Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Η Νικολέτα έβαλε τα χέρια πίσω, να στηρίξει τη μέση. Χάιδεψε την κοιλιά της που τώρα είχε πρηστεί  αρκετά αφού ήταν στον έβδομο μήνα. Ο Σέμος έλειπε όλη μέρα στη δουλειά, προσπαθούσε το καλύτερο για την κυρά του κι εκείνη μόνη στο σπίτι, χωρίς να καταφέρνει να κάνει πολλά πράγματα, έπληττε.  Η Σεβαστή όποτε μπορούσε της έκανε παρέα και περνούσαν την ώρα τους κουτσομπολεύοντας τις γειτόνισσες με τα αρνητικά τους αλλά και τα θετικά τους.
Πέρα από το φαγητό (κι αυτό όσο πιο πρόχειρα μπορούσε) και την επιφανειακή καθαριότητα, δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι άλλο. Στις προσπάθειες της αδερφής της και της μάνας της να βοηθήσουν, αρνιόταν πεισματικά σαν μικρό παιδάκι που ήθελε να γίνει το δικό του. Μόνο από τον Σέμο δεχόταν χέρι βοηθείας, «ζευγάρι είμαστε, θα τα καταφέρουμε…», έλεγε. Και μέχρι τώρα όλα πήγαιναν καλά, το ζευγάρι λειτουργούσε με αγάπη και κατανόηση, με συνεργασία και χαμόγελο, χωρίς να αγκομαχήσουν ποτέ.
Κάθισε στον μικρό καναπέ της κουζίνας, ένοιωθε λίγο ζαλισμένη σήμερα και χάιδεψε την κοιλιά της με αργές κινήσεις, να απολαύσει το μωρό της. Της άρεσε όταν της απαντούσε στα χάδια με τα ποδαράκια του και σήμερα την είχε τρελάνει με τις κλωτσιές του (έλπιζε να ήταν γιός). Μια από δεξιά, μια από την άλλη, δεν σταματούσε να δίνει σήματα στη μαμά. «Ίσως να φταίει και το γλυκό που έφαγα το πρωί…», σκέφτηκε χαμογελώντας. Διαπίστωσε ότι τα πόδια της είχαν πρηστεί και δεν μπορούσε να σταθεί για πολύ ώρα όρθια. Πάντα έβρισκε κάπου να καθίσει ή έστω ν’ ακουμπήσει. Την ανησυχούσε η ζαλάδα που είχε, αλλά δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Τώρα προέτρεχαν άλλα πράγματα, το μαγείρεμα, το συμμάζεμα και πάνω απ’ όλα να πάει να ουρήσει. Εδώ κι ένα μήνα ουρούσε συνέχεια σαν το μωρό πίεζε προς τα κάτω.
Η Χρυσούλα του καπετάν Γιώργη του Κουλιά, ήταν μια γειτόνισσα που όλοι την φώναζαν «μαμμή». Είχε ξεγεννήσει πολλές  γυναίκες τα περασμένα χρόνια, πριν ανοίξει το Δημοτικό Νοσοκομείο, αυτό που είχε φτιάξει ο Νικόλας ο Βουβάλης , ή πριν οι Καλύμνιοι βρουν το κουράγιο να εμπιστευτούν τις γυναίκες τους σε άντρες γιατρούς.
Η κυρα Χρυσούλα λοιπόν, έτρεχε κάθε που της φώναζε η Νικολέτα και προσπαθούσε να προσφέρει με την εμπειρία της και την καπατσοσύνη της. Έμενε στο διπλανό σπίτι, αυτό με τη μεγάλη αυλή και όλη τη μέρα, φρόντιζε τις υπέροχες τριανταφυλλιές της, αν δεν είχε κληθεί από κάποια γκαστρωμένη. Έτσι και τώρα η Νικολέτα την φώναξε, κάτι ήθελε να γίνει με την ζαλάδα της ,κάτι  να γίνει και με αυτή τη συμπεριφορά του μωρού.
Η Κουλίαινα την κοίταξε σοβαρά και πολύ προσεκτικά. Έπιασε το μέτωπο να δει αν είχε πυρετό και όταν ανακάλυψε ότι ήταν «κρύα», όπως έλεγε, την ρώτησε χίλια πράγματα, τι έφαγε, τι ήπιε, τι έκανε, τι ώρα ούρησε και ότι μπορούσε να βάλει ο νους της. Δεν έδειξε καμιά από τις απαντήσεις να την ανησυχεί, ούτε και την παρότρυνε  να πάει σε γιατρό. Μόνο «ματιασμένη» που δεν την βρήκε. Έκανε το σταυρό της από συνήθεια σαν είδε το αναμμένο καντήλι  στο εικονοστάσι, πάνω από την κάσα του σαλονιού και έβγαλε από μια μικρή πάνινη τσάντα, κάτι σαν  ακουστικό φτιαγμένο από ξύλο, «εργαλείο», όπως της είπε, της δουλειάς.
Έβαλε λοιπόν  το ακουστικό στην κοιλιά της και προσπάθησε να ακούσει τη καρδιά του μωρού.
«Παναία μου…» της είπε, «… αυτό μαθές ακούγεται σαν γίγαντας, πω, πω καρτζά που έχει…. Ταμπούρλο, τι δύναμη είναι τούτη!», προκαλώντας το γέλιο της Νικολέτας και την καλή της διάθεση.
«Καλά είναι κυρα  Χρουσώ, έτσι δεν είναι;», την ρώτησε.
«Καλά δεν λέει τίποτις μαθές. Βέβαια καλό θα ήτο να πήγαινες και στο νοσοκομείο, αυτοί εκεί κάμουσι κι άλλες εξετάσεις που δεν τις ξέρω εγώ. Να πηγαίνεις κάπου – κάπου να σε βλέπουσι»
Η Νικολέτα σηκώθηκε να κάνει καφέ και για τις δυό. Έβαλε το μπρίκι πάνω στη γκαζιέρα και με την άκρη του ματιού της, έπιασε την κυρά Χρυσούλα να κάνει το σταυρό της πάλι, αυτή τη φορά χωρίς να κοιτάει το εικονοστάσι. Θορυβήθηκε λίγο, αλλά επειδή ήξερε πόσο πιστή και θρησκόληπτη ήταν η Κουλίαινα, δεν έδωσε άλλη σημασία. Έπιασε το κεφάλι της, κάτι σαν μέγγενη τώρα την έσφιγγε και προσπάθησε να τρίψει λίγο τους κροτάφους, ν’ απαλύνει την πίεση που ένοιωθε. Κάτι η ζάλη, κάτι ο πονοκέφαλος, κάτι η μοναξιά, ένοιωθε άσχημα και κακοδιάθετη.
Ο καφές φούσκωσε στο μπρίκι και με γρήγορη κίνηση το κατέβασε στο παρά πέντε. Όταν έβαζε τα φλιτζάνια στον δίσκο, παρατήρησε τα χέρια της να τρέμουν και να ασπρίζουν στις άκρες των δαχτύλων. Στηρίχτηκε στην άκρη του τραπεζιού και νόμισε ότι το δωμάτιο είχε αρχίσει να γυρίζει. Το τραπεζομάντιλο γλιστρούσε σιγά – σιγά και πριν λιποθυμήσει, πρόλαβε να δει την κυρά Χρυσούλα να σηκώνεται από τον καναπέ που καθόταν και να τρέχει προς το μέρος της με τα χέρια ανοικτά. Κάποιες φωνές ακούστηκαν από κάπου μακριά, από κάποιο στενό σπήλαιο και μετά, το απόλυτο σκοτάδι.
Οι άντρες που κάθονταν στον καφενέ απέναντι από το Χριστό, αλλά και ο «φαρμακοτρίφτης», ο φαρμακοποιός δηλαδή, ο κύριος Οικονόμου, έτρεξαν, ανταποκρινόμενοι στις φωνές της Κουλίαινας. Βρήκαν την Νικολέτα ξαπλωμένη στις χοντρές σανίδες του πατώματος με τα χέρια ανοικτά, στο σχήμα του σταυρού. Ο αιθέρας στη μύτη, την συνέφερε και το τρίψιμο με οινόπνευμα της έκανε καλό.
Ο κύριος Οικονόμου, πρότεινε να την πάνε στο Νοσοκομείο, έγκυος ήταν, δεν μπορούσαν αυτή τη λιποθυμία να την προσπεράσουν έτσι εύκολα. Και η γνώμη του φαρμακοτρίφτη, σαν πιο ειδικού, έγινε δεκτή απ’ όλους. Την σήκωσαν και την μετέφεραν έξω από το σπίτι.

Δεν ήξερε τι έκανε, δεν ήξερε που πάταγε, ποιους δρόμους έπαιρνε. Προσπαθούσε να τρέξει μέσα από τα σοκάκια που διακλαδίζονταν σε όλη αυτή την περιοχή, να βρει την πιο σύντομη διαδρομή για το «Δημοτικό Νοσοκομείο». Άκουγε την ανάσα του, άκουγε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και γρήγορα, άκουγε τον αέρα να περνά δίπλα από τα αυτιά του. Ο Σέμος  ειδοποιήθηκε στο μαγαζί για την κατάσταση της γυναίκας του και χωρίς να καταλάβει πως, βρέθηκε να τρέχει στα πλακόστρωτα δρομάκια της Πόθιας. Έβαζε με το μυαλό του τα χειρότερα, έβλεπε την Νικολέτα του νεκρή, έβλεπε το παιδί του νεκρό, έβλεπε ότι είχε στη ζωή να καταρρέει. Κι αυτό το νοσοκομείο ήταν μακριά.
Σταμάτησε να πάρει ανάσα σαν είδε την είσοδο με τις λευκές αρχαιοελληνικές κολώνες και τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Μια πινακίδα σε μια άκρη, σκουριασμένη από τον καιρό, έγραφε «Δωρεά Ν. Βουβάλη». Ανέβηκε τα σκαλιά όσο πιο ήρεμα μπορούσε και προσπάθησε να φτιάξει τα ρούχα του κάπως. Ίσιωσε τα μαλλιά του και καθάρισε τα μάτια από τα δάκρυα που είχαν στεγνώσει και τον έκαναν να βλέπει θολά.
Βρήκε μια νοσοκόμα και την ρώτησε που να πάει. Του έδειξε.
Το δωμάτιο ήταν άσπρο με δυό κρεβάτια. Το ένα άδειο με τα σεντόνια του τεντωμένα και το άλλο με την Νικολέτα του και την Κουλίαινα να κάθεται στην άκρη, στη μεριά που ήταν τα πόδια της ξαπλωμένης κοπέλας. Το πρόσωπο της γυναίκας του ήταν χλωμό και κάτι έλειπε από την εικόνα, κάτι που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει εκείνη τη στιγμή ο Σέμος.
Έτρεξε κοντά της και της έπιασε τα χέρια. Την φίλησε στο στόμα και εισέπραξε ένα κρύο φιλί. Δεν το περίμενε αλλά μπορούσε να το καταλάβει στην κατάστασή της. Της χάιδεψε τα μαλλιά και της έδωσε άλλο ένα φιλί στο πάνω μέρος του κεφαλιού. Κοίταξε προς την κυρα Χρυσούλα και εκείνη έστρεψε τα μάτια της αλλού.
«Μα, τι συμβαίνει επιτέλους;»,  σκέφτηκε. Αντ’ αυτού ρώτησε την γυναίκα του: «Πως είσαι φρεγάτα μου; Τι γένηκε μαθές; Μου είπασι ότι ‘ρρώστησες κι έπεσες χάμω…»
Η Νικολέτα τον κοίταξε αμίλητη. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα, ενώ γύρω τους είχαν σχηματιστεί μαύροι κύκλοι. Το βλέμμα της ήταν σχεδόν ικετευτικό όχι όμως και πονεμένο. Δεν υπήρχε πόνος μέσα τους, μόνο αβεβαιότητα. Τράβηξε το χέρι της από την παλάμη του άντρα της. Με μια απότομη κίνηση, σήκωσε το λευκό σεντόνι που την σκέπαζε. Ο Σέμος αναπήδησε απότομα σαν να τον είχε δαγκώσει φίδι. Κοίταξε την κοιλιά της, δεν την είδε τουρλωμένη όπως ήταν το πρωί που την χαιρέτισε. Την είδε πιο μικρή και λες και είχε ξεφουσκώσει σαν μπαλόνι που είχε χάσει τον αέρα του.
«Τι… τι είναι αυτό; Ίντα έγινε; Το παιδί….; Που πήγε η κοιλιά σου…;»
Τώρα ήταν η σειρά της Νικολέτας να χαμογελάσει. Τώρα εκείνη τον χάιδεψε στο πρόσωπο και προσπάθησε να τον ησυχάσει:
«Όλα εντάξει Σέμο μου, όλα εντάξει. Το παιδί βιαζόταν και ήρθε πιο γρήγορα… αλλά όλα εντάξει…»
«Δηλαδή το παιδί … γεννήθηκε; Ίντα θέλεις να μου πεις; Είμαι πατέρας;  Είναι αγόρι; Που είναι;»
Ήθελε να ρωτήσει πολλά και αν γινόταν να πάρει απαντήσεις για όλα μαζί, αλλά κατάλαβε ότι η Νικολέτα είχε περάσει δύσκολες στιγμές κι έτσι ηρέμισε κάπως. Ζήτησε να μάθει τι έγινε. Θέλησε να βρει τον γιατρό, να μη κουράσει την γυναίκα του. Της έδωσε ένα βιαστικό φιλί, ένα χάδι κι έτρεξε στον διάδρομο να βρει τον γιατρό, να μάθει αν το παιδί… , αν η γυναίκα του ήταν καλά. Αν… και πως, είχε γίνει πατέρας.
Ο γιατρός ήταν ένα μικρό, κοντό και αδύνατο ανθρωπάκι με μεγάλα και χοντρά γυαλιά, που συνέχεια τα στερέωνε στη μύτη με το δάχτυλο. Τόσο συχνά που πρέπει να ήταν το τικ του. Κράταγε κάτι  χαρτιά στο χέρι και, ευτυχώς, δεν έδειχνε βιαστικός. Κάθε τόσο ρούφαγε την μύτη του λες και ήταν συναχωμένος, αλλά τα μάτια του εξέπεμπαν μια σπιρτάδα που τον έκανε νικητή σε κάθε συζήτησή του. Τράβηξε από τον αγκώνα τον Σέμο σε ένα δωμάτιο που ήταν άδειο.
Του εξήγησε ότι το μωρό ήρθε πρόωρα, εφταμηνίτικο ήταν τα λόγια του και ότι η μάνα είναι πολύ καλά στην υγεία της.
«Αγόρι είναι γιατρέ;», ρώτησε.
Ο γιατρός χαμογέλασε. Ήξερε τις επιθυμίες των συμπατριωτών του για αγόρι.
«Αν ήταν κορίτσι δηλαδή, θα σε πείραζε; Θα στεναχωριόσουν;»
«Ίντα λες γιατρέ, να στεναχωρηθώ γι αυτό; Λοιπόν, κορίτσι είναι, ε;»
«Όχι…», του είπε.
Το πρόσωπο του Σέμου φωτίστηκε σαν λαμπάδα. Ήθελε να χοροπηδήσει από την χαρά του, αλλά κρατήθηκε. Κοίταξε τον γιατρό, όσο πιο σοβαρά μπορούσε.
«Μπορώ να το δω; Μπορώ να το πιάσω;»
«Περίμενε μη βιάζεσαι, είναι σε κοιτίδα, πρόωρα… βλέπεις». Ο γιατρός χτύπησε το δάχτυλό του στο τραπέζι και κοίταξε τον Σέμο βαθιά στα μάτια. «Είπα όχι, στο κορίτσι που με ρώτησες ε;»
«Ναι, εννοείς ότι είναι γιός, αγόρι…»
«Ναι, ναι …», του είπε βιαστικά. «Είναι και αγόρι…»
Ο Σέμος τον κοίταγε τώρα σαν χαζός. Δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Ίντα πάει να πει … είναι και αγόρι; Τι άλλο μπορεί να είναι;»
«Και αγόρι και κορίτσι…», του είπε ο γιατρός. «Συγχαρητήρια, έχεις δυό παιδιά, δίδυμα, ένα κορίτσι κι ένα αγοράκι…»
Ο Σέμος δεν κατάλαβε αν είχε ακούσει καλά. Δυό παιδιά με την μια. Και αγόρι, αλλά και κορίτσι. Κάθισε στο κρεβάτι που ήταν μπροστά του και προσπάθησε να ξεζαλιστεί, τινάζοντας το κεφάλι δεξιά – αριστερά. «Τι μου είπε τώρα ο γιατρός; Ότι έχω Δυό παιδιά…», σκέφτηκε και κοίταγε τον μικροκαμωμένο άντρα μπροστά του σαν χαζός με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο.
Ευτυχώς από την πόρτα φάνηκε ο Κλεάνθης και η φωνή του τον επανέφερε. Η φωνή του, ήταν τρεμάμενη καθώς επαναλάμβανε τα λόγια του γιατρού στον κουνιάδο του. Εκείνος γέλασε με την καρδιά του και τον χτύπησε στην πλάτη:
«Μπράβο γαμπρέ μου, μπράβο… τι άντρες είμαστε για; Έτσι … μπαμ και κάτω. Μ’ ένα σπάρο… μπράβο» και εξακολούθησε να τον χτυπά στην πλάτη. Σε λίγο και οι δυό άντρες βρίσκονταν στο δωμάτιο που ήταν τα μωρά. Ήταν τα μόνα μωρά εκεί και δυό ηλεκτρικές λάμπες, άναβαν από πάνω τους, ενώ το σωληνάκι του ορού, ήταν συνδεδεμένο στο χεράκι του ενός και στην φλέβα, στο μέτωπο του άλλου.
«Ίντα στο κούτελο το έχετε αυτούνο;», ρώτησε με αφέλεια ο Σέμος. Πήρε εξηγήσεις από την νοσοκόμα που στεκόταν δίπλα τους κι έτσι ηρέμισε, γιατί, η αλήθεια είναι, πως είχε αγριευτεί σαν πρωτοείδε τα παιδιά του. Ο Κλεάνθης δίπλα του γέλαγε και προσπαθούσε να κάνει γκριμάτσες, λες και τα μωρά μπορούσαν να καταλάβουν. Ευγενικά η νοσοκόμα τους είπε ότι έπρεπε να φύγουν κι έτσι αποφάσισαν να δουν την Νικολέτα στο δωμάτιο, αν και κάτι έδενε τον Σέμο με το δωμάτιο που ήταν τώρα.
Σαν μπήκαν στον θάλαμο που ήταν η μάνα, το πρώτο που αντίκρισαν ήταν τον κυρ Δημητρό που καθόταν σε μια καρέκλα. Όλη η οικογένεια, εκτός του Μέμου που έπρεπε να μείνει στο καφενείο, ήταν παρούσα και από τις δυό μεριές. Ο καπετάν Αριστείδης με το κασκέτο του, οι κυράδες των δυο αντρών και φυσικά η Καλοτίνα. Εκείνη μάλιστα σκυμμένη πάνω στην αδερφή της, δεν σταματούσε να την γεμίζει φιλιά, να της ανασηκώνει τα μαλλιά και να της σφουγγίζει τον ιδρώτα.
Όλοι με μιας γύρισαν προς την μεριά του Σέμου, τον ευχήθηκαν και τον αγκάλιασαν, χωρίς να ξεχάσουν να τονίσουν το πόσο «άντρας» ήταν, πόσο καρπερός και γόνιμος. Την δεκαετία του πενήντα, τα δίδυμα, προέρχονταν από την ικανότητα του άντρα. Όσο κι αν εξηγούσε η επιστήμη ότι τα ωάρια της γυναίκας ήταν υπεύθυνα για αυτό, το μυαλό των ανθρώπων και ειδικά των Καλύμνιων έμενε κολλημένο στις παραδόσεις και τις ιδέες τους.
Κι εκείνος τα δεχόταν όλα αυτά, τα ίδια πίστευε κι εκείνος, με το στόμα ανοικτό σε ένα «ζωγραφισμένο» θα έλεγε κανείς, χαμόγελο, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε. Αυτό θα το καταλάβαινε λίγο καιρό αργότερα, όταν η ζωή θα απαιτούσε όλο και περισσότερα.
Και οι μήνες πέρασαν και τα μωρά «έδεσαν» και η Καλοτίνα, όπως και όλη η οικογένεια, βοηθούσαν στο μεγάλωμα. Τα βράδια ήταν δύσκολα, όταν το κλάμα ακουγόταν μέχρι την πλατεία και κρατούσε άυπνο το ζευγάρι, αλλά έδειξαν και η δυό τους μια απρόσμενη υπομονή και βέβαια αντοχή. Τώρα η ζωή τους είχε γεμίσει, κάπως απότομα βέβαια, αλλά ένοιωθαν σαν να είχαν πραγματοποιήσει τον σκοπό της ύπαρξής τους. Η αγάπη του ζευγαριού, δυνάμωνε μέρα με τη μέρα, όσο οι δυσκολίες που προέρχονταν από τα μωρά, γίνονταν όλο και πιο έντονες, όλο και πιο συχνές. Λες και το ανάθρεμμα των μικρών «διαβολάκων», όπως τα αποκαλούσε ο Σέμος, ήταν το λίπασμα στο χωράφι της αγάπης τους.
Το κορίτσι, (είχαν αποφασίσει πως θα το έλεγαν Ελπινίκη, το όνομα της μάνας του Σέμου), ήταν πιο ήσυχο αλλά πιο «φαγανό», από τον ζωηρό μεν, αλλά λιγόφαγο μικρό Αριστείδη (κι αυτό το όνομα από το σόι του Σέμου).
Και τα δυό ήταν σαν μικρά ροζ ποντικάκια, άντε λίγο μεγαλύτερα από ποντίκια, ας πούμε μεγάλοι αρουραίοι και τα δυό κλαψιάρικα, μάλιστα όταν άρχιζε το ένα να κλαίει, ακολουθούσε σαν σιγόντο και το δεύτερο, κουνούσαν χέρια και πόδια, κάτι που τρέλαινε τον χαζομπαμπά,  ανοιγόκλειναν το στόμα, λες και ήθελαν κάτι να πουν και βέβαια άφηναν τα περιεχόμενα των εντέρων τους όπου και όπως μπορούσαν.
«Λες μαρή Νικολέτα να έχουν τίποτις τα παιτζά; Τέτοιο σκατό μαθές, εν έχω ματαδεί…», έλεγε ο Σέμος προκαλώντας το χαμόγελο της κυρα Χρυσούλας που κι αυτή βοηθούσε όπως μπορούσε. Πόσες πετσέτες είχαν κοπεί για να κάνουν πάνες, δεν λέγεται. Πόσες φορές είχε σκύψει η Καλοτίνα να τα ξεσκατίσει, όποτε η αδερφή της θήλαζε το άλλο, δεν μπορούσε να μετρηθεί.
Και ο καιρός πέρναγε και ο Ιούλιος έφυγε, κόντευε να φύγει και ο Αύγουστος, στα μισά ήταν και όλο το νησί τώρα ετοιμαζόταν να γιορτάσει την Παναγιά.

«Κι άλλη μωρέ Κλεάνθη;  Άντε άλλη μια, αλλά τελευταία θα είναι, έτσι; Σκοτεινιάζει σε λίγο…», φώναξε δυνατά ο Μικές ο Καρβουνιάρης, για να ακουστεί καλά πάνω από το ζεστό, αλλά δυνατό αεράκι του πελάγους.
«Άλλη μια μωρέ Μιτσέ, άλλη μια τελεσταία θα είναι, άντε να σε χαρώ…», απάντησε ο άντρας στη πλώρη με το φόρεμα του «μηχανικού». Κολαουζέρη είχαν τον μπαρμπα Μανόλη τον Καρφιά ή «Μαλούπα». Έμπειρος στη μηχανή πιο παλιά ήταν και σε «καγκάβα76», αλλά και σε μηχανοκίνητο «αχταρμά77». Κουπάς στα νιάτα του, έκανε και μηχανικός, αλλά το ταλέντο του αναδείχτηκε σαν κολαουζέρης.
 Μέχρι εκείνη την μέρα που δεν τσουρμάρησε για ένα γελοίο, κατά την γνώμη του, λόγο και από τότε έμεινε αυτός ο θαλασσόλυκος στην στεριά, μετά από τριάντα χρόνια στο θαλασσόνερο. Κάποια μέρα, χωρίς κανείς να ξέρει πως, τα χέρια αλλά και το πρόσωπο του «Μαλούπα», γέμισε ξεραούλες78 κι αυτό κάποιοι «μηχανικοί» το είδαν σαν κακό σημάδι και θανατικό. Πως; Κανείς δεν ξέρει. Γιατί; Ούτε αυτό. Από κείνη τη στιγμή πάντως δεν μπόρεσε να ξανά τσουρμάρει. Τώρα βοηθούσε τον Κλεάνθη και τον Καρβουνιάρη στους βούτθους, στο ξεμύξασμα.

Το σκάφος, το μικρό τρεχαντήρι, ανεβοκατέβαινε στους χορευτικούς ρυθμούς της θάλασσας. Ο Κλεάνθης καθόταν στην πρώρα κοντά στη σκάλα κατάδυσης. Φορούσε ήδη το φόρεμα με όλα τα εξαρτήματά της και περίμενε την περικεφαλαία για μια τελευταία βουτιά. Σήκωσε τα μάτια απέναντι στα βουνά της Τουρκίας, στα παράλια της Μικράς Ασίας και άφησε τον καπνό του τσιγάρου του να βγει από τα πνευμόνια του και ταξιδέψει στον αέρα. Συλλογιζόταν το πότε θα ερχόταν το «τεπόζιτο»79 του καπετάν  Άτσα κι αν ο καπετάνιος τελικά θα κρατούσε την υπόσχεσή του.
«Σε θέλω σισσυλίτζα80 στο βυθό και να σφάξεις τα καλά …», ακούστηκε η φωνή του μπαρμπα Μανόλη. Ήρθε κοντά του κρατώντας την χάλκινη περικεφαλαία προσπαθώντας να μη μπλέξει το κολαούζο και το μαρκούτσο πουθενά. Οι μυς του είχαν φουσκώσει από το βάρος και οι φλέβες του πετούσαν σαν φίδια.
Ο Κλεάνθης γύρισε το κεφάλι και τον αντίκρισε σαν είχε φτάσει πίσω του. Χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο κουρασμένο και χωρίς πειθώ για καλή διάθεση. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, του άρεσε αυτός ο γερο θαλασσόλυκος, κάθε του κίνηση απέπνεε σιγουριά και έδινε κουράγιο. Από την ώρα που θα φόραγε αυτό το στρογγυλό κράνος με τα μικρά φινιστρίνια, η ζωή του εξαρτιόταν απ’ αυτόν. Απ’ αυτόν και την «Βαρβάρα»
Σηκώθηκε και έκανε ένα βήμα προς την άκρη της κουπαστής. Τα σιδερένια παπούτσια και το σκαντάλι με την βαριά ζώνη, κούραζαν το χωλό του πόδι, αλλά δεν είχε σκοπό να το δείξει σε κανέναν. Καβάλησε την κουπαστή και κατέβηκε μέσα στο νερό, δυο σκαλιά στην μικρή σχοινένια σκάλα.

Ο κολαουζέρης, τίναξε το μαρκούτσο και σήκωσε την περικεφαλαία ψηλά. Με αργές κινήσεις, του την φόρεσε και άρχισε να την γυρνάει, να μαγκώσει στις στροφές της. Στο τέλος έσφιξε και τα μπουλόνια.
 Ο Κλεάνθης έβλεπε πια το κατάστρωμα από το μικρό άνοιγμα του φινιστρινιού του με τα σταυρωτά σίδερα. Άκουσε την ανάσα του, κοφτή και απόκοσμη. Η ρόδα της μηχανής είχε αρχίσει να γυρίζει και να γεμίζει με αέρα το φόρεμα. Τρόμπαρε δυό φορές την «Βαρβάρα» και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Το συρματόσχοινο που τον κράταγε, τεντώθηκε και τα πόδια του βρέθηκαν στο κενό. Άρχισε σιγά – σιγά να βουλιάζει και σε λίγο έβλεπε το κάτω μέρος του τρεχαντηριού, με τις πράσινες «μαλούπες» και τα καφετιά φύκια να χορεύουν στο ρυθμό του θαλάσσιου ρεύματος. Κοίταξε το σχοινί με τους κόμπους που κρατούσε και μόλις έφτασε να δείχνει δεκαπέντε οργιές, ένοιωσε τα πόδια του να πατούν στην άμμο και τις πέτρες του βυθού. «Καλός κολαουζέρης …», σκέφτηκε χαμογελώντας.
Περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μαγεμένος για άλλη μια φορά από την ομορφιά της θάλασσας. Κάποια ψάρια που σε κοπάδι περνούσαν δίπλα του, έδειξαν λίγο ενοχλημένα από την παρουσία του, αλλά συνέχισαν την πορεία τους σαν σύννεφο, αδιάφορα, προς το βάθος του πελάγους. Ένας σκάρος πλησίασε και τον περιεργάστηκε, αλλά σαν κι αυτός δεν είδε κάτι το ενδιαφέρον, συνέχισε το δρόμο του κουνώντας όλο χάρη την ουρά του. «Είσαι τυχερός που είμαι για άλλη δουλειά εδώ …», είπε απευθυνόμενος στο ψάρι, «… και που δεν έχω ένα καμάκι στο χέρι, αλλά αυτό το τσεκούρι μόνο». Χαμογέλασε και πάλι, σήκωσε το βλέμμα όσο πιο ψηλά μπορούσε με αυτό το σκάφανδρο και είδε την πληθώρα από τις φουσκάλες που ανέβαιναν προς την  επιφάνεια, σε κάθε εκπνοή του.
Ο βυθός με τα χρώματά του, όσα μπορούσε δηλαδή να διακρίνει, ήταν μαγευτικά ωραίος. Καταλάβαινε γιατί μπορούσε εύκολα να ξεγελάσει τους «μηχανικούς». Χρώματα διάφορα γέμιζαν τον ορίζοντά του. Κοράλλια και βράχια απότομα, ψάρια και σφουγγάρια.
Είδε μπροστά του ένα μεγάλο «καπάδικο81» δίπλα σε ένα πιο μεγάλο «λαγόφυτο82». Το μάτι του γυάλισε από την επιθυμία και σήκωσε το τσεκούρι να τα «σφάξει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου