Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Τα «σ’μάδια»51, αλλά και κάποια προικιά της νύφης,  ήταν απλωμένα παντού. Πάνω στα κρεβάτια, πάνω στις πολυθρόνες στο σαλόνι και κάποια κάτω στο φρεσκοπλυμένο μα πράσινο σαπούνι πάτωμα. Κουβέρτες και σεντόνια με δαντέλα, ασπρόρουχα και τραπεζομάντηλα, υφαντά και παπλώματα και καρέδες και ρούχα. Κεντήματα με χρυσή κλωστή κεντημένα στο χέρι, άλλα από την Νικολέτα και άλλα από την Κυράννα.
Τεντζερέδες και ταψιά, σιφουνιέρες52 και φουρκάλια53, καζάνια και κουβερτόνια ήταν απλωμένα ολούθε, σε τέτοιο σημείο που εμποδιζόταν η διέλευση των καλεσμένων.
«Και δεν είναι μόνο αυτά…», έλεγε και ξανάλεγε η Κυράννα. «Υπάρχουν μύρια όσα ακόμα, κάτω στις αποθήκες…», μη τυχόν και τους πουν φτωχούς.
Ο κυρ Δημητρός με τον καπετάν Αριστείδη (ο οποίος είχε φορέσει το καλό του παντελόνι και πουκάμισο, αλλά δεν έλεγε να απαρνηθεί την ναυτική τραγιάσκα του), είχαν κλειστεί στο μέσα δωμάτιο με τον παπά και τον γραμματικό του Δημαρχείου. Ο καπνός από τα τσιγάρα, έβγαινε από τις σχισμές της πόρτας και την κλειδαρότρυπα. Η Κυράννα τους είχε τρατάρει καφέ και κουλούρια με γλυκάνισο. Το προικοσύμφωνο, θα τους έπαιρνε ώρα.
Την προηγούμενη νύχτα είχε γίνει μια μεγάλη συζήτηση όλης της οικογένειας. Όλων; Όχι βέβαια. Ο Μέμος απουσίαζε, δεν είχε μυαλό για τέτοια, οι φίλοι του περίμεναν στο λιμάνι, εκεί που «έδενε» ο Κουρούνης. Θα πήγαιναν για «Peroni54»  και βόλτα κοντά στο σπίτι κάποιων κοριτσιών. Αρκεί να τις έβλεπαν για λίγο, έτσι μόνο μια ματιά, να δουν ενδιαφέρον. Και μετά κουβέντα και βόλτες στα στενά της Πόθιας.
«Τι να με κάνουσι εμένα στα «ζητάω» και τα προικιά της αδερφής μου…», έλεγε στους φίλους του. «Αύριο που είναι τα αρραβωνιάσματα… ε, … θα είμαι κει»
Κάποια στιγμή ακούστηκε η πόρτα του μέσα δωματίου, σαν κάποιος να προσπαθούσε ν’ ανοίξει. Η Νικολέτα πετάχτηκε όρθια και έκανε νόημα στην Καλοτίνα να πάει κοντά της. Τα χέρια της ήταν παγωμένα αν και λίγος ιδρώτας, έτρεχε από το μέτωπό της. Οι δυό αδερφές αγκαλιάστηκαν για να προκαλέσουν τα γέλια της μάνας τους.
Ο κυρ Δημητρός, χαμογελαστός, βγήκε από το δωμάτιο. Από πίσω ακολουθούσε ο καπετάνιος, ο πατέρας του Σέμου. Κι αυτός ήταν χαμογελαστός, δίνοντας να καταλάβουν όλοι, ότι τα πράγματα είχαν πάει καλά. Τα είχαν βρει οι δυο συμπέθεροι.
«Λοιπόν…», είπε ο κυρ Δημητρός, «… φίλα την νύφη σου Αριστείδη. Και να μας ζήσουν τα παιδιά!»
Η Νικολέτα έπεσε πάνω στον καπετάνιο και του φίλησε πρώτα το χέρι και μετά τον αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνος άνοιξε την πελώρια αγκαλιά του και κυριολεκτικά «κατάπιε» το λεπτεπίλεπτο κορίτσι. Δέχτηκε τα συχαρίκια απ’ όλους τους  παρευρισκόμενους στο σπίτι. Και η Κυράννα άφησε τον εαυτό της επιτέλους λεύτερο, με αποτέλεσμα να τρέξει κι απ’ αυτήν το δάκρυ. Κόρη έδινε, κόρη αρραβώνιαζε…
«Κάποιος να ‘δοποιήσει τον Σέμο να ‘ρτεί», είπε ο καπετάνιος. «Και να του ‘ξηγήσει πως όλα πήγαν κατά την ευκή του Θεού. Άντε ντες… τι αργάτε μπρε… άντε κάποιος να τρέξει και θα έχει λιώσει το κωλοκομένο…».
Κάποιος έφυγε τρέχοντας να ειδοποιήσει τον γαμπρό που περίμενε στο σπίτι του. Ο Κλεάνθης, συνεχάρη την αδερφή του και την φίλησε σταυρωτά. Ακόμα κανείς δεν θα περνούσε τα δώρα, έπρεπε να είναι και ο Σέμος μπροστά, αλλά όλοι, την ασπάζονταν και της εύχονταν… τα καλύτερα.
Αποφασίστηκε ο κυρ Δημητρός να δώσει και το σπίτι της πλατείας, ένα μικρό σπίτι, ένα δρόμο πίσω από τον «Χριστό», που θα έφτιαχνε σιγά – σιγά μέχρι τον γάμο, να μείνει το νέο ζευγάρι εκεί. Και κάποια χτήματα που είχε «μπροστά», στο «Καντούνι» και τις «Μυρτιές» της τα έγραψε κι αυτά να μπορούν να έχουν μια ακίνητη περιουσία και κάπου να στηρίζονται όπως είπε. Και χρυσά φλουριά της έδωκε και κάποιες μετοχές από την Ιταλική Ηλεκτρική εταιρία, που ακόμα κρατούσαν υψηλή τιμή. Τα αποδέλοιπα θα τα λέγαν με τον ερχομό του γαμπρού.
Ο Κλεάνθης δεν μπορούσε να γελάσει, δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί η ψυχή του. Αυτό που είχε γίνει στο καφενείο, τον είχε συνταράξει συθέμελα. Τον είχαν παρουσιάσει οι δημοσιογράφοι, (κι ας μην έγραφαν το όνομά του), σαν ένα δειλό και κιοτή. Σαν άντρας το λοιπό είχε τελειώσει. Προσπάθησε να μην πει τίποτα στους δικούς του και μάλιστα όρκισε και τον αδερφό του, αλλά ήξερε πως το νέο θα διαδιδόταν σύντομα. Και θα το στόλιζαν οι κουτσομπόλες με κόκκινη σάλτσα και μπόλικο τυρί.
Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στον στολισμένο με χαλβά και ξερά σύκα σοφρά. Άναψε τσιγάρο και ρούφηξε με μανία και απόλαυση τον καπνό. Η Κυράννα γέλαγε και μιλούσε με όλους, φίλαγε τις κόρες της, αλλά το μάτι της έπεσε πάνω στον μεγάλο της γιό και αυτό που είδε, δεν την ευχαρίστησε καθόλου. Κρατούσε το τσιγάρο με σφιγμένα τα δάχτυλα, σημάδι πως κάτι δεν του πήγαινε καλά. Και ο Κλεάνθης της, δεν στενοχωριόταν με μικρά και ασήμαντα πράγματα. Και μάλιστα ανήμερα των αρραβώνων της αδερφής του. Μα, φάνηκε, ότι η κατάσταση αυτή του Κλεάνθη, δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από την Καλοτίνα. Μάνα και κόρη, κοιτάχτηκαν στα μάτια. Συμφώνησαν. Η αγάπη τους για τον Κλεάνθη ήταν τόσο μεγάλη που έφτανε στα επίπεδα της λατρείας. Δεν μπορούσαν λοιπόν να αφήσουν τον δεύτερο τη σειρά άντρα και προστάτη τους να έχει το μυαλό του μαύρο και στενάχωρο.
Οι οργανοπαίκτες είχαν πάρει τη θέση τους δίπλα από το τραπέζι και ήδη είχαν πιεί τα πρώτα τσίπουρά τους. Δοκίμαζαν τα όργανά τους και περίμεναν να ολοκληρωθεί το αρραβώνιασμα.
Δεν είχε περάσει ούτε ένα τέταρτο της ώρας και δυνατά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα. Έτρεξε, αφού ήταν πιο κοντά, η Ποθητή κι άνοιξε. Πέντε – έξη νέοι μπήκαν μέσα φορώντας τα καλά τους ρούχα. Στη μέση είχαν τον γαμπρό που γελούσε σαν μικρό παιδί. Κατέβηκαν τα τρία σκαλάκια της εισόδου και το κεφάλι του Σέμου, γύρναγε δεξιά – αριστερά ψάχνοντας για το πρόσωπο της Νικολέτας. Την είδε και οι δυό νέοι έτρεξαν ο ένας στον άλλο. Αγκαλιάστηκαν αλλά απέφυγαν να φιληθούν μπροστά στους γονείς τους - η μάνα του Σέμου, η κυρά Ελπινίκη τον αγριοκοίταξε με νόημα - όμως εκείνος κατάφερε να δώσει ένα πεταχτό φιλί σε αυτό το δροσερό μαγουλάκι μπροστά του.
Όλοι άρχισαν να μαζεύονται στο σαλόνι που περίμεναν οι συμπέθεροι. Έστησαν το ζευγάρι στη μέση, ο παπα Λουκάς το ευλόγησε, είπε μερικά λόγια της εκκλησίας που κανείς δεν κατάλαβε έξω από το «…σώσον Κύριε τον λαό σου…» και το «… δι ευχών των αγίων πατέρων ημών», έκαναν ένα μικρό κύκλο ολόγυρά τους και ένας – ένας με την σειρά, ευχήθηκε και έδωσε τα δώρα του στους δυο γελαστούς νέους. Πρώτη η κυρα Ελπινίκη που κρέμασε στον λαιμό της Νικολέτας, χρυσή αλυσίδα με σταυρό, τούμπλες και μαχμουτιέδες55 , ένα μενταγιόν και αφού την φίλησε βουρκωμένη σταυρωτά, άφησε την θέση της στους υπόλοιπους που είχαν δημιουργήσει μια ουρά από πίσω, κρατώντας τα δικά τους δώρα στο χέρι. Και να σου κόσμημα στη κοπέλα και να σου στον νεαρό. Αλυσίδες και μενταγιόν, ρολόι τσέπης και μανικετόκουμπα χρυσά, καρφίτσες για το πέτο και λίρες για την τσέπη….
Στο τέλος το ζευγάρι έμοιαζε πιο πολύ με κινητή έκθεση χρυσών κοσμημάτων. Τελευταίος έδωσε την ευχή του ο Κλεάνθης. Πλησίασε σιωπηλός και έκανε μεγάλη προσπάθεια να χαμογελάσει. Άνοιξε την πελώρια  παλάμη του και χάρισε κάμποσες Αγγλικές χρυσές λίρες στο ζευγάρι, τους αγκάλιασε και τους δυό μαζί με δύναμη (η αγκαλιά του, τους χωρούσε άνετα και τους δυο) και εν συνεχεία, έβαλε τις παλάμες του στα νεανικά τους μάγουλα:
«Να είστε καλά κι ευτυχισμένοι παιδιά. Αυτά είναι για τα πρώτα έξοδα. Όταν θα παντρευτείτε, θα χρειαστείτε μπόλικα από δαύτα. Να είστε καλά το λοιπό…» και τους φίλησε και τους δυό.
Η Κυράννα που παρακολουθούσε όλους τους καλεσμένους με γερακίσιο μάτι, ανησύχησε για, δεύτερη εκείνη την βραδιά, φορά. Το ύφος του μεγάλου της γιού, δεν της άρεσε καθόλου. Και ήξερε πως η αιτία δεν ήταν κάτι που είχε σχέση με τον αρραβώνα. Ξανακοίταξε τον Κλεάνθη και είδε πως, αφού έκανε την υποχρέωση του σαν αδερφός, πήγε στην άκρη της κουζίνας, κάθισε σε μια γωνιά, απόμερα όσο μπορούσε και χάθηκε στις σκέψεις του.
Αν και η Καλοτίνα τον πλησίασε, απορημένη κι αυτή, την έδιωξε με την αδιαφορία του. Έμεινε μόνος του εκ νέου, γύρισε τα μάτια προς τον βαμμένο με ώχρα τοίχο κι έμεινε εκεί να επεξεργάζεται τα οράματά του.
Η Κυράννα τράταρε τους καλεσμένους λίγα κουλούρια με γλυκάνισο και βασιλικό κατά το έθιμο και τους προσκάλεσε όλους στο τραπέζι. Ένα τραπέζι γεμάτο με όλων των ειδών τις ομορφιές. Από φύλλα και σαλάτες, από χταποδοκεφτέδες και ψάρια στο φούρνο πλακί, μέχρι μουούρι και κοκκινιστό κρέας με πατάτες. Από χαλβάδες και αρμυροτρίγωνα, μέχρι μουστοκούλουρα και ζαχαρωτά. Από σπινιάλο και φούσκες, από αχινοσαλάτα και καβούρια μέχρι μερμιζέλι56 και λιαστή αστακοουρά. Από γεμιστή σουπιά με σταμναγκάθι και καρκάνι57, μέχρι τυλιχτά καλαμαράκια με τυρί και χταπόδι στιφάδο με μακαρούνες και μπόλικη μυζήθρα.
Οι δυό γυναίκες, μάνα και Καλοτίνα, δεν κάθισαν καθόλου. Αν και φορούσαν τα καλά τους ρούχα, είχαν γίνει υπηρέτριες για τους καλεσμένους τους. Κι αν δεν βοηθούσαν με τόσο φιλότιμο οι Τσουκαλαήνες, το τραπέζι θα είχε εξελιχθεί σε αποτυχία. Όλα όμως πήγαν καλά. Ο επιφορτισμένος με το… αλκοόλ Μέμος, αποδείχτηκε αξιότατος, πέραν κάθε προσδοκίας. Έτρεχε στο κελάρι να φέρει κρασί και τσίπουρο, γέμιζε ποτήρια άδεια, γέλαγε και αστειευόταν, φιλούσε τις αδερφές του από την έξαψη κι έκανε τον κυρ Δημητρό να του απονείμει, τελικά, τα εύσημα. Μόνο ο Κλεάνθης έδειχνε απόμερος και ανησυχητικά αμίλητος.
Τα συμπεθέρια (εκτός της Κυράννας),  έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας και φυσικά τα μάτια τους ήταν σχεδόν συνέχεια πάνω στο αρραβωνιασμένο ζευγάρι. Λες και δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι στο σπίτι.
Η Καλοτίνα πλησίασε τον Κλεάνθη. Πήρε το δεξί του χέρι στο δικό της και βάλθηκε να το χαϊδεύει. Του έφτιαξε και τα μαλλιά που είχαν μακρύνει και έπεφταν στα μάτια του.
«Ίντα έχεις αδέρφι; Δεν είσαι καλά. Το βλέπω, κάτι σε απασχολεί. Και … είναι και οι χαρές της μικρής… ίντα; Θα μου πεις μαθές;»
Ο αδερφός της κούνησε το κεφάλι σαν να έλεγε «άσε με ήσυχο…». Πήγε να σηκωθεί, όμως η Καλοτίνα του έσφιξε το χέρι, αναγκάζοντάς τον να κάτσει ξανά.
«Ξέρεις…», είπε γελώντας, «… είμαι πιο δυνατή από σένα. Όπως γνωρίζεις επίσης, ότι δεν θα σταματήσω την … άντε πες την γκρίνια… μέχρι να μου πεις τι συμβαίνει…»
«Γαδάρα δηλαδή είσαι, έτσι; Ή μάλλον σκας γαδάρα με την επιμονή σου…»
«Α, ναι, το ξέρεις. Γι αυτό το καλό που σου θέλω, πε μου τι συμβαίνει, να ξεμπερδεύουμε. Και όσο πιο γρήγορα μου πεις την αλήθεια, τόσο πιο γρήγορα θα ησυχάσεις από μένα…»
Τώρα του ανακάτεψε τα μαλλιά με μια απότομη και γρήγορη κίνηση, όπως συνήθιζε να κάνει σαν ήταν παιδιά κι οι δυό. Εκείνος χαμογέλασε, η αδερφή του, παραδέχτηκε, ήξερε να τον κάνει να της μαρτυράει όλα του τα μυστικά.
Πιάσαν κουβέντα, κάπου – κάπου την διέκοπταν όταν κάποιος καλεσμένος σήκωνε το ποτήρι και ευχόταν – είχαν αρχίσει να βαριούνται αυτό το «… άντε και στα δικά σας οι ανύπαντροι…» -  προσπαθούσαν ο ένας να πει και η άλλη να καταλάβει.
Κάποια στιγμή, παρασυρμένοι από τη συζήτηση, σήκωσαν τον τόνο της φωνής τους. Λες και δεν υπήρχε κανείς εκεί. Η Νικολέτα τους κοίταξε από μακριά, από την άλλη μεριά του τραπεζιού και απόρησε. Το ίδιο και οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Μόνο ο Μέμος έτρεχε με τις καράφες στα χέρια και δεν πολυκατάλαβε. Τουλάχιστον αυτός είχε απορροφηθεί από την δουλειά του και την χαρά.
Η Κυράννα πλησίασε τα παιδιά της.
«Δε θα ‘το καλύτερο μαθές να πάτε μέσα. Ντροπή πλιο να τσακώνεστε μπροστά στον κόσμο…», έκλεισε το μάτι στην Καλοτίνα, «… αδέρφια είσαστε, σήμερις θα λύσετε τα προβλήματά σας;», συνέχισε, προσπαθώντας να οδηγήσει τη σκέψη των καλεσμένων σε προσωπικές διαφορές των παιδιών και όχι αλλού. Έτσι κι αλλιώς κι εκείνη δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε… και καιγόταν να μάθει. Γύρισε στο τραπέζι, προσπαθώντας να υποβαθμίσει το θέμα και σε λίγο, οι συζητήσεις των καλεσμένων, έπνιξαν πάλι τον χώρο.
Η μάνα, σέρβιρε κοπανιστή, «… για την χώνεψη…», έλεγε γελώντας και το «καλαθάκι», που είναι ημίσκληρο τυρί με μέλι και καρύδια. Όλα έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από τους συνδαιτυμόνες. Σήκωσε και το ποτήρι με το κόκκινο κρασί, «… άντε να ζήσουν τα παιδιά…», φώναξε.
Εκεί επενέβη ο Νικόλας ο Κουκουβάς (σήμερα φόραγε παπούτσια που φαινόταν να τον ενοχλούν) και με την δυνατή και μελωδική του φωνή:
«Έλα Χριστέ κι ευλόγησε τούτο τον αρραβώνα
Που ‘ναι ο γαμπρός σαν αητός κι η νύφη σαν τρυγόνα»
……………….. κι έβαλε στο στόμα του ένα τεράστιο κομμάτι χαλβά.
Η ώρα πέρναγε και οι καλεσμένοι είχαν ξεχάσει το επεισόδιο μεταξύ του Κλεάνθη και της Καλοτίνας. Όλοι τώρα «πησπέριζαν» και ασχολούνταν με διάφορα θέματα, χωρίς να ξεχνούν βέβαια, ν’ αδειάζουν και το ποτήρι τους. Παλιοί καπεταναίοι και καπετάνισσες οι πιο πολλοί, γρήγορα η θάλασσα μονοπώλησε την κουβέντα τους.
Η μάνα σηκώθηκε και τράβηξε κατά τον νεροχύτη. Έπιασε μια πλάκα σαπούνι να πλύνει τα χέρια της, σε μια στιγμή αμηχανίας και προσπάθειας να δει με τρόπο μέσα στο σαλόνι, εκεί που τα δυό μεγάλα της παιδιά, συνέχιζαν την κουβέντα τους. Ξετύλιξε μια καινούργια πλάκα  σαπουνιού, «Σαπωνοποιία Γιακάτσικα – ΡΟΔΟΣ», διάβασε μηχανικά, έκανε μπόλικο αφρό και βάλθηκε να τρίβει με μανία τις παλάμες, λες και ήθελε να βγάλει μια επίμονη βρωμιά ή οσμή. Μπόρεσε να δει καθαρά το πρόσωπο της Καλοτίνας της. Ανησύχησε πιότερο σαν νόμισε ότι διέκρινε τα μάτια της να γυαλίζουν. Και τα μάτια γυαλίζουν μόνο από δάκρυα. Και δεν τα «έκοψε» για δάκρυα χαράς.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Μετά από τόσες μέρες που το νησί είχε μουλιάσει από το πολύ νερό, μέχρι και οι πέτρες είχαν αρχίσει να πρασινίζουν σαν να είχαν πιάσει «μαλούπα»47 , η πολυπόθητη Παρασκευή, η Παρασκευή των αρραβώνων, είχε ξημερώσει με ένα ήλιο ζωηρό και μια παράξενα ήρεμη θάλασσα. Το νερό έμοιαζε πιο πολύ με χυμένο λάδι και το κύμα που έσκαγε στα βράχια, δεν ξεπερνούσε τους μερικούς πόντους.
Μέχρι την Κω, δεν έβλεπε κανείς στο πέλαγο «αρνάκια» και κάποιες βάρκες που ταξίδευαν ακολουθούσαν την πορεία τους σε απόλυτη ευθεία.
Η Κυράννα είχε σηκωθεί από τα χαράματα. Είχε τόσες πολλές δουλειές να κάνει, που δεν της κόλλαγε ύπνος και ηρεμία. Τώρα που είχαν περάσει αρκετές μέρες, έβλεπε το δίκιο του κυρ Δημητρού και τα αρραβωνιάσματα της κόρης της με άλλο μάτι. Είχε, επιτέλους, χαρά μέσα της και μάλιστα μια ανυπομονησία που έκανε την καρδιά της να χτυπάει πολύ γρήγορα από το προηγούμενο απόγευμα.
Οι Τσουκαλαήνες είχαν κι αυτές έρθει στο σπίτι της να βοηθήσουν, (σαν γειτόνισσες ήταν άριστες) και με τα δυό κορίτσια, την Καλοτίνα και την Νικολέτα, προσπαθούσαν να φέρουν βόλτα τα φαγητά, τα καθαρίσματα και όποια λεπτομέρεια μπορεί να είχαν αμελήσει.
Η Νικολέτα, χωρίς να το θέλει, είχε αρχίσει και το τραγούδι και η φωνή της ακουγόταν σιγά μεν, αλλά πολύ ευχάριστα. Έπρεπε να σεβαστεί και τον ύπνο των αντρών. Οι άντρες που ακόμα δεν είχαν μπει, ίσως και να μην έμπαιναν ποτέ, σε αυτή τη παραζάλη της προετοιμασίας.
Ο Κλεάνθης σηκώθηκε πρώτος. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα και οι μυρωδιές από τα φαγητά και τα σαπούνια, συνέθεταν μια οσμή που του προκαλούσε αναγούλα. Σήκωσε τα χέρια ψηλά, φίλησε την Καλοτίνα του και άρχισε την γκρίνια:
«Μωρέ μάνα, εν μπορεί κανείς να ‘συχάσει πλιό; Ίντα πρωί – πρωί; Από τώρα ήρχισες τα φαγιά και τις λόντρες; Αμάν πλιο!»
«Βγάλε τη σιωπή πλιό…», η απάντηση της Κυράννας δεν σήκωνε αντιρρήσεις, «… κάτσε χάμου να σου κάμει η αδερφή σου τον καφέ. Να τον πιείς και να φύγεις… δεν είναι δουλειά για άντρες εδώ…»
Ο Κλεάνθης χαμογέλασε και έκλεισε το μάτι στη Νικολέτα, καλημερίζοντας συγχρόνως και τις δυό αδερφές, την Ποθητή και την Μαρία που είχαν σηκώσει τα μανίκια και λερώσει τα χέρια η μια με αλεύρι και η άλλη με λάδι ( ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων).
Στη πρώτη γουλιά, άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να βάλει τις μπότες του, όπως συνήθιζε.
«Εν μπορείς να πας στο μπαλκόνι (μπαλκόνι έλεγε την βεράντα), να μην είσαι μέσα στα πόδια μας σαν γάτα;», ακούστηκε η μάνα του.
Τι να κάνει κι εκείνος, πήρε το φλιτζάνι, τις μπότες στο άλλο χέρι, το τσιγάρο στο στόμα και περπατώντας κοροϊδευτικά στις άκρες των δαχτύλων του, έπιασε μια καρέκλα απέναντι από την ανατολή του ζεστού εκείνου ήλιου, που ξεπρόβαλε πίσω από την Κω. Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε μια βαθιά αναπνοή. Το αλάτι και το ιώδιο της θάλασσας μπήκαν μέσα του και τον έκαναν να αναστενάξει
«Αχ, μωρή πτάνα, … τι μου καμες!»
Άκουσε την πόρτα να χτυπά και μετά φωνές και γέλια. Η Σεβαστή είχε έρθει να βοηθήσει κι εκείνη στα αρραβωνιάσματα της φίλης της. Ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο κι εκείνη υπεύθυνη για αυτό.
Μετά από λίγο, ακούστηκαν κι άλλα χτυπήματα. Κι άλλες φίλες και γειτόνισσες είχαν καταφθάσει στο σπίτι. Ανάμεσά τους και ο Νικόλας ο Κουκουβάς που με το καρότσι είχε φέρει τις παραγγελίες της Κυράννας από την προηγούμενη. Τώρα ξεφόρτωνε γελαστός και όλο ευχόταν… «τα καλύτερα κόρη μου, τα καλύτερα. Και με πολλούς γιούς γρήγορις…». Αυτή βέβαια η φασαρία δεν μπορούσε να μην ξυπνήσει και τον κυρ Δημητρό αλλά και τον «μικρό». Σηκώθηκαν και βάλθηκαν να γελάνε σαν μικρά παιδιά, μέχρι που κατάλαβαν ότι ήταν περιττοί και ίσως κιόλας βάρος εκείνη τη στιγμή μες το σπίτι.
Βρήκαν τον Κλεάνθη στη βεράντα και αποφάσισαν ότι έπρεπε όλοι μαζί να κάνουν μια γύρα από την αγορά, (μέχρι ο μεγάλος γιός ν’ ανοίξει το καφενείο) και μετά να περάσουν για ένα καφέ. Έτσι κι έγινε. Πατέρας και δυό γιοί, βγήκαν στον δρόμο σε παράταξη και άρχισαν να κατηφορίζουν προς την αγορά και την μεγάλη πλατεία.
«Μωρέ πατέρα… αυτός δεν είναι ο Φιάκας; Δεν τον βλέπω καλά, αλλά νομίζω ότι πάει σε μας…»
«Ναι γιέ μου. Αυτός είναι και … μάλλον… πάει «χαλουβά» (χαλβά) και καρύδια. Ε, ρε χαρά που θα κάνει η Κυράννα. Θα νοιώσει πασάς, σαν θα μοιράσει τον «χαλουβά», σε όποιον θέλει48. Και μην το ξεχάσω… πρέπει να περάσω και από τον Αι Νικόλα, να δω τον παπά Λουκά. Και μετά από την Δημαρχεία, να βρω τον γραμματικό. Δεν κάναμε ακόμη την «αγγλαβή»49. Τελικά έχω κι εγώ πολλές δουλειές για σήμερις».
«Καλά, μη θες και τον Μέμο μαζί;», ρώτησε ο Κλεάνθης, για να εισπράξει την άρνηση του πατέρα του. «Μόλις τελειώσεις, έλα … κερνάω καφέ…» και τον χαιρέτισε για ν’ ανοίξει το μαγαζί, ενώ ο κυρ Δημητρός ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας. Μπορεί και να έβρισκε τον παπά εκεί.
Ο Κλεάνθης σταμάτησε ξαφνικά μπροστά στην είσοδο του καφενέ του, κάνοντας έτσι τον μισοκοιμισμένο Μέμο, να πέσει πάνω του.
«Ίντα κάμει μωρέ; Τοίχο βρήκες; Άντε άνοιξε να πιούμε , ν’ ανοίξει το μάτι μας...»
«Σιγά ρε θεριακλή, που θέλεις και καφέ ν’ ανοίξει το μάτι σου. Άντε πάρε το κλειδί αφού βιάζεσαι τόσο…»
Ο Μέμος πήγε προς την πόρτα, ενώ ο Κλεάνθης γύρισε τα μάτια στο λιμάνι. Σε λίγο θα έρχονταν οι πρωινοί για το πίτσι – πίτσι και τον καφέ τους. «Όλοι οι σακατεμένοι…», σκέφτηκε, «… θα μαζευτούμε να κλάψουμε την μοίρα μας! Α, ρε ζωή…».  Χτύπησε το χέρι στον αέρα, λες και προσπαθούσε να σημαδέψει την κακή του τύχη. Η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη που σε καλούσε μέσα της. «Τέτοια κάνεις μωρή και ξεμυαλίζεις τους άντρες…», σκέφτηκε και έφτυσε κατάχαμα. Η αλήθεια όμως ήταν, ότι αυτή η μάγισσα τον είχε ξελογιάσει από τα μικράτα του και δεν μπορούσε να την βγάλει από την καρδιά του. Δεν μπορούσε να… περάσει μέρα χωρίς να την δει στα πόδια του. Αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινε στο νησί και δεν πήγε για ένα καλύτερο μέλλον στην Αυστραλία, που τον είχε καλέσει ο θείος του ο Παντελής.
Ο Παντελής…
Ο αγαπημένος του θείος. Αδερφός της μάνας του, ένας άνθρωπος που ήταν πάντα έτοιμος για όλα. Έξυπνος και ικανός, πήγε πριν από πολλά χρόνια, μετά τον πόλεμο, στην Αυστραλία και πρόκοψε. Δεν είχαν πολλά νέα του, αλλά είχαν μάθει ότι είχε γίνει μεγάλος και τρανός. Ένας μικρός Αυστραλός Κροίσος.
Στο τελευταίο γράμμα που είχε στείλει στην Κυράννα, έγραφε ότι ήθελε να πάνε τα παιδιά (τα ανίψια του) εκεί. Δουλειά και μάλιστα καλή δουλειά, υπήρχε. Και εκείνος βοήθεια ήθελε στις δουλειές του. Έταζε λαγούς με πετραχήλια. Και δεν ήταν άνθρωπος που απλά έλεγε. Πάντα είχε δίκιο, δεν έταζε για να τάξει. Αλλά ο Κλεάνθης, δεν μπορούσε να φύγει από το νησί του. Δεν μπορούσε να αφήσει αυτά τα νερά, αυτή τη ζωή που είχε. Και ο Μέμος, ήταν ακόμη μικρός και η Κυράννα, δεν ήθελε να τον στείλει. Ούτε τις κόρες της. Ήθελε να παντρευτούν Καλύμνιους και όχι ξενόσπορους όπως έλεγε όλους τους άλλους. Το θεωρούσε ζήτημα τιμής να πάρουν ντόπιους και μάλιστα, αν γινόταν, «μηχανικούς».
Χαμογέλασε με τις σκέψεις αυτές και κούνησε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να τις αποδιώξει. «Σήμερα έχουμε χαρές…», σκέφτηκε τώρα, «… αδερφή δίνουμε και μάλιστα με έρωτα…»
Γύρισε στην φωνή του Μέμου.
«Σε πησπέρισμα50 με τον εαυτό σου το ‘ριξες μαθές;»
«Άντε βρε σπόρε, άντε που θα μιλήσεις κιόλας. Άντε γιατί νομίζω ότι θέλει σφαλιάρες η κεφάλα σου…»
Και η μέρα του καφενείου άρχισε. Με τους πελάτες που παράγγελναν τον καφέ τους, με τα ανάλογα πειράγματα για την ημέρα, με τις διάφορες σκόρπιες ειδήσεις και παραμύθια. Οι ίδιοι και οι ίδιοι, οι ίδιες ιστορίες και τα ίδια αστεία.
Ο κυρ Στέργιος ή πιο σωστά ο καπετάν Στέργιος, για να του αποδοθεί ο σωστός τίτλος… τιμής, μπήκε στο μαγαζί χωρίς, πράγμα περίεργο γι αυτόν, χαμόγελο. Μάλλον με γκριμάτσα στενοχώριας. Δεν πέρασε απαρατήρητο αυτό από τον Κλεάνθη.
«Ίντα έχεις καπετάνιε; Πολύ μαύρο σε βλέπω. Μπας και βουλιάξαν τα καράβια σου; Ή … η Θεμελίνα ήρχισε τη γκρίνια από το πρωί;», του είπε με γέλιο.
«Τίποτις μαθές, τίποτις. Άντε γιέ μου κάνε το καφεδάκι μου, να έχεις την ευκή μου»
«Μπα… κάτι έχεις εσύ, δεν με ξεγελάς καπετάνιε…»
Χωρίς να πάρει απάντηση από τον καπετάνιο, γύρισε στην μικρή κουζίνα για την παραγγελία. Το μάτι του πήρε την διπλωμένη εφημερίδα στην τσέπη του γεροναυτικού.
Σαν του έφερε τον καφέ:
«Ίντα γράφει η εφημερίδα καπετάνιε; Έχει τίποτις το σημαντικό;»
«Μπα γιέ μου, τίποτις. Τι να γράψουν κι αυτοί. Τι νομίζεις ότι ξέρουν παραπάνω; Και γι αυτό γράφουσι ότι τους κατεβάσει η γκλάβα τους. Ψόματα και φαντασίες…»
Κάθισε δίπλα στον καπετάνιο και άναψε τσιγάρο. Σε λίγο είχαν έρθει κοντά τους και κάποιοι άλλοι. Μια εφημερίδα που έφερε κάποιος, δεν μπορούσε να πάει χαμένη. Ο καπεταν Στέργιος δεν θέλησε να την δώσει, με όσο πιο ευγενικό τρόπο μπορούσε. Έπιασε συζήτηση για άλλα θέματα ή για την ακρίβεια προσπάθησε να πιάσει κουβέντα για άλλα πράγματα, αλλά μετά την επιμονή των υπόλοιπων, αναγκάστηκε να την δώσει.
Ο πρώτος τίτλος, ολόκληρη σχεδόν η πρώτη σελίδα της εφημερίδας, ήταν αφιερωμένη στις εξελίξεις στην Τουρκία. Έγραφε για την κυβέρνηση του Μεντερές, την προσπάθειά του, μετά τα Σεπτεμβριανά, να εγκαθιδρύσει ξανά τον απόλυτο Μουσουλμανισμό και τις κινήσεις που έκαναν εναντίον του, πραγματικές ή φανταστικές, οι Κεμαλικοί αξιωματικοί του στρατού.
Έκρουε το κώδωνα του κινδύνου για τον εναπομείναντα Ελληνισμό και ακολουθούσαν διάφορες αναλύσεις δημοσιογράφων γύρω από τα γεγονότα. Όλοι στο καφενείο, παράτησαν ότι έκαναν και άρχισαν, άλλος λίγο, άλλος πολύ, να λεν την γνώμη τους. Κάποιοι είπαν μάλιστα ότι στα νερά δεν έβγαιναν πια Τουρκικά αλιευτικά, άλλοι είπαν ότι στο ψάρεμα στα ανατολικά του νησιού είχαν δει πολεμικά πλοία του Μεμέτη και άλλοι ήταν έτοιμοι να πάρουν τους δυναμίτες να χτυπήσουν τα Αγαρηνά σκυλιά. Αυτή την τελευταία άποψη την συμμερίζονταν οι περισσότεροι μάλιστα. Η εφημερίδα είχε παραπέσει σε μια άκρη του τραπεζιού και τώρα κανείς δεν ενδιαφερόταν να την διαβάσει παραπάνω. Η συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά και οι φωνές ακούγονταν μέχρι έξω. Προφανώς το θέμα της κατάστασης με την Τουρκία, το είχαν σχεδόν λύσει.
«Βρε παιδιά, ίντα λέει εδώ; Για μας δε λέει;», ακούστηκε η φωνή του Φιάκα. Σκούντησε με τον αγκώνα τον διπλανό του, τον κυρ Μανώλη τον Νυστάζο, τον συνταξιούχο δάσκαλο και με το πηγούνι του έδειχνε κάτι στην μέσα σελίδα της εφημερίδας. Ένα άρθρο. Ένα σημαντικό άρθρο. Ο τίτλος δέσποζε με μεγάλα κατάμαυρα γράμματα «Κάλυμνος, το νησί του θρήνου».
«Για να δω βρε, για να δω. Μα, ναι, αλήθεια λέγεις. Για μας ομιλεί… κοίτα να δεις!»
«Πρέπει να είναι αυτά που γράψανε κείνα τα μαϊμούδια, τα σαμιαμίδια που ‘χαν έρτει από την πρωτεύουσα. Να δεις που λένε τις ιστορίες που τους είπαμε… για να διούμι. Άντε βρε Μανώλη, διάβασε …»
Ξαφνικά είχαν ξεχάσει και την Τουρκία και τον απόηχο των Σεπτεμβριανών και τα Αγαρηνά σκυλιά στη θάλασσα. Τώρα η έννοια ήταν μόνο το άρθρο της εφημερίδας. Ο κυρ Μανώλης ο Νυστάζος, δίπλωσε το χαρτί να μπορέσει να το σταθεροποιήσει πάνω στα πόδια του. Άναψε ένα τσιγάρο και καθήμενος σταυροπόδι, άρχισε την ανάγνωση. Σε κάθε πρόταση τον διέκοπταν φωνές και γέλια. Καθένας θυμόταν την ιστορία που είχε πει, έτσι κι αλλιώς το άρθρο απλά παρουσίαζε αυτές τις ιστορίες και κάποια λίγα σχόλια. Γίνονταν κριτικές για την γλώσσα και την παρουσίαση, δίνονταν (σε ποιόν;), συμπληρωματικές λεπτομέρειες και υψώνονταν ποτήρια στην υγειά των δυό δημοσιογράφων για τις περιγραφές τους με τόσο έντονο ύφος. Το άρθρο έφτανε στο τέλος του.
«… και βέβαια, αυτοί οι γενναίοι άντρες, οι ακρογωνιαίοι λίθοι του Ελληνικού αδάμαστου πνεύματος…», έγραφε, «… προτιμούν την θάλασσα και τον θάνατο σε αυτήν από το να κλαψουρίζουν στη στεριά. Εκεί είναι ο χώρος τους, ο δικός τους κόσμος, το μεροκάματο και η περηφάνια τους. Βέβαια, όπως γίνεται παντού, σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, έτσι κι εδώ υπάρχουν …»
Ο κυρ Μανώλης σταμάτησε απότομα να διαβάζει, λες και δεν υπήρχε κάτι άλλο γραμμένο εκεί. Συνοφρυώθηκε και κοίταξε τους υπόλοιπους, λες και κάτι έψαχνε.
«Αυτά λοιπόν είναι όλα…», τους είπε. «Δεν έχει κάτι άλλο ενδιαφέρον εδώ…»
«Έλα τώρα, γιατί σταμάτησες; Τι άλλο γράφει μαθές;», ακούστηκε από διάφορα στόματα. «Πες και τα άλλα, τι τα κρατάς μυστικά;»
Ο κυρ Μανώλης κοίταξε τον καπετάν Στέργιο, μετά τον Κλεάνθη που καθόταν σιμά του και γέλαγε με αυτά που άκουγε και μετά πάλι τον καπετάνιο, με σημασία αυτή τη φορά. Εκείνος του απάντησε με το σήκωμα των φρυδιών του. «Όχι», του έλεγε με τα νοήματα. Ο κυρ Μανώλης είχε πάρει την συγκατάθεση που περίμενε. Την βοήθεια που ήθελε.
«Φτάνει, δεν έχει τίποτα άλλο», επανέλαβε.
«Έτσι κι εδώ υπάρχουν τι; Αυτό έλεγε το άρθρο, τι λοιπόν υπάρχουν εδώ κυρ Μανώλη…», ρώτησε ο Φιάκας και άρπαξε την εφημερίδα απότομα από τα χέρια του.
Και ο Κλεάνθης παρότρυνε τον δάσκαλο να συνεχίσει. Μάλιστα με το τίναγμα του χεριού του, γράπωσε την εφημερίδα και του την ξανάδωσε, αφήνοντας τον Φιάκα στη μέση του συλλαβίσματος.
«Άντε το λοιπό, πε μας ίντα άλλο γράφει…»
Ο καπετάν Στέργιος είχε σκύψει το κεφάλι πάνω από το ποτήρι του και μάλιστα είχε μισογυρίσει την πλάτη στον δάσκαλο. Ήπιε μια γουλιά και έκανε νόημα στον κυρ Μανώλη να συνεχίσει.
«… έτσι κι εδώ υπάρχουν κάποιοι που δεν συμμερίζονται τον ηρωισμό των συμπατριωτών τους. Κάποιοι που στη πρώτη δυσκολία, δειλιάζουν και εγκαταλείπουν την θάλασσα κι ας λένε πως την αγαπάνε. Κάποιοι που καταντούν να κάνουν δουλειές της στεριάς, να ακούν τον πόνο των πραγματικών ηρώων των βυθών. Να ανοίγουν π.χ. καφενέδες και μαγαζιά με …λουκούμια και κριθαροκουλούρες. Υπάρχουν κι αυτοί για να ντροπιάζουν το επάγγελμα…»
Εκεί ξανασταμάτησε το διάβασμα ο δάσκαλος. Δίπλωσε την εφημερίδα και έσκυψε το κεφάλι. Δεν κοίταξε τον Κλεάνθη. Όπως δεν τόλμησε και κανείς άλλος να τον κοιτάξει. Είχε πάει μεσημέρι. Κάποιοι σηκώθηκαν και χαιρέτισαν… τους περίμεναν οι γυναίκες τους, όπως είπαν για φαγητό. «Να αφήσουμε και τον Κλεάνθη νωρίτερα σήμερις που έχει τα αρραβωνιάσματά του…»
Ο καπετάν Στέργιος έπιασε το χέρι του αμίλητου άντρα. Το χτύπησε ελαφρά σαν παρηγοριά: «Το τι λέει ο καθένας δεν έχει σημασία, το τι είσαι μέσα στην καρδιά σου … Και αυτοί καλαμαράδες είναι , δεν ξέρουν την θάλασσα…».
Ο Κλεάνθης έγνεψε καταφατικά, αλλά λέξη δεν έδωσε πίσω. Σε λίγο είχε μείνει μόνος με τον Μέμο.
Εκσφενδόνισε το ποτήρι που κρατούσε πάνω στον τοίχο και το είδε να γίνεται χίλια κομμάτια. Ο Μέμος πήγε στην κουζίνα και έβγαλε το μπροστομούνι.
«Η αδερφή μας, δεν φταίει σε τίποτα …», είπε.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10


«Α, πα, πα, ίντα καιρός κι αυτός μωρέ Κλεανθιό. Α, πα, πα,… γη και ουρανός, ένα γίνασι μαθές», επανέλαβε για δεύτερη φορά ο καπετάν Λούτσος … κατά κόσμο Λευτέρης Μπούμας.
Τίναξε σαν γάτα τις πλάτες του, έκλεισε την ομπρέλα και γέμισε το πάτωμα με νερό. Ευτυχώς που το πριονίδι που είχε ρίξει πρωτύτερα ο Κλεάνθης, το απορρόφησε γρήγορα και δεν γλίστρησε κανείς.
Η βροχή χτυπούσε στο τζάμι και η ορατότητα ήταν σχεδόν μηδενική, σε συνδυασμό και με το σκοτείνιασμα από νωρίς, της μέρας. Όχι δηλαδή ότι θα έβλεπε πολλά περισσότερα κάποιος αν ήταν έξω, αφού η θάλασσα θα έλεγες είχε ενωθεί πραγματικά με το νερό της βροχής. Κάποια καΐκια που ήταν δεμένα στην άκρη του λιμανιού, χόρευαν τον χορό των … δερβίσηδων, προσκυνούσαν με τα κατάρτια τους το κτίριο του Τελωνείου και πρόσθεταν κάθε τόσο στις χορευτικές τους φιγούρες και το σάλτο … όχι της απελπισίας αλλά σίγουρα το σάλτο της απόγνωσης.
Μετά τον Ναυτικό όμιλο, κοντά στου Ιορδάνη44, το κύμα θυμωμένο, έφτανε ως τα παράθυρα των σπιτιών, τα περισσότερα των οποίων ήταν χτισμένα περασιά στα βράχια. Μέχρι τα σφαγεία, μπορούσε κανείς να δει την άσπρη φάλαγγα των κυμάτων, που είχαν αφηνιάσει στο φύσημα του Μέση όπως τον αποκαλούσαν οι νησιώτες ή του Γρέγου45 όπως τον φοβόντουσαν οι ναυτικοί. Και η φωνή – κραυγή τους, έκανε και τον πιο ψύχραιμο άντρα να ανατριχιάζει στο άκουσμά της. Οι δρόμοι του νησιού, έρημοι εκτός λίγων εξαιρέσεων, κατέβαζαν νερό, πέτρες και χώματα που με μορφή ποταμιού, κατέληγαν στην θάλασσα από τα σπασίματα του προστατευτικού τείχους του λιμανιού.
Τα φώτα του δημόσιου δρόμου, όσα δηλαδή λειτουργούσαν, γύρναγαν σχεδόν γύρω από τις πισσαρισμένες ξύλινες κολώνες, με τη χαρακτηριστική μυρουδιά τους, που η βροχή την είχε κάνει εντονότερη. Το φως που δημιουργούσε κινούμενα φαντάσματα στο χώμα, περισσότερο δυσχέραινε την όραση παρά την βοηθούσε. Ευτυχώς που μέσα σε αυτόν τον χαλασμό, μόνο δυό τρεις άνθρωποι προσπαθούσαν να περπατήσουν. Μάλιστα κάποιος, απέναντι από τον καφενέ του Κλεάνθη, προσπαθούσε να σταθεί όρθιος κόντρα στον άνεμο, γλιστρούσε κάθε τόσο από το νερό της βροχής και των κυμάτων παρουσιάζοντας  μια κωμική εικόνα· άσε που κινδύνευε να παρασυρθεί και από την θάλασσα και να πνιγεί στα καλά καθούμενα.
«Κάμει και κρύο, ανάθεμά το. Δεν είναι μόνο το νερό και ο Γρέγος, αλλά και το κρύο. Παράξενο ε; Γρέγος και κρύο!», είπε ένας από τους ναυτικούς που είχαν μαζευτεί γύρω από την ξυλόσομπα του καφενείου. «Λέτε φέτο να χιονίσει;»
Όλοι γέλασαν με αυτά τα λόγια. Το νησί είχε χρόνια να δει την άσπρη νιφάδα του χιονιού. Πολλά από τα πιτσιρίκια δεν το ήξεραν καν το χιόνι, ακουστά μόνο το είχαν από τα παραμύθια που τους έλεγαν οι παππούδες τους.
«Σιγά μην έρθει και το τέλος του κόσμου…», ακούστηκε μια άλλη φωνή, που πρέπει να ανήκε στον Κυρ Σταύρο τον Κούμαντα, τον παράλυτο παλιό σφουγγαρά, τον άντρα της Μαρίας της Ψηλής. Όχι, ψηλή δεν ήταν, μεγαλοπιανότανε όμως και «είχε την μύτη ψηλά», όπως έλεγε ο Καθοπούλης ο γιατρός κι από τότε της έμεινε το παρατσούκλι αυτό.
«Το τέλος για μας είναι κάτω… εκεί στο βυθό…», απάντησε ο κυρ Σταύρος, «… χαζομάρες έλεγα πριν. Καλύτερα να πάω από «σκάσιμο», παρά εδώ μαζί σας», αποτέλειωσε το λόγο του. Βέβαια, όπως κατάλαβαν όλοι, μίλαγε το τσίπουρο και η στενοχώρια του από τα παράλυτα πόδια του. «Άντε βρε Κλεάνθη, βάλε άλλο ένα, … άντε βρε … που να ψοφήσουν όλοι οι «σκύλοι»46 της θάλασσας…».
Ο Κλεάνθης χαμογελώντας, με το μπουκάλι στο χέρι, εκείνο με το φελλό και το μεταλλικό στόμιο σαν μικρό σωληνάκι που το μετέτρεπε σε ρόι, πέρασε ανάμεσα από τα στριμωγμένα τραπέζια κι έφτασε κοντά του. Του έβαλε μια γενναία ποσότητα και του χαμογέλασε. «Ο μεζές σε λίγο. Βλέπεις ο μικρός…», έδειξε στη κουζίνα τον βοηθό του, που δεν ήταν άλλος από τον Μέμο, «… είναι λίγο … αργοκάϊκο. Εγώ είμαι σακάτης, αυτός αργεί» και χτύπησε με δύναμη το γερό του πόδι στο πάτωμα.
Ο κυρ Σταύρος, αν και ζαλισμένος κατάλαβε τι ήθελε να του πει ο νέος μπροστά του. Μα, ο πόνος του ήταν μεγάλος κι έτσι έδειξε κι εκείνος τις πατερίτσες του, με αποτέλεσμα να γελάσουν και οι δυό. Σήκωσαν από ένα ποτήρι στον αέρα, ήπιαν «άσπρο πάτο» το διάφανο υγρό και γέλασαν με την καρδιά τους.
«Έμαθα ότι τώρα θα γίνουσι και τα αρραβωνιάσματα Κλεάνθη. Πότε με το καλό βρε; Σύντομα ε;»
«Σύντομα κυρ Σταύρο, σύντομα. Την άλλη ‘βδομάδα, την άλλη Παρασκευή…»
«Ε, τότε … δεν φταίω εγώ… κέρνα ένα ακόμα. Έτσι για τα συχαρίκια…» και έτεινε το χέρι με το άδειο ποτήρι προς το μέρος του.
Το χτύπημα στο παράθυρο τους έκανε όλους να κοιτάξουν, είχε ακουστεί σαν κανονιά. Κάποιο μάνταλο είχε ξηλωθεί ή ξεμαγκώσει και τώρα προσπαθούσε να σπάσει το παράθυρο. Ο Κλεάνθης στραβομουτσούνιασε που έπρεπε να βγει έξω για την επιδιόρθωση. Τι να κάνει όμως; Έπρεπε.
Φόρεσε το μεγάλο ναυτικό αδιάβροχο, σήκωσε και την κουκούλα και προσπάθησε να βγει. Με το άνοιγμα της πόρτας ο αέρας βρήκε την ευκαιρία να αναστατώσει ότι μπορούσε να αναστατωθεί μέσα στο καφενείο. Μέχρι ποτήρια και καράφες πέταξε στο πάτωμα βρέχοντας τα πόδια των θαμώνων. Μια ομπρέλα που ήταν ακουμπισμένη στη γωνία δίπλα στην πόρτα, αποφάσισε έτσι, ξαφνικά, ν’ ανοίξει τα… φτερά της και να πετάξει στην αίθουσα, προσπαθώντας να βγάλει τα μάτια δυο – τριών παλιών ναυτικών που έπιναν το τσίπουρό τους γελώντας.
Βέβαια, άδραξε την ευκαιρία ο «Φιάκας» και φώναξε στον καπετάνιο Γιώργη τον Δοντά: «Βρε Αργάλι, φίλη της γυναίκας σου είναι η ομπρέλα…» κι έσκασε στα γέλια. «Τότε γιατί θέλει να σου βγάλει τα μάτια;» κι έσκασαν και οι υπόλοιποι στα γέλια. Το γεγονός πάντως ήταν ότι μπόλικος καπνός βγήκε και ελάφρυνε την ατμόσφαιρα και κάτι, έστω και παράλογα, κουνήθηκε γύρω από κείνη την μεθυσμένη παρέα των παλιών ναυτικών.
Ο Κλεάνθης, μπήκε για μερικά δευτερόλεπτα στον πειρασμό ν’ αφήσει ανοικτή την πόρτα, αλλά χαμογελώντας, την έκλεισε πίσω του. Ο Μέμος μέσα στην κουζίνα σκυμμένος πάνω από κάποιους χταποδοκεφτέδες, δεν είχε καταλάβει τίποτα από την στιγμιαία αναστάτωση στο μαγαζί. Έψαξε με τα μάτια τον αδερφό του, δεν τον είδε και βάζοντας την μικρή, περίπου λευκή πετσέτα στον ώμο, προσπάθησε να σερβίρει τους μεζέδες πριν κρυώσουν. «Που πήγε μαθές πάλι …», σκεφτόταν, μέχρι που τον είδε από το παράθυρο, έξω, μέσα στην βροχή και βέβαια έμεινε ακίνητος με τον δίσκο στο χέρι να κοιτά χαζογελώντας.
Το παράθυρο στερεώθηκε πολύ γρήγορα, μα ο Κλεάνθης αργούσε ακόμα να μπει. Στεκόταν έξω στο ουράνιο νερό να κοιτάζει το λιμάνι, την θάλασσα, τα χορευτικά των καϊκιών, τα κύματα που ακουμπούσαν στα σύννεφα, τα φώτα του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου που έφτιαχναν μικρά ακτινωτά αστέρια στην απέναντι πλευρά της πλατείας. Του άρεσε η βροχή αν και τον ενοχλούσε ο δυνατός αέρας.
«Καταραμένε Γρέγο…», μουρμούρισε την ώρα που έψαχνε στις τσέπες του για τσιγάρα. Βρήκε το πακέτο και άναψε ένα, με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Τράβηξε μια τζούρα, τόσο βαθιά που ζαλίστηκε. Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό. Του φάνηκε, αν και λόγω ώρας δεν έβλεπε καθαρά, ότι τα σύννεφα είχαν πυκνώσει και η βροχή θα γινόταν ακόμα πιο ισχυρή και συνάμα απειλητική. Μια χαρά ανάμεικτη με αναστάτωση τον πλημμύρισε.
Κάποια σταγόνα του έσβησε την καύτρα του τσιγάρου και χάλασε τρία σπίρτα για να το ξανανάψει. Τράβηξε το γείσο της κουκούλας του λίγο πιο μπροστά, όσο δηλαδή έπαιρνε και σκούπισε το νερό από το πρόσωπό του. Ακούμπησε με την πλάτη στο δοκάρι που στήριζε τον τσίγκο πάνω από την πόρτα του μαγαζιού. Κάπως αυτός ο τσίγκος τον προστάτευε από την βροχή, όχι όμως και από τον αέρα. Είδε μοναχικές καρέκλες να ταξιδεύουν με το νερό προς το λιμάνι. «Παλιές και σπασμένες είναι…», σκέφτηκε, «… ας πάνε καγιά τους».
Ένας αχός τον έκανε να κοιτάξει προς τη μεριά της εκκλησίας του Αι Νικόλα. Από το καμπαναριό ακουγόταν ο ήχος από τις καμπάνες που ο αέρας τις έκανε να χτυπούν ελαφρά. Αλλά ο αχός που άκουσε δεν ήταν αυτός. Δεν ήταν οι καμπάνες. Πρόσεξε καλύτερα με όλες τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. Τελευταία στιγμή το είδε. Ένα μεγάλο κλαδί, χοντρό κλαδί που είχε σπάσει από κάποιο δέντρο, παρασυρμένο από το νερό, κατέβαινε με ταχύτητα τις σκάλες τις εκκλησίας και τις γειτονιάς, χτυπώντας δυνατά πάνω στους τοίχους των σπιτιών. Πέτρες που ακολουθούσαν, μάζευαν «στράτευμα» στη διαδρομή τους, από τις ξεκολλημένες από τα σπίτια και συγκεντρώνονταν στην αρχή, στα πλατύσκαλα μέχρι να καταλήξουν στην θάλασσα. Τέτοια ήταν η ορμή του βρόχινου ποταμιού.
Ανησύχησε λίγο, κοίταξε προς τη μεριά του σπιτιού, σκεφτόταν τους δικούς του, αλλά βέβαια δεν μπορούσε να δει τίποτα. Πέταξε την γόπα του τσιγάρου του και από συνήθεια πήγε να την πατήσει με το τακούνι της μπότας του. Μόλις όμως είδε τα νερά να τρέχουν δίπλα στα πόδια του, χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα. Μια μπόχα από τσιγάρο, τηγανητό κρέας και ψάρια, αλκοόλ και ιδρώτα, τον χτύπησε στη μύτη. Αηδίασε προς στιγμήν, αλλά ήξερε ότι θα συνήθιζε. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, κοίταξε προς το παράθυρο, μη τυχόν και το μάνταλο είχε πάλι αρχίσει τα κόλπα του και προχώρησε με το γνωστό χαμόγελο του προς την κουζίνα. Έβγαλε το αδιάβροχο, σήκωσε τα μανίκια και άρπαξε το μπουκάλι του τσίπουρου να γεμίσει τα ποτήρια των … σηκωμένων χεριών.
«Εντάξει έγινε;», τον ρώτησε ο Μέμος, για να εισπράξει την καταφατική γκριμάτσα του αδερφού του. Κάποια στιγμή, κόπηκε το ηλεκτρικό και το σκοτάδι έπεσε στο μαγαζί. Δεν ανησύχησε κανένα και γιατί είχαν συνηθίσει σ’ αυτό, χρόνια τώρα, αλλά και γιατί οι λάμπες πετρελαίου δεν είχαν σβήσει ούτε στιγμή από το μεσημέρι.
«Να δούμε πως θα έρθει το βαπόρι …», είπε κάποιος, μάλλον ο καπετάν Λούτσος κοιτώντας από το παράθυρο το λιμάνι.
«Ποιο είναι σήμερα; Το Καραϊσκάκης;», ακούστηκε μια άλλη φωνή.
«Όχι μπρε…», απάντησε ο καπετάνιος, «… το Κολοκοτρώνης είναι, με τον καπετάν Ντρίλλη. Μπορεί να δέσει στην Λέρο. Αμ, με τέτοιο καιρό που να έρθει…»
«Μπα», απάντησε η προηγούμενη φωνή, «… πλοίο του Ντρίλλη πάντα φτάνει. Καπετάναρος είναι αυτός, όχι αστεία…» και γελώντας ο καπετάνιος άδειασε στο λαρύγγι του το … ποιο να ήταν αλήθεια… ας πούμε … το δέκατο ποτήρι τσίπουρου. «Δικός μας είναι, δεν μασάει από θάλασσες και Γρέγους… ούτε ύφαλους και… χικ … χικ … αυτά!». Το ποτό τον είχε κάνει να χάσει τα λόγια του πια.
«Περιμένω και την νέα μηχανή για το τρεχαντήρι μου σήμερις. Ελπίζω να την φέρει… και να μην έχει σπάσει …», είπε ο Μηνάς ο Τσουλούφας.
Η μηχανή του κυρ Μηνά, ήταν το μεγάλο γεγονός εκείνο το απόγευμα στο καφενείο. Τα καΐκια πια στο νησί είχαν αφήσει πίσω τους τον Αίολο και την ενέργειά του και όλο και πιο πολύ, στηρίζονταν στο πετρέλαιο και τις μηχανές. Λίγα είχαν απομείνει να κάνουν μεταφορές με ανοιχτά πανιά. Κάποιοι από τους καπεταναίους μάλιστα, είχαν αλλάξει ακόμα και για τρίτη φορά μηχανές, κάνοντας τον ταρσανά να έχει συνέχεια δουλειά.
Αλλά το καράβι που ερχόταν από τον Πειραιά, δεν έφερνε μόνο τη μηχανή του κυρ Μηνά, αλλά και ένα σωρό άλλα πράγματα που ήταν απαραίτητα για τους νησιώτες. Λαχανικά και διάφορα εμπορεύματα, αλληλογραφία, εφημερίδες και περιοδικά, ανθρώπους γνωστούς και άγνωστους και … πάνω απ’ όλα, την αύρα της πατρίδας, που τόσο τους έλειπε με την Ιταλοκρατία.
Πάντως ο αέρας και η βροχή καλά κράταγαν, οι καταστροφές στο νησί θα καταγράφονταν την επόμενη. Αυτή τη στιγμή στο καφενείο, κυριαρχούσε το τσίπουρο, το τσιγάρο και οι μεζέδες. Οι διάφορες αμπελοφιλοσοφίες και τα παραμύθια των ναυτικών, έδιναν απλώς λίγο ενδιαφέρον και φως σε μια «αντρική βραδιά».
Έτσι θα περνούσαν από δω και πέρα όλες οι μέρες στο νησί. Την ημέρα, κάποια λίγα μαστορέματα στο σπίτι, μέρες που η θάλασσα θα ήταν κάπως πιο ήρεμη, ψάρεμα και επιδιόρθωση των διχτυών. Μέχρι τα Χριστούγεννα που για λίγες μέρες θα άλλαζαν οι συνήθειες και η θρησκευτική κατάνυξη θα έβαζε κάποιους όρους στη ζωή τους. Και βέβαια οι ατέλειωτες συζητήσεις για τα μπάρκα και τα σφουγγαρομέρια, τους σφουγγαρότοπους δηλαδή, κάτω στη Μπαρμπαριά και την Κρήτη. Μέχρι που θα έφτανε η άνοιξη και τα σφουγγαράδικα θα ξεκινούσαν για το οχτάμηνο ταξίδι τους.
Τελικά το «Κολοκοτρώνης», αν και με μεγάλη καθυστέρηση, έφτασε κάποια στιγμή που ο άνεμος είχε «πέσει» και έτσι μπόρεσαν οι λάζες να πλησιάσουν. Πρέπει να ήταν ξημερώματα και στο καφενείο είχαν μείνει δυό – τρεις παρέες και αυτές ετοιμαζόντουσαν να φύγουν.
Ο Κλεάνθης, ήθελε να τους κάνει να «ξεκουμπιστούν», να κλείσει κι εκείνος, να πάει σπίτι του. Καθόταν σε μια καρέκλα και προσπαθούσε να μην χασμουρηθεί. Άκουσε ένα θόρυβο λίγο πίσω του και γυρίζοντας είδε τον Μέμο, να προσπαθεί να σηκωθεί όρθιος. Τον είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα του και φυσικά, γνώρισε, με απότομο τρόπο,  το σκληρό πάτωμα.
Ο Κλεάνθης του έκανε νόημα να φύγει, τώρα η βροχή είχε σταματήσει σχεδόν και ήταν εύκολο το περπάτημα, αν φυσικά κάποιος πρόσεχε τα ποτάμια στους δρόμους και τις πέτρες ή τα κλαδιά που ακόμα εξακολουθούσαν να κατεβαίνουν προς τη θάλασσα. Ο «μικρός», αρνήθηκε και ξανακάθισε όσο πιο άνετα μπορούσε. Χασμουρήθηκε αλλά είχε αποφασίσει να μην αφήσει τον αδερφό του μόνο.
Η «φωνή» του «Κολοκοτρώνης», ακούστηκε βραχνή αλλά δυνατά, την ώρα που το καράβι, βιαστικά, αναχωρούσε για την Κω και την Ρόδο. Προσπαθούσε να προλάβει τον καιρό…
«Άντε βρε Κλεανθιό να σε πλερώσουμε… άντε να πάμε και στην γκρίνια της κυρά Μαριώς», ακούστηκε ο καπετάν Μικές την ώρα που προσπαθούσε να σηκωθεί, υποβασταζόμενος από τον Μιχάλη τον φίλο του και παλιό κολαουζέρη του.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Πήρε την μικρή του κόρη στο μέσα δωμάτιο, αυτό που ονόμαζαν σαλόνι και προσωρινά ήταν και κρεβατοκάμαρα του κυρ Δημητρού. Η μεγάλη πόρτα προς την βεράντα με τα ψηφιδωτά που απεικόνιζαν δελφίνια να παίζουν, ήταν διάπλατα ανοικτή. Η θάλασσα τέτοια ώρα ήταν γκρίζα, σχεδόν μαύρη και γαλήνια σαν να κοιμόταν. Μόνο το κύμα που έσκαγε ρυθμικά πάνω στα βράχια, στα ριζά του σπιτιού, θύμιζαν ότι υπάρχει ζωή. Απέναντι στο μαράσι τα Αϊ Στέφανου, είχαν ανάψει τα φώτα στα σπίτια και έμοιαζαν με μικρές πυγολαμπίδες  που στέκονταν ακίνητες στο γκρίζο κενό. Δυό πανιά, μάλλον από ψαροκάικα έμπαιναν στο λιμάνι.
Πατέρας και κόρη, κάθισαν στο σιδερένιο κρεβάτι, ήσυχα σαν να μην υπήρχε κανένα πρόβλημα. Υπήρχε άραγε; Ο κυρ Δημητρός έβαλε το δεξί του χέρι στους ώμους της.
«Το λοιπό; Για να δούμε τι έχουμε εδώ… μια κοπελούδα, όμορφη και νοικοκυρά κι έναν νεαρό, δουλευταρά όπως λες, όμορφο, όπως λένε οι κουτσομπόλες. Μάλιστα! Και ο νεαρός μας είναι βιαστικός όπως γλέπω, έτσι;»
Η Νικολέτα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Δεν ήξερε γιατί, αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα μπροστά στον πατέρα της.
«Μάλιστα… καλά τα λέγω το λοιπό. Κοίτα που είμαι έξυπνος και δεν το ήξερα κι εγώ ο ίδιος»
Γέλασαν και οι δυό. Η καρδιά του πατέρα, αυτή που δεν ήξερε τους εγωισμούς και τις πίκες, μπροστά στο καλό και την ευτυχία των παιδιών του, ήταν που μιλούσε τώρα. Τα μάτια του, αυτά που είχε πάντα φυλακισμένα πίσω από κείνα τα μαύρα γυαλιά, λαμποκοπούσαν τώρα και ένα φως λες και έβγαινε από μέσα τους. Μα πάνω απ’ όλα, το πρόσωπό του είχε ένα χαμόγελο, που όμοιό του η Νικολέτα δεν είχε ξαναδεί στο παρελθόν. Ένα παράξενο χαμόγελο, λαμπρό και μεγαλόπρεπο. Είχε ακούσει για το χαμόγελο της χαράς, το χαμόγελο των αγγέλων, το χαμόγελο της μάνας, το χαμόγελο της απόλαυσης. Μα αυτό ήταν κάτι… άλλο. Κάτι διαφορετικό. Μα, ναι… ήταν το χαμόγελο του πατέρα. Το μεγαλύτερο χαμόγελο στον κόσμο, αυτό που κάνει τον μπαμπά … Θεό.
Τον φίλησε, έτσι χωρίς λόγο. Δεν είχε σκοπό να τον «ρίξει», αφού καταλάβαινε τι ήθελε να της πει. Απλά τον φίλησε για να βγάλει από μέσα της όλη την πίεση, όλο τα άγχος που την είχε πλημμυρίσει από την ώρα που ο Σέμος της ανακοίνωσε ότι θα την ζητούσε. Δεν μπορούσε να υπολογίσει ότι ο, τόσα χρόνια άβουλος άντρας μπροστά της, θα γινόταν ο καταλύτης στις σχέσεις της οικογένειας αυτή την κρίσιμη και σημαντική στιγμή για κείνη.
«Και απ’ ότι κατάλαβα, αυτός ο νέος θέλει να σε ζητήσει. Έτσι;», είπε ο κυρ Δημητρός.
Πάλι η Νικολέτα κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Και δουλεύει στου… Χαλκίτη. Είδες που κάτι ξέρω κι εγώ; Και λέει ότι μπορεί να σε ζήσει, έτσι;»
Εδώ η κόρη χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο κουρασμένο και ίσως λυπημένο. Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορούσε να την «ψάλλει» η Κυράννα και να έχει δίκιο, ήταν η οικονομική κατάσταση του Σέμου.
Η ώρα πέρναγε και οι υπόλοιποι δεν είχαν σηκωθεί από το τραπέζι. Δεν είχαν κουράγιο να σηκωθούν. Μόνο η Κυράννα, πήρε κάποια πιάτα και καμώθηκε πως τα πλένει στη γούρνα. Συνέχεια βέβαια μουρμούριζε, σιγανά, αλλά με τα αυτί τεντωμένο να αρπάξει κάποια λέξη από το σαλόνι. Βέβαια, το αυτί το είχαν τεντωμένο και οι υπόλοιποι, εκτός του Μέμου που φανταζόταν απλά μεγαλύτερες ψαριές και πότε θα συναντούσε τους φίλους του.
Κάποια στιγμή, ακούστηκαν από το σαλόνι γέλια και κάποια χαχανητά της Νικολέτας, που έκαναν τη Καλοτίνα και τον Κλεάνθη να χαμογελάσουν και την μάνα να στρίψει τα μούτρα μουρμουρίζοντας κάτι το ακαταλαβίστικο.
Σε λίγο φάνηκαν και ο κυρ Δημητρός με την μικρή του. Πρώτη φορά η Κυράννα παρατήρησε ότι ο άντρας της ήταν αρκετά ψηλός ακόμα για την ηλικία του. «Ή μήπως κάτι έγινε μέσα και ψήλωσε ξαφνικά;», αναρωτήθηκε.
«Λοιπόν;», ρώτησε έτσι στον αέρα χωρίς να κοιτάξει άντρα ή κόρη στα μάτια.
«Τι λοιπόν κερά; Τι λοιπόν; Τι θέλεις να κάνουμε; Να σταματήσουμε αυτό το μικρό ιπτάμενο αγγελάκι που το έστειλε ο Θεός να κάνει μια δουλειά; Να πάμε κόντρα στο Θεό και τη φύση. Να πάω κόντρα στο παιδί μου; Αυτό που μεγάλωσα με τόσες ελπίδες και χαρά; Όχι το λοιπό. Δεν πρόκειται…»
«Δηλαδή… σε τύλιξε;»
«Με τύλιξε; Βρε γυναίκα τι λέξεις λέγεις; Την Παρασκευή που έρχεται , πρώτα ο Θεός, έχουμε λογοδοσίματα. Αυτή είναι η απόφασή μου και έτσι θα γίνει. Νομίζω ότι μπορούμε τώρα να αποσώσουμε εκείνο το φαγί που αφήσαμε στη μέση. Α, κερά, μπορείς να κόψεις και λίγη μυζήθρα, να έχεις την ευχή μου» κι έκλεισε το μάτι στον Κλεάνθη όπως καθόταν στην καρέκλα να συνεχίσει το φαγητό του.
Η Κυράννα δεν ήξερε που να βρει παρηγοριά πια. Την έπνιγε το δίκιο της και ήθελε πολύ κάπου να ξεσπάσει. Κανένας όμως δεν της έδινε το δικαίωμα γι αυτό κι έτσι άρχισε την μουρμούρα, με ακαταλαβίστικα λόγια. Πήγε στο μέσα δωμάτιο, στο αποκαλούμενο σαλόνι κι άνοιξε τις μεγάλες άσπρες κουρτίνες, διάπλατα. Βγήκε στην βεράντα κι άρχισε ένα ακαταλαβίστικο, χωρίς ειρμό μονόλογο. Ξαναμπήκε στο σπίτι κι έκλεισε τις κουρτίνες ξανά, με μια κίνηση όλο νεύρο, που παραλίγο να τις σκίσει. Κάτι δεν της άρεσε και για δεύτερη φορά τις ξανάνοιξε.
Ο κυρ Δημητρός από την κουζίνα, άκουγε όλα αυτά τα καμώματα της γυναίκας του και χαμογέλασε. Έφερε το δάχτυλο στο στόμα:
«Σσσς …και σε λίγο θα της περάσει. Δεν είναι κακός άνθρωπος η μητέρα σας…», είπε, «… απλά… τσαούσα. Αν δεν περάσει το δικό της μπορεί να σκάσει. Καλυμνιά είναι, μη το ξεχνάτε. Σε λίγο όμως… «πράτα σέτη43». Κάμε τε το λοιπό κι εσείς λίγη ‘πομονή»
Το πρωί τους βρήκε όλους όρθιους από τα ξημερώματα. Η Κυράννα και η Νικολέτα είχαν κόκκινα πρησμένα μάτια, σημάδι ότι δεν είχαν κλείσει όλη νύχτα μάτι. Μα και δεν είχαν ειδωθεί οι δυό γυναίκες. Η μια, η μάνα, στο δωμάτιό της και η άλλη, στην κουζίνα, να προσπαθεί να ηρεμίσει από την αναπάντεχη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.
«Ο Θεός τα ήθελε έτσι κι έτσι έγιναν», σκέφτηκε, «… δεν μπορεί αλλιώς. Ναι, ο Θεός το θέλει αυτό»
Ο Κλεάνθης, ετοιμάστηκε και τους καλημέρισε όλους. Γυάλισε τις μαύρες του μπότες και έφυγε, δίνοντας το καθιερωμένο του φιλί στην Καλοτίνα. Σε λίγο ακούγονταν τα βήματά του να ξεθωριάζουν στον δρόμο.
Η θάλασσα από την βεράντα έδειχνε εξαιρετικά γαλάζια σήμερα και ο ήλιος που είχε αρχίσει να ξεπροβάλει από τα βουνά της Κω, την έκαναν να μοιάζει με λειωμένο ασήμι σε κάποια σημεία της. Γαλάζιο και ασημί. Κι από πάνω κάποια σύννεφα σε απαλό ροζ και κίτρινο χρώμα, έδιναν την εικόνα του παράδεισου. Γιατί κάπως έτσι θα είναι και ο παράδεισος, δεν μπορεί!
Ο κυρ Δημητρός, ένοιωθε ψηλότερος από κάθε άλλη φορά. Κατάλαβε την ικανοποίηση που σου δίνει η ανάληψη των ευθυνών και βασικά η επίλυση των διαφόρων προβλημάτων της οικογένειας. Κατάλαβε το παράλογο της απόλυτης ελευθερίας της Κυράννας. Αδικούσε τον εαυτό του, αδικούσε όμως και την γυναίκα του. άργησε; Μπορεί,…  «αλλά ποτέ δεν είναι αργά», μονολόγησε.
Πήγε στην κουζίνα και είδε την γυναίκα του να μαζεύει το φλιτζάνι του Κλεάνθη και να ετοιμάζει καφέ για κείνον. Οι δυό του κόρες έφτιαχναν ζύμη, μάλλον για κάποια πίτα και έβριζαν ή κορόιδευαν τον Μέμο για το ροχαλητό του που ακουγόταν μέχρι εκεί, αν και η πόρτα του δωματίου του ήταν κλειστή. Τους καλημέρισε με χαμόγελο και πήρε γελαστές απαντήσεις. Όχι απ’ όλους, όχι από την γυναίκα του. Εκείνη κάτι μουρμούριζε ακόμα, μάλλον από την προηγούμενη νύχτα.
Την πλησίασε καθώς ήταν σκυμμένη πάνω στη γκαζιέρα και την έπιασε από τη μέση. Εκείνη έκανε μια χαλαρή και αστεία κίνηση ν’ απαλλαγεί από το πιάσιμό του. Δεν τα κατάφερε, ίσως και γιατί δεν ήθελε να τα καταφέρει βαθιά μέσα της. Ο κυρ Δημητρός έσκυψε και την φίλησε στις μικρές τριχούλες στο σβέρκο, εκείνες που περίσσευαν από το κότσο της.
«Καλημέρα … κορίτσι μου…», της είπε. «Εντάξει όλα;»
Εκείνη μουρμούρισε, αλλά ο τρόπος που το έκανε τώρα δεν έδειχνε εκνευρισμό, αλλά νάζι. Κούνησε τους μεγάλους της γοφούς και ο φιόγκος της ποδιάς της στη βάση της μέσης, αστειεύτηκε με το βλέμμα του άντρα της.
«Το ξέρεις μαρή… ότι σ’ αγαπώ; Το ξέρεις ότι είμαι περήφανος για σένα; Και για τα παιδιά μας και για το σπίτι μας; Όπως ξέρω ότι δεν σου το πολυλέω το «σ’ αγαπώ» και είναι λάθος μου αυτό, αλλά υπάρχουν στιγμές σε ένα ζευγάρι που … πώς να το πω… πλημμυρίζει από την επιθυμία να το ‘μολογήσει. Και τα παιδιά μας ψες, με έκαναν να το δω καλύτερα αυτό»
Οι δυό τους κόρες ξαπλωμένες σχεδόν πάνω στο τραπέζι, καθώς παίζαν με τον πλάστη, χαμογέλασαν, αλλά δεν σήκωσαν τα μάτια στους γονείς.
Η Κυράννα, γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τον άντρα της στα μάτια. Βαθιά μέσα στα μάτια. Έμεινε έτσι μερικά δευτερόλεπτα. Τα χείλη της έτρεμαν ελαφρά και δεν άργησε να ξεσπάσει σε κλάματα. Εκείνος την αγκάλιασε με στοργή, όπως τότε που ήσαν νέοι. Την χτύπησε στην πλάτη απαλά.
«Έτσι μπράβο πέρδικά μου, άστο να βγει. Έπραξες το καλύτερο, το καθήκο της μάνας χρουσό μου και είναι ιερό αυτό το καθήκο, αλλά το ξέρεις!»
Κάθισε και ο καφές του φάνηκε πολύ πιο όμορφος απ’ ότι τις άλλες φορές. Άναψε κι ένα τσιγάρο!

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

«Νόμιζα πως τα κοπελούϊα που τους κάμουσι πρόταση γάμου, κλαίουσι. Μα εδώ να, βλέπουμι γέλια και χαρές ε;», είπε ο κυρ Χριστόφορος ο Τσιμπίδας, προσπαθώντας μάταια με το χέρι του να διώξει εκείνο το σύννεφο τσίπουρου, μπροστά από τα μάτια του και το νου του. «Άντε βρε Κλεανθιό, άντε βάλε μας άλλο ένα, άντε βρε να δω την πέρδικά μου, την κερά μου δελφίνι αντίς για φάλαινα μαθές. Άντες γιόκα μου…», προσπάθησε να κρατηθεί ίσιος (δύσκολο!) πάνω στη καρέκλα. «Άντες βρε… τώρα π’ έχεις και χαρές!», συνέχισε και σήκωσε το ποτήρι του στον αέρα.
«Νομίζω ότι αρκετά ήπιες κυρ Χριστόφορε. Γοργόνα θα τη δεις, άντε, τέρμα το πιοτί. Ώρα για το σπίτι, άντε και μένεις στον Αι Στέφανο, τόση ώρα δρόμο έχεις μπροστά σου…», απάντησε ο Κλεάνθης και χαμογέλασε. Σηκώθηκε και έκανε μια προσπάθεια να σηκώσει τον γεροναυτικό, αλλά μάταια. Κάθε που τον τράβαγε από τις μασχάλες, εκείνος σήκωνε τους ώμους, χωρίς αντίσταση και έμοιαζε με ένα άβουλο σακί από πατάτες, μέχρι που τα χέρια του Κλεάνθη, γλίστραγαν και το αποτέλεσμα, ήταν μια τρύπα στο νερό.
«Άει πανάθεμά σε καπετάνιε. Και πως θα ξεμπλέξω από σένα τώρα», του είπε, «… έτσι που έγινες». Το τσιγάρο στο στόμα, είχε αρχίσει να του καίει τα χείλη.
«Έλα… μωρέ … ένα μικρό καρφαρά… καριφ… καραφάκι ακόμα βρε…», κατάφερε να συλλαβίσει ο ναυτικός.
Οι δυό γυναίκες, έβλεπαν τον αδερφό τους να παλεύει με τον κυρ Χριστόφορο και αποφάσισαν να τον βοηθήσουν. Και σαν από θαύμα, μόλις του μίλησαν, εκείνος έκανε την πρώτη προσπάθεια να σηκωθεί από μόνος του. Δεν τα κατάφερε. Ούτε με τη δεύτερη κι ας τον βοηθούσαν και οι τρεις τους. Με την τέταρτη όμως στάθηκε όρθιος, στραβογωνιασμένος βέβαια, αλλά όρθιος.
Πήρε το δρόμο για το σπίτι του, σταμάτησε σε κάποια γωνία λίγο πιο κάτω – τα αδέρφια τον είδαν να σκύβει, πιθανώς έβγαζε το περιεχόμενο του στομαχιού του στο χώμα του πεζοδρομίου – και συνέχισε τον σαν σε χορευτικούς ρυθμούς δρόμο του.
«Τώρα τα που… λιά… τώρα τα χελιδόνια…. Τώρα οι… πέρδικες… συχνολαλούν και … λένε…»40 ακούστηκε από μακριά να σβήνει μαζί με την εικόνα του ναυτικού.
Ο Κλεάνθης γέλασε με τα καμώματα του γεροναυτικού. Γύρισε στις αδερφές του:
«Και τώρα; Τώρα τι κάνουμε μικρή μου; Εντάξει εμείς, … ας πούμε μας κατάφερες… έτσι Καλοτίνα;», εισέπραξε το καταφατικό κούνημα του κεφαλιού της μεγάλης του αδερφής, «… άντες… εντάξει και με τον Μέμο, αδιάφορος για όλα είναι, αλλά με τον πατέρα; Κι ας πούμε εντάξει και με κείνον… με την Κυράννα; Θυμάσαι το βλέμμα της τις προάλλες που τόλμησες να της φέρεις αντίρρηση για… εκείνη … ξέρεις την κουβέντα που είχατε. Εκείνη την ημέρα που μάθαμε για τον Χαλίκο!»
«Θα την καταφέρει κι αυτήν», ακούστηκε σοβαρή η φωνή της Καλοτίνας. «Δεν έχω δει αγάπη να νικιέται. Όχι ακόμα τουλάχιστο. Αν τα παιδιά αγαπιούνται και αν είναι σίγουρα γι αυτό, τότε όλα θα πάνε καλά. Δεν μπορεί να τυραννάει η αγάπη τους αχάιδευτους και να μη βοηθάει τους ερωτευμένους! Το κόστος μπορεί να είναι μεγάλο, μπορεί το φορτίο να είναι βαρύ, αλλά στο τέλος θα νικήσουν. Αλλά είπαμε… αρκεί να είναι σίγουροι γι αυτό που θέλουσι…»
Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι σαν σκεφτόταν τα λόγια της μεγάλης του αδερφής. Κι αυτός το πίστευε αυτό. Και στους αχάιδευτους ανθρώπους, ήταν εκτός από την Καλοτίνα και αυτός. Καταλάβαινε τι σήμαινε έρωτας, αγάπη, πόθος. Έπρεπε λοιπόν να βοηθήσει όπως μπορούσε. Το όφειλε στον εαυτό του, αλλά και στις δυό κοπελούες του.
Θα περίμεναν μερικές μέρες, θα κατέστρωναν μαζί κάποιο σχέδιο, κάποιο τρόπο να το ξεφουρνίσει η «μικρή». Και τότε… ο Θεός βοηθός! Βέβαια αυτά υπολόγιζαν, το τι θα έφερνε η ζωή, ήταν άλλο.
Ο Κλεάνθης άρχισε να μαζεύει το μαγαζί. Δεν είχε παράπονο, η μέρα είχε πάει καλά. Οι κοπέλες ήταν μέσα στη κουζίνα και μάζευαν, έπλεναν και συζητούσαν όπως μόνο οι γυναίκες ξέρουν να τα λένε. Δεν ήταν και λίγο αυτό που τους είχε ανακοινώσει η Νικολέτα.
Στην πρόταση που έκανε ο Κλεάνθης, να πάρει δηλαδή στο καφενείο τον Σέμο, να μη δουλεύει ο «γαμπρός» (συνειδητοποίησε ότι τον είπε «γαμπρό») του σε ξένα χέρια, ήρθε αντιμέτωπος με την, σαν τείχος, αντίρρηση της Νικολέτας.
«Ο Σέμος…», του είπε, «… θέλει μόνος του να παλέψει. Θέλει μόνος του να τα καταφέρει. Έχει γερά χέρια και θέληση για δουλειά» και η κουβέντα σταμάτησε εκεί.
Σαν πήγαν σπίτι, κατά τις εννιά και μισή, ένοιωθαν και οι τρεις κάπως… σαν ένοχοι. Τρεις συνωμότες στην ευτυχία. Δεν άλλαξαν τις βραδινές συνήθειές τους. Ετοίμασαν οι δυο κόρες το φαγητό, ο Κλεάνθης συζήτησε λίγο με τον πατέρα του τον κυρ Δημητρό για κάποιο θέμα που έγραφε η εφημερίδα και ο Μέμος, φλυαρούσε συνέχεια για τον μεγάλο ροφό που είχε πιάσει. Και με το δίκιο του άλλωστε, ροφός εικοσιπέντε κιλών με αγκίστρι… ε, δεν έπιανε κανείς κάθε μέρα!
Στη διάρκεια του φαγητού, η Κυράννα σέρβιρε και τα μικρά κομμάτια από το μουούρι που της είχε δώσει η Μέλπω του Άστρα. Όλοι έβγαλαν ένα επιφώνημα θαυμασμού στην θέα του. Σε όλους άρεσε και δύσκολα το έφτιαχναν λόγω της πολυπλοκότητάς του.
Τα μάτια της εύσωμης γυναίκας, από ένστικτο θα έλεγε κανείς, πήγαιναν στα παιδιά της. Μια στο αρσενικό το μεγάλο, μια στη μια κόρη, μια στην άλλη. Κάτι έπιασε στην ατμόσφαιρα, κάτι ανησυχητικό και επιθυμούσε διακαώς να μάθει. Δεν της πήγαιναν τα μυστικά. Ειδικά μέσα στην οικογένειά της. Και όλα έγιναν ακόμη πιο ανησυχητικά και «βαριά», σαν η Νικολέτα, κάποια στιγμή, απέφυγε να διασταυρώσει το βλέμμα της με το δικό της. Θέλησε να ρωτήσει, μα έκρινε ότι η υπομονή θα ήταν καλύτερος φίλος της. Ξανακοίταξε την μικρή της κόρη και αντιμετώπισε την ίδια αντίδραση.
«Καλά μαρή, που θα πάει… κάτι μου κρύβεις, αλλά θα το μάθω…», σκέφτηκε.
 Ήταν έξυπνη γυναίκα η Κυράννα και τέτοια πράγματα δεν της ξέφευγαν. Αλλά τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο περίπλοκα σαν είδε την ίδια αντίδραση και από τα άλλα της παιδιά. Εκτός του Μέμου.
«Α…, μάλιστα. Κάτι ξέρουν και τα τρία και δεν μου το λένε. Και ο Μέμος; Καλά αυτός είναι εκτός μυστικού μάλλον. Για να δούμε τι είναι αυτό το … μυστικό!!!»
Γύρισε το βλέμμα της προς τον κυρ Δημητρό. Τον είδε αφοσιωμένο όπως πάντα στο φαγητό του, εκείνη τη στιγμή ξεκοκάλιζε ένα κομμάτι ψάρι, με τα μάτια καρφωμένα πάνω στην λευκή, τρυφερή σάρκα. Κάθε τόσο άφηνε και κάποιο επιφώνημα χαράς κι επιδοκιμασίας.
«Άντρας να σου πετύχει Παναία μου! Τίποτα δεν επήρε χαμπάρι πλιο …», σκέφτηκε βγάζοντας από μέσα της κάτι σαν αηδία. Ποτέ κανείς δεν κατάλαβε αν η Κυράννα είχε αγαπήσει τον άντρα της. Από προξενιό είχαν παντρευτεί και είχαν ζήσει μια ήρεμη, χωρίς εντάσεις ζωή. Άβουλος εκείνος, ικανή για δέκα άντρες αυτή, προσάρμοσαν την ζωή τους σε μια ευθεία, απόλυτη ευθεία, χωρίς παρεκκλίσεις από την ρουτίνα και την καθημερινότητα. Έκαναν έξη παιδιά. Το ένα, το πρώτο τους αγοράκι, το έχασαν μόλις πέντε μήνες μετά την γέννα. Με αεροβάφτισμα ο γιατρός, το είχε ονομάσει Δροσάκι και συνέτεινε στην, για κάποιους μήνες θλίψη του ζεύγους και την μερική απομάκρυνση μεταξύ τους. Μπόρεσαν όμως και συνήλθαν νωρίς, φάνηκε η αγάπη ή ότι άλλο κι αν ήταν αυτό, να επιστρέφει και μετά από ένα χρόνο, να σου και ο κουνενές ο μεγάλος. Ο Κλεάνθης τους.
Τα άλλα ήρθαν χωρίς κανείς να καταλάβει πως. Κάθε λίγο και λιγάκι η Κυράννα έμενε γκαστρωμένη. Η Καλοτίνα, ένα άλλο αγοράκι, που γεννήθηκε δυστυχώς νεκρό, η Νικολέτα και επιτέλους ο δεύτερος γιός, ο Μέμος, που ήρθε να απαλύνει τον πόνο του κυρ Δημητρού μετά από δυό κορίτσια. Κάπου εκεί σταμάτησαν. Όχι μόνο το γεννοβόλημα αλλά… γενικώς σταμάτησαν. Ο άντρας κοιμόταν σε ένα κρεβάτι στο σαλόνι και η Κυράννα στο δωμάτιό τους με τα δυό μικρότερα παιδιά. Και η ζωή κυλούσε ήσυχα και χωρίς εντάσεις. Μόνο το ατύχημα του Κλεάνθη τάραξε τα νερά, αλλά κι αυτό για λίγους μήνες. Ο άνθρωπος σαν συνηθίζει την κακομοιριά ή την ατυχία, συμβιβάζεται και την κάνει ρουτίνα.
Τράβηξε τα μάτια της από τον άντρα και τα έστρεψε πάλι προς την μικρή της κόρη. Στιγμιαία έπιασε μια κίνηση του κεφαλιού, μια ανεπαίσθητη κίνηση, κάτι σαν να έλεγε «ναι» στον Κλεάνθη.
«Μάλιστα… εδώ είμαστε. Κάτι σοβαρό υπάρχει στο μυαλό τους. Τι κάνουμε τώρα;», σκέφτηκε. «Να τους ξεμπροστιάσω ή να περιμένω κάποια άλλη στιγμή;»
Αποφάσισε να περιμένει, αν και η φούντωση μέσα της την έκανε να πνίγεται. Ήταν φανερό πως κάτι πολύ σπουδαίο είχαν τα παιδιά της και μάλιστα πρέπει να αφορούσε κι εκείνη και μάζευαν θάρρος. Τελικά, αποφάσισε να τα πάρει με το καλό, να τα διευκολύνει στην εξομολόγησή τους
«Πάρε κόρη μου», είπε στην Νικολέτα, «λίγο ακόμη ψάρι. Πάρε. Δεν παχαίνει, μη φοβούσαι, δεν κάνει κακό, σα φρούτο είναι μαθές. Αλλά τι λέω… χοντρή εσύ; Φοβάσαι μη παχύνεις; Μα εσύ κόρη μου, είσαι σαν τσίρος… έξω και δεν αρέσεις εκεί που θες ν’ αρέσεις…», είχε ρίξει την πετονιά με το δόλωμα, «… αλλά και πάλι, ίντα λέγω. Εσύ θα άρεσες και σε πρίγκιπες ακόμη!»
Η Νικολέτα δεν απάντησε, μόνο αντίκρισε το ειρωνικό χαμόγελο της Καλοτίνας απέναντί της. Και το κοίταγμα του Κλεάνθη.
«Ναι, μαμά…», απάντησε χωρίς να στρέψει το βλέμμα προς την Κυράννα. «Ναι και σε πρίγκιπα…»
«Εξόν και δεν είναι πρίγκιπας … ο ξέρεις… ποιος. Έτσι δεν είναι;», ρώτησε ύπουλα η εύσωμη γυναίκα. «Εψές που λες, πρέπει να ήταν εννιά η ώρα, την στιγμή που πήγαινα τη τέσα με το λίπος κάτω για να τη πάρει ο Μανολιός από τα σφαγεία, κάνει ωραίο σαπούνι ο κερατάς, με ηφώναξε η Ποθητή. Η Τσουκαλαήνα, η γλωσσού. Κάτι μου ‘πε και ήθελα να σε ρωτήσω, ίντα είναι αλήθεια και ίντα ψόματα»
«Ωχ ρε μάνα», είπε ο Κλεάνθης, «ασχολιόμαστε τώρα και με τις Τσουκαλαήνες; Αμάν πλιο. Τρώμε τώρα. Μη χαλάμε το φαγί μας με αυτές. Γλωσσούδες είναι, το είπες και μόνη σου»
«Νομίζω ότι η κόρη μου πρέπει κάτι να μου απαντήσει, σε αυτό που θέλω να ρωτήσω. Γι αυτό κόφτεις εσύ ψηλολέλεκα. Αν δεν τα πούμε τώρα, πότες μαθές;»
«Και τι σου ‘παν οι Τσουκαλαήνες μάνα;», ρώτησε η Νικολέτα.
«Κάτι για κάποιο Σέμο. Η Ποθητή μου είπε, ότι κάποιος σε είδε, πέρα στο «Νικηφόρειο», μαζί του. Και όλο τάτσι – μίτσι – κότσι  ήσασταν. Για πε μου λοιπόν. Ίντα τρέχει; Ελπίζω ότι θα μου πεις πως ήταν ψόμα αυτό. Έτσι;»
«Και θα με πιστέψεις αν σου το πω;»
«Και βέβαια όχι. Αλλά θα βρω αυτόν που σε είδε και θα δεις. Όλα θα μου τα μαρτυρήσει. Θα σου τον κάμω εγώ…»
«Ότι δηλαδή η κόρη σου μιλούσε με κάποιον νεαρό; Αυτό θα σου πει; Ε, και;», ρώτησε η Καλοτίνα. «Τόσο κακό θα ήταν κάτι τέτοιο αν είχε γίνει;»
Ο κυρ Δημητρός κατάλαβε ότι επρόκειτο να γίνει ένας μικρός οικογενειακός πόλεμος και προσπάθησε να επέμβει:
«Για πε μου βρε Νικολετάκι μου, ίντα λέει η μάνα σου; Είναι αλήθεια μαθές όλα αυτά; Ήσουν με … αυτόν τον πως τον λένε, εκεί, στο γυμνάσιο;»
«Κι αν ήμουν;»
Η Κυράννα είχε αρχίσει να κοκκινίζει. Συνηθισμένο φαινόμενο σε κάθε τους συζήτηση. Μισοσηκώθηκε και το γυρισμένο μανίκι από την ρόμπα της, ξετυλίχτηκε και μπήκε μέσα στο ζουμί του πιάτου της. Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι, ξαφνιάζοντας τον κακομοίρη τον κυρ Δημητρό και είπε με δυνατή, βραχνή φωνή:
«Η δική μου η κόρη, στις ερημιές με αυτόν τον ομορφονιό; Να χαριεντίζεται, να γελά και να τα χα χα χα και να οι αγκαλιές και τα χάδια, ε; Αυτά που κοροϊδεύω, αυτά θα λουστώ; Να μας πιάσει στο στόμα της αυτή…», έδειξε προς το σπίτι της Ποθητής, «… και να γίνουμε βούκινο σ’ όλο το νησί;». Τώρα είχε γίνει κατακόκκινη και οι φλέβες της στον λαιμό είχαν πρηστεί. Ο κυρ Δημητρός που καθόταν δίπλα της έκανε μια κίνηση να την ηρεμίσει, αλλά σαν να είχες βάλει κάποιο νάνο να μετακινήσει βουνό, ξανακάθισε με το στόμα ανοικτό στη θέση του, παραδομένος. Κοίταξε τα πρόσωπα όλων, τον νευριασμένο Κλεάνθη του, την Καλοτίνα που ήρεμα παρακολουθούσε την – ας πούμε – κουβέντα που γινόταν, τον Μέμο που σαν χαζός συνέχιζε το φαγητό του κρυφογελώντας σκυμμένος στο πιάτο του και φυσικά τις δυο γυναίκες που δεν θ’ αργούσαν (για την Κυράννα μιλάμε), να φτάσουν και στα έργα. Έκρινε λοιπόν καλύτερο το να επιστρέψει στο φαγητό του, λες και δεν τον αφορούσε το ζήτημα.
Η μάνα είχε κάνει ήδη ένα βήμα προς τα μπρος, προς τη μεριά της μικρής της κόρης, αναγκάζοντας τον Κλεάνθη να είναι σε ετοιμότητα, μισοσηκωμένος και την Νικολέτα να έχει πάρει αμυντική στάση, έτοιμη κι αυτή ανά πάσα στιγμή, να πεταχτεί όρθια προς το μέρος της κάμαρας. Και ακόμα δεν είχε πει τίποτα. Σκεφτόταν την αντίδραση της Κυράννας όταν θα της έλεγε. Μπορεί και να την σκότωνε. Αλλά… ευτυχώς ο Κλεάνθης, ήξερε και θα την προστάτευε. Αυτήν ή τα μαλλιά της τουλάχιστον.
Και η Κυράννα προχώρησε, αλλά σταμάτησε μόνο στις φωνές.
«Μωρή τζόλου41, πορνικαλού42, ξεδιάντροπο παλιογύναικο…», άρχισε να της λέει ενώ ταυτόχρονα δίπλωνε το βρεγμένο μανίκι της ρόμπας της γεμίζοντας την παλάμη με λαδολέμονο, κλώτσαγε την καρέκλα της και γενικά έδειχνε ότι είχε βγει εκτός εαυτού.
«Που θα με πεθάνεις με τα καμώματά σου… που καταραμένη η ώρα που σε έκανα μαρή. Πτάνα μαρή θα καταντίσεις;…».
 Το πάνω κουμπί της ρόμπας της άνοιξε και το κατακόκκινο στέρνο φάνηκε που ανεβοκατέβαινε γρήγορα, σαν προσπαθούσε να πάρει ανάσα.
 «Πτάνα…», ξανάπε, «… που θα σε δείχνουν όλοι με το δάχτυλο… Τι μου ‘καμες βρωμοθήλυκο, άτιμο παιδί που φαρμάκι που ‘δωκες όλο το γάλα που σε βύζαξα…»
«Μπάστα ρε μάνα…», είπε ο Κλεάνθης σε άπταιστα Ελληνοϊταλικά. «Τόσες κατάρες πλιο, ίντα;. Εν τ’ αγαπάς το παιΐ  σου; Και τι έκαμε μαθές; Κάποιος, κάποτε, κάπου την είδε να μιλάει με τον μικρό τον… Σέμο. Ε, και; Δηλαδή τι θες; Άντε και της μίλησε, να στη ζητήσει και σε γάμο;». Ο πανέξυπνος Κλεάνθης είχε βρει την ευκαιρία να αναγκάσει την μάνα σε … επιθυμία.
«Ο τίμιος ο άντρας αυτό θα έκανε μωρέ. Αλλά είπαμε ο τίμιος, γλέπεις όμως κανένα τίμιο εδώ; Μόνο για τα φιλιά και τα χάδια την ήθελε. Ελπίζω μόνο γι αυτά…»
«Και ποιος ρε μάνα σου είπε ότι ο … αυτός ο νεαρός τέλος πάντων…»
«Ο Σέμος», επενέβη η Νικολέτα
«Ναι, γεια σου… ο Σέμος, ποιος το λοιπό σου είπε ότι δεν είναι τίμιος;»
«Ίντα θες να μου πεις βρε κρεμανταλά; Σιγά μη μας τη ζητήσει κιόλα. Αυτό μας έλειπε, ο ξυπόλυτος να σηκώσει το βλέμμα στη κόρη μου. Κόρη της Κυράννας είναι…»
«Και του Δημητρού…», ακούστηκε η φωνή του πατέρα που μόλις είχε βγάλει το πειρούνι από το στόμα. «Και δική μου κόρη είναι Κυράννα, όχι μόνο δική σου»
«Τέλος πάντων και των δυό μας, αλλά αυτά είναι γυναικεία πράματα και λόγο έχουν μόνο οι γυναίκες…»
«Έτσι νομίζεις; Δεν άκουσα την Νικολέτα να βγάζει κουβέντα. Μόνο συ κι ο γιός μας ο μεγάλος μιλάτε. Έτσι είναι τα γυναικεία;», σήκωσε το χέρι και αγκάλιασε την μικρή του κόρη που καθόταν δίπλα του, ενώ με το άλλο έστριψε το λεπτό του μουστάκι. «Νομίζω ότι εδώ λόγος πέφτει μόνο στον πατέρα. Κάτσε το λοιπό και προσπάθησε να ακούσεις τις δικές μου αποφάσεις…», η επανάσταση των σκλάβων είχε αρχίσει.
 Ο κυρ Δημητρός ανελάμβανε τις ευθύνες του, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. Έκανε μια κίνηση με το χέρι του σαν της έλεγε κάτσε κάτω. Γύρισε το πρόσωπο στην Νικολέτα:
«Θέλει να σε ζητήσει μικρό μου; Θέλει να σε πάρει κυρά του;»
Η κοπέλα ήθελε να φιλήσει τον πατέρα της, άρχισε να κλαίει και είδε τον αδερφό της αλλά και τη μάνα να κάθονται ο ένας με χαμόγελο και η άλλη νευριασμένη, στις θέσεις τους. Η Καλοτίνα κρατούσε την ίδια στάση, μόνο που κάπου – κάπου, κάτι σκούπιζε από τα μάτια της.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι στον πατέρα της. Του έπιασε το χέρι και ξανακούνησε πιο ζωηρά το κεφάλι τώρα, κάνοντας ακόμα πιο έξαλλη την μάνα. Πιο έξαλλη γιατί και άκουγε ότι άκουγε και έβλεπε ότι έβλεπε, αλλά και γιατί τώρα δεν της επιτρεπόταν να μιλήσει.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

«Σ’ αγαπώ», η φωνή του Σέμου ήταν λίγο βραχνή και συγχρόνως εύθραυστη. Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία από το στόμα του και τα μάτια του ήταν στραμμένα συνεχώς στο έδαφος ή πιο σωστά στις πέτρες της πεζούλας που καθόντουσαν με την Νικολέτα. Το άρωμα της Σεβαστής (είχε δανείσει στην Νικολέτα ένα βαρύ άρωμα που της είχε φέρει ο αδερφός της από την Γαλλία και που η Νικολέτα είχε βάλει με το κιλό), το πρόσωπο της αγαπημένης του να κάθεται στη πεζούλα, ο ήλιος και η μυρωδιά των συκιών δίπλα, τον έκαναν να νοιώθει ζαλάδα και μια τάση λιποθυμίας. Ίσως όμως να μην ήταν μόνο αυτά. Ίσως να ήταν και τα λόγια που είχαν ειπωθεί μεταξύ τους.
«Ώστε έτσι το λοιπό; Τόσο πολύ το θέλεις;», ακούστηκε η φωνή της κοπέλας.
Ο Σέμος κούνησε το κεφάλι καταφατικά χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια. Το χέρι του ήταν πάνω στους ώμους της και πίεζε κι αυτό στην λήψη της απόφασης από την Νικολέτα.
«Ωραία… ας γίνει έτσι… και ότι βρέξει. Ο Κλεάνθης έχει ανοιχτό μυαλό, θα καταλάβει… να δεις… θα συμφωνήσει…», ξανάπε χωρίς ανάσα η κοπέλα.
«Σ’ ευχαριστώ αγαπούλα μου. Να ξέρεις… βασίλισσα θα σ’ έχω, θα δουλέψω δυο και τρεις δουλειές… τι λέω όσες δουλειές χρειάζεται για να είσαι… είσαι…», το λεξιλόγιο του Σέμου δεν ήταν και πολύ μεγάλο, «… βασίλισσα» κατάφερε επιτέλους να τελειώσει την πρότασή του.
Την αγκάλιασε και της έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο στόμα, ένα φιλί που μάτωσε τα χείλη και κάπως μπόρεσε να σβήσει τον πόθο τους.
Χώρισαν με γέλια και η Νικολέτα έφυγε τρέχοντας, προσπαθώντας να μην πληγώσει τα πόδια της με τα αγκάθια του αγρού. Κάποιες πέτρες που βρέθηκαν μπροστά της, την έκαναν να στραβοπατήσει, αλλά όχι και να σταματήσει την τρεχάλα της. Η αγάπη της ήταν τόσο μεγάλη για τον Σέμο, που όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί, συρρικνωθεί στο πρόσωπό του. Και την ήθελε τώρα για… γυναίκα του. Για σύντροφό του.
«Μαζί πάντα μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος…», μονολόγησε σαν πηδούσε ένα μικρό θάμνο με αγκάθια, ο μόνος που κατάφερε να της σκίσει λίγο το φόρεμα στην άκρη, δεξιά, εκεί που είχε ενωθεί η δαντέλα. Έμενε μόνο να το πει στη Κυράννα, τον πατέρα της δεν τον φοβόταν. Ούτε τα αδέρφια της. Μάλιστα πίστευε και ειδικά για τον μεγάλο, τον Κλεάνθη, ότι θα συμφωνούσε με την πρώτη και μάλιστα θα την βοηθούσε στα σχέδιά της. Η Καλοτίνα; Μμμ… αδερφή της ήταν, θα συμφωνούσε κι αυτή. Για τον Μέμο, δεν ανησυχούσε. Αυτός ενδιαφερόταν για το ψάρεμα την καλοπέραση και τους φίλους του. Ίσως να μην καταλάβαινε καν την σοβαρότατη σημασία της κατάστασης.
Μόνο η μάνα με τις μεγαλοιδέες της… μόνο αυτή φοβόταν. Κι αυτή ήταν ο μπαμπούλας της οικογένειας. Αν άκουγε ότι ο Σέμος την ήθελε για γυναίκα του… ε, ρε τι θα γινόταν μες στο σπίτι. Μέχρι την Κω και την Λέρο θα τους άκουγαν. Και τι να της πει; Η Κυράννα ήθελε ένα «μηχανικό», έναν άντρα που να βγάζει πολλά λεφτά. Ποτέ δεν θα αγαπούσε τον γαμπρό της, εδώ καλά – καλά δεν αγάπησε τον άντρα της, θα τον ανεχότανε όμως αν είχε μονέδες. Και ο κακομοίρης ο Σέμος… υπάλληλος στο μαγαζί του Χαλκίτη, να ετοιμάζει από το πρωί ίσαμε το βράδυ τα «καγγαβιά»37 , τα «γυαλιά»38, τις μπάρες39, τα δίχτυα, και τα φορέματα των βουτηχτάδων. Και τα λεφτά που έπαιρνε; Ψίχουλα. Ο Χαλκίτης φημιζόταν για την τσιγγουνιά του. Και αυτός και ο αδερφός του ο μικρότερος. Μάλιστα οι κακές οι γλώσσες λέγανε, φήμη που κυκλοφόρησαν οι Τσουκαλαήνες, ότι τα δυο αδέρφια δεν παντρεύτηκαν ποτέ στη ζωή τους, αν και είχαν περάσει τα πενήντα τους, από την τσιγγουνιά τους. Βέβαια αυτό δεν ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα, αν και θεωρούνταν από τους πλουσιότερους του νησιού, αλλά και των Δωδεκανήσων.
 Η Ποθητή έλεγε ότι στο σπίτι τους είχαν ένα μεγάλο σεντούκι, σαν αυτά που ανήκαν στους πειρατές, που ήταν γεμάτο με χρυσές Αγγλικές λίρες. Χιλιάδες λίρες. Χρυσές! Και όλες δικές τους! Και κυκλοφορούσαν με τα ίδια ρούχα όλο το χειμώνα. Και το καλοκαίρι… άλλαζαν. Αλλά κι εκείνα τα φορούσαν όλο το καλοκαίρι.
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει στην Πόθια, δεν είχε καταλάβει πως ή ποιο δρόμο είχε πάρει, αλλά τα σπίτια που έβλεπε μπροστά της ήταν τα σπίτια κοντά στη μικρή πλατεία και το μαγαζί του αδερφού της.
Κοντοστάθηκε και προσπάθησε να ισιώσει τα ρούχα της, να τα ξεσκονίσει με το χέρι και να στρώσει τα μαλλιά της. Πήρε βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ρίξει τους παλμούς της καρδιάς της, που από την συγκίνηση και το τρέξιμο είχε τρελαθεί. Άρχισε να περπατά σιγά, κοιτώντας ολόγυρα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά φοβόταν τους ανθρώπους ή μάλλον τη γλωσσοφαγιά τους.
Είδε το καφενείο και τον ιδρωμένο Κλεάνθη να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τους πελάτες. Φόρεσε το καλό της χαμόγελο και αποφασιστικά προχώρησε προς το μέρος του.
«Μα Παναία μου χαρά!», ακούστηκε η φωνή του Κλεάνθη. «Κι οι δυο αδερφάδες μου ήρθασι να με βοηθήσουσι… μα χαρά! Άντες μικρή σουσουράδα, άντες και δεν τους προλαβαίνω πλιο τους μεθύστακες…». Γέλασε και μια γοητεία ξεπήδησε από το πρόσωπό του. Ήταν ωραίος άντρας ο Κλεάνθης και αρχοντικός. Ψηλός και με σώμα γυμνασμένο από την θάλασσα… αν δεν είχε κι εκείνο το χωλό πόδι…
Από το ανοιχτό πουκάμισό του ξεπρόβαλαν οι τρίχες του στήθους του κι ένα μικρό χρυσό σταυρουδάκι, το βαφτιστικό του σταυρουδάκι. Λεβέντης με όλη τη σημασία της λέξης. Πολλές γυναίκες τον ήθελαν, αλλά σταματούσαν σε εκείνο το καταραμένο πόδι.
«θες βοήθεια το λοιπό αδέρφι; Και τι είμαι εγώ; Δεν είπαμε ότι μπορώ να σε βοηθήσω όποτε θελήσεις; Μα… για να δω… αυτή δεν είναι η Καλοτίνα; Να το λοιπό, όλη η οικογένεια ενωμένη. Έτσι δεν είναι Κλεάνθη; Δεν πρέπει να είναι πάντα ενωμένη η οικογένεια; Σε όλα; Και στα καλά αλλά και στα δύσκολα;»
Ο Κλεάνθης την κοίταξε λίγο απορημένος. «Ναι», της απάντησε, «… ενωμένη σε όλα. Και στα καλά … και στα δύσκολα», επανέλαβε αργά, παρατηρώντας μια αλλιώτικη Νικολέτα. Μια Νικολέτα με λάμψη στα μάτια της. Δεν έδωσε περισσότερη σημασία και γύρισε στην πελατεία.
Η ώρα με την δουλειά πέρασε αρκετά γρήγορα. Οι δυο Αθηναίοι δεν είχαν κουνήσει ρούπι από το τραπέζι τους, αν και το ρολόι έδειχνε επτά το απόγευμα. Βέβαια το να κουνηθούν ήταν κομμάτι δύσκολο στην κατάσταση που βρίσκονταν. Μετά την κατανάλωση τόσου τσίπουρου, «αν το μάθεις το ρημάδι, καταλαβαίνεις γιατί ο Θεός είναι καλός», έλεγε ο παλιός καπετάνιος ο Γιάννης ο Μαγκλής, το κορμί θέλει να κοιμηθεί αγκαλιά με τα όνειρά του και τις επιθυμίες της ζωής. Και ο καπετάν Γιάννης, τα ήξερε αυτά, το τιμούσε το τσίπουρο… ήταν Θεοσεβούμενος άνθρωπος!
Ο Κλεάνθης πήγε κοντά τους γεμάτος περιέργεια να διαβάσει αυτά που είχαν γράψει στο τετράδιό τους, αλλά σαν είδε ότι το είχαν μέσα στο σακίδιό τους, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το «κλέψει». Το μόνο του μέλημα τώρα ήταν, που θα έβρισκε κάποιον να μεταφέρει τους δυο αυτούς νέους στο ξενοδοχείο τους, στο μοναδικό δηλαδή ξενοδοχείο που διέθετε το νησί. Για καλή του τύχη όμως, έξω από το μαγαζί, άκουσε το τρίξιμο του κάρου του Κουκουβά.
«Κυρ Νίκο…», φώναξε προς τον αχθοφόρο, «… κυρ Νίκο, κάμε μου μια χάρη. Έλα από δω, έχω δυό φέσια στο μαγαζί και … ξέρεις Αθηναίοι είναι, δεν το αντέχουν το πιοτί. Έλα να τους πας μέχρι το ξενοδοχείο μαθές», συνέχισε.
Με τη βοήθεια των δυό αδερφών του, ο Κλεάνθης φόρτωσες τους δημοσιογράφους στο κάρο, τους άκουσε να τραγουδούν μισοκοιμισμένοι «… τώρα η ξενιτειά σε χαίρεται…» και έδωσε στον κυρ Νικόλα τρεις δραχμές να τους κουβαλήσει.
Γύρισε στο μαγαζί που τώρα ήταν σχεδόν άδειο από κόσμο και σαν πελάτης, παράγγειλε στην Καλοτίνα ένα καφέ βαρύ γλυκό, όπως εκείνη μόνο ήξερε να φτιάχνει.
Η Νικολέτα πετάχτηκε όρθια: «Όχι – όχι, εγώ θα τον κάμω τον καφέ. Για τον μεγάλο μου αδερφό, εγώ – εγώ» και πήγε χωρίς άλλη κουβέντα στην μικρή κουζίνα.
«Τσούπρα, πολύ πρόθυμη σε βλέπω σήμερο. Κάτι θέλεις εσύ, δεν μπορεί κάτι θέλεις. Τόση προθυμία πλιο! Και ξέρεις… δε λαθεύω εγώ μικρή μπαγαμπόντισσα!», της είπε ο Κλεάνθης.
Το πρόσωπο της Νικολέτας είχε αλλάξει χρώμα. Είχε γίνει τόσο κόκκινο που έμοιαζε με παπαρούνα της άνοιξης. Ευτυχώς, κανείς δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο έξω από την πλάτη της.
Ο καφές ήταν καλός, όχι σαν της Καλοτίνας, αλλά τέλος πάντων καλός. Τα τρία αδέρφια, είχαν καθίσει σε ένα τραπέζι, κάτω από την λάμπα που κρεμόταν, σκορπίζοντας το άρρωστο φως της πάνω τους. Λίγοι πελάτες υπήρχαν τώρα και έτσι μπορούσαν να ηρεμίσουν λίγο.
«Λοιπόν;», άρχισε ο αδερφός, «… τι είναι αυτό που σε απασχολεί δεσποσύνη; Γιατί δεν μπορεί, κάτι σε απασχολεί»
Οι δυό αδερφές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μπορούσαν να συνεννοηθούν με τα μάτια, αλλά τώρα η Καλοτίνα, αδυνατούσε να «διαβάσει» την αδερφή της. Ήξερε, όπως και ο αδερφός της, ότι κάτι την «έτρωγε», αλλά δεν μπορούσε να το φανταστεί αυτό που θα άκουγε σε λίγο.
«Λοιπόν;», επανέλαβε ο Κλεάνθης. «Τόσο σπουδαίο είναι αυτό που θέλεις να μας πεις;»
Επικράτησε σιωπή λίγων δευτερολέπτων, τέτοια που έκανε τα δυό αδέρφια να αντιληφθούν την σοβαρότητα της κατάστασης. Κοίταξαν και τα δυο την Νικολέτα, που σε αντίθεση αυτή, προσπαθούσε να κοιτάξει οπουδήποτε αλλού εκτός από το μέρος τους.
Τα μάτια της «μικρής» τους αδερφής, πέταγαν ολόγυρα, στα τραπέζια, στην πόρτα του μαγαζιού, στους λίγους θαμώνες με τα κόκκινα από το τσίπουρο μάτια, στο πάτωμα. Η στάση του σώματός της έδειχνε ότι δεν μπορούσε να βολευτεί πουθενά. Τελικά, κοιτώντας αδιάφορα μια παλιά φωτογραφία που κοσμούσε τον τοίχο του καφενείου:
«Θέλω να παντρευτώ. Αυτό και μόνο αυτό. Έτσι απλά…»
«Έτσι απλά; Χα χα χα … ας γελάσω…», είπε ο Κλεάνθης χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία στα λόγια της «μικρής», σε αντίθεση με την Καλοτίνα που την κοίταζε διερευνητικά. «Και δεν μου λες … κυρά, τον έχεις έτοιμο τον νυμφίο;»
Και βέβαια τα δυο αδέρφια δεν περίμεναν την απάντηση που πήραν. Αν όχι και τα δυό, τουλάχιστον ο Κλεάνθης, δεν μπορούσε ποτέ να το περιμένει. Η Καλοτίνα… ήταν άλλο. Ήταν γυναίκα και αδερφή…
«Ναι, υπάρχει κάποιος που … ενδιαφέρεται…», η Νικολέτα δυσκολευόταν να συνεχίσει, «… που με θέλει για γυναίκα του. Κάποιος τέλος πάντων… που τον ξέρω καιρό και … μ’ αγαπάει…»
Ο Κλεάνθης με την επιπολαιότητα του φύλου του σε τέτοια θέματα και τον σνομπισμό της ηλικίας του, ήταν βλέπεις ο πιο μεγάλος και την αδερφή του δεν την έπαιρνε και πολύ στα σοβαρά, έμεινε για περίπου ένα λεπτό αμίλητος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις ακούσει. Δεν ήταν εύκολο να πιστέψει στα αυτιά του. Τα ηνία είχε αναλάβει η Καλοτίνα:
«Αλήθεια λες μαθές; Κάποιος σε θέλει για γυναίκα του; Σου το είπε δηλαδή;»
«Ναι», απάντησε η Νικολέτα. «Υπάρχει κάποιος που με θέλει για γυναίκα του. Μα το είπα πριν. Ποιο είναι το παράξενο; Τι μου λείπει εμένα δηλαδή…»
«Το μυαλό…», ακούστηκε η βαριά πλέον φωνή του Κλεάνθη. «Το μυαλό σου λείπει…»
«Και γιατί παρακαλώ μου λείπει το μυαλό; Από πού το κατάλαβες εσύ κύριε πολύξερε;»
Ο αδερφός γέλασε, αυτό του έδινε πάντα χρόνο να σκεφτεί, άπλωσε τα χέρια και της χάιδεψε το κεφάλι. Το είχε περάσει, σε αντίθεση με την Καλοτίνα, κάτι σαν αστείο, κάτι που στερείτο σοβαρότητας και σημασίας. Μια απαίτηση μικρού παιδιού. Θα μπορούσε να του έλεγε ότι ήθελε, ας πούμε … παγωτό ή ένα ακριβό Γαλλικό άρωμα ή ένα φόρεμα από την πρωτεύουσα. Έτσι κι αυτό. Κατά την ίδια λογική του είπε ότι ήθελε να παντρευτεί. «Μπα…», σκέφτηκε, «… δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε καν. Μέχρι το βράδυ θα το έχει ξεχάσει…». Έκανε να σηκωθεί, να πάει μέχρι την κουζίνα, είχε δουλειά να κάνει και οι δουλειές δεν γίνονται μόνες τους, μέχρι που άκουσε την σοβαρή φωνή της Καλοτίνας:
«Και ποιος είναι αυτός που σε θέλει το λοιπό; Τον ξέρουμε μαθές;»
Ο Κλεάνθης κάθισε πάλι. Αυτό ήθελε να το ακούσει, ήταν πολύ περίεργος να μάθει τον λεγάμενο.
Η Νικολέτα ξεροκατάπιε λες και ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό της και δεν την άφηνε ν’ αναπνεύσει. Μάλλον μάζευε κουράγιο για την συνέχεια και μόλις το βρήκε:
«Ο Σέμος, ο γιός του καπετάν Αριστείδη. Αυτός που δουλεύει στο μαγαζί του Γιώργου του Χαλκίτη…»
«Και ίντα μαρή έχεις με αυτόν; Σε είδε από τη βιτρίνα και σε λιμπίστηκε; Το αμούστακο αυτό; Ο Γλίτσας που βλέπει τη θάλασσα και σκιάζεται;», ακούστηκε ο Κλεάνθης. «Άντε μαρή, κόφτεις που θέλεις και παντρολογήματα…»
«Δεν είναι έτσι τα πράματα Κλεάνθη. Δεν είναι έτσι. Με τον Σέμο, βγαίνουμε μέρα παρά μέρα εδώ και δυό χρόνια. Τον ξέρω και με ξέρει πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά…», αυτό το τελευταίο το είχε τονίσει. «Είναι καλό παιδί και … τον αγαπάω. Και μ’ αγαπάει…»
Η Καλοτίνα μόνο άκουγε και δεν μιλούσε πια. Άφηνε τον αδερφό της να κάνει όλες τις δύσκολες ερωτήσεις και μετά ίσως να ερχόταν η ώρα της.
«Σε χάλασε μαρή; Το κωλόπαιδο σε χάλασε; Πε μου να ξέρω, αδερφός είμαι, πρέπει να ξέρω…»
«Όχι, βάστα βρε Κλεάνθη. Δεν με χάλασε, ακόμα κορίτσι είμαι. Αμάν πια, αμέσως … σε χάλασε. Όλο στο κακό ο νους σου…»
Η Καλοτίνα είχε ακούσει αυτό που ήθελε, χωρίς να κάνει εκείνη την ερώτηση. Πίστευε την αδερφή της, την θεωρούσε ανάξια να πει ψέματα. Τώρα ήταν η σειρά της:
«Και σου είπε ο Σέμος… έτσι δεν τον λένε; … να μιλήσεις στον πατέρα; Σου είπε πως θέλει να σε πάρει;»
«Ναι, σήμερα μου είπε να ετοιμάσω τον μπαμπά, όλη την οικογένεια δηλαδή, για αυτόν… θα έρθει να με ζητήσει. Το συζήτησε με τον πατέρα του κι εκείνος συμφώνησε. Του έδωκε την ευκή του. Θέλει να έρθει στο σπίτι μας…»
«Να σε ζητήσει; Δηλαδή προχωρημένα τα πράγματα έτσι;», είπε ο Κλεάνθης.
Παρά την έκπληξη, η αλήθεια ήταν, ότι ακόμα και η ίδια η Νικολέτα είχε εκπλαγεί από την ταχύτητα των γεγονότων αλλά και από το θάρρος της, η κοπέλα μπόρεσε να «πάρει» τα αδέρφια της με το μέρος της.  Το πρόβλημα, το ήξερε, δεν θα ήταν ποτέ τα δυό της αδέρφια, ούτε και ο Μέμος, ο μικρός. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα τους έκανε συμμάχους της. Την αγαπούσαν όπως τους αγαπούσε και αυτή η αγάπη θα ήταν ο μεγάλος αρωγός στις επιθυμίες  της. Το πρόβλημα δεν θα ήταν ούτε καν ο καλοκάγαθος πατέρας. Ο πατέρας που είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στις επιλογές και στην ικανότητα των παιδιών του. Εκτός αυτού η μόνιμη ρήση του: «πετυχημένος γονιός είναι ο αχρείαστος γονιός», έπρεπε να βρει την εφαρμογή της επιτέλους και στην μικρή του κόρη.  Το πρόβλημα θα ήταν σίγουρα η Κυράννα, η μάνα δηλαδή, με τα μυαλά της και τις εμμονές της.
Εκείνη που πίστευε ότι πετυχημένος γάμος δεν είναι ο γάμος της αγάπης, αλλά ο γάμος του χρήματος. «Αν ο άντρας βγάζει πολλές μονέδες», έλεγε, «… τότε και η αγάπη θα έρθει και η στοργή και όλα τα άλλα». Γι αυτό κι επέμενε, οι κόρες της… η κόρη της… όποια τέλος πάντων… έπρεπε να πάρει «μηχανικό». «Αυτοί βγάζουσι τα λεφτά…», δεν έλεγε;

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6


Το μάνταλο είχε σκουριάσει και η σκουριά, σαν καφεκίτρινη μύξα είχε πέσει πάνω στο παλιό, μεγάλο λουκέτο, είχε μπει στον ομφαλό και κάθε φορά που ο Κλεάνθης προσπαθούσε να το ανοίξει, άκουγε ένα μεταλλικό συριγμό. Τι κι αν είχε λαδώσει λουκέτο και μάνταλο, τι κι αν είχε προσπαθήσει με μεταλλική βούρτσα να τα καθαρίσει, φαίνεται ότι η ζημιά είχε ήδη γίνει και μάλλον οι μέρες του λουκέτου ήταν μετρημένες.
Πάνω στην προσπάθειά του λοιπόν, ανάμεσα στις βρισιές που έριχνε ο Κλεάνθης, ακούστηκε από πίσω του, μια λεπτή, καλλιεργημένη φωνή:
«Καλημέρα, … καλημέρα κύριε … Κλεάνθη. Έτσι δεν σας λένε;»
Ο άντρας παράτησε την προσπάθεια που έκανε, είχε επιτέλους ακουστεί το πολυπόθητο «κλικ» του λουκέτου, γύρισε πίσω του και αντίκρισε τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του νεαρού δημοσιογράφου, που είχε δει στο καφενείο του, να μεταφέρει στο τετράδιό του τις ιστορίες των παλιών ναυτικών.
«Ίντα… καλημέρα μαθές. Ναι, Κλεάνθη…», προσπάθησε να απαντήσει αλλά και να καλημερίσει ταυτόχρονα. Χαμογέλασε κι άφησε το σκυλόδοντο να φανεί. Κάτι σαν γοητεία ξεπήδησε από το αξύριστο πρόσωπό του.
Γύρισε την πλάτη ξανά στον ξένο, δεν μπορούσε κι αλλιώς και τράβηξε δυνατά το μάνταλο. Μετά έσπρωξε σιωπηλά την ξύλινη πόρτα με το θολό τζάμι, «πάλι καθάρισμα θέλει», είπε και έβαλε τις τάβλες στη πίσω πλευρά της πόρτας, μέσα σε μια ξύλινη βάση στην άκρη των τραπεζιών.
«Πρωινός – πρωινός μαθές. Ίντα που συμβαίνει…», είπε στον ξένο, «… αϋπνίες είχες; Λαχτάρισες ένα καφεδάκι; Κάτσε το λοιπό και σε πέντε λεπτά θα σου το φέρω. Να κάτσε εκεί…», έδειξε ένα τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο που έβλεπε όλο το λιμάνι, «… και θα σου φτιάξω εγώ ένα καϊμάκι!!!! Να το δαγκώσεις. Να, εκεί…» και τίναξε το ψαθί μιας καρέκλας.
Ο δημοσιογράφος, πειθήνια, κάθισε στο τραπέζι που του έδειξε. Έβγαλε το τετράδιό του και μερικά μολύβια, τα ακούμπησε με τάξη, ακριβώς παράλληλα μεταξύ τους, πάνω στο μέταλλο του στρογγυλού τραπεζιού. Μετά έψαξε την τσέπη και, πάλι παράλληλα με τα μολύβια, τοποθέτησε ένα πλακέ πακέτο τσιγάρα, ένα κόκκινο πακέτο με το πρόσωπο μιας μοιραίας γυναίκας στην επιφάνειά του. Με τον ίδιο τρόπο, «έστησε» και τον αναπτήρα παραδίπλα. Ικανοποιήθηκε με το αποτέλεσμα, έτριψε τα  χέρια του με ικανοποίηση και ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του.
 Κάτι όμως εξακολουθούσε να τον ενοχλεί. Έβγαλε ένα λευκό μαντήλι από την τσέπη του σακακιού του και βάλθηκε να τρίβει τα γυαλιά του, με αργές, τελετουργικές λες κινήσεις. Μετά από αυτό, φάνηκε όλα να του πηγαίνουν καλά. Επανέλαβε το χαμόγελό του και περίμενε τον Κλεάνθη με τον πολλά υποσχόμενο καφέ του.
«Λοιπόν; Πως είναι ο πρώτος καφές κύρ…», τον ρώτησε ο Κλεάνθης που είχε κάτσει σε μια καρέκλα σιμά του.
«Γεώργιος…», του απάντησε ο διοπτροφόρος νέος. «Γεώργιος είναι το όνομά μου…» και έσκυψε το κεφάλι, λες και ντρεπόταν για το όνομά του. «Και… όπως ξέρεις είμαι δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα…. Την «Ακρόπολη», αλλά τα είπαμε προχθές αυτά…»
«Ναι, τα είπαμε και … καλοπεράσαμε μπορώ να πω, ε;»
«Τω όντι, καλοπεράσαμε. Φταίει βέβαια και εκείνο το διάφανο πιοτί… το τσίπουρο, η καλή παρέα και βέβαια όλες αυτές οι ιστορίες των θαλασσινών…»
Ο Κλεάνθης, Καλύμνιος ήταν, ένοιωσε την επιθυμία για λίγο «δούλεμα», βλέποντας αυτόν τον λεπτεπίλεπτο ανθρωπάκο μπροστά του.
«Τω όντι…», επανέλαβε με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο στόμα… Χρόνια είχε να ακούσει αυτή την έκφραση, «να δεις ποιος την είχε πει παλιά,…. Α, ναι το Σκαλούνι, ο μουσικός», σκέφτηκε και μεγάλωσε το χαμόγελό του.
«Λοιπόν; Περιμένεις πάλι την … παρέα ή ήρθες μόνο για καφέ;», συνέχισε τον λόγο του.
Ο νεαρός δημοσιογράφος, ανακινήθηκε πάνω στην καρέκλα του και ίσιωσε την λεπτή γραβάτα που φορούσε, με τα μακριά του δάχτυλα. Γύρισε το κεφάλι δεξιά – αριστερά, όπως κάνουν αυτοί που ψάχνουν διαφυγή και τελικά του έδειξε το τετράδιο μπροστά του.
«Α, μάλιστα, την παρέα περιμένεις το λοιπό», είπε ο Κλεάνθης και άναψε τσιγάρο, προσφέροντας ένα και στον ξένο. Εκείνος το πήρε και, ξαφνικά, σήκωσε τα μάτια του στον κάπελα, τον κοίταξε κατ’ ευθείαν:
«Όχι», του είπε. «Δεν ήρθα για την παρέα και μάλιστα ίσως μέσα μου, να μην θέλω να έρθει η παρέα ή τουλάχιστον ν’ αργήσει να έρθει»
«Μάλιστα, τότες για τον καφέ μου ήρθες, έτσι;»
Ο νεαρός είχε κατεβάσει πάλι τα μάτια πάνω στον καφέ του και είχε ακουμπήσει το χέρι στο τραπέζι, με τέτοιο τρόπο που ο καπνός του τσιγάρου, κιτρίνιζε τα δάχτυλά του.
«Για σένα ήρθα κυρ Κλεάνθη. Για σένα…»
«Για μένα; Καλό κι αυτό. Γιατί για μένα; Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας κάπελας, ένας καφετζής, που αναγκάζει τον δημοσιογράφο να έρχεται πρωινιάτικα, αξημέρωτα σχεδόν και να φέρνει το τεφτέρι του στο μαγαζί του;»
«Τον ταβερνιάρη; Τίποτα…»., απάντησε το «δείγμα άντρα» που τον είχε  χαρακτηρίσει ο Λευτέρης ο Γκινής . «Τον ταβερνιάρη τίποτα, τον σφουγγαρά που τα παρατάει όμως;»
Το πρόσωπο του Κλεάνθη μονομιάς συννέφιασε, λες και κάποιος είχε πατήσει ένα κουμπί. Κοίταξε τον ξένο και τον «ζύγισε».
«Μικροκαμωμένος και ανθρωπάκι, αλλά η γλώσσα του… δηλητήριο οχιάς», σκέφτηκε με κάποια κακία σε αυτή τη σκέψη.
«Ίντα θες να πεις; Ποιος τα παράτησε; Τη θάλασσα δεν την παρατάς, αυτή σε διώχνει σα δεν σε θέλει άλλο για εραστή. Και τότες, ή σε τρώει ή σ’ αποδιώχνει όπως σου είπα…»
«Κοίτα να δεις Κλεάνθη…», είχε αφήσει το κυρ πια, «…δεν ήρθα εδώ για να τσακωθούμε…», η φωνή του νεαρού είχε γίνει εκπληκτικά καθαρή, δείχνοντας πως βρισκόταν στο δικό του πεδίο μάχης και λίγο πιο απότομη. Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε απότομα, από «ανθρωπάκι» σε ανελέητο πολεμιστή. «Μίλησα στο νησί με πολλούς. Όχι ιδιαίτερα για σένα, αλλά όταν ανέφερα το μαγαζί σου, επειδή εδώ τυχαία είχα πρωτομπεί, όλοι μου έλεγαν το ίδιο πράγμα. Πως δηλαδή ήσουν  ένας από τους καλύτερους βουτηχτές…»
Ο Κλεάνθης ακούγοντας αυτό, έδειξε να ηρεμεί από τα νεύρα που τον είχαν κυριεύσει, άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο από την καύτρα του πρώτου και με ένα βήχα προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα λόγια του συνομιλητή του.
«… αλλά ότι από… δειλία…. προσπαθώ να δώσω μια μονολεκτική περιγραφή στα λόγια τους … άφησες την θάλασσα. Ότι τάχα, δεν έχεις πάθει μεγάλη ζημιά, ότι …απλά φοβήθηκες…» και λέγοντας αυτά τα τελευταία λόγια ζάρωσε στην θέση του περιμένοντας το ξέσπασμα του καφετζή.
Το ξέσπασμα όμως δεν ήρθε. Ο Κλεάνθης ήταν ακίνητος, ακουμπισμένος στους αγκώνες του, πάνω στο τραπέζι και τον κοίταζε κατάματα. Τα μάτια του, θα έλεγε κανείς, είχαν γίνει μαύρες κουκκίδες, σαν μαύρες ελιές και φαινόταν σαν είχε αποκτήσει ξαφνικά μεγάλες «σακούλες» κάτω από τα μάτια. Δεν έδειχνε να παίρνει καν ανάσα και ο καπνός από το τσιγάρο, ανέβαινε ολόισιος προς το ταβάνι. Αν έπεφτε καρφίτσα στο πάτωμα θα έκανε εκκωφαντικό θόρυβο, με την ησυχία που επικρατούσε στο χώρο. Ο ήλιος είχε σηκωθεί αρκετά στον ουρανό και μια αχτίδα του είχε πέσει πάνω στο ποτήρι με το νερό που μεταμορφώθηκε  σε ουράνιο τόξο στην επιφάνεια του τραπεζιού. Το δεξί χέρι του δημοσιογράφου, ξαφνικά, είχε βαφτεί με τα χρώματα της Ίριδος.
«Έτσι ε; Δειλός είμαι τώρα;», είπε ο Κλεάνθης, προσπαθώντας με όση ψυχραιμία διέθετε, να «χωνέψει», την μαχαιριά που μόλις είχε δεχτεί. Και ήταν βαθιά η μαχαιριά. Είχε φτάσει στο κόκκαλο, στην ψυχή του, στην αρχή της ίδιας του της ύπαρξης…
Σηκώθηκε και πήγε προς το βάθος του μαγαζιού, εκεί που ήταν ο πάγκος, μεταξύ της αίθουσας με τα τραπέζια και της κουζίνας. Στάθηκε και άπλωσε τα χέρια σε στάση αναμονής, νιώθοντας το βλέμμα του δημοσιογράφου, καρφωμένο στην πλάτη του. Κούνησε δεξιά –αριστερά το σκυμμένο κεφάλι του, σαν να μη πίστευε αυτό που μόλις είχε ακούσει. Έπιασε να λύνει το μπροστομούνι36 και το πέταξε πάνω σε μια καρέκλα δίπλα του.
«Ώστε  φοβούμαι ε;», μονολόγησε χωρίς να κοιτάξει καν τον ξένο. Η προφορά του τώρα, η Καλύμνικη προφορά του, είχε βαρύνει πολύ, λες και αυτό που είπε, βγήκε από πολύ βαθιά μέσα του. «Έτσι ε;»
Ξαφνικά γύρισε προς τη μεριά του Αθηναίου και τον κοίταξε άγρια. Άρχισε να γελάει, στην αρχή σιγά, σαν να είχε ακούσει κάποιο αστείο και μετά πιο δυνατά μέχρι που έφτασε σε επίπεδο υστερίας και γέλιο τρελού. Η άμυνά του μπροστά στα λόγια, όχι του μικροσκοπικού δημοσιογράφου – όχι αυτά δεν τον πείραζαν, θα μπορούσε εύκολα να τον διαολοστείλει – αλλά στα λόγια των συμπατριωτών του, είχε αρχίσει να λειτουργεί. Και το πρώτο στάδιο βέβαια ήταν το γέλιο· μέχρι τουλάχιστον να μπορέσει να διασταυρώσει τα λεγόμενα.
Πλησίασε κοντά στον ξένο και κάθισε πάλι δίπλα στον έντρομο πλέον συνομιλητή του.
«Άκου καλαμαρά, θα σου πω κι εγώ την ιστορία μου. Όχι όπως την λεν οι άλλοι, αλλά από πρώτο χέρι, από το δικό μου στόμα. Να δούμε ποιος είναι ο δειλός και ποιος όχι. Γιατί στο νησί μας, δεν είναι ανάγκη να είσαι γενναίος ή δειλός, αλλά τι λένε οι άλλοι για σένα. Αν σε πουν δειλό, τότε ότι κι αν ήσουν θα μείνεις δειλός στα μάτια τους. Και η ζωή σου θα στιγματιστεί με αυτό τον χαρακτηρισμό για πάντα. Και απ’ ότι ξέρεις, ελπίζω δηλαδή να ξέρεις, κανείς δεν χρωστάει καλό σε αυτόν τον κόσμο. Και να ξέρεις: και το καρφί να βγει, η τρύπα μένει. Αλλά κι εγώ φαίνεται ήμουν τυφλός και κουφός μαθές. Να λένε τέτοια για μένα και να μην το καταλάβω!»
Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα του μαγαζιού. Την έκλεισε με μια μικρή στριγκλιά εκ μέρους της και κλείδωσε. Σήμερα δεν θα έβγαζε τα τραπεζάκια έξω, όχι, τουλάχιστον προς το παρόν, μέχρι να «εξηγηθεί» με εκείνον τον δημοσιογράφο. Γύρισε και ανάβοντας ένα τσιγάρο, άρχισε να του λέει την ιστορία του.
Η μόνη επέμβαση του Αθηναίου, ήταν όταν ρωτούσε την ερμηνεία κάποιων λέξεων που χρησιμοποιούσε ο Κλεάνθης, που με τόσο πάθος και ίσως θυμό, είχε παρασυρθεί στην εξιστόρηση των γεγονότων που τον οδήγησαν στην παραίτησή του από τα σφουγγάρια.
Και του τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Κάθε λεπτομέρεια που μπορούσε να θυμηθεί για τις απεγνωσμένες προσπάθειες του καπετάν Μιτσέ, του κολαουζέρη αλλά και του ίδιου να φτιάξουν το «δάγκωμα» της μηχανής. Και το πόσο μάταιο ήταν τελικά, αν και η ζημιά που του είχε κάνει η μηχανή, δεν ήταν από τις πολύ μεγάλες, σε σύγκριση με των άλλων, μεγαλύτερων σε ηλικία «μηχανικών».
Του είπε για την ομορφιά του βυθού, για την μανία της «πτάνας» της θάλασσας, για την μοναξιά της βουτιάς, για την αγωνία της «ψαριάς» και για την αμοιβή με τα γλέντια στο νησί και τις όμορφες κοπέλες που έβλεπαν τους νιους της θάλασσας σαν ξερολούκουμα.
Και ο δημοσιογράφος όλο και έγραφε, όλο και ενδιαφερόταν περισσότερο λέξη τη λέξη που έβγαινε από το στόμα του Κλεάνθη. Είχε καταγράψει και άλλες ιστορίες από το νησί, μα τούτη, αν και δεν ήταν πλούσια όπως οι άλλες, των πιο έμπειρων «μηχανικών», είχε κάτι που ξεχώριζε. Είχε το πάθος του νέου ανθρώπου, που ήθελε αλλά δεν μπορούσε να το κάνει, που είχε ερωτευτεί την γαλάζια θάλασσα κι εκείνη τον είχε απορρίψει, που ήθελε την επιβεβαίωση των συμπατριωτών του και εκείνοι τον κατηγορούσαν.
 Του άρεσαν τέτοια θέματα και θα προσπαθούσε να ανάψει τον αφηγητή του με κάθε δυνατό τρόπο, με κάθε λέξη που μπορούσε να σκαρφιστεί. Και κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν δύσκολο με τον Κλεάνθη. Είχε βρει το κουμπί του και πανεύκολα τώρα το γύριζε κατά το δοκούν. Δεν τον ένοιαζε αν θα έκανε κακό στο μυαλό και την ψυχή (αν το έκανε), του κάπελα, αρκεί να έβγαζε την ιστορία που ήθελε.
Και ο Κλεάνθης είχε δαγκώσει το αγκίστρι και τώρα θα μπορούσε ακόμα και να κατηγορήσει κάποιους για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
«Αυτό θα είναι καλό…», σκέφτηκε ο δημοσιογράφος με κάποια κακία στο μυαλό του. «Μπορεί να έχει πολύ ζουμί αυτή η κουβέντα»
Μα η ώρα πέρασε και κλεισμένοι στο μαγαζί, παρά τα χτυπήματα στην πόρτα των καθημερινών θαμώνων, μόνοι τους οι δυό συνομιλητές, προσπαθούσαν ο ένας να εξηγήσει και ο άλλος καταλάβει αλλά και να εκμαιεύσει ότι μπορούσε. Ο Κλεάνθης δεν κατηγόρησε κανένα, δεν έριξε ευθύνες σε κανένα και πιο πολύ δεν ρώτησε να μάθει ποιος ή ποιοι τον είχαν χαρακτηρίσει… έτσι όπως τον είχαν χαρακτηρίσει. Ούτε τη λέξη δεν μπορούσε να σκεφτεί.
Τέλειωσε την αφήγησή του και ένοιωσε εξαντλημένος, εξουθενωμένος. Κοίταξε τον νεαρό Αθηναίο και έκανε ένα νόημα, σαν να του έλεγε ότι είχε τελειώσει η συνάντησή τους, η συνομιλία τους.
Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και δυο – τρεις άντρες μπήκαν με φωνές και γέλια στο εσωτερικό του μαγαζιού. Νόμισε ότι, με την άκρη του ματιού του, είδε, την αδερφή του την μικρή, την Νικολέτα στην άκρη του δρόμου, αλλά δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Κάπου θα πήγαινε και αυτό το κάπου, θα πρέπει να ήταν η αγορά.
Πήρε τις παραγγελίες από τους καθιστούς πλέον θαμώνες και τις ετοίμασε. Τα μάτι του όμως ήταν πάνω στον δημοσιογράφο. Τον έβλεπε που έγραφε μετά μανίας στο τετράδιό του, σαλιώνοντας κάθε τόσο το μολύβι του, χωρίς να ενδιαφέρεται για τους άλλους δίπλα του. Χαμογέλασε. Πίστεψε πως είχε δώσει τις εξηγήσεις που έπρεπαν σε αυτόν τον γραφιά. Μάλλον σε αυτούς τους γραφιάδες, αφού τώρα είχε έρθει κι ο έτερος καλαμαράς – φίλος του και συνεργάτης του. Οι δυό, τώρα, Αθηναίοι, είχαν μια αρκετά ζωηρή συζήτηση που είχε καταλήξει μάλλον σε διαφωνία, απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει ο Κλεάνθης από τις κινήσεις των χεριών τους. Δεν μπορούσε να καταλάβει όμως, τι μπορεί να ήταν αυτό που τους χώριζε, αλλά η δουλειά του μαγαζιού, έτυχε σήμερα να μην έρθει ο αδερφός του ο Μέμος, δεν τον άφηνε να το σκεφτεί.
Οι παραγγελίες τώρα είχαν αλλάξει. Ο καφές είχε γίνει ούζο και τσίπουρο, αυτό απαιτούσε και μεζέ. Και εντάξει με το ούζο, λίγες ελιές μερικές ντομάτες κομμένες σε μικρές φετούλες και λίγο αγγούρι, έφταναν και με το παραπάνω. Τα ζόρια όμως ερχόντουσαν με τα τσίπουρα, γιατί αυτά ήθελαν τηγάνι. Οι μεζέδες του τσίπουρου ήταν τα λουκάνικα, το σαγανάκι και διάφορα άλλα που γέμιζαν με ευωδιές το μαγαζί. Κοίταξε την ώρα στο μεγάλο ρολόι του τοίχου με την ξεβαμμένη διαφήμιση κάποιας μπύρας και είδε ότι είχε μεσημεριάσει. Τώρα δεν είχε πια καθόλου καιρό για σκέψεις, οι δημοσιογράφοι είχαν χαθεί από τους καπνούς των τσιγάρων, της κουζίνας και τους υπόλοιπους θαμώνες του καφενείου. Το ραδιόφωνο έπαιζε σιγά ένα τραγούδι της θάλασσας που ήταν πολύ αγαπητό, ενώ φάλτσες φωνές συνόδευαν τον τραγουδιστή, προσπαθώντας να καταστρέψουν το … «άσμα».
Η Καλοτίνα μπήκε από την πόρτα, τυλιγμένη με το φως του ήλιου, σαν οπτασία, σαν νεράιδα. Πάντα ήταν ωραία κοπέλα και ήταν απορίας άξιο που δεν είχε παντρευτεί ακόμα. «Μεγαλοκοπέλα», την ανέβαζαν, «γεροντοκόρη» την κατέβαζαν οι γυναίκες του νησιού, ενώ οι άντρες την λυπόνταν.  «Κρίμα το κορίτσι…», έλεγαν, «… αλλά ποιος ξέρει τι απογοήτευση μπορεί να έχει περάσει». Άλλοι πάλι ήταν σίγουροι, αυτό βέβαια βοηθήθηκε και από τις κουτσομπόλες του νησιού, ότι ξέρανε και τον νεαρό που την είχε προδώσει, μερικοί είχαν φτάσει να λένε ότι ήταν σφουγγαράς από άλλο νησί, ίσως την Σύμη και είχε «σκάσει» στην Μπαρμπαριά. Αν κάποιος υιοθετούσε την άποψη της εγκατάλειψης, υπήρχε και κάποιο όνομα, ενός Αθηναίου δικηγόρου ή γιατρού, που της είχε υποσχεθεί γάμο, την «χάλασε» και μετά την παράτησε στους πέντε δρόμους. Κι έτσι «χαλασμένη», ποιος άντρας να την πάρει τώρα;
Το γεγονός πάντως ήταν ότι η Καλοτίνα ήταν σεμνή και αξιοπρεπής, όμορφη γυναίκα που απ’ όπου περνούσε τράβαγε πάνω της τα αντρικά βλέμματα, νοικοκυρά και δουλευταρού, όσες λίγες. Και τώρα, από ανία θα έλεγε κανείς, από αντίληψη για τις ανάγκες του αδερφού της, είχε φτάσει στο καφενείο να βοηθήσει. Έτσι κι αλλιώς η Κυράννα δεν την χρειαζόταν άλλο και ο Μέμος είχε βγει για ψάρεμα. Τα ψάρια που θα έφερνε – πάντα έφερνε πολλά ψάρια – θα τα ετοίμαζε ο ίδιος, ξελέπισμα και καθάρισμα δηλαδή και το μόνο που θα έμενε για το βράδυ, θα ήταν ένα απλό ψήσιμο ή, αν ήταν μικρά, ένα απλό τηγάνισμα. Έτσι το να μείνει κλεισμένη στο σπίτι, δεν ήταν η πρώτη της επιλογή.
Οι άντρες του καφενείου, γύρισαν το κεφάλι και την κοίταξαν, οι νεότεροι με λαχτάρα και οι γεροντότεροι με θαυμασμό. Καθώς περνούσε, ο καπνός των τσιγάρων έφτιαχνε στροβίλους πίσω από την πλάτη της δίνοντας ένα είδος μυστηρίου στο βάδισμά της. Ο Κλεάνθης, δεν μπορούσε να μη την θαυμάσει κι αυτός, ήταν περήφανος για τις αδερφές του και ειδικά για την Καλοτίνα «του», όπως την έλεγε, αν και στην ψυχή του, υπήρχε μια λύπη που την έβλεπε μόνη της σε αυτόν τον κόσμο.
Η γυναίκα, φίλησε τον αδερφό της σταυρωτά (ποτέ δεν κατάλαβε την ανάγκη που την έκανε να τον φιλάει κάθε που τον έβλεπε) και χαμογελώντας, πήρε ένα μπροστομούνι από την κουζίνα και έπιασε το τηγάνι ή για την ακρίβεια… τα τηγάνια. Στο ένα ετοίμαζε τις μαρίδες, στο δεύτερο κάποιες κατακόκκινες γαριδούλες και στο τρίτο ένα λουκάνικο κομμένο σε στρογγυλές φέτες με πιπεριά και μάραθο. Ο Κλεάνθης πηγαινοερχόταν, μια να σερβίρει τα ποτά με τους μεζέδες, μια να εισπράξει, μα πιο πολύ να ετοιμάσει το σπινιάλο κόβοντας κρεμμύδι και ανοίγοντας αχινούς.
Οι μυρωδιές είχαν πλημμυρίσει το τόπο, οι αγριοφωνάρες των ναυτικών και η μουσική του ραδιοφώνου, τα ποτά και η ζέστη, είχαν κάνει τους δυο Αθηναίους να ξεκόψουν από την ιστορία τους, από τα τετράδιά τους. Δεν είχαν πια όρεξη για ιστορίες της θάλασσας, αλλά να βγάλουν από μέσα τους εκείνη την «ψαρόβαρκα». «Θα πάρω μια ψαρόβαρκα … το μωρό μου… θα πάρω μια ψαρόβαρκα…. να πάω να βγω… στη Σάμο». Μετά ήρθε και το «… όπου ραί… μελαχρινό μου, όπου ραίζεις τες καρτζιές και κάνες τες κομμάτζια και με τα μαύρα μάτζια…» για να μπουν τα μικρά τετράδιά τους στο μαύρο, φθαρμένο τσαντάκι – σακίδιό  τους.
Ο Κλεάνθης χαμογέλασε, η δουλειά πήγαινε καλά και επιτέλους είχε βοηθό, έστω για σήμερα μόνο. Κοίταξε τους δημοσιογράφους και αναγκάστηκε να ρίξει μια άγρια ματιά σε αυτόν που του είχε συστηθεί σαν «Γεώργιος», γιατί το βλέμμα του ήταν κολλημένο στα οπίσθια της αδερφής του. Τον επανέφερε στη θέση του και συγχρόνως επανέφερε το χαμόγελο στα χείλη του.