Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα και με το δεξί του χέρι πιασμένο από την στάση που είχε πάνω στην πολυθρόνα. Έκανε όσο πιο ήσυχα μπορούσε, προσπαθώντας ν’ αφουγκραστεί τον χώρο γύρω του. Η σιωπή τον συνόδευε, όπως και δω και λίγες μέρες. Χαμογέλασε στην ανάμνηση του ονείρου και ανακάθισε, κοιτώντας από μακριά, έξω από το παράθυρο του ξενοδοχείου. Δεν κοίταξε το ρολόι του, δεν είχε άλλωστε και σημασία η ώρα, θα μπορούσε να κάνει ότι ήθελε, όποτε ήθελε, όπως ήθελε. Στην τουαλέτα, έριξε νερό στο πρόσωπο του, διάλεξε το κρύο και ακούμπησε με τα δυό χέρια στον νιπτήρα σκύβοντας το κεφάλι. Δεν του άρεσε αυτός που τον παρακολουθούσε στον καθρέφτη. Αυτός ο ρυτιδιασμένος και άσχημος, σχεδόν γέρος αξύριστος άντρας.
Έψαξε στην κουζίνα και βρήκε κάποια από τα εδέσματα που κάποτε προσέφεραν στους πολύ πλούσιους πελάτες και τα καταβρόχθισε χρησιμοποιώντας τα γυμνά του χέρια. Ξαφνικά τίποτα δεν είχε αξία ή σημασία. Καταλάβαινε ότι έπρεπε να ψάξει για άλλους επιζώντες (;). Χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί, άρχισε να ερευνά πάλι όλους τους χώρους του μεγάλου κτιρίου. Άνοιξε όλα τα δωμάτια, ένα προς ένα, τους θαλάμους του προσωπικού αλλά και να αναστατώνει όλους τους κοινόχρηστους διαδρόμους και βεράντες. Βρήκε διάφορα πράγματα που σε άλλες στιγμές θα τον ενδιέφεραν ίσως και να επιθυμούσε, μόνο που τώρα ήταν απλά πράγματα.
Ο αέρας σαν βγήκε στον δρόμο ήταν παγωμένος και σήκωσε την κουκούλα του μπουφάν, καλύπτοντας όλο το κεφάλι. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν μπορούσε να κάτσει άλλο μέσα στο κτίριο, ήθελε ακόμα και με κίνδυνο της ακεραιότητάς του, να περπατήσει, να αισθανθεί ζωντανός. Η Νάντια εισέβαλλε ξανά στο μυαλό του, ο Τάκης … ο Αη Γιώργης. Στάθηκε όρθιος σε κάποια στιγμή που γλίστρησε και πιάστηκε από το φανάρι που κοκκίνιζε ή πρασίνιζε το πεζοδρόμιο δίπλα. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Τα δάχτυλα ακούμπησαν το μικρό μαγνητόφωνο της Ιουλίας. Άκουσε την φωνή της πρώην συναδέλφου του και αυτό του έφερε μεγαλύτερη μελαγχολία. Η καλή του Ιουλία, η κατά συνείδηση (κατ’ επιλογή) γεροντοκόρη του γραφείου! Χαμογέλασε αμήχανα και παρακολούθησε την φωνή από το μηχάνημα να του μιλάει. Κατέβηκε στην κεντρική λαχαναγορά και βρήκε πολλά φορτηγά με διάπλατα ανοικτές τις πόρτες τους, να μην έχουν προλάβει να ξεφορτώσουν και πολλά καφάσια με λαχανικά και φρούτα ήταν πεταμένα, πολλά απ’ αυτά σπασμένα, στην άσφαλτο. Έπιασε ένα μήλο από κάτω και το έφερε στο στόμα του. Υπέθεσε ότι αφού δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό έξω από τα φυτά, γιατί να ζουν τα μικρόβια; Το δάγκωσε και πασαλείφτηκε με τα υγρά του φρούτου. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει και ήξερε ότι θα άρχιζε το μαρτύριο με την φαγούρα στον λαιμό, όμως δεν ήθελε να περιποιηθεί τον εαυτό του. Δεν έβρισκε κάποιο σοβαρό λόγο να το κάνει. Σκουπίστηκε με την ανάποδη του χεριού και το μανίκι του και συνέχισε την περιπλάνηση του στην άδεια χιονισμένη πόλη του. Τίποτα δεν άλλαζε την εικόνα που είχε σχηματιστεί στον νου του. Ακινησία και απόλυτη ησυχία. «Η κόλαση…», σκέφτηκε μελαγχολικά. Προχώρησε δεν του έμενε τίποτα άλλο να κάνει. Βάδισε  με αργό βήμα, είδε ότι δεν τον άφηνε στην πρότερη ζωή οι υποχρεώσεις του να δει. Μπήκε σε όποιο κτίριο και μέγαρο βρήκε μπροστά του, με την περιέργεια μικρού παιδιού. Ανακάλυψε υπόγειους αλλά και κρυφούς χώρους των μεγάρων, παράνομα στέκια για ναρκωτικά αλλά και τυχερά παιγνίδια. Μάλιστα σε μια αίθουσα, πολύ κάτω από το τελευταίο υπόγειο ενός πάρκινγκ, ένα δωμάτιο είχε ρουλέτα, τραπέζια με χαρτιά ή ζάρια και πολλά ποτά στο μπαρ που κάποιοι δεν πρόλαβαν να απολαύσουν, μέσα στην απόλυτη πολυτέλεια που θα την ζήλευαν και τα διασημότερα καζίνο. Γέλασε με την ανακάλυψη του και έριξε μια ζαριά για να ανακαλύψει ότι έκανε πολύ σοφά που στην ζωή του ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με τον τζόγο. Κάπου αλλού, κοντά στην πλατεία Ομονοίας, το δωμάτιο που ανακάλυψε πίσω από ένα σωρό λαμαρίνες κι αυτό σε υπόγειο, είχε ολόκληρα ράφια με όπλα. Περίστροφα και μακρύκανα αυτόματα από την πρώην Σοβιετική Ένωση, ημιαυτόματα Αμερικάνικης προέλευσης και πλήθος από σφαίρες. Με μια πιο προσεκτική ματιά στο μικρό γραφείο στο κέντρο του χώρου, βρήκε προκηρύξεις κάποιας άγνωστης τρομοκρατικής οργάνωσης και μερικά πακέτα με χαρτονομίσματα. Δεν το περίμενε αυτό, αλλά προσπάθησε να χωνέψει ότι πολλά θα έβρισκε που δεν θα τα φανταζόταν καν. Κοίταξε προσεκτικά τα όπλα και αποφάσισε να πάρει ένα, κι ο ίδιος δεν ήξερε τι θα του χρειαζόταν, αλλά η μοναξιά του…
Το φόρεσε σε μια θήκη στη μέση του και προσπάθησε να μιμηθεί το βάδισμα των καουμπόηδων που τόσες φορές είχε θαυμάσει στις Χολιγουντιανές ταινίες. Ευχαριστήθηκε, αν και το όπλο δεν έμοιαζε των ταινιών και αποφάσισε να συνεχίσει την εξερεύνηση. Μέσα στο απίστευτα πια πυκνό χιόνι, λίγο πιο κάτω, βρήκε μια τράπεζα με την πόρτα ανοικτή και τον συναγερμό να προσπαθεί ν’ ακουστεί, βγάζοντας ένα μούγκρισμα βραχνιασμένου βοδιού, αφού  μάλλον οι μπαταρίες του έπνεαν τα λοίσθια. Παράξενο, αλλά το ρεύμα της τράπεζας έδειχνε να είναι κομμένο…
Έβγαλε το όπλο από την θήκη και πυροβόλησε στον αέρα, μόλις δυό μέτρα μακριά από το γκισέ. Γέλασε, «Θεέ μου, πόσο ήθελα να το κάνω…», μονολόγησε συνεπαρμένος ακόμα από τον ήχο του πυροβολισμού. Πήδηξε πάνω από τον πάγκο του ταμία και πυροβόλησε για δεύτερη φορά, για να εισπράξει ένα σπασμένο φως που έπεσε από την ψευδοροφή, πάνω στον ώμο. Έβρισε. Άνοιξε τα συρτάρια του ταμείου και έβγαλε όλα τα χαρτονομίσματα που βρήκε, τα πέταξε στον αέρα κι εκείνα, προσγειώθηκαν εκεί που κανονικά θα περίμενε σε ουρά ο κόσμος. Στο χρηματοκιβώτιο, στο διπλανό δωμάτιο, βρήκε πολλές δεσμίδες, που κι αυτές ακολούθησαν την μοίρα των προηγούμενων χρημάτων. Ένα μικρό λοφάκι είχε τώρα σχηματιστεί πάνω από το επιδαπέδιο σχέδιο με το σήμα της τράπεζας, στον χώρο υποδοχής. Ο Γιώργος κάθισε στο παγωμένο μάρμαρο, η πόρτα ήταν ακόμα ανοικτή και άναψε τσιγάρο. Τον έπιασε ένας δυνατός βήχας και έφτυσε ξεδιάντροπα ή όσο πιο ξεδιάντροπα μπορούσε χάμω. «Γαμώ τα μουνί που σας πέταγε…», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε προς την μεριά των γραφείων των διευθυντών και με τον αναπτήρα πήρε ένα χαρτονόμισμα και το άναψε. Το κοίταξε καλά  να γίνεται στάχτη από την γαλαζωπή φλόγα. «Κυρά Μαρία, πείναγες ε;», είπε περισσότερο με το νου παρά με το στόμα και έριξε το χαρτονόμισμα πάνω στον μικρό λοφίσκο μπροστά του. Τα υπόλοιπα χρήματα δεν άρπαξαν φωτιά και αναγκάστηκε να σηκωθεί και να προσπαθήσει πάλι. Ο καπνός που βγήκε μετά από λίγο, ενεργοποίησε το αυτόματο σύστημα πυρόσβεσης, (χρήσιμες που είναι οι αυτόματες μπαταρίες!) και χρειάστηκε να «βουτήξει» κάτω από ένα τραπέζι να μην βραχεί. Θα ήταν ολέθριο με τέτοιο χιόνι έξω. Η φωτιά είχε δυναμώσει τώρα και τον έκανε να χαρεί. Το είχε απωθημένο, είχε τραβήξει πολλά από τις τράπεζες και ανακάλυψε ότι ήταν κοντά στο να τον πιάσει μανία. Έριξε ένα τελευταίο πυροβολισμό, έτσι σαν αποχαιρετιστήριο και βρέθηκε να περπατά πάνω στο χιόνι. Η τετράγωνη πλατεία μπροστά του, ήταν ολόασπρη, άδεια και εντελώς βουβή. Όπως παντού άφαντοι όλοι και τα σκυλιά και τα περιστέρια και οι μετανάστες. Κατέβηκε στο υπόγειο σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, περπάτησε στις μεγάλες πλάκες και ανακάτεψε, δεν ήξερε γιατί, τις κουβέρτες  και τα χαρτόνια που κάποτε ήταν τα υπνωτήρια των άστεγων. Αναζήτησε τον καθαρό παγωμένο αέρα και έτρεξε στις εν λειτουργία, ακόμη, κυλιόμενες σκάλες. Πείνασε. Ευτυχώς ακόμα τα εστιατόρια μπορούσαν να τον προμηθεύσουν. Και στο πρώτο που βρήκε, ξέσπασε στο φαί και τις μπύρες. Είδε τον ουρανό και υπολόγισε ότι ήταν πια μεσημέρι, προσπαθούσε να μη δει το ρολόι του, έβγαλε το κινητό τηλέφωνο και προσπάθησε να πάρει … κάπου … οπουδήποτε. Το έκλεισε απογοητευμένος. Κάποιος θόρυβος, τον έκανε να πεταχτεί όρθιος, όμως ο αέρας απλά είχε σπάσει ένα παράθυρο στο πίσω μέρος.
-«Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, ….. άντε … υπάρχει κανείς;….», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Χτύπησε τις γροθιές του πάνω στο μεταλλικό τραπέζι κι άρχισε να κλαίει. Εξαντλήθηκε από την προσπάθεια, σηκώθηκε και αναποδογύρισε ότι έβρισκε μπροστά του. Τον έπιασε μανία καταστροφής, έσπασε το πόδι από ένα τραπέζι και χρησιμοποιώντας το σαν ρόπαλο, διέλυσε τα πάντα, μπουκάλια, πιάτα, ράφια, διακοσμητικά και βιτρίνες. Έκατσε αποκαμωμένος σε μια καρέκλα και προσπάθησε να πάρει ξανά τις ανάσες του.
Τα φώτα στους δρόμους άναψαν στην συγκεκριμένη ώρα τους, λες και κάποιος Θεός δεν ήθελε να τον αφήσει στο σκοτάδι. Ένα μικρό μηχανηματάκι σαν σκούπα που χρησιμοποιούσε ο Δήμος, είχε διπλώσει πάνω σε ένα φανάρι με τα κίτρινα του φώτα ακόμα να αναβοσβήνουν. Οι νιφάδες του χιονιού στροβιλίζονταν στον νυχτερινό αέρα και έκαναν την εικόνα του δρόμου θολή και απόκοσμη. Ο Γιώργος περπάτησε αργά τώρα προς την μεριά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, έτσι άσκοπα, όπως άσκοπα έκανε οτιδήποτε πια. Η ματιά του έπεσε πάνω σε ένα κίτρινο αυτοκίνητο που ήταν κάθετα παρκαρισμένο στην μέση του οδοστρώματος. Πλησίασε και ανακάλυψε πως το εσωτερικό του ήταν σαν ψυγείο. Μπήκε μέσα κι έβαλε μπροστά, χουχούλιασε για λίγο τα χέρια του και πάτησε το γκάζι. Το όχημα στρίγγλισε για κάποια απειροελάχιστη στιγμή, σπινάρισε πάνω στον πάγω του δρόμου και πετάχτηκε σαν κεραυνός μπροστά. Ήθελε να οδηγήσει γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν τον ένοιαζε η ζωή του, δεν σκεφτόταν τίποτα. Η αδρεναλίνη του είχε εκτοξευτεί στα ύψη και τα χέρια του σχεδόν έτρεμαν. Παρά τρίχα γλίτωσε την σύγκρουση με το αναποδογυρισμένο λεωφορείο στη «Ζίνα» και συνέχισε με όλη του την ψυχή συνεπαρμένη, στον ανοδικό δρόμο. Προσπάθησε να πάρει την στροφή προς τα Εξάρχεια, τα λάστιχα όμως με τόσο πάγο κάτω, τον απογοήτευσαν. Το αυτοκίνητο δεν μπόρεσε να κρατηθεί στην άσφαλτο και έπεσε με το πλάι, αρκετά ορμητικά, πάνω στις κολώνες μιας τράπεζας. Οι αερόσακοι άνοιξαν και σχεδόν τον έπνιξαν. Για κάποιο λόγο που και ο ίδιος μετά δεν θυμόταν, είχε φορέσει την ζώνη ασφαλείας κι έτσι βρέθηκε να αναστενάζει καθισμένος πίσω από το τιμόνι και τους ξεφούσκωτους αερόσακους. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο αριστερό του χέρι, λες και κάτι τον είχε τρυπήσει, κάτι που σύντομα διαπίστωσε ότι δεν ήταν αλήθεια και ένα τρομερό βάρος στο στήθος, λες και τον διαπέρναγε ηλεκτρικό ρεύμα κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Κοίταξε γύρω του και του φάνηκε πολύ δύσκολο να βγει έξω. Οι πόρτες είχαν στραβώσει και το παρμπρίζ, σπασμένο, τον είχε γεμίσει με αυτά τα μικρά κομματάκια γυαλιού. Κούνησε τα πόδια του και τα χέρια του. Κατάλαβε ότι τελικά όλα ήταν εντάξει, εκτός από τους πόνους. Με μεγάλη κούραση και επιμονή, πάντα ήταν επίμονος, σύρθηκε στο κάθισμα του συνοδηγού και άνοιξε την πόρτα. Μια παγωμένη ριπή αέρα και το χιόνι που όρμησε μέσα, του υπενθύμισαν ότι ήταν ακόμα ζωντανός. Θέλησε να ευχαριστήσει τον Θεό, αλλά το μετάνιωσε και έσφιξε τα δόντια να τραβήξει το σώμα έξω. Έπεσε με γδούπο στην άσφαλτο και σύρθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας μπροστά του. Δοκίμασε και τα κατάφερε να σταθεί όρθιος, χωρίς να πονάνε τα πόδια του και παραβίασε την πόρτα. Με τον ίδιο τρόπο μπήκε και στο πρώτο διαμέρισμα του ισογείου. Η μεγάλη αφίσα του Μπομπ Μάρλεϊ τον υποδέχτηκε με εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα. Έμεινε ξαπλωμένος πάνω στην μοκέτα της εισόδου κι έκλεισε την πόρτα με το πόδι, να μην μπαίνει αέρας. Η θέρμανση δούλευε και άρχισε να συνέρχεται. Ακούμπησε το κεφάλι κάτω , ένοιωθε μια δυσφορία και άφησε τον εαυτό του να πέσει σε ένα βαθύ λήθαργο. Παρακάλεσε να δει τα παιδιά του, κάτι αναστέναξε και αφέθηκε.
Η ακτίνα του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο, τον ενοχλούσε και τον ξύπνησε κάπως απότομα. Έκανε να σηκωθεί, αλλά οι πόνοι σε όλο του το σώμα, τον κράτησαν για λίγο ακόμα κάτω. Έσφιξε τα δόντια και έκανε άλλη μια προσπάθεια. Ζαλιζόταν, πονούσε και ήθελε να κάνει εμετό. Κατούρησε πάνω του, έβρεξε το παντελόνι και όμως δεν φάνηκε να ενοχλείται. Γονατιστός, έβαλε το χέρι στον καβάλο και εξεπλάγη σαν είδε ότι ήταν στεγνός. Μέσα στο κεφάλι, ακούστηκε και πάλι εκείνη η αντρική, ενοχλητική φωνή, εκείνη η ακαταλαβίστικη φωνή που κράταγε για μερικά δευτερόλεπτα. «Δεν μου φτάνουν οι πόνοι μου, πρέπει ν’ αντιμετωπίσω και την τρέλα…», μουρμούρισε στον εαυτό του, χαμογελώντας αλλά και με γκριμάτσες πόνου. Πήγε στο μπάνιο που ανακάλυψε ότι δεν ήταν και το πιο καθαρό μέρος του σπιτιού και προσπάθησε να γδυθεί. Ένα μπάνιο πίστευε τώρα, θα ήταν ότι έπρεπε. Το ζεστό νερό, δεν τον ανακούφισε από τους πόνους, αλλά αυτή η τάση για εμετό εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Του έκανε εντύπωση που δεν πείναγε, που δεν δίψαγε, αν και ήθελε να πιεί νερό. «Διψάω χωρίς δίψα και πεινάω χωρίς πείνα. Δεν καταλαβαίνω πια τι νοιώθω κι εγώ. Λες να υπάρχω… χωρίς να υπάρχω;», αναρωτήθηκε με κάποιο τρόμο αλλά ανυπομονησία στην φωνή. Έκατσε μες την μπανιέρα, κουλουριάστηκε και άφησε το νερό να τρέχει πάνω στο σώμα του. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο και τα αναφιλητά τράνταξαν τα στήθια.
-«Όχι, δεν γίνεται…», φώναξε χτυπώντας τα πλακάκια του τοίχου, «… όχι δεν γίνεται να είναι αλήθεια αυτό. Στην κόλαση είμαι; Πέθανα και είμαι στην κόλαση; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό… βοήθεια Θεέ μου…», συνειδητοποίησε ότι επικαλείτο τον Θεό και άρχισε να κλαίει πιο δυνατά. Πάλι εκείνο το ηλεκτρικό, λες, ρεύμα του διαπέρασε το στήθος και έπεσε μέσα στα νερά μπρούμυτα με τα χέρια κάτω από το σώμα. «Αν υπάρχεις…», κοίταξε ψηλά προς το ταβάνι, «… σταμάτα το. Δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό αυτό. Δεν μπορεί ένας Θεός να … κάνει τέτοια βασανιστήρια… σταμάτα το… μα τι έχω κάνει πια; Γιατί ν’ αξίζω μια τέτοια τιμωρία; Λυπήσου με Θεέ μου, δώσε μου έναν νέο θάνατο μες τον θάνατό μου… όχι άλλη μοναξιά…».
Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί, μέχρι που κάτι άκουσε ή μάλλον νόμισε ότι άκουσε, από κάπου μακριά. Και δεν ήταν εκείνη η ακατάληπτη ενοχλητική φωνή μες το κεφάλι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου