Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

«Μέρα μέρωσε…», που λέει και το τραγούδι.
Σάββατο, σε λίγες ώρες η Νικολέτα θα ανέβαινε τα σκαλιά του Αι Νικόλα, θα αποχαιρετούσε την ζωή με τους γονείς της και θα άρχιζε μια νέα με τον αγαπημένο της Σέμο. Νέο σπίτι, νέα ζωή, νέες συνήθειες αλλά και νέα βάρη στους λεπτεπίλεπτους ώμους της.
Από το πρωί το σπίτι βρισκόταν σε αναστάτωση. Οι γειτόνισσες και οι φίλες, η μάνα και η αδερφή, είχαν μαζευτεί και έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες. Δεν είχαν πολύ ώρα μπροστά τους και έπρεπε να είναι γρήγορες, αν και απόλαυσαν τον πρωινό καφέ που τους κέρασε η Κυράννα, με το ραχάτι τους. Ο κακόμοιρος ο κυρ Δημητρός δεν ήξερε που να πάει, που να σταθεί, τι να κάνει. Πήρε τον καφέ και έτρεξε στο καταφύγιό του, την βεράντα. Καλό καιρό είχε, δεν φυσούσε, γιατί να μην αφήσει τις γυναίκες στην ησυχία τους, ή μάλλον στη φούρια τους; Σε λίγο θα του έκαναν παρέα και τα δυο του αγόρια γιατί κι αυτά εκεί θα τα έστελνε η κυρά του. Και δεν λάθεψε!
Πρώτος έκανε την εμφάνισή του ο Κλεάνθης με τις μπότες στο χέρι. Αυτού τον καφέ θα τον έφερνε η Καλοτίνα. Κάθισε στον μεγάλο ξύλινο καναπέ, δίπλα στον πατέρα του και έξυσε βαριεστημένα το κεφάλι του.
«Ωραία μέρα θα μας κάμει…», είπε για να εισπράξει το χαμόγελο του κυρ Δημητρού. «Καλά να είναι η αδερφή μας, μέχρι και ο καιρός συμφωνεί με αυτό τον γάμο. Για φαντάσου να έβρεχε, πως θα πήγαινε στην εκκλησιά;». O πατέρας του κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. Τις ίδιες σκέψεις είχε κάνει κι αυτός.
Ο Μέμος, πήγαινε και δεν πήγαινε! Σχεδόν σκουντουφλούσε στα έπιπλα του σαλονιού, ξυνόταν και χασμουριόταν συνέχεια και το παντελόνι του το είχε απλά σηκώσει, μη γίνει ρεζίλι στις γυναίκες που αλώνιζαν μέσα. Έπεσε κι αυτός στον καναπέ και απρόσεκτος όπως ήταν, χτύπησε το μικρό δάχτυλο του ποδιού στην γωνία του επίπλου, κάτι που τον έκανε να βγάλει μια δυνατή κραυγή και μια βρισιά.
«Μέρα που ‘ναι σήμερις κι εσύ βλαστημάς μαθές;», του έκανε την παρατήρηση ο κυρ Δημητρός. Προληπτικός άνθρωπος, φοβόταν τις βρισιές και τις βλαστήμιες, ειδικά σήμερα που γινόταν ο πρώτος γάμος της οικογένειας.
Η Καλοτίνα έφερε σε ένα δίσκο τους καφέδες των αδερφών της και δυό πιάτα που είχε ετοιμάσει, στο ένα τηγανητό ψωμί με ζάχαρη και στο άλλο, φέτες ψωμί πάλι, με λειωμένη ντομάτα και τυρί. Τα ακούμπησε στην στέρνα (μάζευαν το νερό της βροχής) και έφυγε βιαστικά να πάει με τις υπόλοιπες γυναίκες. Πρόλαβε όμως κι έστειλε σε όλους τους «άντρες της ζωής της», όπως τους έλεγε, το καλύτερό της χαμόγελο.
Ο πατέρας άναψε τσιγάρο και ακολούθησε ο Κλεάνθης. Τράβηξαν μια ρουφηξιά, αμίλητοι, αγναντεύοντας απλά την θάλασσα. Κάποιο βαρκάκι με σηκωμένο τον φλόκο του και πορεία προς το πέλαγος, έκανε το τοπίο να μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής. Η πρωινή ομίχλη θόλωνε το μαράσι του Αι Στέφανου απέναντι και ο καπνός που έβγαινε από την χωματερή, που έκαιγαν τα σκουπίδια, στην άκρη του νησιού, δημιουργούσε ένα μυστηριακό και επιβλητικό τοπίο. Οι τρεις άντρες ήπιαν τον καφέ τους και έφαγαν τις νοστιμιές της αδερφής τους με μεγάλο κέφι, αφού τα ποτά της προηγούμενης νύχτας, τους είχαν ανοίξει την όρεξη. Κάποια στιγμή ο κυρ Δημητρός έπιασε το χέρι του Κλεάνθη κι έφερε το δάχτυλό του στο στόμα να σωπάσει:
«Άκου…», του είπε, «… άκου, χαίρεται η αδερφή σου, χαίρεται και η μάνα σου»
Από το σπίτι ερχόταν τώρα η φωνή της «χορωδίας» των γυναικών. Στόλιζαν την νύφη και τραγουδούσαν. Και για να περνάει η ώρα και επειδή η διάθεση ήταν πολύ ευχάριστη, αλλά και για να της δώσουν κουράγιο:
«… στο ν’ίσσο του περιβολιού και στης ροτζάς τ’αέρι
ήκατσα κι ηπερίμενα για να ενούμε ν’ταίρι
Όμορφη που ‘σαι νύφφη μας, μελαχρινή κομμάτι
μμάτζα σα τριαντάφυλλα, που ‘ναι πο τζο στο μ’μάτι
Νύφφη τη μ’μάνα του γαμπρού α τη γ’καλημερίζεις
που σου ‘θρεψε βασιλικό να το’σεις να μυρίζεις.
Νύφφη χανάλλι του γαμπρού τα λούσα και οι λίρες.
Χανάλλι σ’σου κι ο άτζελος που τζάλεξες και πήρες.
Ας ευχηθούμε ν’του γαμπρού να ζήσει α εράσει
Α βζει στο γ’γύρο με κρασί το γ’κόσμο α κεράσει
Ας πούμε και της νύφφης μας, γιατί της κακοφάνει,
α πάρει τα γλυκίσματα το γ’κόσμο α γλυκάνει
Ας πούμε στα πετθερικά αμίλλα το χολιάσου
και μεζελίκια μπόλικα στο γ’κόσμο α μοιράσου…»

Η φωνή της Καλοτίνας ξεχώριζε. Ήταν πιο δυνατή, πιο κεφάτη και πιο φρέσκια. Ο κυρ Δημητρός συγκινήθηκε και έκανε να σφουγγίσει τα μάτια που είχαν αρχίσει να υγραίνονται. Κάτι είπε που δεν ακούστηκε, πιο πολύ για να μην φανεί η συναισθηματική του φόρτιση.
«Θα πρέπει να πηγαίνω τώρα…», είπε ο Κλεάνθης. «Νομίζω κι εσύ θα πρέπει να έρθεις μαζί μου», απευθύνθηκε στον μικρό του αδερφό. «Θα φροντίσω να γυρίσω όσο πιο νωρίς μπορέσω, να ντυθώ, να γίνω όμορφος κι εγώ…», συμπλήρωσε, χτυπώντας με νόημα το χωλό του πόδι δυνατά.
Τώρα είχαν αρχίσει να έρχονται και οι στενοί συγγενείς. Έφερναν για κανίσια67, ξίσματα και μισογάλουνα ή γαλούνια κρασί. Κάποιοι από τους καλεσμένους κουβαλούσαν κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, γαλακτομπούρεκα, διάφορες πάστες και ξηροτήγανα.
Θα κάθονταν στο σπίτι μέχρι την ώρα που θα έπαιρναν τη νύφη για την εκκλησία. Είχε μέλλον δηλαδή αυτή η κατάσταση, κάτι που έκανε τον Κλεάνθη να θέλει να φύγει πιο γρήγορα για τον καφενέ του. Κι ο πατέρας έπρεπε να φύγει, να πάει στην αγορά, να συνεννοηθεί με τους οργανοπαίχτες για τις τελευταίες λεπτομέρειες, με τον κυρ Αποστόλη τον Καλικάντζαρο για το γλέντι που θα γινόταν στην μεγάλη αλάνα δίπλα από την ταβέρνα του και βέβαια, από τον Αι Νικόλα, να τα πει με τον παπά, για να στείλει τον Χριστόδουλο τον Κούρο ή Κουρέλι να βοηθήσει στο σπίτι με τις αγιαστούρες (όλα αυτά που είχαν σχέση με την εκκλησία τα έλεγε αγιαστούρες).



Κούρος ή Κουρέλι
Ο πρώτος πελάτης στο καφενείο παράγγειλε βυσσινάδα μαζί με τον καφέ του για να ευχηθεί στον Κλεάνθη «την ώρα την καλή». Με νερό δεν ήθελε να πει γλυκιά κουβέντα.
Παρασύρθηκε και ο Γιαννιός ο Σκαρένιος και μαζί με τον καφέ, είπε να του φέρει και ένα «υποβρύχιο», αλλά… «…να είναι καϊμάκι Κλεανθιό, να πιάσει η ζάχαρη, να πιάσει κι η ευκή μαθές, από εκείνα τα καλά καϊμάκια που φέρνεις από το Μπουντρούμ βρε…». Περίμενε να του ανάψει και τον ναργιλέ, κάθισε σταυροπόδι και έβγαλε λεφτά να πληρώσει.
Ο Γιαννιός ο Σκαρένιος, πιο γνωστός σαν «Σκάρτος», ήταν συνάδελφος των γνωστών «Διόσκουρων», Κωνσταντή και Θανάση. Συνάδελφος βέβαια ως προς την τρέλα και τις παλαβομάρες. Η δική του η τρέλα ήταν να μιλάει μόνος του όλη την ημέρα, με φανταστικούς φίλους και αγγέλους που έστελνε αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Θεός (καμιά φορά και η Παναγία), εξηγούσε και άκουγε τις θείες φωνές, έκανε υποθέσεις και όλο έτρεχε για μεγάλες νομικές διαμάχες, δικαστικές «Οδύσσειες» όπως έλεγε και ο δάσκαλος περιπαιχτικά, στα μεγαλύτερα δικαστήρια του πλανήτη. Τώρα, το ότι ποτέ δεν είχε φύγει από το νησί (δεν λογαριάζεται εκείνη η φορά που είχε πάει στη Λέρο), δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Το μυαλό του, μια ήταν στο Παρίσι και έλυνε δικαστική υπόθεση στο «Μεγάλο Γαλλικό Δικαστήριο», μια στο Μιλάνο, μια στην Νέα Υόρκη, μια στο Λονδίνο. Εκεί στο τελευταίο μάλιστα, του είχε αναθέσει μια υπόθεση και η ίδια η Βασίλισσα της Αγγλίας.
«Και τι υπόθεση ήταν αυτή ρε Σκάρτε;», τον ρωτούσαν με την ανάλογη σοβαρότητα οι υπόλοιποι, για να πάρουν άμεσα την απάντηση: «για κάποια χτήματα βρε στις Σκωτίες και στις Ουαλλίες…».
Ποτέ δεν είχε λεφτά επάνω του, ούτε πουθενά αλλού βέβαια και ήταν κι αυτός συντηρούμενος από τους συμπατριώτες του. Βλέπετε,  η «καζούρα», έχει και το αντίτιμό της. Ο αδερφός του, ήταν πράγματι δικηγόρος στην Αθήνα και μάλιστα καλός και του έστελνε χρήματα κάθε δεύτερη βδομάδα, αλλά μυστηριωδώς πως, αυτά χάνονταν και βέβαια ο «Σκάρτος» δεν ήξερε τίποτα. Γι αυτό και προξένησε μεγάλη απορία το γεγονός ότι σήμερα πλήρωσε τον Κλεάνθη.
Παρέα του Σκάρτου, ήταν ένα άλλο «λουλούδι» του νησιού. Κοντός, με πολύ μεγάλη μύτη, πεταχτά αυτιά και φωνή σαν κλάξον αυτοκινήτου, ο Μανόλης ο «Τρούπας», κοντά στα πενήντα πέντε, περπατούσε πάντα ένα βήμα πίσω από τον φίλο του κι έκανε όλο ερωτήσεις για ότι έβλεπε. Ρωτούσε ότι μπορεί κανείς να φανταστεί, δεν περίμενε απάντηση, την έδινε μόνος του και ευχαριστούσε για αυτό όποιον έβλεπε μπροστά του, ξαφνιάζοντας πολλές φορές τους ανυποψίαστους διαβάτες, που δεν τον είχαν προσέξει. Το «Τρούπας» (το πραγματικό του όνομα ήταν Βαλσαμίδης), του το κόλλησε ο Καθοπούλης ο γιατρός, γιατί είχε μόνιμα μια τρύπα στο παντελόνι του, στον καβάλο, κάτω από τα κουμπιά μπροστά, γιατί τον βόλευε όπως έλεγε στο κατούρημα.
«Βγάνω την μ’ …α μου όξω και το κουννί68 από το κάτουρο πάει μακριά μαθές…», έλεγε, «… και λιλλιρίζω69 πλιό».
Έκανε λοιπόν την εμφάνισή του και «Τρούπας» από την γωνιά του δρόμου κι έψαξε με τα μάτια τον φίλο και συνοδοιπόρο του. Χάρηκε σαν τον είδε, ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του σαν μικρού παιδιού και τάχυνε το βήμα του.
«Γεια σου Γιάννη, γεια σου Κλεάνθη…», είπε, «… όλα κάμουσι καλά;», ρώτησε σαν καθόταν πίσω από τον Σκαρένιο. «Ίντα πίεις εκεί Γιάννη, α, καφέ και «’ποβρύχιο» μαθές; Έχουμι γιορτή;»
«Βρε, κόφτες που να σε κόψει η θρούμπα, εν έχουμι τον γάμο της Νικολέτας;»
«Ποιάς Νικολέτας; Α, της αδερφής του!», κι έδειξε τον Κλεάνθη που προσπαθούσε να μην γελάσει. «Και πότες είναι; Α, σήμερις! Ναι», συνέχισε ρωτώντας και απατώντας ταυτόχρονα μόνος του.
Όσοι ήρθαν εκείνη την μέρα για τον καφέ τους, ήταν χαμογελαστοί και με την καλύτερη ευχή στο στόμα. Αγαπούσαν τον Κλεάνθη, τον κυρ Δημητρό και όλη την οικογένειά τους. Όλοι πήραν και κάτι γλυκό, για να πιάσει η ευχή και όλους τους κέρασε χαλβά, για τις χαρές. Και όσοι θέλαν μπορούσαν να έρθουν στο τραπέζι το γαμήλιο, να φάνε και να πιούνε, να τραγουδήσουν και να χορέψουνε.
Το μάτι του «Σκάρτου» και του «Τρούπα», άστραψαν στο άκουσμα αυτής της ανακοίνωσης. Σιγά μην έλειπαν αυτοί από το γλέντι. Θα έβαζαν και τα καλά τους ρούχα, για να κάνουν «εντύπωση στις κοπελούες…», που έλεγε και ο Θανάσης Το «Μαρκούτσο», ο φίλος του Κωνσταντή.



Το σπίτι πια είχε γίνει τόσο φασαριόζικο και γέμισε από τα «κανίσκια» και τα «ξίσματα» που ακόμα και η μέχρι εκείνη την στιγμή, ψύχραιμη Καλοτίνα, είχε αρχίσει να δυσανασχετεί και να «πνίγεται». Κόσμος από την γειτονιά όλη, έρχονταν να δουν τα προικιά, να καλημερίσουν να δώσουν την ευχή τους, να αντικρύσουν την νύφη «λεύτερη» για τελευταία φορά.
Στους καναπέδες, σεντόνια και ριχτάρια, κουβέρτες και παπλώματα, μεταξωτές «μεσσάλες»70 και μαξιλάρες. Φρεσκοπλυμένα όλα και σιδερωμένα από τους συγγενείς και φίλους με ιδιαίτερη φροντίδα και σπουδή. Στα τραπέζια υπήρχε πληθώρα από γλυκά, μεγάλα ψωμιά καλοζυμωμένα με όλα τα μυρωδικά και στολισμένα με λουλούδια, με πουλιά με στεφάνια και με το όνομα της νύφης και του γαμπρού, όλα καμωμένα με ζυμάρι και αλειμένα με αυγό να γυαλίζουν.
Δίπλα τα απαραίτητα γαλόνια με κρασί, κόκκινο και ροζέ, μαύρο και λευκό, τα εφτάζυμα με γλυκάνισο και τα κουλούρια με τον δυόσμο, ενώ στον μεγάλο καναπέ υπήρχαν πολλές «σουπσέρες» γεμάτες κουραμπιέδες, «γυριστές»71 και μπακλαβάδες.
Η Νικολέτα λες και είχε κολλήσει μπροστά στον καθρέφτη, δεχόταν τα συχαρίκια με χαμόγελο και πολλά φιλιά και κάθε τόσο ρωτούσε την αδερφή της αν θα άρεσε στον καλό της. Η Κυράννα έτρεχε μια από δω – μια από κει, έδινε γλυκά, χαιρετούσε και φίλαγε συγγενείς, αγκάλιαζε φίλους. Κάτι όμως έλειπε από την γνωστή, αυταρχική γυναίκα. Οι Τσουκαλαήνες που κάθονταν κοντά στην πόρτα, κάτι σαν επιτροπή υποδοχής, εντόπισαν πρώτες την κακοδιαθεσία της μάνας και βέβαια δεν το άφησαν ασχολίαστο. Και μάλιστα πικρόχολα:
«Α δεις που δε της κάμει ο γαμπρός μαθές… α δεις που ε τον θέλει…», είπε η Ποθητή για να συμφωνήσει με ένα νεύμα του κεφαλιού της κι ένα χαμόγελο η αδερφή της. Μετά γύρισαν την προσοχή τους στην Σεβαστή και τα … καμώματά της… «… που έκαμε, σα δε ντρέπεται, πλάτες στη Νικολέτα… άκου πράματα μαθές… να βγαίνει στα χωράφια και να χαϊδολογιέται…»
«Τώρα θα ξουρίζεται…», είπε η μια αδερφή στην άλλη «… και θα ομορφαίνει για την πουλάδα του. Την πεντάμορφή του…»

«Γαμπρέ μου διαλύζουσου με αργυρή διαλύστρα
και πήρες κόρη όμορφη σαν την Ευαγγελίστρα
Όμορφος που ναι ο γαμπρός σαν του Χριστού το δίσκο
στέκουμαι και παρατηρώ, ψηγάδι δε του βρίσκω»

της είπε η Καλοτίνα και πιάστηκαν χέρι – χέρι, γελώντας με την καρδιά τους.
Η ώρα περνάει γρήγορα και το κατάλαβαν σαν ο Κλεάνθης κατέβηκε τα σκαλάκια της εισόδου. Χαμογελούσε, τώρα είχε πια λόγο να το κάνει, χαιρετούσε έναν – έναν όποιον έβρισκε μπροστά του, σφίγγοντας με θέρμη το χέρι και φιλούσε στο μάγουλο όλες τις κοπέλες. Δεν του διέφυγε το βλέμμα, το πονηρό βλέμμα που του έριξε η Υπαπαντή του Βασίλη του Μαγκλή του «Μαραγκούλη», που καθόταν στην άκρη της κουζίνας και άφησε να τον πλησιάσει τελευταία. Το φιλί της δεν ήταν σαν των άλλων κοριτσιών. Πιο ζεστό και πιο «ζουμερό», με τα χείλη της να λειτουργούν σαν βεντούζα πάνω στο μάγουλο του.
Κοκκίνισε η κοπέλα, κοκκίνισε κι αυτός, γύρισε το βλέμμα του τάχα αδιάφορα στους υπόλοιπους συγκεντρωμένους, αλλά έπιασε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και γρήγορα. Είδε την Καλοτίνα που τον κοιτούσε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, στα μάτια και όχι στο στόμα και κατέβασε το κεφάλι. Σε μια μεριά του τραπεζιού, βρήκε ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί και ήπιε, ευχόμενος δυνατά στην Νικολέτα στην άλλη άκρη του δωματίου, να τον ακούσουν όλοι.
Πήγε στο σαλόνι και έριξε μια ματιά προς την θάλασσα από την ανοικτή μπαλκονόπορτα. Γέλασε και το γέλιο του έκρυβε κάτι σαν κακία ή σαν τάση για εκδίκηση. Από την μια ο γάμος της αδερφής του, από την άλλη η απάντηση που είχε πάρει από τον γεροκαπετάνιο, η ματιά και το φιλί της Υπαπαντής, έκαναν τον κόσμο του καλύτερο και πιο όμορφο. Άνοιξε τα χέρια και έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, σα να χόρευε ζεϊμπέκικο χορό, άφησε το άχτι να βγει από μέσα του και «έπιασε’ να γελάει σαν τρελός. Ευτυχώς που δεν τον πήραν είδηση οι καλεσμένοι (είχε σχεδόν βγει στην βεράντα), εκτός από την Κυράννα που τον παρακολουθούσε από την ώρα που είχε έρθει.
Η γυναίκα έκανε τον σταυρό της, κάτι ψέλλισε και συνέχισε τις πάμπολλες δουλειές της. Σήμερα ήταν η μέρα της Καλοτίνας και του Σέμου και όλα έπρεπε να κυλήσουν καλά, ομαλά και χαρούμενα. Κι έτσι θα γινόταν. Το ένοιωθε υποχρέωση απέναντι στην κόρη της.
Η Νικολέτα επέμεινε (;) να φορέσει το «καββάδι»72, αλλά και το λευκό τσεμπέρι, να κρατήσει τα πατροπαράδοτα έθιμα του νησιού.
Όμορφη που ναι η νύφη μας που ναι λαμπροφορούσα
έχει το σώμα λυγερό που πρέπουν του τα λούσα
Νύφη μου άστρο τ΄ ουρανού, κορώνα του Λεβάντη
που σαν το άστρο της αυγής το πρόσωπο σου λάμπει
ακούστηκαν τώρα οι κοπέλες που την έντυναν και την ζήλευαν για την καλή της τύχη.
Σε λίγο θα ακούγονταν οι καμπάνες της εκκλησίας, το «Κουρέλι», είχε ήδη έρθει με τον δίσκο του ναού που θα έβαζαν τα στέφανα και από στιγμή σε στιγμή θα κατέφθανε και ο γαμπρός με το δικό του σόι, τα νταούλια και οι τσαμπούνες να φύγουν όλοι, να τους πάνε πομπή, μπρος η νύφη με τον πατέρα της και πίσω ο γαμπρός με τους δικούς του.
Η αγωνία άρχισε να κατακτά την καρδιά της Νικολέτας, κάτι δεν πρέπει να είχε γίνει καλά, κάτι έχει ξεχαστεί. Και προσπαθούσε να σκεφτεί, αλλά δεν έβρισκε τίποτα να είναι αφημένο στη τύχη του. «Ο μπαμπάς…», σκέφτηκε, «… ετοιμάστηκε; Ο Κλεάνθης; Ο Μέμος; Η Καλοτίνα; Η Μαμά;». Έριξε μια ματιά προς το σαλόνι. Ο κυρ Δημητρός φαινόταν πανέτοιμος και ο Κλεάνθης ετοιμαζόταν πυρετωδώς. Τον είδε που είχε το ξυράφι στο χέρι και προσπαθούσε μπροστά στον καθρέφτη της «κομμότας» του σαλονιού, να ξυριστεί. Γέλασε που τον είδε με τους αφρούς, να σκουπίζει το χέρι στο παντελόνι του, λες και η πετσέτα μπροστά του ήταν διακοσμητικό στοιχείο.
 «Ο Μέμος;», σκέφτηκε. «Που είναι το καλοθρεμμένο αυτό;». Κοίταξε καλά προς το δωμάτιο των «αντρών» και τον είδε να προσπαθεί να κουμπώσει το πουκάμισό του. «Όλα εντάξει το λοιπό…», σκέφτηκε. «Όλα καλά θα πάουσι…».
Το χτύπημα στην πόρτα την έκανε να αγχωθεί. «Ήρθαν…», σκέφτηκε σχεδόν με τρόμο. Κάποιος ή κάποια άνοιξε την πόρτα και ο Θανάσης το «Μαρκούτσο», μπήκε μέσα και με την ψευδή προφορά του, λες και βαριόταν ν’ ανοίξει τα χείλια του όταν μιλούσε, χαιρέτισε το πλήθος των συγγενών, σαν αυτοκράτορας που χαιρετά τον λαό του. Έπεσε με τα μούτρα στους κουραμπιέδες και τα ξεροτήγανα, έβαλε στο στόμα τρία – τέσσερα κομμάτια, μέχρι να του βάλλει τις φωνές η Κυράννα.
Σε λίγα λεπτά ήρθε και ο γαμπρός. Πίσω του η κυρα Ελπινίκη και ο καπετάν Αριστείδης, οι κοντινοί συγγενείς και ακούστηκαν από την αυλή οι οργανοπαίχτες που είχαν αρχίσει ήδη το γλέντι και την χαρά.
Ο Σέμος έτρεξε στην Νικολέτα, ρίχνοντας ένα καλησπέρισμα σε όλους βιαστικά, λες και δεν υπήρχαν, αν και το σπίτι ασφυκτιούσε από τόσο κόσμο. Στάθηκε αμήχανα μπροστά της και έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα άφωνος με το στόμα, κάτι να προσπαθεί να πει. Τελικά κατάφερε να μουρμουρίσει:
«Παναία μου… ομορφάτζα. Τι κούκλα που είσαι Νικολετί μου! Και … είσαι δική μου;».
 Φάνηκε ότι τα πόδια του δεν τον κρατούσαν και από στιγμή σε στιγμή θα έβαζε τα κλάματα, κάτι που είδε ο κυρ Δημητρός και πλησίασε. Απίθωσε το χέρι στον ώμο του νέου και τον χτύπησε ελαφρά δυό φορές:
«Είδες τι κορίτσι παίρνεις Σέμο μου; Βλέπεις τι χελιδόνα, τι περιστέρα; Μα κι εκείνη τον αετό εδιάλεξε μαθές, το παλικάρι της καρτζάς της…»
Ο Σέμος χαμογέλασε και απόφυγε το ρεζιλίκι του κλάματος. Φίλησε τον πεθερό του και απομακρύνθηκε από την νύφη, έτσι έπρεπε, θα την είχε δικιά του για μια ζωή πια, αγκάλιασε τον Κλεάνθη και τον Μέμο, που επιτέλους ήταν έτοιμη και φίλησε το χέρι της Κυράννας. Το ίδιο έκανε και η Νικολέτα στα δικά της πεθερικά. Μόνο η Καλοτίνα ήταν μακριά, στη άλλη άκρη της κουζίνας και της έστειλε ένα φιλί στον αέρα.
Από την πόρτα του σπιτιού μπήκαν και οι δυό νεαροί παπάδες με ένα ψάλτη κι δυο παπαδάκια με κάτι σαν εξαπτέρυγα, κεράστηκαν κι αυτοί με γλυκά και τσίπουρο, εκτός από τα παιδιά, για να έχουν γλυκιά φωνή.
«Ήρθαν κι οι αγιαστούρες», είπε χαμογελώντας ο κυρ Δημητρός, δείχνοντας στον Κλεάνθη το «παπαδαριό», όπως το αποκαλούσε.
Τώρα ήταν όλοι έτοιμοι. Πήρε ο πατέρας τη νύφη από το μπράτσο, στήθηκε λες κι έβγαζε φωτογραφία, φτιάχνοντας το μουστάκι του, ακολούθησε ο μεγάλος αδερφός με την Καλοτίνα και από πίσω η Κυράννα με τον Μέμο.
Βγήκαν στον δρόμο όλο χαμόγελα και μουσικές από τους οργανοπαίχτες που τους περίμεναν.

Μέρα μέρωσε, τώρα η αυγή χαράζει
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια
τώρα οι πέρδικες, τώρα οι περδικοπούλες
τώρα κελαϊδούν, τώρα λαλούν και λένε
Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μου αφέντη
Ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαριοσσένιο
Και άσπρονε λαιμό
Άσπρονε λαιμό και μπράτσα σα το χιόνι.

Η γειτονιά γέμισε με τις μελωδικές φωνές των κοριτσιών, τις άγριες σαν καρακάξας των μεγάλων γυναικών και των φάλτσων ανδρών. Πάντως ο ρυθμός του τραγουδιού φαινόταν και τα λόγια ήταν ξεκάθαρα.
Μετά βγήκε και ο γαμπρός, περιστοιχισμένος από τον κυρ Αριστείδη και τη μάνα του, ακολουθούμενος κι εκείνος από το δικό του σόι. Πιο πίσω, φίλοι και φίλες ανάκατα και από τα δυό σόγια, συγγενείς και γνωστοί για την βαβούρα του γάμου και στο τέλος, φυσικά, σχεδόν όλοι οι τρελοί του νησιού.
«Εγώ τη Μαριώ… με άλογο θα τη πάω…», ακούστηκε η φωνή του Θανάση του «Μαρκούτσου» που μιλούσε στον Κωνσταντή, τραβώντας συγχρόνως το μανίκι του. συμφώνησε ο «Ψηλολέλεκας», χαμογέλασε και τον έσπρωξε προς τον Μιχάλη τον Καμπούρη ή «Μάμμα», τον άνθρωπο που είχε ένα γάιδαρο για την δουλειά του, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την ώρα ο Κωνσταντής, πιο κοντά σε άλογο.
«Να… μαθές, ο «Μάμμας», θα σε πάει, εσύ από κάτου κι η Μαριώ πάνω σου…» και γέλασε.
Προχώρησε όλη η πομπή μέχρι τα σκαλιά του Αι Νικόλα, ο παπάς τους περίμενε στο πλατύσκαλο με δυό διακόνους και σταμάτησε ξαφνικά η μουσική.
Ο γαμπρός πλησίασε και φίλησε το χέρι του κυρ Δημητρού, σταυρωτά τη Νικολέτα και χαμογέλασε σε όλους με πλατύ χαμόγελο και μάτια αστραφτερά. Από κείνη την ώρα η κοπέλα «ξέφυγε» από την οικογένειά της. Οι παπάδες και ο ψάλτης που ακολουθούσαν άρχισαν να ψάλλουν είπαν το «Άξιον Εστί», είπαν και το «Την ωραιότητα της Παρθενίας σου» και η πομπή άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά προς τον ευλογούντα παπά.

«Τώρα πια τελείωσε κόρη μου…», της είπε η Κυράννα καθώς φιλούσε την κόρη της,  στο κεφάλι του τραπεζιού, στην αλάνα μπροστά από την ταβέρνα του Αποστόλη του Καλικάντζαρου. Δίπλα της ο γαμπρός που γελούσε και τεντωνόταν σαν «γύφτικο σκεπάρνι».
 Δεξιά σε κάποιες καρέκλες είχαν καθίσει οι μουσικοί, τσαμπούνα και βιολί, ούτι και τουμπάκι, λύρα και κιθάρα, με τους τραγουδιστάδες στη μέση, να δίνουν όλη την ικμάδα των δυνάμεων τους.
Ο «Σκάρτος» με τον «Τρούπα», άρχισαν να χορεύουν, ή τουλάχιστον έκαναν κάτι που έμοιαζε με χορό, ενώ ο κόσμος ακόμα δεν είχε καθίσει. Ήρθαν τα κρασιά και τα τσίπουρα, τα ούζα και οι ρακές. Τα πρώτα ποτήρια τσουγκρίστηκαν στον αέρα, οι πρώτες ευχές ακούστηκαν, τα πρώτα κακαρίσματα απλώθηκαν στο ευχάριστο αεράκι που έφερνε η θάλασσα. Φύλλα (ντολμάδες) και μακαρούνες με κόκκινη σάλτσα, κρέας μοσχαρίσιο άφθονο και πατάτες γιαχνί, χοιρινό με πράσα και μερμιτζέλι, εφτάζυμα και σπινιάλα, έκαναν την εμφάνισή τους γρήγορα, να χορέψουν τα «νηστικά αρκούδια», όπως έλεγε ο κυρ Αποστόλης με χαμόγελο.
Και χόρεψαν και ξελαρυγγιάστηκαν από το τραγούδι και μέθυσαν και γέλασαν με τα καμώματα των γνωστών τρελών και ευχαριστήθηκε η καρδιά όλων. Και το ζευγάρι πήρε στο χέρι το ποτήρι και τσούγκρισαν με τον καθένα ξεχωριστά και αντευχήθηκαν στους ανύπαντρους και παρασύρθηκαν από τους «αρχοντικούς» ίσους και τις σούστες και τον «χορό της Παναγιάς» που ευλογεί την εγκυμοσύνη και ήπιε και γέλασε και μοίρασε φιλιά κι αγκαλιές.
Η περασμένη ώρα δεν ήταν πρόβλημα για κανένα, εκτός από κάποια πιτσιρίκια που είχαν ήδη αποκοιμηθεί πάνω στις αγκαλιές των μανάδων τους ή σε κάποιες καρέκλες δίπλα τους, σκεπασμένα με ότι ήταν πρόχειρο. Και ο καιρός βοηθούσε στο γλέντι. Καιρός γλυκός σαν να ερχόταν άνοιξη και όχι Χριστούγεννα, με αεράκι σχεδόν ζεστά και μυρωδάτο με το ιώδιο της θάλασσας και την θρούμπη από το βουνό.
Σε λίγο θα ξημέρωνε, ο ήλιος θα φώτιζε τα βουνά της Κω και θα έφερνε τους χαιρετισμούς του από το πέλαγος. Οι μουσικοί, χωρίς διάλειμμα συνέχιζα την χαρά μέχρι που απότομα έκαναν παύση και κοίταξαν προς την θάλασσα. Ίσως να ήταν η ώρα, ίσως να ήταν η πολύ χαρά, ίσως το αλκοόλ που πια έτρεχε άφθονο στις φλέβες τους, ίσως ο … πόνος… έκανε το βιολί να αρχίσει το κλάμα μόνο του.
Μακρόσυρτα σαν μοιρολόι η πρώτη πενιά, έκανε τους μέχρι εκείνη την ώρα χαρούμενους γλεντζέδες, ν’ ανατριχιάσουν και να σκύψουν ελαφρά το κεφάλι. Άρχισε και το ούτι τώρα, να συνοδεύει την μελωδία, σε λίγο και η λύρα. Ο «χορός του μηχανικού» είχε αρχίσει να πάλλει τις καρδιές.
Ο Κλεάνθης σηκώθηκε όρθιος αμέσως λες και το περίμενε από ώρα. Μαζί του σηκώθηκαν και όλα τα παλικάρια από το τραπέζι κι έκαναν τον κύκλο του χορού. Ο Κλεάνθης κρέμασε το τσιγάρο στα χείλη του, η στάχτη κρεμόταν και άρχισε τον χορό με τα μάτια κλειστά και τον θαυμασμό της Υπαπαντής με το βουρκωμένο βλέμμα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου