Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Απρίλης μπήκε με μια ασυνήθιστη για την εποχή ζέστη. Ακόμα και ο αέρας που ερχόταν από την θάλασσα ήταν ζεστός, σχεδόν καυτός. Ο Κλεάνθης δεν μπορούσε να αντέξει πολύ ώρα μέσα στην κουζίνα και γι αυτό είχε επιστρατεύσει τον Μέμο για όλες αυτές τις «ζεστές» δουλειές. Η Καλοτίνα για λόγους που δεν είχε καταλάβει, ή που δεν ήθελε να καταλάβει, έδειχνε πολύ πιο αδιάφορη απέναντί του και τώρα πια και λίγο απόμακρη με αποτέλεσμα να μην ζητήσει ποτέ την βοήθειά της. Κι εκείνη ήταν τόσο εγωίστρια που δεν θα την πρόσφερε αν δεν της την ζητούσε. Έτσι το βάρος είχε πέσει στον μικρό αδερφό, το εύκολο θύμα.
 «Έλα και για όσο θα λείπω θα είσαι εσύ ο ιδιοκτήτης βρε», του έλεγε ο Κλεάνθης κάθε τόσο. «Βέβαια για οκτώ μήνους μόνο…» και γέλαγε σαν έβλεπε την απελπισμένη έκφραση του Μέμου. Γιατί «ιδιοκτήτης» σήμαινε… ότι θα παράταγε τις βόλτες με τους φίλους του, τα ψαρέματα και τα μπάνια στη «Γέφυρα» και τα «Θέρμα». Δεν μίλαγε όμως, ήξερε ότι η … διαταγή (!) - όσο γλυκά κι αν το ζητούσε - του μεγάλου του αδερφού, έπρεπε να γίνει αποδεκτή.
Ο συνηθισμένος κόσμος μπαινόβγαινε στο καφενείο, έπινε τους καφέδες του και τα τσίπουρά του, έκανε τα συνηθισμένα του σχόλια – τόσες φορές τα ίδια και τα ίδια, που ο Κλεάνθης ήξερε τι θα πει ο καθένας πριν ακόμα ανοίξει το στόμα του – διάβαζε την εφημερίδα του και ταξίδευε με την φαντασία του σε μακρινές θάλασσες.
Ο καπετάν Άτσας έβαλε την ναυτική του τραγιάσκα στη καρέκλα δίπλα του και έκανε νόημα στον Μέμο για ένα καφέ. Σήμερα δεν ήθελε να πιεί, είχε πολλές δουλειές να τελειώσει σαν πλησίαζε ο καιρός για το ταξίδι. Στα ίδια μέρη, με τις ίδιες συνήθειες και τσούρμα ελαφρά αλλαγμένα. Η «Βαγγελίστρα», ήθελε ακόμα λίγες επισκευές, κάτι πράγματα της τελευταίας ώρας αλλά ο «Άγιος Σάββας» η «Γλυκοφιλούσα» και τα δυό μικρότερα, ήταν έτοιμα να φορτώσουν ανά πάσα στιγμή, τα τρόφιμα, τα νερά και ότι άλλο ήταν χρειαζούμενο για τους οκτώ μήνες που θα έλειπαν. Ακόμα όμως τα χαρτιά καθυστερούσαν και το Λιμεναρχείο του παρουσίαζε δυσκολίες.
Ήπιε την πρώτη γουλιά και μάσησε το καϊμάκι, άναψε το τσιγάρο του ( ούτε ναργιλέ ήθελε ), φώναξε τον Κλεάνθη κοντά του και μέτρησε την ώρα με το ρολόι της τσέπης.
«Ίντα έγινε μωρέ Κλεανθιό, ετοιμάζεσαι μαθές;»
Ο άντρας μπροστά του έγνεψε καταφατικά, πήρε την καρέκλα από δίπλα και κάθισε ανάποδα στερεώνοντας τα χέρια στο ξύλο της πλάτης. «Έτοιμος είμαι καπετάνιο, έτοιμος. Κάποια λίγα που μένουν … είναι θέμα μιας – δυό ημερών … μέχρι τη Δευτέρα θα έχω τελειώσει»
«Μου φέρνει κάποιες δυσκολίες το Λιμεναρχείο και έτσι έλεγα να περιμένουμε το Πάσχα, να το κάμουμε εδώ και μετά την επόμενη δηλαδή να φύγουμι. Αν δουλέψουμε λίγο πιο καλά, πιο γρήγορα εννοώ, θα βγάλουμε καλή δουλειά»
Συνέχισαν την κουβέντα τους γύρω από το ταξίδι, προσπαθώντας να μην αφήσουν καμιά λεπτομέρεια χωρίς να τη εξετάσουν. Βέβαια την πιο πολύ δουλειά την έκαναν οι κολαουζέρηδές του αλλά την τελική απόφαση όπως και το περισσότερο άγχος την είχε αυτός σαν ιδιοκτήτης και μετά οι καπεταναίοι του. έτσι δεν πρόσεξαν τον Σέμο που είχε μπει και πλησίασε κοντά τους.
«Καπετάνιε, όλα εντάξει;», ρώτησε «Καλημέρα κουνιάδε»
Κάθισε λοιπόν μαζί τους και αποφασίστηκε να πάει εκείνος με τον «Άγιο Σάββα», όπως δηλαδή είχε ήδη κανονιστεί. Φάνηκε ότι δεν είχαν πολλά άλλα να πουν και έτσι ο καπετάνιος σηκώθηκε να φύγει, ήπιε όρθιος την τελευταία γουλιά του καφέ του, ευχαρίστησε τον Κλεάνθη που τον κέρασε και τους άφησε μόνους τους.
«Ωραία να είμασταν στο ίδιο τσούρμο…», είπε ο Σέμος.
«Στο ίδιο μέρος θα πάμε, τι σημασία έχει το πλοίο; Θα σε βλέπω από την κουβέρτα, θα με βλέπεις κι εσύ από το κατάστρωμα. Το ίδιο πράγμα είναι…»
«Ναι, το ίδιο πράγμα θα είναι»
Γέλασαν με κάποια που είπαν στη συνέχεια, ήπιαν τα τσίπουρά τους (παράξενο αλλά ο Σέμος περιορίστηκε στα δυό – τρία ποτήρια μόνο), κάνανε τους καπνούς τους και έτσι πέρασαν το ζεστό εκείνο απόγευμα, μέχρι που ο Σέμος τον ρώτησε:
«Ε, μου λες βρε Κλεάνθη, ίντα έγινε μαθές με την Καλοτίνα; Σας βλέπω εδώ και μέρες και… τσακωθήκατε μαθές;»
«Α χα… ναι … η Καλοτίνα. Όσα ξέρεις τόσα γνωρίζω κι εγώ. Κάτι έχει μαζί μου, κάτι την έχει πειράξει, αλλά ίντα να πω. Γυναίκες παιδί μου, τέτοια πράγματα τα κάνουσι κάθε τόσο! Άλλα λένε τώρα, τα αλλάζουν μετά, άλλα εννοούν, άλλα πράττουν και φυσικά για όλα γκρινιάζουν. Έτσι και η αερφή μου, κάτι νομίζει ότι της έχω κάμει…»
«Κι εσύ δεν ξέρεις; Δεν σκέφτεσαι κάτι που της έχεις κάμει τώρα τελευταία; Εκείνη έπινε νερό στο όνομά σου που λέει ο λόγος»
«Δεν ξέρω τι να πω πλιό…»
Και σαν απόσωσαν τον λόγο τους, η Καλοτίνα έκανε την εμφάνισή της από την άκρη της αυλής του καφενείου, κουβαλώντας στα χέρια ένα μπόγο φτιαγμένο από σεντόνι και δεμένο σφιχτά με ένα άσπρο σκοινί.
«Ίντα είναι αυτό που κουβαλείς;», τη ρώτησε με που την είδε ο Κλεάνθης.
Η γυναίκα δεν απάντησε μόνο πήγε κοντά στο τραπέζι των δυο αντρών. Όρθια έδειξε το μικρό μπόγο:
«Η μάνα στέλνει κάτι ρούχα στη Νικολέτα για τα μικρά. Κάποια ρούχα που της έδωκαν οι Τσουκαλαήνες … μωρουδιακά είναι, δεν ξέρω κι εγώ που τα βρήκαν … αλλά νομίζω ότι είναι από τα παιδιά της Ρούκουνας του Παντελή. Υπέθεσα ότι θα είναι εδώ ο Σέμος και είπα να τα φέρω. Αλήθεια, Σέμο, ίντα κάμεις; Είσαι καλά;»
«Καλά είμαι…», της απάντησε εκείνος και πήρε το δέμα. «Θα καθίσει σιμά μας;»
«Καλύτερα να βοηθήσω λίγο τον μικρό…» έδειξε προς την μεριά του Μέμου «… που φαίνεται να ιδρώνει και μετά τα λέμε». Απομακρύνθηκε με κατεύθυνση την κουζίνα και ανακουφισμένο πια Μέμο.
«Ωραία γυναίκα…», είπε ο Σέμος και σηκώθηκε αργά να πάει προς το σπίτι. «Κρίμα που θα φύγει για την Αμέρικα… κρίμα. Θα μας λείψει, αλλά αν είναι για το καλό της…»
«Ναι… αν είναι για το καλό της… καλύτερα… καλύτερα να πάει…», απάντησε ο Κλεάνθης και στα μάτια του φάνηκε μια λάμψη σαν κάτι να ξεκαθάρισε μέσα του, αλλά και συγχρόνως θλίψη για την … μελλοντική απώλεια της αδερφής του. «Άντε καληνύχτα Σέμο. Δώσε τα φιλιά μου στην Νικολέτα και τα μωρά».
Οι άντρες χωρίστηκαν και ο Σέμος με το δέμα στην μασχάλη άνοιξε το βήμα προς την μεριά της πλατείας. Είδε από μακριά τα άγαλμα του Ποσειδώνα στην στροφή του δρόμου και με την συνοδεία της μελωδίας των κυμάτων δίπλα του, αποφάσισε να ανάψει άλλο ένα τσιγάρο και να καθίσει σε ένα από τα βράχια που αγέρωχα έσπαζαν την κυματογραμμή. Βολεύτηκε όσο πιο καλά μπορούσε και φύσηξε τον καπνό προς τη μεριά του πελάγους. Εκείνος στροβιλίστηκε, λέπτυνε και πήρε τον δρόμο του προς τα σύννεφα. Ο ήλιος είχε πάρει πια να «βασιλεύει» και γέμιζε με πορφυρό χρώμα τα βουνά της Κω και την θάλασσα, δημιουργώντας ένα πίνακα, λες, ζωγραφικής με αποχρώσεις μενεξεδιές κι ύστερα φούξιες και πορτοκαλόχρυσες έως πέρα μακριά στον ορίζοντα, εκεί που το γαλάζιο εξαϋλωνόταν, ακολουθώντας το νυσταγμένο ήλιο. Μια πυρρόχροη δαντέλα περίζωνε το βουνό προς τα «Θέρμα», πάνω από τον Άγιο Νικόλαο, φλογίζοντας τις κορυφές των λιγοστών δέντρων, που βρίσκονταν λες σε ιερή ανάταση. Οι αύρες, φερμένες από το πέλαγο, έπαιξαν για λίγο με τα φυλλώματα και τους ίσκιους των δέντρων. Το μοναστήρι του «Άγιου Σάββα», φάνταζε παράξενα ολόλευκο και μελαγχολικά μόνο στην κορυφή.
Το μάτι του, έπεσε σε ένα άλλο βράχο, αρκετά μακριά βέβαια, που δυό πιτσιρίκια είχαν ρίξει μια πετονιά και προσπαθούσαν να πιάσουν κάποιο ψάρι, πριν αυτούς του πιάσει ο μαύρος μανδύας την νύχτας. Με το δάχτυλο έτριψε το μικρό, αχνό σημάδι στο μεσόφρυδο, παράσημο από κάποιο παιδικό πετροπόλεμο και ανακάλυψε δυό δάκρυα να τρέμουν στην άκρη των ματιών. Η εικόνα των δυο παιδιών του να γελάνε, αλλά και της Νικολέτας του, έκανε την εμφάνισή της σε όλο το οπτικό του πεδίο. Αναπόλησε την παλιά τους φλόγα, ίσως και εκείνον τον έρωτα που πολύ γρήγορα παράκμασε χωρίς να ξέρει κι εκείνος γιατί. Λίγο ο εγωισμός, λίγο η – όπως εκείνος πίστευε –  αδιαφορία της από την ημέρα που γέννησε, λίγο η επιμονή του να πάει στο σφουγγάρι, έφτιαξαν αυτή την απόσταση που τους χώριζε τώρα. Κι όμως την αγαπούσε και την νοιαζότανε, αλλά…
Το κάψιμο από το τσιγάρο που είχε φτάσει στο τέρμα του, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Σηκώθηκε και πήρε πάλι τον δρόμο για το σπίτι, ανόρεχτα είναι αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ήθελε να την δει την γυναίκα του, αλλά φοβόταν αυτή τη μοναξιά και την άβολη κατάσταση με την σιωπή της. Χαιρέτισε κάποιους γνωστούς που συνάντησε στον δρόμο και άνοιξε την ξύλινη πόρτα του σπιτιού και μέσα στο χλωμό φως της γυμνής λάμπας της κουζίνας, χαιρέτησε πετώντας στον αέρα ένα απλό «καλησπέρα».

«Θα ήθελα να σου μιλήσω… δεν νομίζεις ότι πρέπει;», ρώτησε ο Κλεάνθης την Καλοτίνα αν κι εκείνη είχε δουλειά και μάλιστα ήταν με το τηγάνι στο ένα χέρι και μια μεγάλη πιρούνα στο άλλο. Του χαμογέλασε με ένα κουρασμένο χαμόγελο:
«Να πούμε τι; Ότι ήταν να πούμε, έπρεπε να το είχαμε πει πολύ καιρό πριν. Ίσως και ακόμα πιο παλιά. Τώρα όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους… έτσι δεν είναι;»
«Μιλάς για τους Αμερικάνους; Για το ταξίδι σου;»
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά την ώρα που άδειαζε κάποια τηγανητά ψάρια σε ένα πιάτο. Στην προσπάθειά της να κρατήσει κάποια απόσταση από τον αδερφό της, ακούμπησε στο καυτό σκεύος με αποτέλεσμα να τινάξει το χέρι και το τηγάνι να βρεθεί κάτω στο πάτωμα.
«Τι έγινε, κάηκες;».
Δεν του απάντησε, παρά μόνο έτριψε το χέρι στο σημείο που είχε πέσει το καυτό λάδι. Μάζεψε με μια παλιά πετσέτα τα χυμένα λάδια και κάθισε στην μικρή καρέκλα δίπλα στη φωτιά.
«Ναι, κάηκα…», του είπε. «Αλλά όχι από το λάδι τώρα. Κάηκα από τους γονιούς μου, τα αδέρφια μου και πιο ειδικά, από τον μεγάλο μου αδερφό … αυτόν που νόμιζα ότι με αγαπούσε πραγματικά…». Κοίταξε προς τα πάνω, προς την γυμνή λάμπα, εκεί που κρεμόταν η κολλητική ταινία για τις μύγες από το προηγούμενο καλοκαίρι. Σκιές φάνηκαν να χορεύουν σε κάθε τους κίνηση.
«Ναι… το «πράγμα» … το εμπόρευμα δόθηκε. Πουλήθηκε σε μια καλή τιμή… χωρίς έξοδα … χωρίς εισιτήριο αποστολής…»
«Τι εννοείς; Έτσι νιώθεις; Σαν … εμπόρευμα;»
«Λάθος! Όχι σαν εμπόρευμα… αλλά σαν περιττό εμπόρευμα, που έχει μείνει καιρό αναξιοποίητο και παθητικό. Σαν εμπόρευμα που σαπίζει σε αποθήκη παρατημένο από καιρό. Αν θέλεις να πούμε γι αυτό… ναι, έτσι νιώθω και καλύτερα να χρησιμοποιήσω αυτές τις εκφράσεις, γιατί αν βγάλω όλα αυτά που κρατάω μέσα μου … λέξη προς λέξη… τότε θα καταλάβεις… τι σημαίνει νύχτα. Σαν εμπόρευμα…»
«Δηλαδή τι έπρεπε να κάνουμε; Ή αν θέλεις τι έπρεπε εγώ να κάμω, αφού σε μένα αναφέρεσαι ειδικά; Να πω όχι; Να σε κρατήσω με την επιμονή μου εδώ στο νησί, να καταδικαστείς σε μια συνεχόμενη μιζέρια μέχρι το τέλος της ζωής σου, ενώ είχες μπροστά σου την ευκαιρία για μια ζωή χαρισάμενη; Ίντα θες; Αυτό έπρεπε να κάμω; Να σε βλέπω να γυρνάς σαν σκιά του εαυτού σου, γιατί σε λίγα χρόνια αυτό θα ήσουν και να λέω μέσα μου… «η κακομοίρα η αδερφή μου, έμεινε μόνη και έρημη στη ζωή»; Αυτό νομίζεις ότι έπρεπε να κάμει ένας καλός, σωστός αδερφός; Βλέπεις δεν είχα … δεν έχω τις δυνάμεις να σε κάμω ευτυχισμένη εδώθε … σε αυτό το βράχο καταμεσής της θάλασσας. Έκρινα και έπραξα Καλοτίνα… ήθελες το λοιπό να πω όχι;»
Η κοπέλα τον κοίταγε με ένα ύφος που μαρτυρούσε ότι δεν ήθελε (;), ή πιο σωστά απαξιούσε να του απαντήσει. Τα μάτια της όμως έδειχναν πολύ πάθος, μια εσωτερική ορμή που ήθελε να βγει, να ξεθυμάνει για να μπορεί να δώσει αλλά και να δεχτεί συγγνώμη, να εξιλεώσει και να εξιλεωθεί. Αμήχανα έπαιξε με την άκρη του μανικιού της και στη συνέχεια έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών της.
«Ναι… αυτό ήθελα…», του απάντησε τελικά με μια ήρεμη φωνή που έμοιαζε με εγκατάλειψη μεγάλη. «Ναι…», επανέλαβε, «… αυτό το ¨όχι¨ επιζητούσα. Κι ας γινόταν μετά ότι ήθελε. Μετά το «εμπόρευμα» θα πουλιόταν μόνο του. Αρκεί να ήξερε ότι δεν ήθελαν να το ξεφορτωθούν. Αυτό ζητούσα από σένα. Αυτή την άρνησή σου… το ¨όχι¨ σου. Τίποτα άλλο… ήξερα το μέλλον μου από την ώρα που ο πατέρας έφερε τους Αμερικάνους στο σπίτι. Ήξερα γιατί τους έφερνε και δόξα τω Θεώ, ο νεαρός Παρασκευάς … ο μέλλων σύζυγός μου, είναι όμορφος άντρας και έξυπνος. Το «εμπόρευμα» δηλαδή, θα καταλήξει σε καλό… μαγαζί!»
Χαμογέλασε και ακούμπησε την πλάτη πίσω στην καρέκλα ανοίγοντας τα πόδια σε μια ¨αντρική¨ στάση.
«Δηλαδή νιώθεις κάτι σαν προδομένη από μένα…»
Η γυναίκα δεν έδειξε να είχε ακούσει αυτό το τελευταίο που της είπε ο αδερφός της.
«Και όλα θα ξεχαστούν…», συνέχισε  εκείνη λες και δεν είχε σταματήσει τον προηγούμενο λόγο της. « θα ξεχαστούν οι γονείς, το σπίτι, οι φίλες και οι φίλοι, το νησί… όλα… όλα θα ξεθωριάσουν σαν τις παλιές φωτογραφίες που κιτρινίζουν στα συρτάρια όπως ξεχνιούνται από τους ανθρώπους στην ησυχία τους. Κι εσείς όλοι …το ίδιο… παλιές φωτογραφίες θα είσαστε και όσο κι αν θέλω να κρατήσω ζωηρή την εικόνα σας …θα θέλετε να ξεθωριάσετε. Κι εγώ… έτσι μια παλιά φωτογραφία για σας…», επέμενε να λέει τη λέξη ¨φωτογραφία¨, «… μέχρι να κουραστώ να επιμένω στην παρουσία μου μέσα στο μυαλό σας…»
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια:
«Και δεν θα έχω καμιά δικαιολογία να παραμείνω και να σας τυραννώ, γιατί κανείς δεν αντιστάθηκε σε αυτή την … πώς να την πω… την απομάκρυνση. Γιατί κανείς δεν ήθελε να φέρει αντίρρηση, έστω κι ένα τυπικό ¨μη πας βρε Καλοτίνα και θα τα καταφέρουμε όλοι μαζί¨. Γιατί κανείς δεν ήθελε να τα ¨καταφέρει¨. Μόλις παρουσιάστηκε η καλή ευκαιρία …»
«Σκέφτηκες ότι κι εμείς όλοι… άσε τους άλλους…  τουλάχιστον εγώ μπορεί να σκέφτηκα εσένα και μόνο εσένα όταν συμφωνούσα; Σκέφτηκες ότι πόνεσα όταν έπρεπε να συμφωνήσω στην αποχώρησή σου … ότι πόνεσα σαν κατάλαβα ότι θα χάσω τον μοναδικό άνθρωπο που πάντα με καταλάβαινε, που πάντα τον αγαπούσα και πάντα λαχταρούσα; Ότι για το καλό σου και μόνο σκέφτηκα … ότι τελικά σκέφτηκα!»
Τέτοιου είδους κουβέντα για τον Κλεάνθη και μάλιστα με την αγαπημένη του αδερφή, ήταν μεγάλο και δυσβάσταχτο βάρος. Άναψε τσιγάρο και όρθιος όπως ήταν ακούμπησε το χωλό του πόδι πάνω σε ένα μικρό ξύλινο σκαμνί. Το ένιωσε να είναι πρησμένο και να μυρμηγκιάζει  στη γάμπα και τον μηρό. Το έτριψε ασυναίσθητα και έκανε άθελά του μια γκριμάτσα πόνου. Δεν κατάλαβε τον λόγο που έπρεπε να απολογηθεί
«Τι κάνει η Παπαντή;», τον ρώτησε ξαφνικά η Καλοτίνα. Δεν περίμενε την απάντησή του, μόνο σηκώθηκε και έβαλε το τηγάνι πάνω στη φωτιά υπακούοντας στην φωνή του Μέμου από το βάθος του μαγαζιού. Οι πελάτες δεν μπορούσαν να περιμένουν τις αρρωστημένες σκέψεις της μεγάλης αδερφής.

Το Πάσχα όπως και κάθε Πάσχα, πέρασε με την κατάθλιψη της Μεγάλης βδομάδας, αλλά και την χαρά του γλεντιού που ακολουθούσε την Άγια Ανάσταση. Μετά το γλεντοκόπι του διημέρου, ένα – ένα τα σφουγγαράδικα καΐκια ετοιμάστηκαν με τις τροφές και τα νερά και άρχισαν να συγκεντρώνονται στο μόλο κοντά στην κεντρική πλατεία. Σε δυό μέρες θα άφηναν την ασφάλεια του νησιού και την αγάπη των συγγενών. Τα βράδια οι «μηχανικοί», τα έπιναν στις ταβέρνες και μεθυσμένοι προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν στις σεξουαλικές υποχρεώσεις τους με τις γυναίκες ή τις αρραβωνιαστικιές τους. Τα τελευταία φιλιά, οι στερνές αγκαλιές και η ύστερη μελαγχολία! Το σφουγγάρι περίμενε, τα σκάφανδρα και οι περικεφαλαίες περίμεναν, η θάλασσα ορεγόταν νέους και μεγάλους «μηχανικούς», να τους παιδέψει μέσα στα βάθια της και τις ομορφιές της.
Στη σειρά ο «Άγιος Παντελεήμονας», η «Τιμή της Καλύμνου», ο «Άγιος Σάββας» και καμιά πενηνταριά άλλα σκάφη, κουνιόνταν στο ρυθμό του νερού, άφηναν τα κατάρτια τους στον ύστατο χαιρετισμό των φαλακρών βουνών του νησιού και σήκωναν την κίτρινη σημαία με τον δικέφαλο βυζαντινό αετό, δίπλα στην γαλανόλευκη που την χτύπαγε η θαλασσινή αύρα, στο ψηλότερο σημείο της μεσιανής αντένας. Καπνός από θυμιατά πλανιόταν στον αέρα και μυρωδιά λιβανιού. Παπάδες με τα γυαλιστερά τους άμφια και την εικόνα του Αϊ Νικόλα έψαλαν στο κατάστρωμα της «Ευαγγελίστριας», ραίνοντας τον συγκεντρωμένο κόσμο με αγιασμό. Οι φωνές τους ακούγονταν σαν βάλσαμο στα αυτιά των γυναικών και των μανάδων που έβλεπαν άντρες και γιούς κρεμασμένους κυριολεκτικά στα άλμπουρα γελαστούς να τους χαιρετάνε, φωνάζοντας κάτι ή απλώς κουνώντας το χέρι.
Οι παπάδες κατέβηκαν από το πλοίο μετά τον αγιασμό και λες και είχε δοθεί κάποιο σύνθημα, τα σκάφη με μιας, έλυσαν κάβους, οι μηχανές τους ζωντάνεψαν και καπνοί από τα στενόμακρα φουγάρα τους υψώθηκαν ψηλά. Συντονισμένα ξεκίνησαν … όλα μαζί. Απομακρύνθηκαν από τον μόλο, έφτασαν μέχρι το άλλο άκρο του λιμανιού, στο φανάρι, γύρισαν πίσω μέσα σε ένα υδάτινο αφρισμένο κύμα που δημιούργησαν οι καρίνες τους, λες και έδιναν το τελευταίο αντίο στο συγκεντρωμένο πλήθος και μετά ανοίχτηκαν στο πέλαγος χωρίς βέβαια να ξεχάσουν με τα σφυρίγματά τους να χαιρετίσουν την μικρή εκκλησία του «Σταυρού» στην άκρη του νησιού. Η Μπαρμπαριά και το ψάρεμα του σφουγγαριού τους περίμεναν. Οι άντρες γύρισαν τα μάτια μακριά από την εικόνα του νησιού, (όσο πιο γρήγορα τα γυρνούσαν τόσο πιο γρήγορα θα απαλλάσσονταν από τα «δεσίματα» με τις οικογένειές τους και τα αγαπημένα τους πρόσωπα) και άρχισαν τις δουλειές τους. Σαν εξαρτήματα μιας καλοκουρδισμένης μηχανής περπατούσαν από τη μια μεριά του σκάφους μέχρι την άλλη εκτελώντας στην εντέλεια τα καθήκοντά τους.
Άρχισε να δύει ο ήλιος, άρχισε να δύει και το τελευταίο γνωστό σημάδι στον ορίζοντα. Ο Κλεάνθης καθόταν τώρα στην κουπαστή καπνίζοντας ένα τσιγάρο, αγναντεύοντας με μελαγχολική διάθεση το πέλαγο μπροστά του. Το απαλό αεράκι, είχε γίνει αρκετό κρύο τώρα, αλλά δεν φαινόταν να τον ενοχλεί. Όχι ιδιαίτερα τουλάχιστον.  Το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα των κυμάτων, η μονότονη «φωνή» της μηχανής και το σχεδόν ήσυχο σύρσιμο της αύρας ανάμεσα από τις αντένες του σκάφους, έφεραν μια αποχαύνωση στους άντρες που αγνάντευαν κι αυτοί τα όνειρά τους, εκεί στο βάθος, που σε λίγο θα ξεπρόβαλλαν οι ακτές της Αφρικής.
Ο καπετάνιος πλησίασε τον Κλεάνθη και έκατσε δίπλα του, στρίβοντας με τα δάχτυλα ένα τσιγάρο. Το άναψε με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις, απολαμβάνοντας τον πυκνό καπνό στα πνευμόνια. Κοίταξε τα ξύλα του καταστρώματος ανάμεσα στα πόδια του:
«Καλό καιρό κάνει ε; Άντε να έχουμε και καλό «τρύγο». Πιστεύω ότι αυτό το ταξίδι θα είναι καλό», είπε χωρίς ουσιαστικά να περιμένει απάντηση.
Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Έφτυσε στη θάλασσα και απόλαυσε το σκάσιμο ενός κύματος στα πλευρά του σκάφους. Λίγο πιο πέρα δυό γραμμές από άσπρο αφρό, φανέρωσαν δυο δελφίνια που έπαιζαν και συναγωνίζονταν το καΐκι σε ταχύτητα, αλλά σίγουρα όχι σε χάρη. Η Υπαπαντή παρουσιάστηκε στο μυαλό του να του χαμογελάει, η Καλοτίνα ήρθε κι αυτή να τον κοιτάζει με αυτά τα μεγάλα της μάτια και να προσπαθεί να του μιλήσει. Κάτι όμως την εμπόδιζε και φαινόταν το στόμα να ανοιγοκλείνει άηχο και ρυτιδιασμένο. Η Υπαπαντή πάλι πήρε την πρώτη θέση στην εικόνα. Αλλά δεν ήταν αυτή η κοπέλα που ήξερε. Πάλι του χαμογελούσε, αλλά το χαμόγελό της, δεν ήταν αυτό που είχε συνηθίσει τόσο καιρό. Ήταν κουρασμένο και του φάνηκε λυπημένο.
«Ναι καλό καιρό έχει μαθές και η θάλασσα είναι λάδι. Πιστεύω ότι είναι σημάδι για καλό ψάρεμα», χαμογέλασε αλλά μέσα στην καρδιά του επικρατούσε μια αλόγιστη αναστάτωση.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ … ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

«Να μπορούσα ρε παιδιά … χικ, να ήμουν για ένα χρόνο … μόνο ένα χρόνο Πρωθυπουργός… χικ… να δείτε τι θα έκανα… να δείτε… όλα θα τα άλλαζα βρεεεεε…. Άντε στην υγειά μας τώρα…», είπε ο γερο Μικές ο Τσάκωνας  και σήκωσε το ποτήρι με το διάφανο υγρό, το έφερε στα χείλη και το άδειασε με μιας.
Φάνηκε να γελάει μα κάποιος που τον ήξερε καλά, καταλάβαινε ότι ήταν στα όρια μιας υστερικής του έκρηξης.
«Το λοιπό… τι θα έκαμες μωρέ Μικέ; Το νόμο να είναι όλες οι γυναίκες όμορφες;»
«Γι αυτό έπρεπε να ήμουνα Θεός μαθές… συγχώρα με Θεέ μου…», κοίταξε ψηλά και έκανε τον σταυρό του για αυτή την βλαστήμια, «… για να τις κάμω όλες όμορφες. Και τότε… εεεεε…. Θα έκαμα χίλια μύρια πράγματα….»
«Θα έκαμες το σίδερο χρυσάφι βρε;»
«Αυτό είναι που θέλεις γερο τράγο…;» είπε στον καπετάν «Κούνουπα» που ποτέ του δεν του έφτανα τα λεφτά, «… το σίδερο θα σου το έκαμα χρουσό. Αλλά … χικ… και πάλι δεν θα σου έφτανε… να πλερώσεις τα… χικ… βερεσέδια σου μπρε. Και τις γυναίκες σας όμορφες και «καμπυλάτες»… χε χε … και εσάς όμορφους και … νιούς πανάθεμά σας για έτσι που ‘σαστε… και ότι άλλο θέλετε. Θα… θα… έδινα τζάμπα το κρασί και το … ούζο… α, ναι και το τσίπουρο… και θα έκανα την πτάνα τη θάλασσα να μη μπορεί να σηκώσει κύμα… ποτέ της… παρά μόνο σαν το θέλαμε εμείς… άντε γειά σας τώρα…»
Όλοι γέλασαν με τα λόγια του μεθυσμένου Μικέ, γέλαγαν κάθε που τον άκουγαν, αν και όλα όσα έλεγε ήταν αυτά που και κείνοι επιθυμούσαν. Καθένας ζητούσε να πει τι άλλο θα έκανε, καθένας υποσυνείδητα του ζητούσε τα «θέλω» του λες και ήταν πραγματικά ικανός να τα κάνει:
«Μωρέ Μικέ να βρούμε και σφουγγαρολίβαδα μεγάλα, πολύ μεγάλα…», είπε ο Καρβούνης που είχε τα σφουγγαράδικα πλοία του στο λαφάσι για επιδιορθώσεις.
«Κι απ’ αυτό… και λιβάδια και κάμπους της θάλασσας να βρείτε και να βαριόσαστε να σηκώνετε καπάδικα και τσιμούχες και μελάθες βρε…»
«Και ψάρια Τσάκωνα, μη το ξεχνάς»
«Ναι και ψάρια… και ότι θέλετε. Θα ερχόσασταν στο γραφείο μου … ξέρετε στο Τελωνείο… εκεί θα το είχα… τι Θεός θα ήμουνα… και θα μου λέγατε όλα σας τα αρτήμα… όχι μωρέ, πως τα λένε … τα αιτήματα. Ναι; …»
«Ναι!!!», απάντησαν όλοι με μια φωνή πεσμένοι στα γόνατα ή κρατώντας τις κοιλιές τους από τα γέλια. Είδαν τον Μικέ να κατεβάζει κι άλλο ένα ποτήρι γεμάτο τσίπουρο και να σηκώνει το δεξί του χέρι να ησυχάσουν, λες και θα έβγαζε λόγο
«Έτσι; Ότι θέλετε θα το ζητάγατε μωρέ… ότι θέλετε. Κι αν κάποιος έχασε τον… αδερφό του ή τον πατέρα του ή… το παιδί του στο βυθό…», η φωνή του εδώ έσπασε και τα δάκρυά του μούσκεψαν τα μάγουλά του, «… θα μου το λέγατε έτσι; Θα τους έφερνα όλους πίσω … όλους μωρέ και τον Γιαννάκη μου και… όλους… είπα». Κατέρρευσε στην καρέκλα του με αυτό το τελευταίο κάνοντας το γέλιο μέσα στο καφενείο να κοπεί απότομα. Η ησυχία που επικράτησε ήταν δυσβάσταχτη.
«Αιωνία η μνήμη του…», ακούστηκε από κάποια γωνιά.
«Αιωνία…», ακούστηκε απ’ όλους με ένα στόμα.
Ο κυρ Μικές σήκωσε το κεφάλι και τα θολά του μάτια κοίταξαν την αναμμένη λάμπα που κρεμόταν σχεδόν από πάνω του: «Ούτε γυναίκα δεν είχε γνωρίσει…», συνέχισε μιλώντας τώρα σιγανά στον εαυτό του.
Ο Κλεάνθης πήγε κοντά και κάθισε απέναντί του. Έβαλε ένα ακόμα τσίπουρο σε μια προσπάθεια να σβήσει τους καημούς του. Για κάποιο λόγο τον είδε τώρα να γελάει. Και να κλαίει μαζί, σε μια στιγμή.
Ο κυρ Μικές ο Τσάκωνας ήταν κάποτε ναυτικός. Ταξίδευε με μεγάλα φορτηγά πλοία, με σιδεράδικα και γκαζάδικα. Γερός άντρας, δεν τον φόβιζε η δουλειά, δεν τον ένοιαζαν τα ταξίδια και οι φουρτούνες της θάλασσας. Παρ’ όλα αυτά, βρήκε καιρό και να ερωτευθεί και να παντρευτεί και γρήγορα – γρήγορα να κάνει κι ένα γιο. Τον Γιαννάκη του όπως τον έλεγε. Και ταξίδευε ο Μικές και μεγάλωνε ο Γιαννάκης με την φροντίδα της μάνας του και του θείου του του Απόστολου. Και έγινε άντρας ο Γιαννάκης και τον φώναζαν Γιάννη πια, εκτός από τον πατέρα του που ακόμα τον φώναζε με το παιδικό του όνομα. Γιατί αν έχει κάποιος συνηθίσει να σε λέει έτσι, δύσκολα μπορεί να αλλάξει. Και πιο δύσκολα ακόμα να απαιτήσεις εσύ να τον αλλάξεις.
Και ο Γιάννης ή Γιαννάκης, έγινε έφηβος, έγινε κοτζάμ άντρας, έκλεισε τα δεκαοχτώ του και αποφάσισε να γίνει κάποιος χρήσιμος στη ζωή του, στην οικογένειά του. Σχολείο δεν πήγε – ο κυρ Μικές δεν τον ήθελε στο Ιταλικό σχολείο – διάβαζε δύσκολα απ’ ότι του έμαθε η μάνα και ο πατέρας και έγραφε ακόμα πιο δύσκολα, οπότε ο μόνος δρόμος μπροστά του ήταν ή το ψάρι ή το σφουγγάρι. Αλλά το ψάρι δεν είχε λεφτά. Μια χαρά και δέκα λύπες. Το σφουγγάρι όμως; Εκεί μάλιστα … εκεί το χρήμα ήταν μπόλικο και η περηφάνεια του επαγγέλματος μεγάλη. Έτσι κατέληξε να τσουρμάρει ένα καλοκαίρι με το τσούρμο του καπετάν Θύμιου του Μονοκάνδηλου για την Μπαρμπαριά, αφού έκανε περίπου δυό χρόνια εκπαίδευση από τους Ιταλούς, έβγαλε το φυλλάδιο, λιμπρέτο Ιταλιάνο μαρίτιμο ναυτόπαις. Οι Ιταλοί μαζί με άλλους που εκπαίδευαν, τους έριχναν στη θάλασσα από το φανάρι κάτω στο λιμάνι και κολυμπώντας (μπανιώντας) έπρεπε να φτάσουν απέναντι κάτω από το Δημαρχείο.
Αυτό για να δουν αν ξέρανε καλό κολύμπι. Τελικά για να δουν αν ήταν όντως καλοί κολυμβητές στα δύσκολα, έριχναν σκύλο στη θάλασσα, τον οποίο κυνηγούσαν μέχρι την αγορά και έτσι τελείωνε η εκπαίδευση. Τους έδιναν το δίπλωμα και μπορούσαν αμέσως μετά να μπουν στα καΐκια σαν ναυτόπαιδες.
Στην αρχή πήγαινε καλά, ο καπετάν Θύμιος τον κατέβαζε σε ρηχά νερά, «μέχρι…», όπως του έλεγε, «… να μάθεις καλά το σκάφανδρο γιέ μου». Έφερνε σφουγγάρι πάνω, αλλά ήταν λίγο και ζήλευε τους άλλους που κατέβαιναν στα «βαθυτικά». Έτσι με το παρακάλι και το πες – πες, έπεισε τον κολαούζο στην αρχή και τον καπετάνιο μετά, να κατέβει στις σαράντα οργιές. Του δόθηκε η ευκαιρία μια μέρα έξω από το Τομπρούκ. Και εκεί καλά τα πήγε και απέκτησε την εμπιστοσύνη του καπετάν Θύμιου. Όλο τον Μάη αλλά και τον Ιούνη ανέβαζε όσο σφουγγάρι μπορούσε με την δύναμη και τον ενθουσιασμό των νιάτων του. Και ο καπετάνιος του είχε μεγάλη αγάπη και αδυναμία αφού ήταν ο μικρότερος στο πλήρωμά του
Ο κολαουζέρης όμως όλο του γκρίνιαζε και φώναζε για τον τρόπο του: «Θα τη φας την κεφαλή σου έτσι που κάμεις μαθές…», του έλεγε συνέχεια. «Να ακούεις τι σήματα και κουλαντρίσματα σου κάμω. Μη σε πιάνει η χαρά και τα σφουγγάρια εκεί θα είναι και αύριο. Θα αναγκάσεις τη μηχανή να σε πιάσει και μετά πως θα ξεμπλέξω εγώ;»
Και ο Γιάννης γέλαγε με τις φοβίες του κολαουζέρη. «Σε μένα θα τύχει;», έλεγε συνέχεια. «Προσέχω εγώ και τα σήματα και τη «Βαρβάρα» μαθές. Μη φοβάσαι, άσε τώρα που μπορώ …»
Και οι μέρες περνούσαν μέχρι που ήρθε εκείνο το ζεστό πρωινό του Αυγούστου. Είχαν ανοιχτεί στο πέλαγος γιατί είδαν την προηγούμενη άλλα Καλύμνικα σφουγγαράδικα να ψάχνουν αρκετή ώρα εκεί.
«Να δεις που έχει πράμα εκεί και δεν το βλέπουσι…» είπε ο καπετάνιος. Και μια και δυό, τράβηξαν να ψαρέψουν εκεί, αξημέρωτα ακόμα, να προλάβουν τους άλλους. Οι πρώτοι δυο «μηχανικοί» που βούτηξαν δεν βρήκαν τίποτα, μόνο άμμο, βράχια και κοράλλια κι έφαγαν το τρίτο του μεροκάματου άσκοπα. Άρχισαν όλοι να απογοητεύονται και σκέφτηκαν μάλιστα να φύγουν. «Μια μέρα χαμένη…», είπε ο καπετάν Θύμιος. «Άντε βρε Γιαννάκη, κάμε κι εσύ ένα βούτθο να διούμε… αν κι εσύ δεν εύρεις κάτι τις, πάμε πάλι για Ντέρνα ή Τομπρούκ. Άντε γιέ μου…» και με αυτά του έδωσε μεγάλη αξία και εμπιστοσύνη στα μάτια και χέρια του.
Και ο Γιάννης κατέβηκε και μάλιστα σε ένα σημείο που το βάθος ξεπέρναγε τις τριανταπέντε οργιές. Κοίταξε ολόγυρα μα σφουγγάρι πουθενά. Μόνο κοράλλια κόκκινα και κίτρινα, βράχια μεγάλα σαν βουνά και φύκια με κάτι περίεργα ψάρια, μικρά κίτρινα με μαύρες ρίγες. Προχώρησε όσο μπορούσε και έφτασε στην άκρη ενός μεγάλου γκρεμού που δεν μπορούσε να δει πιο κάτω από δυό – τρία μέτρα. Τόσο μαύρος ήταν και απότομος. Θέλησε να δώσει σινιάλο απάνω να τον σηκώσουν, αλλά αποφάσισε να ψάξει ακόμα λίγο πιο πέρα. Και καλά έκανε γιατί μπροστά του φάνηκαν κάτι μεγάλα καπάδικα όλο ζωή. Λαχτάρησε και τράβηξε το κολαούζο. «Εδώ έχει μπόλικο πράγμα», σήμαινε στον κολαουζέρη.
Ο καπετάν Θύμιος χάρηκε με το σήμα και έκανε τον σταυρό του ευχαριστώντας που η μέρα δεν θα πήγαινε χαμένη ολότελα. Έσκυψε ασυναίσθητα πάνω από το μαρκούτσο και προσπάθησε να διακρίνει μέσα από την θάλασσα, λες και είχε την ικανότητα να δει σε τέτοιο βάθος.
Κανείς δεν το πρόσεξε, τόσο απότομα έγινε. Η θάλασσα φούσκωσε σαν νερό που βράζει και σήκωσε το μικρό καΐκι ψηλά. Ο κολαουζέρης έγινε κατακίτρινος από το φόβο του: «Έχω άνθρωπο κάτω… Θεέ μου τι κάμω τώρα;». Μα ο Θεός δεν πρέπει να ήταν εκεί.
Ο κολαουζέρης άρχισε να τραβά το κολαούζο μαζί με έναν άλλο που τον βοηθούσε με τα μαρκούτσα. Προτιμούσε τον Γιάννη «πιασμένο» από γρήγορη ανάδυση, παρά πεθαμένο από τα καμώματα του νερού. Κι ο καπετάνιος φώναζε δυνατά λες και έτσι θα έκανε πιο δυνατά ο κολαουζέρης: «Τράβα ρε…. Τράβα όσο πιο γρήγορα μπορείς βρε… τράβα πανάθεμά σε το παιδί… »
Ο Γιάννης κάτω στο βυθό δεν μπόρεσε να καταλάβει και πολλά απ’ αυτά που γίνονταν στην επιφάνεια. Μόνο αντιλήφθηκε να τον τραβάνε απότομα και γρήγορα, χωρίς κανείς να τον έχει ειδοποιήσει γι αυτό. Και ξαφνικά, λες και ένα χέρι τον είχε αρπάξει, βρέθηκε να πηγαίνει άβουλα δεξιά αριστερά. Με το φούσκωμα η θάλασσα, σαν σήκωσε το σκάφος, τον τράβηξε κι αυτόν, τον πήγαινε πάνω στα βράχια, του έσπασε το κολαούζο και στο τέλος τον κάρφωσε πάνω σε ένα όμορφο, άλικο κοράλλι.
Τον ανέβασαν, αλλά το σώμα του ήταν μισό, μόνο από τη μέση και πάνω. Το υπόλοιπο είχε μείνει καρφωμένο σε εκείνο το όμορφο κοφτερό κοράλλι. Ούτε για κηδεία δεν έφτανε αυτό που έβλεπε μπροστά του ο κολαουζέρης και οι άλλοι. Του έβγαλαν την κάσκα και το πρόσωπό του δεν έμοιαζε καν με αυτό που ήξεραν από την έκφραση πόνου που είχε. Τον έθαψαν στην άμμο ενός μικρού νησιού με τους μαύρους να κοιτάνε συμπονετικά.


«Έμαθα ότι πήγατε καλά στην Άνδρο βρε Σέμο, έτσι;», ρώτησε ο Κλεάνθης τον γαμπρό σαν γύρισε από το «χειμωνικό» του. Κάθονταν στο μεγάλο δωμάτιο με το τετράγωνο τραπέζι και απολάμβαναν την κουβέντα τους για τα σφουγγάρια των Κυκλάδων, αλλά και τον υπέροχο μεζέ της Νικολέτας που είχε σερβίρει μαζί με το ουζάκι. «Έλα βρε αδερφή να κάτσεις κοντά μας κι εσύ. Εν κοιμήθηκαν τα παιτζά μαθές; Άντε έλα να σε δω λιγάκι… αδερφός σου είμαι…»
Η Νικολέτα αρνήθηκε, στεναχωριόταν να ακούει όλο για θάλασσες και ταξίδια, για βούτθους και για σφουγγάρια. Αυτά είναι αντρικές κουβέντες έλεγε συχνά. Και… αρκετή αγωνία είχε περάσει μέχρι ο άντρας της να γυρίσει γερός από αυτό το ταξίδι, ας μην το συζητήσει άλλο πια. Πήγε μέσα στο δωμάτιο που τα μικρά αγγελάκια της έβλεπαν τα αθώα όνειρά τους. Σε λίγο θα ερχόταν και η Καλοτίνα με την μάνα της… τότε θα είχε κάτι να συζητήσει.
«Λοιπόν γαμπρέ, για πε μου πράμα. Πως ήταν ο καιρός, η θάλασσα, το ψάρεμα; Άντε ντε, με το τσιγκέλι θα στα βγάλω;»
Και έπεσαν με τα μούτρα στις διηγήσεις, στις χειμωνιάτικες εικόνες των νησιών του κεντρικού Αιγαίου, για τον βυθό που ήταν γεμάτος από δεύτερης ποιότητας μεν, αλλά πολύ μεγάλης ποσότητας σφουγγάρια. Για τους καπεταναίους που όλο φώναζαν και κοιτούσαν τις φουρτούνες μη τους λαθέψει την ρότα τους, για την θάλασσα που σήκωνε μεγάλα κύματα, «…ίσαμε τα σπίτια …», όπως χαρακτηριστικά του είπε. Γέλαγαν, έπιναν και κάθε τόσο άναβαν το τσιγαράκι τους.
«Και το καλοκαίρι βρε μαζί…», είπε ο Κλεάνθης.
«Ναι, το καλοκαίρι παρέα…», συμφωνούσε ο Σέμος.
Είχαν και οι δυό κλείσει να τσουρμάρουν με τον καπετάνιο Άτσα, σε διαφορετικό σκάφος βέβαια ο καθένας, αλλά στο ίδιο μέρος. Με την «Βαγγελίστρα» ο Κλεάνθης, με τον «Άγιο Σάββα» ο Σέμος. Και οι δυό άντρες γελούσαν και ήταν ευτυχισμένοι και ανέμελοι τώρα. Τα χρέη του Σέμου είχαν πληρωθεί στον Χαλκίτη και σε όποιον άλλο χρωστούσε, του είχαν μείνει και μερικές λίρες, να δώσει στη Νικολέτα, να πιεί και μερικές απ’ αυτές με τους φίλους του.
«Μόνο, προ να φύγουμι πρέπει να κάμω και το τάξιμο του πατέρα μου…»
«Ίντα τάξιμο είναι αυτό μαθές;»
«Από την μέρα που ήρθασι οι «Αμερικάνοι», βάλθηκε σώνει και καλά να δει κι αυτός την δική του πατρίδα…»
«Θα τον πας στην Τουρκιά;»
Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι καταφατικά και κοίταξε προς την πόρτα του διπλανού δωματίου, λες και φοβήθηκε μην τον ακούσει η αδερφή του.
«Ναι, θέλει να τον πάω στο Μποντρούμ. Το πεθύμησε λέει και με πιέζει καιρό τώρα να τον πάω. Αχ βρε παλιό «Αμερικάνοι», ίντα μου κάματε! Πες – πες το λοιπό, με έβαλε και του υποσχέθηκα πως πριν φύγω θα τον πάω»
«Σοβαρομιλάς τώρα; Μα… σαν πατήσεις τα χώματα των «σκύλων», πως θα μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στο νησί; Ποιος θα σε δει και δεν θα σε καταραστεί; Πως θα μπορέσεις να μπεις σε εκκλησιά;»
«Έλα ντε! Το σκέφτομαι κι εγώ αυτό και δεν το λέω πουθενά. Αλλά δεν πάω να δω τις ομορφιές τους και τα καλά τους. Το σπίτι μας το πατρικό θέλω να δω. Του πατέρα μου δηλαδή το πατρικό. Πατέρας είναι, γέρος άνθρωπος είναι, πώς να του πω όχι; Αλλά θα πάμε από την Κω, όχι από δω. Και κανείς, έξω από σένα και την Καλοτίνα δεν θα το μάθει, πριν από την τελευταία στιγμή. Δεν είναι ανάγκη να εισπράξω τις κατάρες τους από πριν»
«Κάμε όπως σε φωτίσει ο Θεός. Δεν λέω, ιερή η ‘πόσχεση στον πατέρα, ιερή και άγια η επιθυμία του, αλλά ιερός και ο όρκος των Καλύμνιων για τα Αγαρηνά σκυλιά99! Βάλε το κι αυτό μέσα στους λογαριασμούς που κάμει το μυαλό σου, ζύγιασέ τα όλα και … πράξε»
Ο Κλεάνθης δεν μπορούσε όμως να κάνει πίσω στην υπόσχεση που είχε δώσει κιόλας. Άναψε και άλλο ένα τσιγάρο και άφησε λίγη ώρα χωρίς απάντηση τον γαμπρό του. Η πόρτα χτύπησε και ο Σέμος τον άφησε να ανοίξει. Η Καλοτίνα και η Κυράννα στέκονταν στο κατώφλι κρατώντας πράγματα η κάθε μια για τα παιδιά αλλά και για τα καλωσορίσματα του Σέμου.
«Βρε καλώς τες, περάστε – περάστε. Ίντα κάμετε;», τις ρώτησε σαν τις φιλούσε σταυρωτά.
Οι γυναίκες έφεραν εκτός από τα δώρα και την φασαρία μαζί τους, με αποτέλεσμα να ξυπνήσουν τα μωρά, (άλλο που δεν ήθελε η Κυράννα, να τα δει, να τα παίξει τα εγγόνια της).
«Σε λίγο θα έρθει και ο πατέρας σας…», είπε η Κυράννα, «… γι αυτό έφερα και το φαγί να φάμε όλοι μαζί εδώ»
Όλοι συμφώνησαν και άρχισαν πότε να συζητούν, πότε να παίζουν τα μωρά, πότε να γελάνε. Η βραδιά να περάσει

Ο Απρίλης είχε πάρει ήδη δέκα μέρες να ανθίζει τα λιγοστά φυτά στο νησί. Στο τέλος του στις είκοσι εννιά του θα γιορταζόταν και το Άγιο Πάσχα. Οι ζέστες είχαν γυρίσει μετά τις λίγες κρύες μέρες του Μάρτη και μάλιστα είχαν γυρίσει με ένταση. Ο Κωνσταντής και το «Μαρκούτσο» είχαν ήδη φορέσει τα κοντομάνικά τους και γύριζαν σε όλη την Πόθια κάνοντας καλύτερα απ’ όλους την δουλειά τους. Δηλαδή να μη κάνουν τίποτα, έξω από το να παίζουν στους δρόμους σαν μικρά παιδιά, κυνηγώντας ο ένας τον άλλο, ή σκαρώνοντας φάρσες στους άλλους «λωλούς» του νησιού.
Οι Τσουκαλαήνες όπως και όλες οι νοικοκυρές, έβγαλαν τα ασπρόρουχα, τα έπλυναν με στάχτη και λουλάκι να τα ασπρίσουν όσο πιο πολύ γινόταν (πάντα υπήρχε την άνοιξη αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των νοικοκυρών, πιο ρούχο είναι πιο άσπρο από το άλλο) και τα άπλωναν επιδεικτικά στις αυλές, σεντόνια και τραπεζομάντιλα ένας … αχταρμάς. Βέβαια έτσι το κοίταγμα και το κουτσομπολιό έμπαινε σε δεύτερη μοίρα – αν δεν βλέπεις καλά, τι να πεις; - και τα σπίτια έμοιαζαν με ιστιοφόρα που έπλεαν στην θάλασσα. Η Ποθητή είχε μάθει για το ταξίδι του κυρ Δημητρού και του Κλεάνθη στο Μποντρούμ, αλλά κάτω από το αγριεμένο βλέμμα της Κυράννας, δεν τόλμησε να βγάλει άχνα. Και αυτό της έκαιγε τα σωθικά. Άσε που δεν άντεχε στην ιδέα ότι ο γείτονας θα πήγαινε εκεί στους … τρισκατάρατους!
Έκανε καφέ και κάθισε σε ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι, κοντά στη πεζούλα του δρόμου, να δει ότι περισσότερο μπορούσε από την κίνηση της γειτονιάς. Λίγα; Λίγα, αλλά κάτι είναι και αυτό… από το ολότελα…
Ο Κυρ Δημητρός φάνηκε στον δρόμο και ακολούθησε από πίσω ο μεγάλος του γιός με την Καλοτίνα. Άρχισαν να περπατούν προς το τελωνείο. «Τα πουλάκια μου!», σκέφτηκε η Ποθητή, «φεύγουσι για την Κω… εμ βέβαια μη μάθει κανείς για το ταξίδι…»
Οι δυό άντρες φίλησαν την Καλοτίνα μερικά βήματα πιο κάτω κι εκείνη επέστρεψε στο σπίτι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Κοίταξε προς την μεριά που καθόταν η Ποθητή, εκείνη όμως είχε προλάβει να κρυφτεί πίσω από το σεντόνι που η άκρη του έπεφτε, απλωμένο όπως ήταν, πάνω στην ασπρισμένη πεζούλα. Μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα με δύναμη σαν να έλεγε: «σε είδα».
«Λοιπόν, ο Κουρούνης ίντα ώρα φεύγει μαθές;», ρώτησε ο κυρ Δημητρός.
Όπου «Κουρούνης», ήταν το βαμμένο άσπρο – πράσινο (ένα παράξενο πράσινο που θύμιζε σαύρα των αγρών), καραβάκι που έκανε από άνοιξη μέχρι Σεπτέμβρη το πήγαινε έλα της Κω.
«Προλαβαίνουμε πατέρα, έχουμε μισή ώρα ακόμα πριν να σαλπάρει. Και εμείς δεν θα κάνουμε πάνω από πέντε λεπτά μέχρι εκεί»
Και έτσι ήταν! Το καραβάκι με τον τραγιασκοφόρο καπετάνιο του δεν είχε ανάψει ούτε την μηχανή του. Λες και τους περίμενε! Κοίταξαν γύρω τους να δουν τους υπόλοιπους επιβάτες. Δυό άντρες και μια γυναίκα με μαύρο, πένθιμο τσεμπέρι, από το «χωριό», μερικές κοπέλες που άφηναν κάποια μεγάλα καλάθια και φυσικά τρεις γίδες που όλο βέλαζαν και φοβόντουσαν να ανέβουν την μικρή σκάλα του πλοίου. Βέβαια με λίγο σπρώξιμο, συμμορφώθηκαν, αδιαφόρησαν για τα γεγονότα γύρω τους και άρχισαν ατάραχες να αναμασούν… τον αέρα.
Μία ώρα έκανε το μικρό σκάφος να δέσει στο λιμάνι της Κω. Ο Κλεάνθης θέλησε να πιεί ένα καφέ, ένοιωθε κάπως νωχελικός και σε συνδυασμό με την αναμονή για την αναχώρηση του πλοίου για την Αλικαρνασσό, παρέσυρε τον πατέρα του σε ένα μικρό καφενεδάκι κοντά στην προβλήτα.
«Άντε ένας καφές παραπάνω δεν θα σου κάμει κακό…», του είπε.
Ο κυρ Δημητρός κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας μαζί του, αλλά δεν έβγαλε κουβέντα, μόνο κοίταγε την γενέτειρα πόλη του απέναντι, να προβάλλει αχνά μέσα από καπνούς λες. Η καρδιά του άρχισε να λειτουργεί σε πιο γρήγορους ρυθμούς, η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη και πιο κοφτή και το μυαλό του άφηνε τώρα τις παλιές εικόνες να έρθουν μπροστά – μπροστά στα μάτια του. Χαμογέλασε σαν είδε τον Γιουσούφ να σκουπίζει την μύτη του από τις μύξες με το μανίκι, κλαίγοντας που είχε χάσει όλα τα βότσαλα στα «πεντόβολα». «Aptal – aptal…», τον άκουσε να λέει, «… tüm çalmak için senin ...» (βλάκα – βλάκα,… με κλέβετε όλοι σας». Είδε την Χανούμ - έτσι την έλεγε αν και το όνομά της ήταν Έσμα – να τρέχει να αγκαλιάσει τον μικρό της αδερφό : « brats, küçük buldum ve ne istersen, izinli geliyor ...» (παλιόπαιδα, τον βρήκατε μικρό και τον κάνετε ότι θέλετε, άντε φύγετε...).
Είδε τον Ομάρ να γελάει με την καρδιά του και να τρέχει μακριά παροτρύνοντάς τον: «… bu odun yemek Dimitris usta gel…», (έλα Δημήτρη αφέντη μη φάμε ξύλο από αυτήν). Και πήγαιναν στο μικρό σπίτι του Ομάρ, παίρνανε τα βατραχάκια που είχαν μαζέψει την προηγούμενη ή τα τζιτζίκια που φύλαγαν σε σπιρτόκουτα με ζάχαρη και άρχιζαν να τα ταλαιπωρούν. Πως και πως περίμεναν να πάνε στο σπίτι του πατέρα του – ένας ολόκληρος πύργος ήταν – να κάνουν επιδρομή στην κουζίνα, να κλέψουν κουλούρια και μαρμελάδες, μέλια και τραγανά μπισκότα. Όλα αυτά τα παιδιά ήταν περίπου με μικρές διαφορές, συνομήλικά του, κόρες και γιοί των υπηρετών τους. Μεγάλωσαν μαζί, με παιγνίδια και φάρσες, με σκανταλιές και αγάπη μέχρι το ’22, που οι Τσέτες έφεραν την καταστροφή.
Ο κυρ Δημητρός σκούπισε τα μάτια του που είχαν κοκκινίσει και χαμογέλασε στον γιό του σαν να του έλεγε: «μη ρωτήσεις τίποτα». Και εκείνος δεν ρώτησε. Δεν είχε ανάγκη να ρωτήσει, διέθετε αρκετό μυαλό να καταλάβει. Ήπιαν τον καφέ τους έκαναν και ένα – δυό τσιγάρα μέχρι που ακούστηκε η «φωνή» της «Μεγαλόχαρης», που τους καλούσε για αναχώρηση. Αφού έλεγξαν τα χαρτιά τους δυό ένστολοι του Λιμεναρχείου, βρέθηκαν στο κατάστρωμα πάνω από τα γαλάζια νερά του Αιγαίου, να βλέπουν την Αλικαρνασσό να πλησιάζει και να μεγαλώνει στα μάτια τους. «Ωραία δείχνει…», είπε ο Κλεάνθης, κάνοντας τον πατέρα του να συμφωνήσει με ένα νεύμα.
Το λιμάνι ήταν ένα τυπικό λιμάνι όπως αυτό της Καλύμνου ή της Κω ή οποιοδήποτε άλλο Ελληνικό λιμάνι. Η «Μεγαλόχαρη», έδεσε κοντά σε ένα κτίριο που διαπίστωσαν μετά ότι ήταν το Τούρκικο Λιμεναρχείο που είχε μεταφερθεί εκεί, από το παλιό κτίριο που ήξερε ο κυρ Δημητρός. Εκεί παλιά ήταν τα γραφεία και οι αποθήκες του Αχτατζόγλου, φίλου του πατέρα του, που εμπορευόταν υφάσματα, χαλιά και μετάξια. Οι χώροι άρχισαν να θυμίζουν πολλά στον κυρ Δημητρό, οι μικρές πλατείες με τα πάρκα των ακακιών τους, τα κτίρια – αν και σε όχι καλή κατάσταση τώρα πια – οι δρόμοι που αν και λεροί ήταν οι δρόμοι που ήξερε, τα καταστήματα, πολλά είχαν μείνει άδεια και έρημα με τις Ελληνικές επιγραφές, όσες δεν είχαν καταστρέψει οι φανατικοί μουσουλμάνοι, να στέκουν ακόμα έστω και ξεθωριασμένες στη θέση τους.
«Αναστασίου νεωτερισμοί – tuhafiye», διάβασε σε μια, «Επιπλώσεις Παπαποστόλου - Mobilyalar Papapostolou», διάβασε σε μια δεύτερη. Αν και αυτή τη δεύτερη δεν την διάβασε ακριβώς, αφού δεν φαινόταν καθαρά από την σκουριά, αλλά το μυαλό του την θυμήθηκε. Γέλασε με πίκρα στην ανάμνηση αυτή, που του έφερνε και καλές αναμνήσεις – πολλές φορές είχε πάει με τη μητέρα του εκεί, αλλά και απαίσιες στιγμές αφού είδε τον Μιλτιάδη Παπαποστόλου, τον αδερφό του ιδιοκτήτη, να σφάζεται μπροστά στα μάτια του, εκείνες τις μαύρες μέρες, στην διπλανή πλατεία από τους στρατιώτες του Τούρκικου στρατού και το εξαγριωμένο πλήθος των φανατικών. Κούνησε το κεφάλι και εκτίμησε την σιωπή του γιού του. Οι εικόνες και τα παλιά στιγμιότυπα των παιδικών του χρόνων, ξεπήδαγαν αδυσώπητα ρεαλιστικά και με τόσο γρήγορο ρυθμό που ο εγκέφαλος δεν μπορούσε πια να ταξινομήσει στη σωστή σειρά.
Περπάτησαν μέχρι εκεί που υπήρχαν – έτσι τουλάχιστον θυμόταν – οι αραμπάδες που κάποιος μπορούσε να νοικιάσει με την ώρα. Και είχε δίκιο. Η «πιάτσα» των αραμπάδων ήταν ακόμα εκεί γεμάτη από τις σβουνιές των αλόγων και τους θορύβους από τα πέταλά τους. Πάντως δίπλα υπήρχε και μια άλλη «πιάτσα» με αυτοκίνητα – πρέπει να ήταν τρία ή τέσσερα – που κι αυτά μπορούσες να τα νοικιάσεις με την ώρα για ένα περίπατο.
«Kontompasi gitmek gidelim…» (πόσο πάει μέχρι το Κοντόμπαση), ρώτησε ο κυρ Δημητρός τον αμαξηλάτη στον πρώτο αραμπά. Προτιμούσε το άλογο από τα αυτοκίνητα για να θυμηθεί πιο καλά τη διαδρομή και να μυρίσει το μέρος… «όπως τότε…», σκέφτηκε.
Πήρε την απάντηση και ανέβηκαν στον όμορφο και καθαρό αραμπά. Σε καμιά ώρα έλπιζε να δει το παλιό του σπίτι. «Θεέ μου, ας καθυστερήσει λίγο ο αραμπατζής…» παρακάλεσε μέσα του. Κι εκείνος δεν του χάλασε το χατίρι, πηγαίνοντας όσο πιο … αργά και νωχελικά μπορούσε. Πριν βγουν από την πόλη αντίκρισε στα δεξιά του δρόμου ένα μεγάλο δίπατο σπίτι βαμμένο στο μπλε χρώμα του ζαφειριού, με προτεταμένο το χαγιάτι του. Γύρισε το κεφάλι και προσπάθησε να δει μέσα από ένα από τα παράθυρά του που ήταν ανοικτό. Άκουσε φωνές αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει κάποια μόρφη. Ούτε του γέρο Οκάν, πως θα μπορούσε να ζει ακόμα, αλλά ούτε και της κόρης του, της όμορφης Seza – Halile , που κάποτε υπήρξε ο μεγάλος του έρωτας και η οποία θα είχε την ηλικία της Κυράννας πάνω – κάτω. Θα ήθελε όμως να την δει, να μάθει αν ο χρόνος της είχε φερθεί καλά, να μάθει αν είχε δίκιο που κάποτε την ερωτεύθηκε.
Ο ανοιξιάτικος ήλιος έκαιγε και ο Κλεάνθης έβγαλε το σακάκι που φορούσε και δίπλωσε τα μανίκια. Ήδη ο ιδρώτας είχα κάνει την εμφάνισή του στο μέτωπο.
«Σαν να είναι καλοκαίρι βρε πατέρα … πω – πω ζέστη…»
«Ναι… σαν να είναι καλοκαίρι… όλα είναι τόσο όμορφα», απάντησε χαμηλόφωνα λες και δεν ήθελε να ακουστεί!
Σε λίγο, από μακριά, έκανε την εμφάνισή του ένα γνωστό κτίριο. Ανάμεσα σε μεγάλα χτήματα με κόκκινο χώμα, διακρινόταν η σιλουέτα του παλιού πύργου. Σε κάθε βήμα του αλόγου, σε κάθε στροφή του τροχού του αραμπά, το κτίριο μεγάλωνε και γινόταν εκείνη η αγαπημένη εικόνα του κυρ Δημητρού. Η καρδιά του γερο Καλύμνιου, έκανε σαν περιστέρι που ήθελε να αποφύγει παγίδα, σαν αετός που λαχταρούσε να σπάσει τα κάγκελα του κλουβιού του. Κοίταξε ολόγυρα… να ο λευκός πέτρινος φράχτης,  να και εκείνες οι ψηλές λεύκες. Όλες ήταν εκεί … «… και οι πέντε… όπως τότε…», σκέφτηκε και θυμήθηκε πόσες φορές είχε παίξει κρυφτό εκεί και εκείνο το άλλο παιγνίδι… «πως το λέγανε… α, ναι, Μπερλίνα…», μονολόγησε.
«Είπες κάτι πατέρα;», τον ρώτησε ο Κλεάνθης.
Ο γερο πατέρας τον κοίταξε ήσυχα με μάτια μελαγχολικά, βαθιά λες χωμένα μες τις κόγχες τους. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά στην αρχή, αλλά μετά σαν να το μετάνιωσε του είπε:
«Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα γιέ μου, αλλά αυτό που κάνεις σήμερα…. Θα σου το χρωστάω για πάντα. Την ευκή μου να έχεις παιί μου…» και γύρισε απότομα το βλέμμα αλλού. Σε όλα εκείνα που τα ήξερε, τα είχε ζήσει έντονα, τα είχε ονειρευτεί, τα είχε λαχταρήσει και τα οποία, σε γενικές γραμμές, δεν είχαν αλλάξει. Μόνο που του φαίνονταν πιο μικρά τώρα. «Μάλλον μεγάλωσα εγώ …», σκέφτηκε ακουμπισμένος στο μπαστούνι του με την ασημένια λαβή. Χάρηκε που για πρώτη φορά δεν είχε φορέσει τα μαύρα του γυαλιά και έτσι ρουφούσε τις εικόνες σε όλη τους την ένταση και την μεγαλοπρέπεια. Το μικρό γιοφύρι που πέρασαν τον γέμισε με ακόμα πιο πολλές αναμνήσεις. Κάποια παιδιά έτρεχαν γύρω από το νερό του μικρού ρυακιού και μάζευαν βατράχια, όπως έκανε εκείνος στα μικράτα του, κάποια άλλα μάζευαν σκουλήκια, όπως έκανε κι εκείνος και κάποια άλλα, έκοβαν γαϊδουράγκαθα να πάρουν την «τσίχλα» τους από τον ανθό, ακριβώς όπως έκανε κι εκείνος. Είδε τον Ομάρ, θα μπορούσε να ήταν ο Ομάρ, να τον χαιρετάει από μακριά και την Χανούμ να μαλώνει τον μικρό Γιουσούφ, θα μπορούσαν να ήταν η Χανούμ, θα μπορούσε να ήταν ο Γιουσούφ. Σήκωσε το χέρι και σαν πολιτικός, χαιρέτισε κι εκείνος, προκαλώντας το γέλιο των παιδιών. «Να ‘στε καλά», μουρμούρισε.
Ο αραμπάς έφτασε στη πόρτα του λευκού φράχτη και σταμάτησε εκεί. Παρακάλεσαν τον αραμπατζή, ένα μελαχρινό τριχωτό άντρα που μιλούσε όμως σχεδόν καλά τα Ελληνικά, να τους περιμένει για λίγο. Θα γύριζαν να προλάβουν το απογευματινό πλοίο πάλι για την Κω. Δεν ήθελαν να μείνουν και πολύ στην Τουρκία.
Ο Κλεάνθης βοήθησε τον πατέρα του να φτάσει σε εκείνη την ξύλινη πόρτα που κάποτε έπρεπε να ήταν βαμμένη με κόκκινο χρώμα. Και ο πέτρινος φράχτης από κοντά, δεν ήταν και τόσο άσπρος. Πολλές πέτρες είχαν πέσει ή απλά έλλειπαν και ένα μίγμα από φυτά και αγκάθια με αράχνες είχε καταλάβει την κενή θέση. Και εκεί που ήταν εκείνο το μικρό περίπτερο με το καταπράσινο γρασίδι, αδυναμία της μάνας του, τώρα υπήρχε μόνο ξεραμένο χώμα και κάποια βράχια γεμάτα με κισσό και βρύα.
Ο κυρ Δημητρός, σήκωσε το μπαστούνι του και το σήκωσε δείχνοντας ένα – ένα τα μέρη που είχε μεγαλώσει στον γιό του. «Να κι εκεί παίζαμε κουτσό, να βλέπεις εκεί που είναι εκείνο το πλακόστρωτο; Να εκεί. Και πιο πέρα, αν βλέπεις εκείνη την ακακία, ε λοιπόν εκεί έδωκα όρκο στον Ομάρ ότι θα είμαστε φίλοι για πάντα. Μάλιστα χαράξαμε και τα μπράτσα να βγει αίμα να το κάνουμε όπως είχαμε ακούσει ότι το έκαμαν οι μεγάλοι άντρες…», γέλασε εκείνο ο μελαγχολικό γέλιο της ανάμνησης. Γύρισε το μπαστούνι προς το σπίτι. Ένα μεγάλο σπίτι που πραγματικά με τους τρεις ορόφους του έμοιαζε με πύργο παραμυθιού. «Ήταν πολύ πλούσιος ο πατέρας μου, Θεός σ’ χωρέστον… ο πάππος σου μαθές. Όλα αυτά τα χτήματα που βλέπεις πίσω, δικά μας ήταν και όλα γεμάτα σταφίδα. Να, εκεί…», του έδειξε το τρίτο παράθυρο στον δεύτερο όροφο, «… να, εκεί γεννήθηκα εγώ. Αλλά και τα αδέρφια μου…»
Ο Κλεάνθης κοίταξε προς το παράθυρο εκείνο και είδε μια κουρελού αντί για κουρτίνα να ανεμίζει στον αέρα. Τα μάρμαρα από τα περβάζια έλειπαν και ο σοβάς σε πολλά σημεία είχε πέσει, αφήνοντας την θέση του στα μεγάλα πράσινα σημάδια της μούχλας. Και τα κεραμίδια δεν είχαν πια εκείνο το ζωηρό χρώμα που θυμόταν ο κυρ Δημητρός. Όσα είχαν απομείνει, γιατί κι εκεί η αδιαφορία ή η ανημποριά των ανθρώπων είχε βάλει την σφραγίδα της, είχαν ξεθωριάσει παίρνοντας αυτό το ροζ χρώμα του ξεπλύματος. Και ο δρόμος, το μονοπάτι, από την πόρτα του φράχτη που τώρα στέκονταν, μέχρι την είσοδο του σπιτιού είχε χορταριάσει και σε πολλά σημεία είχαν φανεί μεγάλες πέτρες.
Μια γριά γυναίκα με το πολύχρωμο Τούρκικο τσεμπέρι στο κεφάλι τους πήρε είδηση από το σπίτι και τους φώναξε από μακριά: « Sen kimsin? Ne istiyorsun?» (Ποιοι είσαστε; Τι θέλετε;), ενώ ταυτόχρονα άρχισε να τους πλησιάζει.
Οι δυό άντρες δεν απάντησαν. Ο Κλεάνθης γιατί δεν ήξερε την γλώσσα, ο κυρ Δημητρός… γιατί, απλά,  δεν μπορούσε. Η γριά πλησίασε αρκετά και επανέλαβε την ερώτησή της : «Sen kimsin? Ne istiyorsun?» και συνέχισε: « Herhangi bir araç seyir? Eğer belediye başkanı mısın?» (Ποιόν ψάχνετε; Είσαστε από την δημαρχία;). Δεν πήρε απάντηση και πλησίασε πιο κοντά. Ο ήλιος σκίαζε τα πρόσωπα των δυο επισκεπτών και η γριά αναγκάστηκε να ανοίξει την μικρή πόρτα του φράχτη για να δει καλύτερα.
Σήκωσε τα μάτια στο πρόσωπο του γερο Καλύμνιου. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ακουστεί η τρεμάμενη φωνή της να λέει στα Ελληνικά :
 «Δημητρό εφέντη μ’;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι σε μια μεγάλη και έντονη κατάφαση. Με όση δύναμη του είχε αφήσει η ψυχή του απάντησε; «Ναι, Χανούμ… ναι Έσμα κορίτσι μου…»
Ο Κλεάνθης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του από το κλάμα. Το ίδιο και οι δυό ηλικιωμένοι μπροστά του που είχαν αγκαλιαστεί και τα κορμιά τους τραντάζονταν από τους λυγμούς φιλώντας ο ένας τον άλλο στα μάγουλα, προσπαθώντας να χορτάσουν την ύπαρξή τους. «Δημητρό εφέντη μ’…», έλεγε και ξανάλεγε η γυναίκα και να ‘σου ξανά αγκαλιές και να ‘σου ξανά φιλιά και χάδια. «Ζεις εφέντη μ’; Είσαι καλά εφέντη μ’…;», προσπαθούσε με χίλιες ερωτήσεις να τα μάθει όλα, κοιτώντας τα λευκά του μαλλιά, να τα μάθει αμέσως αν γινόταν, αυτή τη στιγμή. Κι εκείνος… δεν απαντούσε, είχε κιοτέψει τη στιγμή. Μόνο έκλεισε τα μάτια να κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής του εκείνο που ένιωθε τώρα. Και λέγοντάς του : «Benim büyük usta Bahçesi», (μεγάλη χαρά εφέντη μ’), γύρισε προς την μεριά των αγρών και άρχισε σε κατάσταση υστερίας να φωνάζει, με τη δύναμη της φωνής που μόνο οι γριές γυναίκες των χωραφιών έχουν: «Gel, gel, Güneş Dimitris, patron oğlu geldi ... Yusuf Ömer ... ... senin kadar hızlı ... çabuk gel ...», (Ελάτε, ελάτε, ο κυρ Δημήτρης, ο γιός του αφέντη  ήρθε... Γιουσούφ... Ομάρ... ελάτε γρήγορα... όσο πιο γρήγορα μπορείτε...).
Φάνηκε κάποια κίνηση από την μεριά των χωραφιών και δυό τρεις γέροι αλλά και μερικοί νεαροί φάνηκαν να έρχονται. Αλλά δυό απ’ αυτούς, οι δυό παλιοί φίλοι του κυρ Δημητρού, έτρεχαν πετώντας ότι κρατούσαν, τσάπες και τσουγκράνες στην προσπάθειά τους να φτάσουν ένα δευτερόλεπτο πιο γρήγορα. Και έπεσαν στην αγκαλιά του μαζί με την … Χανούμ. Κι έγιναν ένα κουβάρι και οι τέσσερις, που έκλαιγε και χάιδευε ο ένας τον άλλο. Ελληνικά ακούγονταν που ευχαριστούσαν τον Θεό, Τούρκικα ακούγονταν που δόξαζαν τον Αλλάχ γι αυτή τη συνάντηση. Ο χρόνος λες και σταμάτησε στην αγκαλιά τους. Οι γέροι ξανάγιναν παιδιά και όλα τα πράγματα γύρω τους ξαναμεγάλωσαν και πήραν τις αρχικές τους διαστάσεις, εκείνων των ανέμελων χρόνων τους.
Ο αραμπατζής πληρώθηκε και τους άφησε εκεί, αφού οι Τούρκοι δεν άκουγαν τίποτα για την επιστροφή τους. «Ilk biz yemek ve içmek ve sonra bırakın…», (πρώτα θα φάμε και θα πιούμε και μετά θα φύγετε), είπαν όλοι με ένα στόμα. Και αυτό το τραπέζι, το γλέντι πιο σωστά, κράτησε τρεις μέρες και αν κάποιος ήξερε ότι οι Μουσουλμάνοι δεν πίνουν αλκοόλ και δεν τρώνε χοιρινό, εδώ, θα έπρεπε να αλλάξει γνώμη. Τα κρασιά και τα τσίπουρα με γλυκάνισο, τα λουκάνικα και οι χοιρινές πανσέτες γέμισαν για όλες αυτές τις μέρες το τραπέζι τους. Γιατί έξω από την πολιτική, οι λαοί αποτελούνται από ανθρώπους και οι άνθρωποι, ειδικά αυτοί του μόχθου, είναι παντού όμοιοι. Το ίδιο χαίρονται, το ίδιο πονούν, το ίδιο μισούν και με την ίδια σφαίρα μπορούν να πεθάνουν.

«Αλήθεια μαθές; Έτσι γίνηκαν τα πράγματα; Τόση αγάπη και χαρά;», ρώτησε ο Σέμος λες και δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του.
«Και λίγα σου είπα βρε», απάντησε ο Κλεάνθης καθώς έπιναν το βραδινό τους κρασάκι στο καφενείο με τον Μέμο να ιδρώνει από την προσπάθεια να ικανοποιήσει τους πελάτες και την Καλοτίνα στην κουζίνα να τηγανίζει μαρίδες και πατάτες.
«Τι λες βρε παιδί μου… κι εμείς τους λέμε αγριάνθρωπους και κακούς. Αγαρηνά σκυλιά …»
«Άνθρωποι Σέμο μου, άνθρωποι είναι κι αυτοί. Εσύ μοχθείς με το σφουγγάρι κι αυτοί με τη γη…»
Ο κυρ Μανώλης ο Νυστάζος ο συνταξιούχος δάσκαλος καθόταν στο διπλανό τραπέζι με την εφημερίδα ανοικτή και άκουγε χωρίς να το δείχνει την κουβέντα τους. Αυτή την κουβέντα που δεν έπρεπε να την ακούσουν οι άλλοι συντοπίτες του. Χαμογέλασε και σήκωσε το ποτήρι του να πιεί μια γουλιά, αλλά άδειασε το τσίπουρο μονορούφι στο στόμα, λες και έκανε πρόποση. Μορφωμένος άνθρωπος ήταν, ήξερε ότι όλοι οι άνθρωποι, οι φτωχοί άνθρωποι, είναι ίδιοι παντού!

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

«Να μας ζήσουν τα παιτζά συμπέθερε… και οι ώρες οι καλές!», η φωνή του κυρ Δημητρού ήταν φανερά χαρούμενη και συγκινημένη μαζί. Είχε σηκώσει το ποτήρι και ευχόταν έχοντας δεξιά του την Καλοτίνα και τον Νίκο (Nick όπως είχαν μάθει να τον λένε) και από την άλλη την Κυράννα, που αν και γελαστή, δεν παρέλειπε να ρίχνει κοφτές και απειλητικές ματιές προς τον σύνευνό της, που φαινόταν να είχε πιεί αρκετά.
«Να μας ζήσουν βρε Δημητρέ μου… λυπάμαι αλλά μου είναι δύσκολο να σε πω … συμπέθερο. Ψωμί κι αλάτι φάγαμε κάποτε μαζί, δεν είναι κρύο το «συμπέθερε»; Δημήτρη μου λοιπόν… τι έλεγα; Α, ναι, να μας ζήσουν τα παιδιά…» και προσπαθώντας να τεντωθεί να τσουγκρίσει τα ποτήρια τους, παραπάτησε και έπεσε στην γυναίκα του.
Προσπαθώντας να στηριχτεί δε από το τραπέζι, τράβηξε το τραπεζομάντηλο ρίχνοντας κάτω μια καράφα με κρασί, δυό ποτήρια και μερικά πιάτα. Όλα έσπασαν με πάταγο σε χίλια κομμάτια, κάνοντας την κυρία Αμαλία αλλά και τον Κλεάνθη που καθόταν δίπλα της, να πεταχτούν όρθιοι σαν ελατήρια. Ο Σέμος, πιο δίπλα ακόμα, δίπλα στον κουνιάδο του, δεν πρόλαβε, με αποτέλεσμα το κόκκινο κρασί να πέσει στο παντελόνι του λερώνοντας και το άσπρο του πουκάμισο από το στομάχι και κάτω.
«Γούρι – γούρι…», ακούστηκε η φωνή της Νικολέτας. «Είδατε; Διάφανο γυαλί σαν σπάσει όλα καλά στη ζωή τους θα πάνε…», συμπλήρωσε με τα μάτια καρφωμένα στον γιό του κυρ Γιώργου και την αδερφή της.
«Ναι, … γούρι…», φώναξαν σχεδόν όλοι μαζί. Μόνο η Κυράννα έδειξε λίγο προβληματισμένη. Το κόκκινο κρασί, έμοιαζε σαν αίμα που κυλούσε από το παντελόνι του γαμπρού της. Προσπάθησε εκείνος με τα χέρια να το καθαρίσει, με αποτέλεσμα να γεμίσουν με το κόκκινο υγρό και οι παλάμες του. Τα μάτια της Κυράννας έδειξαν μια στιγμιαία έκφραση φρίκης και ένοιωσε κάτι σαν πόνο στην ψυχή της. «Οι φόβοι μου είναι…», μονολόγησε, γνωρίζοντας ότι όλα αυτά που πέρασαν από το μυαλό της δεν ήταν τίποτα άλλο από δεισιδαιμονίες και κατάλοιπα των παιδικών της φόβων.
Ο αρραβώνας έγινε όπως ακριβώς είχε μελετηθεί από τις δυο μανάδες, με το γλέντι του, τα τραγούδια με τους οργανοπαίχτες – ήταν οι ίδιοι που έπαιξαν και στους αρραβώνες της Νικολέτας – με τα φαγητά και τους συγγενείς να χαίρονται και να διασκεδάζουν, με το ζευγάρι να δείχνει ευτυχισμένο. Οι Τσουκαλαήνες, που λογίζονταν κάτι σαν συγγενείς κι αυτές, είχαν στρογγυλοκάτσει στο μεγάλο τραπέζι και η Ποθητή κοιτούσε καλά τον γαμπρό αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα, θυμούμενη την απειλή της Κυράννας. Ήταν όμως η μόνη που κατάλαβε τα συναισθήματα και τους φόβους της γειτόνισσας της σαν έπεσε το κρασί. Σοβάρεψε κι εκείνη απότομα και σε μια κίνηση αμηχανίας έστρωσε με το χέρι το κίτρινο τσεμπέρι στα μαλλιά της.
Η ώρα πέρναγε και οι άντρες εκτός από τον Nick και τον Κλεάνθη, βρίσκονταν ένα βήμα παραπέρα από την ευθυμία, μετά από την κατανάλωση τόσου οινοπνεύματος. Οι προπόσεις έδιναν και έπαιρναν, το ίδιο και οι ευχές. Τα γέλια αντηχούσαν μέχρι το δρόμο, συνοδεύοντας τα τραγούδια που ξεχύνονταν σαν χείμαρρος από το στόμα των συγγενών, με το πάθος τους, τα φάλτσα τους, τις κορώνες τους. Η ζωή έδειχνε ωραία εκείνες τις στιγμές, τις στιγμές που όλες οι πίκρες, όλες οι έννοιες, όλες οι στενοχώριες πήγαιναν στην άκρη ή τουλάχιστον που έπρεπε να πάνε στην άκρη.
Η Κυράννα όμως δεν μπορούσε να νικήσει τον ίδιο της τον εαυτό. Κοίταξε την Ποθητή και είδε ότι κι εκείνη την παρατηρούσε με έντονο, διεισδυτικό βλέμμα. Την είδε που της έκανε ένα ανεπαίσθητο νόημα, ρωτώντας την τι τρέχει. Στην αρχή το πήρε σαν ερώτηση … κουτσομπολιού, αλλά μετά βεβαιώθηκε ότι η Τσουκαλαήνα είχε πραγματικά ανησυχήσει, αποκρυπτογραφώντας τις δικές της εκφράσεις. «Τίποτα», έγνεψε σμίγοντας τα φρύδια και σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι, αλλά ήξερε ότι αυτή δεν ήταν απάντηση που μπορούσε να ξεγελάσει την Ποθητή. Εκείνη πάλι δεν επέμεινε, αλλά το βλέμμα της έμενε συνεχώς επάνω της, όσες φορές και αν την πρόσεξε.
Κάπως έτσι πέρασε η ώρα και δόθηκε ο λόγος για την μελλοντική ζωή της Καλοτίνας και του Nick, δόθηκαν μερικές εξηγήσεις περισσότερο στους περίεργους συγγενείς παρά στους γονείς της «νύφης», καταναλώθηκαν πολλά κιλά οινοπνεύματος και τραγουδήθηκαν μυριάδες τραγούδια κεφιού και «καλής ώρας». Έφτασε λοιπόν η ώρα που άρχισαν σιγά – σιγά οι καλεσμένοι να φεύγουν, άλλοι χαρούμενοι και γελαστοί και άλλοι που να μην ξέρουν που πατούν και βρίσκονταν.
«Καιρό βρε Δημητρό είχα να νοιώσω ένα τέτοιο γλέντι. Αχ… πόσο μου έλειψε η Ελλάδα. Άντε γειά μας ένα… τελευταίο…» και σήκωσε το χέρι με το ποτήρι για το πολλοστό «τελευταίο» τσίπουρο. Ο κυρ Στεφανιδάκης δεν απάντησε, μόνο γέλαγε και σηκώνοντας κι αυτός με τη σειρά του το ποτήρι, το άδειασε μονομιάς. Ήξερε πως την άλλη μέρα το κεφάλι του θα πήγαινε να σπάσει… «Αλλά τι σημασία είχε αυτό;», αναλογίστηκε.
Η Κυράννα με τη βοήθεια της Μαρίας και της Ποθητής μάζευε όλα τα σπασμένα πιάτα και ποτήρια από το ξύλινο πάτωμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει έστω κι ένα μικρό κομματάκι γυαλιού κάτω. Η Καλοτίνα, συνόδευσε μαζί με τον Κλεάνθη και τον Μέμο τους «Αμερικάνους», αλλά και την οικογένεια της αδερφής της, μέχρι το Τελωνείο και κάποια στιγμή, ένοιωσε το χέρι του Nick να της σφίγγει το δικό της. Κοκκίνησε, αλλά της άρεσε. Μια ζέστη ξεκινούσε από τα δάχτυλα και ανέβαινε στο μπράτσο για να της κάψει κάτι στα σωθικά και την ψυχή της. Τα χείλη της έκαιγαν και ένα τρέμουλο την είχε κυριεύσει στην σπονδυλική στήλη. Έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να το κρύψει, να μην το δουν οι άλλοι. Κάποιο σκυλί ακούστηκε από την άκρη του δρόμου και σε λίγο ένα άλλο του απάντησε δίνοντας ζωή στο ήσυχο νησί.
«Λοιπόν…», της είπε εκείνος, «… νομίζω ότι θα ήθελες να …», σταμάτησε κοιτώντας ολόγυρα λες και προσπαθούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις.
«Να ζήσω μαζί σου;», τον έβγαλε εκείνη από την δύσκολη θέση
Ο Nick την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Όλοι οι άλλοι, είχαν προχωρήσει – όχι τυχαία – αρκετά βήματα μπροστά τους και όταν ο Μέμος με την αφέλεια της νιότης του γύρισε να πει κάτι στην αδερφή του, ένοιωσε το απότομο τράβηγμα του Κλεάνθη. Τότε κατάλαβε και γελώντας γύρισε ξανά στον δρόμο του.
«Ναι… να έρθεις μαζί μου… να ζήσεις μαζί μου… να χτίσεις νέα ζωή μαζί μου. Θα το ήθελες; You would wish… πως το λένε… θα το επιθυμούσες; Είσαι πολύ ωραία κοπέλα και …»
«Ναι, θα το ήθελα. Δεν σε ξέρω καλά αλλά … κάτι μέσα μου … φωνάζει ΝΑΙ. Εκείνο ξέρει…»
Γέλασαν και οι δυό. Ο νεαρός Παρασκευάς δεν είχε τραβήξει τα μάτια του από πάνω της και όσο κι αν το φως του δρόμου ήταν χαμηλό, διέκρινε τη λάμψη στα δικά της μάτια. Έσκυψε και η ανάσα του συνάντησε την δική της. Μια μυρωδιά μέντας και αλκοόλ πλανήθηκε στο μικρό κενό ανάμεσα στα χείλη τους. Και το μικρό αυτό κενό εκμηδενίστηκε σε μερικά δευτερόλεπτα, όταν την φίλησε. Η Καλοτίνα ένοιωσε να σηκώνεται στον αέρα, η καρδιά της χτυπούσε τώρα δυνατά, ένα μικρό ταμπούρλο που έπαιζε με το αίμα της και την ανάσα της, η οσμή από το δέρμα του την αναστάτωσε ανάμεσα στα πόδια και ψηλά στη λεκάνη το κάψιμο ήταν ανυπόφορο. Φοβήθηκε ότι θα κατέρρεε. Στηρίχτηκε πάνω του και αυτό έκανε την επιθυμία και των δυό τους ακόμα πιο μεγάλη, λες και συνωμοτούσαν όλες οι στιγμές για αυτό.
«Μην ξεχνάς … ότι τώρα είμαστε … engaged .. ραβωνιασμένοι… αρραβωνιασμένοι πια. Καλά το είπα;», την ρώτησε με τόσο χαμηλή και ψιθυριστή φωνή που η Καλοτίνα έκανε προσπάθεια να τον ακούσει. «Πιστεύω ότι αξίζεις να σ’ αγαπήσω, όπως αξίζω, πιστεύω κι εγώ να μ’ αγαπήσεις εσύ…»
Ποιος μπορούσε να απαντήσει μετά από τέτοια συγκίνηση με την αυτή την επιπόλαια σωματική επαφή; Σίγουρα όχι η Καλοτίνα. Αυτή που πάντα ήταν σκληρή σαν βράχος σε όλες τις αναποδιές που μπορούσε κάποιος να συναντήσει στη ζωή του, τώρα… με αυτό τον νεαρό μπροστά της… με εκείνο το φιλί… (αλήθεια πόσο καιρό είχε να γευτεί τέτοιο φιλί;), είχε γίνει ένα μικρό, απροστάτευτο κοριτσάκι που σε λίγο θα εκλιπαρούσε και για άλλο. Και πόσο της άρεσε αυτό!!!
Στο βάθος του δρόμου πίσω τους ακούστηκαν κάποια στιγμή φωνές και μουσικοί σκοποί, φασαρία που έκανε κάποια ομάδα ξενύχτηδων. Οι μουσικάντες είχαν βγει στο δρόμο από το σπίτι του κυρ Δημητρού και υπό την επήρεια του αλκοόλ, έκαναν όση φασαρία μπορούσαν. Σε λίγο θα τους έφταναν κι αυτό είχε χαλάσει αυτή τη μυσταγωγία της στιγμής. Όλοι κοίταξαν προς το μέρος τους και αν και χαμογελούσαν, τους είχε ενοχλήσει. Ο Κλεάνθης πρόσεξε μέσα στο μισοσκόταδο τη στάση του ζευγαριού πίσω του και κάτι μέσα του χάρηκε, το ίδιο όμως και μελαγχόλησε. Το πρόσωπο της μεγάλης του αδερφής ήταν χαρούμενο και αν έβλεπε καλύτερα, θα μπορούσε να πει … ευτυχισμένο.
Προσπέρασαν το Τελωνείο και χωρίς να το καταλάβουν τα βήματά τους δεν σταμάτησαν εκεί. Πέρασαν το κλειστό καφενείο του Κλεάνθη και βρέθηκαν μπροστά στο άγαλμα του Ποσειδώνα, στη στροφή πριν το ξενοδοχείο. Εκεί σταμάτησαν απότομα λες και είχαν συνεννοηθεί. Χαιρετήθηκαν όλοι μεταξύ τους και η βραδιά τέλειωσε εκεί.
«Λοιπόν Δημήτρη… αύριο … τι αύριο δηλαδή… σήμερα το μεσημέρι θα τα πούμε…οκ; Αν έχει φύγει αυτή η ρημάδα η ζαλάδα από το κεφάλι… έτσι;»
«Έτσι μωρέ Γιώργη… έτσι», απάντησε ο φίλος του, επιβεβαιώνοντας το ραντεβού τους.
Η Καλοτίνα εξακολουθούσε να βρίσκεται μερικά βήματα πιο πίσω, έχοντας τώρα φανερά ενωμένα τα χέρια της με αυτά του Nick. Κι αυτό προκάλεσε το πείραγμα της Αφροδίτης, της αδερφής του: «lets go bro… lets sleep… μια ζωή … θα την έχεις … close to you… κοντά σου, θα έχεις όλο τον χρόνο να την χαρείς. Πάμε τώρα για ύπνο» και γυρνώντας προς την Καλοτίνα, «… γλυκιά μου … thank you for everything… ευχαριστώ για όλα… και είσαι πραγματικά πανέμορφη… very… very beautiful…»
Αυτή η εναλλαγή μεταξύ Ελληνικών και Αμερικάνικων έδινε μια γλύκα στην ομιλία των δυό αδελφών. Και μάλιστα η Καλοτίνα σκέφτηκε πόσο καλά μιλούσαν την μητρική τους γλώσσα, αν και ήταν πρώτη φορά που έρχονταν στην Ελλάδα. Αυτό έδειχνε την πειθαρχία του … μέλλοντα πεθερού της αλλά και την ανάγκη που έχουν όλοι οι ξενιτεμένοι για τον τόπο τους.
«Ξενιτεμένοι;», σκέφτηκε και γύρισε το βλέμμα προς την θάλασσα. «Κι εγώ έτσι θα λέγομαι σε λίγο καιρό…»

Τα Χριστούγεννα ήρθαν με όλες τις συνήθειες και τα έθιμα του νησιού. Παντού μύριζαν γλυκά, φρεσκοψημένο κρέας, οι φούρνοι δεν προλάβαιναν να ψήνουν τα μουούρια και το κρασί έρεε άφθονο σε κάθε σπίτι, σε κάθε καφενείο και σε όλες τις ταβέρνες. Ήταν οι γιορτές, ήταν και το ταξίδι που ετοιμαζόταν να κάνει ο Σέμος, το «χειμωνικό» προς την Άνδρο και την Πάρο, που έκαναν τον άντρα λίγο πιο σφιγμένο και να αναζητά όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά παρηγοριά στο πιοτό. Η Νικολέτα, είτε από χαρακτήρα, είτε από «φόβο», έδειχνε πια μια τελείως παθητική στάση απέναντι στον άντρα της, σαν τον έβλεπε να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ και να λείπει περισσότερες ώρες από το σπίτι.
«Λοιπόν… έχουμε και λέμε, τριακόσια την παραμονή και διακόσια πενήντα τώρα σύνολο πεντακόσια πενήντα, έτσι;», ακούστηκε η φωνή του Χαλκίτη, σαν υπολόγιζε τα χρήματα που έδινε στο χέρι του Σέμου. Πήγε στο γραφείο του και άνοιξε το κεντρικό συρτάρι, βγάζοντας ένα μεγάλο μαύρο τετράδιο με τα βερεσέδια. Με ένα μισοφαγωμένο μολύβι που πρώτα το σάλιωσε, σημείωσε κάτι και γύρισε προς το μέρος του πρώην υπαλλήλου του που έστεκε σχεδόν σε στάση προσοχής μπροστά του.
«Και πότε φεύγεις Σέμο; Θα αργήσεις καιρό; Θα φτάσουν αυτά τα λεφτά για την οικογένεια; Βέβαια έχεις πει στην Νικολέτα να … όποτε θέλει δηλαδή… να έρθει σε μένα έτσι;»
Ο Σέμος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έβαλε τα λεφτά στην τσέπη. «Τουλάχιστον δεν θα λείψει τίποτα από την οικογένεια…», σκέφτηκε, χωρίς να λογιστεί ότι θα έλειπε εκείνος ο ίδιος. Χαιρέτισε τον κύριο Γιώργο και βγήκε στο δρόμο να πάει να πιεί πάλι. Θα πέρναγε από τα μαγαζιά να στείλει τρόφιμα στο σπίτι και μετά θα έβρισκε τους μελλοντικούς συναδέλφους του στη ταβέρνα του Μιτσέ του «Καμαρότου». Πέρασε έξω από το ζαχαροπλαστείο του Μήλα και στο μυαλό του ήρθε η Νικολέτα και την αγωνία που είχε κάποτε να της πάρει γλυκά, να την ευχαριστήσει. Χαμογέλασε στη σκέψη και γύρισε την πλάτη στη βιτρίνα με τα γαλακτομπούρεκα. «Κι εκείνη… όλο αντιρρήσεις έχει για το σφουγγάρι…», σκέφτηκε. Τα βήματά του τον έφεραν μπροστά στο μανάβικο του κυρ Λευτέρη του Σγούρδα. Διάλεξε στα γρήγορα λαχανικά όπως και κρέας από το διπλανό χασάπικο, μια – δυό οκάδες ψάρια, κόκκινα για σούπα και λαχταρώντας, πήρε το δρόμο για την ταβέρνα. Παραμονές του ταξιδιού, δεν ήθελε ούτε τον κουνιάδο του να συναντήσει ούτε κανένα άλλο από το σόι της γυναίκας του. Κι ας τον βοηθούσε σε όλα ο Κλεάνθης.
Όλοι ήταν εκεί και έπιναν τα κρασιά τους και τα τσίπουρά τους. Και ο καπετάν Αρμόδιος ο Κιντύνης και όλο το πλήρωμα της «Μαργαρίτας» και όλοι οι μηχανικοί που είχαν συμφωνήσει για το «χειμωνικό» στο Αιγαίο. Τον καλημέρισαν και του έδωσαν καρέκλα να καθίσει κοντά τους. Ένοιωθαν όλοι να ανεβαίνει το ηθικό τους στηριζόμενοι ο ένας στον άλλο. Έπαιρναν κουράγιο μεταξύ τους και με την βοήθεια του αλκοόλ, έλεγαν τις τελευταίες λεπτομέρειες του ταξιδιού, πρότειναν ψαρότοπους για σίγουρο σφουγγάρι και έκαναν όνειρα για τα λεφτά που θα έβγαζαν. Και βέβαια όλα αυτά τα έλεγαν για να τα ακούει ο καπετάνιος και ο κολαουζέρης, οι οποίοι έκαναν ότι πρόσεχαν, αλλά από το ένα αυτί έμπαιναν και από το άλλο έβγαιναν. Το σχέδιο του ταξιδιού το είχε μέσα στο μυαλό του ο καπετάν Κιντύνης, το είχε συζητήσει με τον κολαουζέρη του, αλλά άφηνε τους άλλους να μιλάνε, μόνο και μόνο για να νοιώθουν ότι συμμετείχαν και εκείνοι στον σχεδιασμό.
«Το λοιπό παιδιά, νομίζω ότι θα πάμε καλά. Δεν βγαίνουν πολλοί για χειμωνικά πλιο. Θα είμαστε μόνοι μας… ούτε και οι Συμιακοί άκουσα ότι θα βγουν. Λένε ότι θα έχουμε φουρτούνες φέτο και οι κότες φοβούνται… χα χα χα», είπε γελώντας ο «Κουτσός» ο Ηλίας και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι.
«Σιγά τους μηχανικούς… χα χα χα», συμπλήρωσε κάποιος άλλος. «Συμιακοί και πράσινα άλογα»
«Εσένα Σέμο; Ο κουνιάδος σου δεν θα βγει τώρα στις θάλασσες; Ή θα περιμένει το καλοκαίρι;»
«Το καλοκαίρι λέει…», απάντησε εκείνος αδιάφορα. «Ε… δεν έχει κι ανάγκες μεγάλες. Τις αδερφές του τις βόλεψε, τον καφενέ του τον έχει… σπίτι να μείνει χωρίς έξοδα… ε, τι να κάνει τον χειμώνα μες τις φουρτούνες και τις βροχές…»
«Δεν είναι μόνο τα λεφτά βρε Σέμο… είναι το σφουγγάρι το ίδιο. Αυτό καλεί για θέρισμα, αυτό το ίδιο θέλει το ταξίδι…»
«Ναι, ναι αυτό το ίδιο …» ακούστηκε από γύρω, λες και έλεγαν όλοι μαζί ένα σύνθημα.
Σκοτείνιαζε έξω, όταν ο Σέμος διέκρινε από το παράθυρο την Καλοτίνα να περπατάει στον δρόμο, στηριγμένη στο μπράτσο του «Αμερικάνου» γιού. Από την ώρα που είχαν δώσει λόγο, τα αρραβωνιάσματα που έλεγε ο Nick, περπατούσε μαζί του ελεύθερα και γέλαγε με τα αστεία του, έτρωγε τα γλυκά της και έκαναν εκδρομές μόνοι τους, προσπαθώντας να του δείξει όλες τις ομορφιές του νησιού. Πατρίδα του ήταν, έπρεπε να την ξέρει. Οι υπόλοιποι «Αμερικάνοι», όλως τυχαίως, επισκέπτονταν άλλα μέρη, στην αντίθετη μεριά από κείνη που πήγαινε το ζευγάρι. Στο νησί διαδόθηκε το λογοδόσιμο σαν αστραπή και απ’ όποιον συναντούσαν, άκουγαν μόνο ευχές και από τα καφενεία, προπόσεις.
Ο Σέμος θυμήθηκε τα δικά του με την Νικολέτα, τότε που όλη του η ζωή ήταν αυτή και ο έρωτάς τους. Τότε που προσπαθούσε να κλέψει λεπτά ή ακόμη και δευτερόλεπτα να την δει, να την αγγίξει, να την φιλήσει, εκεί στην άκρη της Πόθιας, μετά το γυμνάσιο, στους αγρούς και τις ερημιές. Θυμήθηκε τα αγκάθια που του έμπαιναν στα πόδια, τις μυτερές πέτρες που του έσκιζαν τις σόλες των παπουτσιών, τις πεζούλες που ήταν το κάθισμά τους. Θυμήθηκε τα καυτά χείλη της, το στήθος της που ανεβοκατέβαινε από το λαχάνιασμα και την αγωνία της, την περιφέρειά της που τριβόταν σεμνά ή και πρόστυχα πάνω στη λεκάνη του. Γέλασε και μελαγχόλησε στις θύμησες αυτές. «Και τώρα;», αναρωτήθηκε.
Άναψε τσιγάρο με την γόπα του προηγούμενου και σήκωσε το ποτήρι του. «Τώρα…», σκέφτηκε «… φεύγω από το σπίτι να βρω την μοναξιά μου. Να προσπαθήσω να ζήσω κάποιες στιγμές της περιπέτειάς μου! Αλλά ποιος μου φταίει;». Έκλεισε τα μάτια με την ελαφρότητα και την αλαζονεία του σε παράπονο. Οι άλλοι αυτή τη στιγμή δεν είχαν σημασία, δεν υπήρχαν στη ζωή του… κι όμως τους αγαπούσε.
Τρεις μέρες πριν την Πρωτοχρονιά οι Παρασκευάδες πήραν το πλοίο της επιστροφής για τον Πειραιά. Στην αποβάθρα δόθηκαν οι τελευταίες υποσχέσεις και δέθηκαν τα στερνά όνειρα. Ο χρόνος τώρα θα ήταν ο εχθρός της Καλοτίνας και του Nick, αλλά όπως είναι γνωστό είναι τόσο σύντομος που στο τέλος δε αρκεί.
Ο αέρας που σηκώθηκε απότομα σε εκείνη την ήμερη κατά τα άλλα μέρα, ήταν σαν να αποχαιρετούσε κι αυτός τους ταξιδιώτες. Το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται και οι «Αμερικάνοι», δεν το είχαν κουνήσει από την κουπαστή της πλώρης. Αν κάποιος μπορούσε να δει μέχρι εκεί, θα διέκρινε το δάκρυ στα μάτια του κυρ Γιώργου. «Ποιος ξέρει… θα την ξαναδώ ποτέ πριν φύγω για το στερνό ταξίδι;», μονολόγησε για να δεχτεί το χάδι της κυρίας Αμαλίας στην πλάτη. «Τουλάχιστον η νύφη μας θα μου τη θυμίζει…», συνέχισε. Και το παράξενο ήταν ότι το ίδιο δάκρυ φάνηκε και στο μάτι του γιού του, που φρόντισε πάντως να το κρύψει με μεγάλη δεξιοτεχνία.
«Αυτό ήταν…», είπε η Κυράννα, σαν το πλοίο έγινε μια μικρή κουκίδα, στην στροφή του Σταυρού, πριν ανοιχτεί για τα καλά στο πέλαγος. «Θα φάνε πολύ κούνημα στο Ικάριο…», συνέχισε, «… κατά τα λεγόμενα του Κουκουβά. Ας είναι καλό το ταξίδι τους. Ας φτάσουσι καλά μαθές…».
Πήραν το δρόμο για το σπίτι. Είχε πάει οκτώ κιόλας η ώρα και το σκοτάδι ήταν αρκετά πυκνό. Μερικοί διαβάτες είχαν μείνει στο λιμάνι, κάποιοι απ’ αυτούς είχαν χαιρετίσει δικούς τους ταξιδιώτες, κάποιοι ήταν εργάτες εκεί και κάποιοι που έψαχναν τα κρασί τους στις διπλανές ταβέρνες και τα καφενεία.
Η Κυράννα είχε μείνει μερικά λεπτά παραπάνω στην άκρη της προβλήτας και τα μάτια της κοιτούσαν στο κενό, στο μαύρο χρώμα του νερού, ενώ το μυαλό της σκεφτόταν καταστάσεις, μέλλοντα και εικόνες. Ο Κλεάνθης την πλησίασε από πίσω και την αγκάλιασε από τους ώμους. Τη φίλησε στο λαιμό και της έτριψε τα μπράτσα.
«Πάει έφυγε…», της είπε. «Έχουμε μερικούς μήνες ακόμη για… να χαιρετίσουμε κι εσένα κυρά»
«Εμένα; Ναι… σωστά κι εμένα. Μόνο που εσύ δεν θα είσαι εδώ αδερφέ. Θα έχεις φύγει πιο μπροστά για τα σφουγγάρια, σωστά;»
Ο Κλεάνθης συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι θα έλειπε σαν η αδερφή του θα αναχωρούσε για την Αμερική. Δεν απάντησε, τι είχε δηλαδή να πει! Την τράβηξε απαλά να φύγουν, οι άλλοι είχαν ήδη απομακρυνθεί αρκετά και ένοιωσε το τρέμουλό της. Και πάλι προτίμησε να καταπιεί την γλώσσα του, μόνο που την οδήγησε αντίθετα από το σπίτι, εκεί που το καφενείο έστεκε με ολόλαμπρα τα φώτα του. Κάποιοι με τραγιάσκες και ανασηκωμένο τον γιακά των σακακιών ή των παλτών τους άνοιγαν την πόρτα και κάθε τόσο η λάμψη από το άνοιγμα αναβόσβηνε σαν φάρος μες τη νύχτα.
«Τι λες, είσαι για ένα πιοτί με τον αδερφό σου; Να μιλήσουμε και λίγο, έχουμε καιρό να τα πούμε…»
Κάθισαν σε ένα τραπέζι μακριά από τους άλλους και ο Κλεάνθης άναψε τσιγάρο. Η Καλοτίνα έστεκε στητή και το πρόσωπό της έδειχνε σκληρό και λίγο απόμακρο. Ακόμα και απέναντι στον Μέμο, που τελικά είχε αποδειχτεί άξιος αντικαταστάτης του αδερφού του στο καφενείο.
«Λοιπόν; Ίντα έχουμε να πούμε αδερφέ που δεν μπορούμε να το πούμε στο σπίτι ή με τους άλλους μαζί; Υποθέτω ότι θέλεις να μιλήσουμε για την Αμερική, έτσι δεν είναι;» και πήρε στο χέρι το μαντήλι της να παίζει. Ένα μικρό άσπρο μαντήλι με κέντημα στην άκρη, που της το είχε φέρει ο Κλεάνθης δώρο από την Αίγυπτο, την πρώτη φορά που είχε πάει, πριν τον «χτυπήσει» η μηχανή. Αυτό το μαντήλι, πολεμούσε την νευρικότητά της και την αμηχανία της. Το έκανε κόμπο, το δίπλωνε, το ξεδίπλωνε… το τυραννούσε.
«Ναι, γι αυτό αλλά και για άλλα…»
«Μάλιστα! Να αρχίσουμε απ’ αυτά τα ‘για άλλα’ και μετά βλέπουμε; Έτσι κι αλλιώς η απόφαση να φύγω είναι παρμένη, δεν είναι; Ο μπαμπάς είδε στους «Αμερικάνους», την καλύτερη λύση… και δεν λέω, μπορεί τελικά να είναι, να έχει δίκιο. Το ίδιο και η μητέρα. Δεν είδα κανένα να φέρνει αντίρρηση γι αυτό το «ξεπούλημα»…»
«Βαριές λέξεις λες…»
«Βαριές; Γιατί τι είναι; Δεν είναι ξεπούλημα; Δεν λέω ότι είναι λάθος… μια γυναίκα μόνη στα είκοσι πέντε της όπως και να το κάνουμε είναι βάρος. Ένα στόμα παραπάνω που δεν έχει να προσφέρει τίποτα πιο πολύ από το να … υπάρχει. Μέρες και νύχτες πέρασα και το σκεφτόμουνα αυτό. Μέρες και νύχτες που ένοιωθα άχρηστη. Να μαγειρεύω, να συγυρίζω το σπίτι και να είμαι μια κολώνα που δεν στήριζε ποτέ τίποτα…»
«Στήριζες εμένα, τα αδέρφια σου τα άλλα, ζέσταινες τις καρδιές των γονιών…»
Τον κοίταξε απότομα σαν να του έλεγε «άστα αυτά, τίποτα δεν είναι…»
«Κακά τα ψέματα αδερφέ. Μια περιττή ύπαρξη ήμουνα, ένα βάρος όπως είπα, για όλους. Κι αν δεν φαίνεται τόσο αυτό τώρα, σκέφτεσαι πως θα γινόμουν σε λίγα χρόνια; Και μάλιστα ανύπαντρη;», γέλασε με ένα γέλιο που βγήκε βαθιά από μέσα της. Κι όμως το πρόσωπό της έδειχνε μια έκφραση, σαν να είχε ζήσει ένα κακό όνειρο, σαν να είχε δει έναν εφιάλτη. Ένα όνειρο που το έβλεπε ξύπνια με την ομιλία της, ένα κακό όνειρο που ήρθε να προστεθεί σε μια αλυσίδα από παρόμοια όνειρα τα οποία την βασάνιζαν τον τελευταίο καιρό. Από την ημέρα που ο πατέρας της και πιο πολύ ο μεγάλος της αδερφός είχαν δεχτεί τον ξενιτεμό της.
Κοίταξε γύρω της σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τον χώρο που αν και τόσο γνωστός, της είχε ξεφύγει για λίγο. Της πήρε λίγα λεπτά για να συνειδητοποιήσει πως πίσω από το πυκνό σκοτάδι που τύλιγε την καρδιά της υπεύθυνος ήταν ένας και μόνο ένας: ο μεγάλος της αδερφός, ο ένας και μοναδικός της «έρωτας», ο Κλεάνθης. Έσφιξε τα χέρια του στα δικά της και είδε τις αρθρώσεις της να ασπρίζουν. Απεγνωσμένα προσπαθούσε να τον χαρεί όσο πιο πολύ μπορούσε, πριν εκείνος φύγει… πριν εκείνη φύγει για πάντα. Γιατί το ήξερε, η αναχώρησή της … θα ήταν για πάντα.
«Μου ματώνεις την καρδιά Καλοτίνα με τούτα που λέγεις. Και τα ενογάς σα βλέπω… δεν είναι έτσι όμως. Ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω, πόσο σε νοιάζομαι…»
«Α, ναι; Και που είναι οι αντιρρήσεις λοιπόν; Πότε είπε στον πατέρα ότι δεν ήθελες αυτό το … προξενιό; Τη δική σου ζωή την κοίταξες, δεν λέω ότι έκαμες άσχημα, αλλά … νοιώθω μια πίκρα μέσα μου. Θα μπορούσα να δεχτώ να πάω πιο εύκολα στην Αμερική και θα ήμουν και πιο περήφανη και … πιο ευτυχισμένη αν ήξερα ότι ο αδερφός μου δεν ήθελε να φύγω, δεν ήθελε να με χάσει. Αν ο αδερφός μου έφερνε αντίρρηση. Όμως τίποτα. Το κρέας πουλήθηκε σε μια καλή οικογένεια. Τώρα μπορείς να πας για τα σφουγγάρια χωρίς την γκρίνια τη δικιά μου, μπορείς να φτιάξεις τη ζωή σου, η Υπαπαντή περιμένει, χωρίς να σε κατηγορήσουν ότι δεν «τακτοποίησες» την μεγάλη… τη γεροντοκόρη αδερφή σου…»
Ο Κλεάνθης σηκώθηκε όρθιος και έκανε χωρίς νόημα μια αργή περιστροφή γύρω από τον εαυτό του. Το τσιγάρο που κρατούσε είχε κιτρινίσει τα δάχτυλά του και άρχισε να τον καίει. Το έριξε στο πάτωμα και το πάτησε με την άκρη της μπότας του. πράγματα που δεν είχε υπολογίσει ποτέ του, τώρα ξεπετάγονταν ωμά και κυνικά μπροστά του, εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα. Κι όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, όλα είχαν πάρει πια τον δρόμο τους!
Ο Μέμος που πλησίασε χωρίς να ξέρει τίποτα, οσμίστηκε την ένταση στον αέρα, σαν το σκυλί που μυρίζει το θήραμά του. Κοίταξε τα αδέρφια του, μια τον ένα και μια την άλλη:
«Τι γένηκε βρε παιδιά; Τσακωθήκατε μέρες που είναι μαθές;»
Κανείς δεν του απάντησε, τον αγριοκοίταξαν και θεώρησε λογικό να φύγει μην τον πάρει κι αυτόν η μπάλα:
«Ε φταίει κανείς πλιο. Εγώ φταίω που ανακατεύομαι… άει στα κομμάτζα και οι δυό σας!»

Τατ – τατ – τατ, ακούστηκε η μηχανή τη «Μαργαρίτας» σαν απομακρυνόταν από την προκυμαία της πλατείας κοντά στην εκκλησία του «Χριστού». Ο Σέμος όρθιος κοντά στην κεντρική αντένα του τρεχαντηριού χαιρετούσε την Νικολέτα, την μόνη που πήγε να τον αποχαιρετίσει στην αναχώρησή του για το «χειμωνικό» αυτό ταξίδι του. Ο καπετάν Κιντύνης έστεκε παραδίπλα και όλο φώναζε, γελούσε σε αυτούς που έστεκαν στην άκρη της προβλήτας να δουν το σφουγγαράδικο και ο καπνός της μηχανής, γαλάζιος και γκρίζος, έπνιγε τους κουπάδες, κάνοντάς τους να βήχουν.
«Καλό ταξίδι άντρα μου, γερός να μου γυρίσεις…», είπε με σιγανή φωνή η Νικολέτα γνωρίζοντας ότι εκείνος δεν θα το άκουγε. Το σκάφος απομακρύνθηκε και τότε εκείνη άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να ξεσπάσει. Τραβήχτηκε σε μια άκρη πίσω από το ιερό της εκκλησίας και ελευθέρωσε το δάκρυ από τα μάτια της. Ξανακοίταξε προς τη μεριά της «Μαργαρίτας» και το μόνο που αντίκρισε ήταν ένα άσπρο σημαδάκι και το ελαφρύ κύμα που σήκωνε. Έκανε τον σταυρό της και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Ευτυχώς που η Σεβαστή είχε προσφερθεί να κρατήσει για λίγο τα μωρά. Μια αστραπή, απροειδοποίητα, φώτισε τον γκρίζο ουρανό και μετά από λίγο η βροντή της ακούστηκε να της ταράξει τα σωθικά.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
ΒΙΡΑ ΚΑΙ ΦΥΓΑΜΕ… ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ !




«Μπαμπά… πες μπαμπά μωρό μου. Άντε βρε μπα… μπά! Άντε βρε σκασμένο πες μια λέξη…», είπε ο Σέμος κρατώντας τον μικρό του Αριστείδη στην αγκαλιά και γέλασε. Το άλλο μωρό, η γλυκιά Ελπινίκη, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δυσανασχετώντας με την καθυστέρηση που παρουσίαζε το φαγητό της. Είχε ήδη αρχίσει να παίρνει μια γκριμάτσα παράξενη, μια γκριμάτσα ανυπομονησίας και φαινόταν ότι το κλάμα ερχόταν.
Η Νικολέτα μπήκε στο δωμάτιο και αμέσως ο Σέμος της έκανε νόημα να αρχίσει από την κόρη του το τάϊσμα. «Άντε να ηρεμίσουμε, γιατί αν αρχίσει …», της είπε. Κράτησε ακόμα λίγο εκείνος τον γιό του και ανακάλυψε ότι εκείνη η μυρωδιά… ήταν αυτό που φοβόταν.
«Αγάπη, μάλλο πρέπει πρώτα να φροντίσεις τελικά τον κανακάρη σου… είναι επείγουσα ανάγκη!»
Η γυναίκα γέλασε και φάνηκε κούραση στα μάτια και στο πρόσωπό της. Μαύροι κύκλοι είχαν κάνει την εμφάνισή τους και ρυτίδες έσκιζαν αμυδρά τον λαιμό της. Κοίταξε τον άντρα της και έκανε νόημα με το κεφάλι. Ναι, πρώτα θα καθάριζε τον μικρό και μετά θα ασχολιόταν με την κόρη της. Κάτι που έγινε αντιληπτό από την μικρή Ελπινίκη και τα όργανα… άρχισαν.
Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε παράταιρα εκείνη τη στιγμή.
«Μπορείς ν’ ανοίξεις; Πρέπει να είναι η Καλοτίνα…», του είπε. Ο Σέμος, άφησε τον μικρό στην περιποίηση της μάνας του και έτρεξε προς την κουζίνα, προς την εξώπορτα. Η κυρά Χρυσούλα η «Κουλίαινα» μπήκε χαμογελαστή και χαρούμενη. Στο χέρι κράταγε ένα μικρό μπουκάλι με ροδόνερο και ένα σακουλάκι με αλεύρι.
«Καλημέρα…» είπε. «Πως είναι σήμερα τα αγγελούδια σου και η κερά σου; Έφερα τα που μου ζήτηξε η Νικολέτα» και έδειξε τα πράγματα στα χέρια της. «Είπαμε σήμερις να φτιάξουμε λίγα γλυκά… μέρες που ‘ναι… λίγα φοινίκια… να μυρίσει το σπίτι … χαρές!»
«Εμ βέβαια … σε τρεις μέρες έχουμε Χριστούγεννα, έτσι είναι το σωστό. Να μυρίσει γλυκά το σπίτι, μπας και χαρεί κι αυτή η γυναίκα. Μου φαίνεται ότι αρκετή λύπη της έχω δώκει…»
«Αυτό είναι αλήθεια Σέμο. Της έδωκες λύπη με το φευγιό σου. Λύπη που ήτο μαθές αχρείαστη… και συγνώμη που μιλάω, αλλά φίλη είμαι. Την πονάω την Νικολέτα, σκέφτομαι και τα παιτζά σου μαθές. Αν εσύ πάθεις κάτι; Τι θα γίνουσι αυτά ε; δεν θα μπορ…»
«Ίντα είναι αυτά που λέγεις; Γιατί να πάθω; Οι απρόσεκτοι και οι «φιάκες» παθαίνουσι βρε Χρουσώ. Κι εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Εμένα μηχανή δε θα με «πιάσει». Άκου το που σου το λέγω…»
«Τ’ ακούω κι εύχομαι να είναι έτσι. Κι αν μιλάς έτσι, δεν νομίζω πως πολλά έχουμε να πούμε. Ας σε βοηθήσει ο Θεός κι ας σε φωτίσει η Παναγιά. Ας πάω τώρα μέσα να δω τα μικράκια σου. Τα κουκλιά σου!»
Ο Σέμος κάθισε και άναψε τσιγάρο στο τραπέζι της κουζίνας. Από το μαγαζί είχε φύγει πριν από κάποιες μέρες, ο Χαλκίτης είχε δείξει μεγάλη κατανόηση και τώρα ετοιμαζόταν για ένα «χειμωνικό» ταξίδι, μάλλον μετά την Πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα πήγαινε στην ταβέρνα και στο καφενείο του Κλεάνθη και έπιανε κουβέντα με τους παλιούς σφουγγαράδες που μόνο συμβουλές είχαν να του δώσουν και λόγια ενθάρρυνσης. Και το τωρινό ταξίδι το έκαμε για εκπαίδευση πιο πολύ, αλλά και για τα λεφτά. Βέβαια, είχε πληρωθεί κάποια χρωστούμενα από τον κυρ Γιώργο και είχε κάνει μια συμφωνία μαζί του, να βοηθήσει την οικογένεια με ένα ποσό κάθε μήνα και θα του τα ξεπλήρωνε σαν επέστρεφε από το καλοκαιρινό ταξίδι. Έτσι και θα γινόταν αυτό τον χειμώνα αλλά και ολόκληρο το καλοκαίρι. Έτσι γινόταν με όλους τους «μηχανικούς», ουσιαστικά χρωστούσαν συνέχεια τα χρήματα που έβγαζαν με ενέχυρο την ίδια τους τη ζωή.
Ο Σέμος ξαφνικά ανακάλυψε ότι το σπίτι δεν τον χώραγε. Πνιγόταν από τις σκέψεις του, πνιγόταν από τα ίδια του τα όνειρα αλλά και τις επιθυμίες του. Τον έπιασε ένας ξαφνικός φόβος, είδε τον εαυτό του σφιγμένο να πνίγεται μέσα σε κάποιο σκάφανδρο και στέρεψε η ανάσα του. Σηκώθηκε από την καρέκλα και έκανε μερικά βήματα. Άκουσε τις γυναίκες να μιλάνε και να γελούν, πιθανώς χάζευαν με τα παιδιά και πλησίασε προς τα εκεί. Στάθηκε λίγο πιο έξω από την πόρτα και τίναξε το χέρι του, σαν το τσιγάρο του έκαψε τα δάχτυλα. Θέλησε να ακούσει την φωνή της Νικολέτας, τη φωνή των μικρών του, ας ήταν και κλάμα, να ακούσει τον ήχο της ζωής. Της δικής του ζωής. Έκλεισε τα μάτια.
Με βιαστικά βήματα πήρε το σακάκι του και πετώντας ένα ξερό «γεια» στον αέρα, λες και του έφταιγαν οι δυο γυναίκες, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην άσφαλτο. Το αεράκι που φύσαγε από την μεριά της θάλασσας ήταν αρκετά ψυχρό για να τον αναγκάσει να σηκώσει τον γιακά από το σακάκι. Κοίταξε τον ουρανό και είδε τα κουρελιασμένα σύννεφα που είχαν αρχίσει να σκουραίνουν, κρύβοντας τον χλωμό, αδύναμο ήλιο. Ο αέρας μύριζε ιώδιο και αλάτι, αυτή τη όμορφη ευωδία της περιπέτειας.
Άνοιξε το βήμα και έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Το μυαλό του ταξίδευε σε εκατό διαφορετικές κατευθύνσεις. Εικόνες πέρναγαν και τον αναστάτωναν, άλλες τον ηρεμούσαν και άλλες τον έκαναν να νοσταλγήσει παλιά όνειρα, παλιές επιθυμίες. Ένοιωσε μεγάλη ανάγκη για τσίπουρο, αν και ήταν νωρίς ακόμα, μεγάλη ανάγκη για αντρική συντροφιά, για… αδερφική παρέα. Του φάνηκε μακρύς ο δρόμος μέχρι το καφενείο του Κλεάνθη. Κάποιες καλημέρες που άκουσε στο δρόμο, ούτε πρόσεξε από πού ή από ποιόν προήλθαν. Ξαφνικά ένοιωσε μια σταγόνα νερού στο χέρι του και κοίταξε προς την θάλασσα. Όχι, δεν ήταν το σκάσιμο του κύματος, βροχή ερχόταν κι αυτές ήταν οι πρώτες ψιχάλες της. Χωρίς να ξέρει γιατί, χαμογέλασε και σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό. Τον είδε σκοτεινό και απειλητικό.
«Βρέξε Θεέ μου, ρίξε το νερό σου… μπας και ξεπλυθούμε από τις σκέψεις μας…», είπε «και τις φοβίες μας…», έπρεπε να συμπληρώσει αλλά δεν τόλμησε.
Τα μάτια του γέμισαν με τις σταγόνες της βροχής, τα μαλλιά του άρχισαν να γυαλίζουν και να παίρνουν πάλι τα κατσαρό τους σχήμα που η μπριγιαντίνη είχε εξαφανίσει. Γέλασε λίγο πιο δυνατά, κοιτώντας όμως γύρω του μη τον δουν. «Ώρα να με πάρουν για τρελό…», σκέφτηκε. Άνοιξε τα χέρια σαν διαπίστωσε ότι το νερό κατέβαινε από τα ουράνια τώρα πιο δυνατό και οι σταγόνες ήταν χοντρές σαν… μαργαριτάρια.
Το μυαλό του γύρισε ξανά στη γυναίκα του. «Νικολέτα, καλή μου Νικολέτα…», σκέφτηκε, «… λύπη σου έδωκα μαθές!». Ένα κύμα συμπάθειας, τύψεων, οίκτου και στοργής φούσκωσε μέσα του. Ο Σέμος την αγαπούσε την γυναίκα του, την νοιαζότανε και κατά βάθος την πονούσε. Μέχρι τώρα, είχε φροντίσει να μη της λείπει τίποτα, κάτι όμως, που και με την έλευση των δυο μωρών, δεν μπορούσε να εγγυηθεί πλέον. Ήθελε η οικογένειά του να τα έχει όλα. Ήθελε πάντα να είναι εκεί … συζυγική παρουσία και αφοσίωση. Και ήταν αυτό ακριβώς (μαζί με τον φόβο του για την θάλασσα που τώρα στοιχημάτιζε με τον εαυτό του να ξεπεράσει), που έκαναν τον Σέμο, αυτό που θα έλεγε κάποιος… «καλός νοικοκύρης».
Ήταν καλός άνθρωπος, πονόψυχος και ευαίσθητος από την φύση του. Και ήταν ερωτευμένος! Όμως έβλεπε και ο ίδιος ότι, η προσωπικότητά του είχε αρχίσει να αλλοιώνεται από τις φοβίες του και την έλλειψη τόλμης. Ήδη στο νησί ακουγόταν ότι ήταν ο «… κύριος της γυναίκας του». Βαθμιαία, οι εγωιστικές ιδιότητες, έρχονταν η μια μετά την άλλη να συσσωρευτούν στον χαρακτήρα του. Ο χρόνος που πέρναγε αφαιρούσε πια αθωότητα και καλοσύνη και πρόσθετε πονηρές σκέψεις και ανάγκη για αναγνώριση. Μείωνε τη λογική και τη μετριοπάθεια και πρόσθετε ανάγκη για τρέλα, ίσως και για ακρότητες.
Ωστόσο, όπως στο απόλυτο παρεμβαίνει το σχετικό και το μετριάζει, όπως στο σκοτάδι διεισδύουν ακτίνες φωτός και το αραιώνουν έτσι και στον χαρακτήρα του, ξυπνούσαν συχνά – πυκνά οι φοβίες του που παραμέριζαν την αποφασιστικότητά του. Τότε και ο ίδιος απορούσε ποια ήταν η πραγματική του φύση.
Το μάλλινο σακάκι μούλιαζε σιγά – σιγά και άρχισε να αναδίδει εκείνη την πνιχτή μυρουδιά, κάποιοι θα την αποκαλούσαν και βρώμα ακόμα, που σε συνδυασμό με την οσμή της μπριγιαντίνης, δημιουργούσαν ένα στρώμα προστασίας (σικ) γύρω από τον Σέμο. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και έπιασε τον εαυτό του ευτυχισμένο και χαρούμενο. Η θέλησή του δυνάμωσε και όλοι οι εφιάλτες της θάλασσας έφυγαν μονομιάς στα σκοτάδια του μυαλού. «Ένα τσίπουρο μωρέ… ένα τσίπουρο!», φώναξε για να μην τον ακούσει όμως κανείς.

«Καλώς τον γαμπρό μου…», είπε ο Κλεάνθης σαν τον είδε να μπαίνει από την πόρτα του καφενείου. Του έδειξε το καλύτερό του χαμόγελο και μια άδεια καρέκλα στο τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο.
«Μούσκεμα είσαι μαθές… βγάλε το σακάκι, άντε μη κρυώσεις…»
Ο Σέμος υπάκουσε και ακούμπησε το βρεγμένο ρούχο στην πλάτη της καρέκλας που ήταν κοντά στην αναμμένη ξυλόσομπα. Έτριψε το πρόσωπό του και ένοιωσε το αίμα να κυλά γρήγορα στις φλέβες του λαιμού του. Μπορούσε να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του καθαρά και δυνατά.
«Ένα τσιπουράκι τώρα είναι ότι πρέπει έτσι;», τον ρώτησε ο κουνιάδος του. Έγνεψε καταφατικά και ίσιωσε όσο πιο καλά μπορούσε τα βρεγμένα του μαλλιά. Εδώ και κάμποσο καιρό βρισκότανε σε μια κατάσταση, πώς να το πει κανείς, σε μια νευρική υπερένταση που έφτανε τα όρια της υποχονδρίας. Ζούσε τόσο πολύ κλεισμένος στον εαυτό του και σε μια τόσο ολοκληρωτική απομόνωση, ώστε φοβότανε να συναντήσει οποιοδήποτε γνωστό του, συγγενή ή παλιό του φίλο, εκτός από τον Κλεάνθη και ένα - δυό συντρόφους του στους δοκιμαστικούς βούτθους. Η σιωπηλή στάση της Νικολέτας, η αντίθετη γνώμη όλων για την απόφαση να πάει στο σφουγγάρι (ακόμα και των δικών του συγγενών), του είχαν δημιουργήσει τέτοιες ενοχές που είχαν καταλήξει σε αυτή την συναισθηματική κατάσταση. Μόνο ο Κλεάνθης το είχε δεχτεί με επιδοκιμασία (πως θα μπορούσε αλλιώς, αφού κι αυτός ξαναγύρισε στο σφουγγάρι από ένα εγωιστικό στοίχημα με τον εαυτό του) και γι αυτό ήταν ο μόνος που ήθελε να κάνει παρέα. Και μίλαγε όλα του τα προβλήματα, τις φοβίες του, τα «θέλω» του. Με την πάροδο του χρόνου είχαν υπερβεί την σχέση κουνιάδου – γαμπρού και είχαν γίνει πραγματικοί φίλοι.
«Λοιπόν γαμπρέ μου, πως είσαι σήμερις;», ρώτησε ο Κλεάνθης βλέποντας τα «μαραμένα» μάτια του φίλου του. «Είναι και αυτός ο παλιόκαιρος πλιο… υγρασία και νερό. Να δες…», έδειξε με το χέρι προς το ανοικτό πέλαγος μέσα από το παράθυρο, «… από το νερό δεν φαίνεται η Κως…»
Ο Σέμος κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας, έριξε μια ματιά προς τα πού του έδειχνε ο Κλεάνθης, χωρίς ουσιαστικά να δει κάτι και σήκωσε το ποτήρι του, να κατεβάσει το βλογημένο πιοτί στο λαρύγγι του, να ζεστάνει τα μέσα του.
«Τελικά… τι έγινε με την Καλοτίνα;», ρώτησε προσπαθώντας να εστιάσει στα προβλήματα του κουνιάδου του, ξεγλιστρώντας από τα δικά του. Ο Κλεάνθης, έδειξε να μην άκουσε την ερώτηση όπως κοιτούσε έξω προς το λιμάνι και το πέλαγος και έκανε τον συνομιλητή του να σκεφτεί αν θα έπρεπε να την επαναλάβει. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσει και η φωνή του ήταν τώρα λιγότερο εύθυμη. Όχι αυστηρή αλλά σίγουρα πολύ πιο σοβαρή.
«Νομίζω πως όλα μπήκαν στη θέση τους. Οι Αμερικάνοι φαίνονται αποφασισμένοι να την πάρουν μαζί τους, ο κυρ Γιώργος δηλαδή και ο πιτσιρικάς ο Nick, τώρα μάθαμε να τον λέμε κι έτσι Εγγλέζικα βλέπεις, είναι ενθουσιασμένος μαζί της…»
«Είσαστε ομορφόσογο, πώς να το κάνουμε και η Καλοτίνα εκτός από όμορφη, είναι και καλό και υπάκουο κορίτσι μαθές…»
«Ναι… είμαστε …», απάντησε με χαμόγελο ο Κλεάνθης. «Πάντως η αλήθεια να λέγεται… τέτοια γυναίκα δεν την βρίσκεις εύκολα. Αχ… καλή ζωή θα περάσει ο Αμερικάνος, ελπίζω και αισιοδοξώ και η αδερφή μου…»
«Και πότε με το καλό  θα γίνουν όλα αυτά που λες ότι δρομολογήθηκαν κιόλας;»
«Να σου πω. Οι Παρασκευάδες θα κάνουν τα Χριστούγεννά τους εδώ και θα φύγουν αμέσως … πριν την Πρωτοχρονιά. Βλέπεις… πολυάσχολοι άνθρωποι, πολλές μπίζνες εκεί στο Αμέρικα και που θα κάτσουν για τις γιορτές πολύ τους πάει. Μετά λέγουσι θα στείλουν το εισιτήριο για την Καλοτίνα και θα την παραλάβουν εκεί… στα ξένα. Βάλε μερικούς μήνους … πέντε, έξη πάνω – κάτω, καλό Φθινόπωρο και βάλε. Έχει και η δικιά μας να τακτοποιήσει κάποια πράγματα, να ετοιμάσει και τα προικιά της, αν και αυτοί είπαν να μη πάρει τίποτα μαζί της παρά μόνο τα ρούχα που θα φοράει στο ταξίδι, να το χωνέψει κιόλα που θα φύγει από το νησί… ε… δεν θέλει χρόνο;»
«Ναι, σωστά. Πάντως μεγάλη απόφαση βρε παιδί μου να φύγει… μεγάλη απόφαση!»
«Ναι, είναι. Αλλά άμα είναι για καλό, τι να πεις! Μεγάλη είναι και η δικιά σου να πας βέβαια στο σφουγγάρι. Κι αυτό είναι μεγάλη απόφαση. Δεν είναι;»
Ο Σέμος γέλασε. Ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα συζητούσαν γι αυτό, όπως όλες τις τελευταίες μέρες. Δεν τον ενοχλούσε όμως από τον Κλεάνθη.
«Χα, χα… κοίτα ποιος μιλάει! Εσύ κουνιάδε μου πήγες για το χατίρι μιας παλιοεφημερίδας και λες για μένα που θέλω να θρέψω σωστά τα παιδιά μου;»
«Αν πίστευα ότι το κάνεις για αυτό θα ήταν όλα καλά, μπορεί και να σε ανάγκαζα εγώ να πας. Ήθελες δεν ήθελες. Είδες ότι συμφώνησα μαζί σου από την πρώτη στιγμή.  Αλλά για να λέμε την αλήθεια… είναι αυτός ο λόγος βρε Σέμο; Ή μήπως θέλεις να νικήσεις τους φόβους σου; Σε τελική ανάλυση μπορεί αυτή η αιτία να είναι και πιο μεγάλη και σίγουρα πιο σεβαστή για ένα άντρα…»
«Χμ… αλήθεια, η τύχη του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του και την αφήνει να του ξεγλιστρήσει, μόνο και μόνο από την δειλία του. Αυτό πρέπει να το πάρουμε σαν δεδομένο. Να αρχίσουμε από κει ε; Και να σου πω κάτι; Θα ήθελα να ήξερα, τι είναι αυτό που φοβούνται πιο πολύ οι άνθρωποι. Το να κάνουν ένα βήμα προς τα μπρος, να πούνε δυο λόγια για το πιστεύω τους – αυτό σίγουρα θα τα φοβούνται πάνω απ’ όλα. Πολυλογώ ε; Μου φαίνεται πως φλυαρώ πολύ. Και, ακριβώς, επειδή φλυαρώ, δεν κάνω τίποτε ή καλύτερα, επειδή δεν έχω κάνει τίποτα, φλυαρώ. Τον τελευταίο καιρό, τον τελευταίο μήνα, συνήθισα να φλυαρώ, γιατί ήμουνα αναγκασμένος να μένω ολόκληρες μέρες κλεισμένος στο καβούκι μου και να σκέφτομαι… να σκέφτομαι για όλα και για τίποτα. Για να ιδούμε μαθές… γιατί να πάω εκεί πέρα; Είμαι στ’ αλήθεια ικανός να κάνω αυτή τη δουλειά; Είναι δυνατό να το έχω βάλει σα σκοπό μου σοβαρά;»
«Όχι δεν είναι σοβαρό…», απάντησε ο Κλεάνθης. « Μου φαίνεται ότι μαγεύεσαι με τις φήμες περί άντρα, με τους θρύλους και τα παραμύθια των «ηρωικών» ναυτικών, με μια … φαντασίωση. Κι αυτό σε διασκεδάζει! Ένα παιγνίδι… ναι! Ένα παιγνίδι! Μάλλον για παιγνίδι πρόκειται!»
Στον χώρο έκανε μια ζέστη πια, τρομερή και η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική σε αντίθεση με την εικόνα έξω από το παράθυρο, όπου η βροχή τώρα είχε γίνει κατακλυσμιαία. Ο σαματάς από τον συνωστισμό των ανθρώπων μέσα στον χώρο – τους έβλεπες – οι πεσμένοι καφέδες, τα άδεια ποτήρια του τσίπουρου, μια καρέκλα αναποδογυρισμένη, τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα και καπνοί… πολλοί καπνοί, καθώς και εκείνη η χαρακτηριστική μπόχα της κλειστής αίθουσας, που την ξέρουν καλά οι θαμώνες των καφενείων, όσοι δεν ήθελαν να καθίσουν στο σπίτι τους για τον καφέ του ή το πιοτί – όλες αυτές οι δυνατές εντυπώσεις, κλόνισαν άσχημα τα νεύρα του Σέμου, που και δίχως αυτές, ήταν κιόλας αρκετά κλονισμένα. Οι ανυπόφορες μυρουδιές των τηγανισμένων από τον Μέμο «συνοδευτικών» που ανακατεύονταν με τον καπνό από τους ναργιλέδες και τα τσιγάρα - κάποιοι κάπνιζαν και τσιμπούκι – οι μεθυσμένοι από νωρίς γεροναυτικοί που έβλεπε κάθε, σχεδόν, μέρα εκεί, συμπλήρωναν αυτόν τον αποκρουστικό και θλιβερό πίνακα. Μια έκφραση από αίσθηση αηδίας πέρασε σαν αστραπή στα χαρακτηριστικά του Σέμου. Γρήγορα όμως φάνηκε σα να βυθίζεται σε μια ονειροπόληση ή για την ακρίβεια να πέφτει σ’ ένα είδος χαύνωσης κι εξακολουθούσε να πίνει το ανανεωμένο του τσίπουρο, χωρίς να βλέπει τίποτα τριγύρω και χωρίς, εξ άλλου, να έχει και καμία όρεξη να δει τίποτα.
Που και που μονάχα μίλαγε μόνος του, (ο Κλεάνθης τον είχε αφήσει για λίγο να περιποιηθεί και τους άλλους πελάτες), κατά την συνήθεια που, καθώς το παραδεχόταν και ο ίδιος, είχε αποκτήσει. Καταλάβαινε τώρα πως σκοτείνιαζε κάπου – κάπου το μυαλό του και πως ένοιωθε μεγάλη αδυναμία. Γύρισε το βλέμμα πάλι προς το παράθυρο και άφησε τα μάτια του να χαρούν τη βροχή.
 Και ξαφνικά ανατρίχιασε – σε τέτοια υπερένταση βρίσκονταν τα νεύρα του αυτή τη φορά! Μια μορφή πέρασε απότομα έξω από το τζάμι, μια σκοτεινή και σκυφτή μορφή που φαινόταν σχεδόν κολλημένη στον τοίχο, σε μια προσπάθεια να προστατευτεί από το νερό.
Γύρισε τα μάτια στην πόρτα και είδε την πετούγια να γυρνάει. Απομόνωσε όλους τους ήχους της στιγμής από το μυαλό του και αφοσιώθηκε στη μορφή που μπήκε από το άνοιγμα, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς να υπάρχει καμιά αιτία γι αυτό. «Τι μου συμβαίνει …», αναρωτήθηκε.
Μια γριά γυναίκα ήταν αυτή που μπήκε και στην προσπάθειά της να περάσει προς την μικρή κουζίνα, εκεί που ήταν ο Κλεάνθης, στάθηκε για λίγο μπροστά του, λες και έψαχνε γι αυτόν. Ήταν μια γριούλα κοντή και ξερακιανή, καμιά εβδομηνταριά χρονών, με μάτια διαπεραστικά, αγριωπά στην έκφραση και με μια μύτη κοντή και σουβλερή. Το κεφάλι της ήταν ξεσκέπαστο, παράξενο που δεν είχε τσεμπέρι, και τα μαλλιά της γκριζωπά μέχρι άσπρα σε πολλά σημεία, γυάλιζαν από τη βροχή, λες και είχαν αλειφτεί με λάδι. Ένα φανελένιο ύφασμα – πιο πολύ με κουρέλι έμοιαζε – περιτριγύριζε τον αδύνατο, μακρουλό λαιμό της, που έμοιαζε με λαιμό κότας! Κάθε τόσο έβηχε και βόγγαγε. Φαίνεται πως ο Σέμος την κοίταζε αρκετά έως πολύ παράξενα, γιατί στα μάτια της παρουσιάστηκε ξαφνικά μια έκφραση δυσπιστίας. Στα γεμάτα πεταχτές φλέβες χέρια της κρατούσε μια μεγάλη διάφανη μπουκάλα που σε λίγο θα γέμιζε με τσίπουρο ή κρασί. Ο Σέμος τράβηξε το βλέμμα του και χαμογέλασε. Την κυρά Μέλπω (αυτό ήταν το όνομά της), την αλκοολική χήρα του Γιάννη του Καλαμούη που είχε «σκάσει» στο σφουγγάρι, την ήξερε πολύ καιρό και του φάνηκε περίεργο που δεν την γνώρισε αμέσως. «Δεν μπορεί … κάτι μου συμβαίνει πλιο…», μονολόγησε.
Η γριά γυναίκα απομακρύνθηκε και ούτε γύρισε ξανά το κεφάλι της προς το μέρος του. Ούτε όμως και ο Σέμος την ξανακοίταξε. Έβλεπε όμως, μέσα στο μυαλό του το βλέμμα που του είχε ρίξει νωρίτερα και ένοιωσε τις τρίχες στο μπράτσο του να ανασηκώνονται. Τόσο άγριο και γυαλιστερό μάτι, τέτοιο βλέμμα όλο … προειδοποίηση; Κοίταξε το άδειο του ποτήρι και έψαξε τον Μέμο να του ζητήσει άλλο ένα. Άκουσε τους κεραυνούς που έπεφταν τώρα προς την μεριά του Βαθύ και είδε τις λάμψεις από τις αστραπές που πρόσθεταν ένα απόκοσμο φως στην σκοτεινιασμένη θάλασσα.

«Πολύ ‘φχαριστήθηκα κόρη μου… πολύ! Θα ιδείς… θα κάμεις καλή ζωή εκεί… καλό παιδί φαίνεται αυτός ο Αμερικάνος… κι όμορφος μαθές», ακούστηκε η φωνή της Κυράννας λιγότερο χαρούμενη πάντως απ’ ότι την ξέραν από άλλες «χαρούμενες» στιγμές.
«Ναι βρε μάνα. Καλό παιδί είναι και φαίνεται οι γονείς του να είναι καλοί άνθρωποι κι αυτοί!», απάντησε η Καλοτίνα δείχνοντας κι αυτή, με τη χροιά της φωνής, τους προβληματισμούς της γύρω από το θέμα. «Ίντα να πω άλλο…»
«Τίποτα να μη ειπείς. Όλα ήρθαν με τη βοήθεια του Θεού… δεξιά και καλοβόλετα μαθές. Στο χέρι σου είναι τώρα να περάσεις καλά… κι εσύ και ο άντρας σου. Ο γάμος θα γενεί στην Αμέρικα ε; Χωρίς τους γονιούς σου; Χωρίς τα αδέρφια σου; Αυτό είναι το μόνο που δεν μ’ αρέσει Καλοτίνα μου…». Για να μάθει, είχε πάει πιο πολύ η Ποθητή και βοηθούσε σε κάποιες δουλειές. Γι αυτό οι ερωτήσεις της ήταν τόσο … διεισδυτικές και απρόσμενες.
«Είπε ο κύριος Γιώργος να κάνουμε τους αρραβώνες εδώ πριν φύγουν, την επόμενη εβδομάδα δηλαδή και μετά τον γάμο στην Αμέρικα. Είπε επίσης ότι θα έστελνε και τα εισιτήρια για όλους, τον μπαμπά, την μαμά και τους άλλους… για όλους. Αλλά απ’ ότι κατάλαβα ο μπαμπάς δεν θέλει να ταξιδέψει μέχρι εκεί. Βλέπεις…» , γέλασε με ευθυμία, «… με εμπιστεύεται στα χέρια του παλιού του φίλου…»
«Να ρωτήσω κάτι βρε Κυράννα μου; Κάτι που το βλέπω τόσο παράξενο;», είπε η Τσουκαλαήνα, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το τραπεζομάντιλο που δίπλωνε βοηθώντας την Καλοτίνα.
«Ίντα είναι αυτό που θες;»
«Βρε Κυράννα και με τη συγχώρεση ρωτάω, απ’ όλο το νησί, από τόσες κοπέλες που υπάρχουσι, μέσα σε δυό μόνο μέρες … να… πως διάλεξε αμέσως την κόρη σου; Εννοώ… αυτός ο Nick … όπως τον λένε, δεν είχε εμπειρίες άλλες; Δεν υπάρχουσι κορίτσια εκεί στην Αμέρικα; Ήρθε, είδε την Καλοτίνα και βουρ… αμέσως είπε το ναι … «πατέρα την παίρνω», χωρίς να την μάθει, να τη ζήσει κάποιες μέρες τουλάχιστο; Δε λέω … κούκλα η Καλοτίνα… και Δεσπότη κολάζει… αλλά δεν σου φαίνεται περίεργο; Έτσι ρωτάω, από περιέργεια. Μη το πάρεις και σοβαρά μαθές…»
«Ίντα λες Ποθητή μαθές; Ότι μπορεί να είναι ελαττωματικός; Αυτό λέγεις; Θεέ μου, τι κακόπιστη που είσαι! Εν το περίμενα αυτό από σένα μαθές… Να λέγεις τέτοια λόγια τώρα που έχουμε τις χαρές μας! Δεν τις έχουμε μαρή Καλοτίνα;»
«Ναι, μάνα, τις … έχουμε»
«Βρε Κυράννα, με παρεξήγησες… δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο. Αλλά πώς να το κάνουμε, ε σου φαίνεται λίγο… βιαστικό;»
Η Κυράννα την κοίταξε με βλέμμα κουρασμένο και συνάμα τόσο θυμωμένο που αν είχε την ικανότητα θα την έκαιγε με τα μάτια. Τίναξε τα χέρια και τα σκούπισε από τα νερά καθώς έπλενε κάποια ποτήρια. Ήξερε το χούι της «φίλης» της, αλλά κάποια θέματα, έκρινε πως ξεπερνούσαν τα όρια. Οι γραμμές της αμύνης της απειλήθηκαν και έτσι πέρασε στην αντεπίθεση:
«Άκου να δεις Ποθητή, αν ακούσω έστω και το παραμικρό γι αυτό το θέμα, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, να ξέρεις ότι θα καταλάβω από πού ξεκίνησε και τότες… κακομοίρα μου… θα έχεις να κάμεις μαζί μου. Έτσι; Θα ξεχάσω όλα τα χρόνια που είμαστε γειτόνοι, όλα όσα χρωστάει η μια στην άλλη και θα δεις το πραγματικό πρόσωπο της Κυράννας. Το κακό της πρόσωπο. Και απλώς για να ξέρεις, ο άντρας μου και ο Γιώργος, ο πατέρας του Nick, ήταν φίλοι γκαρδιακοί πολλά χρόνια πίσω. Έτσι; Βάλε το μυαλό σου να σκεφτεί λίγο, αν μπορεί από τα κουτσομπολιά να σκεφτεί σωστά και κάμε το λογαριασμό σου, να καταλάβεις μαθές τι γίνεται γύρω σου. Δεν είναι όλα τα πράγματα όπως θέλεις και φαντάζεσαι ότι είναι… έτσι;»
Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι σε πραγματικά έξαλλη κατάσταση που έκανε την μεν Τσουκαλαήνα να σκεβρώσει στη θέση της, την δε Καλοτίνα να κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια και το στόμα ανοικτό. Πολλές φορές είχε δει την μάνα της να νευριάζει, να βρίζει ή να φωνάζει, αλλά τούτο εδώ τώρα μπροστά της … ήταν πρωτόγνωρο!
Η Ποθητή είχε κιτρινίσει και βέβαια έφυγε κάθε σκέψη από το μυαλό της για διασπορά τέτοιου είδους είδησης. Ξεροκατάπιε χωρίς να βρει κάτι λογικό και «γενναίο» να πει και έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας να ηρεμίσει την ανάσα της. Μέσα στη σαστιμάρα της από την ξαφνική και σφοδρή επίθεση της Κυράννας, είχε την φρόνηση, την εξυπνάδα θα μπορούσε κάποιος να πει, να μη φύγει από το σπίτι, τάχα προσβεβλημένη, τάχα θιγμένη ή να δείξει εκνευρισμό. Μάζεψε το κουράγιο της και χαμογέλασε προς τη μεριά της Καλοτίνας.
«Θες να ανοίξουμε φύλο για πίτα…», είπε αλλάζοντας ριζικά θέμα συζήτησης. «Είχες πει ότι θα έκανες μηλόπιτα και να σου πω την αλήθεια … την λαχταράω κι εγώ…»
Η πρώτη αντίδραση της Κυράννας, η αντίδραση των νεύρων της, ήταν να αρνηθεί. Κάτι που έκανε κιόλας. Αλλά η άρνησή της δεν ήταν κατηγορηματική. Πιο πολύ με νάζι έμοιαζε παρά με άρνηση. Η φίλη της διέκρινε την διαφορά αυτή – έτσι κι αλλιώς ήταν αρκετά εμφανής – και επέμεινε στην ερώτησή της για δεύτερη φορά. Μάλιστα μόνη της πήγε και έβγαλε τα μήλα από το μεγάλο καφάσι τους, τα έβαλε στο τραπέζι και πήρε δυό μαχαίρια για το καθάρισμα, δίνοντας το ένα στην φίλη της.
«Για τα μήλα το έφερα ε; Μη σκεφτείς τίποτα άλλο…» και κλείνοντας το μάτι στην Καλοτίνα, γέλασε  με νόημα, αφήνοντας τον αέρα να βγει απότομα από το στήθος της.
Το μικρό πράσινο καντηλάκι πάνω στον τοίχο, δίπλα στο κούφωμα της πόρτας του μεγάλου δωματίου, αυτό που ικέτευε την Παναγία με την φωτογραφία του Κλεάνθη, άναβε με την αδύναμη φλόγα του, να μαυρίζει το ταβάνι. Η Κυράννα γύρισε και έκανε το σταυρό της πριν καθίσει και αρχίσει να καθαρίζει τα μήλα. Το μικρό καντήλι τώρα πια ικέτευε για τόσα και τόσα πράγματα!

Η βροχή τώρα είχε γίνει ένας καταρράκτης που ένωνε τη γη με τον ουρανό. Η ορατότητα είχε περιοριστεί σε μερικά μέτρα, ενώ τα σύννεφα είχαν σκοτεινιάσει εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου. Το λεκιασμένο ημερολόγιο πάνω στον φθαρμένο από την υγρασία τοίχο, έγραφε είκοσι τρεις Δεκεμβρίου και από πάνω με καλλιτεχνικούς αριθμούς 1950.
«Σε λίγο πάει κι αυτή η χρονιά…», είπε ο δάσκαλος καταπίνοντας την τελευταία σταγόνα από το κρασί του. «Μπαίνουμε στο δεύτερο μισό του αιώνα. Άντε βρε Μέμο, βάλε άλλο ένα να έχεις την ευκή μου. Άντε … πιάσε και καμιά ντοματούλα να πάει κάτω πιο εύκολα…»
«Γιατί δυσκολεύεσαι να το κατεβάσεις σκέτο κυρ Μανώλη;», ακούστηκε περιπαιχτικά η φωνή του «Φιάκα» προς τον Μανώλη τον Νυστάζο, εκείνο τον συμπαθητικό συνταξιούχο δάσκαλο. «Και βέβαια Μέμο, όταν λέει να του βάλεις άλλο ένα, δεν νογάει ποτήρι, αλλά κατρούτσο…»
Ο κυρ Μανώλης σήκωσε την μαγκούρα που είχε στηριγμένη στη διπλανή καρέκλα και γελώντας προσποιήθηκε ότι θα τον χτυπούσε. Όλοι ευθύμησαν  μέσα στο καφενείο, που τώρα είχε ξαναγίνει το ανέμελο μέρος της παρέας. Η κυρά Μέλπω που είχε έρθει να γεμίσει με τσίπουρο την μεγάλη μπουκάλα της, πρόσφερε θέμα για συζήτηση, (ποιος είπε ότι οι άντρες δεν είναι κουτσομπόληδες;), τα πολιτικά τους απασχόλησαν για κάποιες ώρες, μέχρι που ξαναγύρισαν να μιλούν για την θάλασσα και τα ταξίδια τους, παραθέτοντας εκ νέου ο καθένας την δική του άποψη, το δικό του ψέμα, το δικό του ανδραγάθημα, τον δικό του θρύλο. Κι αυτά ήταν που άρεσαν στον Σέμο, αυτά τον επηρέαζαν – λες και δεν είχε μεγαλώσει ποτέ – αυτά ήθελε να οραματίζεται.
Σήκωσε το ποτήρι με το τσίπουρο και ανακάλυψε ότι κάπως είχε ζαλιστεί. Το βλέμμα του ήταν θολό και τα μάτια του γυρνούσαν με μικρότερη ταχύτητα από το ένα σημείο στο άλλο και βέβαια έπρεπε να κάνει μεγαλύτερη προσπάθεια για να συγκεντρωθεί σε αυτά που άκουγε. Άρχισε χωρίς λόγο να γελάει. Στα αυτιά του ηχούσαν τα λόγια των ναυτικών και των παλιών σφουγγαράδων σαν Μεγαλοβδομαδιάτικοι ύμνοι, σαν το παραμύθι που κάποτε του έλεγε η γιαγιά του η Καβουκαήνα, σαν την αύρα του πελάγους που δροσίζει μια καλοκαιρινή μέρα.
«Κι εγώ; Εγώ;», αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα, «Εγώ τι έχω να πω; Μόνο για τα κλάματα των μωρών…» και κατέβασε μονομιάς το οινόπνευμα από το ποτήρι του. Είδε τον Κλεάνθη που πλησίαζε κοντά του και χάρηκε η ψυχή του. «Να… ένα τέτοιο αδερφό … χικ… ήθελα … χικ… να έχω! Μα … τι λέω… δεν τον… χικ… τον έχω;»
Αισθάνθηκε ένα τράβηγμα στις μασχάλες και ανακάλυψε ότι τα χέρια του «αδερφού» του, τον τραβούσαν προς τα πάνω. Και του φάνηκε ξαφνικά, μεγάλη η απόσταση από την καρέκλα μέχρι την όρθια στάση. Άκουσε τη βροχή να πέφτει πάνω στη λαμαρίνα του σκέπαστρου από το παράθυρο και δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν. Κάτι βέβαια του θύμιζε αυτός ο μονότονος θόρυβος, αλλά στάθηκε αδύνατο να τον ανιχνεύσει σωστά. Και όλες αυτές οι οσμές εκεί… «… πω – πω τσιγάρα…» είπε, πριν σωριαστεί και πάλι στην καρέκλα του, παρά την δύναμη του Κλεάνθη.
«Βρε Σέμο… ίντα έπαθες μωρέ; Αφού δεν το σηκώνεις το ρημάδι ίντα το πίνεις μαθές; Έλα κάμε μια προσπάθεια να σε πάω μέχρι το σπίτι. Η Νικολέτα να δεις χαρά που θα κάμει σα σε δει έτσι, σε αυτά τα χάλια! Άντε αγόρι μου, κάμε κουράγιο βρε. Και βρέχει πανάθεμά το…»