Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

«Σ’ αγαπώ», η φωνή του Σέμου ήταν λίγο βραχνή και συγχρόνως εύθραυστη. Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία από το στόμα του και τα μάτια του ήταν στραμμένα συνεχώς στο έδαφος ή πιο σωστά στις πέτρες της πεζούλας που καθόντουσαν με την Νικολέτα. Το άρωμα της Σεβαστής (είχε δανείσει στην Νικολέτα ένα βαρύ άρωμα που της είχε φέρει ο αδερφός της από την Γαλλία και που η Νικολέτα είχε βάλει με το κιλό), το πρόσωπο της αγαπημένης του να κάθεται στη πεζούλα, ο ήλιος και η μυρωδιά των συκιών δίπλα, τον έκαναν να νοιώθει ζαλάδα και μια τάση λιποθυμίας. Ίσως όμως να μην ήταν μόνο αυτά. Ίσως να ήταν και τα λόγια που είχαν ειπωθεί μεταξύ τους.
«Ώστε έτσι το λοιπό; Τόσο πολύ το θέλεις;», ακούστηκε η φωνή της κοπέλας.
Ο Σέμος κούνησε το κεφάλι καταφατικά χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια. Το χέρι του ήταν πάνω στους ώμους της και πίεζε κι αυτό στην λήψη της απόφασης από την Νικολέτα.
«Ωραία… ας γίνει έτσι… και ότι βρέξει. Ο Κλεάνθης έχει ανοιχτό μυαλό, θα καταλάβει… να δεις… θα συμφωνήσει…», ξανάπε χωρίς ανάσα η κοπέλα.
«Σ’ ευχαριστώ αγαπούλα μου. Να ξέρεις… βασίλισσα θα σ’ έχω, θα δουλέψω δυο και τρεις δουλειές… τι λέω όσες δουλειές χρειάζεται για να είσαι… είσαι…», το λεξιλόγιο του Σέμου δεν ήταν και πολύ μεγάλο, «… βασίλισσα» κατάφερε επιτέλους να τελειώσει την πρότασή του.
Την αγκάλιασε και της έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο στόμα, ένα φιλί που μάτωσε τα χείλη και κάπως μπόρεσε να σβήσει τον πόθο τους.
Χώρισαν με γέλια και η Νικολέτα έφυγε τρέχοντας, προσπαθώντας να μην πληγώσει τα πόδια της με τα αγκάθια του αγρού. Κάποιες πέτρες που βρέθηκαν μπροστά της, την έκαναν να στραβοπατήσει, αλλά όχι και να σταματήσει την τρεχάλα της. Η αγάπη της ήταν τόσο μεγάλη για τον Σέμο, που όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί, συρρικνωθεί στο πρόσωπό του. Και την ήθελε τώρα για… γυναίκα του. Για σύντροφό του.
«Μαζί πάντα μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος…», μονολόγησε σαν πηδούσε ένα μικρό θάμνο με αγκάθια, ο μόνος που κατάφερε να της σκίσει λίγο το φόρεμα στην άκρη, δεξιά, εκεί που είχε ενωθεί η δαντέλα. Έμενε μόνο να το πει στη Κυράννα, τον πατέρα της δεν τον φοβόταν. Ούτε τα αδέρφια της. Μάλιστα πίστευε και ειδικά για τον μεγάλο, τον Κλεάνθη, ότι θα συμφωνούσε με την πρώτη και μάλιστα θα την βοηθούσε στα σχέδιά της. Η Καλοτίνα; Μμμ… αδερφή της ήταν, θα συμφωνούσε κι αυτή. Για τον Μέμο, δεν ανησυχούσε. Αυτός ενδιαφερόταν για το ψάρεμα την καλοπέραση και τους φίλους του. Ίσως να μην καταλάβαινε καν την σοβαρότατη σημασία της κατάστασης.
Μόνο η μάνα με τις μεγαλοιδέες της… μόνο αυτή φοβόταν. Κι αυτή ήταν ο μπαμπούλας της οικογένειας. Αν άκουγε ότι ο Σέμος την ήθελε για γυναίκα του… ε, ρε τι θα γινόταν μες στο σπίτι. Μέχρι την Κω και την Λέρο θα τους άκουγαν. Και τι να της πει; Η Κυράννα ήθελε ένα «μηχανικό», έναν άντρα που να βγάζει πολλά λεφτά. Ποτέ δεν θα αγαπούσε τον γαμπρό της, εδώ καλά – καλά δεν αγάπησε τον άντρα της, θα τον ανεχότανε όμως αν είχε μονέδες. Και ο κακομοίρης ο Σέμος… υπάλληλος στο μαγαζί του Χαλκίτη, να ετοιμάζει από το πρωί ίσαμε το βράδυ τα «καγγαβιά»37 , τα «γυαλιά»38, τις μπάρες39, τα δίχτυα, και τα φορέματα των βουτηχτάδων. Και τα λεφτά που έπαιρνε; Ψίχουλα. Ο Χαλκίτης φημιζόταν για την τσιγγουνιά του. Και αυτός και ο αδερφός του ο μικρότερος. Μάλιστα οι κακές οι γλώσσες λέγανε, φήμη που κυκλοφόρησαν οι Τσουκαλαήνες, ότι τα δυο αδέρφια δεν παντρεύτηκαν ποτέ στη ζωή τους, αν και είχαν περάσει τα πενήντα τους, από την τσιγγουνιά τους. Βέβαια αυτό δεν ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα, αν και θεωρούνταν από τους πλουσιότερους του νησιού, αλλά και των Δωδεκανήσων.
 Η Ποθητή έλεγε ότι στο σπίτι τους είχαν ένα μεγάλο σεντούκι, σαν αυτά που ανήκαν στους πειρατές, που ήταν γεμάτο με χρυσές Αγγλικές λίρες. Χιλιάδες λίρες. Χρυσές! Και όλες δικές τους! Και κυκλοφορούσαν με τα ίδια ρούχα όλο το χειμώνα. Και το καλοκαίρι… άλλαζαν. Αλλά κι εκείνα τα φορούσαν όλο το καλοκαίρι.
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει στην Πόθια, δεν είχε καταλάβει πως ή ποιο δρόμο είχε πάρει, αλλά τα σπίτια που έβλεπε μπροστά της ήταν τα σπίτια κοντά στη μικρή πλατεία και το μαγαζί του αδερφού της.
Κοντοστάθηκε και προσπάθησε να ισιώσει τα ρούχα της, να τα ξεσκονίσει με το χέρι και να στρώσει τα μαλλιά της. Πήρε βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ρίξει τους παλμούς της καρδιάς της, που από την συγκίνηση και το τρέξιμο είχε τρελαθεί. Άρχισε να περπατά σιγά, κοιτώντας ολόγυρα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά φοβόταν τους ανθρώπους ή μάλλον τη γλωσσοφαγιά τους.
Είδε το καφενείο και τον ιδρωμένο Κλεάνθη να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τους πελάτες. Φόρεσε το καλό της χαμόγελο και αποφασιστικά προχώρησε προς το μέρος του.
«Μα Παναία μου χαρά!», ακούστηκε η φωνή του Κλεάνθη. «Κι οι δυο αδερφάδες μου ήρθασι να με βοηθήσουσι… μα χαρά! Άντες μικρή σουσουράδα, άντες και δεν τους προλαβαίνω πλιο τους μεθύστακες…». Γέλασε και μια γοητεία ξεπήδησε από το πρόσωπό του. Ήταν ωραίος άντρας ο Κλεάνθης και αρχοντικός. Ψηλός και με σώμα γυμνασμένο από την θάλασσα… αν δεν είχε κι εκείνο το χωλό πόδι…
Από το ανοιχτό πουκάμισό του ξεπρόβαλαν οι τρίχες του στήθους του κι ένα μικρό χρυσό σταυρουδάκι, το βαφτιστικό του σταυρουδάκι. Λεβέντης με όλη τη σημασία της λέξης. Πολλές γυναίκες τον ήθελαν, αλλά σταματούσαν σε εκείνο το καταραμένο πόδι.
«θες βοήθεια το λοιπό αδέρφι; Και τι είμαι εγώ; Δεν είπαμε ότι μπορώ να σε βοηθήσω όποτε θελήσεις; Μα… για να δω… αυτή δεν είναι η Καλοτίνα; Να το λοιπό, όλη η οικογένεια ενωμένη. Έτσι δεν είναι Κλεάνθη; Δεν πρέπει να είναι πάντα ενωμένη η οικογένεια; Σε όλα; Και στα καλά αλλά και στα δύσκολα;»
Ο Κλεάνθης την κοίταξε λίγο απορημένος. «Ναι», της απάντησε, «… ενωμένη σε όλα. Και στα καλά … και στα δύσκολα», επανέλαβε αργά, παρατηρώντας μια αλλιώτικη Νικολέτα. Μια Νικολέτα με λάμψη στα μάτια της. Δεν έδωσε περισσότερη σημασία και γύρισε στην πελατεία.
Η ώρα με την δουλειά πέρασε αρκετά γρήγορα. Οι δυο Αθηναίοι δεν είχαν κουνήσει ρούπι από το τραπέζι τους, αν και το ρολόι έδειχνε επτά το απόγευμα. Βέβαια το να κουνηθούν ήταν κομμάτι δύσκολο στην κατάσταση που βρίσκονταν. Μετά την κατανάλωση τόσου τσίπουρου, «αν το μάθεις το ρημάδι, καταλαβαίνεις γιατί ο Θεός είναι καλός», έλεγε ο παλιός καπετάνιος ο Γιάννης ο Μαγκλής, το κορμί θέλει να κοιμηθεί αγκαλιά με τα όνειρά του και τις επιθυμίες της ζωής. Και ο καπετάν Γιάννης, τα ήξερε αυτά, το τιμούσε το τσίπουρο… ήταν Θεοσεβούμενος άνθρωπος!
Ο Κλεάνθης πήγε κοντά τους γεμάτος περιέργεια να διαβάσει αυτά που είχαν γράψει στο τετράδιό τους, αλλά σαν είδε ότι το είχαν μέσα στο σακίδιό τους, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το «κλέψει». Το μόνο του μέλημα τώρα ήταν, που θα έβρισκε κάποιον να μεταφέρει τους δυο αυτούς νέους στο ξενοδοχείο τους, στο μοναδικό δηλαδή ξενοδοχείο που διέθετε το νησί. Για καλή του τύχη όμως, έξω από το μαγαζί, άκουσε το τρίξιμο του κάρου του Κουκουβά.
«Κυρ Νίκο…», φώναξε προς τον αχθοφόρο, «… κυρ Νίκο, κάμε μου μια χάρη. Έλα από δω, έχω δυό φέσια στο μαγαζί και … ξέρεις Αθηναίοι είναι, δεν το αντέχουν το πιοτί. Έλα να τους πας μέχρι το ξενοδοχείο μαθές», συνέχισε.
Με τη βοήθεια των δυό αδερφών του, ο Κλεάνθης φόρτωσες τους δημοσιογράφους στο κάρο, τους άκουσε να τραγουδούν μισοκοιμισμένοι «… τώρα η ξενιτειά σε χαίρεται…» και έδωσε στον κυρ Νικόλα τρεις δραχμές να τους κουβαλήσει.
Γύρισε στο μαγαζί που τώρα ήταν σχεδόν άδειο από κόσμο και σαν πελάτης, παράγγειλε στην Καλοτίνα ένα καφέ βαρύ γλυκό, όπως εκείνη μόνο ήξερε να φτιάχνει.
Η Νικολέτα πετάχτηκε όρθια: «Όχι – όχι, εγώ θα τον κάμω τον καφέ. Για τον μεγάλο μου αδερφό, εγώ – εγώ» και πήγε χωρίς άλλη κουβέντα στην μικρή κουζίνα.
«Τσούπρα, πολύ πρόθυμη σε βλέπω σήμερο. Κάτι θέλεις εσύ, δεν μπορεί κάτι θέλεις. Τόση προθυμία πλιο! Και ξέρεις… δε λαθεύω εγώ μικρή μπαγαμπόντισσα!», της είπε ο Κλεάνθης.
Το πρόσωπο της Νικολέτας είχε αλλάξει χρώμα. Είχε γίνει τόσο κόκκινο που έμοιαζε με παπαρούνα της άνοιξης. Ευτυχώς, κανείς δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο έξω από την πλάτη της.
Ο καφές ήταν καλός, όχι σαν της Καλοτίνας, αλλά τέλος πάντων καλός. Τα τρία αδέρφια, είχαν καθίσει σε ένα τραπέζι, κάτω από την λάμπα που κρεμόταν, σκορπίζοντας το άρρωστο φως της πάνω τους. Λίγοι πελάτες υπήρχαν τώρα και έτσι μπορούσαν να ηρεμίσουν λίγο.
«Λοιπόν;», άρχισε ο αδερφός, «… τι είναι αυτό που σε απασχολεί δεσποσύνη; Γιατί δεν μπορεί, κάτι σε απασχολεί»
Οι δυό αδερφές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μπορούσαν να συνεννοηθούν με τα μάτια, αλλά τώρα η Καλοτίνα, αδυνατούσε να «διαβάσει» την αδερφή της. Ήξερε, όπως και ο αδερφός της, ότι κάτι την «έτρωγε», αλλά δεν μπορούσε να το φανταστεί αυτό που θα άκουγε σε λίγο.
«Λοιπόν;», επανέλαβε ο Κλεάνθης. «Τόσο σπουδαίο είναι αυτό που θέλεις να μας πεις;»
Επικράτησε σιωπή λίγων δευτερολέπτων, τέτοια που έκανε τα δυό αδέρφια να αντιληφθούν την σοβαρότητα της κατάστασης. Κοίταξαν και τα δυο την Νικολέτα, που σε αντίθεση αυτή, προσπαθούσε να κοιτάξει οπουδήποτε αλλού εκτός από το μέρος τους.
Τα μάτια της «μικρής» τους αδερφής, πέταγαν ολόγυρα, στα τραπέζια, στην πόρτα του μαγαζιού, στους λίγους θαμώνες με τα κόκκινα από το τσίπουρο μάτια, στο πάτωμα. Η στάση του σώματός της έδειχνε ότι δεν μπορούσε να βολευτεί πουθενά. Τελικά, κοιτώντας αδιάφορα μια παλιά φωτογραφία που κοσμούσε τον τοίχο του καφενείου:
«Θέλω να παντρευτώ. Αυτό και μόνο αυτό. Έτσι απλά…»
«Έτσι απλά; Χα χα χα … ας γελάσω…», είπε ο Κλεάνθης χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία στα λόγια της «μικρής», σε αντίθεση με την Καλοτίνα που την κοίταζε διερευνητικά. «Και δεν μου λες … κυρά, τον έχεις έτοιμο τον νυμφίο;»
Και βέβαια τα δυο αδέρφια δεν περίμεναν την απάντηση που πήραν. Αν όχι και τα δυό, τουλάχιστον ο Κλεάνθης, δεν μπορούσε ποτέ να το περιμένει. Η Καλοτίνα… ήταν άλλο. Ήταν γυναίκα και αδερφή…
«Ναι, υπάρχει κάποιος που … ενδιαφέρεται…», η Νικολέτα δυσκολευόταν να συνεχίσει, «… που με θέλει για γυναίκα του. Κάποιος τέλος πάντων… που τον ξέρω καιρό και … μ’ αγαπάει…»
Ο Κλεάνθης με την επιπολαιότητα του φύλου του σε τέτοια θέματα και τον σνομπισμό της ηλικίας του, ήταν βλέπεις ο πιο μεγάλος και την αδερφή του δεν την έπαιρνε και πολύ στα σοβαρά, έμεινε για περίπου ένα λεπτό αμίλητος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις ακούσει. Δεν ήταν εύκολο να πιστέψει στα αυτιά του. Τα ηνία είχε αναλάβει η Καλοτίνα:
«Αλήθεια λες μαθές; Κάποιος σε θέλει για γυναίκα του; Σου το είπε δηλαδή;»
«Ναι», απάντησε η Νικολέτα. «Υπάρχει κάποιος που με θέλει για γυναίκα του. Μα το είπα πριν. Ποιο είναι το παράξενο; Τι μου λείπει εμένα δηλαδή…»
«Το μυαλό…», ακούστηκε η βαριά πλέον φωνή του Κλεάνθη. «Το μυαλό σου λείπει…»
«Και γιατί παρακαλώ μου λείπει το μυαλό; Από πού το κατάλαβες εσύ κύριε πολύξερε;»
Ο αδερφός γέλασε, αυτό του έδινε πάντα χρόνο να σκεφτεί, άπλωσε τα χέρια και της χάιδεψε το κεφάλι. Το είχε περάσει, σε αντίθεση με την Καλοτίνα, κάτι σαν αστείο, κάτι που στερείτο σοβαρότητας και σημασίας. Μια απαίτηση μικρού παιδιού. Θα μπορούσε να του έλεγε ότι ήθελε, ας πούμε … παγωτό ή ένα ακριβό Γαλλικό άρωμα ή ένα φόρεμα από την πρωτεύουσα. Έτσι κι αυτό. Κατά την ίδια λογική του είπε ότι ήθελε να παντρευτεί. «Μπα…», σκέφτηκε, «… δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε καν. Μέχρι το βράδυ θα το έχει ξεχάσει…». Έκανε να σηκωθεί, να πάει μέχρι την κουζίνα, είχε δουλειά να κάνει και οι δουλειές δεν γίνονται μόνες τους, μέχρι που άκουσε την σοβαρή φωνή της Καλοτίνας:
«Και ποιος είναι αυτός που σε θέλει το λοιπό; Τον ξέρουμε μαθές;»
Ο Κλεάνθης κάθισε πάλι. Αυτό ήθελε να το ακούσει, ήταν πολύ περίεργος να μάθει τον λεγάμενο.
Η Νικολέτα ξεροκατάπιε λες και ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό της και δεν την άφηνε ν’ αναπνεύσει. Μάλλον μάζευε κουράγιο για την συνέχεια και μόλις το βρήκε:
«Ο Σέμος, ο γιός του καπετάν Αριστείδη. Αυτός που δουλεύει στο μαγαζί του Γιώργου του Χαλκίτη…»
«Και ίντα μαρή έχεις με αυτόν; Σε είδε από τη βιτρίνα και σε λιμπίστηκε; Το αμούστακο αυτό; Ο Γλίτσας που βλέπει τη θάλασσα και σκιάζεται;», ακούστηκε ο Κλεάνθης. «Άντε μαρή, κόφτεις που θέλεις και παντρολογήματα…»
«Δεν είναι έτσι τα πράματα Κλεάνθη. Δεν είναι έτσι. Με τον Σέμο, βγαίνουμε μέρα παρά μέρα εδώ και δυό χρόνια. Τον ξέρω και με ξέρει πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά…», αυτό το τελευταίο το είχε τονίσει. «Είναι καλό παιδί και … τον αγαπάω. Και μ’ αγαπάει…»
Η Καλοτίνα μόνο άκουγε και δεν μιλούσε πια. Άφηνε τον αδερφό της να κάνει όλες τις δύσκολες ερωτήσεις και μετά ίσως να ερχόταν η ώρα της.
«Σε χάλασε μαρή; Το κωλόπαιδο σε χάλασε; Πε μου να ξέρω, αδερφός είμαι, πρέπει να ξέρω…»
«Όχι, βάστα βρε Κλεάνθη. Δεν με χάλασε, ακόμα κορίτσι είμαι. Αμάν πια, αμέσως … σε χάλασε. Όλο στο κακό ο νους σου…»
Η Καλοτίνα είχε ακούσει αυτό που ήθελε, χωρίς να κάνει εκείνη την ερώτηση. Πίστευε την αδερφή της, την θεωρούσε ανάξια να πει ψέματα. Τώρα ήταν η σειρά της:
«Και σου είπε ο Σέμος… έτσι δεν τον λένε; … να μιλήσεις στον πατέρα; Σου είπε πως θέλει να σε πάρει;»
«Ναι, σήμερα μου είπε να ετοιμάσω τον μπαμπά, όλη την οικογένεια δηλαδή, για αυτόν… θα έρθει να με ζητήσει. Το συζήτησε με τον πατέρα του κι εκείνος συμφώνησε. Του έδωκε την ευκή του. Θέλει να έρθει στο σπίτι μας…»
«Να σε ζητήσει; Δηλαδή προχωρημένα τα πράγματα έτσι;», είπε ο Κλεάνθης.
Παρά την έκπληξη, η αλήθεια ήταν, ότι ακόμα και η ίδια η Νικολέτα είχε εκπλαγεί από την ταχύτητα των γεγονότων αλλά και από το θάρρος της, η κοπέλα μπόρεσε να «πάρει» τα αδέρφια της με το μέρος της.  Το πρόβλημα, το ήξερε, δεν θα ήταν ποτέ τα δυό της αδέρφια, ούτε και ο Μέμος, ο μικρός. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα τους έκανε συμμάχους της. Την αγαπούσαν όπως τους αγαπούσε και αυτή η αγάπη θα ήταν ο μεγάλος αρωγός στις επιθυμίες  της. Το πρόβλημα δεν θα ήταν ούτε καν ο καλοκάγαθος πατέρας. Ο πατέρας που είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στις επιλογές και στην ικανότητα των παιδιών του. Εκτός αυτού η μόνιμη ρήση του: «πετυχημένος γονιός είναι ο αχρείαστος γονιός», έπρεπε να βρει την εφαρμογή της επιτέλους και στην μικρή του κόρη.  Το πρόβλημα θα ήταν σίγουρα η Κυράννα, η μάνα δηλαδή, με τα μυαλά της και τις εμμονές της.
Εκείνη που πίστευε ότι πετυχημένος γάμος δεν είναι ο γάμος της αγάπης, αλλά ο γάμος του χρήματος. «Αν ο άντρας βγάζει πολλές μονέδες», έλεγε, «… τότε και η αγάπη θα έρθει και η στοργή και όλα τα άλλα». Γι αυτό κι επέμενε, οι κόρες της… η κόρη της… όποια τέλος πάντων… έπρεπε να πάρει «μηχανικό». «Αυτοί βγάζουσι τα λεφτά…», δεν έλεγε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου