Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

Τα κορίτσια της γωνίας, θα μπορούσαν να έχουν περάσει όλο το νησί γενεές δεκατέσσερις από το στόμα τους, ήξεραν τόσα πολλά για όλους κι όμως κάθονταν κι οι δυό τους ακίνητες, αγναντεύοντας την θάλασσα από το άνοιγμα των «κάτω» σπιτιών. Τα μάτια τους κάθε τόσο γυρνούσαν προς τη μεριά του σπιτιού του κυρ Δημητρού του Στεφανιδάκη και μετά πάλι προς την θάλασσα και την αντανάκλαση του ήλιου στα νερά της. Η Καλοτίνα και ο Μέμος, ήταν οι μόνοι λες, που κινούνταν και φανέρωναν κάποια σημάδια ζωής στο σπίτι.
Η Ποθητή, πνιγμένη από την περιέργεια είχε πάει να δει την φίλη της την Κυράννα, να μάθει γιατί τέτοια ησυχία και πραγματικά το μετάνιωσε και ευχήθηκε να μην την είχε επισκεφθεί. Η μελαγχολία εκεί, κοβόταν με το μαχαίρι, τόσο πυκνή και κυρίαρχη ήταν, η σιωπή και τα κόκκινα μάτια ήταν καθημερινό φαινόμενο σε εκείνο το χαρούμενο, παλιά, σπίτι.
Τώρα, καθισμένη στο αιώνιο σκαμνάκι τους οι δυό αδερφές, Ποθητή και Μαρία, μελαγχολούσαν κι αυτές με τη σειρά τους. Όσο κι αν θέλεις να νοιώσεις διαφορετικά, κάτι στην ατμόσφαιρα, κάτι στην ψυχή, κάτι στο μυαλό σε έκανε να συμμετέχεις κι εσύ στον πόνο, όπως εδώ, ή στη χαρά του φίλου.
Ο ήλιος έδειχνε κι αυτός διαφορετικός σήμερα, λαμπρός μεν, αλλά τριγυρισμένος από μια «αχνάδα», μια διάφανη μεμβράνη αερίων που δεν άφηναν την λάμψη του να κάψει τις αιτίες της μελαγχολίας.
«Οκτώβρης… τι Οκτώβρης δηλαδή αφού φτάνει στο τέλος του κι αυτός…», μουρμούρισε πιο πολύ παρά είπε η Ποθητή. Η Μαρία όπως πάντα κούνησε το κεφάλι καταφατικά και μηχανικά ίσιωσε το λευκό της τσεμπέρι στα μαλλιά.
«Σε λίγες μέρες έρχονται… μπορεί και σήμερα και αύριο. Ο Λιμενάρχης είπε ότι πέρασαν την Κάρπαθο κάποια…», συνέχισε τον μονόλογο της η μεγάλη αδερφή και πάλι πήρε το καταφατικό νεύμα της αδερφής της. «Να δούμε πάλι… τα χαμπέρια… τις μανάδες να τρέχουν στο λιμάνι και την πλατεία…»
«Και τις γυναίκες τους μαθές και τις κόρες και φιλενάδες τους…», σαν από θαύμα απάντησε η Μαρία με λόγια.
«Άσε και μη μιλάω πιότερο μη και φταρμίσω την ώρα. Θα δούμε… λίγες μέρες πάνω – κάτω και ιδούμε… Πρώτη θα σκούξει η Παναγίτσα και μετά ο Αι Στέφανος. Πρώτα από κει θα φανούν από τη γύρα … α α α α… κι ο Σταυρός θα λαλήσει τις καμπάνες του… και μετά θα βρεθεί το συναλίκι94… στην πλατεία και στο λιμάνι. Τρέμω την ώρα βρε Μαριώ, χρόνια την τρέμω, κάθε φορά που έρχεται ο Οκτώβρης… τρέμω… πόσες φορές δεν ευχήθηκα να μου ‘ρθει ταμνάς95. Και με πιάνει αυτό το τρικούμιο96 μωρέ…»
Από συνήθεια τράβηξε και πέρασε την φούστα σφιχτά από κάτω της. Σταύρωσε τα χέρια και ανάσανε βαθιά κρατώντας τον αέρα στα πνευμόνια μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω.
«Τι λες μαρή, ένα καφεδάκι να το πίναμε; Έχω μια ξαφνική επιθυμία για καφέ. Αληθινό όμως, από καφέ – καφέ και όχι ρεβίθι. Τι λες;»
Τι να πει και η Μαρία; Τι άλλο από το να συμφωνήσει με την αδερφή της και να σηκωθεί να φτιάξει τον καφέ που της ζητήθηκε εμμέσως;

«Μήνυμα μαύρο, θλιβερό βουίζει μεσ’ στ’ αυτιά μας,
πικρό μαχαίρι, σουβλερό ξεσχίζει την καρδιά μας.
Στο έμπα του καλοκαιριού το θλιβερό μαντάτο,
χαμός πέντε παλικαριών στης θάλασσας τον πάτο.
Κλάψετε βράχια κι αμμουδιές, μανάδες μαυροφόρες
ξερονήσια και ακρογιαλιές και πικραμένες κόρες.
Κλάψετε τους απόκληρους, τους καταφρονεμένους,
τους τρισεφτακακόμοιρους, τους ζωντανοθαμμένους.
Τους κολασμένους κι άμοιρους, της θάλασσας τους σκλάβους,
 π’ αφήκαν τα κουφάρια τους στις ερημιές τους κάβους,
που έδωκαν σφρίγος και ζωή, την τελευταία τους πνοή,
 για του Νησιού τη ζήση κι η ανθρωπινή η δίκη,
 τους δίνει ξύλινο Σταυρό, ραβδί και δεκανίκι.
Γιάννης Δ. Γεράκης
Από τη ζωή της Καλύμνου. «Στους αδικοχαμένους»,
Ιούλιος 1950

 (Το άσχημο νέο, το χαμπάρι, για όσους έσκαγαν, ερχόταν μέσω του Λιμεναρχείου και σ’ ένα χαρτί έγραφαν την είδηση του θανάτου και το έριχναν κάτω από την πόρτα του σπιτιού της οικογένειάς του. Όταν η γυναίκα το έβλεπε, καταλάβαινε το έρχομα του θανατικού του δικού της ανθρώπου κι έβγαζε δυνατή, πονεμένη στριγκλιά, ένιωθε τον πόνο να ξεσχίζει τα σωθικά της, έχανε το γιό ή τον άντρα της. Απ’ όλα τα σπίτια έβγαιναν οι γυναίκες έξω αλαφιασμένες, φοβισμένες, παρατώντας ότι κι αν έκαναν, να δουν από πού ακούστηκε αυτή η σπαραχτική, πληγωμένη φωνή. Είχαν καταλάβει ότι είχε έρθει το χαμπάρι (χαμπέρι), η είδηση του θανάτου).

Πρέπει να ήταν γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, όταν ο πρώτος χτύπος από την καμπάνα της Παναγίτσας ακούστηκε στο νησί. Μετά ένας δεύτερος και μετά από μερικά δευτερόλεπτα ο τρίτος και ο τέταρτος. Οι άντρες βγήκαν έξω από τα καφενεία της πλατείας και του λιμανιού, οι ναύτες και οι αξιωματικοί του Λιμεναρχείου έσκυψαν έξω από τα παράθυρα του κτιρίου και οι γυναίκες σήκωσαν την μέση από τις δουλειές και αφουγκράστηκαν τον αέρα, σαν το θηρίο που οσμίζεται τον αέρα για κίνδυνο.
Ακούστηκε κι άλλη μια καμπάνα να χτυπά, αυτή τη φορά του Αι Στέφανου πάνω στην ανηφόρα και ανταποκρίθηκε η εκκλησία του Αι Νικόλα από την άλλη μεριά του νησιού. Τώρα όμως χτύπαγαν μανιασμένες, γρήγορα και χαρούμενες.
«Ηφτάσασι μαθές…» ακούστηκε στο καφενείο του Μέμου η φωνή του «Μαρκούτσου» και το επανέλαβε πολλές φορές μέχρι να το καταλάβουν όλοι οι θαμώνες. «Να… τώρα θα πέρασαν την Λέρο…. Ηφτάσασι…», επανέλαβε. Όλοι σηκώθηκαν και άρχισαν να κοιτούν προς τη μεριά του λιμενοβραχίονα. Τα πιτσιρίκια είχαν αρχίσει ήδη την «πιλάλα» και πέρναγαν τώρα τα κάγκελα του λιμανιού.
«Ηφτάσασι…», μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα σε όλο το νησί. Η μαγική λέξη, αυτή που περίμεναν τόσοι άνθρωποι με τέτοια λαχτάρα. Το νησί ολόκληρο ζωήρεψε με φωνές, κλάματα χαράς, κόσμο που μαγικά, άρχισε να συρρέει στην μεγάλη πλατεία με απώτερο προορισμό το λιμάνι.
Τα αγόρια από το «Νικηφόρειο» γυμνάσιο, εγκατέλειψαν τις τάξεις τους, σπάζοντας την ονομαστή πειθαρχία του σχολείου και ξεχύθηκαν αλαλάζοντας στους δρόμους που οδηγούσαν προς το λιμάνια της Πόθιας, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες για συμμόρφωση, των καθηγητών τους.
Παντού η ίδια λέξη: «ηφτάσασι… να σε λίγο θα φανούσι…». Η αγωνία της προσμονής ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Τα μαγαζιά κατέβασαν τα ρολά τους, οι μικροπωλητές, άλλοι παράτησαν την πραμάτεια στο δρόμο, (ευκαιρία για τους πιτσιρικάδες να αρπάξουν τζάμπα κούνες και στραγάλια) και άλλοι που το εμπόρευμα ήταν δυνατό να το μεταφέρουν, έτρεχαν ήδη προς το Λιμεναρχείο. Τα μαντίλια στο κεφάλι των γυναικών είχαν δώσει χρώμα στην πλατεία, κίτρινο και άσπρο, μαύρο και γκρι λιβάδι μέσα στη θάλασσα!
«Να… να εκεί…» ακούστηκε μια φωνή κι ένα χέρι τεντωμένο έκανε τα κεφάλια όλων να στραφούν προς την μεριά των σφαγείων. Και πράγματι, το πρώτο καΐκι, το πρώτο σφουγγαράδικο έκανε την εμφάνισή του, φορτωμένο με το πολύτιμο φορτίο του, ενώ κρεμασμένοι οι «μηχανικοί» σαν τσαμπιά από τις αντένες, χαιρετούσαν από μακριά με μαντίλια και ανοικτές παλάμες, τους δικούς τους που, πρέπει, να ήταν εκεί στην προβλήτα. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και να’ σου το δεύτερο σκάφος και το τρίτο και με σειρά από πίσω καμιά δεκαριά άλλα.
Οι καραμούζες των δεμένων στο λιμάνι καϊκιών, άρχισαν κι αυτές να ουρλιάζουν, προσθέτοντας στο πανδαιμόνιο που επικρατούσε, τον δικό τους χαιρετισμό. Ο κόσμος τώρα δεν μπορούσε να συγκρατηθεί με τίποτα. Ούτε από τα κάγκελα που είχαν στήσει οι ναύτες του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου, ούτε κι αυτοί οι ίδιοι οι άμοιροι ναύτες που είχαν σχηματίσει ανθρώπινη αλυσίδα ενώνοντας τα χέρια τους.  Ο Λιμενοβραχίονας, εκεί που θα έδεναν τα σκάφη, είχε γίνει ένα τεράστιο πολύχρωμο πάζλ, από εκστασιασμένους ανθρώπους. Μέχρι που όλη αυτή η οχλοβοή κόπηκε απότομα σαν μαχαίρι. Τόσο απότομα, που κανείς θα νόμιζε ότι πατήθηκα κάποιος διακόπτης.
Από την μεριά των σφαγείων, εκεί που τα καΐκια που έρχονταν, έκαναν την τελευταία στροφή πριν μπουν στο λιμάνι, είχε φανεί κι άλλο ένα σκάφος. Μόνο που αυτό είχε ένα μαύρο πανί να ανεμίζει μεσίστιο στο κατάρτι, ανάμεσα από τις αντένες του.

Ο Μέμος και η Καλοτίνα, είχαν παρατήσει το καφενείο, το έκλεισαν πρόχειρα και βρίσκονταν από τους πρώτους στο λιμάνι, απέναντι ήταν έτσι κι αλλιώς, προσπαθώντας να πάρουν θέση, να δουν καλύτερα το σκάφος του καπετάν Άτσα, την «Ευαγγελίστρια» που θα τους έφερνε τον Κλεάνθη. Η Καλοτίνα, όλο στηριζόταν στο μπράτσο του αδερφού της και κάνοντας επιτόπια πολλαπλά άλματα προσπαθούσε να δει προς το ανοικτό πέλαγος. Γέλαγε και την είχε πιάσει λογοδιάρροια, χαχάνιζε σαν μικρό παιδί και το πρόσωπό της έλαμπε για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό. Ο Μέμος είχε ενθουσιαστεί κι αυτός, αλλά το μάτι του έτρεχε και προς τη μεριά των κοριτσιών και προς την μεριά ειδικά της Ευανθούλας της κόρης του Μικέ του Κουμπουράκη που είχε την ψαροταβέρνα στο Επαρχείο κοντά. Τα πλεούμενα τώρα όλο και πλησίαζαν, σε λίγο θα έδεναν στην άκρη του λιμανιού. Ήδη οι «άντρες των σχοινιών», αυτοί δηλαδή που έπιαναν τον φλόκο, έστεκαν στα «ντόκια» και με το χέρι στο μέτωπο για προστασία, προσπαθούσαν να υπολογίσουν την απόσταση.
«Να δεις που θα είχαν καλό ψάρεμα… να δεις!», είπε η Καλοτίνα. «Δόξα τω ονόματί σου Παναία μου!!! να είναι κι όλοι καλά…»
«Θα είναι μαρή, αφού το Λιμεναρχείο δεν έφερε γράμμα, όλοι καλά θα είναι…»
«Κι αν έσκασε κανείς κοντά σε μας; Ας πούμε στη Κάρπαθο; Δεν θα είχαν προλάβει να ειδοποιήσουν, να στείλει γράμμα το Λιμεναρχείο…»
«Ε, πλιό, με την γκρίνια στο στόμα είσαι μαθές. Άστα αυτά, όλα καλά θα πήγασι…», απάντησε ο Μέμος φτιάχνοντας συγχρόνως το ατίθασο τσουλούφι του. Η  Ευανθούλα κοιτούσε και δεν μπορούσε λίγες τρίχες να του χαλάσουν την εικόνα. Έψαξε και στην τσέπη του, βρήκε τσιγάρα και άναψε ένα… ε, τι άντρας θα ήτανε χωρίς τσιγάρο!
«Να… να το πρώτο … του καπετάν Παντελή δεν είναι. Για δες πλιο μωρέ Μέμο, η «Πριγκηπέσα» δεν είναι;»
«Ναι… ναι…», απάντησε εκείνος χωρίς να κοιτάξει καν.
«Να και ο «Γύλος» του Νικήτα του Νεόφυτου… κι αυτό; Α, μάλιστα η «Γοργόνα της Καλύμνου»… ωραίο σκαρί το άτιμο και φορτωμένο ε;», συνέχισε να ρωτάει τον αδερφό της που τα μάτια του τα είχε για τα κορίτσια μόνο και όχι για τα σκάφη που πλησίαζαν στο νησί.
Τα ονόμασε όλα, χωρίς να βλέπει τα ονόματά τους, τα ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά πια μετά από τόσα χρόνια. Κι όλα ήταν βαρυφορτωμένα με σφουγγάρια και πάνω στο κατάστρωμα και στα κατάρτια τους κρεμασμένα, αλλά και μέσα σε δίχτυα, να τα σέρνουν στο πλάι τους μέσα στη θάλασσα. Οι έμποροι, Έλληνες αλλά και ξένοι, (πολλοί Άγγλοι αφού το σφουγγάρι της θάλασσας ήταν περιζήτητο στην Αγγλία), στριμώχνονταν μπροστά – μπροστά με κίνδυνο να καταλήξουν στο νερό, στην προσπάθειά τους να κλείσουν από την πρώτη στιγμή την καλύτερη δυνατή τιμή για το εμπόρευμα. Σε λίγο το υπαίθριο χρηματιστήριο θα έπαιρνε φωτιά.
Όταν φάνηκε το τελευταίο σκάφος, αυτό με το μαύρο πανί και όταν οι φωνές κόπασαν, η Καλοτίνα γύρισε απότομα το κεφάλι προς το μέρος του. Δεν έβλεπε καθαρά, ήταν μακριά ακόμη, αλλά από το σχήμα και τα χρώματα, κατάφερε να το γνωρίσει. Ήταν η «Ευαγγελίστρια», το καΐκι του Άτσα, αυτό που θα έφερνε τον αδερφό της πίσω. Τα πόδια της κόπηκαν και τα γόνατα λύγισαν στην θέα του. Το σκάφος ερχόταν με τη μισή του ταχύτητα, λες και δεν ήθελε να πιάσει λιμάνι. Δεν σφύριξε για να χαιρετίσει, δεν σηκώθηκαν οι άντρες του να δείξουν τη χαρά τους για την επιστροφή. Μόνο ερχόταν φτιάχνοντας άσπρα σιντριβάνια με την πλώρη του.
«Όι Παναία μου… μην είναι κακό το χαμπέρι… μην είναι κακό για μένα…», άρχισε να μονολογεί η Καλοτίνα, ενώ τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν από τα δάκρυα. Ακόμα και ο Μέμος τώρα είχε παρατήσει τις κοπέλες που κοιτούσε και είχε στρέψει το βλέμμα όλο αγωνία στο μικρό σκάφος λες και μπορούσε να μάθει από τόσο μακριά τα νέα.
Κανένα σκάφος δεν έδεσε στον μόλο, κανένα σκάφος δεν πλησίασε στο τσιμέντο του λιμενοβραχίονα. Ακόμα και το «ποστάλι» που εκτελούσε το δρομολόγιο προς και από την Κω, έλυσε τα σχοινιά του και μετακινήθηκε σε άλλη θέση, ν’ αφήσει χώρο στο «μαύρο καΐκι». Κι εκείνο ερχόταν και ήταν πιο απειλητικό μέσα στην απόλυτη ησυχία που επικρατούσε. Και ήταν πιο απόκοσμο και από την κόλαση…
Κανείς δεν έβγαλε άχνα. Το τυλιγμένο με μουσαμά πτώμα πάνω στο κατάστρωμα τους είχε παραλύσει όλους. Μόλις έδεσε το πλοίο, η Καλοτίνα το σάρωσε όλο από πρύμνη μέχρι μπροστά στην πλώρη με τα μάτια, να δει ανάμεσα στους γερούς άντρες τον Κλεάνθη. Και όσο δεν τον έβλεπε, τόσο θόλωνε το βλέμμα.
Μια μουρμούρα είχε τώρα απλωθεί σε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος. Θύμιζε το φούσκωμα της θάλασσας πριν την καταιγίδα που θα ξεσπούσε σε λίγο. Κάποια ονόματα ακούστηκαν, όλα διαφορετικά μεταξύ τους γιατί κανείς δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο νεκρός ήταν ο δικός του άνθρωπος.
Πέντε άντρες σήκωσαν το πτώμα πάνω σε ένα φύλλο από την εσωτερική πόρτα του καϊκιού που είχαν ξηλώσει και άρχισαν να κατεβαίνουν την μικρή σκάλα. Η Καλοτίνα παραλίγο να λιποθυμήσει όταν είδε ότι ένα από τα άτομα αυτά ήταν ο Κλεάνθης. Στην αρχή τον γνώρισε από το χωλό του πόδι, το χωλό του περπάτημα, μετά προσπάθησε να αφαιρέσει τα μεγαλωμένα γένια του άντρα και έτσι «είδε» το πρόσωπο του αδερφού της. Έκανε τον σταυρό της.
Ο μουσαμάς που κάλυπτε το πτώμα, από ένα ξαφνικό αεράκι, ανασηκώθηκε και αποκάλυψε το πρησμένο πρόσωπο του σκασμένου. Ήταν ο Παναγής ο Κωλλέτης ο «Ποντικός». Περίπου στα σαράντα του θεωρούνταν ένας από τους πιο έμπειρους βουτηχτές. Κι αυτό ήταν το πιο ειρωνικό.
«Παναή μου», ακούστηκε μια σπαρακτική κραυγή από πίσω… «Παναή μου… λεβέντη μου… κύρη μου…», επανέλαβε η φωνή μέσα σε κλάματα και λυγμούς. Φασαρία έγινε, κάποιοι έτρεχαν και έσπρωχναν τους μπροστινούς, που προσπαθούσαν να καταλάβουν τα γεγονότα. Γυναίκες φώναζαν και κορίτσια έκλαιγαν, μέχρι που φάνηκε μια γυναίκα  γύρω στα τριανταπέντε με λυμένα τα μαλλιά και απεριποίητα, να σπρώχνει και να σπρώχνεται ανάμεσα στο πλήθος.  Το άσπρο μαντίλι είχε πέσει από το κεφάλι της και είχε ποδοπατηθεί από τους υπόλοιπους, ένα κουμπί από το φόρεμα είχε τραβηχτεί και έσκισε το ύφασμα στο ύψος της κοιλιάς και δάκρυα έτρεχαν ποτάμι στα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα.
«Παιάτσι μου… αγόρι μου…», ακούστηκε μακρόσυρτα και φρικιαστικά στριγκή η φωνή μιας μαυροφορεμένης μεσόκοπης γυναίκας δίπλα. Μάνα και νύφη, έκλαιγαν και μοιρολογούσαν τον γιό και σύζυγο, τον πατέρα των δυό μικρών παιδιών που προσπαθούσαν να τρέξουν μπροστά τους. Η μάνα είχε χάσει τον άντρα πριν από καμιά δεκαριά χρόνια στο σφουγγάρι και τώρα έχανε και τον μονάκριβό της γιό, η νύφη τον ένα και μοναδικό στύλο της ζωής της, τον άνθρωπό της… την αγάπη της. Και τα παιδιά; Έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Τον πατέρα και φίλο τους!!!
Την ώρα που οι πρώτοι από τους άντρες πάτησαν το τσιμέντο του λιμανιού, οι δυό γυναίκες έπεσαν πάνω τους, να ακουμπήσουν τον νεκρό τους, αναγκάζοντάς τους να σηκώσουν τα χέρια στον ουρανό, μαζί με την σωρό του φίλου τους. Κλάματα και ικεσίες ακούστηκαν, απειλές και βρισιές, παρακάλια πάλι και κλάματα…
Και οι άντρες έκλαιγαν. Περπατούσαν με το πτώμα και έκλαιγαν, μπορούσαν να ήταν αυτοί στη θέση του, μπορεί το μοιρολόι που είχε αρχίσει να ακούγεται σιγανά στην αρχή, πιο έντονο τώρα, να ήταν γι αυτούς. Μπορεί την επόμενη ή την μεθεπόμενη χρονιά … Το κορμί τους είχε γεμίσει νυχιές και αίματα από την προσπάθεια των γυναικών να πάρουν το σώμα του αγαπημένου τους. Κι αυτή η μυρωδιά… η μπόχα του θανάτου… της σήψης… ανυπόφορη.
Οι καμπάνες χτυπούσαν σιγά, πένθιμα λες και ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Λες και δεν ήταν; Η Καλοτίνα το είχε δει αυτό άλλες δυό φορές στη ζωή της και είχε αποφασίσει να μη ξαναπάει στην επιστροφή των σφουγγαράδικων, αλλά τώρα περίμενε τον Κλεάνθη. Τον αδερφό της. Πισωπάτησε να αφήσει χώρο στην μικρή πομπή να περάσει, πισωπάτησε μη την «μολύνει» το θανατικό, πισωπάτησε γιατί κιότεψε μπροστά στον θρήνο. Άφησε τα μάτια της να κλάψουν και στηρίχτηκε πάλι πάνω στο μπράτσο του Μέμου, που παρακολουθούσε άναυδος όλα αυτά που έβλεπε.
Ο Κλεάνθης ήρθε κοντά τους και αμέσως τον αγκάλιασαν, στρατιώτης που είχε γυρίσει από σκληρό πόλεμο. Άφησε κάτω το ναυτικό του μπόγο, χάιδεψε το κεφάλι του αδερφού του και φίλησε πολλές φορές την Καλοτίνα.
«Ο πατέρας η Κυράννα… που είναι μαθές; Δεν ήρθασι;», ρώτησε κοιτάζοντας πάνω από το πλήθος.
Και στην άκρη του μόλου, είδε τους γονείς του να προσπαθούν να βρουν χώρο να πλησιάσουν. Ο κυρ Δημητρός στηριζόταν στο «καλό» του μπαστούνι και τράβαγε πίσω του την γυναίκα του που κάτι μουρμούριζε και σαν να μην συνέβαινε τίποτα χαιρετούσε τους γνωστούς της. Έφτασαν κοντά στο γιό τους και έπεσαν με λαχτάρα πάνω του, τον φίλησαν, τον χάιδεψαν, τον έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Η καρδιά τους είχε ξαναγυρίσει στη θέση της… προς το παρόν τουλάχιστον. Τώρα έμενε να τον ακούσουν, να γιορτάσουν μαζί του, να … τον χορτάσουν πια.
Η πομπή με τα μοιρολόγια και την άμοιρη οικογένεια του Κωλλέτη, είχε φτάσει στον «Χριστό» και όλοι οι κάτοικοι του νησιού, συμμετείχαν στον πόνο τους, ευχαριστημένοι όμως κατά βάθος, που δεν είχε τύχει σε αυτούς το κακό. Το ίδιο ένοιωθε και η Καλοτίνα και η Νικολέτα που είχε και εκείνη φτάσει στο λιμάνι με τον Σέμο και τα δυο παιδιά στο χέρι. Τον φίλησαν κι αυτοί με τη σειρά τους, ξανά τον χάιδεψαν λες και ήθελαν να βεβαιωθούν ότι ήταν αυτός, ζωντανός και γερός, ο Κλεάνθης ο δικός τους… ο λεβέντης τους. Κι εκείνος προσπαθούσε να τους χορτάσει, όμως τα μάτια του όλο και πετάριζαν γύρω – γύρω, σαν κάτι να έψαχνε.
«Πως πήγε το ταξίδι;», τον ρώτησε ο Σέμος, γεμάτος περιέργεια για την περιπέτεια αυτή, (περιπέτεια την έλεγε, δείχνοντας ότι δεν την υπολόγιζε για σοβαρή δουλειά με τους κινδύνους της και τα οφέλη της). «Είχε σφουγγάρι; Είχε καιρό; Σε πόσες οργιές κατέβηκες; Καλός ο καπετάνιος;…»
«Ένα – ένα βρε Σέμο, ένα – ένα. Όλα με τη σειρά τους. Ας πάμε πρώτα να πιούμε ένα ποτήρι τσιπουράκι, μου έχει λείψει τόσο…»
«Το τσιπουράκι;», ρώτησε η Νικολέτα. «Το τσιπουράκι σου έχει λείψει;»
Ο Κλεάνθης δεν απάντησε. Τι να πει άλλωστε; Η μικρή του αδερφή ήταν πολύ έξυπνη και δεν μπορούσε ή μάλλον δεν ήθελε να της απαντήσει με ψέματα. Τους πήρε όλους, τις δυό αδερφές του αγκαλιά και πήγαν προς το καφενείο.
«Ωραίο το ‘χεις αδερφέ…», είπε. «Έκαμες μωρέ καθόλου δουλειά ή ζάπα το άνοιγες…» και γέλασε.
Κάθισαν όλοι σε ένα τραπέζι και σιγά – σιγά άρχισαν να μαζεύονται όλοι οι γνωστοί. Και ο Κουκουβάς και ο «Μισός» και τόσοι άλλοι που ήθελαν να τον δουν και φυσικά ο Κωνσταντής με τον «Μαρκούτσο», ο «Τρούπας» και ο «Μάμας»… μη χάσουν το κέρασμα του καλωσορίσματος. Και είπαν πολλά. Μια του μιλούσαν για την δουλειά του μαγαζιού, μια τους έλεγε για το ταξίδι. Μια του μιλούσαν για την καθημερινότητα του νησιού, μια τους έλεγε για τα σφουγγάρια και τα νερά. Όταν τον ρώτησαν για τον «σκασμένο», το πρόσωπο του Κλεάνθη σοβαρεύτηκε και κάπως σκοτείνιασε.
Άναψε τσιγάρο και ήπιε μια γουλιά από το τσίπουρο που είχε εν τω μεταξύ σερβίρει ο Μέμος και φυσικά το είχε ιδιαιτέρως περιποιηθεί η μεγάλη του αδερφή. Είδε τους υπόλοιπους να τραβάνε πιο κοντά την καρέκλα τους, περιμένοντας να ακούσουν την εξιστόρηση, να μάθουν από πρώτο χέρι, πως έγινε το κακό και βασικά, το ποιος έφταιγε. Η «κοινή γνώμη», έπρεπε να βγάλει την ετυμηγορία του, ίσως και την ανάλογη ποινή, πριν τελειώσουν οι ανακρίσεις του Λιμενάρχη.
Ο Κλεάνθης τους κοίταξε όλους περίεργα. Τους αγαπούσε αλλά και συγχρόνως … αντιπαθούσε αυτή την αναζήτηση του υπαίτιου που έβλεπε στα μάτια τους. Κι εκείνος είχε υποφέρει από τους ερασιτέχνες κριτές και δικαστές:
«Πιάσαμε το ταξίδι του γυρισμού…», είπε, «… με όλα τα πράγματα να έχουν πάει καλά. Ούτε «χτυπημένους», ούτε «σκασμένους», ούτε φουρτούνες, ούτε μπλεξίματα με τους αραπάδες. Το σκάφος ήταν γιομάτο σφουγγάρι και όλοι, καπετάνιος κολαουζέρης, πλήρωμα και βουτηχτάδες γέλαγαν με κέφι που άλλη μια χρονιά ξελασπώσαμε. Ανεβαίναμε στη θάλασσα και έξω από την Κάρπαθο, ο «Σκουτέλης» φώναξε από την πλώρα: «Καπετάνιο,… εδώ έχει ολόκληρο λιβάδι. Σφουγγάρια με το καντάρι σου λέγω». Ο καπετάνιος διέταξε «κράτει» και οι μηχανές σβήσανε. Τόσο γρήγορα που η «Ελεούσα» παραλίγο να μας εμπολίσει… Ήταν και το τεπόζιτο που ερχόταν σιμά – σιμά, έκανε κι εκείνο μανούβρα. Έτσι φτιάχτηκε ένας κύκλος στο νερό, λες και θα έφευγαν τα σφουγγάρια από κει και έπρεπε να τα φυλακίσουμε. Μόνο δίχτυ δεν ρίξαμε. Μέχρι εδώ … καλά.
Μας φώναξε ο καπετάνιος να μας μιλήσει. Μας είπε ότι θα έδινε τα λεφτά του χειμωνικού αν καθόμασταν δυο – τρεις μέρες παραπάνω, να ψαρέψουμε κι εκεί. Όλοι συμφώνησαν, τα λεφτά θα ήταν καλά και δεν θα κάναμε άλλο ταξίδι μέχρι του χρόνου. Το μέρος φαινόταν τόσο πλούσιο που τύφλα να έχει η Εύβοια.
Το επόμενο πρωινό, ο πρώτος που βούτηξε ήμουν εγώ. Τρελάθηκα από την χαρά μου, από την λαχτάρα μου. κοίταζα εδώ τίγκα το «καπάδικο», κοίταγα παραπέρα να τα «φίνα», δεν ήξερα τι να πρωτοκόψω. Φόρτωνα το καλάθι συνέχεια. Όλο το έστελνα πάνω. Πέρασε η ώρα και ένοιωσα τον κολαουζέρη να με τραβά. Πικράθηκα γιατί ήθελα να κουρσέψω κι άλλα, μα το βάθος ήταν μεγάλο, αρκετά μαζαρόλια για να με αφήσει. Σαν ανέβηκα δεν μπορούσα να κρατήσω την χαρά μου. απρόσμενο δώρο από τον Θεό. Τι θέλαμε την Αραπιά; Εδώ στα πόδια μας είχε πολλά για να βγει το ταξίδι. Τέλος πάντων!
Τη δεύτερη μέρα όλοι βούτηξαν με τη σειρά τους και όλοι σήκωσαν σφουγγάρια με την οκά. Πιάσαμε και θαλασσινά, ναι – ναι, θαλασσινά, πολλούς αστακούς και σμέρνες με το κοντάρι που παίρναμε μαζί. Θα βρίσκαμε καράβι για Πειραιά να τα πουλήσουμε. Το τεπόζιτο θα αναλάμβανε την ψαροδουλειά αυτή.
Ήρθε το λοιπό η ώρα να βουτήξει την δεύτερη βουτιά του ο Παναγής. Χαρούμενος ήταν και εκστασιασμένος από τον όλη χαρά. Κατέβηκε και μόλις πάτησε στα βράχια χτύπησε ότι τα πάντα ήταν εντάξει. Δεν είχαν περάσει σαράντα πέντε λεπτά και από τα δεξιά, φάνηκε το μεγάλο μαύρο πτερύγιο.
«Καρχαρίας…» φώναξε ο κολαουζέρης. «Σκύλος στα δεξιά…» με μια φωνή το υπόλοιπο πλήρωμα. Με το κολαούζο δόθηκε σήμα κινδύνου στον Παναή. Αυτός βέβαια δεν πρέπει να κατάλαβε τι ακριβώς ήταν ο κίνδυνος, αλλά από την πείρα του πρέπει να το υπέθεσε γιατί αμέσως οι … μπουρμπουλήθρες πήγαν σε ένα μέρος που ήταν τα βράχια που είχαμε πιάσει τις σμέρνες. Κάτι τον ανησύχησε, το ψάρι το είδαμε να βουλιάζει με φόρα, δυό – τρεις φορές, μετά το είδαμε να σηκώνεται ψηλά λες και ήθελε να επιτεθεί και ξανά κάτω. Ο Παναής πρέπει να τρομοκρατήθηκε και έσπασε στη κίνηση τη «Βαρβάρα» σε κάποιο βράχο. Δεν μπορούσαμε να τον ανεβάσουμε, είπαμε το βάθος ήταν μεγάλο, έτσι περιμέναμε για σημάδια δικά του. όταν τελικά το ψάρι έφυγε ο Παναής ανέβηκε σκασμένος. Μέχρι και στο σκάφανδρο είχε μπει νερό και η γλώσσα είχε μπλαβιστεί  και έστεκε πρησμένη έξω από το στόμα. Κάναμε πως και πώς να τον βγάλουμε από το φόρεμα. Τόσο είχε πρηστεί!»
Σταμάτησε την κουβέντα απότομα και ήπιε ένα ποτήρι τσίπουρο μονομιάς. Κανείς δεν τόλμησε να του κάνει ερώτηση. Από την καύτρα του τσιγάρου του, άναψε ένα δεύτερο και φάνηκε το χέρι του να τρέμει. Η Καλοτίνα πήγε σιμά του και έπιασε το κεφάλι του, σφίγγοντάς το στο στήθος. Ήξερε πως αλλιώς είναι να σου λένε για θανατικό κι αλλιώς να το ζεις από κοντά, να πιάνεις με τα χέρια σου τον νεκρό, να βλέπεις την τελευταία του όψη του. τον φίλησε και κοίταξε τους άλλους. Όλοι είχαν αυτό το παράπονο της αδικίας στο πρόσωπό τους. Ακόμα και ο Κωνσταντής με την μειωμένη του αντίληψη, έβαλε τα κλάματα παρασύροντας στον «καημό» του και τον «Μαρκούτσο».
Στην άκρη της στρογγυλής αυλής του καφενείου, έκανε την εμφάνισή της. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα, αυτό που μάλλον είχε για τις καλές περιστάσεις και τα μαλλιά της μπορεί να ήταν τώρα σκονισμένα, αλλά πάντως σίγουρα τα είχε καλοχτενίσει πριν. Λαχανιασμένη στηρίχτηκε στον τοίχο και είχε σηκώσει το ένα πόδι προσπαθώντας να φορέσει το παπούτσι. Το άλλο το κρατούσε στο χέρι, σημάδι ότι έτρεχε ξυπόλυτη στον δρόμο, προσπαθώντας να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, αυτά τα ωραία αμυγδαλωτά μάτια που είχαν κάψει την καρδιά του.


«Καλώς την Υπαπαντή…», φώναξε η Νικολέτα κάνοντας το κεφάλι του αδερφού της να γυρίσει τόσο απότομα που παραλίγο να πάθει εξάρθρωση.
«Καλώς την …», είπε και η Κυράννα. «Κόπιασε κόρη μου κοντά μας. Έλα και έχουμε χαρές σήμερα»
Η κοπέλα προσπαθούσε να πάρει ανάσες (τι χαριτωμένη ήταν με τα κόκκινα από το τρέξιμο, μάγουλά της!), κοίταξε τους θαμώνες του καφενείου επιπόλαια και κάρφωσε το βλέμμα της στον Κλεάνθη. Άθελα, της ξέφυγε ένα χαμόγελο, θυμίζοντας μικρό παιδί που έβρισκε το κρυμμένο δώρο του.
Ο άντρας σηκώθηκε και πήγε κοντά της. Την αγκάλιασε από τους ώμους και τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε να μη την φιλήσει στα χείλη.
«Μου έλειψες…», του είπε και τρίφτηκε όσο πιο διακριτικά μπορούσε πάνω του.
«Κι εμένα…», απάντησε εκείνος. «Και τώρα ετοιμάσου να δεις τι έχεις να πάθεις μικρή…»
Γέλασε σαν είδε την έκφραση στο πρόσωπό της και την έπιασε από το χέρι. Σχεδόν την τράβηξε κοντά του, προς το τραπέζι που η Κυράννα και ο κυρ Δημητρός τους κοιτούσαν με ένα στατικό, αμήχανο χαμόγελο.
«Λοιπόν πατέρα…», είπε, «… δεν θα χαιρετίσεις την νύφη σου;»
«Τι; Αχ Κλεάνθη μου…», είπε εκείνη και τον αγκάλιασε με όση δύναμη διέθετε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου