Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48
Στο νησί της Αρτέμιδος η μέρα που είχε ξημερώσει ήταν γκρίζα και βροχερή, αν και κάποια στιγμή έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να νικήσει ο ήλιος. Γρήγορα όμως τα μαύρα σύννεφα, κατέλαβαν τον ουρανό και μαύρα όπως ήταν πλάκωσαν τις καρδιές των ανθρώπων με μια μελαγχολία. Δεν άργησαν βέβαια να ανοίξουν τις αγκαλιές τους και να εξαπολύσουν μια από τις χειρότερες καταιγίδες. Ο Λάφιλος γύρισε τα μάτια προς τα πάνω, ήξερε φυσικά, ότι με αυτή την βροχή, οι επισκευές θα καθυστερούσαν και αυτό του φαινόταν δυσβάσταχτο βάρος, ειδικά τώρα που το μέρος του, ήταν το διπλανό νησί. Ένιωσε τον μικρό Αμεινία να τρέμει, σημάδι πως είχε μουλιάσει από το νερό, άσχετα αν ήταν συνέχεια κάτω απ’ την μεγάλη τέντα του πλοίου και του χάιδεψε το κεφάλι. Το χέρι του μούσκεψε από τα μαλλιά του φίλου του. Κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι αν δεν ήθελε ο νεαρός ν’ αρρωστήσει. Τον σκούπισε με ένα πανί που ήταν σχεδόν στεγνό και τον παρότρυνε να κατέβουν, να πάνε σε κάποιο απ’ τα καπηλειά του λιμανιού. Το μάτι του πήρε στην πρύμνα, τον καπετάνιο, πάντα ημίγυμνο και ξυπόλυτο, να δίνει οδηγίες στους ναύτες του, που τον κοιτούσαν χωρίς ιδιαίτερη διάθεση για δουλειά. Τα πάντα ήταν βρεγμένα, σκοινιά, ξύλα, εμπορεύματα και καρδιές. Τα μαλλιά και τα γένια του καπετάνιου, έσταζαν νερό, όταν τους πλησίασε μετά από δέκα περίπου λεπτά. Έτεινε το χέρι και τους πρόσφερε δυό φρούτα, σαν λεμόνια έμοιαζαν, αλλά μέσα ήταν κόκκινα και γλυκά, θυμίζοντας στην γεύση κάτι μεταξύ… κάτι που δεν μπόρεσε να καταλάβει ο Λάφιλος.
-«Θα σας δώσει δύναμη, φάτε τα, είναι αρκετά νόστιμα …», τους είπε χαμογελώντας, ενώ τα μάτια του κοιτούσαν κάποιους ναύτες που σήκωναν ένα κομμάτι ξύλο στο κέντρο του σκάφους.
-«Τι είναι αυτά;», ρώτησε ο Αμεινίας, «δεν τα έχω ξαναδεί, τρώγονται;» συνέχισε περίεργος.
Ο καπετάνιος γέλασε δυνατά δείχνοντας τα λευκά του δόντια. Χάιδεψε το βρεγμένο κεφάλι και άνοιξε τα φρούτα στη μέση, βγάζοντας με τα νύχια την εξωτερική φλούδα.
-«Καλά, Καλύμνιοι είσαστε και δεν ξέρετε τις γκαβάφες;», συνέχισε το γέλιο, παρακολουθώντας πάντα τους βρεγμένους ναύτες γύρω του, που έβριζαν τον καιρό.
Τα γλυκά φρούτα εξαφανίστηκαν αμέσως μέσα στο στόμα των πεινασμένων φίλων. Ο Λάφιλος ρώτησε τον καπετάνιο για τις επισκευές και πότε υπολόγιζε ότι θα μπορούσαν ν’ αναχωρήσουν. Η απάντηση δεν πρέπει να τον ικανοποίησε:
-«Το άσχημο είναι ο καιρός, αυτή η βροχή που δεν λέει, πανάθεμά την να σταματήσει κι αν κρίνω από την μαυρίλα εκεί…», έδειξε με το χέρι προς το βάθος του πελάγου, «… μάλλον δεν θα σταματήσει σύντομα. Μπορεί να βρέχει και σήμερα και αύριο. Και οι μαραγκοί, … δύσκολα δουλεύουν το βρεγμένο ξύλο, δύσκολα να το σηκώσουν, να το στήσουν. Και η φουσκοθαλασσιά … ε, κάνει κι αυτή την ζημιά της!». Έξυσε τα γένια με δύναμη και με τα δυό του δάχτυλα, έσπασε ένα μπιμπίκι στο λαιμό εκεί που άρχιζαν οι τρίχες. Έριξε μια σκληρή βρισιά σε ένα ναύτη με μια μεγάλη ουλή στο πρόσωπο που του έφυγε το σκοινί της μπούμας και πήδηξε έξω από το σκάφος, ξυπόλητος πάνω στα τραχιά χαλίκια, χωρίς καν να νιώσει ενόχληση. Έκανε νόημα στους δυό ταξιδιώτες να τον ακολουθήσουν και πήρε τον δρόμο για το απέναντι καπηλειό. Είχε αρπάξει ένα παλιό βρεγμένο ιμάτιο, που άγνωστο πως βρισκόταν στερεωμένο δίπλα σε ένα κουπί στα πλάγια του σκάφους, το φόρεσε περπατώντας και κοίταξε κλεφτά πίσω του, να δει αν τον ακολουθούσαν οι δυό νησιώτες. Τα νερά και οι λάσπες έκαναν δύσκολο το βάδισμα, όμως εκείνος δεν φαινόταν να πτοείται ή να καθυστερεί τα βήματά του. Άνοιξε το λέσι που το καπηλειό είχε σαν πόρτα, ή, χώρισμα, την στιγμή που ο Αμεινίας, έπαιρνε μια μεγαλόπρεπη βουτιά στα βρομόνερα του δρόμου. Αμίλητος ο μικρός σηκώθηκε και επιτάχυνε όσο μπορούσε το βήμα του. Βρήκαν τον καπετάνιο να κάθεται πάνω σε ένα στενό σκαμνί, με κρασί στο χέρι και ένα κομμάτι ξερό ψωμί, που συνέχεια βουτούσε για να το μαλακώσει, μέσα στον κύλικα. Τους έγνεψε να πλησιάσουν και τους έδειξε δυό άλλα σκαμνιά σιμά του. Κάθισαν και προσπάθησαν να τινάξουν τα βρεγμένα μαλλιά τους, μοιάζοντας με σκυλιά που τινάζουν το τρίχωμα. Μια φωτιά με δυό μόνο ξύλα στην άκρη της κάμαρας, μπορεί να μην ζέσταινε, αλλά σίγουρα «έσπαγε» την υγρασία του χώρου. Το καπηλειό ήταν γεμάτο με άντρες που συζητούσαν με δυνατή φωνή και χειρονομίες, άλλους που κοιτούσαν την θάλασσα απέναντι, που είχε αρχίσει να κουνά ξανά τα σκάφη πάνω , κάτω και τα κατάρτια να κάνουν μετάνοιες σε ένα αόρατο βωμό. Αυτοί οι τελευταίοι, είχαν μια μελαγχολία, ζωγραφισμένη με τις ρυτίδες τους πάνω στο πρόσωπο. Κάπου, κάπου, ακουγόταν και κάποιος αναστεναγμός, ένα βαθύ και παρατεταμένο ξεφύσημα ή κάποιο μουρμουρητό. Στο βάθος κάποιοι πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, που από τον καιρό είχε μείνει μισό, έπαιζαν με μεγάλο πάθος κάποιο παιγνίδι, τυχερό παιγνίδι κι όλο φώναζαν, έτοιμοι ν’ αρπαχτούν στα χέρια. Οι κατσαρίδες στη γωνιά είχαν πολιορκήσει ένα κομμάτι ψωμί, μέχρι που πολτοποιήθηκαν από την σκληρή πατούσα κάποιου θαμώνα. Ακούστηκαν γέλια, ακούστηκαν αναστεναγμοί, ακούστηκαν απερίγραπτοι θόρυβοι… ο καπετάνιος σήκωσε τον κύλικα με το κρασί και «κατέβασε»  μονορούφι όλο το περιεχόμενο. Περίμενε λίγο, ίσως κάποιες ερωτήσεις από τους δυό ταξιδιώτες, σκούπισε το στόμα με την ανάστροφη της παλάμης του και έκανε να μιλήσει, όμως τον διέκοψε ο κάπελας που πέταξε ένα σκεύος με ψωμί, σύκα και ξερά κρεμμύδια, πάνω στο τραπέζι, που βρισκόταν δυό βήματα παραπέρα. Τους κοίταξε και τους τρείς βλοσυρά, κάτι μουρμούρισε ή μάλλον μούγκρισε μέσα από τα δόντια και έσυρε αργά τα βήματά του στο βάθος της κάμαρας. Ο καπετάνιος χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι σε ένα λαχταριστό κόκκινο κρεμμύδι. Το δάγκωσε με δύναμη και ευχαριστήθηκε με την τραγανή μπουκιά. Άρχισε να μιλάει, κάνοντας πολλές κινήσεις με τον δείκτη του χεριού του:
-«Επειδή βρέχει, όπως είπα και πιο πριν, οι επισκευές θα καθυστερήσουν λίγο ή και πολύ ακόμα, μόνο ο Ποσειδώνας ξέρει!», έκανε μια κίνηση σηκώνοντας τα χέρια προς τα πάνω. «Πάντως μόλις τα καταφέρουμε, θα φύγουμε αμέσως και αν αναχωρήσουμε… σε μισή μέρα θα είμαστε στην Ποθαία. Ας σταματήσει όμως πρώτα ο ουρανός τα νερά του»
Ο Λάφιλος δεν απάντησε, κατανοούσε ακριβώς τι του έλεγε ο ναυτικός, μόνο έσκυψε το κεφάλι και προσπάθησε να αφοσιωθεί στο κρασί του και το φαγητό. Ο Αμεινίας, με μπουκωμένο το στόμα δεν ήξερε τι ακριβώς να ρωτήσει, καταλάβαινε ότι το πρόβλημα ήταν μεγάλο, αλλά τα σύκα με την γλύκα τους, τον είχαν συναρπάσει. Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκαν δυό χοντρές γυναίκες με μεγάλα χείλια και φουσκωτά στήθια. Τα βρώμικα ιμάτιά τους, ήταν σηκωμένα για να δείχνουν προκλητικές, μάλιστα της μιας φαινόταν το αιδοίο σχεδόν ξεκάθαρα. Προχώρησαν γύρω από όλες τις παρέες και χάιδευαν όσους από τους θαμώνες, φαινόταν ότι μπορεί να έχουν λεφτά επάνω τους. Πλησίασαν και την παρέα των τριών φίλων και αγκάλιασαν τον καπετάνιο. Εκείνος ανταποκρίθηκε στην γυναίκα που κάθισε στα γόνατά του, την φίλησε με πάθος στο στόμα και έχωσε το χέρι του ανάμεσα στους μηρούς της. Πρέπει να την τσίμπησε δυνατά κοντά στο εφηβαίο γιατί εκείνη φώναξε λίγο, αναπηδώντας πάνω στα πόδια του και κάτι του είπε χαμηλόφωνα στα αυτί. Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι καταφατικά και της χούφτωσε την περιφέρεια, την ώρα που η γυναίκα, έκανε νόημα στη φίλη της να πλησιάσει. Ο άντρας αγκάλιασε και τις δυό και κάνοντας μια μικρή ειρωνική υπόκλιση στους φίλους του, τις πήρε και απομακρύνθηκε προς την πόρτα: «Μας καλεί η φύση….», φώναξε πάνω από τον ώμο του.
Το απόγευμα η βροχή σταμάτησε απότομα λες και κάποιος έκλεισε τους ασκούς του ουρανού. Ένας χλωμός ήλιος χαμογέλασε στους ανθρώπους, ανίκανος να δώσει όμως αισιόδοξη υπόσχεση. Οι ναύτες ήταν όλοι στα πόστα τους, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς αφού ο γνωστός, ημίγυμνος καπετάνιος τους, έβριζε και έστελνε διαταγές προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι μαραγκοί, κουβαλούσαν και αντικαθιστούσαν σανίδες στα πλαϊνά του σκάφους, ίσιωναν το πάνω μέρος του καταρτιού και προσπαθούσαν να αλλάξουν τα σκοινιά που είχαν σπάσει στην καταιγίδα. Εργαλεία ήταν πεταμένα ολούθε στο κατάστρωμα, σκοινιά και καρφιά, πανιά και κουβάδες μα λίπος. Φωνές από παντού, χτυπήματα σφυριών η μονότονη φωνή της σμίλης, δημιουργούσαν ένα ηχητικό κομφούζιο. Ο Λάφιλος προσπαθούσε να βοηθήσει όσο μπορούσε, αλλά βοσκός ήταν όχι ναυτικός. Η βοήθειά του, μάλλον μπελάς ήταν παρά αυτό που ήθελε να προσφέρει. Οι δουλειές προχωρούσαν γοργά και η νύχτα τους βρήκε σχεδόν έτοιμους. Οι τελευταίες δουλειές τακτοποιούνταν με το φως της μεγάλης φωτιάς στην παραλία. Ο καπετάνιος έδειχνε αρκετά ζωηρός και ανανεωμένος μετά την πρωινή αντρική του εκτόνωση.  Χαμογελούσε και χάιδευε τα γένια του όλο αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Με το πρώτο φως της μέρας, άνοιξαν πανιά και οι κωπηλάτες τράβηξαν, αργά στην αρχή, πιο γρήγορα στη συνέχεια τα κουπιά τους, δίνοντας ρότα στο πλοίο. Η θάλασσα τους έκανε το χατίρι να παραμείνει ήσυχη, σαν γυναίκα που ακόμα κοιμάται σε νυφικό κρεβάτι. Το νερό ήταν λαχταριστό για κάποιον που είχε δέσει τη ζωή του με αυτό. Διάφανο και λεπτό σαν γυαλί, έδειχνε σε μεγάλο βάθος τις πέτρες του βυθού. Είχαν περάσει περίπου τρεις ώρες, όταν στη αριστερή  πλευρά του πλοίου, φάνηκε το νησί της Καλύμνου, με τον ήλιο που εν τω μεταξύ είχε ανέβει αρκετά και έλουζε τα ξερά βουνά της. Το μεσημέρι, με πολύ καλό καιρό, έφτασαν στην Ποθαία, το λιμάνι της Καλύμνου και έδεσαν στον μόλο. Μόνο που δεν φίλησε το χώμα ο Λάφιλος σαν κατέβηκε και τα πόδια του ένιωσαν το πάτριο έδαφος. Ο Αμεινίας έκανε σαν τρελό κατσικάκι, από την φοβερή έκρηξη αδρεναλίνης μέσα του. Έτρεχε από την μια άκρη του λιμανιού στην άλλη, πήδαγε στον αέρα, φώναζε και γελούσε σαν τρελός. Κοντά στα λιμανίσια καπηλειά, είδε τον φίλο του τον Αγάθωνα τον σγουρομάλλη και χάθηκε προς την μεριά του. Ο Λάφιλος  χαμογέλασε, τον άφησε να φύγει και ευχαρίστησε τον καπετάνιο που τους στάθηκε έτσι. Πήρε το δισάκι του στον ώμο και στράφηκε προς το δρόμο του σπιτιού του, σκεπτόμενος την χαρά των δικών του. Έσκυψε το κεφάλι και άφησε το λιμάνι πίσω του. Ο αέρας σήκωσε πολλή σκόνη που έκρυψε το μονοπάτι μπροστά του.
-«Λοιπόν; Ο άντρας που πολέμησε τους βαρβάρους και που η ιστορία θα γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα, γύρισε στον τόπο του;», η φωνή ακούστηκε πίσω του μελωδική κι ευχάριστη. Ερχόταν από την ανηφόρα της «γριάς», όπως την λέγαν στο νησί. Ο Λάφιλος την ήξερε, του έφερνε ωραίες εικόνες στο μυαλό η χροιά αυτής της φωνής. Άφησε ρο δισάκι του να κυλήσει από τον ώμο και να πέσει με ένα γδούπο στο χώμα, σηκώνοντας ένα μικρό συννεφάκι σκόνης. Έκλεισε τα μάτια του και τέντωσε την μέση, που από την αδρεναλίνη, είχε αρχίσει να τρέμει. Φοβήθηκε και χάρηκε μαζί. Με τέτοιο φόβο που δεν είχε νιώσει ούτε στην παραμονή της μάχης. Προσπάθησε να ελέγξει την ανάσα του, τους χτύπους της καρδιάς του και την άκρατη επιθυμία να τρέξει κοντά σε αυτή την φωνή. Δεν χρειάστηκε όμως τίποτα απ’ όλα αυτά, καθώς ένιωσε την φωνή να τον έχει πλησιάσει  και την ανάσα να του καίει το σβέρκο. Δεν άντεξε άλλο. Γύρισε απότομα με τα χέρια ανοικτά και έριξε στην αγκαλιά του, το μόνο στήριγμα που είχε τόσο καιρό στο ταξίδι του, στην περιπλάνησή του, στη μάχη. Η Πασιφάη, γέλασε και δεν αντιστάθηκε καθόλου. Τον έσφιξε με τα ολόλευκα μπράτσα της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του με τέτοια μανία, που αίμα κύλησε στο λαιμό τους. Όμως το μόνο που τους ένοιαζε, ήταν πως οι γλώσσες τους θα μπορούσαν να πάρουν περισσότερα από τον άλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου