Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24

«Μωρέ Μέμο, εσύ στην οικοδομή δεν δούλευες; Τι έγινε τώρα, μας βγήκες καφετζής;», ακούστηκε η φωνή του «Μάμα». Και ακολούθησε το γέλιο του Κωνσταντή και του Θανάση του «Μαρκούτσου». Οι τρελοί του νησιού, οι πιο πολλοί τουλάχιστον απ’ αυτούς, έκαναν την παρέλασή τους κάθε απόγευμα από τον καφενέ του Μέμου (πόσο γρήγορα αλλάζουν τα ονόματα πια), αφού τους κέρναγε «υποβρύχιο» τριαντάφυλλο και καμιά φορά και καφέ.
«Να κι ο «Τρούπας», να το παλικάρι μας…», συμπλήρωσε ο «Μάμας», δείχνοντας στην άκρη του δρόμου, προς την μεριά του Τελωνείου, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. «Ίντα κουβαλάει μαθές; Καρότσι είναι; Και τι έχει πάνω του;»
Η εικόνα ήταν το λιγότερο αστεία με τον «Τρούπα» να κατεβαίνει τρέχοντας στην μικρή κατηφόρα, προσπαθώντας να μην τον πάρει από κάτω το βάρος της μεγάλης καρότσας που τράβαγε πίσω του. Τα γυμνά του πέλματα, «πλατσάριζαν» πάνω στις πέτρες και η τρομαγμένη κατσίκα βέλαζε. Ποια κατσίκα; Μα αυτή φυσικά που είχε φορτώσει στην καρότσα. Την είχε δέσει κιόλας από τα μικρά της κέρατα και το άτυχο ζωντανό, υπέφερε από τις λακκούβες και το ταρακούνημα, από τις φωνές του «Τρούπα» και τις βρισιές του. Λίγο πιο πέρα ακουγόταν και κάποιος άλλος θόρυβος, κάτι σαν φωνές και κατάρες αλλά ήταν ακόμα μακριά για να απασχολήσει τους θαμώνες του καφενείου, τρελούς και μη.
Ο δρόμος τελείωνε την ευθεία του, είτε μπροστά στην αυλή του καφενείου, είτε, με λίγη καλή τύχη, στην θάλασσα. Και το καρότσι με τον άτυχο Βαλσαμίδη, (το πραγματικό όνομα του Τρούπα), δεν ήταν διατεθειμένο να αποφύγει ή το ένα ή το άλλο, δεν είχε την κατάλληλη λογική. Τοίχος δηλαδή ή νερό. Για καλή τύχη όμως όλων, ακούστηκε στο τέλος το μεγάλο «μπλουμ», η τρομαγμένη κραυγή της κατσίκας και οι βλαστήμιες του … τραβηχτή οδηγού. Το νερό στην άκρη της προβλήτας πετάχτηκε πάνω από ένα μέτρο ψηλά και οι πιτσιρικάδες του λιμανιού, άρχισαν την καζούρα και την γιούχα.
Πρέπει να είχε περάσει ένα περίπου λεπτό από την ώρα που το υπό δοκιμή υδροπλάνο του «Τρούπα» είχε πέσει στο νερό, ευτυχώς η κατσίκα είχε σωθεί άμεσα, που από την κατηφόρα της εκκλησίας, φάνηκε ένας έντρομος Φίλιας, ο αχθοφόρος που του ανήκε το καρότσι, σε μια αστεία προσπάθεια να τρέξει και βρίζοντας να πιάσει τον κλέφτη όπως φώναζε.
«Άντε βρε τζαολόσπερμα, ντι που να σε γράψουσι στο υψοχάρτι γλήορη και κοντά… ε, και σε πιάσω…» και κούναγε κι ένα κομμάτι ξύλο που είχε για μαγκούρα, «… που να σε φάει η πανούκλα κόρνιο. Να βρε γουρλί…» και σήκωνε τις παλάμες σε μούτζα. «Που να σε φέρνου νεκρεκρά και να ‘σει βρώμα το πετσί σου…»
Το γέλιο είχε κάνει τους θαμώνες του καφενείου να δακρύσουν και να πιάνουν τις κοιλιές τους. Ο Μέμος κρατούσε τον δίσκο και νόμισε ότι θα του έφευγε από το χέρι, πάντως ότι κουβαλούσε είχε χυθεί πάνω του. Ακόμα και η Καλοτίνα που τώρα πια είχε γίνει σχεδόν μόνιμη βοηθός του, ξεφεύγοντας από την μιζέρια της οικογένειας, βγήκε έξω από το «βασίλειό» της, την κουζίνα της και σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάτια.
 Όσο για τον «Τρούπα»; Αν αφαιρέσει κανείς τον φόβο του για τον ερχομό του Φίλια και την μαγκούρα του, αδιαφόρησε τελείως για το ζώο που είχε στο καρότσι, αδιαφόρησε για το ίδιο το καρότσι και έπιασε να κατουράει γελώντας, από τον μόλο προς το νερό. Με το γέλιο βέβαια, αστοχούσε και κατέβρεχε και το ήδη βρεγμένο ζώο και αυτό του έφερνε και άλλα γέλια. Και όχι μόνο σ’ αυτόν, αλλά και σε όλους όσοι τον έβλεπαν. Κάποια στιγμή, ο ναύτης, ο φρουρός του Τελωνείου, πήγε κοντά του και με κλωτσιές προσπάθησε να τον διώξει, αλλά και αυτού οι κλωτσιές από το γέλιο, δεν έβρισκαν στόχο. Με τα πολλά και με την άφιξη φυσικά του Φίλια κοντά, ο Μανολιός (είχε και αυτό το όνομα), έφυγε με πλαϊνό τρέξιμο, όπως κάνουν οι μακάκοι93 στο έδαφος.
Οι βρισιές του γερο αχθοφόρου δεν είχαν τελειωμό, όπως τελειωμό δεν είχαν και τα γέλια του «Τρούπα». Κάποιοι ναύτες και ψαράδες μαζί με τον ναύτη του Τελωνείου, βοήθησαν να σωθεί και η κατσίκα και το καρότσι. Πήγε και ο Μέμος για βοήθεια και φυσικά ρώτησε τι έγινε. Η απάντηση που πήρε, ήταν ότι μπορούσε να ακούσει κανείς για να λυθεί στα γέλια.
Τον Φίλια τον είχε καλέσει ο κυρ Γιώργης ο Μακρυλλός που ήθελε να μεταφέρει την κατσίκα στο χωριό μαζί όμως με την τροφή, κάποια δεμάτια με χόρτο. Έδεσε λοιπόν ο γερο αχθοφόρος το ζωντανό δίπλα στο καρότσι και πήγε στην αυλή του κυρ Γιώργη να φέρει τα δεμάτια. Εκείνη την ώρα πέρασε ο «Τρούπας», είδε το ζωντανό και ρώτησε από μακριά: «Ε, καλέ, για μεταφορά το έχετε; Το ζωντανό καλέ, γιατί το έχετε δεμένο; Δεν κάμει μαθές καλό γάλα και το διώχνετε;». Ο κυρ Γιώργης βγήκε και προσπάθησε να τον διώξει, είχε αρκετά νεύρα και δεν ήθελε άλλο να τα τεντώσει. Μα ο «Τρούπας», έκανε δυό – τρία βήματα προς τα πίσω και γύριζε πάντα ρωτώντας: «Γιατί καλέ, ίντα έκαμα; Για το ζώο ρωτάω…»
«Σκάσε ρε ζωντόβολο», απάντησε ο Μακρυλλός. «Σκάσε που να σε φάει το χτικιό. Ε, μπα να κουρέβζεσαι χρουσούζη»
Ο Βαλσαμίδης δεν πτοήθηκε, δεν καταλάβαινε βέβαια γιατί δεν του απαντούσαν και συνέχισε να μιλάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μη και του έρθει καμιά πετριά στο κεφάλι:
«Ήξερές το μαθές ότι αν κουνήσεις πολύ το γίδι, θα βγάλει βούτυρο απ’ τα βζα του; Ναι το άκουσα, αν θες γάλα κράτα το έτσι, αν θες βούτυρο, κούνα του το κώλο…» και μια και δυό πιάνει αγκαλιά την κατσίκα, την ανεβάζει πάνω στο κάρο και άρχισε να τρέχει απ’ όπου είχε λακκούβες και πέτρες και χώματα. «Να δεις κυρ Γιώργη τι βούτυρο θα πάρεις τώρα…», φώναξε και γέλαγε στο δρόμο. Όλα τα άλλα ήταν αυτά που είδαν. Το καρότσι απέκτησε μεγάλη ταχύτητα και δεν σταματιόταν με τίποτα, ο μόλος, η θάλασσα και η μεγαλόπρεπη, στο τέλος, βουτιά.
Ο Μέμος πήρε τον έρμο τον Φίλια στο καφενείο και τον κέρασε καφέ και κρύο νερό, να συνέλθει από την λαχτάρα του. «Αν τον πιάσω στο χέρι μου αυτό το… το … κόρνιο… που να ‘ω τα κουλά του κομμένα ‘που τους αγκώνους… θα το μαυρίσω στο ξύλο. Να το θυμάται για όλη του τη ζωή. Που να τον κάψει η φωτζά, που να τσιρίζεται σα ν’ τα ξηροτήανα και να  τραβούν οι σσύλοι τα’ άντερά του…»
«Τρελός είναι μαθές, τι τον συνερίζεσαι; Μήπως καταλαβαίνει τι κάμει;», είπε η Καλοτίνα, «Αύριο δεν θα θυμάται ότι το έκαμε…». Πήγε και κάθισε κοντά του: «Να βάλω ένα ουζάκι, να πάνε κάτω τα βάσανα κυρ Φίλια;». Φάνηκε μια λάμψη στα μάτια του αχθοφόρου και κούνησε δειλά το κεφάλι καταφατικά με ένα ύποπτο χαμόγελο. «Α και το ουζάκι κερασμένο από μένα…», συνέχισε η κοπέλα.
Έτσι η ζωή με τα καλά και τα ανάποδά της περνούσε. Με την προσμονή της επιστροφής των καϊκιών από τα νερά της Μπαρμπαριάς, με κάποιο γράμμα από το ξενιτεμένο παιδί, με τα κουτσομπολιά της καθημερινότητας και πάνω απ’ όλα, με την εικόνα της ράθυμης βίωσης. Οι μήνες που πέρασαν γέμισαν με πιο πολλές ρυτίδες τα μάτια της Καλοτίνας, που παρέμενε μια ωραία γυναίκα (όχι κοπέλα πια) και της έδωσαν αυτή τη μελαγχολική έκφραση της απογοήτευσης. Μεγάλωσαν τα μωρά της Νικολέτας, είχαν αρχίσει να έχουν νόημα σαν παιδιά πια, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν την Κυράννα και τον κυρ Δημητρό να χαμογελάσουν για λίγο ή τον Σέμο να αλλάξει γνώμη για το μέλλον του. Μάλιστα, αυτός ο τελευταίος, είχε αρχίσει να κάνει βουτιές σε βάθος προετοιμαζόμενος για την επόμενη χρονιά, είχε αρχίσει να γνωρίζει το «φόρεμα» και το σκάφανδρο, με τα σκάφη διάφορων παλιών καπεταναίων, γύρω – γύρω από το νησί. Και απ’ ότι έλεγαν οι παλιοί κολαουζέρηδες, είχε έφεση στα σφουγγαράδικα θέματα και ήταν πολύ ικανός και επιδέξιος. Και κάθε που το έλεγαν, τόσο μεγάλωνε και η φιλοδοξία του, κάνοντας την κυρά του πιο μελαγχολική και κατά βάση πιο … μόνη.
Μόνη παρέα πια της Νικολέτας, δεν ήταν η αδερφή της, (που είχε πια γίνει βοηθός στο καφενείο), αλλά η Υπαπαντή, που κράταγε μια σχέση έτσι, με την οικογένεια του «καλού» της. Κι έλεγαν τόσα και τόσα, για τις συνήθειες και τα χούγια του Κλεάνθη, για τα παιδικάτα του, για τα θέλω του, τον υμνούσαν λες και δεν ήταν άνθρωπος, τον «καθάριζαν» από κάθε ψεγάδι του παρελθόντος και έφτασαν σε σημείο να παρακαλούν και να προσεύχονται μαζί για την ασφαλή επιστροφή του.
Αν η Νικολέτα άφηνε την φίλη της αυθαίρετα να μιλά, δεν υπήρχε να πει κάτι άλλο, έξω από τον Κλεάνθη, τον Κλεάνθη και τον Κλεάνθη, λες και το μυαλό και η γλώσσα της είχαν κολλήσει στο όνομα αυτό. «Αυτά κάνει ο έρωτας…», σκέφτηκε η Νικολέτα, «… τα βλέπει όλα μοναδικά, μεγαλειώδη και πάνω απ’ όλα… αληθινά». Θυμήθηκε τα δικά της, όταν έτρεχε στα χωράφια να δει τον Σέμο, ανάμεσα στα αγκάθια και τις πέτρες, με το φόβο πάντα μη τους δει κανείς. Γέλασε, ίσως αυτές οι αναμνήσεις ήταν που έκαναν επιθυμητή την παρέα της Υπαπαντής! Τώρα; Τον αγαπούσε ακόμα και μάλιστα πολύ, αλλά κάτι από την μαγεία, κάτι από την βασανιστική όσο και όμορφη αναμονή της παρουσίας του, είχε περάσει. Η λαχτάρα είχε αρχίσει να μειώνεται, ίσως και το πάθος. Τα μωρά της έτρωγαν πολύ από τον χρόνο της, η δουλειά του το ίδιο, αλλά η απόφασή του να πάει στο σφουγγάρι, ήταν ίσως το χτύπημα που περίμενε ο ανελέητος χρόνος να τους απομακρύνει. Κι ας έλεγε ότι το έκανε για αυτούς, η υποψία της ήταν ότι όλα αυτά τα ήθελε, μαγεμένος από τις ιστορίες των παλιών θαλασσινών αλλά και… (ίσως) σε ανταγωνισμό με τον αδερφό της.
Τον πόνο της μάνας της και του πατέρα της δεν τον υπολόγισε καθόλου, τον πόνο των δικών του γονιών, της γυναίκας του και αύριο των παιδιών του… ούτε κι αυτό. «Τι να γίνει…», μουρμούριζε συχνά – πυκνά, «… θα το καταπιώ κάποια στιγμή. Ας είναι γερός και ευτυχισμένος και κάποια στιγμή… όλα θα φτιάξουν»

«Άντε βρε Κλεανθιό, άντε να πααίνουμε. Τελεσταίος βούτθος για σήμερις. Άντε και πεινάσαμε…», είπε ο Μανολιός ο δεκαπεντάχρονος κουπάς, σαν επιθεωρούσε τις βίδες του θώρακα στο φόρεμα του καθισμένου στην κουπαστή, κοντά στην σχοινένια σκάλα, Κλεάνθη. «Άντες… κι αν φέρεις κι άλλα τόσα όσα το πρωί, μπορεί να γυρίσουμε στα σπίτια μας το γληγορότερο…», συνέχισε.
Ο Κλεάνθης χαμογέλασε. Ήπιε λίγο νερό από την μεταλλική κούπα που κρατούσε και κοίταξε την γραμμή του ορίζοντα που είχε αρχίσει να έρχεται πιο κοντά στο σκάφος, καθώς ο ήλιος σε λίγο θα έδυε. Περίμενε τον κολαουζέρη να του φέρει την περικεφαλαία, το σκάφανδρο, έλεγξε με μια φευγαλέα ματιά τα μαρκούτσα που σέρνονταν σαν φίδια στο ξύλο του καταστρώματος, τα βρήκε εντάξει και ένευσε ότι ήταν έτοιμος.
Ο καπετάν Άτσας τον κοίταγε από την άλλη άκρη του καταστρώματος, με γερακίσιο μάτι. Παρακολουθούσε τις κινήσεις του, πρόσεχε τον Αντώνη τον Σμαλιό, τον κολαουζέρη του, πρόσεχε τον εξοπλισμό, όλα αυτά από μακριά. Ήταν ευχαριστημένος με τις επιδόσεις του Κλεάνθη και μακάρισε τον εαυτό του που τον εμπιστεύτηκε και τον πήρε βουτηχτή του. Τόσους μήνες τώρα ο χωλός του δύτης, συναγωνιζόταν τους καλλίτερους στην ποσότητα και την ποιότητα του σφουγγαριού π’ ανέβαζε, στο βάθος της κατάδυσης αλλά και στην γνώση των σφουγγαρότοπων. Και δεν του ζητούσε τίποτε παραπάνω από ότι είχαν συμφωνήσει.
«Το λοιπό… έτοιμος; Πάμε;», ρώτησε ο Σμαλιός. Σαν πήρε το κατάνευμα από τον Κλεάνθη, σήκωσε την βαριά περικεφαλαία, ανέβηκε σε ένα μικρό σκαμνί να φτάνει άνετα μη πληγώσει τον δύτη του και την βίδωσε, γυρνώντας την όλη στην άκρη του «θώρακα». Χτύπησε την «Βαρβάρα», μια – δυό φορές να βεβαιωθεί ότι λειτουργούσε σωστά, έλεγξε για πολλοστή φορά τα μαρκούτσα και το κολαούζο και σήκωσε τον αντίχειρα μπροστά στο φινιστρίνι του σκάφανδρου, δείχνοντας ότι όλα ήταν καλά. Η απόκοσμη μορφή μπροστά του, αυτό το σύνολο μετάλλου, σκληρού πανιού και σωλήνων, σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό του και αφέθηκε στη δύναμη της βαρύτητας που τον πέταξε στη θάλασσα.
Ο Κλεάνθης, άρχισε να βουλιάζει μέσα σε ένα σύννεφο άσπρου αφρού, μέσα στην απόλυτη σιωπή του νερού. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το μαρκούτσο που ξεδιπλωνόταν από πάνω του, είδε το γαλάζιο να τον τυλίγει και τις φυσαλίδες της αναπνοής του ν’ ανεβαίνουν σαν μικρά ψαράκια στην επιφάνεια. Ο φόβος που πιάνει όλους τους «μηχανικούς», είχε αρχίσει να τον πανικοβάλλει, (όσο πεπειραμένος κι αν είσαι αυτό δεν μπορείς να το αποβάλλεις), όμως η λογική του επικράτησε και άρχισε να κάνει τις σωστές, ενδεδειγμένες κινήσεις. Πίεσε δυό φορές τη «Βαρβάρα» και άφησε την στολή να γεμίσει αέρα. Δεν ένοιωθε βάρος τώρα πια, το αντίθετο μάλιστα, νόμισε ότι το σώμα του ήταν έρμαιο των ρευμάτων. «Ευάλωτος»… ναι, αυτή ήταν η λέξη που έψαχνε να βρει. Άνοιξε τα χέρια σε σταυρό και αφέθηκε να κατέβει στο όλο και πιο σκουρόχρωμο βυθό. Τα μάτια του τώρα και ο νους του ήταν στα σφουγγάρια. Είχε κιόλας δει μια μικρή σχετικά αποικία στα δεξιά του και σκόπευε να την τρυγήσει. Τα πόδια του επιτέλους ακούμπησαν σε στέρεο χώμα και πέτρες. Κοιτώντας προς τα πάνω για τελευταία φορά πριν το ψάρεμα, μέτρησε το μήκος του κολαούζου. Το βρήκε στις σαράντα πέντε περίπου οργιές. «Μπράβο παλικάρι μου, βαθιά ήρθαμε σήμερα …», είπε στον εαυτό του και χαμογέλασε. «Άντε να δούμε πόση ώρα αντέχουμε εδώ κάτω…». Ένοιωσε το τράβηγμα του κολαουζέρη, δυό τραβήγματα και μετά πάλι ένα, που τον ρωτούσε αν όλα ήταν εντάξει. Μόνο ο κολαουζέρης και ο μαρκουτσέρης ήξεραν το ακριβές βάθος του βουτηχτή. Αυτοί τον προσέχουν και τον προστατεύουν. Παρακολουθούσαν το γράδο που είναι πάνω στη κάσα. Εκεί είχε μανόμετρο. Όταν δουλεύει η κάσα και πάει άνθρωπος κάτω, αυτό δείχνει τις οργιές, από πέντε μέχρι πενήντα. Αν ο Σμαλιός δεν ήταν σίγουρος για την ασφάλειά του, για τον ψαρότοπο ή για τα μαζαρόλια  που άντεχε, δεν θα του έδινε το «κότσα».
 Απάντησε με τον ίδιο τρόπο και έβγαλε το μικρό διχτάκι από την ζώνη του που ήταν στερεωμένο και το τσεκούρι των τριών κιλών, άρχισε δουλειά. Ένα μεγάλο σφουγγάρι, ένα ωραίο σαν ασήμι «καπάδικο», ήταν το πρώτο που μπήκε στο δίχτυ του. Ακολούθησαν κι άλλα μικρότερα, δυό – τρία «φίνα», καμιά δεκαριά «λαγόφυτα» και στο τέλος μια μεγάλη σκουρόχρωμη «τσιμούχα». Αποφάσισε να μετακινηθεί, περίπου δέκα μέτρα ήθελε ακόμα για να περάσει τα κοράλλια που του έκλειναν το δρόμο για την  μικρή αποικία που είχε δει κατεβαίνοντας. Τα σιδερένια του παπούτσια σήκωσαν ένα μικρό νέφος λάσπης και νεκρών κοχυλιών. Το ρεύμα του νερού, ήταν κόντρα και τον πήγαινε στην άλλη πλευρά από κείνη που ήθελε. Έσπασε πολλά κοράλλια στην προσπάθειά του, πρώτα να σταθεί όρθιος και μετά να περπατήσει. Όσο πέρναγε η ώρα τόσο και το φως λιγόστευε, τόσο και η απόσταση από το στόχο του φαινόταν πιο μακρινή. Ένοιωσε ένα πόνο στο γερό του πόδι, αν και εδώ κάτω δεν μπορούσε κανείς να πει ποιο ήταν το γερό και ποιο το χωλό. Μια ανησυχία πέρασε από το μυαλό του στιγμιαία. Γρήγορα – γρήγορα πίεσε την βαλβίδα αέρα, την κακούργα «Βαρβάρα», δυό φορές και άφησε πιο πολύ αέρα να περάσει στο φόρεμα. Ο κολαουζέρης πρέπει από πάνω, από την αναφορά ροής του μαρκουτσέρη να κατάλαβε ότι τελείωνε την βουτιά του πια.
Ο Κλεάνθης κοίταξε ξανά τις φυσαλίδες που ανέβαιναν προς την επιφάνεια και έκανε, τραβώντας το κολαούζο, σήμα στους απάνω, να ανέβει. Ήθελε, αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε να βιάζεται. Οι οργιές ήταν πολλές και η ανάδυση θα έπαιρνε ώρα. Προσπάθησε να ηρεμίσει την καρδιά του που χτυπούσε γρήγορα και μόνο που δεν έκλαψε που άφηνε τόσο σφουγγάρι πίσω του. «Δεν πειράζει, ζημιά μη πάθουμε και το «καπάδικο» εδώ θα είναι και αύριο», μονολόγησε.
Ένοιωσε το τράβηγμα του κολαούζου και τα πόδια του άφησαν τν βυθό. Ο πόνος εξακολουθούσε στο πόδι και μια ζαλάδα τον έκανε να βλέπει φώτα εκεί που ήταν το σκοτάδι. «Αχ Παναία μου, μη μου λάχει κάτι …όχι – όχι πάλι». Το ανέβασμα σταμάτησε απότομα. Κάτι που καθησύχασε τον Κλεάνθη γιατί τα χέρια και το μυαλό του κολαουζέρη υπολόγιζαν τα μαζαρόλια και την ώρα, την ταχύτητα ανόδου και τον χρόνο της  αποσυμπίεσης. Ο Κλεάνθης λογιζόταν για «μαγγιόρος» και δεν ήθελε να τον αχρηστέψει, να τον χάσει ο καπετάνιος.
 Το ανοιχτό γαλάζιο χρώμα πάνω από το κεφάλι του, εκεί που οι μπουρμπουλήθρες κατέληγαν, άρχισε να μεγαλώνει σιγά – σιγά. Ο ουρανός, αν και είχε γείρει ο ήλιος στη δύση του, φαινόταν μέσα από τα νερά να κουνιέται κι αυτός στους ρυθμούς του ρεύματος. Κάποιο ψάρι που πέρασε κοντά στην επιφάνεια, τον κοίταξε απορημένο, γύρισε γύρω από το σκάφανδρο και απομακρύνθηκε, αφού το θέαμα δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Μετά ένα κοπάδι από μικρά ψαράκια τον προσπέρασαν κάνοντας τα χορευτικά τους, σαν μαύρο σύννεφο που άλλαζε σχήμα συνέχεια. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι μέχρι να ανέβει, οπότε αφέθηκε στην ομορφιά των νερών και στα παιχνίδια των αντανακλάσεων του λιγοστού τώρα ήλιου. Μέχρι που μέσα από το φινιστρίνι της «περικεφαλαίας», είδε την άκρη της μικρής σχοινένιας σκάλας. «Όπα… φτάσαμε. Άντε να δούμε τώρα τι ζημιά μας έκανε η θάλασσα, άντε να δούμε…», μονολόγησε ελπίζοντας για το καλύτερο. Το πόδι του, ακούμπησε και στερεώθηκε στο πρώτο ξύλινο σκαλάκι. Έδωσε ώθηση και ένοιωσε το βάρος του να έχει επανέρθει. Ανέβηκε και το δεύτερο σκαλάκι. Τώρα είδε τα χέρια του κολαουζέρη να σταυρώνουν πάνω στο σκάφανδρο, προσπαθώντας να το στρίψουν, να το ξεβιδώσουν, να το βγάλουν. Δίπλα του ο Μανολιός κράταγε και τακτοποιούσε το μαρκούτσο. Σε τέτοιο βάθος που είχε κατέβει, το μαρκούτσο είχε ξεδιπλώσει πολλά μέτρα.
Μύρισε τον καπνό από τσιγάρο και αμέσως, μες τη ζαλάδα του, διέκρινε το χέρι του καπετάνιου Άτσα, να τον προτρέπει να καπνίσει. Του έβαλε σχεδόν με το ζόρι το τσιγάρο στα στόμα: «Άντε μωρέ … κάντο το ρημάδι να ‘συχάσουμε κι εμείς…», του είπε. Του πίεσε με την άκρη του τσιγάρου τα χείλη: «Άντε βρε…», επανέλαβε, «… να δούμε ποιος νίκησε»
Ακόμα ο Κλεάνθης δεν είχε ανέβει στο κατάστρωμα. Κρατιόταν από την κουπαστή με το σώμα έξω από το καΐκι, πατώντας την σκάλα. Δάγκωσε την άκρη του τσιγάρου και πήρε μια βαθιά τζούρα, να φτάσει ο καπνός όσο πιο βαθιά μπορούσε στα πνευμόνια του, να λειτουργήσει γρήγορα να δει τα αποτελέσματα. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, μερικά βασανιστικά αργά δευτερόλεπτα, μέχρι  κολαουζέρης να σηκώσει το μανίκι από το φόρεμα. Κοίταξε προσεκτικά, έσκυψε να εξετάσει καλύτερα και τότε ακούστηκε να βγαίνει αέρας ανακούφισης από το στήθος του. Χαμογέλασε και χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Κλεάνθη. Γύρισε χαμογελώντας πάντα προς τον καπετάνιο που στεκόταν δίπλα του: «Όλα εντάξει καπετάνιο. Τον τραβάω τώρα να ξεκουραστεί…». Ο καπετάν Άτσας έδειξε, αν και πολύ σοβαρός, να ανακουφίζεται. Γύρισε απότομα και τράβηξε κατά την πλώρη, οι δουλειές τον περίμεναν, πάντως πρόλαβαν να τον δουν να ρίχνει μια γροθιά στον αέρα.
Ο κολαουζέρης τράβηξε τον δύτη του ολόκληρο πάνω στην «κουβέρτα», του έβγαλε τα σιδεροπάπουτσα, διέταξε τον μικρό τον Μανολιό να φέρει ένα κομμάτι αλμυρό τυρί και προσπάθησε να του βγάλει το φόρεμα. Αφού το δέρμα του δεν έβγαλε μελανιές με το τσιγάρο, το φόρεμα δεν χρειαζόταν, δεν θα τον ξαναβουτούσαν στο νερό. Ο Βούτθος είχε πάρει τέλος για σήμερα και κανένας άλλος από τους «μηχανικούς» δεν είχε χρωστούμενη βουτιά. Αύριο πάλι, ο Θεός να είναι μεγάλος και να ξημέρωνε την μέρα του! Ο Κλεάνθης πήρε το τυρί και τη γαλέτα που του έφερε ο πιτσιρικάς. Με δυό μπουκιές τα κατέβασε στο πεινασμένο του στομάχι. Τώρα θα περίμενε κανένα μισάωρο να δει αν το αίμα του ήταν καλό, αυτό έκανε η αλμύρα του τυριού, αν θα αιμορραγούσε η μύτη ή τα αυτιά, ή αν η ζαλάδα θα έφευγε.
Έστρεψε το βλέμμα προς το πέλαγος, εκεί που το φως του ήλιου στη δύση του, μάτωνε τα νερά. Μια φωτεινή, κίτρινη αχτίδα ξεπρόβαλλε ξαφνικά από τον ορίζοντα, περιπλανήθηκε πάνω στα κύματα και εξαφανίστηκε σιγά – σιγά, παραχωρώντας τη θέση της στο γκρίζο που δυσκολεύει την όραση. Ένα αεράκι σηκώθηκε και η θάλασσα γέννησε μερικά πιο ψηλά «προβατάκια» που κούνησαν το καΐκι, σαν να φούσκωσε το νερό. Η Υπαπαντή τον επισκέφτηκε για άλλη μια φορά μέσα στο μυαλό του και τα αμυγδαλωτά της μάτια φαίνονταν να τον λαχταρούν. Γέλασε και κούνησε απότομα το κεφάλι, ήθελε (;) να διώξει την εικόνα της, φοβόταν μην τον πικράνει. Όμως δεν μπόρεσε, η φαντασία του έφτιαχνε πολλές εικόνες της κοπέλας, το σώμα της, τους γοφούς της (τι θαύμα ήταν αυτοί οι «πεταχτοί» γοφοί της!), τα μάτια της πάλι, το χαμόγελό της, τα υπέροχα λευκά, ίσια δόντια της. Έγλειψε τα χείλη του και του φάνηκε ότι είχε τη γεύση της όμορφης κόρης.
«Ε, Κλεανθιό, ίντα έγινε, δεν θα φας μαθές;», ακούστηκε η φωνή του Μανολιού, που τον έβγαλε από τις σκέψεις. «Έλα ντε κι έχει Αμερικάνικη κονσέρβα με βοδινό βρε…»
Ο άντρας πετάχτηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξυπνούσε από βαθύ ύπνο, απότομα. Γύρισε το κεφάλι και είδε όλους τους άντρες του πλοίου μαζεμένους στην πλώρα. Ο καπετάνιος τον κοίταγε από μακριά, καθόταν λίγο πιο μακριά, συνοφρυωμένος και σκεφτικός. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και με κινήσεις ο καπετάν Άτσας, έδειξε το δέρμα στο χέρι του. Τον ρώταγε αν όλα ήταν καλά. Ο Κλεάνθης ένευσε καταφατικά και πλησίασε την μικρή φουφού που είχε την κατσαρόλα με το… «Αμερικάνικο βοδινό» που είχε πει και ο Μανολιός. Έπιασε μια γαλέτα και άρχισε να μασουλάει. Δεν πείναγε και με χαρά ανακάλυψε ότι η ζαλάδα είχε εξαφανιστεί και κανένα στίγμα δεν είχε παρουσιαστεί στο δέρμα. Παρόλα αυτά η διάθεσή του δεν ήταν καλή. Ασυναίσθητα έπιασε με το δεξί χέρι το μικρό χρυσό σταυρουδάκι που του είχε κάνει δώρο η Καλοτίνα, να τον προσέχει, μη και πάθει κανένα κακό, να επιστρέψει γερός και περήφανος. «Αχ βρε αδέρφι…», σκέφτηκε, «… τι να κάνεις τώρα μαθές…».
Κατέβηκε στο θάλαμο που ήταν το κρεβάτι του και αφέθηκε εξαντλημένος να τον πάρει ο ύπνος. Από πάνω ακουγόταν το «πεσπέρισμα» των συντρόφων του, αυτό το ήρεμο νανούρισμα από το στόμα του Μιχάλη του Μανιά, με την μονότονα απαλή φωνή του, να διηγείται παλιές περιπέτειές του:
«Από δεκαπέντε χρονώ πήγα σφουγγαράς. Με το σκαντάλι, με τους Ρούμες, το Λαμπί, τον Διαμαντή. Αργότερα με το κομπρεσέρ δούλευα τρεχαντηριέρης. Κάθε χρόνο, βάζαμε τις βάρκες δέκα – δώδεκα με το παλάγκο πάνω στη μπρατσέρα και πηγαίναμε Κυρηναϊκή. Αφήναμε τις τροφοδοσίες μας στο ντεπόζιτο και εμείς, όλα τα βαρκάκια, σκορπίζαμε για δουλειά…»
Ακούστηκαν λόγια, επιφωνήματα και χαχανητά από τους άλλους. Περίμεναν πως και πως αυτή τη βραδινή ώρα να πούνε τις ιστορίες τους, τα παραμύθια τους, τις επιθυμίες τους και τις φαντασιώσεις τους. Ο Μανιάς, αν και τα πειράγματα πήγαιναν και έρχονταν, συνέχισε απτόητος την αφήγησή του, παίρνοντας την απόφαση να τους κάνει να το … «βουλώσουν».
«…το λοιπό, από το χάραμα μέχρι το βράδυ, απεριόριστες βουτιές. Κάθε σφουγγάρι και πάνω. Το βράδυ να ετοιμάσουμε τα σφουγγάρια και να «γυαλώνουμε» στις ρίβες. Τραβούσαμε τις βάρκες στην άμμο, βγαίναμε, μαζεύαμε ξύλα, μαγειρεύαμε και κατάχαμα στη σκουτέλα να φάμε όλοι μαζί. Μετά στρώναμε τα στρωμάτσα και ταθέκαμε στον ύπνο ματσελεμένοι. Άμα ο τόπος είχε δουλειά, αφήναμε τις μονές μας έξω, ειδάλλως τις βάζαμε πάλι στη βάρκα. Το πρωί, προ να χαράξει, να φτιάσουμε τα σφουγγάρια καμιά ώρα και αμέσως σάρπα και μόλα, φεύγαμε για δουλειά.
Μ’ αυτό το σύστημα δεν είχαμε θύματα, ήταν η δικιά μας ανάσα. Τα θύματα ήταν με την ξένη δύναμη, τα μηχανήματα, τα κομπρεσέρια. Τα σφουγγάρια στο βυθό τα πιάνεις με τα δυό χέρια, άντε και με ένα μαχαίρι, να τα αποκολλήσεις, να μη σχιστούν, γιατί αλλιώς από πρώτη κατηγορία πάει στα σκάρτα. Ο ήλιος ήταν βοηθητικός. Το χάραμα και όταν βραδιάζει. Γιατί είναι χαμηλά και βλέπεις το βυθό καθαρά και πλάγια τις τρύπες και τις γκάφτρες, ενώ το μεσημέρι βλέπεις μόνο ίσα.
Το χειμώνα πηγαίναμε υστεροτάξιδο, χειμωνιάτικο στην Ελλάδα. Οι καιροί άγριοι. Φουρτούνες. Τα βαρκάκια δεν είχαν μηχανές, μόνο κουπιά και πανιά. Και ο καιρός συνέχεια απρόβλεπτος και κάθε βράδυ σάρπα και μόλα αγάντα, να γυρίζεις ώρες ολόκληρες να βρεις κατάλληλο μέρος ν’ αράξεις, να μην σε πνίξει και σε πετάξει στα βράχια. Έβρεχε, άστραφτε, μας προστάτευε ένα πανί. Τα ρούχα και οι κουβέρτες, βρεχότανε κι ευτυχώς η θάλασσα άχνιζε και ζεσταινόμασταν.
Δύσκολο, τυραννισμένο ψωμί. Όλοι είχαμε μεγάλες οικογένειες, κόρες να προικίσουμε κι απ’ αυτό το μικρό βαρκάκι περιμέναμε όλοι να ζήσουμε. Τα βαρκάκια δούλευαν τίμια, συντροφικά και δημοκρατικά… αλλά φτωχά…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου