Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Μπορούσε να νοιώσει το κρύο άγγιγμα του αέρα στο σβέρκο, τον ενοχλούσε αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί λες και είχε παραλύσει ολόκληρο το σώμα. Το μόνο που μπορούσε ήταν να παρακολουθεί χωρίς μιλιά και με τα μάτια κλειστά – προσπάθησε πολλές φορές να τα ανοίξει – ότι γινόταν γύρω του. Άκουσε, (η ακοή λειτουργούσε ακόμη και τον χαροποίησε!), την ανάσα του Παρασκευά, τον φαντάστηκε να κάθεται στα πίσω πόδια του με την γλώσσα να κρέμεται από το στόμα, τον αέρα που φυσομανούσε και όλα τα καθίσματα που άλλαζαν θέση ή έπεφταν με μεγάλο κρότο. Τον ενόχλησαν κάποια φύλλα που ο αέρας «κόλλησε» στο αυτί και το μάγουλό του, αλλά υποτάχτηκε στην προσωρινή (ήλπιζε!) αναπηρία του. Ήθελε να φωνάξει αλλά κατάλαβε ότι κι αυτό ήταν αδύνατο. Εκτός αυτού, τι θα χρησίμευε μια κραυγή; Ποιος θα τον άκουγε; Παραδόθηκε στην σκληράδα του ξύλινου πατώματος, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα μπορούσε να σηκωθεί και πάλι. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί του συνέβαιναν τόσα περιστατικά, τέτοιας μορφής, όλο και πιο συχνά, όλο και πιο βαριά. Σιγά – σιγά, άφησε το σώμα να ηρεμίσει. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι ευχάριστο, κάτι που θα τον έκανε να ησυχάσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, ήθελε να τεντώσει το χέρι, να πιάσει τον Παρασκευά. Δεν μπορούσε. Άρχισε να φοβάται.
Αυτό που ένοιωσε στους ώμους και τις πλάτες, το ήξερε. Ήταν το κράτημα ανθρώπινου χεριού, ήταν βοήθεια. «Αν είναι δυνατόν…», σκέφτηκε και οι χτύποι της καρδιάς αυξήθηκαν κατακόρυφα. «Άνθρωποι; Μου δίνουν βοήθεια;», αναρωτήθηκε. Δεν άκουσε όμως άλλο ήχο, ούτε ομιλίες, ούτε καν ένα θόρυβο, ένα σύρσιμο… κάτι. Ακόμα και ο μικρός του σύντροφος δεν έβγαλε άχνα… εκτός κι αν δεν μπορούσε ν’ ακούσει. Αλλά τον άνεμο τον άκουγε καθαρά. Κι όμως…!
Ξύπνησε λες, μετά από ένα βαθύ λήθαργο. Κούνησε προσεκτικά τα χέρια και είδε ότι όλα του τα μέλη, ανταποκρίνονταν σωστά στις διαταγές του εγκεφάλου. Τα δάχτυλα είχαν μουδιάσει λίγο και οι κινήσεις του ήταν προς το παρόν, ασταθείς, αλλά δεν ανησύχησε. Προσπάθησε να καθίσει. Ανακάλυψε ότι βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω σε ένα τραπέζι, μακρόστενο και σχεδόν παράταιρο σε χρώμα, με τα υπόλοιπα έπιπλα της καφετέριας. Κατάφερε να συγκεντρώσει την σκέψη του, στο περιστατικό που είχε συμβεί πριν λίγο. Ασυναίσθητα έκανε την συνηθισμένη του κίνηση, κοίταξε δηλαδή το ρολόι του και ανακάλυψε ότι είχαν περάσει αρκετές ώρες. ’Έλπιζε να ήταν ώρες και όχι μέρες. Το στομάχι του όμως δεν διαμαρτυρόταν, οπότε, συμπέρανε, ότι απλώς κάποιες ώρες θα είχαν περάσει. Άκουσε θόρυβο στα δεξιά του και γύρισε το κεφάλι τόσο γρήγορα, σαν ελατήριο που μόλις είχε απελευθερωθεί. Ανάσανε βαθιά και αντίκρισε το βλέμμα του Παρασκευά που κουνούσε την ουρά με μεγάλη ταχύτητα.
Στο βάθος της αίθουσας μια λάμπα που είχε ξεκρεμαστεί από την βάση της, κουνούσε το φως πάνω κάτω δημιουργώντας σκιές και φαντάσματα στους τοίχους. Από την πόρτα έμπαινε δυνατός ο αέρας κουβαλώντας μαζί του κάθε είδους σκουπίδι από τον δρόμο, ανακατεμένο με φύλλα και μικρά κλαδάκια. Η έντασή του είχε πέσει, αλλά δεν έπαυε να είναι ακόμα δυνατός. Ο Γιώργος δεν ήθελε ούτε καν να μπει στον κόπο να την κλείσει, μόνο από το παράθυρο παρακολουθούσε εκείνο το δυνατό φως που του έμοιαζε με ένα πελώριο μάτι αιλουροειδούς.
Παρατήρησε τον χώρο για άλλη μια φορά. Τίποτα δεν ήταν στην θέση του, τίποτα δεν ήταν όρθιο. Θυμήθηκε την πίεση που ένοιωσε στην πλάτη όταν είχε πέσει και αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν. Θέλησε να ψάξει, η καρδιά του φτερούγισε σαν υπέθεσε την ύπαρξη κι άλλων ανθρώπων. «Αν κάποιος με βοήθησε, αν κάποιος είναι κι αυτός ζωντανός, γιατί εξαφανίστηκε, γιατί έφυγε, γιατί δεν κάθισε να συναντηθούμε…», αναρωτήθηκε προσπαθώντας να διώξει τον ενοχλητικό πονοκέφαλο. Αυτόν που του έσφιγγε τα μηλίγγια.
Ο Παρασκευάς λες και ανησυχούσε για τον φίλο του, πλησίασε και άρχισε να τον γλύφει στο χέρι. Κουνούσε την ουρά με μεγάλη δύναμη και φόρα μέχρι που, τα οπίσθιά του κουνιούνταν κι αυτά ρυθμικά δεξιά – αριστερά. Ο Γιώργος στηρίχτηκε και βρίσκοντας κουράγιο από την απελπισία της στιγμής, χάιδεψε τον μικρό σκύλο και στηριζόμενος σε όποιο έπιπλο έβρισκε μπροστά του, πλησίασε την πόρτα της καφετέριας. Προσπάθησε να κοιτάξει έξω, έβγαλε το κεφάλι από το άνοιγμα, αλλά το μετάνιωσε σαν διαπίστωσε ότι ο αέρας θα μπορούσε - αν όχι να του το ξεριζώσει -  να τον τραυματίσει με όλα αυτά τα αντικείμενα που πέταγε παντού στους τοίχους των κτιρίων και στους κορμούς των δέντρων. Έψαχνε να δει τι μπορούσε να κάνει, αρκέστηκε να κλείσει την πόρτα και κάθισε στο πάτωμα να σκεφτεί. Ο θόρυβος που ακούστηκε ήταν εκκωφαντικός σαν ένα από τα μεγάλα παράθυρα έσπασε και πέταξε σαν σφαίρες τα μικρά κομμάτια γυαλιού ολούθε στον χώρο. Κάλυψε το κεφάλι και ανακάλυψε ότι θα ήταν ασφαλής μόνο στο υπόγειο, εκεί που δεν υπήρχαν παράθυρα και οι πόρτες ήταν μεταλλικές. Σηκώθηκε και φώναξε τον Παρασκευά να τον ακολουθήσει. Δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερη προσπάθεια, αφού το κατατρομαγμένο ζώο, είχε σχεδόν κολλήσει πάνω του. Έφτασε στην σκάλα και … διαπίστωσε πατημασιές πάνω στη χυμένη ζάχαρη στο τρίτο σκαλί.
«Κάποιος υπάρχει εδώ, δεν είναι δυνατόν…», φώναξε δυνατά κοιτώντας προς τα κάτω. Σηκώθηκε και προσπάθησε να ταχύνει τις κινήσεις του. Ο πόνος στην πλάτη ξαναγύρισε, αλλά έσφιξε τα δόντια και άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενθαρρυμένος και από το ξαφνικό γάβγισμα του Παρασκευά.
Άκουσε την πρώτη μεταλλική πόρτα, εκεί που μάλλον ήταν η είσοδος της κουζίνας – οι μυρωδιές κάτι τέτοιο μαρτυρούσαν – να κλείνει με θόρυβο, απότομα. Ο αέρας δεν έφτανε εκεί για να την σπρώξει. Προσπάθησε να την ανοίξει φωνάζοντας, ούτε και ο ίδιος αντιλαμβανόταν τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του, αλλά τα χέρια του δεν είχαν αρκετή δύναμη ή κάτι εμπόδιζε την πόρτα. Έκανε κι άλλες δυό προσπάθειες μέχρι που στο τέλος τα κατάφερε. Όντως μπήκε σε μια μικρή κουζίνα – έτσι κι αλλιώς η καφετέρια πρόσφερε μόνο κρύο φαγητό, δεν την χρειαζόταν μεγαλύτερη – και άναψε το φως. Παραξενεύτηκε που όλα ήταν τακτοποιημένα και σχεδόν καθαρά. Ψυχή ζώσα όμως πουθενά. Ο Παρασκευάς όρμησε σε ένα κομμάτι από ζαμπόν που ήταν στον νικελένιο πάγκο και το καταβρόχθισε με μια μπουκιά, έγλειψε και την γυαλιστερή (!) επιφάνεια και ξαναγύρισε στον φίλο του.
Το φως αναβόσβησε δυό – τρεις φορές, από την καταιγίδα σκέφτηκε, έσπρωξε κάτι καρέκλες με μεταλλικά πιάτα και έψαξε τον χώρο. Κανένα σημάδι ανθρώπινης παρουσίας, κανένας ήχος διαφορετικός, έξω από τον μακρινό, μονότονο σύρσιμο του αέρα που έφτανε από πάνω.
Έψαξε παντού και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Ακόμα και στις τουαλέτες και στην μικρή αποθήκη. Ανέβηκε αποκαρδιωμένος στην κύρια σάλα του καταστήματος και διαπίστωσε ότι τώρα ο αέρας συνοδευόταν και από μια καταιγιστική βροχή, παγωμένη και απειλητική. Ήδη το μέρος μπροστά από την πόρτα και τα σπασμένα παράθυρα, είχε πλημμυρίσει. Κάθισε μπροστά στην μπάρα, στο βάθος της αίθουσας και περίμενε να κοπάσουν όλα αυτά που αδιανόητα συνέβαιναν τέτοια εποχή και προσπάθησε να φτιάξει ένα καφέ. Ευτυχώς, τα μηχανήματα δούλευαν καλά. Σε ένα στρογγυλό μπολ, βρήκε λίγο κέικ, παραδίπλα μερικά έτοιμα σάντουιτς και μπισκότα. Βόλεψε την πείνα που είχε πια αρχίσει να τον απασχολεί, τάισε και τον φίλο του και αφέθηκε για άλλη μια φορά στις σκέψεις του και τις υποθέσεις για ότι ανεξήγητο του παρουσιαζόταν. Ο καπνός από το τσιγάρο τον συνέφερε αν και στην αρχή τον είχε ζαλίσει. Έπαιξε με τα σπίρτα που είχε βρει πάνω στον πάγκο, δίπλα από το καμινέτο και η ματιά του, στυλώθηκε στον δρόμο έξω.
Πρέπει να είχε περάσει πάνω από μια ώρα, η μέση του είχε πιαστεί από το κάθισμα, όταν ο αέρας και η βροχή άρχισαν να κοπάζουν. Προχώρησε προς την έξοδο και αποφάσισε να βγει στον δρόμο, αν και ακόμα το νερό από τον ουρανό, έπεφτε κάνοντας τους δρόμους μικρά ποτάμια. Δεν άργησε να γίνει μούσκεμα, τα ρούχα του έσταζαν και τα παπούτσια λες και ήταν μικρές πισίνες. Στηριζόμενος απ’ όπου μπορούσε, έφτασε στο απέναντι μαγαζί με τα παραδοσιακά προϊόντα. Κοίταξε και από τις δυό μεριές στον δρόμο προσπαθώντας να εντοπίσει κάποια κίνηση. Μάταια, όπως συνήθως. Και ξαφνικά, εκεί που τα μαύρα σύννεφα είχαν σκοτεινιάσει σαν νύχτα την μέρα, ο ήλιος βγήκε, λες και κάποιος τον άναψε με ένα κουμπί, ο αέρας σταμάτησε απότομα, η βροχή λες και δεν είχε πέσει ποτέ – έξω από τα σημάδια και το νερό που είχε αφήσει στο χώμα – και η ζέστη ξανάγινε αποπνικτική. Έφερε το χέρι στα μάτια να προστατευτεί και ασυναίσθητα έκανε τον Σταυρό του.
Βρήκε το αυτοκίνητο εκεί που το είχε αφήσει, λίγο στραβά στην άκρη του δρόμου – ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί πάρκαρε στην άκρη, σ’ ένα άδειο κόσμο – άνοιξε την πόρτα και παρ’ όλο που βρήκε νερό στο δάπεδο, η μηχανή λειτούργησε με την πρώτη. Χάρηκε! Ο Παρασκευάς, ξέροντας την θέση του, πήδηξε στο κάθισμα του συνοδηγού και περίμενε την νέα περιπέτεια. Σιγά – σιγά, προσπαθώντας να μην χτυπήσουν στις πέτρες και τα κλαδιά των δέντρων που η βροχή είχε πετάξει στην άσφαλτο, έφτασαν στην έξοδο της πόλης. Αριστερά το μεγάλο βενζινάδικο της BP, δέσποζε του τοπίου και έδειχνε μοναδική παραφωνία στο μεγάλο πράσινο βουκολικό πίνακα. Τα δέντρα, παράξενο πως, ήταν στεγνά, όπως και η άσφαλτος, λες και δεν είχε πέσει σταγόνα βροχής. Ο Γιώργος, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έπιασε μια χούφτα χώμα, την έτριψε στο χέρι και έξω από την απόλυτη μυρουδιά – απόλυτη χαρακτήριζε από μικρός την οσμή της Φύσης – δεν ανίχνευσε καθόλου νερό. Το χώμα ήταν στεγνό και μάλιστα τριβόταν εύκολα στο χέρι του.
Ο ήλιος είχε πια αρχίσει να γέρνει στον ορίζοντα, κοίταξε το ρολόι του και είδε τον δείκτη να σημαδεύει το επτά, άναψε τα φώτα του αυτοκινήτου γιατί τέτοια ώρα που έπαιρνε ο ουρανός το γκρι του, δεν μπορούσε να διακρίνει καλά. Προσπάθησε να ξεκινήσει, έβρισε σαν το αυτοκίνητο που πήδηξε μισό μέτρο – είχε ξεχάσει την ταχύτητα μέσα – και έβαλε σκοπό να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε από κείνο το μέρος. Το θεώρησε καταραμένο, όσο μπορούσε να είναι καταραμένο κάτι από μόνο του, μέσα σε αυτόν τον χωρίς ζωή πλανήτη. Σήκωσε τα μάτια και… ένα φως έδειχνε να κινείται, απέναντι στο βουνό, λες και κάποιο αυτοκίνητο ανέβαινε τον δρόμο.
Η καρδιά του χτύπησε τόσο δυνατά που νόμισε ότι θα βγει από το στήθος του. Η πίεση μεταμόρφωσε τα μελίγγια του σε μέγγενη και η σπονδυλική στήλη άρχισε να χορεύει ανεξέλεγκτα. Έπιασε τον μοχλό των φώτων και άρχισε να τα αναβοσβήνει με μανία, ενώ το δεξί του χέρι, πάταγε το κουμπί της κόρνας με όλη του την δύναμη. Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και ο ιδρώτας τον τύφλωνε. Όμως το «αυτοκίνητο» - αν ήταν αυτοκίνητο – δεν έδειξε να ανταποκρίνεται. Ίσα – ίσα που τα φώτα εξαφανίστηκαν, λες και σκόπιμα είχαν σβήσει, ενώ το αεράκι που είχε αρχίσει να ξαναφυσά απαλά, μπορεί να τον ανακούφιζε από την ζέστη, αλλά δεν τον άφηνε ν’ αφουγκραστεί κάποιον ήχο. Έσκυψε το κεφάλι ακουμπώντας το πάνω στο τιμόνι, ενώ το χτυπούσε με τα χέρια του, σε μια κίνηση απελπισίας. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που του συνέβαινε. Άκουσε τον μικρό του φίλο να γρυλίζει και τον χάιδεψε. «Έχω τουλάχιστον εσένα … μικρόβιε! Ευτυχώς…».
Ξεκίνησε με κατεύθυνση το σημείο που είδε ή που νόμισε τουλάχιστον ότι είδε το φως. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός και απότομος, με αποτέλεσμα ως άπειρος οδηγός, να ταλαιπωρηθεί πολύ. Οι στροφές ήταν σαν ένα θεόρατο φίδι που βρισκόταν απλωμένο σε ολόκληρο το βουνό. Τώρα είχε πέσει και το φως και όμως δεν έβλεπε το φεγγάρι, αν και ο ουρανός δεν είχε κανένα πια σύννεφο. Παραξενεύτηκε αλλά ακόμα πιο παράξενο ήταν η έλλειψη αστεριών, λες και κάποιος γίγαντας – αυτή η εικόνα του ήρθε – τα ξεκρέμασε από το ουράνιο στερέωμα. Τράβηξε το χειρόφρενο και άνοιξε την πόρτα, χωρίς όμως ν’ αφήσει τον Παρασκευά να κατέβει. Παντού σκοτάδι πια και αν δεν υπήρχαν τα φώτα του αυτοκινήτου, θα μπορούσε να υποθέσει ότι είχε βουτήξει σε ένα καζάνι με μαύρη μπογιά. Ακόμα και τα δημόσια φώτα των Καλαβρύτων, δεν υπήρχαν μέσα στο οπτικό του πεδίο. Και δεν ήταν μακριά από την πόλη. Είχε πάψει πια ν’ απορεί, δεν ήθελε να τρελαθεί, αν δεν είχε ήδη, από τις πολλές και συνεχόμενες εκπλήξεις που του συνέβαιναν.
Έφτασε σε ένα μικρό χωριό – μισοείδε την ταμπέλα – και προσπάθησε να βρει καταφύγιο για την νύχτα. Μια τελευταία ματιά στα γύρω βουνά, ή εκεί που υπέθετε ότι ήταν τα βουνά και το αποτέλεσμα ήταν … απλώς μαύρο! Πήρε βαθιά ανάσα και παραβίασε την ξύλινη πόρτα ενός μικρού σπιτιού στην πλατεία. Έψαξε για φαγητό και … το ηλεκτρικό φως λειτουργούσε κανονικά. Το κατάλαβε με καθυστέρηση ότι …
Βγήκε έξω και έστρεψε τα μάτια στη μεριά που έπρεπε να είναι τα Καλάβρυτα. Και τα είδε! Όλα τα φώτα ήταν αναμμένα και έμοιαζαν σαν πυγολαμπίδες πάνω σε μαύρο ή μάλλον γκρίζο φόντο. Το … φεγγάρι φώτιζε τώρα δυνατά και τα αστέρια με την ξαστεριά, ήταν   αμέτρητα λες και χρυσοποίκιλτο κέντημα στον ουρανό. Ασυναίσθητα έκανε ξανά τον Σταυρό του και έκλαψε πέφτοντας στα γόνατα.
Δεν είδε το φως που κουνιόταν στο βάθος, που έτρεχε στον δρόμο του απέναντι βουνού. Μόνο άκουσε κάτι σαν βόμβο, αδιόρατα, να ταλαιπωρεί τα αυτιά του και το κλάμα του μικρού του φίλου.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Συνήλθε γεμάτος γρατζουνιές και μώλωπες από το πουρνάρι. Έπεσε στο χώμα με τρομερό πονοκέφαλο και σύρθηκε λίγο παραπέρα ξαπλώνοντας πάνω σε κάποια χόρτα και μερικά κίτρινα λουλούδια που δεν ήξερε καν τι ήταν. Προσπάθησε να καταλάβει που ήταν αφού η λιποθυμία τον είχε αποσυντονίσει και ένοιωσε κάτι ζεστό κι ευχάριστο στα μάγουλα. Είδε το μικρό του φίλο να τον γλείφει σαν να προσπαθούσε να τον σηκώσει. Παρ’ όλο τον πόνο, δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει και να μην νοιώσει στοργή κι αγάπη για τον τετράποδο διαβολάκο του.
Δοκίμασε να πατήσει τα πόδια στο έδαφος, στήριξε τα χέρια και με την δεύτερη, βρέθηκε να ανακάθεται και να κουνάει το κεφάλι προσπαθώντας να διώξει την αμυδρή του θολούρα. Είδε μερικά μέτρα μακριά του την πέτρινη ταβέρνα, είδε και αναγνώρισε τον δρόμο προς το σπήλαιο και θυμήθηκε την στάση του Παρασκευά και τους θορύβους που είχε ακούσει. Τινάχτηκε στον αέρα με σκοπό και λαχτάρα να ανακαλύψει αν η ελπίδα του είχε βάση, όμως ο πονοκέφαλος δεν τον άφησε να περπατήσει για πολύ. Τελικά πήγε στην ταβέρνα και έψαξε για κάποιο αναλγητικό, ένα οποιοδήποτε παυσίπονο.
Σε λίγη ώρα είχε αρχίσει να αισθάνεται καλλίτερα και αποφάσισε εκείνη την εξερεύνηση που ήθελε. Το τετράποδο φιλαράκι του, δεν τον είχε αφήσει ούτε μια στιγμή μόνο του και τώρα τον ακολουθούσε στο σημείο εκείνο που είχε πέσει. Το έδαφος ήταν γεμάτο από ξεραμένα φύλλα, κλαδιά σπασμένα και πέτρες. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι εκεί κάτι υπήρχε, κάτι ζωντανό, κάτι που να ελπίσει ο Γιώργος. Παρατήρησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, όμως οι ελπίδες του αποδείχτηκαν φρούδες. Αποφάσισε ότι το σκυλί είχε κάνει λάθος ή ότι απλώς είχε χαρεί για κάποιο λόγο που μόνο εκείνο ήξερε. Στάθηκε όρθιος στη μέση του δρόμου και επεξεργάστηκε και τον χώρο στάθμευσης όπου κάποια αυτοκίνητα σκονίζονταν και στέκονταν σαν ανθρώπινα μνημεία τεχνολογίας,  ολομόναχα μες τον ήλιο. Χωρίς να ξέρει το γιατί, τα μέτρησε, μια συνήθεια παλιά, που είχε από μικρό παιδί. Τα βρήκε δώδεκα, του άρεσε το νούμερο, πάντα του άρεσαν οι άρτιοι αριθμοί και άνοιξε την πόρτα του αγροτικού. Κάθισε στο τιμόνι και ακούμπησε το κεφάλι στο τιμόνι, χτυπώντας κατά λάθος την κόρνα, κάτι που τον τρόμαξε, αναπήδησε και άφησε μια βρισιά να του ξεφύγει. Ο Παρασκευάς καταλαβαίνοντας, όρμησε στο διπλανό κάθισμα και βολεύτηκε σηκώνοντας όσο πιο πολύ μπορούσε το κεφάλι να βλέπει έξω από το παρμπρίζ.
Το αναλγητικό είχε λειτουργήσει σωστά και ο πονοκέφαλος είχε μειωθεί, αλλά όχι εξαφανιστεί. Ήθελε να πιστεύει ότι θα εξαφανιζόταν με το πέρασμα της ώρας. Κοίταξε άλλη μια φορά προς το σημείο που είχε γαβγίσει ο μικρός του φίλος, παρατηρώντας ότι και το σκυλί κοιτούσε προς την ίδια μεριά, δεν διέκρινε τίποτα παραπάνω απ’ ότι είχε δει προηγουμένως και αποφάσισε να βάλει μπρος την μηχανή. Θα πήγαινε ή προς τα Καλάβρυτα, ανεβαίνοντας όλο το βουνό, αυτό δεν ήταν απ’ τα αγαπημένα του αφού πολλές φορές στην ανηφόρα του «έσβηνε», αλλά σκέφτηκε ότι απ’ όπου κι αν πήγαινε όλο ανηφόρες θα έβλεπε. Ξεκίνησε και πάτησε λίγο περισσότερο το γκάζι, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να βήξει, πήδηξε και φυσικά του έσβησε. «Ακόμα και στο ίσιωμα μου σβήνει…», σκέφτηκε γελώντας με το λάθος του. Όταν επιτέλους ξεκίνησε ομαλά, θέλησε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο σημείο εκείνο που τν απασχολούσε. Έσκυψε πάνω στο τιμόνι και οδηγούσε αγκαλιάζοντάς το, ψάχνοντας ούτε και ο ίδιος ήξερε τι. Μετά από καμιά πενηνταριά μέτρα, πάτησε το φρένο απότομα, τόσο, που ο Παρασκευάς βρέθηκε κάτω από το κάθισμα γρυλλίζοντας ένα κλαψούρισμα. Στο φρέσκο χώμα δυό ίχνη σαν γραμμές, σαν κάποιος να είχε σύρει κάτι, δυό σκαψίματα του πόντου στο χώμα. Και ήταν αρκετά δυσδιάκριτα, αν κάποιος δεν έψαχνε ειδικά γι αυτά. Βγήκε έξω και τρέχοντας έφτασε κοντά, έσκυψε και τα ψηλάφισε με τα ακροδάχτυλα. Μια έντονη μυρουδιά χώματος, φρέσκια του ήρθε στη μύτη, σημάδι ότι όντως ήταν πρόσφατα τα ίχνη αυτά. Κοίταξε γύρω του προσεκτικά. Τίποτα, εκτός από τα δέντρα, δεν κουνιόταν, τίποτα δεν πρόδιδε ζωή. Κι όμως ήταν σίγουρος ότι τα ίχνη ήταν πρόσφατα, μερικών λεπτών ή ωρών.
-«Είναι κανείς εδώ…», φώναξε νε όλη την δύναμη των πνευμόνων του. Ζαλίστηκε από την προσπάθεια και την αγωνία και ξαναφώναξε :
-«Είναι κάποιος; Εεεεε, υπάρχει κανείς;», για να του απαντήσει πάλι ο αέρας και μόνο αυτός.
Ακολούθησε τα ίχνη και από τις δυό πλευρές. Η μια άκρη κοβόταν απότομα στη μέση του διπλανού χωραφιού, λες και κάτι εξαφανίστηκε ή σηκώθηκε στον αέρα και η άλλη, από κει μάλλον που ήταν η αρχή τους, βρισκόταν στο σημείο που ο Παρασκευάς είχε σχεδόν παραφρονήσει, πίσω από τους θάμνους και τα πουρνάρια. Όσο όμως κι αν έψαξε τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Απλά και μόνο εκείνες οι δυό πρόσφατες γραμμές στο χώμα. Κάθισε συλλογισμένος, μη ξέροντας τι να υποθέσει, κατάχαμα, άναψε τσιγάρο και  αφαιρέθηκε να παρατηρεί τον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του. Μετά από κανά μισάωρο, κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να περιμένει κάτι που δεν ήξερε αν υπήρχε. Έβηξε δυνατά, σηκώθηκε όρθιος, ξαναφώναξε για τελευταία φορά και αφού άναψε μια μικρή φωτιά με χλωρά κλαδιά για να βγάζει καπνό, μπήκε στο αμάξι και ανηφόρισε προς το χιονοδρομικό κέντρο Καλαβρύτων. Ο δρόμος ήταν καλός και η άσφαλτος αν και με λακκούβες σε κάποια σημεία, αποτέλεσμα του χιονιού, ήταν στρωτή και ήπια στην οδήγηση. Στην αρχή η πλάση όλη ήταν γεμάτη από κείνα τα υπεραιωνόβια δέντρα με τις μεγάλες κουφάλες στον κορμό τους, καρυδιές γερασμένες και περήφανες που με τα κλαδιά τους καταπράσινα, σκέπαζαν τον δρόμο. Όμως λίγο πιο πάνω, το τοπίο άλλαζε. Τα δέντρα εδώ ήταν πιο… παραμυθένια. Ολόρθα έλατα καλοζωισμένα, σχημάτιζαν ολόκληρα δάση στις πλαγιές του Χελμού, με τα πράσινα κλωνιά τους απλωμένα προς τον ουρανό, ικέτες σε μια μόνιμη τελετή δοξασίας, ικεσίας και μυσταγωγίας. Έστριψε απότομα το τιμόνι καθώς σε μια κατηφοριά δεν ήταν σωστή η κλίση του δρόμου και παραλίγο να πέσει απάνω στην πινακίδα που ξεχαρβαλωμένη έστεκε σαν ζητιάνος στην άκρη της ασφάλτου και τον πέτρινο τοίχο ενός από τα πρώτα σπίτια του μικρού χωριού που ξεφύτρωσε με μαγικό τρόπο μπροστά του. «Λουσοί», διάβασε και από κάτω «… υψόμετρο 1140 μέτρα». Δεν το είχε ξανακούσει αυτό το χωριό, ή τουλάχιστον νόμιζε ότι δεν το είχε ξανακούσει μέχρι που τα σχεδόν σβησμένα γράμματα στο κάτω μέρος της πινακίδας ανέφεραν : «… Αζανία…» και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να διακρίνει. Στο μυαλό του ήρθε ο κυρ Πάνος, εκείνος ο συμπαθέστατος γεροντάκος που … γλυκοκοίταζε την Χαρά του, έτσι του είχε φανεί, μέχρι που κατάλαβε ότι ο παππούς προσπαθούσε να πιάσει απλώς κουβέντα. Τον είχαν συναντήσει τότε που είχαν για πρώτη φορά πάει μαζί στο σπήλαιο των λιμνών και εντυπωσιάστηκαν  που ο κυρ Πάνος το έλεγε σπήλαιο των Καστριών. Είχαν πιάσει κουβέντα εκεί στην ταβέρνα, πίνοντας ροζέ κρασί και τρώγοντας διάφορες πίτες, τυρόπιτα, μανιταρόπιτα και κρεατόπιτα, που με μεγάλη σπουδή ετοίμαζε η γυναίκα του κάπελα. Και ο κυρ Πάνος είχε αποδειχτεί θησαυρός γνώσεων, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε την περιοχή. Εκείνος του είχε αναφέρει αυτό το όνομα… «Αζανία». Κούνησε το κεφάλι ευχαριστημένος από τον εαυτό του που μπόρεσε και θυμήθηκε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πήγε κοντά στον μαντρότοιχο με τα φυτά που ξεπρόβαλαν μέσα από τις πέτρες του. Στη μύτη του ήρθε η χαρακτηριστική μυρωδιά της μυζήθρας και άνοιξε την μικρή ξύλινη πόρτα για να βρεθεί σε ένα κήπο που κάποτε πρέπει να ήταν πολύ περιποιημένος, φαινόταν από την τάξη που είχαν οι άνθρωποί του φυτέψει τα φυτά. Τώρα αυτά είχαν αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα και είχαν θεριέψει και τα ζιζάνια, όμως η ομορφιά του κήπου δεν είχε ακόμα χαθεί. Το ξύλο έτριξε σαν άνοιξε την πόρτα του ολόλευκου πέτρινου σπιτιού και βρέθηκε σε μια μεγάλη κουζίνα με φουφού και τζάκι, με μεγάλα βαγένια με κρασί και λεβέτια που ακόμα ήταν κρεμασμένα με νερό, όσο τουλάχιστον δεν είχε εξατμιστεί, πάνω από τις στάχτες του τζακιού.
Κοίταξε καλά τους τοίχους της μικρής κουζίνας, είδε τα σταυρωτά ξύλα που στήριζαν τα κεραμίδια. Από τον καιρό το ξύλο είχε σκληρύνει τόσο που ήταν πιο σκληρό και από ατσάλι. Διάφορα αγροτικά προϊόντα ήταν κρεμασμένα από κει , αμπελόφυλλα αποξηραμένα και περασμένα ένα – ένα από λεπτό σχοινί, ρίγανη που είχε πια μαδήσει κάνοντας μικρά αρωματικά βουναλάκια στο δάπεδο, πιπεριές όλων των χρωμάτων και φυσικά πέντε – έξη κεφάλια σκληρής άσπρης μυζήθρας. Αυτή η μυρουδιά τον είχε τρελάνει και ήταν τόσο δυνατή που υπερτερούσε ακόμα κι αυτής της ρίγανης. Ο Παρασκευάς βέβαια είχε όπως πάντα ορμήσει πρώτος στον χώρο και έψαχνε με την μύτη κάτι να τρώγεται ή τουλάχιστον κάτι με το οποίο θα μπορούσε να «τσακωθεί». Ο Γιώργος τον χάιδεψε απαλά στο κεφάλι και του τράβηξε το αριστερό αυτί. Άναψε τσιγάρο και κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα στο μικρό μπαλκονάκι, κοιτάζοντας το βουνό με το ελατόδασος στον κοντινό ορίζοντα. Ξαφνικά του ήρθε μια επιθυμία, μια φοβερή επιθυμία να … φάει μακαρόνια άσπρα με τυρί. Και πιο είναι το καλύτερο τυρί; Μα βέβαια η μυζήθρα που την είχε σε αφθονία μπροστά στα μάτια του. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει κιόλας, οπότε αποφάσισε να περάσει εκεί την νύχτα τους. Άκουσε τον μικρό του σκύλο να παλεύει στο μέσα δωμάτιο και μετά να έρχεται σαν να μην έγινε τίποτα, μόνο που από το μουσούδι του κρέμονταν αρκετές κλωστές. «Πάλι κάποιο μαξιλάρι πλήρωσε τις ορέξεις σου ρε μούργο; …», τον ρώτησε για να αντικρύσει το πλάγιο, ένοχο βλέμμα του συντρόφου του. Έβρασε νερό, μακαρόνια δεν βρήκε, αλλά οι χυλοπίτες που ήταν στο ντουλάπι του καθιστικού, θα έκαναν την ίδια δουλειά και τις έριξε στην κατσαρόλα. Τις άφησε κάπου δέκα λεπτά και σέρβιρε τον εαυτό του, στο μπαλκονάκι εκεί που ήταν πιο πριν, τηγάνισε στο πετρογκάζ λίγο λουκάνικο, άνοιξε και ένα μπουκάλι κρασί «Νεμέας», έγραφε στην ετικέτα και αφού «σερβίρισε» το λουκάνικο στον διαβολάκο του, έκατσε να απολαύσει τις γεύσεις και την θέα.
Με τα δάχτυλα ψηλάφησε τις γρατζουνιές στο πρόσωπο του από το πουρνάρι κι έβαλε το μυαλό του να δουλέψει, να βρει τον τρόπο που έγιναν εκείνες οι χαρακιές. Η προσήλωση στις σκέψεις του αυτές, δεν τον άφησαν να δει εκείνη την ανεπαίσθητη κίνηση στην άκρη του δρόμου που οδηγούσε στην μέση του χωριού, στην μεγάλη πλατεία με τα γέρικα πλατάνια. Η καμπάνα που ακούστηκε αμυδρά δεν τον τάραξε, έτσι κι αλλιώς ο αέρας φυσούσε δυνατά. Συνέχισε το φαγητό του, μέχρι την στιγμή που τα πρώτα αστέρια έκαναν την εμφάνισή τους στον γκρίζο ουρανό. Άναψε ένα μικρό τρανζίστορ που βρήκε πάνω από το τζάκι του μεγάλου, κεντρικού υπνοδωματίου του σπιτιού, αλλά έξω από τα παράσιτα δεν ακούστηκε τίποτα άλλο. Έψαξε σε μια ντουλάπα, βρήκε ένα παλιό και φθαρμένο μπουφάν και το φόρεσε, αφού το βραδάκι που ερχόταν, σε εκείνο το υψόμετρο των χιλίων και βάλε μέτρων, κουβαλούσε και την ψύχρα του. Τι κι αν την ημέρα έσκαγε ο τζίτζικας, το βράδυ ήθελε τη ζέστη του. Άφησε το μπαλκονάκι και την περίφημη θέα του, μπήκε στο σπίτι και προσπάθησε ν’ ανάψει το τζάκι με τα ξύλα που βρήκε στοιβαγμένα με προσανάμματα σε μια άκρη. Ο Παρασκευάς ξάπλωσε δίπλα του και όλο κοιτούσε ένα ξεκοιλιασμένο μαξιλάρι που ήταν πεσμένο στο ξύλινο πάτωμα. Το θύμα του από πριν, όταν ο Γιώργος ασχολείτο με το φαί. Σε λίγο το μικρό ζώο είχε περάσει στην αγκαλιά του αντίστοιχου Μορφέα των σκύλων.
Η νύχτα ήταν δροσερή και μουγγή, σχεδόν καταθλιπτική αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός και το λαμπρό φεγγάρι βρισκόταν χαμηλά προς την δύση. Αν ο Γιώργος καθόταν λίγο ακόμα στο μικρό μπαλκόνι, θα απολάμβανε το φωτεινό ολοστρόγγυλο φεγγάρι και το μεγάλο ασημένιο φίδι στον ορίζοντα που ακολουθούσε την αιώνια πορεία του, ανάμεσα από τα βουνά και τις Πελοποννησιακές κοιλάδες.
Η μέρα ξύπνησε τον άντρα με τις αχτίδες του ήλιου, να του καίνε το πρόσωπο από κάποιο άνοιγμα στο παράθυρο. Έτριψε το πρόσωπο με τις παλάμες του και ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι. Τον πόνεσε λίγο η μέση αφού το στρώμα αποδείχτηκε αρκετά σκληρό και προσπάθησε να δει που βρισκόταν ο «άφαντος» μικρός του φίλος. Άκουσε κάποια γρυλλίσματα από την μεριά της κουζίνας και χαμογέλασε. «Πάλι τσακώνεται ο μπαγάσας», σκέφτηκε ευχαριστημένος όμως που είχε συντροφιά.
Ο καφές μύρισε ευχάριστα και τον απόλαυσε με την συνοδεία μισού πακέτου τσιγάρων. Δεν είχε τίποτα να κάνει άλλο, από το να συνεχίσει την εξερεύνηση (δεν θα το έλεγε και δουλειά!), έτσι αργά και ράθυμα κατέβηκε στον κήπο να περπατήσει λίγο ξυπόλυτος στο βρεγμένο από την υγρασία χώμα. Ο Παρασκευάς έψαχνε κάτω από κάποιους θάμνους, ένας Θεός ήξερε τι, ο ήλιος έκαιγε το κεφάλι και το κέφι του Γιώργου άρχισε να ανεβάζει την αδρεναλίνη του για νέες εξερευνήσεις.
Κοίταξε το ρολόι του – μια συνήθεια που δεν μπορούσε να ξεπεράσει – και αποφάσισε να βάλει μπρος το αυτοκίνητο. Διαπίστωσε ότι το τερατώδες αγροτικό είχε αρκετή βενζίνη για πάνω από τριακόσια χιλιόμετρα ακόμα, (αν οι δείκτες έλεγαν την αλήθεια), φόρτωσε μερικά μπουκάλια νερό και τον «παραδόπιστο» Παρασκευά και ξεκίνησε για … που;
Ο δρόμος ήταν ακόμα ανηφορικός και σαν αρχάριο οδηγό τον δυσκόλευε πολύ. Ευτυχώς που οι δρόμοι ήταν άδειοι (ευτυχώς;) και οδηγούσε στο κέντρο μακριά από τους γκρεμούς και τα πουρνάρια. Στην πλατεία του χωριού σταμάτησε και από το έρημο, μοναδικό περίπτερο, πήρε μια κούτα με τσιγάρα, είχε την μάρκα του, δυό αναψυκτικά  και μερικά σακουλάκια με πατατάκια  · αυτά τα μασουλούσε και ο «διαβολάκος» ευχάριστα. Αλλά βέβαια και τι δεν μασουλούσε αυτός!
Ένα μεγάλο πλατάνι στο κέντρο της πλατείας  πρόσφερε αρκετή σκιά και «εκεί θα κάθονταν τα γεροντάκια για τον πρωινό καφέ τους», σκέφτηκε φέρνοντας την εικόνα στο νου. «Μακάρι να έβλεπα έστω κι ένα…»
Ο ανηφορικός δρόμος πέρναγε μέσα από ένα πανέμορφο και επιβλητικό ελατόδασος κάτι που τον έκανε να γελάσει σκεπτόμενος ότι πολύ πιθανόν να ήταν ο μοναδικός στο πλανήτη που μπορούσε ν’ απολαύσει αυτήν, όπως φυσικά και πολλές άλλες, εικόνα. Οδηγούσε λες και ήταν μεθυσμένος από τα έλατα και το κάτι σαν ρετσίνι που μύριζε ολούθε γύρω του. Όταν έφτασε στην κορφή του βουνού, σταμάτησε και κοίταξε την κοιλάδα κάτω του, προς την μεριά εκείνη που είχε περάσει ήδη. Το ύψος προκαλούσε δέος και φόβο, αλλά η ομορφιά σε αποζημίωνε για αυτά.  Είδε τα μικρά λουλούδια στην άκρη της ασφάλτου και γονάτισε να τα χαϊδέψει – κάτι που έκανε αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτεί – παρατήρησε τα χρώματά τους και συλλογίστηκε ότι ίσως να μην τα ξανάβλεπε ποτέ (τουλάχιστον όχι σε τέτοια ποικιλία), αφού τα έντομα δεν υπήρχαν πια για να τα γονιμοποιήσουν (;). Κοίταξε δεξιά του τον δρόμο που τώρα, από και πέρα θα κατηφόριζε. Είδε μια πινακίδα : «ΠΡΟΣ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», σε σχήμα βέλους. Ξεκίνησε για εκεί πατώντας πιότερο το φρένο παρά το γκάζι του αυτοκινήτου, αφού η κατηφόρα τραβούσε με μανία λες το βαρύ όχημα. Κάποια μισοτελειωμένα κτίρια αριστερά του, μάλλον ξενώνες για τουρίστες του χειμώνα, βίαζαν αισθητικά το τοπίο, αλλά όπως ανακάλυψε, η Φύση έκανε σωστά την δουλειά της, προσπαθώντας να τα καλύψει με πράσινους κισσούς. Έφτασε στο μνημείο εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς κατοίκων των Καλαβρύτων. Ο μεγάλος πέτρινος σταυρός υψωνόταν μέχρι τον ουρανό προσπαθώντας να κρατήσει άσβεστη την μνήμη τους. «Σε ποιους;» αναρωτήθηκε ο Γιώργος. Σταμάτησε και κατέβηκε, έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Νόμιζε ότι θα συγκινιόταν αλλά το μόνο που σκέφτηκε ήταν η ματαιότητα όλων αυτών των βιαιοτήτων που είχε μάθει από την ιστορία, σε όλο τον κόσμο. «… Και μια μέρα εξαφανίζονται οι πάντες … και; Τι μένει μετά; Γιατί έγιναν όλα αυτά; Ποιος θα τα μάθει τώρα, ποιόν εξυπηρέτησαν τελικά… μια μέρα εξαφανίζονται όλοι… όλοι… όλοι!»
Η μεγάλη πλατεία στα Καλάβρυτα ήταν γεμάτη από καφετέριες και εστιατόρια. Αναποδογυρισμένες καρέκλες  και τραπέζια, σπασμένα ποτήρια και πιάτα χαρτοπετσέτες που πέταγαν στον αέρα και έμπαιναν σαν πελάτες από τις ανοικτές πόρτες, στα αμέτρητα μικροκαταστήματα που πουλούσαν τοπικά προϊόντα, συνέθεταν την εικόνα που άφησε πίσω του ο «εξαφανισμένος πολιτισμός».
Η ψυχή του λαχτάρησε έναν δεύτερο καφέ και ο Παρασκευάς επιθυμούσε να τρέξει στους άδειους δρόμους. Άφησε το σκυλί ελεύθερο ν’ αλωνίσει και κάθισε στο πρώτο τραπεζάκι της παλιάς καφετέριας που συνήθιζαν να κάθονται με την Χαρά κάθε που επισκέπτονταν την πόλη. Χτύπησε τα χέρια και έκανε νόημα στον αόρατο σερβιτόρο (ή σερβιτόρα ήτανε;) και χαμογελώντας, καλημέρισε παραγγέλνοντας ένα: «Φραπέ μέτριο με γάλα παρακαλώ». Σηκώθηκε και απάντησε στον εαυτό του, παίζοντας αυτό τον ρόλο στο θέατρο του παραλόγου, μπήκε στην κουζίνα του μαγαζιού και τον έφτιαξε. Άναψε τσιγάρο και αφέθηκε στην ανάμνηση της γυναίκας του, μέχρι που η καύτρα του έκαψε τα δάχτυλα και η στάχτη λέρωσε το παντελόνι. Σφύριξε ένα γρήγορο σκοπό που του είχε έρθει στο μυαλό και έψαξε με τα μάτια τον Παρασκευά. Τον είδε να τραβάει ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα πιο κάτω, προσπαθώντας να ισορροπήσει στα μικρά του πόδια, αφού κάθε που φυσούσε ο αέρας το τραπεζομάντηλο γινόταν ιστίο πλοίου και τον πήγαινε εντελώς αντίθετα από την κατεύθυνση που εκείνος  τράβαγε.
Η ζέστη του ήλιου που έπεφτε κατευθείαν πάνω στους ώμους του, τον έκαψε, τον έκανε ν’ ανατριχιάσει και προσπάθησε να καλυφθεί κάτω από το φύλλωμα του μεγάλου πλάτανου. Σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και θαύμασε το ύψος του δέντρου και τα απέραντα, λες και είχαν απλωθεί σ’ όλο τον κόσμο, κλαδιά του. Στη σκιά ένοιωσε κάπως καλύτερα, αλλά το αεράκι τον κρύωσε. «Καλός είμαι…», σκέφτηκε χαμογελώντας, «… από την μια ιδρώνω και ζεσταίνομαι και απ’ την άλλη, κρυώνω. Πανάθεμά με… λες να γέρασα;». Παρατήρησε ότι δεν είχε άλλο καφέ όπως και κανένα τσιγάρο στο χέρι. Αποφάσισε να φτιάξει άλλο ένα ρόφημα, αλλά ζεστό αυτή την φορά, άναψε ένα Rothmans – τώρα παρατηρούσε την μάρκα – και το άφησε στο τασάκι μπροστά του, στερεώνοντάς το καλά στην εγκοπή. Σηκώθηκε και ξαναμπήκε στην καφετέρια. Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά, όταν άκουσε απ’ έξω τα γαβγίσματα του Παρασκευά. Στην αρχή δεν έδωσε καμιά σημασία, αλλά μετά αναρωτήθηκε τι συνέβαινε, όταν τα γαβγίσματα έγιναν επίμονα και δυνατά. Το σκυλί πρέπει να βρισκόταν σε μεγάλη αναστάτωση, ανάμεσα στις «κραυγές» του, διακρινόταν και κάτι σαν κλάμα. Προσπάθησε να τρέξει, φοβούμενος για τα χειρότερα, αλλά ένας πόνος, ένας πολύ έντονος πόνος στο στήθος, μια μεγάλη και βαθιά μαχαιριά, τον έκανε να κοντοσταθεί και να στηριχτεί στην καρέκλα μπροστά από την μπάρα. Πήρε μια μεγάλη, παρατεταμένη ανάσα, να γεμίσει με οξυγόνο τα πνευμόνια και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την πόρτα, ακούγοντας παραθυρόφυλλα και τζάμια να χτυπούν και να τρίζουν.
Στον δρόμο, ένας φοβερά δυνατός άνεμος είχε πετάξει τα πάντα στην άκρη. Ο Γιώργος κοίταξε προς το βάθος του πλακόστρωτου δρόμου. Ένα φως, ιδιαίτερα και ασυνήθιστα δυνατό φως, έλαμπε ανάμεσα στα κτίρια και κατέβαινε λες με σταθερό ρυθμό προς την πλατεία. Όμως εκείνο που τον ανησύχησε πιο πολύ, ήταν ο άνεμος που φαινόταν να προέρχεται από κέντρο του φωτός. Ένας άνεμος που σήκωνε τα πάντα ψηλά, πολλά μέτρα ψηλά, σαν να μην είχαν καθόλου βάρος. Πολλές πόρτες από τα μαγαζιά και τα σπίτια, πολλά παραθυρόφυλλα, πολλά τζάμια δεν άντεξαν σε αυτή την πίεση και είχαν «εγκαταλείψει» την θέση τους, αφήνοντας το εσωτερικό των κτιρίων, στο απροστάτευτο.
Ο πόνος στο στήθος, γύρισε με μεγαλύτερη σφοδρότητα, επιμονή και συχνότητα. Κάτι σαν ηλεκτρισμός, τον διαπέρασε σε όλο το κορμί και πριν πέσει λιπόθυμος για άλλη μια φορά σε σύντομο χρονικό διάστημα, είδε τον έντρομο Παρασκευά να τρέχει με όση δύναμη του έδιναν τα μικρά του πόδια, προς το μέρος του. Μετά σκοτείνιασαν τα πάντα και το κούφωμα της πόρτας του φάνηκε να πέφτει με δύναμη πάνω του.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Σήμερα έβλεπε την ημέρα πιο όμορφη και πιο γλυκιά. Έτσι χωρίς λόγο, χωρίς κάποια αιτία. Βέβαια η ζέστη είχε αρχίσει από το πρωί και ο αέρας όσο πέρναγε η ώρα βάραινε σαν γινόταν πιο πυκνός. Μόλις είχε ξημερώσει και το προγραμματισμένο ταξίδι του θα άρχιζε σε λίγο. Η πείρα στην οδήγηση τον ωθούσε σε όλο και πιο μακρινά ταξίδια. Φόρτωσε τον Παρασκευά στο μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού, πήρε μπόλικο νερό σε μπουκάλια και κάτι να τρώει στην διαδρομή κι αυτός αλλά και ο διαβολάκος του. Μαρσάρισε λίγο πιο πολύ απ’ ότι περίμενε και έβαλε «πλώρη» για την Πελοπόννησο. Του άρεσε εκεί η περιοχή, του άρεσαν τα βουνά της, το τοπίο της με τα καλαμπόκια, αλλά και οι παραλίες της. Στο μυαλό του ήρθαν οι στιγμές του με την Χαρά και εκείνες οι εκδρομές στην Τρίπολη, στα Καλάβρυτα και στην Μεσσηνία.
Οδηγούσε σιγοσφυρίζοντας κάποιο χαζοχαρούμενο τραγουδάκι, χωρίς να καταλάβει και πιο ακριβώς ήταν, φόρεσε το Αμερικάνικο κασκέτο, αυτό που εκνεύριζε πάντα την γυναίκα του, πήρε εκείνη την ηλίθια, ξέγνοιαστη γκριμάτσα του τουρίστα και βγήκε στο δρόμο που οδηγούσε κατά τον ισθμό της Κορίνθου. Ήπιε μια γουλιά καφέ από το πλαστικό κυπελάκι που κρατούσε στο χέρι και μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου, άρχισε να θαυμάζει τον ήλιο που μπροστά του ξαναγεννιόταν για να φωτίσει άλλη μια μέρα. Στο ρολόι κοίταξε την ώρα, είδε τους δείκτες να δείχνουν οκτώ και τράβηξε το πόδι από το γκάζι, προσπαθώντας να απολαύσει όσο πιο πολύ μπορούσε την διαδρομή. Δεν έβρισκε τον λόγο να βιαστεί, να ταχύνει την διαδρομή. Περιέργως ο μικρός σκύλος είχε λουφάξει στο δερμάτινο κάθισμα, είχε βάλλει την μουσούδα στα τεντωμένα μπροστινά του πόδια και δεν έβγαζε άχνα. Ούτε ένα γρυλλισμό. Πέρασαν τα διυλιστήρια και τα φώτα που ακόμα ήταν αναμμένα στις εγκαταστάσεις έδιναν μια εικόνα ζωής. Πάντως ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο υπήρχε ολόγυρα. Στο μυαλό του μπήκε η ιδέα της έρημης επαρχίας, ενός τόπου χωρίς ζωή, χωρίς κάποια αλεπού, σκύλο, μοσχάρι ή πρόβατο. Οι άνθρωποι, ίσως και να μην τον ενδιέφεραν αυτή τη στιγμή. Σίγουρα δεν τον ενδιέφεραν, την επαρχία την είχε συνδέσει με τα ζώα και τα σπαρτά.
Φάνηκε ο ισθμός και δεξιά του η Ακροκόρινθος με τα υπέροχα τείχη της. Σταμάτησε πάνω στην γέφυρα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο, ακούμπησε στην κουπαστή, αλλά η υψοφοβία του τον ζάλισε και δεν έσκυψε παραπάνω. Η θάλασσα αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου τώρα και σαν τεράστιος καθρέφτης φώτιζε τα σκληρά βράχια της διώρυγας. Απομακρύνθηκε από την άκρη και ασυναίσθητα έψαξε και πιο πολύ οσμίστηκε μήπως και εντόπιζε την τσίκνα από τα σουβλάκια που ήταν παράδοση εκεί. Τίποτα όμως, μόνο φρέσκος αέρας. Χαμογέλασε σαν σκέφτηκε ότι απογοητεύτηκε επειδή ανάσανε μόνο τον φρέσκο αέρα. Βρήκε ένα από τα καταστήματα που κάποτε πουλούσαν αυτά τα περιβόητα σουβλάκια και άναψε κάρβουνα να φτιάξει μόνος του. Ο καπνός που υψώθηκε στον ουρανό, βάλσαμο στις αισθήσεις του, ήταν και το ίχνος του, για κάποιον άλλο «επιζώντα». Έψησε και έφαγε μαζί με το σκυλάκι του, πιο πολλά απ’ όσα είχε ανάγκη το στομάχι του. Η σόδα που ήπιε δεν τον ελάφρυνε καθόλου.
«Πόσα χιλιόμετρα λες να κάνουμε ακόμα μικρέ;», ρώτησε τον νεαρό του σύντροφο. Ο Παρασκευάς τον κοίταξε με λοξό το κεφάλι και σίγουρα αναρωτιόταν μέσα του τι του έλεγε. Προχώρησαν μέχρι το αυτοκίνητο, άφησε τον εαυτό του να ρευτεί και νωχελικά ξεκίνησαν και πάλι για την καρδιά της Πελοποννήσου. Πέρασε τα διόδια γελώντας που δεν πλήρωνε για άλλη μια φορά και αποφεύγοντας κάποια σταματημένα αυτοκίνητα στη μέση του δρόμου, προσπερνώντας κάποια άλλα που είχαν καεί, έφτασε στην μεγάλη στοά στο Αρτεμίσιο και σταμάτησε στο κέντρο που συνήθως αναπαύονταν οι οδηγοί. Πήρε άλλη μια σόδα από ένα ψυγείο και απόλαυσε την θέα. Ίσως να έμεναν εκεί για σήμερα, να κοιμόταν μάλιστα στο μεγάλο μπαλκόνι που έβλεπε στα βουνά απέναντι, αλλά μια κρύα πνοή αέρα τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Πήρε αγκαλιά τον μικρό του φίλο και έκλεισε τα μάτια πάνω σε μια άνετη πολυθρόνα με κόκκινα και μαύρα μαξιλάρια. Λίγη ξεκούραση ζητούσε και προσπάθησε να βολευτεί όσο πιο καλά μπορούσε. Τα πλευρά του τον πόνεσαν λίγο και στριφογύρισε στη θέση του. Ο Παρασκευάς είχε κουλουριαστεί πάνω του και με τη γλώσσα έξω, παρατηρούσε ήρεμα το γύρω χώρο. Λες και έψαχνε τον επόμενο εχθρό για δαγκώματα και γρατζουνιές.
Ο Μορφέας πήρε γρήγορα τον Γιώργο στην αγκαλιά του και τον πήγε εκεί που ίσως και να μην ήθελε να πάει. Σε αλλοτινές εποχές, στα παιδικάτα του και στην μικρή παρέα του «Βυζαντίου», της μικρής καφετέριας που συγκεντρωνόταν όλη η παλιοπαρέα από το σχολείο.  Και τι δεν είχε ζήσει εκείνο το στενό πατάρι. Ο Γιώργος και ο Αλέκος ο Μαγουλάκιας, ο Πάνος ο Άχρηστος, ο Κώστας ο Καλλιτέχνης, ο Αντώνης ο Τσαγρής και άλλοι φίλοι και συνοδοιπόροι στα όνειρά του, ανταγωνιστές στον έρωτα του και σύντροφοι στις πλάκες, αντίπαλοι στην επιλογή του Σάββατου (ποτέ δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν που να πάνε), παραμυθάδες και ονειροπόλοι έφηβοι. Τι αυτοκρατορίες δεν είχαν πλάσει, πόσα από τα μυστήρια του Σύμπαντος δεν είχαν λύσει! Θυμόταν καλά την ημέρα που είχε γνωρίσει την Παναγιώτα, την στρουμπουλή κοκκινομάλλα με τις φακίδες. Εκείνος δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκάξι του χρόνια κι εκείνη στα δεκαεννέα και κάτι. Την φίλαγε και της τσίμπαγε με δύναμη τα μπούτια, χωρίς η κοπέλα να διαμαρτύρεται, χωρίς να τον αποθαρρύνει. Μέχρι που κάποια στιγμή, μπόρεσε να ακουμπήσει με την παλάμη του την … τριχωτή περιοχή ανάμεσα στα πόδια. Ήταν μόνοι τους στο πατάρι, κανείς δεν τους έβλεπε και μπορούσαν να φιλιούνται με όλη τους την άνεση. Και να την χουφτώνει μάλιστα. Βέβαια εκείνος επιθυμούσε να έρθουν και οι άλλοι, τάχα τυχαία και απρόσμενα, να δουν ότι είχε γκόμενα, ιδίως αυτός ο Τάκης που έκανε ότι ήξερε τα πάντα γύρω από τα θηλυκά. Πρώτος έφτασε ο Κώστας ο Καρούσος, ο επονομαζόμενος και Καλλιτέχνης για την μανία που είχε με το σχέδιο, ειδικά με το σχέδιο των πολεμικών αεροπλάνων του Β! παγκοσμίου πολέμου. Στο σχολείο κάθονταν στο ίδιο θρανίο που ο Κώστας το είχε μετατρέψει σε ένα θεόρατο πίνακα ζωγραφικής με αερομαχίες και απεικονίσεις των spitfires της Ραφ. Τους χαιρέτισε και κάθισε στο τραπέζι τους, του ήταν αδιανόητο να σκεφτεί να κάτσει αλλού, να τους αφήσει μόνους τους. Σε λίγο «αρίβαραν» και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας. Η Παναγιώτα όμως καιγόταν από τις προηγούμενες θωπείες του… κατ’ όνομα εραστή της και ήθελε κι άλλα. Μάλλον ήθελε κάτι πιο… αποτελεσματικό. Το ζήτησε από τον Γιώργο ψιθυριστά, σχεδόν ακουμπώντας στο αφτί του και περίμενε την απάντησή του. Ο Γιώργος ξεροκατάπιε, το μόνο που ήξερε από σεξ, ήταν ότι είχε δει κρυφά από τους γονείς του, ότι μπορούσε να μάθει από τις φιλολογικές και υπερβολικές συζητήσεις με την παλιοπαρέα και ότι μπορούσε να αντιγράψει από τα πορνό περιοδικά που κατά καιρούς είχαν πέσει στα χέρια του. Κι αυτές οι εικόνες με την … ηθική του μαρκαδόρου, δεν ήταν καθόλου κατατοπιστικές ή διδακτικές. Βέβαια στην τσέπη του είχε λεφτά, ικανά να πληρώσει μια ημιδιαμονή σε ένα ξενοδοχείο, ακόμα και ένα ποτό, αλλά ντρεπόταν να πάει. Από την άλλη ίσως ήταν και ευκαιρία για φιγούρα στους φίλους του. Τράβηξε τον «Καλλιτέχνη» στην άκρη και τον ρώτησε που μπορούσε να βρει ένα ξενοδοχείο να πάνε. Ήξερε, αλλά ήθελε με αυτόν τον τρόπο να το διαδώσει ότι θα πήγαιναν για…
Η απάντηση που πήρε ήταν αυτή που περίμενε, αφού μόνο  ένας «γαμιστρώνας» (όπως έλεγαν τα ξενοδοχεία αυτά), υπήρχε στην περιοχή. Το HOTEL ROMA, κανείς δεν ήξερε γιατί το έλεγαν έτσι μεταξύ τους, αφού η επιγραφή του έγραφε «ΑΘΗΝΑ». Χαιρέτισαν όχι και τόσο διακριτικά τους υπόλοιπους και έφυγαν με τον Γιώργο έντρομο για αυτό που έμελλε να ακολουθήσει.
Το ξενοδοχείο ήταν ένα μικρό, αλλά περιποιημένο κτίριο σε ένα ήσυχο δρόμο με ανεπαρκή φωτισμό, κάτι που τον βόλευε. Μπήκαν μέσα και μπροστά στον υπάλληλο υποδοχής, νόμισε πως η καρδιά του θα έσπαγε, τόσο γρήγορα και δυνατά χτυπούσε. Το πρόσωπό του έκαιγε, θα νόμιζε κάποιος ότι είχε πυρετό και η μέση του άρχισε να έχει σπασμούς, σε σημείο να μην μπορεί να κρατηθεί όρθιος, παρά μόνο στηριζόμενος στον πάγκο. Παρακαλούσε τον Θεό μέσα του να μην καταλάβει τίποτα η συνοδός του, αλλά ο ξενοδόχος, να είναι καλά ο άνθρωπος, φέρθηκε με τόση διακριτικότητα, ούτε το βλέμμα δεν γύρισε απάνω του, με χαμηλή φωνή και ευγενικά του έδωσε το κλειδί, πήρε τα λεφτά και γύρισε από την άλλη πλευρά κάνοντας πως είχε δουλειά. «Λες να κατάλαβε κι εκείνος πως είναι η πρώτη μου φορά;», αναρωτήθηκε με ντροπή μεγάλη μέσα του. Ανέβηκε τις μαρμάρινες σκάλες και έπαιρνε ολοένα και περισσότερο θάρρος και αυτοπεποίθηση. Βρέθηκαν μόνοι και άρχισε να την χαϊδεύει, όπου πιο πονηρά μπορούσε να χωρέσει το χέρι του. Όταν έμεινε γυμνή η Παναγιώτα, νόμισε πως ο παράδεισος είχε κατέβει στη γη, νόμισε πως άγγελοι του τραγουδούσαν πάνω από το κεφάλι και όλο το Σύμπαν τον ήθελε ένα γεμάτο δύναμη και αντοχή επιβήτορα. Κι αν η κοπέλα δεν είχε αντιληφθεί από την αρχή ότι ήταν παρθένος, η πολλαπλή συνουσία το έδειχνε αμέσως. Δεν ήξερε αν αυτό που άκουγε μέσα στο κεφάλι του ήταν ο λόγος της ερωμένης του ή η μελωδία του έρωτα. Πάντως αν αυτή ήταν η φωνή, η μουσική του σεξ, ήταν τόσο όμορφη και θελκτική που έγινε αμέσως δούλος της.
Τα μαξιλάρια της πολυθρόνας έπεσαν κάτω καθώς στριφογύρισε προσπαθώντας να ξεπιαστεί. Άνοιξε για λίγο τα μάτια και άκουσε το γουργουρητό του μικρού ζώου. Θέλησε να ξαναγυρίσει στο όνειρο από κει που το είχε αφήσει, αλλά το όνειρο είχε κάνει πια φτερά και μόνο η τελευταία εικόνα του είχε μείνει, μια εικόνα που δεν θα μπορούσε να ενωθεί πάλι με το συναίσθημα. Προσπάθησε πιο πολύ, έσφιξε τα μάτια, ξανάρχισε να αναμασά τις εικόνες από την στιγμή της εισόδου στο ξενοδοχείο, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να εκνευριστεί και να αντιληφθεί ότι αυτό που έφυγε, έφυγε για πάντα. Ο ύπνος δεν θα ήταν μια εύκολη υπόθεση και σηκώθηκε αργά και προσεκτικά, ζέστανε λίγο νερό και έφτιαξε τσάι, μήπως και ηρεμούσε λίγο. Κοίταξε έξω από τις μεγάλες τζαμαρίες και είδε σκοτεινά, θεόρατα βουνά να ξεπροβάλουν από το βάθος της μικρής κοιλάδας. Σαν δόντια γιγάντιου στόματος λες και απειλούσαν τους ουρανούς. Τα φώτα στους δρόμους είχαν ανάψει, έτσι ήταν προγραμματισμένα και έδιναν τόσο βάθος στο δρόμο που σχημάτιζαν ένα λαμπερό φίδι πολλών χιλιομέτρων ή καλύτερα ένα στόλο γρι – γρι να ψαρεύει. Γέλασε στις σκέψεις του και κάθισε να περιμένει το ξημέρωμα, την χαραυγή. Κοίταξε το ρολόι του, έβγαλε τα παπούτσια να νοιώσει πιο άνετα και άρχισε να διαβάζει το περιοδικό με την ημίγυμνη νεγρούλα στο εξώφυλλο. Τα πρώτα εσώρουχα που είδε στις διαφημίσεις και τα κουτσομπολιά γύρω από γνωστές και άγνωστες στάρλετ, τον έκαναν να αηδιάσει και πέταξε το έντυπο στην άκρη της μεγάλης σάλας. Περπάτησε μέχρι τις τουαλέτες και απάλλαξε τον εαυτό του από τα σουβλάκια που με τόση λαιμαργία είχε καταβροχθίσει. Έπαιξε με το χαρτί υγείας κάνοντας κώνους και τριγωνικά σχήματα, άνοιξε την βρύση να την βλέπει να τρέχει και να ακούει τον ήχο του νερού και βυθίστηκε στην μεγάλη του απογοήτευση. Αυτή που ακολουθεί κάθε… σχιζοφρενή. Φοβήθηκε με αυτή την μετάπτωση των συναισθημάτων του και προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα βγαίνοντας έξω στη βεράντα. Ο αέρας όμως δεν τον βοήθησε, ένας αέρας ζεστός και γεμάτος υγρασία. Ακούμπησε στην κουπαστή και αφέθηκε να χαζέψει στην ομορφιά της φύσης. «Αν υπήρχαν και άνθρωποι…», μονολόγησε, αντικρίζοντας την αδύναμη λευκή γραμμή του ήλιου στον ορίζοντα.
Ο «χασομέρης» Παρασκευάς σηκώθηκε ζαβλακωμένος από τον βαθύ του ύπνο, τέντωσε τα μπροστινά πρώτα και μετά τα πίσω πόδια, άνοιξε το στόμα δείχνοντας τους μικρούς του κυνόδοντες και άρχισε να ουρεί παντού ολόγυρα. Γάβγισε (;) με εκείνη την αδύναμη λεπτή φωνούλα που πιότερο θύμιζε γάτα, άφησε εκτός από τα ούρα και όλη την εκκένωση του εντέρου στο πάτωμα και κοίταξε πεινασμένος τον φίλο του. Τώρα ο «μπαμπάς», έπρεπε να πάρει το όπλο του. Και αποδεικνυόταν συνέχεια ότι ήταν καλός μπαμπάς.
Η Τρίπολη, σαν μεγάλο χωριό, φάνηκε μπροστά τους κατά το μεσημέρι. Η απέραντη ερημιά και η ησυχία του τόπου, ήταν τόσο εκκωφαντικά σκληρή, όπως βέβαια ήταν παντού στην επαρχία, που ο Γιώργος ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Πήγε στην πλατεία Κολοκοτρώνη, ένα μέρος που πάντα του άρεσε, αντίκρισε το άγαλμα του μεγάλου Έλληνα και έψαξε να βρει τα γνωστά του μέρη. Με την Χαρά είχαν καθίσει σε μια υπόγεια ταβέρνα όπου ίσως από την κούραση, ίσως από την τέχνη του μάγειρα, είχαν απολαύσει ένα καταπληκτικό δείπνο πριν από κάποια χρόνια. Θυμόταν που περίπου ήταν, αλλά όσο κι αν έψαξε, δεν μπόρεσε να την βρει. Ίσως και ο χρόνος που είχε περάσει να είχε αλλοιώσει την εικόνα στο μυαλό του, ίσως πάλι να είχε αλλάξει η χρήση του κτιρίου. Απογοητεύτηκε γιατί θα ζούσε κάποιες καλές στιγμές στην ψυχή του από τις αναμνήσεις. Βήμα το βήμα, βρέθηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης, μιας πόλης που μόνο ο καθαρός αέρας και το θρόισμα των φύλλων των δεκάδων δέντρων στα πεζοδρόμια, του θύμιζαν την παλιά του επίσκεψη. Όλα είχαν αλλάξει, όλα ήταν διαφορετικά και απόμακρα από το ύφος της Ελληνικής επαρχίας. Οι καφετέριες πνιγμένες στο κόκκινο, το μαύρο και το νίκελ, έστεκαν παράταιρες απέναντι στα ψηλά βουνά του ορίζοντα και τα πουρνάρια στο κέντρο της πλατείας. Ποτήρια και φλιτζάνια, κανάτες που κάποτε είχαν νερό και εκείνα τα ξενόφερτα φακελάκια με τις διαφόρων χρωμάτων ζάχαρες, ήταν σκορπισμένα στα τραπεζάκια ή πεσμένα στο πλακόστρωτο. Η σκόνη βέβαια είχε συσσωρευτεί πάνω τους, σε πολλές περιπτώσεις πάνω από ένα πόντο και κάθε φορά που το αεράκι τα «χάιδευε», ένα μικρό συννεφάκι σκόνης στροβιλιζόταν από πάνω τους. Με το δάχτυλο έγραψε: «Ήμουν εδώ»
Φάγανε το πρωινό τους, άνθρωπος και σκύλος και αφού το τσιγάρο έκαψε τα δάχτυλά του, ο Γιώργος βάδισε προς το μεγάλο ξενοδοχείο. Εκεί θα έμεναν σήμερα, εκεί θα ξεκουράζονταν, εκεί θα έκαναν τα πλάνα τους για το μετά. Ασυναίσθητα μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο και πήρε ένα βιβλίο με την ιστορία της περιοχής και κάποιους χάρτες όλης της Πελοποννήσου. Απλά ήθελε να ξέρει  πως θα πήγαινε εκεί που ήθελε. Και η αλήθεια είναι πως, πολλά μέρη ήθελε να δει και τώρα ήταν ευκαιρία να τα απολαύσει. Η πρώτη εικόνα που είδε ξεφυλλίζοντας, ήταν αυτή με τα πάμπολλα πλατάνια και το κόκκινο χώμα. «Πλανητέρο» μουρμούρισε ορίζοντας έτσι τον επόμενο στόχο τους και προορισμό τους. Αλλά τώρα προέτρεχε η επίσκεψη και η έρευνα του ξενοδοχείου.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015


Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Κοίταξε καλά το ψαλίδι στο χέρι και χαμογέλασε. Χάιδεψε τα γένια του καθώς ο καθρέφτης μπροστά του, έδειχνε έναν γέρο ή πιο σωστά έναν μεσήλικα να τον … ματιάζει. Πέντε μήνες δεν είχε ακουμπήσει ξυράφι στο πρόσωπο και, αν και δεν τον ένοιαζε η εμφάνιση του, δεν υπήρχε λόγος να τον νοιάζει εξάλλου, ήθελε κάτι να κάνει για τον εαυτό του. δεν υπήρχε η δικαιολογία της φαγούρας, αφού τα γένια είχαν μακρύνει και οι τρίχες είχαν μεγαλώσει, αλλά θυμόταν ότι κάθε φορά που ξυριζόταν παλιά, ένοιωθε κάτι σαν ξεκούραση, σαν ανανέωση. Ο Παρασκευάς έδειχνε πιο ψηλός και καθόταν τώρα στα πίσω πόδια, παρακολουθώντας τον φίλο του να στέκεται τόση ώρα μπροστά σε εκείνο το φωτισμένο καθρέφτη.
Σήκωσε το χέρι και η πρώτη ψαλιδιά, γέμισε τον νιπτήρα μα μια στρώση από τρίχες. Ασυναίσθητα άνοιξε το νερό και προσπάθησε να καθαρίσει. Γέλασε, συνέχισε το ψαλίδισμα, μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα μάγουλα. Από το παράθυρο του μπάνιου, το φως του ήλιου, έμπαινε ζεστό και πολύ φιλικό. Αρχές Ιουνίου και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη το μεσημέρι, αν και σε αυτόν τον μήνα, δεν είχε και μεγάλη εμπιστοσύνη.
Του άρεσε το καθαρό (το σχεδόν καθαρό) πρόσωπό του και αποφάσισε να συνεχίσει με το ξύρισμα. Το ξενοδοχείο που σήμερα τον «φιλοξενούσε», είχε όλα τα απαραίτητα γι αυτό. Κάλυψε το πρόσωπο με ένα πυκνό αφρό και περίμενε κάποια λεπτά. Το ζεστό νερό έτρεχε από την βρύση και δεν μπήκε καν στον κόπο να την κλείσει. Επιτέλους αποφάσισε να βάλει το ξυράφι πάνω του. Με το πρώτο τράβηγμα, ένοιωσε σαν να ξεφορτωνόταν κάτι βαρύ, κάτι που τον έπνιγε. Σταμάτησε και έψαξε τα τσιγάρα του. Τα βρήκε πάνω στο μάρμαρο του νιπτήρα και άναψε ένα με σπίρτα και όχι αναπτήρα, για να απολαύσει την μυρουδιά του καμένου σπίρτου. Άκουσε τον τετράποδο φίλο του να γρυλίζει αλλά δεν έδωσε σημασία. Κοίταξε την ξυρισμένη γραμμή στο μάγουλο και έβαλε την παλάμη πάνω της. Του άρεσε η απαλότητα του δέρματος. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε την μικρή του Τόνια, πώς τον χάιδευε μετά από κάθε ξύρισμα. Σφίχτηκε η καρδιά του και ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, ένοιωσε τις φλέβες στο λαιμό να πρήζονται και τα μελίγγια του να τον πονάνε. Ήξερε ότι αυτός ο πόνος στο κεφάλι δεν θα πέρναγε και τόσο γρήγορα. Ξύρισε και το υπόλοιπο πρόσωπο και έδειξε τουλάχιστον δέκα χρόνια νεώτερος. Του άρεσε αυτό, του έδωσε αισιοδοξία και λίγο κέφι. Τώρα είχε φύγει από το μυαλό του η Τόνια και οι αναμνήσεις. Ο Παρασκευάς του θύμιζε ότι πεινούσε και επιβεβαίωσε αυτό με την επίθεσή του στο μικρό μπισκοτάκι που βρήκε στο τραπέζι του καθιστικού.
Ο Γιώργος δεν μπορούσε να τον αφήσει άλλο νηστικό και διψασμένο. Φόρεσε ένα μπλουζάκι και κατέβηκε, ακολουθούμενος από τον διαβολάκο, στο ισόγειο, στην κουζίνα. Εκεί βρήκε ψωμί και ζαμπόν, πορτοκαλάδα και καφέ για τον ίδιο και ένα κομμάτι καπνιστού μπέικον για το «μικρόβιό» του. Είχε παρατηρήσει ότι τα τρόφιμα δεν χάλαγαν, μέχρι τώρα τουλάχιστον και το δικαιολόγησε… με την έλλειψη κάθε ζωντανού οργανισμού από τον πλανήτη. «Και οι ιοί, ζωντανοί οργανισμοί είναι… και η μούχλα!», σκέφτηκε με κάποια μελαγχολία.
Στον δρόμο ήταν όλα τα δέντρα ανθισμένα πια και η Συγγρού, έμοιαζε με ένα μακρόστενο κήπο, με τις νεραντζιές και τις μουριές του, γεμάτες με πράσινα φύλλα. «Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί… εκτός από τα φυτά…», σκέφτηκε, συμπληρώνοντας την προηγούμενη σκέψη του. Άρχισε να προχωράει στο μέσον του δρόμου προς την μεριά της θάλασσας. Όπως πάντα τα αυτιά του ήταν τεντωμένα να εντοπίσει κάποιον θόρυβο. Μάταια πάντως, όπως πολύ καλά περίμενε. Βρήκε ένα αυτοκίνητο, μια μεγάλη μπλε λιμουζίνα, κάθετα στον δρόμο και αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει. Ο Παρασκευάς δεν ήθελε δεύτερη λέξη, μόλις του άνοιξε την πόρτα, όρμησε και στρογγυλοκάθισε στην θέση του συνοδηγού.
Σε λίγο, περνώντας ανάμεσα από τα παρατημένα οχήματα σαν να κάνει σλάλομ, σταμάτησε σε μια παραλία με ζεστή από τον ήλιο, άμμο. Η θάλασσα τον καλωσόρισε με την χαρακτηριστική βοή της από τον παφλασμό των κυμάτων. Κάθισε και έκλεισε τα μάτια. Ρούφηξε το ιώδιο και άφησε το διακριτικό αεράκι, να του δροσίσει το πρόσωπο. Τώρα που είχε ξυριστεί, ένοιωθε την αύρα πιο πολύ, την αισθανόταν σαν εκείνο το γυναικείο χάδι, που τόσο του είχε λείψει. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο και προσποιήθηκε αυτό το χάδι. Δεν του είχε λείψει μόνο αυτό, δεν ήταν μόνο εκείνη η επαφή με το γυναικείο χέρι, αλλά τούτη η φλόγα που βγαίνει από το ερωτευμένο δέρμα της παλάμης, το καυτό και λίγο ιδρωμένο, το τρεμάμενο και διστακτικό. Εκείνο το χάδι της Χαράς του, όταν ακόμα ήταν ένας απλός δεσμός, χωρίς τον γάμο που δολοφονεί με την καθημερινότητά του την ιεροτελεστία της επαφής, την προσμονή και την άκρατη ανάγκη της συντροφιάς. Θυμήθηκε την γνωριμία του με την γυναίκα του. Χαμογέλασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω και φαντάστηκε την «Βιολέτα», εκείνο το μικρό μεζεδοπωλείο που ήπιαν το πρώτο τους ουζάκι ή τσίπουρο; Δεν θυμόταν καλά…
Μηρύκασε  τις αναμνήσεις του από κείνα τα χρόνια. Θυμήθηκε το μακροβούτι στην παραλία και το χειροκρότημα που ακολούθησε από τις κοπέλες που κάθονταν στην άμμο. Νέος ήταν, του άρεσε η επίδειξη, καλό το μακροβούτι, … «τσίμπησαν» τα κορίτσια. Σε αυτή την θηλυκοπαρέα βρισκόταν κι εκείνη η ψηλή ξανθιά γαλανομάτα, το όνειρο κάθε άντρα. Δεν πίστεψε ότι θα μπορούσε να κατακτήσει ένα τέτοιο «μανούλι» (όπως έλεγε και ο φίλος του και συμφοιτητής του Μανώλης), γι αυτό και ούτε που πλησίασε την παρέα τους. Σκούπισε τα νερά από τα μαλλιά του και απομακρύνθηκε χωρίς να ρίξει έστω και μια ματιά προς το μέρος των κοριτσιών. Ή νόμιζε ότι δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά. Οι γυναίκες όμως πάντα καταλαβαίνουν, ακόμα κι αυτά που οι άντρες δεν τολμούν να παραδεχτούν. Πήγε στην μικρή ξύλινη καντίνα και παρήγγειλε ένα παγωμένο καφέ. Άναψε τσιγάρο και ξεροκατάπιε όταν είδε την ξανθιά να πλησιάζει. Νόμιζε ότι του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι και τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά.  Είχε ξεχάσει το τσιγάρο και σε λίγο, τίναζε τα δάχτυλα από το κάψιμο. Η ψηλή κοπέλα ακούμπησε στον πάγκο της καντίνας δίπλα του, πολύ κοντά του κι εκείνος ήθελε να κάνει προς τα πίσω, αντίθετα όμως, προσπάθησε να ακουμπήσει πάνω της χωρίς να γίνει προκλητικός και γελοίος. Γύρισε το κεφάλι τάχα αδιάφορα και άφησε το χέρι του να ακουμπήσει το μπράτσο της.
-«Συγγνώμη…», της είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Τραβήχτηκε απότομα και επιδεικτικά μακριά της. Προσπαθούσε να μην την κοιτάξει στα μάτια, ήταν πολύ όμορφη και φοβήθηκε μη χάσει τα λόγια του από αμηχανία, ενώ ταυτόχρονα έψαχνε δικαιολογία να της πει κάτι, να προκαλέσει συζήτηση, να την γνωρίσει. Αντ’ αυτού προτίμησε να το βουλώσει και να στραφεί στον καφέ του.
-«Εσύ είσαι αυτός ο μεγάλος κολυμβητής που είδα πριν;», ρώτησε μια μελωδική φωνή, μια καθαρή και σταθερή φωνή. Γύρισε το βλέμμα δεξιά του και τα πιο γαλανά μάτια που είχε δει ποτέ του, τον κοίταγαν γελαστά και διεισδυτικά, ενώ τα κατακόκκινα χείλη της, λες… λες… και έσταζαν αίμα και … γλυκά κεράσι. Ευτυχώς που μπορούσε ν’ απαντήσει με ένα ξερό «ναι» και δεν θα μπέρδευε τα λόγια.
-«Είμαι η Χαρά …», του είπε το ψηλό κορίτσι. Έτεινε το χέρι της σε χαιρετισμό και περίμενε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι ν’ ανταποκριθεί ο Γιώργος. Εκείνος, ασυναίσθητα σκούπισε το δικό του και ένοιωσε το ζεστό της δέρμα. Προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του.
-«Χάρηκα… Γιώργος και όσο για καλός κολυμβητής… άστο να πάει…», προσπάθησε να γελάσει. Μέσα στο μυαλό του έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι έξυπνο και ωραίο να πει, κάτι κολακευτικό και όχι συνηθισμένο:
-«Είσαι πολύ όμορφη …» ψέλλισε. «Αυτό βρήκα να πω ο βλάκας; Αυτό;», σκέφτηκε απογοητευμένος από τον εαυτό του. Όμως καμιά φορά και τα πιο ασήμαντα πράγματα πιάνουν τόπο. Το κορίτσι γέλασε και έδειξε το γέλιο της να βγαίνει από βαθιά μέσα της και το χειρότερο ήταν ότι τα ολόλευκα δόντια της, την έκαναν ακόμα πιο όμορφη από ότι ήταν. Ο Γιώργος πήρε θάρρος και συνέχισε:
-«Γελάς όμορφα, σου πάει το γέλιο…»
Η κουβέντα συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, ο καφές τελείωσε και οι φωνές των άλλων κοριτσιών έκαναν την Χαρά να πρέπει να φύγει. Ήταν Κυψελιώτισσα και τον κάλεσε να πιούν ούζο την Τετάρτη στην Φωκίωνος Νέγρη. Τηλέφωνο δεν του είχε δώσει, αλλά θα τον περίμενε στην «Βιολέτα» κατά τις επτά. Του έκλεισε το μάτι και ακολούθησε τις φίλες της στις βουτιές τους. Εκείνος παρέμεινε στην μικρή καντίνα, όχι γιατί ήθελε να την δει από μακριά, αλλά επειδή τα πόδια του δεν ακολουθούσαν την προσταγή του μυαλού του να φύγει.
Μετά από δέκα λεπτά η καφεΐνη άρχισε να ρέει στις φλέβες του, σε αρμονική συντροφιά με την νικοτίνη. Το συνηθισμένο εκρηκτικό μίγμα ξύπνησε επιτέλους τους μυς του, βοηθώντας τον να περπατήσει προς το μέρος που είχε τα ρούχα του και απερίσπαστος από τα γύρω του, να ρουφήξει τις τελευταίες εικόνες της ξανθιάς κοπέλας αλλά και τις τελευταίες ακτίνες του πορτοκαλίζοντος ήλιου. Χαμογέλασε κι ένα αίσθημα ευεξίας και πληρότητας τον κατέλαβε μονομιάς. Γύρισε το βλέμμα στους τελευταίους λουόμενους και άρχισε να τους χαζεύει και να μεταφέρεται νοητά στην επόμενη Τετάρτη και στην «Βιολέτα». Το πλαστικό κύπελλο στο χέρι, περιείχε μια τελευταία γουλιά που την ήπιε κάνοντας το καλαμάκι να αντηχήσει εκείνον τον αποκρουστικό συρτό ήχο. Κάθισε αναπαυτικότερα στην άμμο. Η κίνηση στην παραλία, ανθρώπων που έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής, αυξανόταν διαρκώς κι εκείνος αφέθηκε στο κυνήγι προσώπων. Παρατηρούσε σχολαστικά κάθε τους μορφασμό, επιζητώντας να εισβάλλει λαθραία στις σκέψεις τους και η προσωπική του βάση δεδομένων γέμιζε διαρκώς με νέο πολύχρωμο περιεχόμενο. Η παραλία μπροστά του ήταν στολισμένη από παράξενες γυναίκες όλων σχεδόν των φυλών. Είχε μεγάλη αδυναμία στις όμορφες και προσεγμένες γυναίκες όσο κι αν δεν του φαινόταν αυτό, λόγω της δειλίας του απέναντί τους. Θεωρούσε πραγματικό θηλυκό, όποια ήξερε με μαεστρία ν’ αναδεικνύει τα δυνατά σημεία που της χάρισε η φύση. Τοποθετούσε ιεραρχικά το στυλ πιο ψηλά από τα γονίδια. Η τελευταία πινελιά στο βάψιμο, το περιττό αξεσουάρ, η όρθια στάση του στήθους, το σεμνό αλλά αγέρωχο βλέμμα, οι απαλές κινήσεις, το τουρλωτό περπάτημα, το σταύρωμα των ποδιών ακόμα και σε όρθια στάση, ήταν οι απλές λεπτομέρειες που ξεχώριζαν.
Πίστευε ακράδαντα πως οι αληθινές γυναίκες είναι εκπληκτικές ηθοποιοί. Οι ατέλειωτες ώρες πρόβας μπροστά στο ανδρικό κοινό από τα χρόνια της πρώιμης εφηβείας, τις εκτοξεύουν σε επίπεδα ύψιστης υποκριτικής. Θεωρούσε πάντα τον έρωτα σαν μια θεατρική σκηνή, όπου οι γυναίκες ζουν την κάθε τους μέρα σαν πρεμιέρα. Γυναίκα, έλεγε, είναι εκείνη που δεν κοιτάζει ποτέ έναν άντρα, έναν άγνωστο άντρα – θεατή στα μάτια. Αφήνει να κυλήσει ικανό διάστημα, μέχρις ότου εκείνος προσηλωθεί πάνω της επίμονα και διεκδικητικά. Επιλέγει από ένστικτο, σαν κόμπρα, τη στιγμή που θα του ρίξει μία και μοναδική θανατηφόρα ματιά, λίγο πριν αποχωρήσει απ’ το σκηνικό. Ο άνδρας έχοντας περάσει την βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμά της να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχει ήδη θέσει τους κανόνες της. Εκείνη βασίλισσα στον θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία της. Το παιχνίδι συνεχίζεται με απανωτές πολλαπλές δοκιμασίες, μέχρι ν’ αποφασίσει εκείνη να δώσει το οριστικό τέλος. Αρνητικό για το πλήθος των θαυμαστών, θετικό για τον έναν και μοναδικό κατακτητή του απόρθητου κάστρου της. Η πραγματική γυναίκα πριν ταχθεί στο πλευρό του «άρχοντά» της, είναι πεπεισμένη ότι κάνει την ορθότερη επιλογή και δεν αλλάζει γνώμη σχεδόν ποτέ.
Η σιλουέτα της Χαράς, έλαμπε ακόμα μέσα στο μυαλό του, το περπάτημα εκείνο που σήκωνε την εύθραυστη μέση ψηλά, οι αστράγαλοι με το μικρό αλυσιδάκι που παιχνιδιάρικα την πήραν μακριά του. Μέχρι την Τετάρτη… την Τετάρτη που του φαινόταν τόσο απόμακρη… τόσο βασανιστικά στο βάθος του χρόνου. Αλλά όταν επιτέλους ήρθε αυτή η μέρα, ο γάμος τους απείχε μόνο ένα χρόνο, όσο δηλαδή τους καθυστέρησαν τα τυπικά!
Κοίταξε τον Παρασκευά που πάλι τσακωνόταν με ένα κλαδί στην άμμο. Του πέταξε ένα μικρό πετραδάκι και τον φώναξε, μόνο που το ζώο, έδειχνε να τον αγνοεί παντελώς. Χαμογέλασε και έμεινε να «χαζεύει» την παραλία και τα κύματα. Μπορεί η Χαρά να ερχόταν πάλι και να του έπιανε κουβέντα, να της ακούμπαγε ξανά το χέρι … να την δει άλλη μια φορά. Όμως η άδεια παραλία θα τον μελαγχολούσε και πάλι. Σηκώθηκε και πλησίασε την θάλασσα μέχρι που τα πόδια του βούλιαξαν στην βρεγμένη άμμο. Έβγαλε την ζώνη με το όπλο από την μέση του, τα παπούτσια και τις κάλτσες και βούτηξε φορώντας τα υπόλοιπα ρούχα του. Μέσα στο νερό έβλεπε θολά τον βυθό και του φάνηκε ελκυστικός με την θελκτικότητα που έπλεκε η τρέλα. Θέλησε να μείνει εκεί, με τα κελύφη από τα κοχύλια και τους πράσινους βράχους. Τα μικρά ποδαράκια που έβλεπε στην επιφάνεια του νερού, να χτυπούν την θάλασσα με τόσο αστείο τρόπο, τον έκαναν να συνέλθει. Ανέβηκε και είδε τον διαβολάκο του να τον έχει ακολουθήσει μέσα στα κύματα. Τον έπιασε από την μέση: «Μικρέ μου, δεν θα σε αφήσω…», του είπε βγάζοντάς τον έξω στα ρηχά. Εκείνος τον έγλυφε με την μικρή του γλώσσα, όπου μπορούσε και όπου έφτανε. Μέχρι που εκείνος ο πόνος, ο φριχτός αυτός, του τράνταξε τα στήθια. Γονάτισε στην άκρη της παραλίας προσπαθώντας να σφίξει το κεφάλι με τα χέρια, όταν η ακαταλαβίστικη φωνή ακούστηκε πάλι. Έπεσε στο πλάι και ένοιωσε κάτι σαν ηλεκτρισμό να τον διαπερνά. Είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί με αυτά τα συχνά περιστατικά, αλλά τώρα έπρεπε να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε στη βρεγμένη άμμο και προσπάθησε να προστατευτεί από τα νερά που πέταγε ο Παρασκευάς σαν στέγνωνε το κορμάκι του.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015


Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Δυό μέρες είχαν περάσει που ο Γιώργος δεν είχε ξεμυτίσει από το σπίτι. Η πιο μακρινή του βόλτα, ήταν όταν επισκέφτηκε τα υπόλοιπα διαμερίσματα, παραβιάζοντας σαν κανονικός διαρρήκτης τις πόρτες τους και ενεργώντας σαν εξερευνητής. Δεν ήξερε τι έψαχνε, αλλά η τάση αυτή του ερχόταν αυθόρμητα. Ο μικρός Παρασκευάς, έδειχνε ολοένα και καλύτερα, προσπαθούσε και τα κατάφερνε να στέκεται όρθιος στα πόδια του, αν και μερικές φορές του ήταν αρκετά κουραστικό, καθόταν στα πίσω πόδια και είχε ανασηκώσει την ουρά του. Το πρόβλημα βέβαια με τις αφοδεύσεις του, είχε αρχίσει να γίνεται βασανιστικό, αλλά ποιος θα έμενε για πολύ σε αυτό το σπίτι;
Σήμερα, αν δεν έκανε λάθος πρέπει να ήταν Σάββατο (όχι ότι είχε καμιά σημασία αυτό), θα πήγαινε σε μια μεγάλη γύρα της πόλης, παρέα φυσικά με τον Παρασκευά. Άνοιξε το ραδιόφωνο, ένα μικρό τρανζίστορ που βρήκε στο παράθυρο της κουζίνας και προσπάθησε να βρει κάτι. Πάντα ήλπιζε να ακούσει ανθρώπινη φωνή. Όμως το μόνο που ακουγόταν ήταν αυτά τα γνωστά παράσιτα, τον ήχο από τον θόρυβο του Μπιγκ Μπάγκ. Χαμογέλασε και έριξε μια ματιά προς το μικρό πλασματάκι, που τώρα στεκόταν στα πόδια του και προσπαθούσε να νικήσει ένα μαξιλάρι, με δαγκώματα και τινάγματα του κεφαλιού. Και η μάχη πρέπει να ήταν άγρια, αφού κάθε τόσο ακουγόταν κι ένα αδύναμο γαύγισμα. Κάθισε στην καρέκλα με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και άναψε τσιγάρο. Από την ώρα που βρήκε σύντροφο, αυτόν τον μικρό τετράποδο διαβολάκο, γέμισε με ελπίδα και η αισιοδοξία ξαναγύρισε στη καρδιά του. Έτριψε το πονεμένο του πλευρό και τράβηξε μια γερή γουλιά από τον καφέ του. Κάηκε και αναπήδησε στο κάθισμα. Το μάτι του έπεσε στο μικρό παράθυρο. Έξω το χιόνι είχε σταματήσει κι ένας λαμπρός ήλιος είχε κάνει την εμφάνιση του, προσπαθώντας να ζεστάνει τον αέρα. Από το χιόνι τόσων ημερών ο δρόμος είχε εξαφανιστεί, είχε γίνει ένα με το πεζοδρόμιο και γυάλιζε σαν καθρέφτης. Θα περπατούσε όσο πιο πολύ μπορούσε, θα άνοιγε με τον δικό του ξεχωριστό και άκρως άγαρμπο τρόπο, όσα καταστήματα γούσταρε και όποιο διαμέρισμα ήθελε. Περίεργο άτομο καθώς ήταν, θα εξερευνούσε κάθε σπιθαμή της πόλης που θα του προκαλούσε ενδιαφέρον. Μέχρι τώρα, δεν είχε ανακαλύψει κάτι το περίεργο ή κάτι που δεν ήξερε ή φανταζόταν, με μια μικρή μόνο εξαίρεση, εκείνες οι χαρτοπαικτικές ή ότι άλλο ήταν, λέσχες στο κέντρο. Εκείνα τα υπόγεια τα φανταζόταν, αλλά δεν είχε ποτέ του τέτοια εμπειρία. Ξανάβαλε το χέρι στα πλευρά του, τώρα τον πονούσαν λιγότερο και προσπάθησε να πάρει αργά, μια βαθιά ανάσα. Με χαρά είδε ότι στην ανάσα δεν πονούσε και τόσο. Η σκέψη του πήγε σε άλλα πράγματα. Αφού βρήκε το μικρό Μπίγκλ, σίγουρα θα υπήρχαν και άλλα έμβια όντα κάπου. Ίσως και άνθρωποι…
Έφερε στο μυαλό την εικόνα της οικογένειας του, τα παιδιά του, την Χαρά αλλά παράξενο πως και την … γιαγιά Τόνια. Άρχισαν να του λείπουν τα ουζάκια της και οι πολιτικοί τσακωμοί τους. Κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε με την σκέψη του και αποφάσισε να ψάξει για μια κουβέρτα να προστατέψει τον μόνιμα μαξιλαρομαχόμενο Παρασκευά του. Στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, βρήκε μια δέστρα μωρού, απ’ αυτές που φορούν συνήθως οι άντρες όταν ήθελαν να κάνουν επίδειξη των μωρών τους κι αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει. Το ζωντανό βέβαια δεν την δέχτηκε και με μεγάλη χαρά, αλλά στο τέλος υποτάχτηκε στην μοίρα του και βρέθηκε να κοιτά τον δρόμο, από το ύψος του στήθους του αφεντικού του.
Το χιόνι είχε κλείσει σχεδόν όλους τους δρόμους, όπου κι αν έριχνε την ματιά του, άσφαλτος δεν υπήρχε, αλλά ο ήλιος έδινε ελπίδες με την ζέστη του. Προσπάθησε να περπατήσει  κρατώντας την ισορροπία του από τα φανάρια και τους στύλους των πινακίδων των καταστημάτων. Τώρα είχε ευθύνη και απέναντι στο μουτράκι εκείνο που πρόβαλε φοβισμένο από την δέστρα του στήθους. Δηλαδή, στην αρχή ήταν φοβισμένο, μετά περίεργο και στο τέλος ανυπόμονο. Κατέβηκε όλη την Ιπποκράτους με τα πόδια και έφτασε στην Ακαδημίας προσπαθώντας να αποφασίσει προς τα πού να πάει. «Άντε μικρό μου και μόλις ανοίξει ο καιρός, θα πάμε μακρινό ταξίδι, αν έχω μέχρι τότε κατορθώσει να οδηγώ καλά βέβαια», είπε στο μικρό πλασματάκι που γύρναγε το κεφάλι στο πλάι λες και καταλάβαινε. Ο ήχος που ακούστηκε, τον έκανε να γυρίσει απότομα το κεφάλι και τον πόνεσε το σβέρκο, αλλά και τα πιασμένα του πλευρά. Κάτι μεταλλικό στο βάθος του δρόμου, κάτι απότομο και κοφτό. Μετά την ανεύρεση του Παρασκευά, πάντα ήλπιζε ότι θα έβρισκε και κάποιον άνθρωπο. Τάχυνε όσο μπορούσε το βήμα του, κρατήθηκε από την κολώνα ενός φαρμακείου να μην πέσει για να ανακαλύψει ότι ο θόρυβος προερχόταν από μια μικρή στέγη ενός κιοσκιού με εφημερίδες που μην αντέχοντας το βάρος του χιονιού, είχε καταρρεύσει στο πεζοδρόμιο. Γέλασε αμήχανα και από συνήθεια κοίταξε γύρω του μην είχε γίνει ρεζίλι. Αλλά ρεζίλι, σε ποιόν; Αυτή η σκέψη τον έκανε να γελάσει πιο δυνατά και χάιδεψε τα μεγάλα αυτιά του συντρόφου του. «Έχει τα καλά της και η μοναξιά…» σκέφτηκε.
Αποφάσισε να πάει τελικά προς τα Εξάρχεια, ένα μέρος που πάντα του άρεσε και τον τραβούσε. Ξαναπήρε τον ανηφορικό δρόμο, αλλά τώρα ανέβαινε την παράλληλη Ασκληπιού. Ποτέ δεν ήθελε να παίρνει τον ίδιο δρόμο δυό φορές. Η πλατεία ήταν ολόλευκη και τα παρατημένα καθίσματα και τραπεζάκια, είχαν «μαζέψει» πάνω από πέντε πόντους χιόνι. Γέλασε όταν είδε ποτήρια με καφέ και πάγο, έτοιμα για … κατανάλωση.
Κάθισε στο εσωτερικό της καφετέριας που συνήθιζε να πηγαίνει παλιά. Άφησε τον Παρασκευά ελεύθερο να τριγυρίζει πάνω στην παχιά μοκέτα και να περιεργάζεται με μανία τα έπιπλα και τις γωνίες με την μύτη και τα μπροστινά του πόδια. Δεν παρέλειπε βέβαια να αφήνει και μικρές σταγόνες από την παρουσία του τριγύρω, σε κάθε σημείο που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Όρμησε σε ένα τραπεζάκι και προσπαθούσε να πηδήξει, να πιάσει εκείνο το παρατημένο τοστ, που η μυρουδιά του ζαμπόν τον είχε τρελάνει. Ο Γιώργος πήγε μέσα από την μπάρα και έφτιαξε ένα καφέ παγωμένο. Άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να τον απολαύσει, διασκεδάζοντας με τα καμώματα του μικρού του «φίλου». Η φωνή μέσα στο κεφάλι του, τον τάραξε για άλλη μια φορά, αλλά πάλι δεν κατάλαβε τα λόγια που νόμιζε ότι άκουγε. Η ζέστη μέσα στο μαγαζί τον έκανε να χαλαρώσει και άπλωσε τα πόδια πάνω σε μια καρέκλα που τράβηξε σιμά του. «Αυτό είναι ζωή…», σκέφτηκε ρουφώντας το τσιγαράκι του. Γέλασε σαν ο Παρασκευάς στην προσπάθειά του να πιάσει εκείνο το τοστ, πήρε μια μεγαλόπρεπη τούμπα και έσκασε με το κεφάλι στο πάτωμα. Σηκώθηκε αστραπιαία, γρύλισε λίγο σαν να έκλαιγε και όρμησε πάλι στο τραπεζάκι, ανεβαίνοντας με κόπο στην πιο κοντινή καρέκλα. «Πρέπει να είναι περίπου δυό μηνών…», συλλογίστηκε, μαντεύοντας, αφού οι γνώσεις του για τα σκυλιά ήταν πολύ φτωχές. Σε λίγο ο μικρός ζωηρός διαβολάκος, πήγε κοντά του και έκατσε στα πίσω του πόδια και τον κοίταγε σαν να τον παρακαλούσε. Σηκώθηκε και τον χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι, πήγε έπιασε το τοστ και το σήκωσε ψηλά, σε σημείο  όμως που να μπορούσε με ένα πήδημα το σκυλί, να το πιάσει. Εκείνο κούνησε την ουρά του με τόση δύναμη που κουνιόταν και το πίσω μέρος του σώματος, έδωσε ένα σάλτο και άρπαξε  τον νόστιμο μεζέ. Αδιαφόρησε για το «αφεντικό» του και έπεσε με τα μούτρα στο ζαμπόν και το τυρί. Ούτε ματιά δεν έριξε ολόγυρα, όλη του η έννοια ήταν εκείνο το θεσπέσιο τοστ.
Η ώρα είχε περάσει και ο ήλιος μεσουράνησε, η «φωτιά» του είχε λιώσει κάποια λίγα χιόνια και τώρα νερό έτρεχε από τα πεζοδρόμια, κάνοντας την στρογγυλή πλατεία με τους πράσινους φανοστάτες της, ένα μικρό βάλτο. Άντρας και σκυλάκι, ξαναπήραν τους δρόμους. Ο ένας μπροστά και το άλλο πίσω του να κοιτάζει όλα αυτά τα παράξενα που πρωτοέβλεπε. Ο Γιώργος επίτηδες το άφησε να περπατήσει για λίγο μέχρι που το είδε να σηκώνει ψηλά τα πόδια του, σε αφύσικο περπάτημα, δείγμα ότι είχε αρχίσει να κρυώνει. Η πάνινη θήκη στο στήθος του φίλου του, πρόσφερε ξανά την ζεστασιά του και φυσικά καλύτερη θέα του κόσμου. Στριφογύριζε το κεφάλι τόσο γρήγορα που τα μεγάλα αυτιά πέταγαν στον αέρα σαν μικρού αεροπλάνου, μετά πιο αργά και στο τέλος εκείνη η γλυκιά νύστα τον έκανε να ησυχάσει.
Όπου υπήρχε ήλιος το κρύο ήταν ανεκτό, μέχρι  που ίδρωνε. Όπου όμως σκιαζόταν το μέρος ο Γιώργος τουρτούριζε και συνέχεια ανησυχούσε για τον μικρό διαβολάκο του. Βρήκε ένα κατάστημα που πουλούσε είδη για κατοικίδια και έψαξε κάτι για την προστασία από το κρύο. Ένα κόκκινο σκυλοπαλτουδάκι στο πάνω ράφι, ήταν στα μέτρα του Παρασκευά. Το πήρε και άρχισε μια σωστή μάχη με το ζώο για να του το φορέσει. Δαγκώματα και νυχιές, τινάγματα και στριφογυρίσματα στον αέρα ήταν η αναμενόμενη άμυνα. Όμως στο τέλος η επιμονή του ανθρώπου υπερίσχυσε και ένα πανέμορφο ζωάκι, απορημένο και κουρασμένο από τον προηγούμενο πόλεμο, περπατούσε τώρα δίπλα του, σταματώντας κάθε λίγο να ξυστεί. «Κουκλί μου εσύ!», του φώναξε και γέλασε. «Κουκλάκι ζωγραφιστό είσαι μικρόβιο…», συνέχισε και περίμενε λες και θα του απαντούσε. Βγήκαν στον δρόμο και βήμα το βήμα, χαζεύοντας την απόλυτα δική τους  πόλη, έφτασαν στην φαρδιά  λεωφόρο. Βρήκε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και τον έπιασε η επιθυμία να οδηγήσει. Πως αλλιώς θα μάθαινε εξάλλου; Μπήκε και κάθισε πίσω από το τιμόνι, έβαλε τον φίλο του ασυναίσθητα στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησε σπινάροντας τους πίσω τροχούς. Τα αυτοκίνητο γλίστρησε πάνω στον πάγο και το χιόνι, όμως ψύχραιμα το επανέφερε και τράβηξε το πόδι του από το γκάζι. Μούγκρισε για λίγο το όχημα, είχε κάνει λάθος με τις ταχύτητες και  αφέθηκε σε μια διαδρομή πολύ πιο ήρεμη απ’ αυτή που είχε ονειρευτεί ο οδηγός του. Άργησε αρκετά να φτάσει στον Χολαργό, ξανά στο σπίτι του, αλλά τι σημασία είχε τώρα πια η ώρα; Το σχολείο των παιδιών εξακολουθούσε να είναι έρημο και σιωπηλό, το χιόνι δεν είχε κανένα ίχνος  ανθρώπου πάνω του και δεν έκανε τον κόπο ούτε να ρίξει δεύτερη ματιά. Έφτασε στο σπίτι και άφησε τον Παρασκευά να μπει πρώτος στο διαμέρισμα, λες και ήθελε να κάνει έκπληξη στα παιδιά του, που πολύ καιρό λαχταρούσαν ένα κουταβάκι. Κι εκείνο, μπήκε, έριξε πίσω μια ματιά στο αφεντικό του σαν να ζητούσε άδεια, όρμησε κατευθείαν στην κουζίνα, (είχε ξεχάσει το σαλάμι έξω από το ψυγείο όταν είχα φύγει) και κατούρησε όπου βρήκε, χωρίς ο Γιώργος να του κάνει παρατήρηση, αφού δεν είχε καμιά σημασία πια. Το έρημο σπίτι του έφερνε αναμνήσεις και ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό. Πήγε στο δωμάτιο των κοριτσιών του και στάθηκε μπροστά στα δυό κρεβάτια που ακόμα (νόμιζε ότι…) μύριζαν την μυρουδιά τους. Άπλωσε το χέρι και πήρε ένα μάτσο φωτογραφίες από το δεύτερο ράφι, δίπλα στην μεγάλη ντουλάπα. Τις χάιδεψε και σκούπισε κάποιο δάκρυ που έφυγε από τις κόγχες των ματιών του. Η Τόνια του ήταν σαν να τον κοίταγε κατευθείαν στα μάτια, ενώ η μικρή του Μαίρη… «ναι…», σκέφτηκε χαμογελώντας, «… η Μαίρη μου μοιάζει απίστευτα στον Παρασκευά, μόνο τα δικά της την νοιάζουν…», πρόσεξε να μην πει «την ένοιαζαν», και κάθισε πάνω στα στρωσίδια. Ο μικρός διαβολάκος πρέπει να μασουλούσε το σαλάμι, γιατί κάθε τόσο ακούγονταν από την μεριά της κουζίνας γρυλίσματα και αγκομαχητά από προσπάθειες.
Μπήκε στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα και αντίκρισε το διπλό  κρεβάτι με τα σεντόνια και τις κουβέρτες αναστατωμένες, όπως τα είχε αφήσει. Κάτι τον έπιασε και θέλησε να ξεκουραστεί για λίγο. Ξάπλωσε και έτσι ξαπλωμένος, άναψε τσιγάρο κοιτώντας το ταβάνι, όπως τόσες φορές το είχε κάνει στο παρελθόν. Ο καπνός ανέβαινε ίσια πάνω, λίγο γαλαζωπός, λίγο γκρίζος για να διαλυθεί λίγα μέτρα μακριά από την καύτρα.  Ο Παρασκευάς εξακολουθούσε να κάνει θόρυβο και νόμιζε, του ήρθε δηλαδή στο μυαλό μια εικόνα της παλιάς κατάστασης, τότε που η Χαρά ετοίμαζε πρωινό με τον καφέ αχνίζοντας να του «παίρνει» την μύτη. Αφέθηκε σε ένα κλάμα με λυγμούς, με τραντάγματα αδυσώπητα σκληρό. Ένιωσε αφόρητο πόνο στο στήθος και παρακάλεσε τον Θεό, για ένα έμφραγμα. Δεν το εννοούσε βέβαια, αλλά τον είχε τυλίξει η απελπισία πια. Πέταξε το τσιγάρο πάνω στο χαλί του υπνοδωματίου κι άκουσε το τσίριγμα από το κάψιμο του χαλιού. Ένοιωθε μόνος και προδομένος. Προδομένος; Ναι, έτσι είχε μέσα του αυτήν την … έλλειψη. Ούτε καν σκούπισε τα δάκρυα που τώρα κυλούσαν ασταμάτητα από τα μάτια και είχαν μουσκέψει το μαξιλάρι. Μόνο σκεφτόταν και σκεφτόταν, μέχρι που εκείνος ο πόνος, σαν κάψιμο αυτή τη φορά, επανήλθε στο στήθος του με πολύ μεγάλη ένταση. Πήρε βαθιά ανάσα και την κράτησε, σε μια προσπάθεια να τον ηρεμίσει. Μετά από λίγο, όλα, σωματικά τουλάχιστον, ήταν καλά. Στην πόρτα του δωματίου, φάνηκαν τα δυό μεγάλα κανελί αυτιά να πετάγονται δεξιά και αριστερά, σε μια προσπάθεια να ισορροπήσουν το μικρό σώμα του λιχουδιάρικου τετράποδου. Ο Παρασκευάς μπήκε με φόρα στο δωμάτιο και αν δεν ήταν το χαλί, σίγουρα θα είχε γλιστρήσει , με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Πλησίασε τον Γιώργο και του έδωσε αυτό που κρατούσε στο μικρό του στόμα. Ένα σαλάμι ολόκληρο, μισομασουλημένο, που το δίχτυ του είχε γίνει εφιάλτης και βάσανο. Ζητούσε βοήθεια και μάλιστα την ζητούσε την καταλληλότερη στιγμή. Ο άντρας δεν μπορούσε παρά να ξεχάσει τα όνειρα και να χαμογελάσει σε αυτήν την αστεία απαίτηση του «μικρόβιού» του. Καθάρισε το κρέας και το έδωσε, τον χάιδεψε κάτι που το ζωντανό ούτε το κατάλαβε και σηκώθηκε να κάνει ένα μπάνιο. «Να είσαι καλά μικρέ μου διαβολάκο, να είσαι καλά … σύντροφε», είπε καθώς απομακρυνόταν.
Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το βουνό του Αιγάλεω και η νύχτα ξάστερη, αλαζονικά, επιδείκνυε τα μυριάδες άστρα της και την μυστικότητά της. Ο αέρας είχε γίνει πολύ κρύος, σχεδόν παγωμένος, αναγκάζοντας τον Γιώργο να κλειστεί κυριολεκτικά μέσα στο σπίτι. Το γνωστό πρόβλημα με την μπαλκονόπορτα που δεν έκλεινε αρκετά καλά, ήξερε να το τακτοποιεί, εξάλλου τόσα χρόνια είχε μείνει σε αυτό το σπίτι και αγκαλιάζοντας τον μικρό του φίλο, αποφάσισε να απολαύσει την άνεση της αγαπημένης του πολυθρόνας. Άνοιξε το χαζοκούτι και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος εικόνας. Πήρε ένα βιβλίο από την αρκετά μεγάλη βιβλιοθήκη και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Δεν το είχε διαλέξει, τυχαία το έπιασε και τον ξάφνιασε ο τίτλος: «Η μυστηριώδης νήσος» του Ιούλιου Βερν. Το θυμήθηκε, το είχε διαβάσει μικρός και τον είχε συνεπάρει η πλοκή. Έτσι αποφάσισε να το ξαναδιαβάσει. Η ιστορία έμοιαζε με την δική του, αφού αναφερόταν σε πέντε άντρες που είχαν ναυαγήσει σε ένα έρημο νησί του Ειρηνικού. Κάπως σαν και τον ίδιο δηλαδή, χωρίς έναν άνθρωπο τριγύρω, χωρίς μια υποστήριξη έξω από αυτά που προσέφερε η φύση και γεννούσε το ανθρώπινο μυαλό. Το ξεφύλλισε και οι ασπρόμαυρες εικόνες, εκείνες οι χαρακτηριστικές εικόνες με τις πολλές γραμμές, του έφεραν παράξενα συναισθήματα, όχι στο νου, αλλά στην ψυχή του. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του, ένα τίναγμα της μνήμης ήταν ικανό να τον αφήσει ακίνητο για αρκετή ώρα, απλώς χαϊδεύοντας το κοιμισμένο πια στους μηρούς του Παρασκευά. Άνοιξε το βιβλίο από την πρώτη σελίδα και άρχισε να μεταφέρεται σιγά σιγά σε εκείνο το νησί, να συναντάει τον Κύρο Σμιθ, τον Γεδεών Σπίλετ, τον ναυτικό Πένκροφτ, τον Ναμπ και τον Χάρμπερτ Μπράουν, αλλά και τον πλοίαρχο Νέμο. Ξανάμαθε πως άναβαν φωτιά από το τίποτα, πως έφτιαξαν γυαλί από το χώμα και τόσα άλλα πράγματα, που για την εποχή που γράφτηκε, ήταν τόσο πρωτοπόρα και … με μεγάλη φαντασία. Σκεπάστηκε με μια κουβέρτα, χαμογέλασε με το χλιαρό ροχαλητό του «φίλου» του και συνέχισε το διάβασμα. Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου, τον ενόχλησαν και κοίταξε έξω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας. Είχε ξημερώσει χωρίς να το καταλάβει και ο διαβολάκος δεν είχε ανοίξει τα μάτια του, ούτε στιγμή. Όπως έπεσε κουλουριασμένος, έτσι ήταν και τώρα. Ο Γιώργος κατάλαβε ότι τα πόδια του είχαν πιαστεί, από τις τόσες ώρες ακινησίας και θέλησε να τα τρίψει, αλλά φοβόταν, λυπόταν πιο σωστά να ξυπνήσει τον Παρασκευά του. Καταλάβαινε ότι έκανε λάθος που δεν είχε κοιμηθεί, γιατί και να ήθελε τώρα, αν ξυπνούσε το «μικρόβιο», θα ήταν πολύ δύσκολο. Έκλεισε τα μάτια και αποφάσισε να ξεκουραστεί για λίγο, όσο προλάβαινε.
Στάθηκε τυχερός αφού πέρασε κάπου μισή ώρα, πριν αισθανθεί την ζεστή γλωσσούλα να του γλύφει την μύτη και τα γένια στα μάγουλα. Γένια; Συνειδητοποίησε ότι τα γένια του είχαν μακρύνει αρκετά, αλλά δεν του γεννήθηκε καμιά επιθυμία να ξυριστεί. Δεν έβρισκε τον λόγο άλλωστε. Ίσως λίγο για την φαγούρα κάτω από το πηγούνι. Η μικρή μουσούδα με την γυαλιστερή και υγρή μύτη, είχε κολλήσει στο πρόσωπό του και τα μελαγχολικά μάτια, τον διαπερνούσαν με το αθώο τους βλέμμα. Βρήκε δύναμη να σηκωθεί μα πιο πολύ ν’ απαγκιστρωθεί από κείνα τα ματάκια. Το νερό στο πρόσωπο, κρύο και κρυστάλλινο τον έκανε να νιώσει καλύτερα και να καταπολεμήσει την νύστα του. Παρατήρησε τις μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια και τις ρυτίδες στο πλάι. Με τα δάχτυλα τράβηξε το δέρμα να τις ισιώσει και όπως και με το χτένισμα δεν βρήκε λόγο ν’ αρέσει, αφού κανείς δεν θα υπήρχε να τον δει. Αγκάλιασε τον μικρό του φίλο και κατέβηκε στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, έτοιμος για την εξερεύνηση που τόσο καιρό ονειρευόταν.
«Άντε μπέμπη … πάμε να βγάλουμε το … ψωμί μας τώρα» και γέλασε τρίβοντας τα χέρια να τα ζεστάνει.

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Πονούσαν τα πλευρά του πολύ και μια ζάλη τον έκανε να συμπεριφέρεται σαν μεθυσμένος. Ότι και να ήταν όμως δεν μπορεί να έκανε λάθος για τον θόρυβο που άκουσε. Ένας μικρός ανεπαίσθητος θόρυβος κάπου κοντά του, ή νόμιζε κοντά του. Η απελπισία αλλά και η λαχτάρα του, τον έκαναν να σηκωθεί όρθιος και να στηριχτεί στον τοίχο του μικρού διαδρόμου. Η φωνή μέσα στο κεφάλι, ακούστηκε πάλι με εκείνα τα λόγια που ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει και έπιασε με το ένα χέρι τα μαλλιά του σαν να τα ίσιωνε. Ξανάκουσε εκείνο τον «λεπτό», σιγανό θόρυβο και επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις να το ψάξει. Η μοναξιά του τον έκανε να βρει το κουράγιο που χρειαζόταν αν και τα πλευρά του τον βασάνιζαν με σουβλιές. Έκανε δυό το πολύ τρία βήματα, όταν μια δυνατή λάμψη τον τύφλωσε, λες και κάποιο φως είχε ανάψει μέσα στο κεφάλι του.  Η λάμψη αυτή, πήγαινε πότε από το ένα στο άλλο μάτι κι αυτό συνέβη τρεις με τέσσερις φορές. Φοβήθηκε μήπως τυφλωνόταν, μήπως είχε χτυπήσει στο κεφάλι και τα έτριψε. Η τύφλωση ευτυχώς κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα και η όραση επανήλθε στο κανονικό. Μπήκε και στα δύο δωμάτια του μικρού διαμερίσματος, ψάχνοντας όσο πιο εξονυχιστικά μπορούσε τους χώρους. Άκουσε και πάλι εκείνον τον θόρυβο, ίσως λίγο πιο δυνατά τώρα, κάτι μεταξύ γρατσουνίσματος και χτύπου. Πήρε θάρρος γιατί δεν ήταν επαναλαμβανόμενος με την ίδια συχνότητα, ούτε με την ίδια ένταση. Απέκλεισε λοιπόν να ήταν χτύπος από κάποιο μηχάνημα, αλλά μέχρι να αποδειχτεί ότι προερχόταν από έμβιο ον, η απόσταση ήταν μεγάλη. Τότε πρόσεξε, αφού προσπάθησε να αφουγκραστεί όσο καλύτερα μπορούσε, ότι κάτι σαν αέρας που έβγαινε από μικρό στόμιο ακουγόταν όλο και πιο αργά. Σήκωσε το κεφάλι και μύρισε τον αέρα. Φοβήθηκε για διαρροή γκαζιού, αλλά δεν εντόπισε τίποτα. Η αδρεναλίνη του έφτασε στα ύψη όταν άκουσε ξανά τον ήχο να θυμίζει γρατζούνισμα αχνό. Έπεσε στα γόνατα, είχε την εντύπωση ότι ερχόταν από κει και κόλλησε το αυτί του στο μωσαϊκό σαν βεντούζα. Ο θόρυβος ακουγόταν τώρα πιο … ζωντανός. Άρχισε να χτυπάει το πάτωμα με τις παλάμες ανοικτές μέχρι που ο πόνος τον ανάγκασε να σταματήσει. Κόλλησε ξανά το αυτί και προσπάθησε να εστιάσει σε κάποιο σημείο, να προσδιορίσει την κατεύθυνση. Σαν να ακουγόταν κάπως πιο δυνατά τώρα.
-«Κάνε Θεέ μου μην είναι κάποιος σωλήνας σπασμένος, κάποιο παράθυρο στο υπόγειο ή ….», δεν ήξερε τι άλλο να υποθέσει  στην μουρμούρα του. Δεν τόλμησε να παρακαλέσει για άνθρωπο ή ζώο ή οτιδήποτε ζωντανό ον. Η μοιρολατρία του τον είχε νικήσει και αντίθετα από την ακοή του, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν αυτό που φανταζόταν. Αλλά η παρόρμηση έρχεται από την καρδιά και όχι από την λογική. Βγήκε από το διαμέρισμα και κατέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο με την μεγάλη μεταλλική πόρτα. Τράβηξε με λαχτάρα τον σύρτη που την ασφάλιζε και τον έπνιξε η οσμή του πετρελαίου. Ο λέβητας λειτουργούσε σαν να μην είχε περάσει ούτε μια στιγμή από την ημέρα που χάθηκαν οι άνθρωποι και ένα συνεχές βουητό ακουγόταν σαν βόμβος σε όλο τον χώρο. Ήξερε, ήταν πεπεισμένος ότι αυτό που είχε ακούσει, δεν ήταν αυτός ο ήχος, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό. Δεν μπορεί να ήταν αυτό, γιατί δεν είχε συνέχεια και τακτή επανάληψη. Παραμέρισε κάτι καδρόνια που του έκλειναν τον διάδρομο και άρχισε να ψάχνει παντού, πάνω κάτω στα ράφια του τοίχου, πίσω από βαρέλια και κούτες παρατημένες και ξεσκισμένες από την υγρασία και την πολυκαιρία, κάτω από καρπέτα λερά και παλιά, παρατημένα από καιρό εκεί. Άνοιξε σακούλες, άνοιξε κιβώτια ξύλινα, ξέσκισε πανιά που κρέμονταν για άγνωστο λόγο από το ταβάνι της αποθήκης, αλλά μάταια. Τίποτα ζωντανό. Ευχήθηκε να δει έστω και μια κατσαρίδα που τόσο σιχαινόταν, μόνο να ήταν ζωντανή και να σάλευε. Κι όμως ο ήχος ξανακούστηκε και παράθυρο δεν υπήρχε να χτυπά αφού ο χώρος ήταν υπόγειος. Κάθισε σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο και βάλθηκε να κοιτάζει τα παπούτσια του, ενώ ο πόνος στο δεξί του χέρι, λες και κάτι του τρύπαγε την σάρκα, άρχισε να τον ενοχλεί και πάλι. Το ίδιο και τα πλευρά του. Έτριψε πάνω από τα ρούχα το πονεμένο μέρος και προσπάθησε ν’ ανάψει τσιγάρο. «Τελικά μου φαίνεται πρέπει να το χωνέψω…», σκέφτηκε κοιτώντας από κοντά την καύτρα του  τσαλακωμένου τσιγάρου στο χέρι. «… αιτία κι αιτιατό μαζί, παρόν και μέλλον; Μόνος;», συνέχισε και φύσηξε την στάχτη για να λάμψει περισσότερο. Κι όμως άκουγε ακόμα κάπου κάπου τον ίδιο θόρυβο και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του, ότι δεν ήταν κάτι μηχανικό. Δεν είχε όμως το κουράγιο, ψυχολογικά πεσμένος, να ψάξει πιο πολύ. Έκανε ησυχία ακόμα και από τις σκέψεις του, μήπως και εντοπίσει κάτι. Μάταια! Ο ήχος, ναι μεν συνεχιζόταν σαν πριν, όμως πολύ πιο αργός και χαμηλός, λες και κάποια μπαταρία να άδειαζε. Χαμογέλασε σκεπτόμενος ότι κάποιο παιχνίδι θα ήταν που έπνεε τα λοίσθια κι αυτός το είχε καταντήσει το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του.
Σηκώθηκε να φύγει από κει, αφού οι άκαρπες προσπάθειες του, τον είχαν κάνει να αισθανθεί δυσφορία. Ήταν κι αυτή η απαίσια μυρωδιά του πετρελαίου που προκαλούσε μια αναστάτωση στο στομάχι. Έφτασε στην πόρτα και έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του. Με την άκρη του ματιού, έπιασε ή τουλάχιστον νόμισε ότι έπιασε μια μικρή, ανεπαίσθητη κίνηση στο πάτωμα. Η καρδιά του αναπήδησε μες τα στήθια και νόμισε πως κάτι του έσφιξε τα μελίγγια. Γύρισε γρήγορα εκεί που στεκόταν προηγουμένως και έσκυψε πίσω από το μεγάλο κασόνι. Το είχε ξανακάνει και δεν είχε βρει τίποτα μα τώρα ήλπιζε. Η ματιά του δεν συνάντησε τίποτα έξω από το σκοτεινό λερωμένο με σκόνη πάτωμα. Τώρα όμως, μόλις τα μάτια συνήθισαν στην εικόνα, του φάνηκε ότι διέκρινε κάτι μικρά σημάδια, σαν κάποιος ή κάτι είχε ενοχλήσει την ακινησία της σκόνης. Αναγκάστηκε να χωθεί όλος ανάμεσα στα βαριά κασόνια που ένας Θεός ξέρει τι περιείχαν. Σε ένα καρφί έσκισε το μανίκι και ο πόνος στα πλευρά ήταν τόσο οξύς που του κόπηκε η ανάσα. Έβαλε το χέρι σε κάθε κενό που έβρισκε και ψηλαφούσε σχολαστικά. Στην τέταρτη προσπάθεια, η αφή του τον ειδοποίησε για κάτι μαλακό, απαλό και … ζωντανό! Κράτησε την ανάσα προσπαθώντας να ηρεμίσει, οι σφίξεις της καρδιάς πρέπει να είχαν φτάσει στο μέγιστο, έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε μετά από λίγο, να βγάλει αυτό είχε πιάσει. Έτρεμε και βιαζόταν, αλλά η λογική του έλεγε να κάνει αργά και απαλά.
Γεμάτα τσίμπλες, μισόκλειστα και κόκκινα, αυτά τα μικρά ματάκια δεν θα μπορούσαν να τον δουν καλά. Με μια στεγνή μυτούλα, λερωμένο και πάνω από όλα σε μεγάλο βαθμό εξασθενισμένο το μουτράκι που αντίκριζε μπροστά του, μες την χούφτα του δεξιού του χεριού, ήταν ότι συγκλονιστικότερο μπορούσε να του συμβεί. Ένα νεογέννητο σκυλάκι, παρατημένο τόσες μέρες από την μητρική φροντίδα, ακροβατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου. Ο Γιώργος δεν ήξερε πως φερθεί, δεν ήξερε τι ένοιωθε έξω από την χαρά του. Κάτι ζωντανό στα χέρια του, κάτι που «ζούσε» και υπήρχε εκτός απ’ αυτόν στον πλανήτη. Το χάιδεψε και του ήρθε να το φιλήσει. Όπως το σήκωσε, το κεφάλι του μικρού σκυλιού, έγειρε στο πλάι σαν να ήταν ψόφιο. Η καρδούλα του όμως χτυπούσε αν και αδύναμα, χτυπούσε, τα μάτια του σάλεψαν και η ανάσα του, βγήκε ζεστή από το μικρό του στοματάκι.
Το έβαλε μέσα στο μπουφάν, τόσο μικρό ήταν που χώραγε και πήγε πίσω στο διαμέρισμα. Πέταξε από τα ντουλάπια ότι υπήρχε μέχρι που ανακάλυψε ένα κουτί με συμπυκνωμένο γάλα. Βλέποντας την Χαρά να ετοιμάζει για τα παιδιά, καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει. Δεν είχε βέβαια μπιμπερό και έτσι προσπάθησε να ταΐσει το μικρό πλασματάκι με ένα κουταλάκι και μεγάλη προσπάθεια. Επιστράτευσε όλες τις περί σκύλων γνώσεις του και κατάλαβε πως το Μπιγκλάκι, γιατί ένα τέτοιο ήταν, βρισκόταν μόλις ένα βήμα από τον θάνατο. Το τύλιξε σε μια πετσέτα για να το κρατήσει ζεστό και χάρηκε όταν η μικρή γλωσσούλα άρχισε να γλύφει το γάλα. Νόμισε ότι θα μπορούσε να το επαναφέρει, ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα γι αυτό και θυμήθηκε ότι έπρεπε να το ταΐζει κάθε δέκα λεπτά. Αλλά είχε και κάτι καλύτερο να κάνει; Μόνο να νοιάζεται και για κάποιον ή πιο σωστά για κάτι άλλο.
Το μικρό ζωάκι δεν είχε και πολύ δύναμη να συνεχίσει για πολύ ώρα αυτό που έκανε. Ο Γιώργος επέμενε λες και ήταν παιδί του, λες και ήταν η Τόνια του η εκείνο το μικρό ζιζάνιο η Μαιρούλα του. Με αυτήν την σκέψη η καρδιά του σφίχτηκε. Σκέφτηκε μήπως έπρεπε να επιστρέψει σπίτι του, να ξαναψάξει, ειδικά τώρα που κατάλαβε ότι και άλλα έμβια πρέπει να είχαν επιζήσει(;), απομείνει. Το ζωντανό πάντως που κρατούσε στο χέρι, έδειξε να παραδίνεται σε ύπνο, τα ματάκια του έκλεισαν και γύριζαν πίσω από τα βλέφαρα. Το άφησε να ηρεμίσει. Έτσι κι αλλιώς οι επόμενες ώρες ίσως και οι πρώτες επόμενες μέρες ήταν κρίσιμες και σίγουρα θα ήταν κουραστικές. Έκλεισε κι εκείνος τα μάτια και προσπάθησε να βολευτεί, εκεί , στο πάτωμα κρατώντας πάντα το μικρό σκυλί στην αγκαλιά του. Η άγνωστη φωνή, εκείνη η ακαταλαβίστικη, ξανακούστηκε μέσα στο κεφάλι του, όπως και ο πόνος στα πλευρά του που είχε την εικόνα του κεραυνού. Θα ξυπνούσε πολλές φορές εκείνες τις ώρες, θα τάιζε την «ελπίδα» του, θα την χάιδευε, θα προσπαθούσε να την κρατήσει ζεστή… και όπου θα έβγαζε…
Πρέπει να ήταν μεσημέρι όταν ξύπνησε και η πρώτη ματιά του έπεσε στη μικρή μουσούδα στην παλάμη του. Η ζεστή ανάσα, αν και αδύναμη, τον γέμισε χαρά κι ελπίδα. Τάισε το μικρό στοματάκι για πολλοστή φορά και του φάνηκε, (ή ήθελε να είναι έτσι), ότι η μικρή γλωσσούλα ήταν πιο ζωηρή τώρα. Χαμογέλασε σαν μάνα που βλέπει το μωρό της να τρώει. Ασυναίσθητα το χάιδεψε και έσκυψε φιλώντας το. Τα μικρά ματάκια άνοιξαν και τον κοίταξαν. Πρέπει να ήταν ότι πιο γλυκό και ενθαρρυντικό μπορούσε να νοιώσει. Δάκρυσε και ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο, προκαλώντας τον αφόρητο πόνο στα πλευρά του. Το εύθραυστο πλασματάκι, προτίμησε τον ύπνο ξανά παρά τα χάδια του Γιώργου και τις ευαισθησίες του. Κι όμως η μικρή του γλώσσα εξακολουθούσε να γλύφει το κουτάλι με το γάλα. Γέλασε και το έξυσε πίσω από τα αυτιά και το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Το έβαλε μέσα σε ένα καλάθι που βρήκε και το σκέπασε με μια λεπτή κουβέρτα, δεν του άρεσε το τρέμουλο που είχε πιάσει το σωματάκι του. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο. Βρήκε καφέ και λίγες φρυγανιές σε ένα ντουλάπι, βρήκε και λίγο χυμό πορτοκαλιού και… ανακάλυψε ότι πείναγε πολύ. Έριξε μια ματιά στο καλάθι και όταν διαπίστωσε ότι η κουβερτούλα ανεβοκατέβαινε ρυθμικά, ησύχασε και απόλαυσε το μεσημεριάτικο … πρωινό του.
Θέλησε να βγει στον δρόμο, είχε πέσει ο ήλιος πια και τα φώτα των δρόμων έφεγγαν αχνά, αλλά η κατάσταση του Παρασκευά, αυτό το όνομα είχε δώσει στο πλασματάκι του από τον Ροβινσώνα Κρούσο,  δεν τον άφηνε να ξεκολλήσει από δίπλα του. Και φυσικά το μικρό ζώο, δεν μπορούσε να βγει στο κρύο. Και τι κρύο! Το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει ούτε στιγμή. Και μέσα από το παράθυρο με την θολούρα των χνώτων να … συννεφιάζουν την όραση, το τοπίο φαινόταν εφιαλτικό. Κάθισε στην βαθιά πολυθρόνα στο σαλόνι και είδε ένα έργο στο cd player. Το σκυλάκι είχε τα μάτια του κλειστά πάνω στην κοιλιά του και τον ζέσταινε. Του φάνηκε να κουνά το μικρό κεφάλι με εκείνα τα δυσανάλογα μεγάλα αυτιά του… σαν να τον ευχαριστούσε. Ο πόνος στα πλευρά, τον «έκοψε» στα δύο και εκείνη η φωνή, πλημμύριζε με ακατανόητες λέξεις το κρανίο.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα και με το δεξί του χέρι πιασμένο από την στάση που είχε πάνω στην πολυθρόνα. Έκανε όσο πιο ήσυχα μπορούσε, προσπαθώντας ν’ αφουγκραστεί τον χώρο γύρω του. Η σιωπή τον συνόδευε, όπως και δω και λίγες μέρες. Χαμογέλασε στην ανάμνηση του ονείρου και ανακάθισε, κοιτώντας από μακριά, έξω από το παράθυρο του ξενοδοχείου. Δεν κοίταξε το ρολόι του, δεν είχε άλλωστε και σημασία η ώρα, θα μπορούσε να κάνει ότι ήθελε, όποτε ήθελε, όπως ήθελε. Στην τουαλέτα, έριξε νερό στο πρόσωπο του, διάλεξε το κρύο και ακούμπησε με τα δυό χέρια στον νιπτήρα σκύβοντας το κεφάλι. Δεν του άρεσε αυτός που τον παρακολουθούσε στον καθρέφτη. Αυτός ο ρυτιδιασμένος και άσχημος, σχεδόν γέρος αξύριστος άντρας.
Έψαξε στην κουζίνα και βρήκε κάποια από τα εδέσματα που κάποτε προσέφεραν στους πολύ πλούσιους πελάτες και τα καταβρόχθισε χρησιμοποιώντας τα γυμνά του χέρια. Ξαφνικά τίποτα δεν είχε αξία ή σημασία. Καταλάβαινε ότι έπρεπε να ψάξει για άλλους επιζώντες (;). Χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί, άρχισε να ερευνά πάλι όλους τους χώρους του μεγάλου κτιρίου. Άνοιξε όλα τα δωμάτια, ένα προς ένα, τους θαλάμους του προσωπικού αλλά και να αναστατώνει όλους τους κοινόχρηστους διαδρόμους και βεράντες. Βρήκε διάφορα πράγματα που σε άλλες στιγμές θα τον ενδιέφεραν ίσως και να επιθυμούσε, μόνο που τώρα ήταν απλά πράγματα.
Ο αέρας σαν βγήκε στον δρόμο ήταν παγωμένος και σήκωσε την κουκούλα του μπουφάν, καλύπτοντας όλο το κεφάλι. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν μπορούσε να κάτσει άλλο μέσα στο κτίριο, ήθελε ακόμα και με κίνδυνο της ακεραιότητάς του, να περπατήσει, να αισθανθεί ζωντανός. Η Νάντια εισέβαλλε ξανά στο μυαλό του, ο Τάκης … ο Αη Γιώργης. Στάθηκε όρθιος σε κάποια στιγμή που γλίστρησε και πιάστηκε από το φανάρι που κοκκίνιζε ή πρασίνιζε το πεζοδρόμιο δίπλα. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Τα δάχτυλα ακούμπησαν το μικρό μαγνητόφωνο της Ιουλίας. Άκουσε την φωνή της πρώην συναδέλφου του και αυτό του έφερε μεγαλύτερη μελαγχολία. Η καλή του Ιουλία, η κατά συνείδηση (κατ’ επιλογή) γεροντοκόρη του γραφείου! Χαμογέλασε αμήχανα και παρακολούθησε την φωνή από το μηχάνημα να του μιλάει. Κατέβηκε στην κεντρική λαχαναγορά και βρήκε πολλά φορτηγά με διάπλατα ανοικτές τις πόρτες τους, να μην έχουν προλάβει να ξεφορτώσουν και πολλά καφάσια με λαχανικά και φρούτα ήταν πεταμένα, πολλά απ’ αυτά σπασμένα, στην άσφαλτο. Έπιασε ένα μήλο από κάτω και το έφερε στο στόμα του. Υπέθεσε ότι αφού δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό έξω από τα φυτά, γιατί να ζουν τα μικρόβια; Το δάγκωσε και πασαλείφτηκε με τα υγρά του φρούτου. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει και ήξερε ότι θα άρχιζε το μαρτύριο με την φαγούρα στον λαιμό, όμως δεν ήθελε να περιποιηθεί τον εαυτό του. Δεν έβρισκε κάποιο σοβαρό λόγο να το κάνει. Σκουπίστηκε με την ανάποδη του χεριού και το μανίκι του και συνέχισε την περιπλάνηση του στην άδεια χιονισμένη πόλη του. Τίποτα δεν άλλαζε την εικόνα που είχε σχηματιστεί στον νου του. Ακινησία και απόλυτη ησυχία. «Η κόλαση…», σκέφτηκε μελαγχολικά. Προχώρησε δεν του έμενε τίποτα άλλο να κάνει. Βάδισε  με αργό βήμα, είδε ότι δεν τον άφηνε στην πρότερη ζωή οι υποχρεώσεις του να δει. Μπήκε σε όποιο κτίριο και μέγαρο βρήκε μπροστά του, με την περιέργεια μικρού παιδιού. Ανακάλυψε υπόγειους αλλά και κρυφούς χώρους των μεγάρων, παράνομα στέκια για ναρκωτικά αλλά και τυχερά παιγνίδια. Μάλιστα σε μια αίθουσα, πολύ κάτω από το τελευταίο υπόγειο ενός πάρκινγκ, ένα δωμάτιο είχε ρουλέτα, τραπέζια με χαρτιά ή ζάρια και πολλά ποτά στο μπαρ που κάποιοι δεν πρόλαβαν να απολαύσουν, μέσα στην απόλυτη πολυτέλεια που θα την ζήλευαν και τα διασημότερα καζίνο. Γέλασε με την ανακάλυψη του και έριξε μια ζαριά για να ανακαλύψει ότι έκανε πολύ σοφά που στην ζωή του ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με τον τζόγο. Κάπου αλλού, κοντά στην πλατεία Ομονοίας, το δωμάτιο που ανακάλυψε πίσω από ένα σωρό λαμαρίνες κι αυτό σε υπόγειο, είχε ολόκληρα ράφια με όπλα. Περίστροφα και μακρύκανα αυτόματα από την πρώην Σοβιετική Ένωση, ημιαυτόματα Αμερικάνικης προέλευσης και πλήθος από σφαίρες. Με μια πιο προσεκτική ματιά στο μικρό γραφείο στο κέντρο του χώρου, βρήκε προκηρύξεις κάποιας άγνωστης τρομοκρατικής οργάνωσης και μερικά πακέτα με χαρτονομίσματα. Δεν το περίμενε αυτό, αλλά προσπάθησε να χωνέψει ότι πολλά θα έβρισκε που δεν θα τα φανταζόταν καν. Κοίταξε προσεκτικά τα όπλα και αποφάσισε να πάρει ένα, κι ο ίδιος δεν ήξερε τι θα του χρειαζόταν, αλλά η μοναξιά του…
Το φόρεσε σε μια θήκη στη μέση του και προσπάθησε να μιμηθεί το βάδισμα των καουμπόηδων που τόσες φορές είχε θαυμάσει στις Χολιγουντιανές ταινίες. Ευχαριστήθηκε, αν και το όπλο δεν έμοιαζε των ταινιών και αποφάσισε να συνεχίσει την εξερεύνηση. Μέσα στο απίστευτα πια πυκνό χιόνι, λίγο πιο κάτω, βρήκε μια τράπεζα με την πόρτα ανοικτή και τον συναγερμό να προσπαθεί ν’ ακουστεί, βγάζοντας ένα μούγκρισμα βραχνιασμένου βοδιού, αφού  μάλλον οι μπαταρίες του έπνεαν τα λοίσθια. Παράξενο, αλλά το ρεύμα της τράπεζας έδειχνε να είναι κομμένο…
Έβγαλε το όπλο από την θήκη και πυροβόλησε στον αέρα, μόλις δυό μέτρα μακριά από το γκισέ. Γέλασε, «Θεέ μου, πόσο ήθελα να το κάνω…», μονολόγησε συνεπαρμένος ακόμα από τον ήχο του πυροβολισμού. Πήδηξε πάνω από τον πάγκο του ταμία και πυροβόλησε για δεύτερη φορά, για να εισπράξει ένα σπασμένο φως που έπεσε από την ψευδοροφή, πάνω στον ώμο. Έβρισε. Άνοιξε τα συρτάρια του ταμείου και έβγαλε όλα τα χαρτονομίσματα που βρήκε, τα πέταξε στον αέρα κι εκείνα, προσγειώθηκαν εκεί που κανονικά θα περίμενε σε ουρά ο κόσμος. Στο χρηματοκιβώτιο, στο διπλανό δωμάτιο, βρήκε πολλές δεσμίδες, που κι αυτές ακολούθησαν την μοίρα των προηγούμενων χρημάτων. Ένα μικρό λοφάκι είχε τώρα σχηματιστεί πάνω από το επιδαπέδιο σχέδιο με το σήμα της τράπεζας, στον χώρο υποδοχής. Ο Γιώργος κάθισε στο παγωμένο μάρμαρο, η πόρτα ήταν ακόμα ανοικτή και άναψε τσιγάρο. Τον έπιασε ένας δυνατός βήχας και έφτυσε ξεδιάντροπα ή όσο πιο ξεδιάντροπα μπορούσε χάμω. «Γαμώ τα μουνί που σας πέταγε…», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε προς την μεριά των γραφείων των διευθυντών και με τον αναπτήρα πήρε ένα χαρτονόμισμα και το άναψε. Το κοίταξε καλά  να γίνεται στάχτη από την γαλαζωπή φλόγα. «Κυρά Μαρία, πείναγες ε;», είπε περισσότερο με το νου παρά με το στόμα και έριξε το χαρτονόμισμα πάνω στον μικρό λοφίσκο μπροστά του. Τα υπόλοιπα χρήματα δεν άρπαξαν φωτιά και αναγκάστηκε να σηκωθεί και να προσπαθήσει πάλι. Ο καπνός που βγήκε μετά από λίγο, ενεργοποίησε το αυτόματο σύστημα πυρόσβεσης, (χρήσιμες που είναι οι αυτόματες μπαταρίες!) και χρειάστηκε να «βουτήξει» κάτω από ένα τραπέζι να μην βραχεί. Θα ήταν ολέθριο με τέτοιο χιόνι έξω. Η φωτιά είχε δυναμώσει τώρα και τον έκανε να χαρεί. Το είχε απωθημένο, είχε τραβήξει πολλά από τις τράπεζες και ανακάλυψε ότι ήταν κοντά στο να τον πιάσει μανία. Έριξε ένα τελευταίο πυροβολισμό, έτσι σαν αποχαιρετιστήριο και βρέθηκε να περπατά πάνω στο χιόνι. Η τετράγωνη πλατεία μπροστά του, ήταν ολόασπρη, άδεια και εντελώς βουβή. Όπως παντού άφαντοι όλοι και τα σκυλιά και τα περιστέρια και οι μετανάστες. Κατέβηκε στο υπόγειο σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, περπάτησε στις μεγάλες πλάκες και ανακάτεψε, δεν ήξερε γιατί, τις κουβέρτες  και τα χαρτόνια που κάποτε ήταν τα υπνωτήρια των άστεγων. Αναζήτησε τον καθαρό παγωμένο αέρα και έτρεξε στις εν λειτουργία, ακόμη, κυλιόμενες σκάλες. Πείνασε. Ευτυχώς ακόμα τα εστιατόρια μπορούσαν να τον προμηθεύσουν. Και στο πρώτο που βρήκε, ξέσπασε στο φαί και τις μπύρες. Είδε τον ουρανό και υπολόγισε ότι ήταν πια μεσημέρι, προσπαθούσε να μη δει το ρολόι του, έβγαλε το κινητό τηλέφωνο και προσπάθησε να πάρει … κάπου … οπουδήποτε. Το έκλεισε απογοητευμένος. Κάποιος θόρυβος, τον έκανε να πεταχτεί όρθιος, όμως ο αέρας απλά είχε σπάσει ένα παράθυρο στο πίσω μέρος.
-«Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, ….. άντε … υπάρχει κανείς;….», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Χτύπησε τις γροθιές του πάνω στο μεταλλικό τραπέζι κι άρχισε να κλαίει. Εξαντλήθηκε από την προσπάθεια, σηκώθηκε και αναποδογύρισε ότι έβρισκε μπροστά του. Τον έπιασε μανία καταστροφής, έσπασε το πόδι από ένα τραπέζι και χρησιμοποιώντας το σαν ρόπαλο, διέλυσε τα πάντα, μπουκάλια, πιάτα, ράφια, διακοσμητικά και βιτρίνες. Έκατσε αποκαμωμένος σε μια καρέκλα και προσπάθησε να πάρει ξανά τις ανάσες του.
Τα φώτα στους δρόμους άναψαν στην συγκεκριμένη ώρα τους, λες και κάποιος Θεός δεν ήθελε να τον αφήσει στο σκοτάδι. Ένα μικρό μηχανηματάκι σαν σκούπα που χρησιμοποιούσε ο Δήμος, είχε διπλώσει πάνω σε ένα φανάρι με τα κίτρινα του φώτα ακόμα να αναβοσβήνουν. Οι νιφάδες του χιονιού στροβιλίζονταν στον νυχτερινό αέρα και έκαναν την εικόνα του δρόμου θολή και απόκοσμη. Ο Γιώργος περπάτησε αργά τώρα προς την μεριά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, έτσι άσκοπα, όπως άσκοπα έκανε οτιδήποτε πια. Η ματιά του έπεσε πάνω σε ένα κίτρινο αυτοκίνητο που ήταν κάθετα παρκαρισμένο στην μέση του οδοστρώματος. Πλησίασε και ανακάλυψε πως το εσωτερικό του ήταν σαν ψυγείο. Μπήκε μέσα κι έβαλε μπροστά, χουχούλιασε για λίγο τα χέρια του και πάτησε το γκάζι. Το όχημα στρίγγλισε για κάποια απειροελάχιστη στιγμή, σπινάρισε πάνω στον πάγω του δρόμου και πετάχτηκε σαν κεραυνός μπροστά. Ήθελε να οδηγήσει γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν τον ένοιαζε η ζωή του, δεν σκεφτόταν τίποτα. Η αδρεναλίνη του είχε εκτοξευτεί στα ύψη και τα χέρια του σχεδόν έτρεμαν. Παρά τρίχα γλίτωσε την σύγκρουση με το αναποδογυρισμένο λεωφορείο στη «Ζίνα» και συνέχισε με όλη του την ψυχή συνεπαρμένη, στον ανοδικό δρόμο. Προσπάθησε να πάρει την στροφή προς τα Εξάρχεια, τα λάστιχα όμως με τόσο πάγο κάτω, τον απογοήτευσαν. Το αυτοκίνητο δεν μπόρεσε να κρατηθεί στην άσφαλτο και έπεσε με το πλάι, αρκετά ορμητικά, πάνω στις κολώνες μιας τράπεζας. Οι αερόσακοι άνοιξαν και σχεδόν τον έπνιξαν. Για κάποιο λόγο που και ο ίδιος μετά δεν θυμόταν, είχε φορέσει την ζώνη ασφαλείας κι έτσι βρέθηκε να αναστενάζει καθισμένος πίσω από το τιμόνι και τους ξεφούσκωτους αερόσακους. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο αριστερό του χέρι, λες και κάτι τον είχε τρυπήσει, κάτι που σύντομα διαπίστωσε ότι δεν ήταν αλήθεια και ένα τρομερό βάρος στο στήθος, λες και τον διαπέρναγε ηλεκτρικό ρεύμα κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Κοίταξε γύρω του και του φάνηκε πολύ δύσκολο να βγει έξω. Οι πόρτες είχαν στραβώσει και το παρμπρίζ, σπασμένο, τον είχε γεμίσει με αυτά τα μικρά κομματάκια γυαλιού. Κούνησε τα πόδια του και τα χέρια του. Κατάλαβε ότι τελικά όλα ήταν εντάξει, εκτός από τους πόνους. Με μεγάλη κούραση και επιμονή, πάντα ήταν επίμονος, σύρθηκε στο κάθισμα του συνοδηγού και άνοιξε την πόρτα. Μια παγωμένη ριπή αέρα και το χιόνι που όρμησε μέσα, του υπενθύμισαν ότι ήταν ακόμα ζωντανός. Θέλησε να ευχαριστήσει τον Θεό, αλλά το μετάνιωσε και έσφιξε τα δόντια να τραβήξει το σώμα έξω. Έπεσε με γδούπο στην άσφαλτο και σύρθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας μπροστά του. Δοκίμασε και τα κατάφερε να σταθεί όρθιος, χωρίς να πονάνε τα πόδια του και παραβίασε την πόρτα. Με τον ίδιο τρόπο μπήκε και στο πρώτο διαμέρισμα του ισογείου. Η μεγάλη αφίσα του Μπομπ Μάρλεϊ τον υποδέχτηκε με εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα. Έμεινε ξαπλωμένος πάνω στην μοκέτα της εισόδου κι έκλεισε την πόρτα με το πόδι, να μην μπαίνει αέρας. Η θέρμανση δούλευε και άρχισε να συνέρχεται. Ακούμπησε το κεφάλι κάτω , ένοιωθε μια δυσφορία και άφησε τον εαυτό του να πέσει σε ένα βαθύ λήθαργο. Παρακάλεσε να δει τα παιδιά του, κάτι αναστέναξε και αφέθηκε.
Η ακτίνα του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο, τον ενοχλούσε και τον ξύπνησε κάπως απότομα. Έκανε να σηκωθεί, αλλά οι πόνοι σε όλο του το σώμα, τον κράτησαν για λίγο ακόμα κάτω. Έσφιξε τα δόντια και έκανε άλλη μια προσπάθεια. Ζαλιζόταν, πονούσε και ήθελε να κάνει εμετό. Κατούρησε πάνω του, έβρεξε το παντελόνι και όμως δεν φάνηκε να ενοχλείται. Γονατιστός, έβαλε το χέρι στον καβάλο και εξεπλάγη σαν είδε ότι ήταν στεγνός. Μέσα στο κεφάλι, ακούστηκε και πάλι εκείνη η αντρική, ενοχλητική φωνή, εκείνη η ακαταλαβίστικη φωνή που κράταγε για μερικά δευτερόλεπτα. «Δεν μου φτάνουν οι πόνοι μου, πρέπει ν’ αντιμετωπίσω και την τρέλα…», μουρμούρισε στον εαυτό του, χαμογελώντας αλλά και με γκριμάτσες πόνου. Πήγε στο μπάνιο που ανακάλυψε ότι δεν ήταν και το πιο καθαρό μέρος του σπιτιού και προσπάθησε να γδυθεί. Ένα μπάνιο πίστευε τώρα, θα ήταν ότι έπρεπε. Το ζεστό νερό, δεν τον ανακούφισε από τους πόνους, αλλά αυτή η τάση για εμετό εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Του έκανε εντύπωση που δεν πείναγε, που δεν δίψαγε, αν και ήθελε να πιεί νερό. «Διψάω χωρίς δίψα και πεινάω χωρίς πείνα. Δεν καταλαβαίνω πια τι νοιώθω κι εγώ. Λες να υπάρχω… χωρίς να υπάρχω;», αναρωτήθηκε με κάποιο τρόμο αλλά ανυπομονησία στην φωνή. Έκατσε μες την μπανιέρα, κουλουριάστηκε και άφησε το νερό να τρέχει πάνω στο σώμα του. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο και τα αναφιλητά τράνταξαν τα στήθια.
-«Όχι, δεν γίνεται…», φώναξε χτυπώντας τα πλακάκια του τοίχου, «… όχι δεν γίνεται να είναι αλήθεια αυτό. Στην κόλαση είμαι; Πέθανα και είμαι στην κόλαση; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό… βοήθεια Θεέ μου…», συνειδητοποίησε ότι επικαλείτο τον Θεό και άρχισε να κλαίει πιο δυνατά. Πάλι εκείνο το ηλεκτρικό, λες, ρεύμα του διαπέρασε το στήθος και έπεσε μέσα στα νερά μπρούμυτα με τα χέρια κάτω από το σώμα. «Αν υπάρχεις…», κοίταξε ψηλά προς το ταβάνι, «… σταμάτα το. Δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό αυτό. Δεν μπορεί ένας Θεός να … κάνει τέτοια βασανιστήρια… σταμάτα το… μα τι έχω κάνει πια; Γιατί ν’ αξίζω μια τέτοια τιμωρία; Λυπήσου με Θεέ μου, δώσε μου έναν νέο θάνατο μες τον θάνατό μου… όχι άλλη μοναξιά…».
Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί, μέχρι που κάτι άκουσε ή μάλλον νόμισε ότι άκουσε, από κάπου μακριά. Και δεν ήταν εκείνη η ακατάληπτη ενοχλητική φωνή μες το κεφάλι του.