο Άρατος σηκώθηκε από το τραπέζι πίνοντας την τελευταία γουλιά από το κρασί του. Κοίταξε τον συνομιλητή του, που τόση ώρα περίμενε για απάντηση και έφυγε. Μόνο πριν απομακρυνθεί γύρισε και του ψιθύρισε:
- «Αν μετανιώσεις, θα με βρεις σε δυό νύχτες από τώρα στο μόλο. Μεσάνυχτα, αν βέβαια ο Αίολος το θελήσει, θ’ ανοίξω πανιά. Μεσάνυχτα και σιωπηλά. Γεια σου τώρα»