Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Έτριζε το ξύλο σε κάθε κούνημα του νερού. Κάπου – κάπου η πλώρα χτύπαγε πάνω στα χαλίκια δίπλα στον μόλο, κάνοντας τον μακρόσυρτο συριγμό της, θρήνο. Αέρας είχε σηκωθεί από νωρίς και ερχόταν τώρα από την ανατολική πλευρά του νησιού, από εκεί που ήταν οι αποθήκες των σφουγγαριών. Κάποιοι μεθυσμένοι ναυτικοί κοντοστέκονταν και παρακολουθούσαν με θολό το βλέμμα τους, τον Άρατο με τους άντρες του να κουβαλάνε σακιά και αμφορείς με νερό και κρασί στο σκάφος τους. Ο αέρας που φύσαγε τους έκανε να παραπατούν και στα χαλίκια μα πιο πολύ στη στενή σανίδα, την διαβάθρα, που συνέδεε το σκάφος με την στεριά. Έκανε και τις φωνές των φαντασμάτων να ακούγονται από τα βάθια του πελάγου, εφιαλτικά απομεινάρια πνιγμένων θαλασσινών.
Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει αρκετή ώρα όταν ο καπετάνιος στράφηκε να ρίξει μια τελευταία ματιά στη μικρή πλατεία με τα καπηλειά. Το βλέμμα του, δεν συνάντησε τίποτα που να άξιζε της προσοχής του. Μόνο σκοτάδι και κάποιους δαυλούς μπροστά από τα ναυτικά στέκια – καταγώγια είδε, κάποια σκυλιά που αλυχτούσαν τη φωνή τους και σκουπίδια που ο αέρας τα έκανε να συναγωνίζονται λες , σε αγώνα δρόμου. Μια κουκουβάγια ακούστηκε μέσα στο μαύρο της νύχτας, μια αχνή κραυγή που έκανε τους ναύτες να αλληλοκοιταχθούν και να γελάσουν, γιατί σε αντίθεση με τους στεριανούς, το είχαν για καλό σημάδι.
Ο Άρατος ανέβηκε στο πλοίο. Έλυσε την μικρή σανίδα, τον ομφάλιο λώρο με την στεριά κι έδωσε το παράγγελμα της αναχώρησης. Γύρισε πάλι προς το λιμάνι…. Και πάλι τίποτα. Μέχρι τέλους προσπαθούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον φίλο του τον Τιμοκράτη. Τα έβαλε με τον εαυτό του που πίστεψε στο ανήσυχο πνεύμα του Λάφιλου. Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση και έστρωσε την μικρή κουβέρτα που είχε περάσει στους ώμους του, πήρε στο αριστερό χέρι την αγκοίνη, (το σκοινί που δένει το κατάστρωμα με το πάνω μέρος του καταρτιού), και έπιασε με το δεξί το διάκι . Φώναξε στους άντρες του να βιράρουν και να ανοίξουν την γάμπια. Ο γιαλούσης έλυσε τα σκοινιά από τις δέστρες και με ένα άνετο σάλτο ανέβηκε στο σκάφος. Το καμπανέλι άρχισε να γεμίζει με τους σταυρόκομπους του πρυμάτσου (τα σκοινιά της πρύμνης). Το ρεμέντζο ( το χοντρό σκοινί που δένει το σκάφος με τη στεριά), είχε κι αυτό μαζευτεί πια σε κουλούρα στο κατάστρωμα, κάνοντας τους ναύτες να πηδούν για να το αποφύγουν. Κάποιος που είχε την ευθύνη του γέμου (του φορτίου), έλεγχε το καργάρισμά του, με μικρές κραυγές θυμού, σε κάθε επιδιόρθωση. Η γάμπια άνοιξε με ένα παφλασμό σαν της θάλασσας, σαν σκάσιμο κύματος, τα σκοινιά έτριξαν τα καμπανέλια και το σκαρί άρχισε αργά και νωχελικά να ξαπολάει στη θάλασσα, ενώ από την πλώρη ακούστηκε αβάρα για να αποφύγουν τις φυκιάδες μετά το άνοιγμα στη βαθιά θάλασσα. Ο αέρας φυσούσε σταθερά, όχι πολύ δυνατός αλλά με αυτή την ταχύτητα θα μπορούσαν σε λίγες μέρες , τρεις ή τέσσερις, να φτάσουν στο λιμάνι της Αίγινας. Και από κει στον Πειραιά και στην μεγάλη Αθήνα.
Στο βάθος του ορίζοντα φαινόταν το περίγραμμα της Κω. Το φεγγάρι κρεμασμένο λες με αόρατη κλωστή, ανάμεσα στα δυό νησιά, χάραζε φωτεινό μονοπάτι στη θάλασσα, ενώ κάποιο δελφίνι αρκετά κοντά, πήδηξε στο νερό κάνοντας το παιχνίδι του με τους ανθρώπους. Το σκάφος συνέχιζε στην ρότα του γύρω από τα βράχια της στεριάς μέχρι να «πιάσει» Λέρο και μετά νησί το νησί, να φτάσει στον προορισμό του, προσέχοντας τις ξέρες και τις φυκιάδες. Δυό ναύτες ήταν σχεδόν κρεμασμένοι έξω από το σκάφος, με δαδιά στα χέρια, να προσέχουν μέχρι το πελαγίσιο ξάνοιγμα. Τα κουπιά μαζεμένα στα πλαϊνά του κύτους, αχρείαστα προς το παρόν, αφού δεν χρειάζονταν ελιγμούς, γίνανε στήριγμα στις πλάτες των ναυτών. Η μυρωδιά από τα αντρικά σώματα, το ιώδιο της θάλασσας και βρεγμένου ξύλου, έδιναν αυτή την αγωνία της περιπέτειας. Στην πλώρη μέσα σε λινά χοντροκομμένα και ραμμένα με σακοράφα δέματα, σπαθιά, δόρατα και δερμάτινες ασπίδες, που με μεγάλη μυστικότητα είχαν μεταφερθεί εκείνο το βράδυ. Σαράντα άντρες όλοι κι όλοι, σκληραγωγημένοι στα βάσανα της θάλασσας, πίσω από ένα καπετάνιο έξυπνο και πονηρό, τολμηρό και γενναίο. Άντρες που ξεκίναγαν ταξίδι για πόλεμο.
Η φωνή ακούστηκε δυνατά σαν βροντή μες το σκοτάδι. Οι ναύτες που πρόσεχαν τη γραμμή πλεύσης, σήκωσαν τα μάτια προς τα βράχια. Ο Άρατος έτρεξε και πιάστηκε από την μπροστινή αντένα του σκαριού. Προσπάθησε να τρυπήσει την νύχτα, γουρλώνοντας τα μάτια, φέρνοντας το δάχτυλο στο στόμα να σιωπήσουν όλοι. Του φάνηκε ότι κάτι είδε και εστίασε εκεί. Οι ναύτες πήγαν όλοι στη δεξιά πλευρά του σκάφους κάνοντάς το να γύρει απότομα με τριγμούς. Δυό φιγούρες ανάμεσα στα βράχια, μέχρι τα γόνατα στο νερό, κουνούσαν κάτι μάλλον λευκού χρώματος, σαν μανδύας φαινότανε, ψηλά στον αέρα. Ο καπετάνιος γνώρισε την φιγούρα που κρατούσε το πανί. Χάρηκε με αυτό που είδε, τον Λάφιλο να παίρνει αυτή την απόφαση, μόνο που δεν περίμενε και το εντεκάχρονο αγόρι μαζί τους. Έδωσε διαταγή να μαζέψουν τη γάμπια στη μέση της και να βιράρουν τις δεξιές «χάντρες» της. Κόντραρε με το πηδάλιο και δυό κουπιά το τραβέρσο και γύρισε την μπούμα συνέχεια στο κύμα. Ήρεμα το σκάφος, έφτασε τα έξη με εφτά μέτρα από τα βράχια. Οι δυό φιγούρες από την ακτή είχαν αρχίσει να κολυμπούν χρησιμοποιώντας ένα δέμα που κουβάλαγαν σαν σχεδία. Κάποιο σκοινί έπεσε από το εμπορικό σκαρί και ο Λάφιλος έσπρωξε τον Αμεινία ν’ ανέβει πρώτος τα δύο μέτρα, μέχρι την κουπαστή. Οι ναύτες τους βοήθησαν με τον μπόγο και οι δυό τους τώρα στέκονταν μπροστά στον Άρατο.
-«Λοιπόν το αποφάσισες;», ρώτησε ο καπετάνιος.
-«Όχι τώρα. Πρέπει να το είχα αποφασίσει από τότε που έφυγε ο Τιμοκράτης, από τότε μόνο που δεν το ήξερα και εγώ ο ίδιος. Τώρα έστω και με λίγο «σπρώξιμο», βεβαιώθηκα».
-«Ωραία λοιπόν, το παιδί όμως τι το ήθελες μαζί σου; Δεν πάμε για διασκέδαση, μπορεί και να μην γυρίσουμε ποτέ στα «άγια χώματα», αυτό το σκέφτηκες; Ότι μπορεί δηλαδή να το οδηγήσεις στον όλεθρό του;»
-«Αν περάσουν οι βάρβαροι το στρατό των Ελλήνων, νομίζεις ότι θα γλυτώσει ακόμη κι αν μείνει εδώ; Θα του παρατείνω την ζωή για λίγο ακόμη; Στην Ελλάδα θα έχει κάπου να πάει, ακόμα κι αν χαθούμε όλοι εμείς!»
«Και δεν είμαι μικρός έτσι; Έχω περάσει έντεκα καλοκαίρια στη ζωή μου που λέει και ο κύριος απ’ εδώ», ακούστηκε η παιδική φωνή, δείχνοντας τον Λάφιλο.
Ο Άρατος χαμογέλασε, κοίταξε τον μικρό και του έδειξε μια φλοκάτη που ήταν πεσμένη στην πρύμνη για να κοιμηθεί. Πρόσφερε λίγο ψωμί με ελιές και κρεμμύδια στους νιόφερτους μαζί με μια κανάτα με νερό.
-«Άσε που απειλούσε να με μαρτυρήσει αν δεν τον έπαιρνα μαζί μου. Δεν ξέρεις τι κέρατο είναι. Πανέξυπνο και εργατικό παιδί, αλλά και μεγάλος εκβιαστής»
-«Δηλαδή, έφυγες κρυφά; Δεν το ξέρουν οι δικοί σου; Χα χα, μα τον Δία, το λέει η καρδούλα σου. Χα χα… όρε στενοχώρια που θα πάρουν οι δικοί σου μόλις σηκωθούν το πρωί. Δεν θα ξέρουν που είσαι, θα νομίζουν ότι έπεσες σε κανένα γκρεμό, ή ότι σ’ έφαγε κανένας λύκος. Χα χα χα… ωραίο χουνέρι τους σκάρωσες!»
-«Μην ανησυχείς, άφησα σημείωμα στην πόρτα της στάνης, μην ανησυχείς»
-«Μπα, δηλαδή ξέρεις γράμματα; Ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις;»
-«Ναι ήμουν τυχερός σε αυτό το σημείο στη ζωή μου. Μου έμαθε ο φίλος μου ο Ιόλαος, λίγα πράγματα βέβαια, άντε και λίγα από τον πατέρα μου, όσα ήξερε και αυτός, ικανά να διαβάσω ένα μικρό κείμενο, ή να καταλάβω τις ιστορίες των ηρώων. Μου έμαθαν και αριθμητική!! Να μετράω μέχρι και χιλιάδες, να προσθέτω, ν’ αφαιρώ, να πολλαπλασιάζω και λίγο να διαιρώ»
-«Μπράβο, χρήσιμα όλα αυτά. Εγώ μόνο αριθμητική ξέρω και να γράφω το όνομά μου. Αλλά δοξάζοντας τον Ποσειδώνα, τα καταφέρνω καλά στο εμπόριο, στη ζωή μου»
Ο Λάφιλος κοίταξε ολόγυρά του μέσα στο σκάφος. Είδε τους ναύτες να έχουν γυρίσει στις δουλειές τους, προσπαθώντας να επαναφέρουν την αρχική τους ρότα και ταχύτητα. Οι φλέβες στα μπράτσα και τον λαιμό φούσκωναν από την προσπάθεια να τεντώσουν τα σκοινιά, τα γυμνά πόδια γλιστρούσαν και κοντράριζαν συγχρόνως στο υγρό κατάστρωμα, ενώ οι φωνές τους αναμειγνύονταν με βρισιές κάθε που ο αέρας χαλούσε τις προσπάθειές τους.
-«Πες μου τι μπορώ να κάνω στο πλοίο. Να βγάλω το αγώι. Και το δικό μου και του Αμεινία»
-«Δηλαδή, τι ξέρεις να κάνεις; Τι ναυτικά πράγματα ξέρεις; Να κωπηλατείς, να ορτσάρεις τα πανιά;»
-«Τι είναι αυτό; Ελληνικά μου μιλάς τώρα;»
-«Πω – πω ούτε τις λέξεις δεν καταλαβαίνεις. Πόσο μάλλον να βοηθήσεις… άσε ξεκουράσου τώρα και το ξημέρωμα κάτι θα βρω να σου δώσω να κάνεις»
Ο ήλιος ξεκίνησε το ταξίδι του, μέσα σ’ ένα αέρα δυνατό, πολύ πιο δυνατό από της νύχτας. Το σκαρί δεν είχε απομακρυνθεί πολύ, μόλις είχε περάσει το λιμάνι της Λέρου και τα κύματα γίνονταν επικίνδυνα ψηλά. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται στον ουράνιο θόλο, μαύρα και τα μαντάτα στις καρδιές του Άρατου και των ναυτών του. Το σκάφος σηκωνόταν ψηλά με κάθε κύμα και μετά έπεφτε ξανά στο νερό με πάταγο, κάνοντας τον Λάφιλο να νομίζει ότι από στιγμή σε στιγμή θα κοβόταν στα δυό. Μα το χειρότερο ήταν, όταν η θάλασσα χτύπαγε στο πλάι. Έγερνε τόσο που νόμιζες ότι το κατάρτι θα ακουμπούσε στο νερό. Οι ναύτες έδεσαν τα κουπιά, έλεγξαν τους αμφορείς και ότι άλλο μπορούσε να πέσει στη θάλασσα και άρχισαν να μαζεύουν το πανί. Ο Αμεινίας είχε σκύψει έξω από το καράβι και άδειαζε ότι είχε το στομάχι του μέσα. Αν και ο αέρας είχε δυναμώσει πολύ περισσότερο από την ώρα που άρχισε τους εμετούς, η μυρωδιά από το κρεμμύδι που είχε φάει την προηγούμενη νύχτα, τον τρέλαινε και τον αναγούλιαζε σε βαθμό απελπισίας. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβγαζε πια, αφού όλο το στομάχι του πρέπει να είχε αδειάσει από ώρα. Μόνο κάτι γλοιώδες πικρό έφτανε στο στόμα του.
Και ο Λάφιλος ένιωθε άσχημα, βλέποντας κιόλας τον μικρό του φίλο, κρατούσε το στόμα κλειστό με δυσκολία. Απορούσε με τους ναύτες που δούλευαν, έτρεχαν από την μια μεριά του σκάφους στην άλλη, τράβαγαν κι έδεναν σκοινιά, κάρφωναν σπασμένα ξύλα, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα από την θαλασσοταραχή και το νερό που τους έλουζε κυριολεκτικά.
Ο Άρατος κρατούσε τι διάκι του πηδαλίου με τα δυό του χέρια, όσο πιο σταθερά μπορούσε, μουσκεμένος από την κορυφή του κεφαλιού του έως τα νύχια των ποδιών του, φώναζε διαταγές και προσπαθούσε να καθορίσει κάθε τόσο την ρότα. Τα τεντωμένα σκοινιά έτριζαν, σαν ν’ αλυχτούσαν σκυλιά. Αυτό που οι ναυτικοί έλεγαν «σκυλιά της θάλασσας». Οι αμφορείς, άρχισαν να τρίζουν επικίνδυνα, ενώ σπόροι σταριού έπλεαν πάνω στο νερό που είχε πλημμυρίσει το μπροστινό αμπάρι, από κάποιο σκισμένο σακί. Μεταλλικός ήχος ανατριχιαστικά οξύς ακούστηκε απ’ την πλώρη, καθώς η μεταλλική επικάλυψη της καρίνας είχε σκιστεί κατά μήκος, από άγνωστο λόγο.
-«Όλα καλά», ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου. «Όλα καλά, μόνο το κάλυμμα είναι, μόνο αυτό. Άντε ρε τεμπέληδες, τραβήξτε την αρπάγη και τον μίτο παιδιά, άντε να τελειώνουμε, πιο δυνατά βρε… γυναίκες είσαστε;»
Η καταιγίδα σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε έρθει. Μόνο μια δυνατή βροχή είχε απομείνει από την αντάρα του Ποσειδώνα και τα μαύρα σύννεφα που έκρυβαν τον ήλιο. Ακούγονταν τα κύματα και τα χτυπήματα από τα σφυριά των μαραγκών που προσπαθούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να επισκευάσουν τις ζημιές. Οι υπόλοιποι ναύτες που δεν είχαν κάποια επείγουσα δουλειά να κάνουν, ξάπλωσαν στα πλαϊνά του σκαριού να ξεκουραστούν, αφήνοντας την βροχή να τους χτυπά σαν ευεργεσία. Ο Αμεινίας δεν είχε συνέλθει από τους τόσους εμετούς και χλωμός σαν Ροδίτικο νόμισμα, καθόταν στις φτέρνες του σφίγγοντας τα χέρια γύρω από τα γόνατα.
-«Είδες;», είπε ο Λάφιλος, « το ταξίδι δεν είναι κάποια ευχάριστη εμπειρία ή ξεκούραση. Τώρα θα δεις και τα υπόλοιπα… γιατί δεν έχεις δει τίποτα ακόμα. Λένε πως ο Ικάριος πόντος είναι από τις πιο θυμωμένες θάλασσες που υπάρχουν, έτσι δεν είναι καπετάνιε; Έχω δίκιο;»
Ο Άρατος δεν απάντησε, μόνο γύρισε το κεφάλι και χαμογέλασε σαν επιβεβαίωση.
Μέρες κράτησε το ταξίδι, μέρες που άλλοτε πάλευαν με τον Ποσειδώνα και άλλοτε που απολάμβαναν την ηρεμία της Άρτεμης. Μέρες που ο αέρας τους πήγαινε πιο κοντά στον προορισμό τους και μέρες που οι κωπηλάτες κατέβαλλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να κρατήσουν την ρότα. Μέχρι που κάποιο ξημέρωμα φάνηκε στον ορίζοντα η κορυφογραμμή των βουνών της όμορφης Αίγινας. Έπιασαν λιμάνι κοντά στο μεσημέρι και τους φάνηκε πελώριο μπροστά σε αυτά που μέχρι τώρα ήξεραν. Πάνω από είκοσι σκάφη ήταν δεμένα σε δυό ελικοειδείς βραχίονες που εισχωρούσαν σαν φίδια στην θάλασσα. Σκάφη διαφόρων ειδών και από διάφορες χώρες. Ένα Κυπριακό, ξεφόρτωνε σακιά με γύψο, χάβαρα (είδος μυδιών), και χαλκό, κάνοντας τους εκφορτωτές να τρέχουν πάνω – κάτω στις αποθήκες με φωνές και βρισιές. Δίπλα ήταν δεμένο ένα πελασγικό πενηντάκωπο σκαρί με ωραίες πορφυρές γραμμές ζωγραφισμένες στα πλαϊνά του που το έκαναν να μοιάζει με σαΐτα που έφυγε από γιγάντιο τόξο. Μεγάλες καλαθούνες γεμάτες μαύρες και μικρές πράσινες ελιές, περίμεναν τους εργάτες να τις ξεφορτώσουν, ενώ δυό έμποροι κανόνιζαν τις τιμές. Το Κορινθιακό σκάφος παραδίπλα, είχε αρχίσει ν’ αδειάζει από την σταφίδα που κουβαλούσε, χρησιμοποιώντας τους δικούς του ναύτες.
Αυτή η εικόνα στα μάτια του Λάφιλου και του Αμεινία, φάνηκε μαγική. Ζέστη, φωνές, κόσμος, εκατοντάδες σακιά με προϊόντα, εκατοντάδες αμφορείς με κρασί από κάθε γωνιά του κόσμου, από την Σάμο με το γλυκόπιοτο μαύρο νέκταρ της, μέχρι το Ετρουσκικό ξινό λευκό, στοιβαγμένα όλα πάνω στο χώμα του λιμανιού, μπροστά από μεγάλες αποθήκες με ξύλινες βαριές πόρτες. Μα το βλέμμα μαγεύτηκε από κάτι άλλο, κάτι μαγικό και μυθικό που είδαν…
Δεν είχε δέσει στον μόλο, αλλά ανοικτά στην είσοδο του λιμανιού, είχε ρίξει άγκυρα μην αφήνοντας κανένα να πλησιάσει δίπλα του. Στο κατάρτι που τώρα είχε μαζεμένα τα πανιά του, κυμάτιζε το Αθηναϊκό σήμα, το πιο γνωστό λάβαρο που υπήρχε στον Ελληνισμό. Ένα κομμάτι τριγωνικού πανιού με λευκό, πράσινο και κίτρινο χρώμα σε παράλληλες λωρίδες. Η Αθηναϊκή τριήρης, το σύμβολο της δύναμης της Ελλάδος, της ανωτερότητάς της απέναντι στους βαρβάρους, έστεκε εκεί, με τις τρείς σειρές των κουπιών της σε πλήρη ετοιμότητα για ελιγμό ή αναχώρηση ή μάχη ανά πάσα στιγμή, ατένιζε λες με υπεροψία το λιμάνι και την κίνηση των εμπόρων, την μεγάλη Αίγινα την ίδια.
-«Να, αυτή που βλέπεται είναι η περίφημη και ξακουστή τριήρης», είπε ο Άρατος. «Το πλοίο των Θεών όπως λένε!». Ο θαυμασμός του ήταν έκδηλος στα λόγια του, στο βλέμμα του, αλλά και στον τρόπο ομιλίας του. «Δείτε τους στρατιώτες πάνω της! Κοιτάξτε πόσο περήφανοι είναι! Μέσα στις γυαλιστερές χάλκινες πανοπλίες τους, λες ότι περιφρονούν και ειρωνεύονται τους πάντες… Αθηναίοι … λένε ότι ήρθαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Αιγινήτες. Πρέπει να έφερε διαπραγματευτές από την Αθήνα, δεν βλέπω πουθενά τον κυβερνήτη, ούτε τον κελευστή. Μόνο κωπηλάτες και λίγους οπλίτες»
Ο Λάφιλος κοίταζε το πλοίο με αυτόν τον θαυμασμό του ανώριμου και αμόρφωτου κτηνοτρόφου. Αν και νησιώτης, οι γνώσεις του ήταν λίγες γύρω από τα ναυτικά και ιδιαίτερα τα πολεμικά πλοία. Τα μόνα που ήξερε γι αυτά, προέρχονταν από τις αφηγήσεις του Ιόλαου και βέβαια καταλάβαινε κι ο ίδιος ότι αυτά, στις ιστορίες του φίλου του, ήταν καράβια, άλλων, παλιών εποχών και καμία σχέση δεν είχαν ή δεν μπορεί να είχαν εκείνα τα χοντροκομμένα σκαριά με αυτό το αιθέριο που έβλεπε μπροστά του, με αυτό το «δελφίνι», που ήταν έτοιμο να ξεχυθεί στα πελάγη. Θα μπορούσε να κοιτάζει αυτή την πλωτή πολεμική μηχανή, για ώρες. Θα μπορούσε με την φαντασία του να την βλέπει να ναυμαχεί, με τους αλαζόνες στρατιώτες της να σπέρνουν τον όλεθρο και την καταστροφή στον αντίπαλο. Πάντα η αλαζονεία έθελγε τους ανθρώπους, πόσο μάλλον όταν αυτή συνοδεύεται από τέτοια και τόση ομορφιά. Την ονειροπόλησή του την διέκοψε ένα τράβηγμα στο χέρι. Ο Αμεινίας κοιτώντας κι αυτός το πολεμικό μπροστά τους, του έκανε σήμα με αυτό το τράβηγμα.
-«Έχεις ξαναδεί τέτοιο σκαρί αφεντικό; Μπορεί ανθρώπινο χέρι να έχει κάνει κάτι τέτοιο; Πω πω , σχήμα, λεπτότητα και αρμονία και συνάμα δύναμη και αμείλικτη ωμότητα! Πραγματικά πλοίο των Θεών, καλά το λένε έτσι. Γιατί μόνο οι Θεοί θα μπορούσαν να το φτιάξουν έτσι! Κοίτα αυτό το μπροστινό του με το μέταλλο, τον σίδηρο μπροστά του… να δεις πως το λένε…»
-«Έμβολο. Αυτό είναι το μεταλλικό έμβολο, το όπλο του για να χτυπά τα εχθρικά σκάφη. Και βάστα να μην είσαι πάνω στο στόχο του… οι Θεοί να σε φυλάνε…»
«Ναι, αυτό το …έμβολο, σκέφτεσαι τι τρόμο θα προκαλεί όταν το βλέπεις να σε πλησιάζει; Σκέψου αφεντικό, είσαι στρατιώτης ή ναύτης του εχθρού και γυρνώντας το κεφάλι βλέπεις αυτό το σκαρί, με το τρομερό του έμβολο, να έρχεται με όλη του την δύναμη και ταχύτητα από το πλάι, ίσα κατά πάνω στην δική σου ευθεία… πω πω μανούλα μου!»