Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Πήρε την μικρή του κόρη στο μέσα δωμάτιο, αυτό που ονόμαζαν σαλόνι και προσωρινά ήταν και κρεβατοκάμαρα του κυρ Δημητρού. Η μεγάλη πόρτα προς την βεράντα με τα ψηφιδωτά που απεικόνιζαν δελφίνια να παίζουν, ήταν διάπλατα ανοικτή. Η θάλασσα τέτοια ώρα ήταν γκρίζα, σχεδόν μαύρη και γαλήνια σαν να κοιμόταν. Μόνο το κύμα που έσκαγε ρυθμικά πάνω στα βράχια, στα ριζά του σπιτιού, θύμιζαν ότι υπάρχει ζωή. Απέναντι στο μαράσι τα Αϊ Στέφανου, είχαν ανάψει τα φώτα στα σπίτια και έμοιαζαν με μικρές πυγολαμπίδες  που στέκονταν ακίνητες στο γκρίζο κενό. Δυό πανιά, μάλλον από ψαροκάικα έμπαιναν στο λιμάνι.
Πατέρας και κόρη, κάθισαν στο σιδερένιο κρεβάτι, ήσυχα σαν να μην υπήρχε κανένα πρόβλημα. Υπήρχε άραγε; Ο κυρ Δημητρός έβαλε το δεξί του χέρι στους ώμους της.
«Το λοιπό; Για να δούμε τι έχουμε εδώ… μια κοπελούδα, όμορφη και νοικοκυρά κι έναν νεαρό, δουλευταρά όπως λες, όμορφο, όπως λένε οι κουτσομπόλες. Μάλιστα! Και ο νεαρός μας είναι βιαστικός όπως γλέπω, έτσι;»
Η Νικολέτα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Δεν ήξερε γιατί, αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα μπροστά στον πατέρα της.
«Μάλιστα… καλά τα λέγω το λοιπό. Κοίτα που είμαι έξυπνος και δεν το ήξερα κι εγώ ο ίδιος»
Γέλασαν και οι δυό. Η καρδιά του πατέρα, αυτή που δεν ήξερε τους εγωισμούς και τις πίκες, μπροστά στο καλό και την ευτυχία των παιδιών του, ήταν που μιλούσε τώρα. Τα μάτια του, αυτά που είχε πάντα φυλακισμένα πίσω από κείνα τα μαύρα γυαλιά, λαμποκοπούσαν τώρα και ένα φως λες και έβγαινε από μέσα τους. Μα πάνω απ’ όλα, το πρόσωπό του είχε ένα χαμόγελο, που όμοιό του η Νικολέτα δεν είχε ξαναδεί στο παρελθόν. Ένα παράξενο χαμόγελο, λαμπρό και μεγαλόπρεπο. Είχε ακούσει για το χαμόγελο της χαράς, το χαμόγελο των αγγέλων, το χαμόγελο της μάνας, το χαμόγελο της απόλαυσης. Μα αυτό ήταν κάτι… άλλο. Κάτι διαφορετικό. Μα, ναι… ήταν το χαμόγελο του πατέρα. Το μεγαλύτερο χαμόγελο στον κόσμο, αυτό που κάνει τον μπαμπά … Θεό.
Τον φίλησε, έτσι χωρίς λόγο. Δεν είχε σκοπό να τον «ρίξει», αφού καταλάβαινε τι ήθελε να της πει. Απλά τον φίλησε για να βγάλει από μέσα της όλη την πίεση, όλο τα άγχος που την είχε πλημμυρίσει από την ώρα που ο Σέμος της ανακοίνωσε ότι θα την ζητούσε. Δεν μπορούσε να υπολογίσει ότι ο, τόσα χρόνια άβουλος άντρας μπροστά της, θα γινόταν ο καταλύτης στις σχέσεις της οικογένειας αυτή την κρίσιμη και σημαντική στιγμή για κείνη.
«Και απ’ ότι κατάλαβα, αυτός ο νέος θέλει να σε ζητήσει. Έτσι;», είπε ο κυρ Δημητρός.
Πάλι η Νικολέτα κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Και δουλεύει στου… Χαλκίτη. Είδες που κάτι ξέρω κι εγώ; Και λέει ότι μπορεί να σε ζήσει, έτσι;»
Εδώ η κόρη χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο κουρασμένο και ίσως λυπημένο. Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορούσε να την «ψάλλει» η Κυράννα και να έχει δίκιο, ήταν η οικονομική κατάσταση του Σέμου.
Η ώρα πέρναγε και οι υπόλοιποι δεν είχαν σηκωθεί από το τραπέζι. Δεν είχαν κουράγιο να σηκωθούν. Μόνο η Κυράννα, πήρε κάποια πιάτα και καμώθηκε πως τα πλένει στη γούρνα. Συνέχεια βέβαια μουρμούριζε, σιγανά, αλλά με τα αυτί τεντωμένο να αρπάξει κάποια λέξη από το σαλόνι. Βέβαια, το αυτί το είχαν τεντωμένο και οι υπόλοιποι, εκτός του Μέμου που φανταζόταν απλά μεγαλύτερες ψαριές και πότε θα συναντούσε τους φίλους του.
Κάποια στιγμή, ακούστηκαν από το σαλόνι γέλια και κάποια χαχανητά της Νικολέτας, που έκαναν τη Καλοτίνα και τον Κλεάνθη να χαμογελάσουν και την μάνα να στρίψει τα μούτρα μουρμουρίζοντας κάτι το ακαταλαβίστικο.
Σε λίγο φάνηκαν και ο κυρ Δημητρός με την μικρή του. Πρώτη φορά η Κυράννα παρατήρησε ότι ο άντρας της ήταν αρκετά ψηλός ακόμα για την ηλικία του. «Ή μήπως κάτι έγινε μέσα και ψήλωσε ξαφνικά;», αναρωτήθηκε.
«Λοιπόν;», ρώτησε έτσι στον αέρα χωρίς να κοιτάξει άντρα ή κόρη στα μάτια.
«Τι λοιπόν κερά; Τι λοιπόν; Τι θέλεις να κάνουμε; Να σταματήσουμε αυτό το μικρό ιπτάμενο αγγελάκι που το έστειλε ο Θεός να κάνει μια δουλειά; Να πάμε κόντρα στο Θεό και τη φύση. Να πάω κόντρα στο παιδί μου; Αυτό που μεγάλωσα με τόσες ελπίδες και χαρά; Όχι το λοιπό. Δεν πρόκειται…»
«Δηλαδή… σε τύλιξε;»
«Με τύλιξε; Βρε γυναίκα τι λέξεις λέγεις; Την Παρασκευή που έρχεται , πρώτα ο Θεός, έχουμε λογοδοσίματα. Αυτή είναι η απόφασή μου και έτσι θα γίνει. Νομίζω ότι μπορούμε τώρα να αποσώσουμε εκείνο το φαγί που αφήσαμε στη μέση. Α, κερά, μπορείς να κόψεις και λίγη μυζήθρα, να έχεις την ευχή μου» κι έκλεισε το μάτι στον Κλεάνθη όπως καθόταν στην καρέκλα να συνεχίσει το φαγητό του.
Η Κυράννα δεν ήξερε που να βρει παρηγοριά πια. Την έπνιγε το δίκιο της και ήθελε πολύ κάπου να ξεσπάσει. Κανένας όμως δεν της έδινε το δικαίωμα γι αυτό κι έτσι άρχισε την μουρμούρα, με ακαταλαβίστικα λόγια. Πήγε στο μέσα δωμάτιο, στο αποκαλούμενο σαλόνι κι άνοιξε τις μεγάλες άσπρες κουρτίνες, διάπλατα. Βγήκε στην βεράντα κι άρχισε ένα ακαταλαβίστικο, χωρίς ειρμό μονόλογο. Ξαναμπήκε στο σπίτι κι έκλεισε τις κουρτίνες ξανά, με μια κίνηση όλο νεύρο, που παραλίγο να τις σκίσει. Κάτι δεν της άρεσε και για δεύτερη φορά τις ξανάνοιξε.
Ο κυρ Δημητρός από την κουζίνα, άκουγε όλα αυτά τα καμώματα της γυναίκας του και χαμογέλασε. Έφερε το δάχτυλο στο στόμα:
«Σσσς …και σε λίγο θα της περάσει. Δεν είναι κακός άνθρωπος η μητέρα σας…», είπε, «… απλά… τσαούσα. Αν δεν περάσει το δικό της μπορεί να σκάσει. Καλυμνιά είναι, μη το ξεχνάτε. Σε λίγο όμως… «πράτα σέτη43». Κάμε τε το λοιπό κι εσείς λίγη ‘πομονή»
Το πρωί τους βρήκε όλους όρθιους από τα ξημερώματα. Η Κυράννα και η Νικολέτα είχαν κόκκινα πρησμένα μάτια, σημάδι ότι δεν είχαν κλείσει όλη νύχτα μάτι. Μα και δεν είχαν ειδωθεί οι δυό γυναίκες. Η μια, η μάνα, στο δωμάτιό της και η άλλη, στην κουζίνα, να προσπαθεί να ηρεμίσει από την αναπάντεχη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.
«Ο Θεός τα ήθελε έτσι κι έτσι έγιναν», σκέφτηκε, «… δεν μπορεί αλλιώς. Ναι, ο Θεός το θέλει αυτό»
Ο Κλεάνθης, ετοιμάστηκε και τους καλημέρισε όλους. Γυάλισε τις μαύρες του μπότες και έφυγε, δίνοντας το καθιερωμένο του φιλί στην Καλοτίνα. Σε λίγο ακούγονταν τα βήματά του να ξεθωριάζουν στον δρόμο.
Η θάλασσα από την βεράντα έδειχνε εξαιρετικά γαλάζια σήμερα και ο ήλιος που είχε αρχίσει να ξεπροβάλει από τα βουνά της Κω, την έκαναν να μοιάζει με λειωμένο ασήμι σε κάποια σημεία της. Γαλάζιο και ασημί. Κι από πάνω κάποια σύννεφα σε απαλό ροζ και κίτρινο χρώμα, έδιναν την εικόνα του παράδεισου. Γιατί κάπως έτσι θα είναι και ο παράδεισος, δεν μπορεί!
Ο κυρ Δημητρός, ένοιωθε ψηλότερος από κάθε άλλη φορά. Κατάλαβε την ικανοποίηση που σου δίνει η ανάληψη των ευθυνών και βασικά η επίλυση των διαφόρων προβλημάτων της οικογένειας. Κατάλαβε το παράλογο της απόλυτης ελευθερίας της Κυράννας. Αδικούσε τον εαυτό του, αδικούσε όμως και την γυναίκα του. άργησε; Μπορεί,…  «αλλά ποτέ δεν είναι αργά», μονολόγησε.
Πήγε στην κουζίνα και είδε την γυναίκα του να μαζεύει το φλιτζάνι του Κλεάνθη και να ετοιμάζει καφέ για κείνον. Οι δυό του κόρες έφτιαχναν ζύμη, μάλλον για κάποια πίτα και έβριζαν ή κορόιδευαν τον Μέμο για το ροχαλητό του που ακουγόταν μέχρι εκεί, αν και η πόρτα του δωματίου του ήταν κλειστή. Τους καλημέρισε με χαμόγελο και πήρε γελαστές απαντήσεις. Όχι απ’ όλους, όχι από την γυναίκα του. Εκείνη κάτι μουρμούριζε ακόμα, μάλλον από την προηγούμενη νύχτα.
Την πλησίασε καθώς ήταν σκυμμένη πάνω στη γκαζιέρα και την έπιασε από τη μέση. Εκείνη έκανε μια χαλαρή και αστεία κίνηση ν’ απαλλαγεί από το πιάσιμό του. Δεν τα κατάφερε, ίσως και γιατί δεν ήθελε να τα καταφέρει βαθιά μέσα της. Ο κυρ Δημητρός έσκυψε και την φίλησε στις μικρές τριχούλες στο σβέρκο, εκείνες που περίσσευαν από το κότσο της.
«Καλημέρα … κορίτσι μου…», της είπε. «Εντάξει όλα;»
Εκείνη μουρμούρισε, αλλά ο τρόπος που το έκανε τώρα δεν έδειχνε εκνευρισμό, αλλά νάζι. Κούνησε τους μεγάλους της γοφούς και ο φιόγκος της ποδιάς της στη βάση της μέσης, αστειεύτηκε με το βλέμμα του άντρα της.
«Το ξέρεις μαρή… ότι σ’ αγαπώ; Το ξέρεις ότι είμαι περήφανος για σένα; Και για τα παιδιά μας και για το σπίτι μας; Όπως ξέρω ότι δεν σου το πολυλέω το «σ’ αγαπώ» και είναι λάθος μου αυτό, αλλά υπάρχουν στιγμές σε ένα ζευγάρι που … πώς να το πω… πλημμυρίζει από την επιθυμία να το ‘μολογήσει. Και τα παιδιά μας ψες, με έκαναν να το δω καλύτερα αυτό»
Οι δυό τους κόρες ξαπλωμένες σχεδόν πάνω στο τραπέζι, καθώς παίζαν με τον πλάστη, χαμογέλασαν, αλλά δεν σήκωσαν τα μάτια στους γονείς.
Η Κυράννα, γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τον άντρα της στα μάτια. Βαθιά μέσα στα μάτια. Έμεινε έτσι μερικά δευτερόλεπτα. Τα χείλη της έτρεμαν ελαφρά και δεν άργησε να ξεσπάσει σε κλάματα. Εκείνος την αγκάλιασε με στοργή, όπως τότε που ήσαν νέοι. Την χτύπησε στην πλάτη απαλά.
«Έτσι μπράβο πέρδικά μου, άστο να βγει. Έπραξες το καλύτερο, το καθήκο της μάνας χρουσό μου και είναι ιερό αυτό το καθήκο, αλλά το ξέρεις!»
Κάθισε και ο καφές του φάνηκε πολύ πιο όμορφος απ’ ότι τις άλλες φορές. Άναψε κι ένα τσιγάρο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου