Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η εικόνα πάντα ίδια, τα βράχια να σκίζουν τα κύματα, τα τζιτζίκια να σκούζουν ολημερίς και ο ήλιος να καίει ανελέητα τα θυμάρια. Στην ίδια πέτρα όπως κάθε μέρα ο Λάφιλος να παίζει την φλογέρα του με τον μελαγχολικό, άτονο σκοπό. Δίπλα του ο Αμεινίας με σκυφτό το κεφάλι, σκάλιζε με την άκρη ενός κλαδιού διάφορα σχήματα στο κόκκινο χώμα. Έκανε κύκλους, τον ένα μέσα στον άλλο, γραμμές που τέμνονταν και τρίγωνα που και μόνα τους αλλά και όλα μαζί, δεν σήμαιναν τίποτα. Κάπου – κάπου, χάλαγε τα σχέδια σέρνοντας το πόδι του, για ν’ αρχίσει απ’ την αρχή. Κάποιο απ’ τα σκυλιά γαύγισε δυνατά, κάνοντας και τους δυο, να γυρίσουν το κεφάλι με ανήσυχο βλέμμα, αλλά αποδείχτηκε καπρίτσιο του ζώου και όχι κάποιος κίνδυνος ή απρόσμενη άφιξη. Μόνο που στα μάτια του Λάφιλου μπήκαν οι εικόνες των κυμάτων που αναστέναζαν πάνω στα βράχια, στο βάθος του γκρεμού. Όχι το κύμα που χτυπάει στην σκληρή επιφάνεια, αλλά οι εικόνες της επιστροφής τους στην θάλασσα. Λες και του φώναζαν: « έλα κι εσύ, ταξίδι κάμε μαζί μας, μακρινό και όμορφο. Δες τόπους, ανθρώπους άλλους, πράγματα που δεν έχεις φανταστεί… μην μένεις εκεί στα βρόχια του καθημερινού σου τίποτα, μην πεθάνεις χωρίς να έχεις ζήσει, χωρίς να έχεις φτιάξει, χωρίς να έχεις αφήσει …. Καβάλα τα δελφίνια του Αιγαίου, πήγαινε στις μεγάλες πόλεις, στους μακρινούς ορίζοντες, στις μεγάλες αξίες».
- Τώρα θα κοιμάσαι με τα μάτια ανοικτά; Θα σου βγάλουν «κουτσουλά» πως είσαι αλαφροΐσκιωτος κι ονειροπαρμένος….
 Η φωνή του πιτσιρικά τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το χέρι του σηκώθηκε να σκουπίσει μια σταγόνα ιδρώτα από το μέτωπο, κάνοντας τον μικρό, ενστικτωδώς να σηκώσει τα δικά του για να προφυλάξει το κεφάλι από την επερχόμενη σφαλιάρα. Όμως προς έκπληξή του, η αντίδραση ήταν τελείως διαφορετική. Ο Λάφιλος του χαμογέλασε και χάιδεψε τα μαλλιά του.
- «Κάτσε», του είπε. «Θα ήθελες να κάνεις κάποια στιγμή, ένα μεγάλο ταξίδι; Να δεις νέα πράγματα;»
- «Αμέ, αλλά για πού; Θα ήθελα να πάω να δω την Λέρο, αλλά πως; Και στην Ανεμούσα που είπε ο ξένος… κι εκεί θα ήθελα να πάω. Πρέπει να είναι όμορφη και έχει και σφουγγάρια, να δεις που θα έχει και πολλά στρείδια και αχινούς, να τους κάνεις με λεμόνι και λάδι. Μ μμμμ… γιατί λένε πως εκεί που έχει σφουγγάρια, υπάρχουν και τα υπόλοιπα καλούδια».
Ο Λάφιλος γέλασε με τον αυθορμητισμό και την λαχτάρα του μικρού.
- «Δεν μιλάω για την Λέρο, λέω για κάπου αλλού, πιο μακριά, πολύ πιο μακριά απ’ εδώ»
- «Δηλαδή; Για πού; Πιο μακριά από την Ανεμούσα;»
- « Ναι, τι θα έλεγες για την Αθήνα; Σου πέφτει λίγο μακριά;»
Προς στιγμή φοβήθηκε ότι κάτι έπαθε ο πιτσιρίκος. Τον έβλεπε που είχε μείνει με το στόμα ανοικτό, τα μάτια γουρλωμένα και ακίνητα και οι λέξεις λες και είχαν καρφωθεί στα χείλη του. Προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι.
- «Α … α … Αθήηηηηηη….. να; Ποια Αθήνα; Την κανονική; Αυτή που έχει το ναό της Αθηνάς; Αυτή με την ακρόπολή της; Με τον ναό του Ηφαίστου και του Δία;»
- «Ναι, για αυτή λέω. Την Αθήνα του Κραναού, του Κέκροπα και του Σόλωνα»
- «Και θα πάμε; Μαζί;»
- «Έτσι λέω… μαζί»
- «Δηλαδή εσύ κι εγώ; Εγώ κι εσύ;»
Το καράβι που έφερε το πτώμα του Φιλοκλή, έδεσε στον μεσαίο μόλο του λιμανιού. Κόσμος πολύς μαζεμένος, είχε αρχίσει τον μονότονο αχό. Τέσσερις άντρες σήκωναν μια ξύλινη πόρτα που πάνω της είχαν τοποθετήσει τυλιγμένο σε σεντόνι το άψυχο σώμα. Τα γυμνά κορμιά τους, γεμάτα αλάτι και ιδρώτα από την προσπάθεια, έμοιαζαν με γλυπτούς παραστάτες σε τάφο. Μόλις πάτησαν την σανίδα που κατέβαινε το σκάφος, η γυναίκα και οι κόρες του νεκρού, κίνησαν προς το μέρος τους. Ακαθόριστες κραυγές και λαρυγγισμοί πλανιόνταν πάνω στο λιμάνι. Οι τρεις γυναίκες χίμηξαν ν’ αρπάξουν τη σωρό κόντρα στην προσπάθεια των ναυτών που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν πάνω στο στενό ξύλο. Τα νύχια των γυναικών, μπήγονταν στους γυμνούς μηρούς, στους μύες των ποδιών, πληγώνοντας τα νεαρά κορμιά, κάνοντας το αίμα να κυλά ως τους αστραγάλους. Και αυτοί δεν μιλούσαν, δεν αναστέναζαν, δεν αντιδρούσαν! Τα δάκρυα, τα κλάματα, οι θρήνοι και η σκόνη, γέμιζαν τις ψυχές και τα μυαλά. Η μεγάλη γυναίκα, ικέτευε τους νέους, ν’ αφήσουν το νεκρό στο έδαφος. Τράβαγε τα μαλλιά της και χτυπούσε το στήθος, έσκιζε τα ρούχα της, λες και ήθελε να λευτερωθεί από τον πόνο. Κι εκείνοι, αμίλητοι, συνέχιζαν το δρόμο τους προς το ιερό του Ποσειδώνα. Οι κόρες, σχεδόν άυλες, σχεδόν διάφανες, έκλαιγαν με ρόγχο και ανημποριά. Ο πόνος παρέσυρε και τους υπόλοιπους που γνώριζαν και τις δικές τους πιθανότητες ζωής – θανάτου, σε αυτό το επάγγελμα. Ο ήλιος σα να γελούσε με αυτά που έβλεπε και αύξανε την ζέστη του, να κάνει ανυπόφορη τη στιγμή. Ίσως πάλι και να τιμούσε με τον δικό του τρόπο τον νεκρό.
Ο Λάφιλος ένιωσε την μάταιη στιγμή. Δεν μπορούσε να κλάψει αν και έβλεπε ότι όλοι είχαν δάκρυα στα μάτια, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι. Προχώρησε μακριά από το καράβι που είχε γίνει και δικαιολογημένα το κεντρικό σκηνικό της ημέρας. Θέλησε να περπατήσει μήπως και έπαιρνε λίγο αέρα. Αναζήτησε την σκιά, κάτω από κάποιο απ’ τα λιγοστά δέντρα, ίσως και καμιά πνοή δροσιάς από το πέλαγος. Δίπλα του κάποιοι άντρες, πιο ψύχραιμοι από τους υπόλοιπους, ανέλυαν κατά τη δική τους γνώμη, τα λάθη του Φιλοκλή που οδήγησαν στο χαμό του. Ένας ακόμη, που του φάνηκε και γνωστός, γύρω στα είκοσι πέντε, πλησίασε στην παρέα. Άκουγε, δεν μιλούσε, κοίταγε δεν έδειχνε, καταλάβαινε γιατί ήξερε. Μόνο το Λάφιλο που στεκόταν παραπέρα, παρατηρούσε με προσοχή. Λες και προσπαθούσε να διαβάσει το πρόσωπό του, να ξεκλειδώσει το βλέμμα του. Άφησε τους άλλους να φιλολογούν και τον πλησίασε.
-«Εσύ δεν είσαι ο γιός του Πυστίλου;», τον ρώτησε μισοκλείνοντας τα μάτια για να αποφύγει τον έντονο ήλιο.
Ο Λάφιλος εξεπλάγη. Κάπου τον ήξερε αλλά δεν γνώριζε από πού. Απάντησε καταφατικά με ένα στεγνό «ναι». Το μυαλό του προσπαθούσε να συνέλθει από την πρότερη εικόνα του λιμανιού και να σκεφτεί.
-«Εγώ είμαι ο Άρατος. Από δω, από την Ποθαία. Έχω αυτό το σκάφος που βλέπεις στον ανατολικό μόλο, αυτό με τα γαλαζωπά πανιά….»
Ο νέος έριξε το βλέμμα του στο πλοίο που του έλεγε ο ξένος. Αντίκρισε ένα πραγματικά όμορφο σκαρί, καλοστρωμένο για θάλασσα και φουρτούνα, για γρηγοράδα και φόρτωση. Τα γαλάζια του πανιά, αν και μαζεμένα, έδιναν μια αίσθηση ελαφρού ταξιδιάρικου θαλασσοπουλιού. Μια μόνο σειρά κουπιών σε κάθε πλευρά κι ένα καλοσχηματισμένο άσπρο μάτι με μαύρη ίριδα στην πλώρη, του έδιναν μια εικόνα κοντά στις περίφημες Αθηναϊκές τριήρεις, έστω και με πολύ φαντασία. Στο κέντρο της μπούμας, στον μπροστινό καταπέλτη, υπήρχε γαντζωμένη μια μεγάλη τροχαλία, πάνω σ’ ένα βίντσι που έδειχνε τον σκοπό του πλοίου: Ένα γρήγορο ελαφρύ εμπορικό σκάφος!
- «Ωραίο σκαρί Άρατε και καλοτάξιδο μου φαίνεται, αν και δεν έχω μεγάλη πείρα από πλεούμενα. Αλλά γιατί μου το δείχνεις; Δεν είμαι έμπορος για να με νοιάζουν τα ταξίδια, ούτε μαντατοφόρος να τρέχω στα πελάγη. Λοιπόν;»
Ο θαλασσινός τον έπιασε από τον αγκώνα και προσπάθησε να τον τραβήξει παραπέρα. Με το μάτι εντόπισε ένα καπηλειό που όλοι οι θαμώνες του είχαν σηκωθεί όρθιοι να δουν τον χαμό που γινόταν στο λιμάνι. Τράβηξε τον νεαρό βοσκό σε μια άκρη και κάθισαν παραγγέλνοντας μια κανάτα κρασί στον κάπελα, που σκούπισε βαριεστημένα το κούτσουρο που χρησιμοποιούσε για τραπέζι. Απ’ έξω, οι κλαυθμοί και το μοιρολόι έφταναν στον ουρανό και στα βάθη του πελάγου, να συγκινήσουν τον Ποσειδώνα. Η ζέστη είχε γεμίσει τον αέρα με μύγες που κάθε λίγο τσιμπούσαν όσο πιο δυνατά γινόταν, τα χέρια και τα πόδια των παρευρισκομένων.
- «Άκου Λάφιλε. Αναρωτήθηκες που σε ξέρω. Θα σου θυμίσω. Είσαι καρδιακός και παιδικός φίλος του Τιμοκράτη. Έτσι δεν είναι; Μου μίλησε για σένα ο φίλος σου. Τότε που έψαχνε καράβι για εμπόριο, είχαμε μιλήσει να πηγαίναμε μαζί. Μια ατυχία όμως, ένα σπάσιμο στο κουμπάσο του καταρτιού, χάλασε την συμφωνία. Σε καμιά δεκαριά μέρες, θα είμαι έτοιμος να ξανοιχτώ στα πελάγη. Λέω να πάω στην Αθήνα…»
- «Μα δεν είναι αργά τώρα, δηλαδή σε δέκα μέρες που λες να ταξιδέψεις; Αρχίζουν να φυσούν οι θαλασσινές ετησίες (μελτέμια), και όπως λέγει κι ο πατέρας μου : «Όταν τα χωράφια είναι γυμνά από στάχυα και όταν ο Ήλιος με τον Λέοντα και τον Τήμο εμφανίζονται για πρώτη φορά μαζί στον ουρανό, τότε οι ετησίες σφυρίζοντας πέφτουν ορμητικά στο απέραντο πέλαγος. Τότε τα ταξίδια ούτε και με κουπιά είναι ευνοϊκά και είναι οι στιγμές που μου αρέσουν τα μεγάλα καράβια. Γιατί κι αυτά «τρώνε» την περηφάνια τους στις ορέξεις του Θαλασσοθεού» . Και μα τον Δία, δεν βλέπεις που τα αστέρια τις νύχτες είναι πιο δυνατά και πιο καθαρά, ο ουρανός την μέρα πιο γαλανός; Αυτό σημαίνει ότι οι ετησίες έρχονται. Ποιος λοιπόν ο λόγος να φύγεις τώρα, αφού ναι μεν θα φτάσεις στην Αθήνα, αλλά δεν θα μπορέσεις να γυρίσεις, τουλάχιστον μέχρι τον Θευδαίσιο (Ιανουάριος), για να μην πω μέχρι τον Πεδαγείτνιο (Φεβρουάριος) ή και τον Βαδρόμιο (Μάρτιος), τότε δηλαδή, αν θα μπορέσεις μέσα στο το καταχείμωνο»
- «Να γυρίσω; Και μάλιστα γρήγορα; Χα χα χα χα…. Μα την θεά ¨Αρτεμη, έχεις δίκιο να μην ξέρεις Λάφιλε, έχεις δίκιο. Δεν φεύγω για να γυρίσω, όχι σύντομα τουλάχιστον. Νομίζεις πραγματικά, ότι ο φίλος σου έφυγε για εμπόριο; Νομίζεις ότι κυνήγαγε το χρήμα; Χα χα χα χα… , μα τους Θεούς, πολύ τον αδικείς αν αυτό πιστεύεις. Αλλά κι εσύ όλη μέρα με τα πρόβατα, λογικό να μην μαθαίνεις τα νέα. Για πόλεμο πηγαίνει ο φίλος σου, για πόλεμο και δόξα! Δεν έμαθες ότι οι βάρβαροι κατεβαίνουν λεφούσια να χτυπήσουν; Δεν έμαθες για το μίσος που τρέφουν για εμάς τους Έλληνες και ειδικότερα για τους Αθηναίους; Γι αυτό και οι τελευταίοι, έστειλαν απανταχού στην Ελλάδα μαντάτο, όπου κι αν βρίσκεται Έλληνας να βοηθήσει στον πόλεμο που έρχεται. Βέβαια εδώ στο μέρος μας, απεσταλμένος δεν ήρθε, μικρό μέρος βλέπεις, τι να βοηθήσει; Αλλά έστω και δυό και τρεις και δέκα αν πάνε, βοήθεια δεν είναι και αυτή; Ξέρω την ερώτηση που έχεις μέσα στο μυαλό σου. Την ξέρω. Τι θα γίνει με τις Καλυδνίους νήσους, αφού πρώτα εδώ θα χτυπήσουν τα στίφη. Κακό να το σκεφτείς. Ίσως και το μοιρολόι που ακούς έξω, να μην είναι μόνο για τον νεκρό σφουγγαρά, αλλά για όλους εμάς που μπορεί η μοίρα να σταθεί αδυσώπητη. Κανένας δεν θέλει να μιλήσει γι αυτό, αλλά όλοι φοβούνται το χειρότερο. Κι αν μείνουμε εδώ, εμείς οι πιο νέοι, τι θα κάνουμε; Λίγοι είμαστε, χωρίς σοβαρά, καλά όπλα, ανεκπαίδευτοι θαλασσινοί και κτηνοτρόφοι όπως του λόγου μου και του λόγου σου. Στην πρώτη κρούση θα μας σφάξουν… αν όμως πάμε με τους Αθηναίους, με τον στρατό που ετοιμάζουν, μπορεί και να έχουμε κάποια ελπίδα να δοξαστούμε. Ωραίοι Έλληνες! Αυτοί είναι άνθρωποι μορφωμένοι, με μεγάλη πείρα στους πολέμους, με νέους που συνέχεια γυμνάζονται και στο σώμα και στον νου. Με στρατηγούς ικανούς, με όπλα άριστα και πνεύμα δεμένο με τον Θησέα και τον Ηρακλή. Ανίκητους τους λογαριάζει ο υπόλοιπος Ελληνισμός, ακόμα και οι Λακεδαιμόνιοι τους φοβούνται, όσο φοβάται ένας Λακεδαιμόνιος δηλαδή, και τους ασπάζονται σε θέματα στρατιωτικής τακτικής. Ίσως ο βάρβαρος, να μην υπολογίσει το μικρό μας νησί και το προσπεράσει, έτσι αδιάφορα. Ίσως και όχι πάλι. Όπως και να είναι όμως, η μεγάλη μάχη δεν θα δοθεί εδώ ή σε κάποιο μικρό νησί του πελάγου. Η μεγάλη σύγκρουση, θα πάρει μέρος σε μεγάλη πεδιάδα, κοντά στην Αθήνα, εκεί όπου μπορούν οι στρατοί, να εξολοθρεύσουν ο ένας τον άλλο».
Ο Λάφιλος τον άκουγε με προσοχή και βρήκε τον εαυτό του τελείως απροετοίμαστο για τέτοια μαντάτα. Κάτι βέβαια είχε ακούσει από κάποιες διάσπαρτες κουβέντες που έκαναν οι γέροντες, αλλά ποτέ δεν είχε συνειδητοποιήσει την τραγικότητα ή το σύντομο της κατάστασης.
Ένιωσε ένα ρεύμα αέρα πίσω του και σχεδόν ανατρίχιασε. Γύρισε και κοίταξε προς το πέλαγος. Κύματα σαν μικρά προβατάκια σε γαλάζιο λιβάδι, είχαν κάνει την εμφάνισή τους, μέχρι έξω, κοντά στο λιμάνι. Τα δεμένα σκάφη είχαν αρχίσει να χορεύουν στο νερό, με ήσυχες νωχελικές φιγούρες, μια πάνω, μια κάτω, σκύβοντας τα κατάρτια τους, πότε δεξιά, πότε αριστερά τραβώντας με παράξενους θαλασσοτριγμούς τα σκοινιά των μόλων. Ο Αμεινίας πλησίασε και κάθισε δίπλα τους, αμίλητος και συνοφρυωμένος. Έξυνε το πόδι του με μανία, εκεί που κάποια μύγα είχε βρει πεδίο δράσης, σε βαθμό να το ματώσει. Μια κοίταζε τον μικρό του αφέντη, μια τον ξένο. Κάτι είχε πάρει το αυτί του όταν στεκόταν παράμερα και δεν του άρεσε, κάτι για πολέμους και καταστροφές. Ήξερε από τις διηγήσεις του Ιόλαου, τα κακά και άσχημα των πολέμων και η παιδική του φαντασία τα μεγάλωνε εκατό φορές πιο πάνω.
- «Άρχισαν κιόλας οι ετήσιες», είπε ο Άρατος κοιτάζοντας κι εκείνος την ταραγμένη θάλασσα. «Πρέπει να ετοιμάζομαι για αναχώρηση πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι υπολόγιζα. Μη με βρουν οι αέρηδες μακριά από γη, μη με σκεπάσει ο Ποσειδώνας με νερό. Λοιπόν Λάφιλε, τι λες; Θέλεις να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου μακριά απ’ εδώ; Να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα και στη δόξα; Πολύ θα χαιρόταν ο φίλος σου ο Τιμοκράτης αν το μάθαινε! Πολύ περισσότερο αν σε έβλεπε μπροστά του!»
Δεν ήξερε τι να σκεφτεί όμως. Του ήρθαν όλα τόσο απότομα, τόσο εκνευριστικά καλόηχα μα και τόσο ξένα από την καθημερινότητά του. Ντράπηκε που, με τόσες σκέψεις, γεμάτες ντροπή και απόγνωση για την κατάσταση της παραμονής του στο νησί, φάνηκε ανέτοιμος γι αποφάσεις.
«Τι να κάνω», σκέφτηκε. «Πως ν’ αποφασίσω για κάτι τόσο ονειρεμένο και τρομακτικό συνάμα;»
Ο Αμεινίας τον κοίταζε με προσμονή, ανυπόμονα και την ίδια στιγμή καρτερικά. Έβλεπε στο πρόσωπο του νέου προσπαθώντας να μαντέψει την απόφασή του, πριν ακόμη την πει, από κάποια σύσπαση ή τυχαίο βλεφαρισμό. Τίποτα όμως. Ο Λάφιλος δεν έδειχνε καμία αντίδραση, λες και δεν είχε ακούσει τίποτα. Μόνο τα δάχτυλα του ζερβού του χεριού, έπαιζαν πάνω στο γόνατό του. Πρέπει να πέρασαν αρκετά λεπτά, που κανείς τους δεν έβγαλε κουβέντα από το στόμα, που κανείς δεν κουνήθηκε. Οι θρήνοι από το λιμάνι είχαν ξεθωριάσει, αφού το πλήθος, είχε αρχίσει την ανηφόρα για το χωριό. Πρόθεση, εκφορά, ταφή και περίδειπνο. Όλη η ιεροτελεστία έπρεπε να τηρηθεί για τον αγνό άντρα. Εναπόθεση της σωρού στη νεκρική κλίνη και θρηνωδία των οικείων του, μα πρώτα έπρεπε το σώμα να πλυθεί από τα αμαρτήματα της ζωής του, ν’ αρωματιστεί από τις κόρες του, να του φορέσουν το λευκό μακρύ μανδύα του που κράταγε χρόνια κρυμμένο για αυτή τη στιγμή, να του βάλουν λουλούδινο στεφάνι στα καλοχτενισμένα μαλλιά. Μετά θα τον ξενυχτήσουν οι δικοί του, με τα μοιρολόγια της απελπισίας τους και πρωί – πρωί, θ’ αρχίσει, βουβά, η μεταφορά του νεκρού από το σπίτι, στον τόπο της ταφής του.
Μόνο σκόνη είχε μείνει στον αέρα. Σκόνη και μύγες. Ο Άρατος σηκώθηκε από το τραπέζι πίνοντας την τελευταία γουλιά από το κρασί του. Κοίταξε τον συνομιλητή του, που τόση ώρα περίμενε για απάντηση και έφυγε. Μόνο πριν απομακρυνθεί γύρισε και του ψιθύρισε:
- «Αν μετανιώσεις, θα με βρεις σε δυό νύχτες από τώρα στο μόλο. Μεσάνυχτα, αν βέβαια ο Αίολος το θελήσει, θ’ ανοίξω πανιά. Μεσάνυχτα και σιωπηλά. Γεια σου τώρα»

1 σχόλιο: