Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Ο Λίχης κοίταζε τον φίλο του σαν κεραυνόπληκτος. Μετά έστρεφε τα μάτια στο μικρό ανθρωπάκι, που όλο χαρά, γέλαγε μέσα στα στρωσίδια του και μετά πάλι τον φίλο του. Αυτό έγινε δυο – τρεις φορές μέχρι να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε. Μαθημένος στην σκληρή και απόλυτη υποταγή από τα παιδικάτα τους οι δυό άντρες δεν ήξεραν τι να κάνουν. Και επειδή δεν ήταν ποτέ οικογενειάρχες ή μέλη μιας οικογένειας με παιδιά, προσπαθούσαν να αντιληφθούν αυτές τις νέες συνθήκες.
-«Για κοίτα είναι γερό παιδί;»
Ο Ευρυάναξ, έσκυψε πάνω από το μωρό, το πήρε στην αγκαλιά του και το εξέτασε. Δεν ήξερε πώς να το πιάσει και αδέξια το ξανάφησε κάτω, αφού πρώτα του έριξε μια εξερευνητική ματιά στο σώμα και το προσωπάκι του.
-«Καλά μου φαίνεται. Και τα δυό του χέρια έχει και τα δυό του πόδια… και στο πρόσωπο… δεν δείχνει καμιά βλακεία…», γέλασε όταν κατάλαβε τι είπε. «Καλά μου φαίνεται», επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά.
-«Σε ρωτάω, γιατί άκουσα, ότι τα άρρωστα παιδιά… ε, να… τα αφήνουν οι γονιοί τους να πεθάνουν. Έτσι λένε δηλαδή, αλλά ήξερα για τον Καιάδα…»
-«Δηλαδή; Αφήνουν τα παιδιά τους έτσι; Να τα φάνε οι λύκοι;», ρώτησε ο Ευρυάναξ όλο απορία.
-«… ε, έτσι λένε, οι μύθοι. Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Δεν μπορεί να γίνονται τέτοια πράγματα. Ή τουλάχιστον τώρα. Μπορεί κάποτε στα παλιά τα χρόνια και να έχει μείνει ο μύθος, έτσι για να τονίσουν την ανάγκη της καθαρότητας και της υγείας του Σπαρτιατικού κόσμου. Αλλά δεν το έχω δει ποτέ μου και δεν πιστεύω ότι ένας γονιός σήμερα θα μπορούσε να το κάνει. Απ’ την άλλη θα μου πεις… τι χρειάζεται ένα χωλό άτομο; Μπορεί να πολεμήσει; Μπορεί να υπερασπιστεί την πόλη; Μπορεί να βοηθήσει τον σύντροφό του;»
-«Μπορεί όμως να σκεφτεί, να σχεδιάσει, να φιλοσοφήσει. Μπορεί να θεσπίσει νόμους. Μπορεί να δικάσει, να σχεδιάσει μάχες και να τις νικήσει. Όλοι είμαστε απαραίτητοι σε ένα σύνολο. Όλοι κάτι προσφέρουμε. Τι θα τρώγανε τα λιοντάρια, αν είχαν σκοτωθεί όλα τα βόδια;»
Ξαναγύρισε τα μάτια του προς το μικρό σωματάκι. Το χαμόγελο δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από εκείνο το κατάλευκο προσωπάκι. Τα δοντάκια, δυο μπροστά πάνω και άλλα τόσα μπροστά κάτω, μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους και έτσι μπόρεσαν με κάποια σιγουριά να υπολογίσουν την ηλικία του. Τα παχουλά χεράκια του και οι «δίπλες» στο στήθος, έδειχναν ότι μέχρι τώρα κάποιος το πρόσεχε καλά. Τα μαγουλάκια ήταν ροζ και απέπνεαν υγεία. Μα και τα υφάσματα αλλά και η προβιά που ήταν τυλιγμένο, έδειχναν και ήταν καθαρά και καινούργια.
-«Κάποιος το προσέχει μάλλον», είπε ο Ευρυάναξ για να συμφωνήσει και ο φίλος του. «Λες να ξανάρθει; Λες να το αφήσουμε εδώ;»
-«Νομίζω ότι είναι το πιο σωστό αυτό. Αλλά μπορούμε να μείνουμε κάποιες ώρες εδώ να περιμένουμε. Μετά βλέπουμε τι κάνουμε. Προς το παρόν πάω να φέρω τα υπόλοιπα πράγματά μας. Μέχρι να συνηθίσεις εσύ το ρόλο της μάνας!», γέλασε και έφυγε κουνώντας τους γοφούς, μιμούμενος το γυναικείο περπάτημα.
Ο Ευρυάναξ, βεβαιώθηκε ότι είχε μείνει μόνος και πήρε το μικρό πάλι στην αγκαλιά του. Ένοιωσε παράξενα κάθε που το κράταγε. Μια ζεστασιά πλημμύριζε το «είναι» του. Έβαλε το δείκτη του χεριού του και χάιδεψε την μικρή μυτούλα. Τα χέρια του μωρού, έπιασαν το δάχτυλο και το οδήγησαν στο στόμα. Προσπάθησε να το θηλάσει. Η γλωσσούλα του είχε αρχίσει να γλύφει με μια απαλότητα που εξέπληξε τον μεγάλο άντρα. Γέλασε… «μικρό τερατάκι, πεινάς; Και τι να σου δώσω τώρα; Και δεν έχω και γάλα μαζί μου. Κρασί μήπως; Μπα ε; Δεν το πίνεις ακόμα. Αλλά για να δω, αγοράκι είσαι ή θηλυκό;» κοίταξε ανάμεσα στα πόδια του και ένοιωσε μια μεγάλη ευχαρίστηση σαν να ήταν δικό του παιδί. «Άντρακλας βλέπω!» και γέλασε.
Σε λίγο άκουσε τον Λίχη να έρχεται κάνοντας αρκετό θόρυβο όπως έμπαινε από το άνοιγμα της σπηλιάς. Και με θόρυβο άφησε κάτω τα όπλα τους και τα δισάκια.
-«Λοιπόν … μαμά… σκέφτηκες τι θα κάνουμε; Ξεχνάς για πού πάμε; Υποθέτω ότι καταλαβαίνεις πως δεν μπορούμε να το πάρουμε μαζί μας. Τουλάχιστον μέχρι να μάθει να πολεμάει… αλήθεια αγόρι είναι;»
Ο Ευρυάναξ κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Στενοχωρήθηκε που ο φίλος του τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. Ωραία ένοιωθε αυτά τα δέκα λεπτά που έλειπε. Σηκώθηκε και έκανε να ανάψει φωτιά προς το άνοιγμα, κοντά στην έξοδο, να φεύγει ο καπνός. Μάζεψε κάτι μικρά κλαδιά που βρήκε κοντά στους θάμνους της εξόδου και κάθισε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Το μυαλό του είχε ξαναγυρίσει στην μεγάλη αναμέτρηση που μπορούσε να αρχίσει ανά πάσα στιγμή η Αθήνα εναντίον των βαρβάρων. Με την άκρη του ματιού, είδε στο βάθος της σπηλιάς. Ο Λίχης είχε τεμαχίσει το θήραμά τους αφού το έγδαρε και το μωρό λες και καταλάβαινε, παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Για κάποιο άγνωστο λόγο, ζήλεψε την προσοχή που έδειχνε το μωρό στον φίλο του. Κι εκείνος όλο το πείραζε και του γελούσε με μικρές ανόητες κραυγές. Ήθελε να πάει κοντά τους, να παίξει κι εκείνος, αλλά η Σπαρτιατική του εγκράτεια, … τον συγκράτησε και αυτή την φορά. Τέντωσε τα αυτιά του και άκουσε κάτι που τον ανησύχησε. Σηκώθηκε όρθιος. Ο Λίχης σαν πολεμιστής, το πρόσεξε. Πήρε το σπαθί του και με τα ματωμένα χέρια του από το σφάγιο, πλησίασε τον σύντροφό του. Έδειχνε πολύ άγριος με το αίμα να κυλάει στον μηρό του.
-«Ακούς; Λύκοι»
-«Ναι, τους ακούω και φαίνονται άγριοι και πεινασμένοι. Συνήθως τραγουδάνε την νύχτα, αλλά τώρα… πεινάνε»
-«Το μωρό! Το μυρίστηκαν… ανάθεμά τους»
-«Το μωρό ή το ελάφι; Βλέπεις μπορεί να μύρισαν το αίμα. Κι αν πεινάνε, δεν θα λογαριάσουν τίποτα. Η κοιλιά τους, τους κουμαντάρει τώρα όχι το μυαλό…»
-«Δίκιο έχεις. Το αίμα οσμίστηκαν… καλύτερα να το βάλουμε στην φωτιά, να καταλάβουν ότι είναι των ανθρώπων»
Με ένα κλαδί, έφτιαξαν ένα είδος σούβλας. Πέρασαν μεγάλα κομμάτια από το κρέας και το άφησαν να ψηθεί. Δεν θα αργούσε αν και οι δυό φίλοι δεν πείναγαν πολύ. Ο Ευρυάναξ έβγαλε από το δισάκι του ένα μικρό δέμα. Το άνοιξε με προσοχή, μη και χυθεί το πολύτιμο αλάτι στο χώμα.
-«Αλάτι από την Βραυρώνα! Υπέροχο και δυνατό. Θα φάμε ότι φάμε και τα υπόλοιπα κομμάτια θα τα συντηρήσουμε σαν παστά. Θα μας φτάσουν για όλο το ταξίδι μας»
Ο Λίχης συμφώνησε: «Και με το μικρό τι θα γίνει; Τι θα το ταΐσουμε; Γιατί πρέπει κι αυτό να φάει. Ξέρω ότι τα μικρά τρώνε κάθε λίγο και λιγάκι. Λοιπόν;»
-«Λες να είναι τελικά εγκαταλελειμμένο; Όπως τα λες, δεν μπορούμε να το αφήσουμε εδώ. Οι λύκοι είναι έξω από το άνοιγμα, κοντά. Θα το καταδικάσουμε;»
Συμφώνησαν να φάνε και να περιμένουν μέχρι ο ήλιος να φτάσει στο μέσον του ουρανού. Απλά θα περπατούσαν και την νύχτα να προλάβουν τον χαμένο χρόνο. Ο Λίχης, ξάπλωσε στο χώμα, ακουμπώντας το κεφάλι στον τοίχο της σπηλιάς. Σκέπασε το πρόσωπο με τον πέτασο και δεν άργησε να ακουστεί το ροχαλητό του. Ο Ευρυάναξ, κοίταξε το μωρό, που δεν έλεγε να κλείσει τα μάτια. Έπρεπε να το προσέχει. Έφαγε την τελευταία μπουκιά από το κρέας του, το μάσησε… «Λες;», σκέφτηκε. Έβαλε το χέρι στο στόμα και έβγαλε λίγο λειωμένο , μασημένο κρέας. Το έβαλε στο στόμα του μικρού. Εκείνο με βουλιμία το κατάπιε σχεδόν όπως ήταν. Τώρα ήθελε και άλλο, και άλλο και άνοιγε τα μεγάλα του γαλάζια μάτια σαν ευχαριστώ.
-«Έτσι μπράβο σου μικρέ μου … σύντροφε. Έτσι μπράβο», φώναξε χαρούμενος λες και είχε κάνει την μεγαλύτερη ανακάλυψη! Και τον είπε … «μικρέ μου σύντροφε», χωρίς να καταλαβαίνει ότι μόλις είχε αποφασίσει το μέλλον του μωρού.
Μεσημέριασε πια, όταν οι δυό άντρες ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν. Είχαν συμφωνήσει να μην αφήσουν το μικρό ανθρωπάκι στα δόντια των άγριων ζώων. Θα το έπαιρναν μαζί τους και αυτό το επιπλέον βάρος θα το κουβαλούσε ο Ευρυάναξ, σε ένα σάκο που έφτιαξε από το τομάρι που είχε το παιδί για στρώμα και που το έδεσε στο στήθος. Είχε πει στον Λίχη, ότι θα το έδιναν σε μια «γνωστή» του στην Κόρινθο, μια γυναίκα που του χρωστούσε χάρη, από κάποια παλιά υπόθεση. Θα προσπαθούσαν να πάρουν γάλα κατσικίσιο από τα χωριά που θα περνούσαν και τυρί. Όμως έπρεπε να βιαστούν τώρα πια. Ξεκίνησαν και ο Ευρυάναξ βγήκε στο φως του ήλιου, που τώρα είχε ανεβάσει την θερμοκρασία πολύ. Βγήκε στο κατόπι του και ο Λίχης, κοίταξε τον φίλο του από πίσω…:
-«Ωραίος πολεμιστής να σου πετύχει, με ένα μωρό στην αγκαλιά. Έχεις σκοπό να σκοτώσεις τους βάρβαρους, πνίγοντάς τους στα γέλια;»
Ο Ευρυάναξ δεν του απάντησε. Σήκωσε μόνο το χέρι και του έκανε μια άσεμνη χειρονομία. Προσπαθούσε να κρατηθεί, να μην πέσει από τις πέτρες που κυλούσαν σε κάθε του βήμα.
Είχε πια αρχίσει να σουρουπώνει, όταν αντίκρισαν το πρώτο κατοικήσιμο σπίτι. Ένας μικρός στάβλος, θα μπορούσε να πει κανείς, παρά σπίτι που έμεναν άνθρωποι. Κι όμως. Ένα φως στο εσωτερικό, έδειχνε ζωή. Οι δυό άντρες πλησίασαν και παραμέρισαν το δέρας που έκλεινε το άνοιγμα του μικρού στάβλου. Μέσα σε μια σχετικά καθαρή κάμαρα, ένας είλωτας με την γυναίκα του και ένα μικρό κορίτσι, οκτώ περίπου χρόνων, κάθονταν κατάχαμα, μοιράζοντας στα τρία ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί, δυό κρεμμύδια και ένα πιάτο ελιές. Αντί για κρασί, στις κούπες τους φαινόταν ένα άσπρο υγρό. Μόλις οι δυό Σπαρτιάτες μπήκαν μέσα, ο τρόμος επικράτησε στα πρόσωπα της οικογένειας. Δυό άντρες, με περικεφαλαίες, σπαθιά και δόρατα, με ακόντια και ασπίδες… και με ένα μωρό; Έβλεπαν καλά; Δυό Λακεδαιμόνιοι πολεμιστές με ένα μωρό στην αγκαλιά; Πόσο πρέπει να έχει χαλάσει ο κόσμος πια;
Η γυναίκα, έτρεξε προς το παιδί της και το αγκάλιασε σε μια προσπάθεια να το προστατέψει. Ήξεραν για την «κρυπτεία» και την ξενηλασία. Ήξεραν ότι οι άντρες αυτοί δεν θα έψαχναν για καμιά ιδιαίτερη δικαιολογία, να τους σφάξουν. Ο άντρας έσκυψε και γονάτισε μπροστά τους, τρέμοντας σαν ψάρι. Δεν είπε λέξη, αλλά τους ικέτευε για την ζωή τους. Άρεσε αυτό στους δυό φίλους, έτρεφε τον εγωισμό τους, αλλά τώρα ήθελαν την βοήθειά τους. Ο Ευρυάναξ, πλησίασε και χωρίς να σκύψει διέταξε την γυναίκα να φέρει κρασί. Το αντρόγυνο, κοιτάχτηκε μεταξύ του και τελικά ο άντρας, επιστρατεύοντας όσο θάρρος του έμεινε, ψέλλισε:
-«Τιμημένε Λακεδαιμόνιε, κρασί; Δεν έχουμε… που να το βρούμε; Δεν έχουμε τίποτα άλλο, έξω από νερό και λίγο γάλα από τις κατσίκες… με χαρά να σας τα προσφέρουμε, με χαρά και τα φαγητά μας. Δεν είναι πολλά, αλλά θα κρατήσουν την πείνα σας… λίγα κρεμμύδια και λίγο κριθάρι…. Αλλά πολλές ελιές,  δόξα να έχει η Δήμητρα…». Έστρεψε το πρόσωπο στο χώμα της κάμαρας και πάλι.
-«Γάλα; Μάλιστα, θέλουμε γάλα. Θέλω ένα μεγάλο ασκί. Για τον δρόμο». Ακούμπησε τα όπλα του στον ξύλινο τοίχο για να τους ησυχάσει, αλλά σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσε να τα επιτηρεί ο Λίχης συνέχεια. Κατέβασε και ξάπλωσε το μωρό στο δέρμα, που μέχρι εκείνη την ώρα, χρησίμευε για τραπέζι στους είλωτες. Κατέβασε και τον μπόγο που κουβάλαγε. Έβγαλε από μέσα το κρέας που είχε παστώσει νωρίτερα. Η οικογένεια κοιτάχτηκε με μάτια να γυαλίζουν και βέβαια δεν πρόλαβαν να σταματήσουν το οκτάχρονο κοριτσάκι από το να ορμήσει πάνω του. Οι δυό πολεμιστές δεν αντέδρασαν. Άφησαν το μικρό κορίτσι να δαγκώσει ένα μεγάλο κομμάτι, πριν το αναγκάσουν οι γονείς του να το βγάλει. Το έδωσαν πίσω στους Λακεδαιμόνιους, σκύβοντας το κεφάλι, λες και πρόσφεραν θυσία στους Θεούς. Γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν γι αυτούς οι «επίγειοι Θεοί», αφού είχαν δικαίωμα ζωής ή θανάτου επάνω τους. Ο Λίχης καθόταν πιο απόμακρα, κάτι σαν εγγυητής της ασφάλειάς τους.
-«Για το γάλα που θα μας δώσετε, όλα αυτά δικά σας. Και αυτό και αυτό και αυτό…»
Τώρα είχε απλώσει το κρέας, κρατώντας μόνο ένα μικρό κομμάτι για τους ίδιους, όλο το φλασκί με το νερωμένο κρασί που είχαν για τον δρόμο, αλλά και ένα μεγάλο τυλιγμένο δέμα που είχε παστωμένη μια ζύγαινα και μια μικρή σφυρίδα. Οι είλωτες δεν πίστευαν στα μάτια τους, στα αυτιά τους. Δεν τολμούσαν να αγγίξουν τίποτα, δεν ήθελαν να σηκώσουν το βλέμμα στους επισκέπτες. Ο Ευρυάναξ, έπιασε το μικρό κορίτσι από το χέρι και το τράβηξε απαλά κοντά του. Έβαλε στο χέρι της το κομμάτι κρέας που είχε φτύσει και την ανάγκασε να το φάει. Κι εκείνο έκλεισε τα μάτια από την απόλαυση, σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα στη ζωή της.
Τους έβαλαν το γάλα σε ένα μεγάλο ασκί. Φτιαγμένο από το μαστό μιας κατσίκας, ένα σκέπαστρο σε ένα μικρότερο φλασκί, θα έπαιζε σημαντικό ρόλο, όπως τους είπε η γυναίκα, στο τάισμα του μωρού.
Οι δυό φίλοι, έφυγαν όσο ξαφνικά και γρήγορα είχαν έρθει, αφήνοντας την φτωχή οικογένεια να γλεντήσει το φαί τους. Απόψε θα κοιμούνταν, πιστεύοντας πως ο Δίας τους … προσέχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου