Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Το νηπιαγωγείο, ένα σύμπλεγμα έξη αιθουσών που έμοιαζαν με μικρές βίλες, με τους τοίχους ζωγραφισμένους σε έντονα χρώματα, έμοιαζε έρημο. Οι πόρτες ολάνοιχτες, οι αυλές άδειες από παιδικές φωνές και τρεξίματα και οι ήρωες του Ντίσνεϊ στους τοίχους, χωρίς την προσοχή των πιτσιρικιών. Μια βρύση είχε παραμείνει ανοικτή και το νερό έτρεχε στην γούρνα της και κατέληγε στο τσιμεντένιο προαύλιο. Ο Γιώργος στάθηκε στη μέση του προαυλίου και έψαξε με το βλέμμα του ολόγυρα. «Μα που είναι  όλοι;», αναρωτήθηκε έντρομος τώρα. «Τι συμβαίνει τέλος πάντων; Τέλειωσαν οι άνθρωποι; Που είναι; Τι συμβαίνει; Κάποια κακόγουστη φάρσα κάνετε;», φώναξε δυνατά με όση δύναμη του έδινε η απελπισία του. Απάντηση βέβαια δεν πήρε από πουθενά. Άρχισε να τρέχει στις αίθουσες και να τις ψάχνει μια προς μια . Πουθενά κανείς. Τα παιγνίδια, τα καθίσματα, τα μαξιλάρια των παιδιών, όλα ήταν στη θέση τους, μα άνθρωπος πουθενά. Το γραφείο του διευθυντή άδειο κι αυτό, όπως και το δωμάτιο του προσωπικού. Τον είχε πιάσει πονοκέφαλος, δεν ήξερε τι να κάνει, που να πάει, τι να υποθέσει. Δεν το χώραγε ο νους του, δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Εκτός κι αν είχε πέσει ατομική βόμβα ή κάτι τέτοιο… αλλά αυτός; Πως είχε μείνει ζωντανός και αλώβητος; Μπήκε και στις τουαλέτες, αλλά κι εκεί… τίποτα. Κάθισε στις φτέρνες του και έσφιξε τους ώμους. Έριξε ένα χαστούκι στο πρόσωπο του, μήπως και κοιμόταν ακόμα, αλλά πόνεσε. Κάτι μέσα του τον προειδοποιούσε για κάτι άσχημο, κάτι αποτρόπαιο. «Δεν μπορεί να εξαφανίστηκαν όλοι…», μονολόγησε με κάποια δόση τρέλας στη φωνή του. Tα μάτια του θόλωσαν από κάποια δάκρυα που ανέβηκαν ξαφνικά από το βάθος της ψυχής του. Τον έπιασε απελπισία.
Βγήκε στον δρόμο και κοίταξε πάνω κάτω. Χωρίς να καταλαβαίνει καλά τι έκανε, άρχισε να φωνάζει τα παιδιά του και την Χαρά. Αφουγκράστηκε για ανταπόκριση. Εις μάτην όμως. Μόνο το θρόισμα των φύλλων των δέντρων του απαντούσε. Άρχισε να περπατάει στην αρχή με αργό βήμα για να καταλήξει να τρέχει σαν τρελός. Μετά από ένα τέταρτο λαχάνιασε και έκοψε την ταχύτητά του, μέχρι που σταμάτησε κάτω από μια μεγάλη ελιά. Προσπάθησε να πάρει ανάσα και ένιωσε ένα οξύ πόνο στο στήθος. Έκλαιγε; Με τις παλάμες του, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια.
-«Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε……………….. κανείς;», φώναξε δυνατά. Προχώρησε και άλλο, μέχρι που φάνηκε η Μεσογείων. «Λεωφόρος είναι…», σκέφτηκε, «… όλο και κάποιον θα δω, να μάθω τι γίνεται. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκαν όλοι!...». Άρχισε πάλι να τρέχει, ο δρόμος ερχόταν σε κάθε βήμα και πιο κοντά, η καρδιά του πήγε να σπάσει. Έφτασε και από συνήθεια κοίταξε και από τις δυό μεριές για τυχόν αυτοκίνητο. Το θέαμα τον αποκάρδιωσε. Ο δρόμος ήταν άδειος από ανθρώπους. Κάποια αυτοκίνητα εγκαταλειμμένα στο οδόστρωμα, κάποια είχαν συγκρουστεί και λες και όλα τα είχαν αφήσει με βιασύνη, απερίσκεπτα ή καλύτερα σαν ξαφνικά να είχαν εξαφανιστεί οι οδηγοί τους την ώρα που έτρεχαν στο οδόστρωμα. Έψαξε όλα τα αμάξια που ήταν κοντά του. Δεν βρήκε κανέναν, ούτε ίχνη αίματος, ούτε προσπάθεια να είχε κάνει κάποιος να αμυνθεί. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε στο βάθος του δρόμου. Η ίδια εικόνα παντού. Κάποιες φωτιές που είχαν αρπάξει, πιθανώς από συγκρούσεις αυτοκινήτων, γέμιζαν τον ουρανό με την μαυρίλα τους. Η μυρωδιά της βενζίνης πλανιόταν στον αέρα σαν θυμίαμα σε ένα παράξενο βωμό. Ο Γιώργος συνέχισε να περπατά ανάμεσα στα αυτοκίνητα, ακόμα και στα στενά δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Η κατάσταση ίδια, λες και εξαφανίστηκαν, εξαϋλώθηκαν οι άνθρωποι, απότομα και απροειδοποίητα. Εκείνος όμως; Αυτή την ερώτηση θα την έκανε πολλές φορές στο μέλλον. Τα φανάρια λειτουργούσαν αφού και το ηλεκτρικό ρεύμα λειτουργούσε παντού. Δεν είχε δίπλωμα οδήγησης, κάτι που δεν το ήθελε ποτέ, δεν ήξερε να οδηγεί, όμως τώρα έπρεπε να το κάνει. Ήξερε πως οδηγούν και θέλησε να μπει σ’ ένα αυτοκίνητο, πρώτα όμως έπρεπε να εξακριβώσει αν αυτό συνέβαινε και αλλού. Το κινητό του τηλέφωνο, το είχε ξεχάσει στο σπίτι πάνω στη φούρια του. Έψαξε και σε κάποιο αμάξι, στη θέση του συνοδηγού, βρήκε ένα, το οποίο ήταν ακόμα συνδεδεμένο με τον αριθμό που είχε καλέσει ο κάτοχος του. Προσπάθησε… :
-«Ναι; Είναι κανείς στη γραμμή;…», φώναξε με απελπισία. «… με ακούει κανείς;», ρώτησε προσπαθώντας ν’ ακούσει και τον παραμικρό ήχο. Άδικα. Ήταν νεκρό… Κοίταξε την οθόνη του κινητού και είδε τα λεπτά κλήσης. Η οθόνη έγραφε τέσσερις ώρες και δώδεκα λεπτά. Με το μυαλό του υπολόγισε ότι αυτή η ξαφνική εξαΰλωση, δεν ήξερε πώς να την πει, έπρεπε να είχε γίνει κατά τις πέντε τα ξημερώματα, αφού το ρολόι του τώρα έδειχνε εννέα και τέταρτο. Προχώρησε προς το επόμενο αυτοκίνητο και εδώ είδε μια ένδειξη προ εξαφάνισης των ανθρώπων. Μια γόπα από τσιγάρο πάνω στο κάθισμα, είχε κάνει μια μεγάλη τρύπα στο ύφασμα και μια μακριά μαύρη γραμμή. Του έκανε εντύπωση που οι μηχανές των οχημάτων ήταν σβηστές, ενώ όπως το υπολόγισε, αν είχαν εξαφανιστεί οι άνθρωποι τόσο απότομα, έπρεπε να είχαν μείνει αναμμένες. Γύρισε το κλειδί που ήταν στη μίζα του αυτοκινήτου και η μηχανή ανταποκρίθηκε άμεσα. Με το κινητό αυτό, προσπάθησε να πάρει το γραφείο και μετά την αδερφή του. Πάλι κανείς δεν το σήκωσε. Πέταξε το κινητό με μανία στο κάθισμα. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από το να περπατήσει ανάμεσα στα ακινητοποιημένα οχήματα και να προσπαθήσει να βρει μια ένδειξη ζωής. Αλλά όσο κι αν περπατούσε, δεν έβρισκε τίποτα που να τον ενθαρρύνει. Άρχισε να γελάει, λες και Θεϊκή τρέλα είχε καταλάβει το μυαλό του. «Δεν μπορεί, σε όνειρο είμαι, σε λίγο θα ξυπνήσω, δεν … μπορεί, σε λίγο η Χαρά θα με φιλήσει… τα παιδιά θα τρέξουν να μου πουν καλημέρα… δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που ζω, όχι – όχι, εφιάλτης είναι…», μονολόγησε. Μα η ώρα που πέρναγε του αποδείκνυε το αντίθετο. Ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι καθαρός και τα νερά από την χθεσινοβραδινή καταιγίδα είχαν στεγνώσει στους δρόμους. Ο αέρας αν και κρύος δεν ήταν δυσάρεστος, τον έκανε να νιώθει ζωντανός. Είδε το μεγάλο νοσοκομείο μπροστά του. Διέκρινε την επιγραφή στην πρόσοψη: «Ερρίκος Ντυνάν», το ήξερε και αποφάσισε να μπει μέσα. Κι εδώ η ίδια ερημιά, ίσως πιο τραγική ακόμα, αφού βρήκε σύριγγες πεσμένες στο πάτωμα με το φάρμακο ακόμα μέσα, κρεβάτια που η κατάσταση των σεντονιών έδειχναν ότι κάποιος ήταν ξαπλωμένος πάνω τους, οροί που έσταζαν στον αέρα σταγόνα – σταγόνα το υγρό τους και μηχανήματα που λειτουργούσαν κανονικά μόνο που οι ενδείξεις τους ήταν μηδενικές. Κατέβηκε στα χειρουργεία, το φως ήταν αναμμένο στους μεγάλους προβολείς και τα εργαλεία ειδικά τα νυστέρια και δυό λαβίδες είχαν καταλήξει στο μάρμαρο του πατώματος. Τα σωληνάκια και τα καλώδια από τα μηχανήματα υποστήριξης ζωής, ακουμπούσαν πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, ενώ κάποια κινούνταν αιωρούμενα λίγο πριν ακουμπήσουν στο δάπεδο. Λες και όλοι εξαφανίστηκαν την ώρα κάποιας εγχείρησης.
 Δεν ήξερε τι να πει και τι να υποθέσει πια. Ήρθε στο μυαλό του η εικόνα της μικρής Τόνιας και της παιγνιδιάρας Μαιρούλας του, στην αγκαλιά της μαμάς τους όταν του έλεγαν καληνύχτα την προηγούμενη βραδιά. Γονάτισε και άφησε το σώμα του να παραδοθεί στο κλάμα με ένα τρέμουλο, σαν ψάρι έξω από το νερό. Η απελπισία τον έκανε να βλέπει θολά, κάποια στιγμή νόμισε ότι διέκρινε κάποια κίνηση στην άκρη του διαδρόμου έξω από το χειρουργείο. Σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια και έκανε να τρέξει προς τα εκεί. Παραπάτησε και έπεσε με γδούπο στο δάπεδο, ξανάπεσε άλλες δυό φορές αφού δεν μπορούσε να ελέγξει τα πόδια του. Κι όταν έφτασε επιτέλους στο σημείο εκείνο, το μόνο που είδε, ήταν ένας μεγάλος φίκος που κυμάτιζε τα κλαδιά του στην πνοή του αέρα που έμπαινε από κάποιο ξεχασμένο ανοικτό παράθυρο. Γονάτισε και χτύπησε τα χέρια κάτω. Πόνεσε και αυτό κάπως τον έκανε βρει την αυτοκυριαρχία του. Βγήκε από το νοσοκομείο και έβαλε το χέρι στα μάτια να αποκρούσει κάποια ακτίνα του χειμωνιάτικου ήλιου, που παραδόξως σήμερα, ήταν πολύ δυνατός. Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά, αν υπήρχε άλλος άνθρωπος στην πόλη.
Στον δρόμο, βρήκε ένα αυτοκίνητο, τα κλειδιά ήταν στη μίζα και αποφάσισε να οδηγήσει για πρώτη φορά στη ζωή του. Τι είχε να χάσει; Και να το τράκαρε, δεν φαινόταν κανένας ιδιοκτήτης να του ζητήσει ευθύνες. Κάθισε και προσπάθησε να βολευτεί με την αδεξιότητα του άπειρου. Ήξερε τους βασικούς κανόνες της οδήγησης και δεν άργησε να κάνει τα πρώτα μέτρα. Δεν απέφυγε μια μικροσύγκρουση με ένα αναποδογυρισμένο ημιφορτηγό, αλλά, μετά από πολλά «σβησίματα» της μηχανής, έφτασε στο Σύνταγμα. Εκεί ανακάλυψε ότι τα αυτοκίνητα, άλλα αναποδογυρισμένα, άλλα καμένα, άλλα κάθετα στο οδόστρωμα, έκαναν αδύνατη την κίνηση του. Με τα πόδια, συνέχισε το δρόμο του και έφτασε στο γραφείο μετά από δεκαπέντε λεπτά. Η ολάνοιχτη πόρτα προμήνυε για το θέαμα που επρόκειτο να δει. Το άδειο γραφείο, με πολλά πράγματα πεταμένα πάνω στη χοντρή κόκκινη μοκέτα αποτέλεσμα της δουλειάς της πρωινής καθαρίστριας, τα παράθυρα μισάνοιχτα, ήξερε ότι αυτό ήταν βραδινή συνήθεια της Αγλαΐας, για να ξεμυρίσει όπως  έλεγε από το τσιγάρο και το γραφείο του τακτοποιημένο όπως συνήθιζε εκείνος να το αφήνει. Κάθισε στην καρέκλα του και οι εικόνες της καθημερινότητας πλημμύρισαν το μυαλό του. Η Αγλαΐα με την δερματική αρρώστια  που της γέμιζε το πρόσωπο σπυριά, να κρατάει συνέχεια φακέλους και ρολά με σχέδια, η μικρή Ιουλία, το κορίτσι που μόλις είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο και προσελήφθη σαν μαθητευόμενη μηχανολόγος, αλλά το μόνο καθήκον μέχρι τώρα ήταν οι καφέδες και τα αναψυκτικά και καμιά φορά … μια ωραία υποδοχή στους πελάτες, εκμεταλλευομένη το ωραίο χαμόγελο και τα ολόασπρα δόντια της. Πιο μέσα… «έβλεπε» τον κυρ Μιχάλη, έτσι τον αποκαλούσαν όλοι λόγω των εξήντα χρόνων που βάρυναν την πλάτη του, να δουλεύει σκυμμένος πάνω στο σχεδιαστήριο και τον Ευθύμη, τον νεαρό κομπιουτερά που όλη μέρα, όλο και κάτι έκανε με το ποντίκι του, απλά σε δουλειά να βρίσκεται. Έριξε την ματιά του στον μεγάλη σεφλέρα που είχε «κατακτήσει» όλη την ανατολική πλευρά του γραφείου και είχε στρέψει τα φύλλα της στο τετράγωνο παράθυρο. Δεν ήξερε αν όλα και όλους αυτούς τους φίλους και συνεργάτες θα τους ξανάβλεπε ποτέ. Πήγε στο καταψύκτη, αυτόν τον Αμερικάνικου στυλ καταψύκτη με την μεγάλη γαλάζια μπουκάλα από πάνω κι έβαλε ένα ποτήρι νερό να πιεί. Το παγωμένο υγρό κύλησε και ένιωσε την δροσιά του στο στομάχι. Ανακουφίστηκε και προσπάθησε να δει τι έπρεπε να κάνει. Σήκωσε το τηλέφωνο και προσπάθησε να καλέσει κάποιους γνωστούς. Αν και το άφησε να κουδουνίζει αρκετή ώρα, κανείς δεν απαντούσε. «Μα τον βλάκα…», μονολόγησε, «… τι κάνω; Την αστυνομία να πάρω, αμέσως…». Διαπίστωσε ότι ούτε εκεί  το σήκωσε κανείς. Μόνο ο τηλεφωνητής απαντούσε με την μονότονη φωνή του. «Κάτι είναι κι αυτό…», κάθισε και προσπάθησε ν’ απολαύσει την μηχανική φωνή, «… κάποιος μου μιλάει…», γέλασε με αυτό που είπε και άναψε τσιγάρο. Η μικρή στήλη καπνού που ανέβαινε σαν γαλάζιο σύννεφο προς το ταβάνι, ήταν το μόνο που κινιόταν έξω απ’ αυτόν. Λες και έβλεπε κάτι ζωντανό, άρχισε να την κοιτάζει και… και να την ευγνωμονεί!
Το στομάχι του άρχισε να τον ενοχλεί, ένιωθε να καίει και του ήρθε μια τάση για εμετό. Πήγε στην τουαλέτα και έσκυψε πάνω από την λεκάνη, προσπαθώντας ν’ αδειάσει το στομάχι του. Δεν είχε φάει τίποτα από το πρωί και γι αυτό απόρησε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι τον πείραξε. «Ίσως το κρύο νερό καταχείμωνο…», σκέφτηκε, ενώ προσπαθούσε. Ο λαιμός του είχε φουσκώσει από την προσπάθεια και τα μάτια του τον έτσουζαν. Κάποια στιγμή κατάφερε να βγάλει ένα κίτρινο υγρό, πικρό σαν κινίνο και λίγο αίμα από τον λαιμό που είχε γδαρθεί. Έπεσε με γδούπο στο πάτωμα, δίπλα από την λεκάνη και έπιασε το κεφάλι του με τα δυό χέρια. Ο πανικός άρχισε για άλλη μια φορά να τον καταβάλλει, να τον πνίγει. Ένιωσε δειλός και ανίσχυρος. Μετά από είκοσι λεπτά περίπου, έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο και το κρύο τον συνέφερε. Τα δάχτυλα του είχαν ασπρίσει από το σφίξιμο του νιπτήρα και το πρόσωπο που τον αντίκριζε από τον καθρέφτη, δεν μπορεί να ήταν δικό του, ήταν τα μούτρα ενός γέρου. «Κι αν είμαι ο μόνος;», αναρωτήθηκε πιο πολύ για να πάρει απάντηση από τον ίδιο του τον εαυτό: «δεν μπορεί, δεν μπορεί… θα υπάρχουν κι άλλοι… όπως εγώ… δεν μπορεί»
Πήρε ένα μικρό μαγνητοφωνάκι που βρήκε στο γραφείο της Ιουλίας, δεν κατάλαβε κι εκείνος τι το ήθελε και βγήκε στον δρόμο, ρίχνοντας ματιές παντού, αφουγκραζόμενος  για τυχόν ήχους ανθρώπινης προέλευσης. Μάταια! Άρχισε να περπατάει προς την περιοχή του Θησείου, μόνος με τα μοναχικά ερείπια των αρχαίων ναών και την σκιά της  Ακρόπολης. Περπατούσε μες την μέση του δρόμου, λες και προσπαθούσε να καταπατήσει τους νόμους που του είχαν μάθει από μικρό παιδί, οι γονείς, το σχολείο, η κοινωνία. Σταμάτησε στην είσοδο της αρχαίας αγοράς και στύλωσε τα μάτια στο μικρό μονοπάτι που οδηγούσε ψηλά στον Παρθενώνα. «Ε,εεεεεεεεεεεεεεε, ρεεεεεεεεεεεεεεεε…», φώναξε για δεύτερη φορά εκείνη την μέρα. Και πάλι του απάντησε η σιωπή κι ο αγέρας. Κοίταξε τον ήλιο ψηλά στον ουρανό και  τον είδε να χλομιάζει από δυό μεγάλα γκρίζα σύννεφα. Άρχισε να μυρίζει και πάλι βροχή. Περίμενε για λίγο, μέχρι που οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να χοροπηδούν στο χώμα δίπλα του. Δεν ήθελε να κρυφτεί σε κάποιο από τα μαγαζιά, ήθελε να μείνει έξω στους δρόμους. Πρόσεξε ότι δεν είχε το παλτό μαζί του, το είχε αφήσει στο γραφείο και έτσι άρπαξε το τραπεζομάντιλο από ένα τραπεζάκι, πετώντας κάτω το τασάκι και την αλατοπιπερίερα. Το φόρεσε σαν μανδύα, προστατεύοντας και το κεφάλι και συνέχισε τον δρόμο του. Βγήκε στην εμπορική οδό, εκεί που ήταν τα καταστήματα με τα ρούχα και τα παπούτσια, βρήκε ένα μαγαζί που πουλούσε είδη ορειβασίας και εκδρομών. Με ένα τούβλο, έσπασε την βιτρίνα, μπήκε μέσα και προσπάθησε να βρει κάτι για την βροχή. Ένιωθε σαν κλέφτης και συνέχεια, έριχνε κλεφτές ματιές προς την πόρτα, ενώ ο συναγερμός χτυπούσε δαιμονισμένα. Το στρατιωτικό παντελόνι, προϊόν κάποιας γνωστής μάρκας του έπεσε καλά στην μέση και για το κόντεμα, χρησιμοποίησε το συρραπτικό μηχάνημα. Πήρε και μπότες και μπουφάν και … απ’ ότι χρειαζόταν. Γελώντας, έκανε τον λογαριασμό από τα καρτελάκια που κρέμονταν απ’ τα ρούχα και είδε ότι το γούστο του τελικά, ήταν πολύ ακριβό. Χαμογέλασε: «ποτέ δεν θα μπορούσα να τα αγοράσω σε άλλη περίπτωση…» μονολόγησε.
Το πρώτο αυτοκίνητο που βρήκε μπροστά του έγινε το μεταφορικό του μέσο. Δεν είχε πια σημασία που πήγαινε, απλά αποφάσισε να ψάξει, όσα πιο πολλά μέρη μπορούσε. Σταμάτησε σε μια διασταύρωση, στη μέση του οδοστρώματος και κοίταξε τον ορίζοντα μπροστά του. Ευτυχώς που τα δέντρα κουνιούνταν στο αέρα και έβλεπε κίνηση, κάποια κίνηση. Έβαλε τα χέρια στην τσέπη του μπουφάν και βρήκε τα τσιγάρα του, άναψε ένα και μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου, προσπάθησε να μετρήσει τις σταγόνες της βροχής, που χτυπούσαν με δύναμη, σχηματίζοντας μικρές κορώνες. Αριστερά του μια εκκλησία, στεκόταν περήφανη ανάμεσα σε μεγάλα πεύκα και ο «χρυσός» σταυρός πάνω στον τρούλο, φαινόταν να τον ειρωνεύεται. Ένιωσε τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα και τα μάτια του να βλέπουν θολά. Η μικρή Τόνια και η Μαιρούλα του, ήρθαν στο νου του, στην αγκαλιά της Χαράς … του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου