Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Συνήλθε γεμάτος γρατζουνιές και μώλωπες από το πουρνάρι. Έπεσε στο χώμα με τρομερό πονοκέφαλο και σύρθηκε λίγο παραπέρα ξαπλώνοντας πάνω σε κάποια χόρτα και μερικά κίτρινα λουλούδια που δεν ήξερε καν τι ήταν. Προσπάθησε να καταλάβει που ήταν αφού η λιποθυμία τον είχε αποσυντονίσει και ένοιωσε κάτι ζεστό κι ευχάριστο στα μάγουλα. Είδε το μικρό του φίλο να τον γλείφει σαν να προσπαθούσε να τον σηκώσει. Παρ’ όλο τον πόνο, δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει και να μην νοιώσει στοργή κι αγάπη για τον τετράποδο διαβολάκο του.
Δοκίμασε να πατήσει τα πόδια στο έδαφος, στήριξε τα χέρια και με την δεύτερη, βρέθηκε να ανακάθεται και να κουνάει το κεφάλι προσπαθώντας να διώξει την αμυδρή του θολούρα. Είδε μερικά μέτρα μακριά του την πέτρινη ταβέρνα, είδε και αναγνώρισε τον δρόμο προς το σπήλαιο και θυμήθηκε την στάση του Παρασκευά και τους θορύβους που είχε ακούσει. Τινάχτηκε στον αέρα με σκοπό και λαχτάρα να ανακαλύψει αν η ελπίδα του είχε βάση, όμως ο πονοκέφαλος δεν τον άφησε να περπατήσει για πολύ. Τελικά πήγε στην ταβέρνα και έψαξε για κάποιο αναλγητικό, ένα οποιοδήποτε παυσίπονο.
Σε λίγη ώρα είχε αρχίσει να αισθάνεται καλλίτερα και αποφάσισε εκείνη την εξερεύνηση που ήθελε. Το τετράποδο φιλαράκι του, δεν τον είχε αφήσει ούτε μια στιγμή μόνο του και τώρα τον ακολουθούσε στο σημείο εκείνο που είχε πέσει. Το έδαφος ήταν γεμάτο από ξεραμένα φύλλα, κλαδιά σπασμένα και πέτρες. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι εκεί κάτι υπήρχε, κάτι ζωντανό, κάτι που να ελπίσει ο Γιώργος. Παρατήρησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, όμως οι ελπίδες του αποδείχτηκαν φρούδες. Αποφάσισε ότι το σκυλί είχε κάνει λάθος ή ότι απλώς είχε χαρεί για κάποιο λόγο που μόνο εκείνο ήξερε. Στάθηκε όρθιος στη μέση του δρόμου και επεξεργάστηκε και τον χώρο στάθμευσης όπου κάποια αυτοκίνητα σκονίζονταν και στέκονταν σαν ανθρώπινα μνημεία τεχνολογίας,  ολομόναχα μες τον ήλιο. Χωρίς να ξέρει το γιατί, τα μέτρησε, μια συνήθεια παλιά, που είχε από μικρό παιδί. Τα βρήκε δώδεκα, του άρεσε το νούμερο, πάντα του άρεσαν οι άρτιοι αριθμοί και άνοιξε την πόρτα του αγροτικού. Κάθισε στο τιμόνι και ακούμπησε το κεφάλι στο τιμόνι, χτυπώντας κατά λάθος την κόρνα, κάτι που τον τρόμαξε, αναπήδησε και άφησε μια βρισιά να του ξεφύγει. Ο Παρασκευάς καταλαβαίνοντας, όρμησε στο διπλανό κάθισμα και βολεύτηκε σηκώνοντας όσο πιο πολύ μπορούσε το κεφάλι να βλέπει έξω από το παρμπρίζ.
Το αναλγητικό είχε λειτουργήσει σωστά και ο πονοκέφαλος είχε μειωθεί, αλλά όχι εξαφανιστεί. Ήθελε να πιστεύει ότι θα εξαφανιζόταν με το πέρασμα της ώρας. Κοίταξε άλλη μια φορά προς το σημείο που είχε γαβγίσει ο μικρός του φίλος, παρατηρώντας ότι και το σκυλί κοιτούσε προς την ίδια μεριά, δεν διέκρινε τίποτα παραπάνω απ’ ότι είχε δει προηγουμένως και αποφάσισε να βάλει μπρος την μηχανή. Θα πήγαινε ή προς τα Καλάβρυτα, ανεβαίνοντας όλο το βουνό, αυτό δεν ήταν απ’ τα αγαπημένα του αφού πολλές φορές στην ανηφόρα του «έσβηνε», αλλά σκέφτηκε ότι απ’ όπου κι αν πήγαινε όλο ανηφόρες θα έβλεπε. Ξεκίνησε και πάτησε λίγο περισσότερο το γκάζι, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να βήξει, πήδηξε και φυσικά του έσβησε. «Ακόμα και στο ίσιωμα μου σβήνει…», σκέφτηκε γελώντας με το λάθος του. Όταν επιτέλους ξεκίνησε ομαλά, θέλησε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο σημείο εκείνο που τν απασχολούσε. Έσκυψε πάνω στο τιμόνι και οδηγούσε αγκαλιάζοντάς το, ψάχνοντας ούτε και ο ίδιος ήξερε τι. Μετά από καμιά πενηνταριά μέτρα, πάτησε το φρένο απότομα, τόσο, που ο Παρασκευάς βρέθηκε κάτω από το κάθισμα γρυλλίζοντας ένα κλαψούρισμα. Στο φρέσκο χώμα δυό ίχνη σαν γραμμές, σαν κάποιος να είχε σύρει κάτι, δυό σκαψίματα του πόντου στο χώμα. Και ήταν αρκετά δυσδιάκριτα, αν κάποιος δεν έψαχνε ειδικά γι αυτά. Βγήκε έξω και τρέχοντας έφτασε κοντά, έσκυψε και τα ψηλάφισε με τα ακροδάχτυλα. Μια έντονη μυρουδιά χώματος, φρέσκια του ήρθε στη μύτη, σημάδι ότι όντως ήταν πρόσφατα τα ίχνη αυτά. Κοίταξε γύρω του προσεκτικά. Τίποτα, εκτός από τα δέντρα, δεν κουνιόταν, τίποτα δεν πρόδιδε ζωή. Κι όμως ήταν σίγουρος ότι τα ίχνη ήταν πρόσφατα, μερικών λεπτών ή ωρών.
-«Είναι κανείς εδώ…», φώναξε νε όλη την δύναμη των πνευμόνων του. Ζαλίστηκε από την προσπάθεια και την αγωνία και ξαναφώναξε :
-«Είναι κάποιος; Εεεεε, υπάρχει κανείς;», για να του απαντήσει πάλι ο αέρας και μόνο αυτός.
Ακολούθησε τα ίχνη και από τις δυό πλευρές. Η μια άκρη κοβόταν απότομα στη μέση του διπλανού χωραφιού, λες και κάτι εξαφανίστηκε ή σηκώθηκε στον αέρα και η άλλη, από κει μάλλον που ήταν η αρχή τους, βρισκόταν στο σημείο που ο Παρασκευάς είχε σχεδόν παραφρονήσει, πίσω από τους θάμνους και τα πουρνάρια. Όσο όμως κι αν έψαξε τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Απλά και μόνο εκείνες οι δυό πρόσφατες γραμμές στο χώμα. Κάθισε συλλογισμένος, μη ξέροντας τι να υποθέσει, κατάχαμα, άναψε τσιγάρο και  αφαιρέθηκε να παρατηρεί τον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του. Μετά από κανά μισάωρο, κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να περιμένει κάτι που δεν ήξερε αν υπήρχε. Έβηξε δυνατά, σηκώθηκε όρθιος, ξαναφώναξε για τελευταία φορά και αφού άναψε μια μικρή φωτιά με χλωρά κλαδιά για να βγάζει καπνό, μπήκε στο αμάξι και ανηφόρισε προς το χιονοδρομικό κέντρο Καλαβρύτων. Ο δρόμος ήταν καλός και η άσφαλτος αν και με λακκούβες σε κάποια σημεία, αποτέλεσμα του χιονιού, ήταν στρωτή και ήπια στην οδήγηση. Στην αρχή η πλάση όλη ήταν γεμάτη από κείνα τα υπεραιωνόβια δέντρα με τις μεγάλες κουφάλες στον κορμό τους, καρυδιές γερασμένες και περήφανες που με τα κλαδιά τους καταπράσινα, σκέπαζαν τον δρόμο. Όμως λίγο πιο πάνω, το τοπίο άλλαζε. Τα δέντρα εδώ ήταν πιο… παραμυθένια. Ολόρθα έλατα καλοζωισμένα, σχημάτιζαν ολόκληρα δάση στις πλαγιές του Χελμού, με τα πράσινα κλωνιά τους απλωμένα προς τον ουρανό, ικέτες σε μια μόνιμη τελετή δοξασίας, ικεσίας και μυσταγωγίας. Έστριψε απότομα το τιμόνι καθώς σε μια κατηφοριά δεν ήταν σωστή η κλίση του δρόμου και παραλίγο να πέσει απάνω στην πινακίδα που ξεχαρβαλωμένη έστεκε σαν ζητιάνος στην άκρη της ασφάλτου και τον πέτρινο τοίχο ενός από τα πρώτα σπίτια του μικρού χωριού που ξεφύτρωσε με μαγικό τρόπο μπροστά του. «Λουσοί», διάβασε και από κάτω «… υψόμετρο 1140 μέτρα». Δεν το είχε ξανακούσει αυτό το χωριό, ή τουλάχιστον νόμιζε ότι δεν το είχε ξανακούσει μέχρι που τα σχεδόν σβησμένα γράμματα στο κάτω μέρος της πινακίδας ανέφεραν : «… Αζανία…» και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να διακρίνει. Στο μυαλό του ήρθε ο κυρ Πάνος, εκείνος ο συμπαθέστατος γεροντάκος που … γλυκοκοίταζε την Χαρά του, έτσι του είχε φανεί, μέχρι που κατάλαβε ότι ο παππούς προσπαθούσε να πιάσει απλώς κουβέντα. Τον είχαν συναντήσει τότε που είχαν για πρώτη φορά πάει μαζί στο σπήλαιο των λιμνών και εντυπωσιάστηκαν  που ο κυρ Πάνος το έλεγε σπήλαιο των Καστριών. Είχαν πιάσει κουβέντα εκεί στην ταβέρνα, πίνοντας ροζέ κρασί και τρώγοντας διάφορες πίτες, τυρόπιτα, μανιταρόπιτα και κρεατόπιτα, που με μεγάλη σπουδή ετοίμαζε η γυναίκα του κάπελα. Και ο κυρ Πάνος είχε αποδειχτεί θησαυρός γνώσεων, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε την περιοχή. Εκείνος του είχε αναφέρει αυτό το όνομα… «Αζανία». Κούνησε το κεφάλι ευχαριστημένος από τον εαυτό του που μπόρεσε και θυμήθηκε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πήγε κοντά στον μαντρότοιχο με τα φυτά που ξεπρόβαλαν μέσα από τις πέτρες του. Στη μύτη του ήρθε η χαρακτηριστική μυρωδιά της μυζήθρας και άνοιξε την μικρή ξύλινη πόρτα για να βρεθεί σε ένα κήπο που κάποτε πρέπει να ήταν πολύ περιποιημένος, φαινόταν από την τάξη που είχαν οι άνθρωποί του φυτέψει τα φυτά. Τώρα αυτά είχαν αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα και είχαν θεριέψει και τα ζιζάνια, όμως η ομορφιά του κήπου δεν είχε ακόμα χαθεί. Το ξύλο έτριξε σαν άνοιξε την πόρτα του ολόλευκου πέτρινου σπιτιού και βρέθηκε σε μια μεγάλη κουζίνα με φουφού και τζάκι, με μεγάλα βαγένια με κρασί και λεβέτια που ακόμα ήταν κρεμασμένα με νερό, όσο τουλάχιστον δεν είχε εξατμιστεί, πάνω από τις στάχτες του τζακιού.
Κοίταξε καλά τους τοίχους της μικρής κουζίνας, είδε τα σταυρωτά ξύλα που στήριζαν τα κεραμίδια. Από τον καιρό το ξύλο είχε σκληρύνει τόσο που ήταν πιο σκληρό και από ατσάλι. Διάφορα αγροτικά προϊόντα ήταν κρεμασμένα από κει , αμπελόφυλλα αποξηραμένα και περασμένα ένα – ένα από λεπτό σχοινί, ρίγανη που είχε πια μαδήσει κάνοντας μικρά αρωματικά βουναλάκια στο δάπεδο, πιπεριές όλων των χρωμάτων και φυσικά πέντε – έξη κεφάλια σκληρής άσπρης μυζήθρας. Αυτή η μυρουδιά τον είχε τρελάνει και ήταν τόσο δυνατή που υπερτερούσε ακόμα κι αυτής της ρίγανης. Ο Παρασκευάς βέβαια είχε όπως πάντα ορμήσει πρώτος στον χώρο και έψαχνε με την μύτη κάτι να τρώγεται ή τουλάχιστον κάτι με το οποίο θα μπορούσε να «τσακωθεί». Ο Γιώργος τον χάιδεψε απαλά στο κεφάλι και του τράβηξε το αριστερό αυτί. Άναψε τσιγάρο και κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα στο μικρό μπαλκονάκι, κοιτάζοντας το βουνό με το ελατόδασος στον κοντινό ορίζοντα. Ξαφνικά του ήρθε μια επιθυμία, μια φοβερή επιθυμία να … φάει μακαρόνια άσπρα με τυρί. Και πιο είναι το καλύτερο τυρί; Μα βέβαια η μυζήθρα που την είχε σε αφθονία μπροστά στα μάτια του. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει κιόλας, οπότε αποφάσισε να περάσει εκεί την νύχτα τους. Άκουσε τον μικρό του σκύλο να παλεύει στο μέσα δωμάτιο και μετά να έρχεται σαν να μην έγινε τίποτα, μόνο που από το μουσούδι του κρέμονταν αρκετές κλωστές. «Πάλι κάποιο μαξιλάρι πλήρωσε τις ορέξεις σου ρε μούργο; …», τον ρώτησε για να αντικρύσει το πλάγιο, ένοχο βλέμμα του συντρόφου του. Έβρασε νερό, μακαρόνια δεν βρήκε, αλλά οι χυλοπίτες που ήταν στο ντουλάπι του καθιστικού, θα έκαναν την ίδια δουλειά και τις έριξε στην κατσαρόλα. Τις άφησε κάπου δέκα λεπτά και σέρβιρε τον εαυτό του, στο μπαλκονάκι εκεί που ήταν πιο πριν, τηγάνισε στο πετρογκάζ λίγο λουκάνικο, άνοιξε και ένα μπουκάλι κρασί «Νεμέας», έγραφε στην ετικέτα και αφού «σερβίρισε» το λουκάνικο στον διαβολάκο του, έκατσε να απολαύσει τις γεύσεις και την θέα.
Με τα δάχτυλα ψηλάφησε τις γρατζουνιές στο πρόσωπο του από το πουρνάρι κι έβαλε το μυαλό του να δουλέψει, να βρει τον τρόπο που έγιναν εκείνες οι χαρακιές. Η προσήλωση στις σκέψεις του αυτές, δεν τον άφησαν να δει εκείνη την ανεπαίσθητη κίνηση στην άκρη του δρόμου που οδηγούσε στην μέση του χωριού, στην μεγάλη πλατεία με τα γέρικα πλατάνια. Η καμπάνα που ακούστηκε αμυδρά δεν τον τάραξε, έτσι κι αλλιώς ο αέρας φυσούσε δυνατά. Συνέχισε το φαγητό του, μέχρι την στιγμή που τα πρώτα αστέρια έκαναν την εμφάνισή τους στον γκρίζο ουρανό. Άναψε ένα μικρό τρανζίστορ που βρήκε πάνω από το τζάκι του μεγάλου, κεντρικού υπνοδωματίου του σπιτιού, αλλά έξω από τα παράσιτα δεν ακούστηκε τίποτα άλλο. Έψαξε σε μια ντουλάπα, βρήκε ένα παλιό και φθαρμένο μπουφάν και το φόρεσε, αφού το βραδάκι που ερχόταν, σε εκείνο το υψόμετρο των χιλίων και βάλε μέτρων, κουβαλούσε και την ψύχρα του. Τι κι αν την ημέρα έσκαγε ο τζίτζικας, το βράδυ ήθελε τη ζέστη του. Άφησε το μπαλκονάκι και την περίφημη θέα του, μπήκε στο σπίτι και προσπάθησε ν’ ανάψει το τζάκι με τα ξύλα που βρήκε στοιβαγμένα με προσανάμματα σε μια άκρη. Ο Παρασκευάς ξάπλωσε δίπλα του και όλο κοιτούσε ένα ξεκοιλιασμένο μαξιλάρι που ήταν πεσμένο στο ξύλινο πάτωμα. Το θύμα του από πριν, όταν ο Γιώργος ασχολείτο με το φαί. Σε λίγο το μικρό ζώο είχε περάσει στην αγκαλιά του αντίστοιχου Μορφέα των σκύλων.
Η νύχτα ήταν δροσερή και μουγγή, σχεδόν καταθλιπτική αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός και το λαμπρό φεγγάρι βρισκόταν χαμηλά προς την δύση. Αν ο Γιώργος καθόταν λίγο ακόμα στο μικρό μπαλκόνι, θα απολάμβανε το φωτεινό ολοστρόγγυλο φεγγάρι και το μεγάλο ασημένιο φίδι στον ορίζοντα που ακολουθούσε την αιώνια πορεία του, ανάμεσα από τα βουνά και τις Πελοποννησιακές κοιλάδες.
Η μέρα ξύπνησε τον άντρα με τις αχτίδες του ήλιου, να του καίνε το πρόσωπο από κάποιο άνοιγμα στο παράθυρο. Έτριψε το πρόσωπο με τις παλάμες του και ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι. Τον πόνεσε λίγο η μέση αφού το στρώμα αποδείχτηκε αρκετά σκληρό και προσπάθησε να δει που βρισκόταν ο «άφαντος» μικρός του φίλος. Άκουσε κάποια γρυλλίσματα από την μεριά της κουζίνας και χαμογέλασε. «Πάλι τσακώνεται ο μπαγάσας», σκέφτηκε ευχαριστημένος όμως που είχε συντροφιά.
Ο καφές μύρισε ευχάριστα και τον απόλαυσε με την συνοδεία μισού πακέτου τσιγάρων. Δεν είχε τίποτα να κάνει άλλο, από το να συνεχίσει την εξερεύνηση (δεν θα το έλεγε και δουλειά!), έτσι αργά και ράθυμα κατέβηκε στον κήπο να περπατήσει λίγο ξυπόλυτος στο βρεγμένο από την υγρασία χώμα. Ο Παρασκευάς έψαχνε κάτω από κάποιους θάμνους, ένας Θεός ήξερε τι, ο ήλιος έκαιγε το κεφάλι και το κέφι του Γιώργου άρχισε να ανεβάζει την αδρεναλίνη του για νέες εξερευνήσεις.
Κοίταξε το ρολόι του – μια συνήθεια που δεν μπορούσε να ξεπεράσει – και αποφάσισε να βάλει μπρος το αυτοκίνητο. Διαπίστωσε ότι το τερατώδες αγροτικό είχε αρκετή βενζίνη για πάνω από τριακόσια χιλιόμετρα ακόμα, (αν οι δείκτες έλεγαν την αλήθεια), φόρτωσε μερικά μπουκάλια νερό και τον «παραδόπιστο» Παρασκευά και ξεκίνησε για … που;
Ο δρόμος ήταν ακόμα ανηφορικός και σαν αρχάριο οδηγό τον δυσκόλευε πολύ. Ευτυχώς που οι δρόμοι ήταν άδειοι (ευτυχώς;) και οδηγούσε στο κέντρο μακριά από τους γκρεμούς και τα πουρνάρια. Στην πλατεία του χωριού σταμάτησε και από το έρημο, μοναδικό περίπτερο, πήρε μια κούτα με τσιγάρα, είχε την μάρκα του, δυό αναψυκτικά  και μερικά σακουλάκια με πατατάκια  · αυτά τα μασουλούσε και ο «διαβολάκος» ευχάριστα. Αλλά βέβαια και τι δεν μασουλούσε αυτός!
Ένα μεγάλο πλατάνι στο κέντρο της πλατείας  πρόσφερε αρκετή σκιά και «εκεί θα κάθονταν τα γεροντάκια για τον πρωινό καφέ τους», σκέφτηκε φέρνοντας την εικόνα στο νου. «Μακάρι να έβλεπα έστω κι ένα…»
Ο ανηφορικός δρόμος πέρναγε μέσα από ένα πανέμορφο και επιβλητικό ελατόδασος κάτι που τον έκανε να γελάσει σκεπτόμενος ότι πολύ πιθανόν να ήταν ο μοναδικός στο πλανήτη που μπορούσε ν’ απολαύσει αυτήν, όπως φυσικά και πολλές άλλες, εικόνα. Οδηγούσε λες και ήταν μεθυσμένος από τα έλατα και το κάτι σαν ρετσίνι που μύριζε ολούθε γύρω του. Όταν έφτασε στην κορφή του βουνού, σταμάτησε και κοίταξε την κοιλάδα κάτω του, προς την μεριά εκείνη που είχε περάσει ήδη. Το ύψος προκαλούσε δέος και φόβο, αλλά η ομορφιά σε αποζημίωνε για αυτά.  Είδε τα μικρά λουλούδια στην άκρη της ασφάλτου και γονάτισε να τα χαϊδέψει – κάτι που έκανε αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτεί – παρατήρησε τα χρώματά τους και συλλογίστηκε ότι ίσως να μην τα ξανάβλεπε ποτέ (τουλάχιστον όχι σε τέτοια ποικιλία), αφού τα έντομα δεν υπήρχαν πια για να τα γονιμοποιήσουν (;). Κοίταξε δεξιά του τον δρόμο που τώρα, από και πέρα θα κατηφόριζε. Είδε μια πινακίδα : «ΠΡΟΣ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», σε σχήμα βέλους. Ξεκίνησε για εκεί πατώντας πιότερο το φρένο παρά το γκάζι του αυτοκινήτου, αφού η κατηφόρα τραβούσε με μανία λες το βαρύ όχημα. Κάποια μισοτελειωμένα κτίρια αριστερά του, μάλλον ξενώνες για τουρίστες του χειμώνα, βίαζαν αισθητικά το τοπίο, αλλά όπως ανακάλυψε, η Φύση έκανε σωστά την δουλειά της, προσπαθώντας να τα καλύψει με πράσινους κισσούς. Έφτασε στο μνημείο εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς κατοίκων των Καλαβρύτων. Ο μεγάλος πέτρινος σταυρός υψωνόταν μέχρι τον ουρανό προσπαθώντας να κρατήσει άσβεστη την μνήμη τους. «Σε ποιους;» αναρωτήθηκε ο Γιώργος. Σταμάτησε και κατέβηκε, έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Νόμιζε ότι θα συγκινιόταν αλλά το μόνο που σκέφτηκε ήταν η ματαιότητα όλων αυτών των βιαιοτήτων που είχε μάθει από την ιστορία, σε όλο τον κόσμο. «… Και μια μέρα εξαφανίζονται οι πάντες … και; Τι μένει μετά; Γιατί έγιναν όλα αυτά; Ποιος θα τα μάθει τώρα, ποιόν εξυπηρέτησαν τελικά… μια μέρα εξαφανίζονται όλοι… όλοι… όλοι!»
Η μεγάλη πλατεία στα Καλάβρυτα ήταν γεμάτη από καφετέριες και εστιατόρια. Αναποδογυρισμένες καρέκλες  και τραπέζια, σπασμένα ποτήρια και πιάτα χαρτοπετσέτες που πέταγαν στον αέρα και έμπαιναν σαν πελάτες από τις ανοικτές πόρτες, στα αμέτρητα μικροκαταστήματα που πουλούσαν τοπικά προϊόντα, συνέθεταν την εικόνα που άφησε πίσω του ο «εξαφανισμένος πολιτισμός».
Η ψυχή του λαχτάρησε έναν δεύτερο καφέ και ο Παρασκευάς επιθυμούσε να τρέξει στους άδειους δρόμους. Άφησε το σκυλί ελεύθερο ν’ αλωνίσει και κάθισε στο πρώτο τραπεζάκι της παλιάς καφετέριας που συνήθιζαν να κάθονται με την Χαρά κάθε που επισκέπτονταν την πόλη. Χτύπησε τα χέρια και έκανε νόημα στον αόρατο σερβιτόρο (ή σερβιτόρα ήτανε;) και χαμογελώντας, καλημέρισε παραγγέλνοντας ένα: «Φραπέ μέτριο με γάλα παρακαλώ». Σηκώθηκε και απάντησε στον εαυτό του, παίζοντας αυτό τον ρόλο στο θέατρο του παραλόγου, μπήκε στην κουζίνα του μαγαζιού και τον έφτιαξε. Άναψε τσιγάρο και αφέθηκε στην ανάμνηση της γυναίκας του, μέχρι που η καύτρα του έκαψε τα δάχτυλα και η στάχτη λέρωσε το παντελόνι. Σφύριξε ένα γρήγορο σκοπό που του είχε έρθει στο μυαλό και έψαξε με τα μάτια τον Παρασκευά. Τον είδε να τραβάει ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα πιο κάτω, προσπαθώντας να ισορροπήσει στα μικρά του πόδια, αφού κάθε που φυσούσε ο αέρας το τραπεζομάντηλο γινόταν ιστίο πλοίου και τον πήγαινε εντελώς αντίθετα από την κατεύθυνση που εκείνος  τράβαγε.
Η ζέστη του ήλιου που έπεφτε κατευθείαν πάνω στους ώμους του, τον έκαψε, τον έκανε ν’ ανατριχιάσει και προσπάθησε να καλυφθεί κάτω από το φύλλωμα του μεγάλου πλάτανου. Σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και θαύμασε το ύψος του δέντρου και τα απέραντα, λες και είχαν απλωθεί σ’ όλο τον κόσμο, κλαδιά του. Στη σκιά ένοιωσε κάπως καλύτερα, αλλά το αεράκι τον κρύωσε. «Καλός είμαι…», σκέφτηκε χαμογελώντας, «… από την μια ιδρώνω και ζεσταίνομαι και απ’ την άλλη, κρυώνω. Πανάθεμά με… λες να γέρασα;». Παρατήρησε ότι δεν είχε άλλο καφέ όπως και κανένα τσιγάρο στο χέρι. Αποφάσισε να φτιάξει άλλο ένα ρόφημα, αλλά ζεστό αυτή την φορά, άναψε ένα Rothmans – τώρα παρατηρούσε την μάρκα – και το άφησε στο τασάκι μπροστά του, στερεώνοντάς το καλά στην εγκοπή. Σηκώθηκε και ξαναμπήκε στην καφετέρια. Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά, όταν άκουσε απ’ έξω τα γαβγίσματα του Παρασκευά. Στην αρχή δεν έδωσε καμιά σημασία, αλλά μετά αναρωτήθηκε τι συνέβαινε, όταν τα γαβγίσματα έγιναν επίμονα και δυνατά. Το σκυλί πρέπει να βρισκόταν σε μεγάλη αναστάτωση, ανάμεσα στις «κραυγές» του, διακρινόταν και κάτι σαν κλάμα. Προσπάθησε να τρέξει, φοβούμενος για τα χειρότερα, αλλά ένας πόνος, ένας πολύ έντονος πόνος στο στήθος, μια μεγάλη και βαθιά μαχαιριά, τον έκανε να κοντοσταθεί και να στηριχτεί στην καρέκλα μπροστά από την μπάρα. Πήρε μια μεγάλη, παρατεταμένη ανάσα, να γεμίσει με οξυγόνο τα πνευμόνια και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την πόρτα, ακούγοντας παραθυρόφυλλα και τζάμια να χτυπούν και να τρίζουν.
Στον δρόμο, ένας φοβερά δυνατός άνεμος είχε πετάξει τα πάντα στην άκρη. Ο Γιώργος κοίταξε προς το βάθος του πλακόστρωτου δρόμου. Ένα φως, ιδιαίτερα και ασυνήθιστα δυνατό φως, έλαμπε ανάμεσα στα κτίρια και κατέβαινε λες με σταθερό ρυθμό προς την πλατεία. Όμως εκείνο που τον ανησύχησε πιο πολύ, ήταν ο άνεμος που φαινόταν να προέρχεται από κέντρο του φωτός. Ένας άνεμος που σήκωνε τα πάντα ψηλά, πολλά μέτρα ψηλά, σαν να μην είχαν καθόλου βάρος. Πολλές πόρτες από τα μαγαζιά και τα σπίτια, πολλά παραθυρόφυλλα, πολλά τζάμια δεν άντεξαν σε αυτή την πίεση και είχαν «εγκαταλείψει» την θέση τους, αφήνοντας το εσωτερικό των κτιρίων, στο απροστάτευτο.
Ο πόνος στο στήθος, γύρισε με μεγαλύτερη σφοδρότητα, επιμονή και συχνότητα. Κάτι σαν ηλεκτρισμός, τον διαπέρασε σε όλο το κορμί και πριν πέσει λιπόθυμος για άλλη μια φορά σε σύντομο χρονικό διάστημα, είδε τον έντρομο Παρασκευά να τρέχει με όση δύναμη του έδιναν τα μικρά του πόδια, προς το μέρος του. Μετά σκοτείνιασαν τα πάντα και το κούφωμα της πόρτας του φάνηκε να πέφτει με δύναμη πάνω του.