Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Ο Ευρυάναξ, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και κάθισε στις φτέρνες του, παρατηρώντας τα τείχη της πόλης της Κορίνθου, τακτοποιώντας το σπαθί στο πλάι και την ασπίδα του στο έδαφος. Ο Λίχης στεκόταν λίγο πιο πίσω με την Νούσα ακόμα πιο πίσω, να προσπαθεί να πάρει μερικές ανάσες, να ξεκουράσει τα πόδια της που τώρα είχαν ματώσει από την πεζοπορία τόσων ημερών. Το μυαλό τους είχε γεμίσει από τις ίδιες κακές σκέψεις, για το γεγονός ότι τώρα πια δεν θα μπορούσαν να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους την Σπάρτη. Του Ευρυάνακτα οι σκέψεις ήταν πιο μπερδεμένες, αφού έξω από αυτό, έπρεπε να καθορίσει τα θέλω του μέσα στην καρδιά και την ψυχή του. Η Αγαθόκλεια τις τελευταίες ώρες, όσο δηλαδή κόντευαν στην πόλη, τον απασχολούσε όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πιεστικά. Δεν είχε ξανανιώσει αυτό το συναίσθημα άλλη φορά, ούτε για την ίδια αυτή γυναίκα όταν την είχε πρωτογνωρίσει, ούτε για καμιά άλλη στην Λακεδαίμονα. Καταλάβαινε τι του συνέβαινε, δεν ήταν χαζός, έβλεπε και τον Λίχη με την Ανατολίτισσα, τον Λίχη που όσο πειθαρχημένος και αν ήταν, τις τελευταίες ώρες φαινόταν λίγο χαμένος, λίγο απόμακρος από κείνον.Από την κεντρική πύλη, πολλά κάρα με λογής, λογής εμπορεύματα έμπαιναν στην πλούσια πόλη. Κουβαλούσαν αγροτικά εμπορεύματα, οικοδομικά υλικά ανθρώπους που έψαχναν μια καλύτερη τύχη, ενώ τα καράβια στο λιμάνι ξεφόρτωναν αρώματα και λάδια, κρασί και λινά ή μεταξωτά υφάσματα από την άκρη του κόσμου, παράξενα εξωτικά ζώα και φρούτα, ταξιδιώτες που αναζητούσαν σοφία και μόρφωση, θαλασσινά και ιδέες. Η φήμη που είχε ως μια από τις πιο πλούσιες πόλεις, επιβεβαιωνόταν με την θέαση και μόνο από τον λόφο που ήταν οι τρείς ταξιδιώτες. Ο Ευρυάναξ ανασήκωσε το κεφάλι και με ένα νόημα, συνεννοήθηκε με τον Λίχη να συνεχίσουν την πορεία τους. Η Νούσα φορτώθηκε τον σάκο της, κάποια στιγμή η κούραση την πρόδωσε και ο μεγάλος μπόγος, έπεσε με θόρυβο στο έδαφος. Ο Ευρυάναξ ούτε που γύρισε να κοιτάξει, σε αντίθεση με τον σύντροφό του, που, έσκυψε και την βοήθησε. Μαζί με όλα τα όπλα του και την ασπίδα του, ο Λίχης, πέταξε και τον σάκο της κοπέλας στην πλάτη, έτεινε το χέρι και με μια τρυφερή κίνηση την βοήθησε να περπατήσει. Σε λίγη ώρα μπήκαν στην πόλη, στην σκιά του φρουρίου της, της ακρόπολής της, που έστεκε σαν φύλακας άγγελος από πάνω της. Οι δρόμοι, αν και γεμάτοι χώμα και σκόνη, ήταν σχετικά καθαροί και οι περαστικοί, κάτοικοι που πήγαιναν στην αγορά για την καθημερινή ενημέρωση στα κουρεία και τα ψαράδικα, φορούσαν αρκετά περιποιημένα ρούχα, οι περισσότεροι στο χρώμα της πόλης, το λευκό με το έντονο κίτρινο. Ακόμα και οι τοίχοι των σπιτιών, φαίνονταν πρόσφατα βαμμένοι στα χρώματα της ώχρας και του μπλε του λουλακιού. Η ατμόσφαιρα μύριζε ένα λεπτό άρωμα λεβάντας και το ιώδιο της θάλασσας συνέτεινε στην καλή διάθεση όλων. Οι τρείς φίλοι προχώρησαν με μεγάλη αυτοπεποίθηση στους στενούς δρόμους, γνωρίζοντας που να πάνε, αφού δεν ήταν η πρώτη φορά που έρχονταν. Δεν άργησαν να δουν το σπίτι που έψαχναν. Δυό σκυλιά τσακώνονταν στην άκρη του δρόμου για ένα κόκκαλο, με τα στόματά τους αφρισμένα από την μανία τους. Το χρώμα της ώχρας φαινόταν να έχει λίγη φθορά από υγρασία στο κάτω μέρος του ανατολικού τοίχου, αλλά η μεγάλη κληματαριά έδινε μια φρεσκάδα και ζωντάνια στην όλη εικόνα. Δυό νέες κοπέλες, μια ξανθιά μάλλον Θρακιώτισσα και μια μελαμψή, άγνωστο να προσδιορίσει κάποιος την καταγωγή της, μιλούσαν με έναν χοντρό άντρα που τα χρυσά του δαχτυλίδια και στα δυό χέρια, προκαλούσαν το μάτι του κάθε διαβάτη και με έναν νεαρό που το κίτρινο ιμάτιο του, «έβγαζε» μάτια. Η ξύλινη εξώθυρα ήταν ανοιχτή και από το εσωτερικό του σπιτιού, ακούγονταν ζωηρές ομιλίες, γέλια και μουσική. Όταν η Αγαθόκλεια, τυχαία, βγήκε στο άνοιγμα, ήταν πολύ σοβαρή, μέχρι και μελαγχολική θα μπορούσε κάποιος να πει, αλλά υπέροχα μακιγιαρισμένη και αγνά… όμορφη. Οι τρεις ταξιδιώτες που έστεκαν στην άκρη, δεν φαίνονταν καθαρά από κάποιον απέναντι, μια έμφυτη συνήθεια των Λακεδαιμόνιων και έτσι η γυναίκα δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Κάτι είπε χαμογελώντας στις δυό κοπέλες, οι οποίες παρέσυραν τους «πελάτες» τους στο εσωτερικό. Δυό πιτσιρίκια που πέρασαν τρέχοντας, πέταξαν κάποιες πέτρες προς τον τοίχο, προκαλώντας τα νεύρα της Αγαθόκλειας που κάτι τους είπε για τις μάνες τους, τίναξε τα χέρια στον αέρα σαν να τα έδερνε και σήκωσε το ιμάτιό της να μπει στο «μαγαζί» της. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της. Προσπάθησε να κλείσει την πόρτα απλώς σπρώχνοντάς την, αλλά κατάλαβε ότι κάτι την κράταγε ανοικτή. Γύρισε με απορία και είδε ένα αντρικό χέρι, με ένα μεταλλικό φαρδύ βραχιόλι, να κρατά την πόρτα ακίνητη. «Ευρυάνακτα…», φώναξε με λαχτάρα, γνωρίζοντας το πολεμικό βραχιόλι του πρώην εραστή της. Η πόρτα άνοιξε ολότελα και το πρόσωπο του Σπαρτιάτη, χαμογελαστό, φάνηκε ξαφνικά μπροστά της, με την γνωστή άγρια γενειάδα και τα γερακίσια μάτια του. Από πίσω φάνηκε και ο Λίχης, αλλά και μια άγνωστη κοπέλα, τόσο ωραία που το επαγγελματικό ενδιαφέρον της Αγαθόκλειας ενεργοποιήθηκε αμέσως, αλλά καταλαβαίνοντας, ξαναγύρισε τα μάτια στους δυό Σπαρτιάτες. Αγκάλιασε τον Ευρυάνακτα, λες και σκυλί που βλέπει το αφεντικό μετά από πολύ καιρό, τον ψηλάφισε να βρει πληγές και σαν δεν βρήκε τον φίλησε στο στόμα με λαχτάρα. Τους τράβηξε μέσα στο σπίτι και περνώντας ανάμεσα από μεθυσμένους και έκφυλους πελάτες, οι περισσότεροι γέροι με τεράστιες κοιλιές, τους έδειξε ένα δωμάτιο με αρκετή, σχετικά, ησυχία. Τα δυό κρεβάτια εκεί ήταν καθαρά και καλοστρωμένα, δείγμα ότι δεν τα χρησιμοποιούσε για το επάγγελμα, ενώ πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, καμάρωνε ένας μεγάλος ζωγραφιστός αμφορέας με καλό κρασί, που απ’ ότι κατάλαβε ο Λίχης, δεν ήταν νερωμένο. Τους πρόσφερε και ζεστό κριθαρένιο ψωμί και σύκα και μελόπιτες που τις έφερε μια νόστιμη νεαρή, που δεν πρέπει να είχε ζήσει δεκαπέντε καλοκαίρια στη ζωή της. Ήταν πολύ όμορφη, έκανε την Νούσα να την αγριοκοιτάξει, πολύ έντονα βαμμένη στα μάτια και τα χείλη και το ιμάτιό της ολάνοιχτο στο πλάι, άφηνε να φανούν τα σκληρά σαν πέτρα στήθη της, αλλά και οι καλοσχεδιασμένοι από την Αφροδίτη γλουτοί της. Έφυγε όσο αθόρυβα είχε έρθει, λες και γάτα που αποχωρούσε μπροστά στη μεγάλη συνάντηση της αφεντικίνας της. Κάθισαν όλοι τριγύρω από το τραπέζι, εκτός από την Ασιάτισσα που ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια, παραδιδόμενη στην κούραση της. Σε λίγο, ένα ελαφρύ ρουθούνισμα πρόδιδε την παραίτηση της.
Η Αγαθόκλεια είχε να πει πολλά, αλλά είχε και πολλά να ρωτήσει, να μάθει. Τα νέα της μάχης, είχαν φτάσει πολύ καιρό πριν, στολισμένα με διάφορους μύθους, ανδρείες και λεονταρισμούς των Ελλήνων στρατιωτών και όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η λαϊκή φαντασία, οργίαζε, φτιάχνοντας ήρωες και ημίθεους. Μίλησαν αρκετή ώρα, τους είπε για την ιστορία με τον μικρό μπελά που της είχαν αφήσει, για τις φήμες της μάχης κι εκείνοι της εξήγησαν όλα όσα ήθελε να ξέρει. Οι θόρυβοι και η μουσική απ’ τα άλλα δωμάτια, λες και δεν υπήρχαν. Η ερώτηση για την Νούσα ήταν η πιο δύσκολη ν’ απαντηθεί ευθέως, αλλά η πανέξυπνη Κορίνθια κατάλαβε χωρίς να κουράσει τον Λίχη.
-«Και τώρα;», ρώτησε τον Ευρυάνακτα, «τώρα τι θα γίνεις; Τι θα κάνεις στη ζωή σου; Γιατί απ’ ότι κατάλαβα … να γυρίσετε στην Σπάρτη, με το έγκλημα της παρακοής των διαταγών και των νόμων… είναι δύσκολο. Λοιπόν;»
Οι δυό άντρες κοιτάχτηκαν λες και προσπαθούσαν να συνεννοηθούν με τα μάτια, για ένα θέμα που και οι δυό το ήξεραν, αλλά ποτέ δεν το είχαν συζητήσει, όχι σοβαρά τουλάχιστον. Ο Ευρυάναξ στραβοκατάπιε:
-«Δεν ξέρω κι εγώ αλήθεια τι θα κάνω. Σκεφτόμουν … να ξενιτευτώ, να φύγω μακριά, δεν ξέρω… νομίζω κι αυτός…», έδειξε τον σύντροφο του με το χέρι, «… κάτι τέτοιο μάλλον λογαριάζει»
-«Κι εδώ στην Κόρινθο καλά είναι, δεν είναι; Ξενιτιά είναι κι εδώ… δεν είναι;», ρώτησε η γυναίκα, «… μακριά από την Λακεδαίμονα… μπορείς να μείνεις όσο θέλεις… χωρίς υποχρεώσεις και τέτοια …»
-«Δηλαδή… μου κάνεις πρόταση να μείνω… εδώ; Μαζί σου; Μη ξεχνάς ποιος είμαι, ένας στρατιώτης που το μόνο που ξέρει είναι να πολεμά και να σκοτώνει. Άλλο τίποτα δεν έχω μάθει…»
-«Πρώτα απ’ όλα η πρόταση είναι αυτή, ναι. Αλλά και για τους τρείς σας, να μείνετε εδώ για πάντα, ή τουλάχιστον για όσο καιρό θελήσετε. Και βέβαια δεν μιλώ για εδώ… εδώ…», έδειξε το σπίτι γύρω της. «Πριν καιρό, αγόρασα, μόνο μην ρωτήσεις πως, ένα ολόκληρο αγρόκτημα, έξω από την πόλη. Έχει σπίτι, έχει και αμπέλια και χωράφια για ότι θέλεις. Είναι καλό χτήμα… θα μπορούσε κάποιος να το κάνει να λάμψει… δουλευτάδες θέλει. Κι αν είσαστε στρατιώτες; Τι μ’ αυτό; Οι αγροτικές δουλειές δεν είναι δύσκολες, αν κάποιος θέλει να τις μάθει. Σκληρές … ναι, αλλά όχι δύσκολες. Μόνο να μπει στο μυαλό σας…»
Η Νούσα αργοσάλεψε μες τον ύπνο της, μια λέξη που κανείς δεν κατάλαβε, βγήκε θολά από το στόμα, ενώ το σάλιο είχε τρέξει στο πλάι πάνω στο κρεβάτι. Ο Λίχης γύρισε το βλέμμα με έκφραση συμπόνιας προς το κορίτσι και χαμογέλασε. Η καρδιά του, ήθελε να σφίξει την μικρή Ασιάτισσα στην αγκαλιά του, κάτι σ’ αυτή την στάση τον έκανε να φουντώσει, αλλά συγκρατήθηκε και συνέχισε να παρακολουθεί την κουβέντα του φίλου του με την Κορίνθια. Το μυαλό του όμως ήταν θολό και μοιρασμένο. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε το σκοτάδι να έχει απλώσει τα πέπλα του στην αυλή, η νύχτα θα έκανε τώρα το «σπίτι» πιο θορυβώδες και πιο ζωντανό. Οι αμαρτίες πάντα θέλουν κάποια κάλυψη, την σχετική τους ανωνυμία. Οι άντρες της πόλης, ειδικά αυτοί που τα πλούτη τους έκαναν άπληστους και αλαζόνες, ζητούσαν την χωρίς υποχρεώσεις ηδονή, την ακολασία της μιας μέρας, την επιβεβαίωση του ανδρισμού τους, την νηπενθή απόλαυση. Ακούστηκε κάποιος που έκανε εμετό, κάποιος άλλος που προσπαθούσε με την φάλτσα φωνή του να τραγουδήσει, ενώ ένας τρίτος επιζητούσε την εκτόνωση από τρεις κοπέλες μαζί, τάζοντας χρυσά κέρματα και σκουλαρίκια από φίλντισι. Κι όλα ακούγονταν τόσο δυνατά και τόσο καθαρά, που θα νόμιζε κάποιος ότι δεν υπήρχαν τοίχοι.
Ο Ευρυάναξ κοίταξε μια την Αγαθόκλεια, μια τον σύντροφό του και έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι κατά την πόρτα. Η γυναίκα δεν θα μπορούσε να φέρει καμιά αντίρρηση, ήξερε τους Σπαρτιάτες και ειδικά αυτούς τους δύο, ήξερε τι ήθελαν και τι τους ενοχλούσε. Τους είδε να σηκώνονται και ν’ αποχωρούν, τους έβλεπε τσακισμένους απ’ την κούραση αν και αυτοί δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Χαμογέλασε με μια σχεδόν κουρασμένη και πικρή έκφραση. Παρατήρησε την κοπέλα στο κρεβάτι και θαύμασε για άλλα μια φορά την ομορφιά της, τα αμυγδαλωτά μεγάλα μάτια που αν και κλειστά τώρα, σαγήνευαν με το σχήμα τους, τα μαλλιά της, στο χρώμα του πολύτιμου εβένου που σχημάτιζαν ένα κατάμαυρο στεφάνι γύρω από το κεφάλι, τους ξεγυμνωμένους μηρούς που έλαμπαν στο αχνό φως των λυχναριών. Άθελα της, την χάιδεψε, όπως μια μάνα χαϊδεύει την κόρη που θαυμάζει. Εκείνη πάλι κουνήθηκε γυρίζοντας μπρούμυτα, προσπαθώντας ν’ αποφύγει την ενόχληση. Η πλάτη, χαραγμένη από τα σκοινιά του μπόγου που κουβαλούσε, ανεβοκατέβαινε σε κάθε αναπνοή. Μικροί αναστεναγμοί που έβγαιναν από μέσα της, δήλωναν την κούραση, αλλά και δημιουργούσαν μια … λαχτάρα στην ατμόσφαιρα, με την αθωότητά τους. Το μυαλό της Αγαθόκλειας πήγε στον Λίχη και … «τυχερέ γίγαντα!...», μονολόγησε. Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού σε ένα σκαλισμένο σκαμνί, δεν είχε καμιά όρεξη για δουλειά, ειδικά όταν οι ήχοι από το σπίτι έδειχναν ότι όλα πήγαιναν καλά, ότι κανείς δεν θα την χρειαζόταν. Είχε αρχίσει να σκέφτεται μια νέα ζωή, όταν άκουσε την φωνή της νεαρής κοπέλας και συνειδητοποίησε ότι είχε βουλιάξει στις σκέψεις της πολλή ώρα, κάτι που πιστοποιούσε και ότι τα δυό από τα τέσσερα λυχνάρια είχαν ήδη σβήσει γιατί είχε τελειώσει το λάδι τους και τα άλλα δύο, τρεμόπαιζαν την φλόγα τους.
-«Ο… Λίχης;…» ρώτησε η νεαρή φωνή από το κρεβάτι. «Έφυγε;… που είναι ;»
Η απότομη κίνηση ν’ ανασηκωθεί, έδειχναν τον φόβο και τον πανικό που την είχαν καταλάβει. Πάτησε στο πάτωμα με τα πόδια γυμνά και έκανε μια γκριμάτσα πόνου. Η Κορίνθια την κοίταξε χαμογελώντας και προσπάθησε να την ηρεμίσει, εξηγώντας ότι οι Σπαρτιάτες, σπάνια κοιμούνται σε κρεβάτι, αλλά ότι προτιμούν την ανοικτή γη, τον αέρα να φυσάει στο πρόσωπό τους. Η Ασιάτισσα έδειχνε να ηρεμεί, αν και τα μάτια της όλο πήγαιναν στην πόρτα και έσμιγε τα φρύδια μήπως και διακρίνει κάτι μέσα από το παράθυρο. Οι δυό γυναίκες έπιασαν την κουβέντα και για να γνωρίσει η μια την αλλά και γιατί στο βάθος του μυαλού τους ήθελαν να μάθουν η μια από την άλλη για τους άντρες που τους ενδιέφεραν. Η Νούσα να καταλάβει ποιος ήταν ο Λίχης και η Αγαθόκλεια τι έκανε ο Ευρυάναξ από την ημέρα που της άφησε το μωρό. Όταν η συζήτηση έφτασε στο σημείο της πρότασης που έκανε η Κορίνθια στους Λακεδαίμονες, μια φλόγα, μια ελπίδα άναψε στα μαύρα μάτια της κοπέλας. Της άρεσε η ιδέα μιας μόνιμης εγκατάστασης, σε ένα σπίτι, σε ένα τόπο, σε ένα μέλλον με τον άντρα που αγαπούσε.
-«Δεν ξέρεις καλά τον άντρα που έχεις μπλέξει…», είπε απότομα η Αγαθόκλεια. Έκοψε την κουβέντα την ώρα που φαινόταν έτοιμη να μιλήσει έξω από τα δόντια. Την έκοψε γιατί η μικρή Ιόλη, η κοπέλα από το Άργος που της είχε στοιχίσει πολλά λεφτά να την πάρει στην δούλεψή της, μπήκε στο δωμάτιο κουβαλώντας έναν νέο αμφορέα με κρασί και μέλι. Σε ένα πήλινο πιάτο, είχε βάλει κάποια φρούτα, λευκά και μεγάλα μαύρα σταφύλια, σύκα και αμύγδαλα, ψημένα με αλάτι και λεμόνι, κριθαρένιο ψωμί και παστό ψάρι από την θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου. Τα κρεμμύδια και τα σκόρδα, καθαρισμένα και λαχταριστά, είχαν μπει στο στόχαστρο της Νούσας, που κάθισε στο τραπέζι με την Αγαθόκλεια. Πείναγε και όλα αυτά της φαίνονταν μια σκέτη μαγεία.
Η Κορίνθια την άφησε να φάει με την ησυχία της, έτσι κι αλλιώς όλα αυτά που ήθελε να της πει και γενικά ήταν και μπορούσαν να περιμένουν. Η νεαρή όρμησε σχεδόν πάνω στα τρόφιμα, γέμισε τα δερματόστικτα χέρια της με τα ζουμιά των σταφυλιών και χωρίς να κάνει προσπάθεια να τα σκουπίσει, άρπαξε τα σύκα και το ψωμί. Σε λίγο η Ιόλη, έφερε και ένα κομμάτι κρέας, ψητό, αρνί περασμένο ακόμα στην κληματόβεργα, αχνιστό και λαχταριστό. Δεν χρειάστηκε την άδεια της Αγαθόκλειας η νεαρή Ασιάτισσα για ν’ απλώσει το χέρι. Κάηκε αλλά το μασούλησε με όση δύναμη διέθεταν τα σαγόνια της. Κάποια στιγμή, όταν το στομάχι της ικανοποιήθηκε, κοίταξε συνεσταλμένα την γυναίκα απέναντί της και ζήτησε χαμηλόφωνα συγγνώμη, ντροπιασμένη από την λαίμαργη στάση της. Της χαμογέλασε και συμμαζεύτηκε πάνω στα στρωσίδια στο κρεβάτι, διπλώνοντας τα πόδια και σταυρώνοντας τα χέρια γύρω απ’ τα γόνατα.
-«Χόρτασες; Ηρέμισε η κοιλιά σου;», ρώτησε η Κορίνθια. Της απάντησε μ’ ένα καταφατικό νεύμα του κεφαλιού κι ένα χλωμό, αδιόρατο χαμόγελο.
-«Ήθελες κάτι να μου πεις; Κάτι για τον Λίχη;»
-«Κάτι για τους Σπαρτιάτες, όχι μόνο για τον Λίχη ή τον Ευρυάνακτα. Γενικά για τους Λακεδαιμόνιους. Γι αυτούς τους ανθρώπους, που δύσκολα μπορεί κάποιος να πει, τι είναι αυτό που αγαπάνε, αυτό που θέλουν να κάνουν. Ξέρεις… νομίζω ότι τελικά μόνο στον πόλεμο και στις μάχες πιστεύουν, αυτές οι τελευταίες είναι οι ερωμένες τους και όχι εμείς … οι άνθρωποι…», ξερόβηξε να καθαρίσει λίγο την φωνή της και συνέχισε σηκώνοντας τον κύλικα με το κρασί και κόβοντας ένα μικρό τσαμπί λευκού σταφυλιού: «… οι μάχες λοιπόν… δες τους πως περπατάνε, πως διασχίζουν τόσο μεγάλες αποστάσεις χωρίς να σταματήσουν για ξεκούραση. Για τον πόλεμο είναι οι καλύτεροι σ’ όλη την Ελλάδα, γι αυτό είναι μεγάλη τους ντροπή, η νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα. Αλλά ας πούμε μόνο γι αυτούς… ταξιδεύουν βαριά, όχι σαν «ψιλοί», αλλά σαν μαχητές φάλαγγας. Κι όμως σαν μονάδες είναι εξαιρετικοί να χτυπούν τον εχθρό τους ακόμα και σε ενέδρες στα διάσελα, όσο είναι ικανοί και στην πεδιάδα σαν πιόνια μιας οργανωμένης φάλαγγας. Ταξιδεύουν λοιπόν όπως σου είπα βαριά, ντυμένοι με ένα ιμάτιο και μια χλαμύδα πάνω στο σώμα τους, μια χλαμύδα που κάνει χρήση μανδύα και κλινοσκεπάσματος μαζί. Κι αν πρόσεξες, είναι κόκκινες οι χλαμύδες τους, για να μην δει ο εχθρός τυχόν τραυματισμό τους. Αλλά στην πλάτη και στους ώμους, κουβαλούν τα μύρια όσα αντικείμενα. Κατ’ αρχάς την πανοπλία και την ασπίδα, τα σπαθιά και τα μαχαίρια τους… όλο το βάρος είναι στα όπλα. Μερικοί κουβαλούν και τρία ακόντια. Και είναι σκαλισμένα, σαν υπογραφή του μαχητή. Το σκάλισμα κάθε ακοντίου, μπορεί να πάρει και μήνες, ενώ γίνονται θυσίες στο κοντάρι της μελίας ή της κρανιάς, καθώς ακόμα μεγαλώνει στο δέντρο. Η «αλήθεια» είναι η μεγαλύτερη αρετή ενός εκηβόλου όπλου, που σημαίνει ότι πρέπει να είναι εντελώς ίσιο, διότι ένα στρεβλό ακόντιο, δεν θα πετάξει. Κάθε σαΐτα ή βελόνα, όπως τα λένε οι Σπαρτιάτες, μεταφέρεται σ’ ένα σωληνοειδές περίβλημα από δέρμα ελαφιού αλειμμένο στο εσωτερικό του με κερί μέλισσας. Τίποτα δεν τσιγκουνεύονται προκειμένου να προστατέψουν την «αλήθεια» του. Οι Σπαρτιάτες κοιμούνται με τα όπλα τους πολύ περισσότερο από τις γυναίκες τους. Έχω δει άντρες, γιατί πριν ανοίξω…», κοίταξε ολόγυρα το σπίτι , «ταξίδευα με τον στρατό τους, περιπλανώμενη με τους περιπλανώμενους μαχητές, έχω λοιπόν δει άντρες να τυλίγουν τις «βελόνες» τους στους μανδύες τους, ενώ οι ίδιοι τρέμουν απ’ το κρύο, για να μην φουσκώσει το χρώμα από το χιόνι και την υγρασία. Το ακόντιο κάθε άντρα, όπως και το δόρυ του, φέρει το έμβλημά τους, αλλά και το έμβλημα της οικογενείας του. Μετά την μάχη, σαρώνει το πεδίο για να πάρει μόνο τα δικά και κανενός άλλου. Θα πεθάνει αν το κάνει. Ένα ματωμένο κοντάρι από δόρυ ή ακόντιο, παίρνει το όνομά του και όταν έχει προκαλέσει το θάνατο κάποιου, περνάει από τον πατέρα στον γιό. Η τέχνη του πολέμου διδάσκεται από τους δασκάλους της πόλης, γενιά προς γενιά. Όλα τα αγόρια, από μικρά παιδιά, εκπαιδεύονται για χρόνια πριν τους επιτραπεί να ρίξουν ακόντιο ή να στηρίξουν δόρυ στο έδαφος δίπλα απ’ την ασπίδα τους, στο μπόι ανθρώπου. Στο πεδίο, οι Λακεδαίμονες μάχονται στη φάλαγγα σιμά ο ένας στον άλλο, αλλά κατά ζεύγη. Πατέρας και γιός, μεγάλος και μικρός αδερφός – ο μεγαλύτερος είναι αυτός που εκτοξεύει το κοντάρι, ενώ ο μαθητευόμενος τον τροφοδοτεί, εντοπίζει τον εχθρό και τον υποστηρίζει με την ασπίδα και το δόρυ. Είναι σαν τους ομαδικούς κυνηγούς. Χρησιμοποιούν τον άνεμο. Ξέρουν πώς να κρατούν τα κεφάλια των κονταριών τους προς τα κάτω αντίθετα από την κατεύθυνση του αγέρα κι όταν ο άνεμος είναι προς την ίδια κατεύθυνση να οδηγούν το βλήμα τους σαν τους κυνηγούς πουλιών, οι οποίοι πλήττουν το θήραμά τους στη φτερούγα. Ένα ακόντιο ρίχνεται και με σφενδόνη και με περιστροφή, αλλά και με την σκέτη δύναμη του χεριού χωρίς φόρα. Χρειάζεται μεγάλη επιδεξιότητα να πετάξεις ένα ακόντιο έτσι ώστε να μην «ψηλώσει» ή να «ταξιδέψει». Για να καταλάβεις πόσο τέλεια είναι η βολή ενός δασκάλου, το βλήμα του δεν πρέπει ούτε να «κορδώνεται» ούτε να κάνει «ουρά», αλλά «να κρατά το κεφάλι ψηλά» καθώς αναζητά το στόχο του – ένα θέαμα που στα χέρια των Σπαρτιατών είναι πανέμορφο και τρομακτικό συνάμα. Για το σπαθί και την ασπίδα δεν θα σου πω πολλά, αφού αυτά είναι η κύρια δεξιότητά τους, ο χορός του Άδη όπως τον αποκαλούν, ο χορός των μελλοθανάτων. Οι Λακεδαιμόνιοι, σπέρνουν την καταστροφή. Η εμφάνισή τους και μόνο στο πεδίο της μάχης κάνει γενναίους εχθρούς να υποχωρήσουν χωρίς να πολεμήσουν…», σταμάτησε την αφήγησή της βλέποντας την τρομαγμένη έκφραση της Νούσας, που ασυναίσθητα είχε σφιχτεί με τρόμο. Κατάλαβε ότι της είχε δώσει την εικόνα των Σπαρτιατών, του Λίχη, του Ευρυάνακτα και όλων αυτών των αντρών από τις όχθες του Ευρώτα. Τώρα η μικρή καλλονή με τα ωραία μάτια πρέπει να είχε καταλάβει με τι άνθρωπο είχε συνδέσει τη ζωή της. Η Αγαθόκλεια κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και της χάιδεψε τα μαύρα, όλο μπούκλες μαλλιά. Αστραπιαία διέκρινε μια σκληρή λάμψη στα μαύρα μάτια, μια λάμψη αποφασιστικότητας και θάρρους.