Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Μπόρεσε μες το σκοτάδι να δει αυτό το αμυδρό χαμόγελο του Λίχη. Της φάνηκε ότι κατάλαβε καλά τις προθέσεις των δύο ανδρών. Πισωπάτησε μερικά βήματα και έγνεψε το κεφάλι αρνητικά. Δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που μάντευε. Δεν μπορούσε ο «φίλος» της, να ζητήσει τέτοια χάρη. Ήξερε ποια ήταν, μα πάνω απ’ όλα, έπρεπε να καταλάβει ότι το παιδί δεν μπορούσε να μεγαλώσει εκεί. Ήλπισε μήπως είχε καταλάβει λάθος και προσπάθησε να καθυστερήσει το … αναπόφευκτο. Τους πρότεινε να καθίσουν, μια κούπα ανέρωτου κρασιού, ήταν ότι έπρεπε αυτή τη στιγμή, όχι μόνο για τους άντρες, αλλά πιότερο για εκείνην. Το χαμόγελο στο πρόσωπο του Ευρυάνακτα, το ένοχο ύφος του αλλά και τα γεμάτα αποφασιστικότητα μάτια του, επιβεβαίωσαν τους φόβους της.
Πέρασαν σε ένα άλλο χώρο, με δυό ανάκλιντρα, πολλά μικρά καρεκλάκια και δυό τραπέζια. Στην μια άκρη δυό Κορίνθιοι περίμεναν κάποια κοπέλα, πίνοντας κούπες με κρασί, τρώγοντας μεγάλα κομμάτια κατσικίσιου τυριού. Η μυρωδιά από το τυρί, ανακατεμένη με τον ιδρώτα, αλλά και την υγρασία, έκαναν την ατμόσφαιρα σχεδόν αβάσταχτη. Γέλια που ακούστηκαν από το βάθος έκαναν τους δυο Σπαρτιάτες να στραφούν προς το βάθος της αίθουσας, περίεργους. Μια νεαρή, μικρότερη από δέκα πέντε χρόνων, είχε ανέβει στα γόνατα ενός θεόρατου άντρα και τον χάιδευε σε διάφορα σημεία, προσπαθώντας να «ξυπνήσει» το θεριό μέσα του.
-«Όταν ο άντρας σκέφτεται με λάθος κεφάλι», ακούστηκε η φωνή της Αγαθόκλειας πίσω τους, «τότε χάνει τον κόσμο ολόκληρο. Και το σπουδαιότερο, τα λεφτά του αλλάζουν κάτοχο». Χαμογέλασε και έδειξε δυό σειρές κάτασπρων δοντιών, παράξενο για την ηλικία της, αφού πρέπει να είχε περάσει τα είκοσι τέσσερα. «Και η κοπέλα αυτή, τα καταφέρνει αρκετά καλά…», συμπλήρωσε.
Ο Λίχης, πρόσεξε το γυμνό στήθος του κοριτσιού, τους μηρούς που τώρα τυλίγονταν ξεδιάντροπα γύρω από την μέση του «θεριού» και την γλώσσα της που μετρούσε γλείφοντας όλο το λαιμό και το πρόσωπο του. Αηδίασε και γύρισε το κόκκινο από αδικαιολόγητο θυμό, πρόσωπό του.
Κάθισαν κοντά στον τοίχο, ενώ μια έγχρωμη σκλάβα, έφερε κρασί και σύκα. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δέκα τριών χρονών, όμως η ανάπτυξή της είχε ολοκληρωθεί, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν τα στητά της στήθη και οι γυμνοί μηροί της. Οι δυό άντρες έδειξαν ενόχληση από την παρουσία της και η Αγαθόκλεια έκανε μια κίνηση με το χέρι, να βιαστεί να φύγει.
-«Από την Νουμιδία είναι, ξέρεις πόσο μου κόστισε; Μια περιουσία σχεδόν, … αλλά τα αξίζει τα λεφτά της. Είναι ο έρωτας πολλών εδώ. Καλή επένδυση μα την Ήρα… καλή. Αλλά σίγουρα δεν ήρθατε ως εδώ για γυναίκες. Οι Λακεδαιμόνιοι, φημίζεστε για την αφοσίωσή σας στην οικογένεια. Όλα τα άλλα τα βλέπετε … ασωτία. Ευτυχώς που δεν είναι όλοι οι Έλληνες έτσι, το αντίθετο θα έλεγα και μπορούμε και ζούμε κι εμείς»
Οι ταξιδιώτες δεν απάντησαν, μόνο κούνησαν το κεφάλι συμφωνώντας μαζί της. Ο Λίχης σηκώθηκε:
-«Θα βγω λίγο έξω να πάρω αέρα. Λυπάμαι αλλά έχω συνηθίσει στον αέρα του Ταΰγετου και εδώ… πνίγομαι»
Έφυγε και άφησε να συζητήσουν με την άνεσή τους. Έτσι κι αλλιώς, όσο κι αν είχε συμπαθήσει αυτό το μικρό τερατάκι, ένοιωθε ότι δεν ήταν δικιά του δουλειά αυτή. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και αντιμετώπισε ένα μανιασμένο τώρα άνεμο και μια βροχή που μαστίγωνε το σώμα και το πρόσωπο. Έβγαλε το σπαθί του και άρχισε να γυμνάζεται, χτυπώντας στον αέρα κάποιον αόρατο εχθρό. Η βροχή έπεφτε δυνατή και σε πολύ λίγο τον είχε μουσκέψει μέχρι την ψυχή. Δεν την καταλάβαινε, δεν την ένοιωθε πάνω του. Η εκπαίδευσή του τον είχε κάνει να μην λογαριάζει τα στοιχειά της φύσης, την κούραση ή τον πόνο. Ο «υπεράνθρωπος» τώρα βρισκόταν στον δικό του κόσμο, ευτυχισμένος.
-«Λοιπόν Ευρυάνακτα, έχεις να μου πεις νέα από την πατρίδα σου; Γιατί εδώ τα πράγματα δεν πάνε καλά. Λένε ότι οι βάρβαροι έκαψαν την Ερέτρια και οι Αθηναίοι, το εκστρατευτικό δηλαδή σώμα που έστειλαν, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Κι έτσι άφησαν την Ευβοιώτικη πόλη στην μοίρα της. Και δεν είναι ανάγκη να σου πω ποια μοίρα ήταν αυτή!»
Μιλώντας, χάιδευε το μωρό που είχε εν τω μεταξύ πάρει από τον άντρα απέναντί της. Μια του τσίμπαγε ελαφρά τα μπουτάκια, μια τα κόκκινα μαγουλάκια, μια του χάιδευε τα λιγοστά ξανθά μαλλιά του. Και αυτό, πάντα γελώντας, προσπαθούσε να πιάσει τους βοστρύχους της που κρέμονταν μπροστά στο στήθος.
-«Μα καλά, δεν κλαίει ποτέ του; Δεν πεινάει; Και μια και είπα για πείνα, έχω μια κοπέλα εδώ που είναι λεχώνα…»
-«Τέλεια…», της απάντησε ο άντρας.
-«… που θα μπορούσε να το ταΐσει με αληθινό ανθρώπινο γάλα και όχι κατσίκας… Τέλεια είπες;», ρώτησε μόλις κατάλαβε το λάθος της ν’ αναφέρει την λεχώνα. Προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα : «Πάτε στην Αθήνα; Άκουσα ότι δεν θέλατε να στείλετε βοήθεια… κάτι για Κάρνεια είπαν… μπούρδες όμως, έτσι;»
Ο Ευρυάναξ, κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Δεν ήξερε να λέει ψέματα, δεν μπορούσε όμως και να αφήσει κάποιον να κατηγορεί την πόλη του, άσχετα αν αυτός ο κάποιος είχε δίκιο. Προσπάθησε να ψελλίσει μια δικαιολογία, να πει για την ιερότητα των Καρνείων, για τον σεβασμό που δείχνουν πάντα οι Σπαρτιάτες στους Θεούς και τις γιορτές τους, αλλά φοβόταν την ερώτηση που μπορεί να ακολουθούσε. Και δεν ήταν άλλη από : «Τι θα κάνατε αν οι βάρβαροι χτυπούσαν την πόλη σας την ημέρα της γιορτής; Θα αφήνατε ανυπεράσπιστα τα χώματά σας, γιατί έτσι θέλουν οι Θεοί;». Και έβλεπε στα μάτια της γυναίκας την επιθετικότητά της. Μπορεί οι Κορίνθιοι να ήταν αντίπαλοι των Αθηναίων και εμπορικά και επεκτατικά, μπορεί να ήταν φίλοι δικοί τους, αλλά δεν έπαυαν να βλέπουν και τον Ελληνισμό σαν σύνολο και όχι σαν ανεξάρτητες πόλεις – κράτη. Ο Ευρυάναξ ήξερε ότι και ο ίδιος συμπεριφερόταν αλλά και σκεφτόταν διαφορετικά από τους συμπατριώτες του, ήξερε ότι και ο Λίχης είχε αρχίσει να διαφοροποιείται, ήξερε ότι υπήρχαν και αρκετοί άλλοι νέοι στην πόλη του που διαφωνούσαν με τις σκέψεις των παλιών και την επιβολή των εφόρων. Τα ήξερε όλα αυτά, όμως εξίσου γνώριζε, ότι όλοι ήταν αναγκασμένοι να υπακούουν αυστηρά στους νόμους. Οι τιμωρίες ήταν εξαντλητικές.
-«Και ετοιμάζονται για πόλεμο τώρα οι Αθηναίοι;», μπόρεσε να αρθρώσει, πιο πολύ για να πει κάτι, παρά για να μάθει κάτι παραπάνω.
-«Ναι, ετοιμάζονται πυρετωδώς. Και μάλιστα πήραν και ένα ευχάριστο μήνυμα εχθές, από τις Πλαταιές. Αυτή η μικρή πόλη, στέλνει χίλιους άνδρες, όλο της τον στρατό δηλαδή. Μπράβο τους. Μα… κι εσύ για εκεί δεν πας; Για την Αθήνα; Τι έγινε Σπαρτιάτη; Σε πλημμύρισε η Ελληνική αλληλεγγύη; Ή εκνευρίστηκες με τους παλιόγερους που σας διοικούν;»
Ο Ευρυάναξ δεν απάντησε. Κούνησε το χέρι σε ένα δυσνόητο μήνυμα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς.
-«Κατάλαβες λοιπόν γιατί ταξιδεύω…»
-«Και δεν φοβάσαι το ταξίδι; Δεν μιλάω για τον φόβο της μάχης ή του θανάτου. Εσείς οι Λακεδαιμόνιοι έχετε μεγαλώσει με την αφοβία στα στήθια σας. Ρωτάω αν φοβάσαι που θα αλλάξεις κι εσύ και ο φίλος σου, γιατί όποιος ταξιδεύει αλλάζει, είναι κανόνας αυτός…»
-«Να αλλάξω; Μα είμαι εδώ, την στιγμή που η πόλη μου το απαγορεύει. Κι άλλο ν’ αλλάξω; Και αν την Αθήνα όλοι στον Ευρώτα την βλέπουν σαν εχθρό, εγώ αγωνίζομαι για τους Έλληνες».
Οι δυό συνομιλητές κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Τα μεγάλα γαλάζια ματάκια από την αγκαλιά της γυναίκας, κοίταγαν κι αυτά με την αθωότητα και την λάμψη της ηρεμίας. Μάλλον πρέπει να είχε έρθει η ώρα του «φαγητού», γιατί μετά από λίγο, άρχισε να σαλεύει και να γλύφει τα μικρά του δάχτυλα. Η Αγαθόκλεια κοίταξε γύρω της και κάλεσε την λεχώνα, την τροφό όπως θα άρεσε στον Λακαιδέμονα να την λέει. Μια σχετικά ψηλή γυναίκα, αρκετά «γεμάτη», με πλούσιο στήθος πλησίασε και έσκυψε ν’ ακούσει τις οδηγίες της αφεντικίνας της. Πήρε το μωρό στην δική της αγκαλιά και εξαφανίστηκε στο βάθος της κάμαρας. Ο Σπαρτιάτης ευχαρίστησε την Αγαθόκλεια.
-«Νομίζω ότι κατάλαβες τι ακριβώς σου ζητάω. Δεν μπορώ να πάρω το μικρό μαζί μου εκεί που πάω. Ξέρω ότι κι εσείς, οι Κορίνθιοι μπορεί να αναγκαστείτε σε μάχη. Αν ναι, τότε δεν ξέρω τι θα γίνει, δεν ξέρω αν θα έχει νόημα να γίνει κάτι, αφού μετά τους Αθηναίους… πολύ φοβάμαι ότι μόνο η Σπάρτη, με πολύ τύχη θα μπορέσει να σταθεί. Αν σκοτωθώ και συγχρόνως σταματήσουμε τον βάρβαρο, θέλω να το μεγαλώσεις όσο πιο σωστά μπορέσεις. Να του μάθεις πολλά πράγματα, για τους Έλληνες, για τις γιορτές μας, για τους Θεούς. Αν θέλεις, … μίλα του και για μένα. Αν πάλι επιζήσω από αυτή την λαίλαπα, τότε σου υπόσχομαι να γυρίσω, όσο πιο σύντομα μπορώ, να σε απαλλάξω από το βάρος αυτό…»
-«Και τι θα το κάνεις εσύ μετά;»
-«Θα δω τι θα κάνω. Ας νικήσουμε, ας επιβιώσω … και βλέπουμε…»
Η ώρα περνούσε και παρ’ όλη τη βροχή, η «δουλειά» στο σπίτι δεν έλεγε να κόψει. Άντρες μπαινόβγαιναν όλη την ώρα, ενώ ο Ευρυάναξ μέτρησε πάνω από δέκα νεαρά κορίτσια που πρόσφεραν χαρά και διασκέδαση. Η αμαρτωλή πόλη τώρα επιβεβαίωνε το όνομά της. Και οι άνθρωποι που αποζητούσαν την αμαρτία; Σε τέτοιους καιρούς που ο Πέρσης και οι σύμμαχοί του έρχονταν; Παράλογο! Η ευχαρίστηση του παραλόγου! Μπορεί. Πως όμως μπορεί ένας άνθρωπος να ευχαριστιέται με το παράλογο; Διότι στην γενικότητά του, περί αυτού ακριβώς πρόκειται κάθε φορά που γελά ο κόσμος μπροστά σε δυσκολίες: μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι σχεδόν παντού όπου υπάρχει ευτυχία, υπάρχει η ευχαρίστηση του παραλόγου. Το αναποδογύρισμα της πείρας στο αντίθετό της, του σκόπιμου που γίνεται άσκοπο, του δέοντος που μεταβάλλεται σε καπρίτσιο, αλλά έτσι που το γεγονός να είναι αβλαβές και μοναδικό, από διάθεση πληθωρική, να που αυτό μας δίνει χαρά, γιατί μας ελευθερώνει αληθινά για λίγο από την καταπίεση της ανάγκης, του ωφελιμισμού και του πραγματισμού, όπως συνήθως βλέπουμε τους αδυσώπητους δασκάλους μας και καθοδηγητές μας. Παίζουμε και γελούμε κάθε φορά που το προβλεπόμενο (που προξενεί συνήθως στενοχώρια και ανησυχία), εκρήγνυται χωρίς να πληγώσει. Είναι η χαρά των σκλάβων και των καταπιεσμένων στα Βακχικά.
Από το γεγονός ότι οι άνθρωποι έβλεπαν στο ερωτικό ένστικτο μια θεότητα και το ένοιωθαν, μ’ ευγνωμοσύνη, με λατρεία, να δουλεύει μέσα τους, το πάθος αυτό με τα χρόνια διαποτίστηκε από συνειρμούς ανώτερους που το εξευγένισαν σημαντικά. Έτσι λοιπόν, χάρη στην τέχνη της μετουσίωσης σε ιδέες, οι Έλληνες κατόρθωσαν να μετατρέψουν τις ασθένειές τους σε ισχυρά βοηθήματα του πολιτισμού.
-«Και τελικά ήρθες κόντρα στη θέληση της πόλης σου, κόντρα στην απόφαση του συνδικάτου της απολυτότητας! Σε έχει απογοητεύσει η ζωή σου; Αναρωτήθηκες ποτέ, αν οι γνώσεις της ζήσης σου σε κάλυψαν σαν ύπαρξη;»
-«Όχι! Η ζωή δεν με απογοήτευσε! Αντίθετα, ακόμα και έτσι με την απόλυτη υποταγή στους νόμους, κάθε νέα χρονιά την βρίσκω πλουσιότερη, πιο επιθυμητή και πιο μυστηριώδη. Από την ημέρα που μου ήρθε η μεγαλύτερη λύτρωση: αυτή η σκέψη ότι η ζωή μπορούσε να είναι ένα πείραμα για εκείνον που αναζητά την γνώση, όπως οι Αθηναίοι ή την δόξα – και όχι ένα καθήκον, όχι το πεπρωμένο, όχι μια πλάνη. Γι αυτό ταξίδεψα μάλλον … μπορεί και να μην είμαι σίγουρος για το ταξίδι μου, για την θυσία αυτή,… ζήλεψα όμως την δόξα αυτών που πραγματικά έχουν κάνει τη σκέψη τους … Θεά. Και η ίδια η γνώση ή η δόξα: που για άλλους μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό, παράδειγμα… ένα ανάκλιντρο ή η οδός που οδηγεί προς το ανάκλιντρο, ή ακόμα μια διασκέδαση ή μια άσκοπη περιπλάνηση, για μένα είναι ένας κόσμος κινδύνων και νικών, όπου τα ηρωικά συναισθήματα έχουν κι αυτά τη θέση τους με «χορούς και παιγνίδια». Η ζωή ως μέσο γνώσεως… με αυτή την αρχή στην καρδιά μπορείς όχι μόνο να ζεις θαρραλέα, αλλά ακόμα να ζεις με χαρά, να γελάς από χαρά! Και πως θα μπορούσε ένας άνθρωπος να γελά και να ζει καλά, αν πρώτα δεν ήξερε τον πόλεμο και την νίκη;»
Η Αγαθόκλεια τον κοίταγε αμίλητη. Τον κοίταγε κατευθείαν στα μάτια απορροφημένη από τα λόγια του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας Λακεδαιμόνιος δεν ήταν απλώς ένας Τάλως στην υπηρεσία της πόλης του, αλλά και ένας άνθρωπος σκεπτόμενος με την σκέψη της δημιουργικής επιβεβαίωσης και όχι της απλής αντίρρησης. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε τον Σπαρτιάτη από τον καρπό, τον έσφιξε μέσα στην λευκή της παλάμη. Το μικρό ξανθό τερατάκι (όπως το αποκαλούσε ο Λίχης), μόλις είχε βρει καινούργιο σπίτι. Και είχε λόγο να είναι ευτυχισμένη όταν ο Ευρυάναξ την αποκαλούσε φίλη του. Θα ήθελε να συνεχίσουν τη συζήτηση, αλλά καταλάβαινε ότι οι δυό άντρες έπρεπε να ξεκουραστούν για το αυριανό τους ταξίδι. Εκείνη την ώρα έκανε την εμφάνισή του και ο Λίχης, μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο, με μια χαρά και έξαψη όμως στο χαμόγελό του. Οδήγησε τους δυό άντρες σε ένα απομονωμένο δώμα, στο πίσω μέρος τους «σπιτιού». Τους βόλεψε η ίδια και τους άφησε στην ξεκούρασή τους. Από κάποιο μικρό διάδρομο, βρέθηκε σε μια κάμαρα που μόλις χωρούσε ένα άτομο. Σε ένα ράφι στον τοίχο πέντε μικρά αγάλματα Θεών φωτίζονταν από κίτρινα κεριά και ένα πιατάκι με αρωματικά βότανα. Άναψε ένα νέο κερί και γονάτισε μπροστά στο αγαλματίδιο του Απόλλωνα.
«Θεέ του ήλιου, βοήθησέ τους», ακούστηκε σαν ψίθυρος η φωνή της. «Βοήθα μας όλους»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου