Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47
Πρέπει να σηκώθηκε πάνω από τα τρία μέτρα το νερό μπροστά από το ξύλο της πλώρης. Εκείνο αγκομαχώντας προσπαθούσε να το καβαλήσει σαν άγριο άλογο. Η στριγγιά φωνή της του γλιστερού καταστρώματος και ο αέρας που φυσομανούσε στα τεντωμένα σκοινιά, έκανε τους ναύτες να κοιταχτούν μεταξύ τους, με τον φόβο στα μάτια. Γύρω, το απέραντο μπλε με τα αμέτρητα άσπρα πρόβατα που έρχονταν απειλητικά σιμά τους , δεν έδινε πολλές ελπίδες στους κουρασμένους ναυτικούς. Ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα, κουρελιασμένα και γκρίζα, πολλά απ’ αυτά σχεδόν μαύρα, ενώ το κρύο πιρούνιαζε τους βρεγμένους άντρες. Δυό μέρες και μια νύχτα, ο αέρας δεν είχε κοπάσει ούτε στιγμή, μάλιστα μπορούσε κάποιος να πει, ότι δυνάμωνε κάθε ώρα που περνούσε. Το μεγάλο εμπορικό σκάφος που γύριζε από το μακρινό ταξίδι του στην Απουλία, όπου είχε ξεφορτώσει την πραμάτεια του, έμοιαζε σαν ένα μικρό καρυδότσουφλο, ή σαν πεσμένο φύλλο μέσα στο άγριο πέλαγος. Τα κύματα και τα ρεύματα του Αιγαίου, το ανεβοκατέβαζαν μια στον αφρό, μια στο βάθος των νερών, με την ευκολία που ο αέρας ταξιδεύει ένα πούπουλο. Κάποιος κεραυνός που χάραξε τον ορίζοντα σαν φωτεινό δέντρο, τους προειδοποιούσε για το κακό που ερχόταν. Ο καπετάνιος, έτρεχε πάνω κάτω στο ξύλο φωνάζοντας διαταγές και βρισιές στους έτοιμους να καταρρεύσουν από την κούραση ναύτες του, ξυπόλητος και μισόγυμνος, αρπάζοντας κάθε σχοινί που έβρισκε μπροστά του, σαν πίθηκος, για να στηριχτεί. Κάπου – κάπου φώναζε και κάποια επιδοκιμαστικά λόγια για θάρρος, για να ακολουθήσουν και πάλι οι αισχρές βρισιές του.
Ο Αμεινίας από την εξάντληση και τους εμετούς, δεν ήξερε που ακριβώς βρισκόταν, δεν καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν γύρω του. Του είχαν δώσει ένα τεντωμένο φλόκο να κρατήσει και να τον τραβάει σε κάθε λάσκο του, αλλά τον είχε αφήσει πολλές φορές για να αδειάσει το στομάχι του, που το μόνο που έβγαζε τώρα πια ήταν ένα πικρό υγρό, στη θάλασσα. Ο φίλος του ο Λάφιλος αγωνιζόταν κι αυτός με τους υπόλοιπους με όποιες γνώσεις ή ικανότητες είχε για τα θαλασσινά. Ένας ναύτης, κάποιος Λύκων από την Ρόδο, έπεσε στη θάλασσα από κάποια άστοχη κίνησή του και τώρα δυό άντρες είχαν σκύψει να τον ανεβάσουν στο σκάφος. Εκείνος χτύπαγε τα πόδια και τα χέρια πανικόβλητος, μέχρι που βρέθηκε κοντά σε ένα σκοινί που του είχαν ρίξει. Λίγο χοντρούλης, δυσκολευόταν να πλησιάσει το πλοίο, αλλά στερέωσε στο χέρι του καλά το σχοινί και αφέθηκε στο τράβηγμα των συντρόφων του. Ακούμπησε τις ξύλινες σανίδες στο πλάι και προσπάθησε να σαλτάρει στο κατάστρωμα. Φωνές κουράγιου ακούστηκαν από τους υπόλοιπους, φωνές που πιο πολύ θάρρος  έδιναν στον εαυτό τους παρά στον Λύκωνα  που προσπαθούσε πια να σηκώσει το σώμα πάνω από την κουπαστή. Καβάλησε το βρεγμένο ξύλο και ο Λάφιλος όρμησε να τον αρπάξει από το χιτώνιο και τους ώμους, όμως η θάλασσα, δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Ένα κύμα μεγάλο σαν σπίτι, έγειρε το πλοίο στο πλάι, υδάτινα χέρια τράβηξαν τον κουρασμένο ναυτικό από το στήθος και τα νερά τον ρούφηξαν στα σωθικά τους. Το τελευταίο πράγμα που θα θυμόταν ο Λάφιλος από τον άτυχο ναύτη, θα ήταν οι απεγνωσμένες προσπάθειες των χεριών να αρπαχτούν … από κάπου. Η θάλασσα έκλεισε πάνω από το σώμα του Λύκωνα και τον οδήγησε στα βάθια της, αφήνοντας την τελευταία ένδειξη ζωής… κάποιες φυσαλίδες!
Δεν υπήρχε χρόνος να σκεφτούν το περιστατικό άλλο. Η ζωή τους κινδύνευε και έπρεπε να βιαστούν, να μαζέψουν ότι μπορούσαν από το σκισμένο πανί, που όποτε τα έδεναν, ο αέρας έκοβε τα χοντρά σχοινιά και το άνοιγε διάπλατα. Και όπου αυτό έγερνε, παράσερνε και το σκάφος, γεμίζοντάς το νερά και φόβους.
Πριν κάποιες μέρες ο Λάφιλος με τον μικρό του συνοδό, είχαν φτάσει στο λιμάνι του Πειραιά, μετά την μεγάλη μάχη ενάντια στον Ασιάτη. Η κατάσταση εκεί ήταν πολύ τεταμένη, πολεμικά πλοία είχαν δέσει ερχόμενα από τον κόλπο της Μουνιχίας, φόρτωναν προμήθειες και στρατιώτες πάνοπλους, πεζοναύτες που είχαν διαταχθεί να προφυλάξουν τα νερά της Αθήνας. Κάθε λίγο και κάποια τριήρης έφευγε με όλη την ταχύτητα των κωπηλατών της προς το ανοικτό πέλαγος και κάποια άλλη ερχόταν για να ενθουσιάσει τον Καλύμνιο Μαραθωνομάχο. Κάποιοι στρατιώτες αναγνώρισαν τον Λάφιλο, κάποιοι που κι αυτοί είχαν έρθει από το πεδίο της μάχης, τον χτυπούσαν φιλικά στον ώμο και τον προσκαλούσαν στα καπηλειά για κρασί. Σε όποια ταβέρνα κι αν πήγαν, ότι ήπιαν και έφαγαν ήταν πάντα κερασμένα από τον κάπελα, το λιγότερο που θα μπορούσε άλλωστε να κάνει για αυτούς τους ήρωες . Κι όταν ο νησιώτης ζήτησε διευκόλυνση να βρει πλοίο, όλοι προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν. Και ήταν δύσκολο πράγμα αυτό, αφού εκτός από τα πλοία του πολέμου, τις περήφανες τριήρεις, κανένα άλλο σκάφος δεν τολμούσε να ανοιχτεί στα βαθιά τέτοια εποχή, τώρα που περίμεναν τους ανέμους από τον νότο. Και ειδικά όταν όλοι σχεδόν οι γλάροι κυνηγούσαν στην στεριά και οι χήνες στην άκρη του μόλου έκρωζαν με χαμηλωμένο το κεφάλι. Σημάδια κακοκαιρίας αυτά, σημάδια καταστροφής!
Ένας νέος γύρω στα δεκαπέντε, άνοιξε την πόρτα του καπηλειού, όπου ο Λάφιλος γελούσε με την παρέα άλλων πέντε ανδρών, αφηγούμενος  κάποια από  τα κατορθώματα της μάχης.
-«Ε, εσύ ο νησιώτης, εσύ δεν είσαι αυτός που ψάχνει για πλοίο; Για τα νησιά εκεί κοντά στην Ασία;»
Ο Λάφιλος γύρισε το κεφάλι και πετάχτηκε όρθιος στη στιγμή. Κοίταξε τον νεαρό με λαχτάρα στα μάτια και ένευσε καταφατικά. Ο Αμεινίας δίπλα του από την χαρά, είχε αρχίσει να του τραβά το χιτώνιο, σαν να του έλεγε…. φεύγουμε.
-«Εκεί στην άκρη του λιμανιού, μετά την ταβέρνα του Πάτωνα του Σκυλομούρη, άκουσα ότι ένα πλοίο, εμπορικό πλοίο που μόλις ήρθε από την Απουλία, θα φύγει για την Ρόδο. Κάπου εκεί δεν θέλεις να πας; Νομίζω ότι κάτι φορτώνει τώρα, αλλά σύντομα θ’ ανοίξει πανιά για τις θάλασσες. Πρέπει να βιαστείς όμως, δεν ξέρω πότε μπορεί να φύγει… άντε τι περιμένεις…»
Ο νησιώτης δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα. Χαιρέτισε βιαστικά τους συντρόφους του και βγήκε στο φως του ήλιου, προσπαθώντας να προστατευτεί με την ανάστροφη του χεριού του. Ο Αμεινίας είχε ήδη αρχίσει να τρέχει και έφτασε στην άκρη του λιμανιού, μέχρι που αντιλαμβανόμενος ότι δεν ήξερε που να πάει, σταμάτησε απότομα, γυρίζοντας παρακλητικά το κεφάλι στον φίλο του. Σήκωσε το χεράκι του κι έκανε νόημα να βιαστεί. Ο Λάφιλος, χαμογέλασε και άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα. Δεξιά τους μικρές καλύβες, οι πιο πολλές φτιαγμένες πρόχειρα από ξύλα και διάφορα κουρέλια, είχαν μετατραπεί σε ταβέρνες όπου σέρβιραν φτηνό κρασί, νερωμένο και άνοστο, ακόμα πιο φτηνές πόρνες και βρώμικο φαγητό φτιαγμένο στο πόδι. Κάποιοι στρατιώτες με όλο τον οπλισμό τους, προσπαθούσαν να επιβάλλουν κάποιους κανόνες στην γενική αναρχία που επικρατούσε. Έμποροι  που φώναζαν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους, βράχνιαζαν τους ήχους διαμαρτυρίας για τα πλοία που έμεναν στο λιμάνι δεμένα,  άλλοι που διαφήμιζαν την πραμάτεια που είχαν απλωμένη στους χωμάτινους δρόμους, και άλλοι που τσακώνονταν με πόρνες και νταήδες ή μικροκλέφτες , με ανταγωνιστές και μεθυσμένους. Η γριά που είχε απλώσει φακές στο χώμα, πάνω σε ένα βρώμικο κομμάτι πανιού, προσπαθούσε να απομακρύνει τις μύγες και τις σφήκες που πολιορκούσαν το εμπόρευμα. Παραδίπλα τρεις πάγκοι με ψάρια, βρώμιζαν όλη την περιοχή με την…. «μυρωδιά της θάλασσας», όπως με θράσος διαφήμιζαν οι πωλητές, ενώ τα εντόσθια που καθάριζαν οι βοηθοί, με τα κομμένα κεφάλια των ψαριών, τα νερά που έριχναν για να φανούν φρέσκα, παρά τον φόβο των ραβδοφόρων στρατιωτών, έκαναν το χώμα όλο λάσπη. Σκυλιά και γάτες μοιράζονταν το τοπίο με μεγάλους αρουραίους που ένιωθαν ότι βρίσκονταν σε παραδεισένιους τόπους. Η βρωμιά ήταν ανυπόφορη, αλλά δεν έδειχνε να πειράζει κανέναν, αφού έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι ήταν μεθυσμένοι θαμώνες των καπηλειών. Κάποιος έκανε εμετό στη μέση του δρόμου και αμέσως ένας μικρός στρατός ποντικών όρμησαν να επωφεληθούν. Εκεί, ανάμεσα σε όλη αυτή την «ευχάριστη» εικόνα, κάποιες γριές πόρνες, προσπαθούσαν να πουλήσουν τα κάλλη τους ή να κλέψουν το πουγκί κάποιου «κατεστραμμένου» από το κρασί ναυτικού. Δεν άργησαν να βρουν την ταβέρνα του Πάτωνα, στην άκρη του λιμανιού, μερικά μαγαζιά μόνο πριν τελειώσει ο μόλος. Ήταν ένα κτίσμα φτιαγμένο από πέτρες βρώμικες, με τον ένα τοίχο σχεδόν γκρεμισμένο και επιδιορθωμένο με ξύλα και τρύπια δέρματα. Έξω στην πόρτα, έστεκε και γελούσε με δυό προχωρημένης ηλικίας ιερόδουλες, ένας άντρας πανύψηλος και με μεγάλη κοιλιά, τόσο μεγάλη, που οι δυό φίλοι δεν είχαν ποτέ ξανά δει στη ζωή τους. Τα γένια του ήταν μακριά και απεριποίητα, γεμάτα με λίγδες και ξεραμένα λίπη, ανέδιδαν μια μυρουδιά χαλασμένου, ξινισμένου κρασιού και κάθε τόσο έβαζε το δάχτυλο στα ρουθούνια εναλλάξ, να καθαρίσει … ότι μπορεί να υπήρχε ξεραμένο εκεί.
Τον πλησίασαν και σαν είδαν σε κάποιο χαμόγελό του προς τις γυναίκες, να ξεπροβάλλουν δυό μεγάλοι κυνόδοντες που καβαλούσαν το πάνω χείλος, συνειδητοποίησαν πόσο ταιριαστό ήταν το παρατσούκλι που του είχαν δώσει:
-«Μάλλον γουρουνόφατσα θα τον έλεγα….», ψιθύρισε με ένα μεγάλο χαμόγελο ο Αμεινίας. Ο φίλος του συμφώνησε με κούνημα του κεφαλιού. Όταν τον ρώτησαν για το σκάφος που τους ενδιέφερε, άκουσαν, έκπληκτοι, μια βελούδινη, μελωδική φωνή, να βγαίνει από κείνο το άγριο στόμα. Ο γίγαντας με το καταλερωμένο ιμάτιο, έδειξε τέτοια προθυμία που κανείς δεν θα το περίμενε. Υπομονετικά τους είπε ότι ήξερε για το πλοίο στη στροφή του μόλου, για το πότε είχε ακούσει για απόπλου, για το τι θα κουβαλούσε στα αμπάρια του, για τον καπετάνιο και το πλήρωμα, αφήνοντας κατά μέρος τις δυό πόρνες που ακουμπούσαν ξεδιάντροπα πάνω του.  Τον ευχαρίστησαν και έστρεψαν προς το πλοίο, σηκώνοντας τα μικρά δισάκια τους στον ώμο. Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ, όταν άκουσαν πίσω τους τον άντρα που τους είχε τόσο ευγενικά βοηθήσει:
«Τους βλέπετε αυτούς τους δυό; Ήταν εκεί, κάτω στην παραλία, πολέμησαν τους βάρβαρους…. Οι Θεοί να τους έχουν καλά…»
Οι δυό φίλοι, κοιτάχτηκαν, μισογυρίζοντας το κεφάλι. Χαμογέλασαν και ο Λάφιλος ένιωσε δυό μέτρα ψηλότερος.
Το σκάφος ήταν ένα δικάταρτο σκαρί, φτιαγμένο από ξύλο έλατου και κατά συνέπεια ελαφρύ και ευκίνητο, όπως οι τριήρεις, έδειχνε να μην έχει φορτώσει ακόμα αφού η τρόπιδα ήταν πολύ ψηλά. Βαμμένο στο χρώμα του ώριμου βερίκοκου, με μαύρες γραμμές από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, έμοιαζε με … χοντρό δελφίνι, που σε κάθε παφλασμό της θάλασσας, αναστέναζε μια βραχνή φωνή. Η σανίδα που το ένωνε στην πρύμνη του με την στεριά, ανεβοκατέβαινε στο ρυθμό των κυμάτων. Ο Λάφιλος το παρατήρησε αρκετά προσεκτικά, δίνοντας προσοχή, τόσο στο σκάφος το ίδιο, όσο και στο πλήρωμα που ανεβοκατέβαινε συνέχεια κουβαλώντας κάποια κακοραμμένα σακιά και διάφορα άλλα εμπορεύματα, όπως υφάσματα και καλάθια με ελιές, πάνω στο ανοιχτόχρωμο κατάστρωμα. Του φάνηκαν άντρες δυνατοί και καλοδουλευτάδες. Έκανε νόημα στον Λάφιλο να σταθεί εκεί στην άκρη της προκυμαίας και επιχείρησε ν’ ανέβει την μικρή διαβάθρα, μέχρι το σχεδόν χωρίς δόντια στόμα ενός ηλικιωμένου άντρα, φτύνοντας σάλια, τον ρώτησε με αρκετό θράσος για τις προθέσεις του. Ζήτησε να δει τον καπετάνιο:
-«Ορέ καπετάνιο, κάποιος εδώ …. ασχημάντρας, σε ζητάει.», ακούστηκε η βραχνή φωνή του μεσήλικα ναύτη.
Πέρασαν περίπου δυό λεπτά μέχρι που κάποια κίνηση φάνηκε από το καμπανέλι, εκεί που στερεωνόταν   το έκταμα. Κάτω από το μεγάλο σχοινί, στερέωνε σαν έρμα κάποια εμπορεύματα, ένας νέος άντρας. Δεν πρέπει να είχε περάσει τα τριάντα χρόνια του και το μισόγυμνο σώμα του, με ανάγλυφους όλους τους μυς, τις  φλέβες πρησμένες και τα μπράτσα μαυρισμένα από τους τόσους μήνες στην αρμύρα, ενέπνεε εμπιστοσύνη. Στο αριστερό του χέρι, κρατούσε κάτι, σαν κουμπάσος φαινόταν, ενώ οι πατούσες του γυμνές, είχαν σκληρύνει τόσο που δεν καταλάβαινε καμιά από τις σκλήθρες του καταστρώματος. Έφτασε κοντά στον νησιώτη με ένα ανάλαφρο πήδημα πάνω από την ματζαβόλτα δυό μικρών πέτρινων αγκυρών. «Ζύγιασε» τον Λάφιλο για μερικά δευτερόλεπτα, σμίγοντας τα φρύδια και έπαιξε το όργανο που κρατούσε στο χέρι.
-«Ποιος με ζητάει;», ρώτησε με μια αρκετά ένρινη φωνή. Έκανε νόημα στον Καλύμνιο με το χέρι, σαν να του έλεγε «εσύ;» και περίμενε την απάντησή του, ενώ φώναζε σε κάποιους ναύτες του: «ξεμπότσαρε βρε γαϊδουροτόμαρο τις τραβέρσες, άντε βρε…, όχι κοντά στο μπουντέλι βρε ηλίθιε…, και από τα ξάρτια…» , γύρισε σ’ ένα άλλο άντρα: «… άσε ρε φαφούτη την παράλλαξη λεύτερη … που να σου κόψει ο Δίας τ’ αρχίδια βρε…».
Ο Λάφιλος εξήγησε και το ποιος ήταν και το τι ήθελε. Περίμενε αντιρρήσεις από τον ναυτικό, αλλά προς έκπληξή του, είδε ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Τα  ίσια , ολόλευκα δόντια του τον έκαναν αρκετά συμπαθητικό, μέχρι και γοητευτικό. Η αναφορά και μόνο του επισκέπτη στην μάχη κάτω στην παραλία του Μαραθώνα, τον είχε κάνει πρόσχαρο και πρόθυμο στις χάρη που του είχε ζητήσει. Ούτε ναύλο διανοήθηκε να ορίσει.  Έβαλε το χέρι γύρω από τους ώμους του νιόφερτου και τον τράβηξε προς την μεριά της στεριάς, για να βρεθούν μετά από λίγο, σε ένα από τα κακόφημα καπηλειά των ναυτικών, να πίνουν κρασί και να τρώνε κρεμμύδια με ψωμί από κριθάρι. Η πολεμική εμπειρία του νησιώτη, άνοιγε κάθε πόρτα της καρδιάς και της ψυχής όλων.
Η βροχή δυνάμωνε κάθε λεπτό που περνούσε, το μπουρίνι αυτό ήταν κάτι που δεν είχαν ξαναπαντήσει  οι ναύτες άλλη φορά. Από στιγμή σε στιγμή, θα έπρεπε να συναντήσουν την πρώτη από τις Καλυδνίους νήσους, την Λέρο, που ο μεγάλος και βαθύς κόλπος της θα τους προσέφερε ασφάλεια. Εκεί θα μπορούσαν να περιμένουν όσο χρειαζόταν, να κοπάσει ο καιρός. Όμως πρώτα έπρεπε να φτάσουν μέχρι εκεί, να μπουν στον μυχό και να μην μετρήσουν άλλες απώλειες σε πλήρωμα, όπως αυτή του Λύκωνα, αλλά και σε εμπόρευμα. Το ξύλο είχε αρχίσει να τρίζει υπερβολικά, τα σχοινιά όλα λάσκαραν από μόνα τους, αν και βρεγμένα και το σκαρί, χωνόταν πάνω από τρία μέτρα μέσα στο νερό, που άφριζε παντού στο κατάστρωμα. Οι άντρες είχαν, αρκετή ώρα τώρα, ξεπεράσει τα όριά τους και η νύχτα που φαινόταν στον ορίζοντα να έρχεται, τους αποκάρδιωνε τελείως. Κάποια στιγμή, μια ξέρα φάνηκε μπροστά, λες τέρας που με ολάνοιχτο στόμα, προσπαθούσε να τους καταπιεί. Το οιάκιο στα χέρια του καπετάνιου, δεν πρόβαλε μεγάλη αντίσταση, σημάδι πως είχε σπάσει. Και το χειρότερο… φάνηκαν πολύ κοντά τα κοφτερά βράχια, αριστερά του σκάφους. Με διαταγή που ακούστηκε σαν στριγκλιά πάνω από τον εκκωφαντικό θόρυβο, οι ναύτες έβγαλαν τα μεγάλα κουπιά, προσπαθώντας να σπρώξουν το πλοίο μακριά από τα θεόρατα δόντια της ξηράς. Άλλοι κωπηλατούσαν, και άλλοι έσπρωχναν τα βράχια. Πολλά κουπιά έσπασαν σαν κλαδιά δέντρου σε καταιγίδα, άλλα έπεφταν με δύναμη πάνω στο νερό, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν τίποτα στην διάσωση του σκάφους. Ο Χάρος, φαινόταν να πετάει με εκείνο το χαιρέκακο χαμόγελό του, από πάνω τους. Κι όλο πλησίαζε! Οι φωνές του καπετάνιου είχαν πια δυναμώσει τόσο, που θα απορούσε κανείς πως έβγαινε από κείνο τον λαιμό! Ένας ναύτης είχε γονατίσει, παρατώντας ότι έκανε, προσπαθώντας να προσευχηθεί, για να δεχτεί μια γερή μπουνιά στο κεφάλι  από τον αεικίνητο καπετάνιο. Ο γιγαντόσωμος υποπλοίαρχος, κάποιος Κήρων που το παρατσούκλι του ήταν «αφτιάς», ευνόητο για ποιο λόγο αν κανείς έβλεπε το κεφάλι του, κρατούσε δυό σχοινιά και προσπαθούσε να τα τεντώσει, να γυρίσει τον φουσκωμένο ημιφλόκο  στα δεξιά του, να απομακρύνει το σκαρί. Τον βοήθησε ο Λάφιλος και άλλοι δυό νεαροί ναύτες, που τα ματωμένα χέρια τους, πρόδιδαν την προσπάθεια που κατέβαλλαν. Το τέλος πια φαινόταν κοντά και η έμφυτη μοιρολατρία των ναυτικών, άρχισε να κερδίζει έδαφος στην καρδιά τους, με την παραίτηση να είναι αμείλικτα κοντά.
Αυτό που πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, δεν ήταν κύμα, ούτε σκουπίδι που έφερε ο αγέρας. Είχε φτερά και ήταν άσπρο, έκρωζε δυνατά μα δεν ήταν γλάρος. Δεν ήταν από τα γνωστά θαλασσοπούλια που κυριαρχούσαν στο Αιγαίο. Ο καπετάνιος το κοίταξε με προσοχή, μέσα στον χαμό που γινόταν γύρω του.  Χαμογέλασε αφήνοντας τα δόντια του να φανούν ακόμα πιο άσπρα ανάμεσα στα γένια του κουρασμένου του προσώπου και σήκωσε το χέρι. «Άλμπατρος…», φώναξε, επιμένοντας να δείχνει προς τον ουρανό, «… σωθήκαμε σύντροφοι, σημάδι των Θεών…. Άλμπατρος…», επανέλαβε με όση δύναμη είχε απομείνει στα πνευμόνια του. Τα είχε δει κάποτε σε ένα ταξίδι του στη Σικελία, εκεί τα έμαθε και του είπαν την τύχη που κουβαλούσαν στην πλάτη τους. Και οι ναύτες ήταν και θα είναι πάντα προληπτικοί, κάθε σημάδι που βλέπουν, προσπαθούν να το ερμηνεύσουν. Κάθε σημάδι βέβαια, ένας έξυπνος καπετάνιος, θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί προς όφελός του. Αυτό επιχείρησε και τώρα ο κυβερνήτης του πλοίου. Αλλά σαν από θαύμα, ο αέρας κόπασε μέσα σε μια στιγμή, λες και κάποιος έκλεισε την ουράνια πόρτα που τον είχε αφήσει ανεξέλεγκτο. Η θάλασσα, δεν άργησε κι αυτή να καλμάρει, να κατεβάσει τα κύματά της και να ξαναγίνει σαν διάφανο γυαλί. Το σκαρί, ακουμπούσε λες και θαλασσοπούλι που ξεκουραζόταν στο νερό. Η ξέρα μπροστά τους, ήταν τώρα εύκολα αντιμετωπίσιμη, με ένα μόνο τίναγμα της αριστερής σειράς των κουπιών. Τα βράχια κι αυτά φαίνονταν ακίνδυνα ίσως και φιλικά, όταν άφηναν το νερό να μουρμουρίζει ανάμεσά τους και να τονίζουν την αιώνια μοναξιά τους.
Οι ναύτες αγκαλιάζονταν με γέλια και χαρά, με φωνές και ικανοποίηση. Πανηγύριζαν σαν μικρά παιδιά που μόλις είχαν κερδίσει κάποιο δώρο. Ο Λάφιλος αγκάλιασε τον Αμεινία, που ακόμα έτρεμε από τον φόβο του κι έκλαιγε από την χαρά του. Ένιωθε φόβο και  ευτυχία μαζί, γελούσε κι έκλαιγε την ίδια στιγμή. Ο Λάφιλος τον έσφιξε δυνατά και το παιδί έδειχνε να ηρεμεί. Προσπάθησε να σκουπίσει τις μύξες και τα νερά που έτρεχαν στο πρόσωπο. Το πλοίο τώρα έπλεε απαλά προσπαθώντας να μπει στον κόλπο της Λέρου, παίρνοντας μια μεγάλη, αργή στροφή, όταν άνοιξαν και πάλι οι ουρανοί και η βροχή άρχισε να πέφτει ορμητική και κάθετα. Όμως η θάλασσα παρέμενε ήσυχη, εκτός από τα άπειρα χτυπήματα των σταγόνων τ’ ουρανού. Οι άντρες σήκωσαν τα χέρια προς τα πάνω, λες και προσπαθούσαν να ξεπλύνουν το αλάτι από το σώμα τους. Κάποιο φως φάνηκε στο μισοσκότεινο βάθος εκεί που η στεριά συναντούσε το νερό, εκεί που πρέπει να ήταν το λιμάνι. Είχε πια νυχτώσει και τα φώτα γίνηκαν δύο, μετά τρία και μετά πολλά. Ακούγονταν και φωνές τώρα, σαν μακρινοί ήχοι, σαν τσιρίγματα, σαν βουίσματα. Έφτασαν στον μόλο, περασμένη ώρα, με τον ουρανό χωρίς ένα άστρο και την βροχή να μην λέει να κοπάσει. Μουσκεμένοι, έδεσαν το πλοίο και αφού ορίστηκε η σειρά των φυλάκων, οι υπόλοιποι, βιαστικά, κατευθύνθηκαν προς το πιο κοντινό καπηλειό. Λίγο κρασί τώρα, ήταν βάλσαμο. Ο καπετάνιος, πλησίασε τον Λάφιλο:
-«Να είσαι τόσο κοντά στον τόπο σου, αλλά και συνάμα τόσο μακριά ε; Αλήθεια πως νιώθεις;»
Κούνησε το κεφάλι πριν του απαντήσει ο Καλύμνιος. Κοίταξε προς τα ανατολικά λες και μπορούσε να δει το νησί του. Το πρόσωπο ήταν σκυθρωπό, σκοτεινό σαν την νύχτα.
-«Πρώτα ευχαριστώ τους Θεούς που είμαστε ζωντανοί και γεροί. Που δεν βουλιάξαμε στα μαύρα βάθια της θάλασσας… και το μέρος μου, αύριο θα το δω. Τόσο καιρό λείπω, τι αξία έχει μια νύχτα παραπάνω; Αλήθεια όμως… κάτι μέσα στην καρδιά μου, χτυπάει δυνατά…»
-«Λαχτάρα το λένε μωρέ… λαχτάρα!»
Γέλασαν και οι δυό, γέλασε και ο μικρός Αμεινίας μαζί τους. Τράβηξαν προς το καπηλειό και το ξημέρωμα  βρήκε τους δυό άντρες  ξαπλωμένους κάτω από την τέντα της πλώρης του πλοίου, τύφλα στο μεθύσι και τον μικρό σύντροφό τους να κοιμάται ανάσκελα με χαμόγελο στα χείλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου