Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ... ΨΙΘΥΡΟΥ

Η ΓΚΑΦΑ

«Καλημέρα δεσποινίς…», ακούστηκε η φωνή του ψηλού άντρα που στεκόταν μπροστά από το ράφι με τα παντελόνια, με το που τον πλησίασε η μελαχρινή πωλήτρια.
«Ωραίος άντρας…», σκέφτηκε εκείνη με τη σειρά της, «… ωραίος και καλοντυμένος, με γούστο»
Και πράγματι ένας άντρας με τέτοιο ύψος και τόσο καλοφτιαγμένο σώμα, δεν περνάει απαρατήρητος από τα μάτια μιας γυναίκας. Πρέπει να ήταν πάνω από ένα μέτρο και ενενήντα, μελαχρινός, με μεσαίου μάκρους μαλλιά, περιποιημένα. Φόραγε ένα παντελόνι από λινό και μια ανάλογη πουκαμίσα, με μακρύ μανίκι κι εκείνο το υπέροχο τσαλάκωμα του λινού. Μπεζ το παντελόνι, λευκό το πουκάμισο με γιακά όρθιο σαν των παπάδων, τόνιζαν το μελαχρινό του προσώπου αλλά και το μαύρισμα της θάλασσας.
«Καλά, αντί για την Μύκονο, βρέθηκε εδώ; Στο Αιγάλεω;», αναρωτήθηκε η νεαρή πωλήτρια τρώγοντάς τον με τα μάτια. «Κουκλί ο τύπος… παρά την ηλικία του…». Και η ηλικία του; Περίπου στα πενήντα, αλλά από κείνους τους πενηντάρηδες που είναι γόητες και μπορούν να κάψουν καρδιές ακόμα. Το πρόσωπό του ανέδιδε μια σιγουριά, ήταν όμορφος με γαλανά μάτια, μια ηρεμία και … μια λάμψη.
Της ξαναμίλησε για δεύτερη φορά, απολαμβάνοντας το γεγονός ότι το κορίτσι είχε αφαιρεθεί από την εμφάνισή του, ίσως και από την γοητεία του. «Καλημέρα δεσποινίς…», επανέλαβε.
«Καλή σας μέρα κύριε. Σε τι μπορώ να βοηθήσω;»
«Ήθελα να ρίξω μια ματιά σε ένα παντελόνι, κάτι απλό και άνετο… ξέρεται δροσερό για το καλοκαίρι…»
«Βεβαίως», του απάντησε και έκανε να κινηθεί προς την μεριά του καταστήματος που ήταν τα ράφια με τα παντελόνια, όχι εκεί που είχε σταθεί ο άντρας όταν μπήκε, αλλά προς τα λινά, υποψιασμένη ότι κάτι τέτοιο θα ζήταγε. Μεγάλη ποικιλία χρωμάτων αλλά και σχεδίων… δεν μπορεί… κάτι θα του έβρισκε.
«Θα περιμένουμε λίγο όμως να έρθει και η γυναίκα μου. Κάτι κοιτάζει στην βιτρίνα… έρχεται όπου να είναι. Βλέπεις κορίτσι μου… χωρίς τον αρχηγό… τίποτα δεν γίνεται…» και γέλασε αφήνοντας με τα λευκά του ίσια δόντια μια ακόμη ιδέα γοητείας.
«Μα… φυσικά. Ρίξτε μια ματιά εσείς και μόλις έρθει η κυρία τα λέμε» και απομακρύνθηκε προς ένα νέο πελάτη που μόλις είχε μπει, με την άκρη του ματιού της πάντα στη μεριά του.
Είχαν περάσει πέντε περίπου λεπτά που στο κατάστημα έκανε επιτέλους εμφάνιση και ο «αρχηγός», η κυρά του. Αλλά αυτό που μπήκε δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί με λόγια. Ένας αέρας δροσερός σε έρημο λες, ένα όραμα που θα μπορούσε να το είχε γεννήσει ο ίδιος ο ήλιος σε μια στιγμή έκλαμψης. Περνούσε το ένα μέτρο και ογδόντα, με μακρύ μπουκλέ  ξανθό μαλλί, πρόσφατα βαμμένο και μάλιστα σε καλό κομμωτήριο. Στο αλαβάστρινο πρόσωπο τα χαρακτηριστικά ήταν τέλεια ισορροπημένα, τα μάτια μεγάλα (μάτια βοτζιού που λεν και στη Κάλυμνο), καταγάλανα και μακιγιαρισμένα τόσο διακριτικά, όσο διακριτικό ήταν το σύνολο του μακιγιάζ της, με τις μεγάλες βλεφαρίδες να μισοκλείνουν για να προσαρμοστεί στο φως. Το κορμί βγαλμένο από γυμναστήριο και το ντύσιμο…… κόλαζε και δεσπότη. Μακριά φούστα ολότελα ανοικτή στο πλάι και από τις δυό μεριές , λες και είχε ξεχαστεί ν’ αλλάξει από την παραλία. Φόραγε κάτι σαν μπουστάκι από πάνω, τόσο κοντό που η κοιλιά, η υπέροχα γυμνασμένη κοιλιά, φαινόταν ολόκληρη μέχρι χαμηλά, επικινδύνως χαμηλά! Και όταν μίλησε… σαν φωνή Αγγέλου η φωνή της. Χαμηλή φωνή, λίγο βραχνή, λίγο υγρή (πως γίνεται αυτό κανείς δεν ξέρει, αλλά αυτή την αίσθηση έδινε), με σωστά Ελληνικά … γοητευτικότατη. Κάθε τόσο, έγλυφε σαν τικ, τα μπροστινά της δόντια με τη γλώσσα.
«Βρήκες τίποτα Κώστα;», ρώτησε τον άντρα και τον έπιασε από το χέρι αγκαζέ. Εκείνος κοίταξε προς την μεριά της, κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κάλεσε με ένα ευγενικό νεύμα την πωλήτρια που ήξερε πια ότι με τέτοια γυναίκα δεν μπορούσε να τα βάλει κι έπρεπε απλά να σκύψει το κεφάλι και να κάνει τη δουλειά της.
Πλησίασε κοντά τους και χαμογέλασε εκ νέου, μόνο που το χαμόγελο αυτό ήταν τελείως επαγγελματικό, ψεύτικο και … ίσως γεμάτο απογοήτευση. Του έδωσε δυό – τρία παντελόνια, που εκείνος δοκίμαζε ένα προς ένα προσεκτικά και ρωτώντας πάντα την γνώμη της κυρίας «αφεντικού». Όταν τα παντελόνια έγιναν έξη ή εφτά, είχαν όλοι βρεθεί σε αδιέξοδο. Και ποιο ήταν αυτό; Μα φυσικά η επιλογή του πιο σωστού, του πιο ωραίου, του πιο δροσερού. Και ήταν δύσκολο, γιατί όλα του ταίριαζαν σαν «γάντι», όλα ήταν τέλεια πάνω σε αυτό το σωστό σώμα. Το ένα έλεγε η πωλήτρια, ίσως να ήταν και αυτό που ήθελε να «διώξει», το δεύτερο άρεσε στο «αφεντικό» όπως και το τέταρτο, κατά τη σειρά που εκείνος τα δοκίμαζε, ένα άλλο έλεγε αυτός. Τώρα ο φόβος είχε αρχίσει να κυριεύει την Αντωνία, αυτό ήταν το όνομα της υπαλλήλου, μη και τα αφήσει όλα αναποφάσιστος. Αλλά φάνηκε ότι δεν ήταν ένα «αντράκι», κατά την αργκό του Αιγάλεω, που θα άφηνε να διαλέξουν άλλοι για αυτόν. Βέβαια ούτε να στενοχωρήσει την κυρία, ούτε και τον εαυτό του, ήθελε, ίσως ακόμα και την γλυκιά όπως την αποκάλεσε μετά, πωλήτρια.
«Αυτά τα τρία θα πάρω δεσποινίς…», βγήκε η ετυμηγορία. Όλοι έτσι φάνηκαν χαρούμενοι. Η κυρία τον χάιδεψε στο μάγουλο κάνοντάς τον να μειδιάσει. Η γοητεία του εξακολουθούσε ή μάλλον άρχισε πάλι να επηρεάζει την Αντωνία, αφού η πώληση είχε πια γίνει. Τον κοίταξε στα μάτια (τόλμησε!), αλλά πρόσεξε να μην είναι πολύς ο χρόνος. Βέβαια η κυρία δίπλα του, (Χρύσα την έλεγαν όπως άκουσε μετά), δεν έδειξε να ενοχλείται. Πως θα μπορούσε άλλωστε να την απειλήσει αυτό το… το σαμιαμίδι … έτσι πιθανόν θα την έβλεπε.
Προχώρησαν προς το τμήμα παραλαβής, δίπλα στο ταμείο, όπου ο «αέρας» και η αυτοπεποίθηση της κυρίας επηρέασε και το αφεντικό που δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της, προσέχοντας πάντα να μην εκτεθεί από τον θαυμασμό του.
Έφυγαν!
«Πω – πω βρε Αντωνία, τι γυναίκα ήταν αυτή…. τι γυναικάρα. Θα κάνει καιρό να ξεχαστεί ε;», είπε στην υπάλληλό του, (μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεργασίας πιο πολύ φίλοι ήταν παρά συνεργάτες), αυθόρμητα.
«Κι εκείνος το ίδιο…», σιγομουρμούρισε η κοπέλα μέσα από τα δόντια της.
Κι έτσι πέρασε η μέρα, με τα καλά της, με τα ανάποδά της, με το άγχος της, με τα γέλια της. Κι όμως όταν το βράδυ έκλεισαν το μαγαζί, το μόνο που είπαν ή τουλάχιστον το τελευταίο που συζήτησαν, ήταν το ζευγάρι αυτό.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα, Παρασκευή και το μαγαζί σήμερα, το πρωί τουλάχιστον δεν προβλεπόταν να έχει δουλειά. Όχι πολύ τουλάχιστον αφού ήταν μέρα λαϊκής και τα λεφτά πήγαιναν στην αγορά. Μέρα που μπορούσαν ν’ ασχοληθούν με άλλα πράγματα, με τράπεζες, με καθαριότητα και με τακτοποίηση.
Ο κύριος Γιώργος, ο ιδιοκτήτης, είχε από το πρωί πάει στην τράπεζα και θα αργούσε. Στην Εθνική τράπεζα, ο χρόνος και αργά κυλούσε και απρόβλεπτος ήταν. Η Αντωνία μόνη στο μαγαζί, προσπαθούσε να κάνει παραλαβή σε μια καινούργια παραγγελία. Ήταν περίπου έντεκα η ώρα, όταν μια κυρία μπήκε στο μαγαζί, ξεφυσώντας από την ζέστη και σκουπίζοντας το κοκκινισμένο και ιδρωμένο μέτωπό της, με ένα χαρτομάντιλο, τέτοιο πρέπει να ήταν γιατί τώρα έμοιαζε με κομμένες και στριφογυριστές λωρίδες μαλακού χαρτιού. Μπορεί να ήταν και χαρτί υγείας.
Χοντρούλα, με μεγάλο στήθος ανάσαινε σαν τρένο στην ανηφόρα και κάθισε αμέσως σε ένα σκαμπό. Έκανε αέρα με το χέρι, σκορπίζοντας κομμάτια από εκείνες τις λωρίδες του χαρτομάντιλου ολούθε στο πάτωμα γύρω της. Είχε κοκκινίσει το πρόσωπό της και τα κρεμαστά προγούλια, ανεβοκατέβαιναν σε κάθε αναπνοή της. Φορούσε μια πολυεστερική μπλούζα που στην καλύτερη περίπτωση ανέβαζε κατά ένα βαθμό την θερμοκρασία του σώματος, κατά δύο αν σκεφτεί κανείς ότι το μαύρο ( κάτι ακαθόριστο για χρώμα είχε, μεταξύ μαύρου και μπλε), είναι το χειρότερο για τον ήλιο και μια καφέ φούστα που φρόντιζε να σκεπάζει τα χοντρά της γόνατα. Μεγάλα κόκκινα σπυριά από κουνούπια φαίνονταν φρεσκοξυσμένα στις γάμπες, μέχρι κάτω τις πλαστικές παντόφλες που φορούσε. Μια μυρωδιά, όχι πολύ έντονη, αλλά πανταχού … ενοχλούσα, πλανιόταν σαν αύρα γύρω από το παχύ κορμί, ενώ η Αντωνία παρατήρησε πόσο ξεραμένες και σκασμένες ήταν οι φτέρνες της.
Πλησίασε και την είδε να σκουπίζει σαν οικοδόμος το σβέρκο, με το ίδιο εκείνο απομεινάρι χαρτομάντιλου. Την κοίταξε με τα καστανά μάτια της μέσα από τα χοντρά μυωπικά γυαλιά, που ήταν και μισοσκούρα για τον ήλιο. Έκανε νόημα ότι ήθελε να πάρει ανάσα, με το χέρι.
«Πως μπορώ να βοηθήσω», ρώτησε η ευγενική πωλήτρια. Ήξερε πως, έβλεπε την τσάντα του καταστήματος στο χέρι της πελάτισσας, οπότε κατάλαβε ότι ήθελε αλλαγή, κάτι που μπορεί να αποκαλέσει κανείς, το πιο βαρετό πράγμα για ένα υπάλληλο. Η γυναίκα της έδωσε την τσάντα και χωρίς να σηκωθεί της είπε:
«Ήθελα μια αλλαγή. Ένας κύριος ήρθε εχθές και πήρε αυτό …», έβγαλε έξω ένα λευκό λινό παντελόνι, «… το παντελόνι. Θα ήθελα ένα νούμερο μεγαλύτερο σας παρακαλώ…», παραδόξως η φωνή της έδειχνε άνθρωπο καλλιεργημένο. Ήταν «μαλακή», γλυκεία φωνή και με σωστή σύνταξη ο λόγος της.
Η Αντωνία, πήρε στο χέρι το παντελόνι. Ακόμη η κολόνια του χθεσινού ομορφάντρα μύριζε πάνω στο ύφασμα.
«Α, θυμάμαι τον κύριο…», είπε λες και κάτι την έσπρωχνε να μιλήσει λίγο κουτσομπολίστικα.
«Να δεις που είναι η αδερφή του…», σκέφτηκε και πήγε προς τη μεριά που ήταν τα ράφια.
«Ένα νούμερο μεγαλύτερο έτσι;», ρώτησε πίσω από την πλάτη της, για να πάρει την θετική της απάντηση. Της το έφερε χωρίς καθυστέρηση και το έβαλε μέσα στην τσάντα. Όμως ο διάβολος είναι πανταχού παρών:
«Πάντως να πω την αλήθεια… ωραίος άντρας. Πολύ ωραίος άντρας! Αλλά και η κυρία του… πολύ ωραία κυρία. Ταιριαστό ζευγάρι. Πολύ τους χάρηκα…», είπε.
«Η ποιά; Η κυρά του;», ρώτησε η καθιστή γυναίκα. Της Αντωνίας της φάνηκε πιο κόκκινη τώρα και τα μάγουλά της… νόμιζε ότι έτρεμαν.
«Ναι, η σύζυγός του… η γυναίκα του…»
«Και πως ήταν αυτή η … γυναίκα;»
«Α, μια ψηλή ξανθιά με γαλάζια μάτια και κορμί… φιδίσιο. Τι να πω, τόσο ταιριαστό ζευγάρι, καιρό είχα να δω»
«Ξανθιά ε; Και όμορφη ε; Και … φιδίσιο ε;»
«Ναι, έτσι…», τώρα την Αντωνία την είχαν ζώσει μαύρα φίδια. Δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά κάτι μέσα της, μίλαγε για γκάφα.
«Αδερφή του είσαστε;», ρώτησε κλείνοντας τα μάτια, προσευχόμενη σε Θεούς και Δαίμονες για μια καταφατική απάντηση.
«Αδερφή του; Ναι, ναι, αδερφή του…. τι λες κορίτσι μου, γυναίκα του είμαι. Τι αδερφή του; Ώστε με ξανθιά ε; Και φιδίσιο….»
Αν γινόταν σεισμός θα ήταν ευπρόσδεκτος από την υπάλληλο με το μεγάλο στόμα. «Κι αυτός… το αφεντικό λείπει…», σκέφτηκε. Και δεν άνοιγε η Γη να την καταπιεί. Ούτε καν πρόλαβε να την δει που έφυγε. Τόσο απότομα και τόσο γρήγορα… η ατιμασμένη.
Ο κύριος Γιώργος γύρισε μετά από μισή ώρα περίπου. Δεν του είπε τίποτα. Τι να του έλεγε άλλωστε. Σκεφτόταν να του το πει κάποια στιγμή το απόγευμα, έπρεπε πρώτα να ετοιμάσει την δικαιολογία της, που έφυγε από τα επαγγελματικά της καθήκοντα και ποιούμενη την κουτσομπόλα, έφερε την αναστάτωση σε μια οικογένεια.
Το απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ο κύριος Γιώργος. Η Αντωνία, παραλίγο να παρατήσει τον πελάτη που είχε από την αγωνία της ν’ ακούσει.
«Κατάστημα ΨΙΘΥΡΟΣ;», ακούστηκε μια αντρική φωνή.
«Ναι, παρακαλώ πως μπορώ να φανώ χρήσιμος;»
«Δεν μου λες ρε φίλε, τι σου φταίει η οικογένειά μου; Τι σου φταίω εγώ;»
«Συγγνώμη, δεν κατάλαβα. Εσείς; Η οικογένειά σας;»
«Ναι, ρε φίλε, τι λέτε την ιστορία των πελατών σας δεξιά και αριστερά; Άντε στο Διάολο μα……ες» και το έκλεισε στα μούτρα του συνομιλητή του. Ο κύριος Γιώργος έμεινε να κοιτά το ακουστικό. Καλύτερα, μια το ακουστικό και μια την Αντωνία, σαν να την ρωτούσε … τι έγινε. Κι εκείνη του είπε.
Κανείς δεν ξανάδε αυτόν τον πελάτη. Δεν ξαναπάτησε στο μαγαζί. Κακές γλώσσες λένε ότι δεν τον ξανάδε κανείς στην περιοχή…. Και άλλες, ακόμα πιο κακές γλώσσες λένε….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου