Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Ο Ευρυάναξ, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και κάθισε στις φτέρνες του, παρατηρώντας τα τείχη της πόλης της Κορίνθου, τακτοποιώντας το σπαθί στο πλάι και την ασπίδα του στο έδαφος. Ο Λίχης στεκόταν λίγο πιο πίσω με την Νούσα ακόμα πιο πίσω, να προσπαθεί να πάρει μερικές ανάσες, να ξεκουράσει τα πόδια της που τώρα είχαν ματώσει από την πεζοπορία τόσων ημερών. Το μυαλό τους είχε γεμίσει από τις ίδιες κακές σκέψεις, για το γεγονός ότι τώρα πια δεν θα μπορούσαν να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους την Σπάρτη. Του Ευρυάνακτα οι σκέψεις ήταν πιο μπερδεμένες, αφού έξω από αυτό, έπρεπε να καθορίσει τα θέλω του μέσα στην καρδιά και την ψυχή του. Η Αγαθόκλεια τις τελευταίες ώρες, όσο δηλαδή κόντευαν στην πόλη, τον απασχολούσε όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πιεστικά. Δεν είχε ξανανιώσει αυτό το συναίσθημα άλλη φορά, ούτε για την ίδια αυτή γυναίκα όταν την είχε πρωτογνωρίσει, ούτε για καμιά άλλη στην Λακεδαίμονα. Καταλάβαινε τι του συνέβαινε, δεν ήταν χαζός, έβλεπε και τον Λίχη με την Ανατολίτισσα, τον Λίχη που όσο πειθαρχημένος και αν ήταν, τις τελευταίες ώρες φαινόταν λίγο χαμένος, λίγο απόμακρος από κείνον.
Από την κεντρική πύλη, πολλά κάρα με λογής, λογής εμπορεύματα έμπαιναν στην πλούσια πόλη. Κουβαλούσαν αγροτικά εμπορεύματα, οικοδομικά υλικά ανθρώπους που έψαχναν μια καλύτερη τύχη, ενώ τα καράβια στο λιμάνι ξεφόρτωναν αρώματα και λάδια, κρασί και λινά ή μεταξωτά υφάσματα από την άκρη του κόσμου, παράξενα εξωτικά ζώα και φρούτα, ταξιδιώτες που αναζητούσαν σοφία και μόρφωση, θαλασσινά και ιδέες. Η φήμη που είχε ως μια από τις πιο πλούσιες πόλεις, επιβεβαιωνόταν με την θέαση και μόνο από τον λόφο που ήταν οι τρείς ταξιδιώτες. Ο Ευρυάναξ ανασήκωσε το κεφάλι και με ένα νόημα, συνεννοήθηκε με τον Λίχη να συνεχίσουν την πορεία τους. Η Νούσα φορτώθηκε τον σάκο της, κάποια στιγμή η κούραση την πρόδωσε και ο μεγάλος μπόγος, έπεσε με θόρυβο στο έδαφος. Ο Ευρυάναξ ούτε που γύρισε να κοιτάξει, σε αντίθεση με τον σύντροφό του, που, έσκυψε και την βοήθησε. Μαζί με όλα τα όπλα του και την ασπίδα του, ο Λίχης, πέταξε και τον σάκο της κοπέλας στην πλάτη, έτεινε το χέρι και με μια τρυφερή κίνηση την βοήθησε να περπατήσει.  Σε λίγη ώρα μπήκαν στην πόλη, στην σκιά του φρουρίου της, της ακρόπολής της, που έστεκε σαν φύλακας άγγελος από πάνω της. Οι δρόμοι, αν και γεμάτοι χώμα και σκόνη, ήταν σχετικά καθαροί και οι περαστικοί, κάτοικοι που πήγαιναν στην αγορά για την καθημερινή ενημέρωση στα κουρεία και τα ψαράδικα, φορούσαν αρκετά περιποιημένα ρούχα, οι περισσότεροι στο χρώμα της πόλης, το λευκό με το έντονο κίτρινο. Ακόμα και οι τοίχοι των σπιτιών, φαίνονταν πρόσφατα βαμμένοι στα χρώματα της ώχρας και του μπλε του λουλακιού. Η ατμόσφαιρα μύριζε ένα λεπτό άρωμα λεβάντας και το ιώδιο της θάλασσας συνέτεινε στην καλή διάθεση όλων. Οι τρείς φίλοι προχώρησαν με μεγάλη αυτοπεποίθηση στους στενούς δρόμους, γνωρίζοντας που να πάνε, αφού δεν ήταν η πρώτη φορά που έρχονταν. Δεν άργησαν να δουν το σπίτι που έψαχναν. Δυό σκυλιά τσακώνονταν στην άκρη του δρόμου για ένα κόκκαλο, με τα στόματά τους αφρισμένα από την μανία τους. Το χρώμα της ώχρας φαινόταν να έχει λίγη φθορά από υγρασία στο κάτω μέρος του ανατολικού τοίχου, αλλά η μεγάλη κληματαριά έδινε μια φρεσκάδα και ζωντάνια στην όλη εικόνα. Δυό νέες κοπέλες, μια ξανθιά μάλλον Θρακιώτισσα και μια μελαμψή, άγνωστο να προσδιορίσει κάποιος την καταγωγή της, μιλούσαν με έναν χοντρό άντρα που τα χρυσά του δαχτυλίδια και στα δυό χέρια, προκαλούσαν το μάτι του κάθε διαβάτη και με έναν νεαρό που το κίτρινο ιμάτιο του, «έβγαζε» μάτια. Η ξύλινη εξώθυρα ήταν ανοιχτή και από το εσωτερικό του σπιτιού, ακούγονταν ζωηρές ομιλίες, γέλια και μουσική. Όταν η Αγαθόκλεια, τυχαία, βγήκε στο άνοιγμα, ήταν πολύ σοβαρή, μέχρι και μελαγχολική θα μπορούσε κάποιος να πει, αλλά υπέροχα μακιγιαρισμένη και αγνά… όμορφη. Οι τρεις ταξιδιώτες που έστεκαν στην άκρη, δεν φαίνονταν καθαρά από κάποιον απέναντι, μια έμφυτη συνήθεια των Λακεδαιμόνιων και έτσι η γυναίκα δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Κάτι είπε χαμογελώντας στις δυό κοπέλες, οι οποίες παρέσυραν τους «πελάτες» τους στο εσωτερικό. Δυό πιτσιρίκια που πέρασαν τρέχοντας, πέταξαν κάποιες πέτρες προς τον τοίχο, προκαλώντας τα νεύρα της Αγαθόκλειας που κάτι τους είπε για τις μάνες τους, τίναξε τα χέρια στον αέρα σαν να τα έδερνε και σήκωσε το ιμάτιό της να μπει στο «μαγαζί»  της. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της. Προσπάθησε να κλείσει την πόρτα απλώς σπρώχνοντάς την, αλλά κατάλαβε ότι κάτι την κράταγε ανοικτή. Γύρισε με απορία και είδε ένα αντρικό χέρι, με ένα μεταλλικό φαρδύ βραχιόλι, να κρατά την πόρτα ακίνητη. «Ευρυάνακτα…», φώναξε με λαχτάρα, γνωρίζοντας το πολεμικό βραχιόλι του πρώην εραστή της. Η πόρτα άνοιξε ολότελα και το πρόσωπο του Σπαρτιάτη, χαμογελαστό, φάνηκε ξαφνικά μπροστά της, με την γνωστή άγρια γενειάδα και τα γερακίσια μάτια του. Από πίσω φάνηκε και ο Λίχης, αλλά και μια άγνωστη κοπέλα, τόσο ωραία που το επαγγελματικό ενδιαφέρον της Αγαθόκλειας ενεργοποιήθηκε αμέσως, αλλά καταλαβαίνοντας, ξαναγύρισε τα μάτια στους δυό Σπαρτιάτες. Αγκάλιασε τον Ευρυάνακτα, λες και σκυλί που βλέπει το αφεντικό μετά από πολύ καιρό, τον ψηλάφισε να βρει πληγές και σαν δεν βρήκε τον φίλησε στο στόμα με λαχτάρα. Τους τράβηξε μέσα στο σπίτι και περνώντας ανάμεσα από μεθυσμένους και έκφυλους πελάτες, οι περισσότεροι γέροι με τεράστιες κοιλιές, τους έδειξε ένα δωμάτιο με αρκετή, σχετικά, ησυχία. Τα δυό κρεβάτια εκεί ήταν καθαρά και καλοστρωμένα, δείγμα ότι δεν τα χρησιμοποιούσε για το επάγγελμα, ενώ πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, καμάρωνε ένας μεγάλος ζωγραφιστός αμφορέας με καλό κρασί, που απ’ ότι κατάλαβε ο Λίχης, δεν ήταν νερωμένο. Τους πρόσφερε και ζεστό κριθαρένιο ψωμί και σύκα και μελόπιτες που τις έφερε μια νόστιμη νεαρή, που δεν πρέπει να είχε ζήσει δεκαπέντε καλοκαίρια στη ζωή της. Ήταν πολύ όμορφη, έκανε την Νούσα να την αγριοκοιτάξει, πολύ έντονα βαμμένη στα μάτια και τα χείλη και το ιμάτιό της ολάνοιχτο στο πλάι, άφηνε να φανούν τα σκληρά σαν πέτρα στήθη της, αλλά και οι καλοσχεδιασμένοι από την Αφροδίτη γλουτοί της. Έφυγε όσο αθόρυβα είχε έρθει, λες και γάτα που αποχωρούσε μπροστά στη μεγάλη συνάντηση της αφεντικίνας της. Κάθισαν όλοι τριγύρω από το τραπέζι, εκτός από την Ασιάτισσα που ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια, παραδιδόμενη στην κούραση της. Σε λίγο, ένα ελαφρύ ρουθούνισμα πρόδιδε την παραίτηση της.
Η Αγαθόκλεια είχε να πει πολλά, αλλά είχε και πολλά να ρωτήσει, να μάθει. Τα νέα της μάχης, είχαν φτάσει πολύ καιρό πριν, στολισμένα με διάφορους μύθους, ανδρείες και λεονταρισμούς των Ελλήνων στρατιωτών και όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η λαϊκή φαντασία, οργίαζε, φτιάχνοντας ήρωες και ημίθεους. Μίλησαν αρκετή ώρα, τους είπε για την ιστορία με τον μικρό μπελά που της είχαν αφήσει, για τις φήμες της μάχης κι εκείνοι της εξήγησαν όλα όσα ήθελε να ξέρει. Οι θόρυβοι και η μουσική απ’ τα άλλα δωμάτια, λες και δεν υπήρχαν. Η ερώτηση για την Νούσα ήταν η πιο δύσκολη ν’ απαντηθεί ευθέως, αλλά η πανέξυπνη Κορίνθια κατάλαβε χωρίς να κουράσει τον Λίχη.
-«Και τώρα;», ρώτησε τον Ευρυάνακτα, «τώρα τι θα γίνεις; Τι θα κάνεις στη ζωή σου; Γιατί απ’ ότι κατάλαβα … να γυρίσετε στην Σπάρτη, με το έγκλημα της παρακοής των διαταγών και των νόμων… είναι δύσκολο. Λοιπόν;»
Οι δυό άντρες κοιτάχτηκαν λες και προσπαθούσαν να συνεννοηθούν με τα μάτια, για ένα θέμα που και οι δυό το ήξεραν, αλλά ποτέ δεν το είχαν συζητήσει, όχι σοβαρά τουλάχιστον. Ο Ευρυάναξ στραβοκατάπιε:
-«Δεν ξέρω κι εγώ αλήθεια τι θα κάνω. Σκεφτόμουν … να ξενιτευτώ, να φύγω μακριά, δεν ξέρω… νομίζω κι αυτός…», έδειξε τον σύντροφο του με το χέρι, «… κάτι τέτοιο μάλλον λογαριάζει»
-«Κι εδώ στην Κόρινθο καλά είναι, δεν είναι; Ξενιτιά είναι κι εδώ… δεν είναι;», ρώτησε η γυναίκα, «… μακριά από την Λακεδαίμονα… μπορείς να μείνεις όσο θέλεις… χωρίς υποχρεώσεις και τέτοια …»
-«Δηλαδή… μου κάνεις πρόταση να μείνω… εδώ; Μαζί σου; Μη ξεχνάς ποιος είμαι, ένας στρατιώτης που το μόνο που ξέρει είναι να πολεμά και να σκοτώνει. Άλλο τίποτα δεν έχω μάθει…»
-«Πρώτα απ’ όλα η πρόταση είναι αυτή, ναι. Αλλά και για τους τρείς σας, να μείνετε εδώ για πάντα, ή τουλάχιστον για όσο καιρό θελήσετε. Και βέβαια δεν μιλώ για εδώ… εδώ…», έδειξε το σπίτι γύρω της. «Πριν καιρό, αγόρασα, μόνο μην ρωτήσεις πως, ένα ολόκληρο αγρόκτημα, έξω από την πόλη. Έχει σπίτι, έχει και αμπέλια και χωράφια για ότι θέλεις. Είναι καλό χτήμα… θα μπορούσε κάποιος να το κάνει να λάμψει… δουλευτάδες θέλει. Κι αν είσαστε στρατιώτες; Τι μ’ αυτό; Οι αγροτικές δουλειές δεν είναι δύσκολες, αν κάποιος θέλει να τις μάθει. Σκληρές … ναι, αλλά όχι δύσκολες. Μόνο να μπει στο μυαλό σας…»
Η Νούσα αργοσάλεψε μες τον ύπνο της, μια λέξη που κανείς δεν κατάλαβε, βγήκε θολά από το στόμα, ενώ το σάλιο είχε τρέξει στο πλάι πάνω στο κρεβάτι. Ο Λίχης γύρισε το βλέμμα με έκφραση συμπόνιας προς το κορίτσι και χαμογέλασε. Η καρδιά του, ήθελε να σφίξει την μικρή Ασιάτισσα στην αγκαλιά του, κάτι σ’ αυτή την στάση τον έκανε να φουντώσει, αλλά συγκρατήθηκε και συνέχισε να παρακολουθεί την κουβέντα του φίλου του με την Κορίνθια. Το μυαλό του όμως ήταν θολό και μοιρασμένο. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε το σκοτάδι να έχει απλώσει τα πέπλα του στην αυλή, η νύχτα θα έκανε τώρα το «σπίτι» πιο θορυβώδες και πιο ζωντανό. Οι αμαρτίες πάντα θέλουν κάποια κάλυψη, την σχετική τους ανωνυμία. Οι άντρες της πόλης, ειδικά αυτοί που τα πλούτη τους έκαναν άπληστους και αλαζόνες, ζητούσαν την χωρίς υποχρεώσεις ηδονή, την ακολασία της μιας μέρας, την επιβεβαίωση του ανδρισμού τους, την νηπενθή απόλαυση. Ακούστηκε κάποιος που έκανε εμετό, κάποιος άλλος που προσπαθούσε με την φάλτσα φωνή του να τραγουδήσει, ενώ ένας τρίτος επιζητούσε την εκτόνωση από τρεις κοπέλες μαζί, τάζοντας χρυσά κέρματα και σκουλαρίκια από φίλντισι. Κι όλα ακούγονταν τόσο δυνατά και τόσο καθαρά, που θα νόμιζε κάποιος ότι δεν υπήρχαν τοίχοι.
Ο Ευρυάναξ κοίταξε μια την Αγαθόκλεια, μια τον σύντροφό του και έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι κατά την πόρτα. Η γυναίκα δεν θα μπορούσε να φέρει καμιά αντίρρηση, ήξερε τους Σπαρτιάτες και ειδικά αυτούς τους δύο, ήξερε τι ήθελαν και τι τους ενοχλούσε. Τους είδε να σηκώνονται και ν’ αποχωρούν, τους έβλεπε τσακισμένους απ’ την κούραση αν και αυτοί δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Χαμογέλασε με μια σχεδόν κουρασμένη και πικρή έκφραση. Παρατήρησε την κοπέλα στο κρεβάτι και θαύμασε για άλλα μια φορά την ομορφιά της, τα αμυγδαλωτά μεγάλα μάτια που αν και κλειστά τώρα, σαγήνευαν με το σχήμα τους, τα μαλλιά της, στο χρώμα του πολύτιμου εβένου που σχημάτιζαν ένα κατάμαυρο στεφάνι γύρω από το κεφάλι, τους ξεγυμνωμένους μηρούς που έλαμπαν στο αχνό φως των λυχναριών. Άθελα της, την χάιδεψε, όπως μια μάνα χαϊδεύει την κόρη που θαυμάζει.  Εκείνη πάλι κουνήθηκε γυρίζοντας μπρούμυτα, προσπαθώντας ν’ αποφύγει την ενόχληση. Η πλάτη, χαραγμένη από τα σκοινιά του μπόγου που κουβαλούσε, ανεβοκατέβαινε σε κάθε αναπνοή. Μικροί αναστεναγμοί που έβγαιναν από μέσα της, δήλωναν την κούραση, αλλά και δημιουργούσαν μια … λαχτάρα στην ατμόσφαιρα, με την αθωότητά τους. Το μυαλό της Αγαθόκλειας πήγε στον Λίχη και … «τυχερέ γίγαντα!...», μονολόγησε. Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού σε ένα σκαλισμένο σκαμνί, δεν είχε καμιά όρεξη για δουλειά, ειδικά όταν οι ήχοι από το σπίτι έδειχναν ότι όλα πήγαιναν καλά, ότι κανείς δεν θα την χρειαζόταν. Είχε αρχίσει να σκέφτεται μια νέα ζωή, όταν άκουσε την φωνή της νεαρής κοπέλας και συνειδητοποίησε ότι είχε βουλιάξει στις σκέψεις της πολλή ώρα, κάτι που πιστοποιούσε και ότι τα δυό από τα τέσσερα λυχνάρια είχαν ήδη σβήσει γιατί είχε τελειώσει το λάδι τους και τα άλλα δύο, τρεμόπαιζαν την φλόγα τους.
-«Ο… Λίχης;…» ρώτησε η νεαρή φωνή από το κρεβάτι. «Έφυγε;… που είναι ;»
Η απότομη κίνηση ν’ ανασηκωθεί, έδειχναν τον φόβο και τον πανικό που την είχαν καταλάβει. Πάτησε στο πάτωμα με τα πόδια γυμνά και έκανε μια γκριμάτσα πόνου. Η Κορίνθια την κοίταξε χαμογελώντας και προσπάθησε να την ηρεμίσει, εξηγώντας ότι οι Σπαρτιάτες, σπάνια κοιμούνται σε κρεβάτι, αλλά ότι προτιμούν την ανοικτή γη, τον αέρα να φυσάει στο πρόσωπό τους. Η Ασιάτισσα έδειχνε να ηρεμεί, αν και τα μάτια της όλο πήγαιναν στην πόρτα και έσμιγε τα φρύδια μήπως και διακρίνει κάτι μέσα από το παράθυρο. Οι δυό γυναίκες έπιασαν την κουβέντα και για να γνωρίσει η μια την αλλά και γιατί στο βάθος του μυαλού τους ήθελαν να μάθουν η μια από την άλλη για τους άντρες που τους ενδιέφεραν. Η Νούσα να καταλάβει ποιος ήταν ο Λίχης και η Αγαθόκλεια τι έκανε ο Ευρυάναξ από την ημέρα που της άφησε το μωρό. Όταν η συζήτηση έφτασε στο σημείο της πρότασης που έκανε η Κορίνθια στους Λακεδαίμονες, μια φλόγα, μια ελπίδα άναψε στα μαύρα μάτια της κοπέλας. Της άρεσε η ιδέα μιας μόνιμης εγκατάστασης, σε ένα σπίτι, σε ένα τόπο, σε ένα μέλλον με τον άντρα που αγαπούσε.
-«Δεν ξέρεις καλά τον άντρα που έχεις μπλέξει…», είπε απότομα η Αγαθόκλεια. Έκοψε την κουβέντα την ώρα που φαινόταν έτοιμη να μιλήσει έξω από τα δόντια. Την έκοψε γιατί η μικρή Ιόλη, η κοπέλα από το Άργος που της είχε στοιχίσει πολλά λεφτά να την πάρει στην δούλεψή της, μπήκε στο δωμάτιο κουβαλώντας έναν νέο αμφορέα με κρασί και μέλι. Σε ένα πήλινο πιάτο, είχε βάλει κάποια φρούτα, λευκά και μεγάλα μαύρα σταφύλια, σύκα και αμύγδαλα, ψημένα με αλάτι και λεμόνι, κριθαρένιο ψωμί και παστό ψάρι από την θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου. Τα κρεμμύδια και τα σκόρδα, καθαρισμένα και λαχταριστά, είχαν μπει στο στόχαστρο της Νούσας, που κάθισε στο τραπέζι με την Αγαθόκλεια. Πείναγε και όλα αυτά της φαίνονταν μια σκέτη μαγεία.
Η Κορίνθια την άφησε να φάει με την ησυχία της, έτσι κι αλλιώς όλα αυτά που ήθελε να της πει και γενικά ήταν και μπορούσαν να περιμένουν. Η νεαρή όρμησε σχεδόν πάνω στα τρόφιμα, γέμισε τα δερματόστικτα χέρια της με τα ζουμιά των σταφυλιών και χωρίς να κάνει προσπάθεια να τα σκουπίσει, άρπαξε τα σύκα και το ψωμί. Σε λίγο η Ιόλη, έφερε και ένα κομμάτι κρέας, ψητό, αρνί περασμένο ακόμα στην κληματόβεργα, αχνιστό και λαχταριστό. Δεν χρειάστηκε την άδεια της Αγαθόκλειας η νεαρή Ασιάτισσα για ν’ απλώσει το χέρι. Κάηκε αλλά το μασούλησε με όση δύναμη διέθεταν τα σαγόνια της. Κάποια στιγμή, όταν το στομάχι της ικανοποιήθηκε, κοίταξε συνεσταλμένα την γυναίκα απέναντί της και ζήτησε χαμηλόφωνα συγγνώμη, ντροπιασμένη από την λαίμαργη στάση της. Της χαμογέλασε και συμμαζεύτηκε πάνω στα στρωσίδια στο κρεβάτι, διπλώνοντας τα πόδια και σταυρώνοντας τα χέρια γύρω απ’ τα γόνατα.
-«Χόρτασες; Ηρέμισε η κοιλιά σου;», ρώτησε η Κορίνθια. Της απάντησε μ’ ένα καταφατικό νεύμα του κεφαλιού κι ένα χλωμό, αδιόρατο χαμόγελο.
-«Ήθελες κάτι να μου πεις; Κάτι για τον Λίχη;»
-«Κάτι για τους Σπαρτιάτες, όχι μόνο για τον Λίχη ή τον Ευρυάνακτα. Γενικά για τους Λακεδαιμόνιους. Γι αυτούς τους ανθρώπους, που δύσκολα μπορεί κάποιος να πει, τι είναι αυτό που αγαπάνε, αυτό που θέλουν να κάνουν. Ξέρεις… νομίζω ότι τελικά μόνο στον πόλεμο και στις μάχες πιστεύουν, αυτές οι τελευταίες είναι οι ερωμένες τους και όχι εμείς … οι άνθρωποι…», ξερόβηξε να καθαρίσει λίγο την φωνή της και συνέχισε σηκώνοντας τον κύλικα με το κρασί και κόβοντας ένα μικρό τσαμπί λευκού σταφυλιού: «… οι μάχες λοιπόν… δες τους πως περπατάνε, πως διασχίζουν τόσο μεγάλες αποστάσεις χωρίς να σταματήσουν για ξεκούραση. Για τον πόλεμο είναι οι καλύτεροι σ’ όλη την Ελλάδα, γι αυτό είναι μεγάλη τους ντροπή, η νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα. Αλλά ας πούμε μόνο γι αυτούς… ταξιδεύουν βαριά, όχι σαν «ψιλοί», αλλά σαν μαχητές φάλαγγας. Κι όμως σαν μονάδες είναι εξαιρετικοί να χτυπούν τον εχθρό τους ακόμα και σε ενέδρες στα διάσελα, όσο είναι ικανοί και στην πεδιάδα σαν πιόνια μιας οργανωμένης φάλαγγας. Ταξιδεύουν λοιπόν όπως σου είπα βαριά, ντυμένοι με ένα ιμάτιο και μια χλαμύδα πάνω στο σώμα τους, μια χλαμύδα που κάνει χρήση μανδύα και κλινοσκεπάσματος μαζί. Κι αν πρόσεξες, είναι κόκκινες οι χλαμύδες τους, για να μην δει ο εχθρός τυχόν τραυματισμό τους. Αλλά στην πλάτη και στους ώμους, κουβαλούν τα μύρια όσα αντικείμενα. Κατ’ αρχάς την πανοπλία και την ασπίδα, τα σπαθιά και τα μαχαίρια τους… όλο το βάρος είναι στα όπλα. Μερικοί κουβαλούν και τρία ακόντια. Και είναι σκαλισμένα, σαν υπογραφή του μαχητή. Το σκάλισμα κάθε ακοντίου, μπορεί να πάρει και μήνες, ενώ γίνονται θυσίες στο κοντάρι της μελίας ή της κρανιάς, καθώς ακόμα μεγαλώνει στο δέντρο. Η «αλήθεια» είναι η μεγαλύτερη αρετή ενός εκηβόλου όπλου, που σημαίνει ότι πρέπει να είναι εντελώς ίσιο, διότι ένα στρεβλό ακόντιο, δεν θα πετάξει. Κάθε σαΐτα ή βελόνα, όπως τα λένε οι Σπαρτιάτες, μεταφέρεται σ’ ένα σωληνοειδές περίβλημα από δέρμα ελαφιού αλειμμένο στο εσωτερικό του με κερί μέλισσας. Τίποτα δεν τσιγκουνεύονται προκειμένου να προστατέψουν την «αλήθεια» του. Οι Σπαρτιάτες κοιμούνται με τα όπλα τους πολύ περισσότερο από τις γυναίκες τους. Έχω δει άντρες, γιατί πριν ανοίξω…», κοίταξε ολόγυρα το σπίτι , «ταξίδευα με τον στρατό τους, περιπλανώμενη με τους περιπλανώμενους μαχητές, έχω λοιπόν δει άντρες να τυλίγουν τις «βελόνες» τους στους μανδύες τους, ενώ οι ίδιοι τρέμουν απ’ το κρύο, για να μην φουσκώσει το χρώμα από το χιόνι και την υγρασία. Το ακόντιο κάθε άντρα, όπως και το δόρυ του, φέρει το έμβλημά τους, αλλά και το έμβλημα της οικογενείας του. Μετά την μάχη, σαρώνει το πεδίο για να πάρει μόνο τα δικά και κανενός άλλου. Θα πεθάνει αν το κάνει. Ένα ματωμένο κοντάρι από δόρυ ή ακόντιο, παίρνει το όνομά του και όταν έχει προκαλέσει το θάνατο κάποιου, περνάει από τον πατέρα στον γιό. Η τέχνη του πολέμου διδάσκεται από τους δασκάλους της πόλης, γενιά προς γενιά. Όλα τα αγόρια, από μικρά παιδιά, εκπαιδεύονται για χρόνια πριν τους επιτραπεί να ρίξουν ακόντιο ή να στηρίξουν δόρυ στο έδαφος δίπλα απ’ την ασπίδα τους, στο μπόι ανθρώπου. Στο πεδίο, οι Λακεδαίμονες μάχονται στη φάλαγγα σιμά ο ένας στον άλλο, αλλά κατά ζεύγη. Πατέρας και γιός, μεγάλος και μικρός αδερφός – ο μεγαλύτερος είναι αυτός που εκτοξεύει το κοντάρι, ενώ ο μαθητευόμενος τον τροφοδοτεί, εντοπίζει τον εχθρό και τον υποστηρίζει με την ασπίδα και το δόρυ. Είναι σαν τους ομαδικούς κυνηγούς. Χρησιμοποιούν τον άνεμο. Ξέρουν πώς να κρατούν τα κεφάλια των κονταριών τους προς τα κάτω αντίθετα από την κατεύθυνση του αγέρα κι όταν ο άνεμος είναι προς την ίδια κατεύθυνση να οδηγούν το βλήμα τους σαν τους κυνηγούς πουλιών, οι οποίοι πλήττουν το θήραμά τους στη φτερούγα. Ένα ακόντιο ρίχνεται και με σφενδόνη και με περιστροφή, αλλά και με την σκέτη δύναμη του χεριού χωρίς φόρα. Χρειάζεται μεγάλη επιδεξιότητα να πετάξεις ένα ακόντιο έτσι ώστε να μην «ψηλώσει» ή να «ταξιδέψει». Για να καταλάβεις πόσο τέλεια είναι η βολή ενός δασκάλου, το βλήμα του δεν πρέπει ούτε να «κορδώνεται» ούτε να κάνει «ουρά», αλλά «να κρατά το κεφάλι ψηλά» καθώς αναζητά το στόχο του – ένα θέαμα που στα χέρια των Σπαρτιατών είναι πανέμορφο και τρομακτικό συνάμα. Για το σπαθί και την ασπίδα δεν θα σου πω πολλά, αφού αυτά είναι η κύρια δεξιότητά τους, ο χορός του Άδη όπως τον αποκαλούν, ο χορός των μελλοθανάτων. Οι Λακεδαιμόνιοι, σπέρνουν την καταστροφή. Η εμφάνισή τους και μόνο στο πεδίο της μάχης κάνει γενναίους εχθρούς να υποχωρήσουν χωρίς να πολεμήσουν…», σταμάτησε την αφήγησή της βλέποντας την τρομαγμένη έκφραση της Νούσας, που ασυναίσθητα είχε σφιχτεί με τρόμο. Κατάλαβε ότι της είχε δώσει την εικόνα των Σπαρτιατών, του Λίχη, του Ευρυάνακτα και όλων αυτών των αντρών από τις όχθες του Ευρώτα. Τώρα η μικρή καλλονή με τα ωραία μάτια πρέπει να είχε καταλάβει με τι άνθρωπο είχε συνδέσει τη ζωή της. Η Αγαθόκλεια κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και της χάιδεψε τα μαύρα, όλο μπούκλες μαλλιά. Αστραπιαία διέκρινε μια σκληρή λάμψη στα μαύρα μάτια, μια λάμψη αποφασιστικότητας και θάρρους.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48
Στο νησί της Αρτέμιδος η μέρα που είχε ξημερώσει ήταν γκρίζα και βροχερή, αν και κάποια στιγμή έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να νικήσει ο ήλιος. Γρήγορα όμως τα μαύρα σύννεφα, κατέλαβαν τον ουρανό και μαύρα όπως ήταν πλάκωσαν τις καρδιές των ανθρώπων με μια μελαγχολία. Δεν άργησαν βέβαια να ανοίξουν τις αγκαλιές τους και να εξαπολύσουν μια από τις χειρότερες καταιγίδες. Ο Λάφιλος γύρισε τα μάτια προς τα πάνω, ήξερε φυσικά, ότι με αυτή την βροχή, οι επισκευές θα καθυστερούσαν και αυτό του φαινόταν δυσβάσταχτο βάρος, ειδικά τώρα που το μέρος του, ήταν το διπλανό νησί. Ένιωσε τον μικρό Αμεινία να τρέμει, σημάδι πως είχε μουλιάσει από το νερό, άσχετα αν ήταν συνέχεια κάτω απ’ την μεγάλη τέντα του πλοίου και του χάιδεψε το κεφάλι. Το χέρι του μούσκεψε από τα μαλλιά του φίλου του. Κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι αν δεν ήθελε ο νεαρός ν’ αρρωστήσει. Τον σκούπισε με ένα πανί που ήταν σχεδόν στεγνό και τον παρότρυνε να κατέβουν, να πάνε σε κάποιο απ’ τα καπηλειά του λιμανιού. Το μάτι του πήρε στην πρύμνα, τον καπετάνιο, πάντα ημίγυμνο και ξυπόλυτο, να δίνει οδηγίες στους ναύτες του, που τον κοιτούσαν χωρίς ιδιαίτερη διάθεση για δουλειά. Τα πάντα ήταν βρεγμένα, σκοινιά, ξύλα, εμπορεύματα και καρδιές. Τα μαλλιά και τα γένια του καπετάνιου, έσταζαν νερό, όταν τους πλησίασε μετά από δέκα περίπου λεπτά. Έτεινε το χέρι και τους πρόσφερε δυό φρούτα, σαν λεμόνια έμοιαζαν, αλλά μέσα ήταν κόκκινα και γλυκά, θυμίζοντας στην γεύση κάτι μεταξύ… κάτι που δεν μπόρεσε να καταλάβει ο Λάφιλος.
-«Θα σας δώσει δύναμη, φάτε τα, είναι αρκετά νόστιμα …», τους είπε χαμογελώντας, ενώ τα μάτια του κοιτούσαν κάποιους ναύτες που σήκωναν ένα κομμάτι ξύλο στο κέντρο του σκάφους.
-«Τι είναι αυτά;», ρώτησε ο Αμεινίας, «δεν τα έχω ξαναδεί, τρώγονται;» συνέχισε περίεργος.
Ο καπετάνιος γέλασε δυνατά δείχνοντας τα λευκά του δόντια. Χάιδεψε το βρεγμένο κεφάλι και άνοιξε τα φρούτα στη μέση, βγάζοντας με τα νύχια την εξωτερική φλούδα.
-«Καλά, Καλύμνιοι είσαστε και δεν ξέρετε τις γκαβάφες;», συνέχισε το γέλιο, παρακολουθώντας πάντα τους βρεγμένους ναύτες γύρω του, που έβριζαν τον καιρό.
Τα γλυκά φρούτα εξαφανίστηκαν αμέσως μέσα στο στόμα των πεινασμένων φίλων. Ο Λάφιλος ρώτησε τον καπετάνιο για τις επισκευές και πότε υπολόγιζε ότι θα μπορούσαν ν’ αναχωρήσουν. Η απάντηση δεν πρέπει να τον ικανοποίησε:
-«Το άσχημο είναι ο καιρός, αυτή η βροχή που δεν λέει, πανάθεμά την να σταματήσει κι αν κρίνω από την μαυρίλα εκεί…», έδειξε με το χέρι προς το βάθος του πελάγου, «… μάλλον δεν θα σταματήσει σύντομα. Μπορεί να βρέχει και σήμερα και αύριο. Και οι μαραγκοί, … δύσκολα δουλεύουν το βρεγμένο ξύλο, δύσκολα να το σηκώσουν, να το στήσουν. Και η φουσκοθαλασσιά … ε, κάνει κι αυτή την ζημιά της!». Έξυσε τα γένια με δύναμη και με τα δυό του δάχτυλα, έσπασε ένα μπιμπίκι στο λαιμό εκεί που άρχιζαν οι τρίχες. Έριξε μια σκληρή βρισιά σε ένα ναύτη με μια μεγάλη ουλή στο πρόσωπο που του έφυγε το σκοινί της μπούμας και πήδηξε έξω από το σκάφος, ξυπόλητος πάνω στα τραχιά χαλίκια, χωρίς καν να νιώσει ενόχληση. Έκανε νόημα στους δυό ταξιδιώτες να τον ακολουθήσουν και πήρε τον δρόμο για το απέναντι καπηλειό. Είχε αρπάξει ένα παλιό βρεγμένο ιμάτιο, που άγνωστο πως βρισκόταν στερεωμένο δίπλα σε ένα κουπί στα πλάγια του σκάφους, το φόρεσε περπατώντας και κοίταξε κλεφτά πίσω του, να δει αν τον ακολουθούσαν οι δυό νησιώτες. Τα νερά και οι λάσπες έκαναν δύσκολο το βάδισμα, όμως εκείνος δεν φαινόταν να πτοείται ή να καθυστερεί τα βήματά του. Άνοιξε το λέσι που το καπηλειό είχε σαν πόρτα, ή, χώρισμα, την στιγμή που ο Αμεινίας, έπαιρνε μια μεγαλόπρεπη βουτιά στα βρομόνερα του δρόμου. Αμίλητος ο μικρός σηκώθηκε και επιτάχυνε όσο μπορούσε το βήμα του. Βρήκαν τον καπετάνιο να κάθεται πάνω σε ένα στενό σκαμνί, με κρασί στο χέρι και ένα κομμάτι ξερό ψωμί, που συνέχεια βουτούσε για να το μαλακώσει, μέσα στον κύλικα. Τους έγνεψε να πλησιάσουν και τους έδειξε δυό άλλα σκαμνιά σιμά του. Κάθισαν και προσπάθησαν να τινάξουν τα βρεγμένα μαλλιά τους, μοιάζοντας με σκυλιά που τινάζουν το τρίχωμα. Μια φωτιά με δυό μόνο ξύλα στην άκρη της κάμαρας, μπορεί να μην ζέσταινε, αλλά σίγουρα «έσπαγε» την υγρασία του χώρου. Το καπηλειό ήταν γεμάτο με άντρες που συζητούσαν με δυνατή φωνή και χειρονομίες, άλλους που κοιτούσαν την θάλασσα απέναντι, που είχε αρχίσει να κουνά ξανά τα σκάφη πάνω , κάτω και τα κατάρτια να κάνουν μετάνοιες σε ένα αόρατο βωμό. Αυτοί οι τελευταίοι, είχαν μια μελαγχολία, ζωγραφισμένη με τις ρυτίδες τους πάνω στο πρόσωπο. Κάπου, κάπου, ακουγόταν και κάποιος αναστεναγμός, ένα βαθύ και παρατεταμένο ξεφύσημα ή κάποιο μουρμουρητό. Στο βάθος κάποιοι πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, που από τον καιρό είχε μείνει μισό, έπαιζαν με μεγάλο πάθος κάποιο παιγνίδι, τυχερό παιγνίδι κι όλο φώναζαν, έτοιμοι ν’ αρπαχτούν στα χέρια. Οι κατσαρίδες στη γωνιά είχαν πολιορκήσει ένα κομμάτι ψωμί, μέχρι που πολτοποιήθηκαν από την σκληρή πατούσα κάποιου θαμώνα. Ακούστηκαν γέλια, ακούστηκαν αναστεναγμοί, ακούστηκαν απερίγραπτοι θόρυβοι… ο καπετάνιος σήκωσε τον κύλικα με το κρασί και «κατέβασε»  μονορούφι όλο το περιεχόμενο. Περίμενε λίγο, ίσως κάποιες ερωτήσεις από τους δυό ταξιδιώτες, σκούπισε το στόμα με την ανάστροφη της παλάμης του και έκανε να μιλήσει, όμως τον διέκοψε ο κάπελας που πέταξε ένα σκεύος με ψωμί, σύκα και ξερά κρεμμύδια, πάνω στο τραπέζι, που βρισκόταν δυό βήματα παραπέρα. Τους κοίταξε και τους τρείς βλοσυρά, κάτι μουρμούρισε ή μάλλον μούγκρισε μέσα από τα δόντια και έσυρε αργά τα βήματά του στο βάθος της κάμαρας. Ο καπετάνιος χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι σε ένα λαχταριστό κόκκινο κρεμμύδι. Το δάγκωσε με δύναμη και ευχαριστήθηκε με την τραγανή μπουκιά. Άρχισε να μιλάει, κάνοντας πολλές κινήσεις με τον δείκτη του χεριού του:
-«Επειδή βρέχει, όπως είπα και πιο πριν, οι επισκευές θα καθυστερήσουν λίγο ή και πολύ ακόμα, μόνο ο Ποσειδώνας ξέρει!», έκανε μια κίνηση σηκώνοντας τα χέρια προς τα πάνω. «Πάντως μόλις τα καταφέρουμε, θα φύγουμε αμέσως και αν αναχωρήσουμε… σε μισή μέρα θα είμαστε στην Ποθαία. Ας σταματήσει όμως πρώτα ο ουρανός τα νερά του»
Ο Λάφιλος δεν απάντησε, κατανοούσε ακριβώς τι του έλεγε ο ναυτικός, μόνο έσκυψε το κεφάλι και προσπάθησε να αφοσιωθεί στο κρασί του και το φαγητό. Ο Αμεινίας, με μπουκωμένο το στόμα δεν ήξερε τι ακριβώς να ρωτήσει, καταλάβαινε ότι το πρόβλημα ήταν μεγάλο, αλλά τα σύκα με την γλύκα τους, τον είχαν συναρπάσει. Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκαν δυό χοντρές γυναίκες με μεγάλα χείλια και φουσκωτά στήθια. Τα βρώμικα ιμάτιά τους, ήταν σηκωμένα για να δείχνουν προκλητικές, μάλιστα της μιας φαινόταν το αιδοίο σχεδόν ξεκάθαρα. Προχώρησαν γύρω από όλες τις παρέες και χάιδευαν όσους από τους θαμώνες, φαινόταν ότι μπορεί να έχουν λεφτά επάνω τους. Πλησίασαν και την παρέα των τριών φίλων και αγκάλιασαν τον καπετάνιο. Εκείνος ανταποκρίθηκε στην γυναίκα που κάθισε στα γόνατά του, την φίλησε με πάθος στο στόμα και έχωσε το χέρι του ανάμεσα στους μηρούς της. Πρέπει να την τσίμπησε δυνατά κοντά στο εφηβαίο γιατί εκείνη φώναξε λίγο, αναπηδώντας πάνω στα πόδια του και κάτι του είπε χαμηλόφωνα στα αυτί. Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι καταφατικά και της χούφτωσε την περιφέρεια, την ώρα που η γυναίκα, έκανε νόημα στη φίλη της να πλησιάσει. Ο άντρας αγκάλιασε και τις δυό και κάνοντας μια μικρή ειρωνική υπόκλιση στους φίλους του, τις πήρε και απομακρύνθηκε προς την πόρτα: «Μας καλεί η φύση….», φώναξε πάνω από τον ώμο του.
Το απόγευμα η βροχή σταμάτησε απότομα λες και κάποιος έκλεισε τους ασκούς του ουρανού. Ένας χλωμός ήλιος χαμογέλασε στους ανθρώπους, ανίκανος να δώσει όμως αισιόδοξη υπόσχεση. Οι ναύτες ήταν όλοι στα πόστα τους, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς αφού ο γνωστός, ημίγυμνος καπετάνιος τους, έβριζε και έστελνε διαταγές προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι μαραγκοί, κουβαλούσαν και αντικαθιστούσαν σανίδες στα πλαϊνά του σκάφους, ίσιωναν το πάνω μέρος του καταρτιού και προσπαθούσαν να αλλάξουν τα σκοινιά που είχαν σπάσει στην καταιγίδα. Εργαλεία ήταν πεταμένα ολούθε στο κατάστρωμα, σκοινιά και καρφιά, πανιά και κουβάδες μα λίπος. Φωνές από παντού, χτυπήματα σφυριών η μονότονη φωνή της σμίλης, δημιουργούσαν ένα ηχητικό κομφούζιο. Ο Λάφιλος προσπαθούσε να βοηθήσει όσο μπορούσε, αλλά βοσκός ήταν όχι ναυτικός. Η βοήθειά του, μάλλον μπελάς ήταν παρά αυτό που ήθελε να προσφέρει. Οι δουλειές προχωρούσαν γοργά και η νύχτα τους βρήκε σχεδόν έτοιμους. Οι τελευταίες δουλειές τακτοποιούνταν με το φως της μεγάλης φωτιάς στην παραλία. Ο καπετάνιος έδειχνε αρκετά ζωηρός και ανανεωμένος μετά την πρωινή αντρική του εκτόνωση.  Χαμογελούσε και χάιδευε τα γένια του όλο αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Με το πρώτο φως της μέρας, άνοιξαν πανιά και οι κωπηλάτες τράβηξαν, αργά στην αρχή, πιο γρήγορα στη συνέχεια τα κουπιά τους, δίνοντας ρότα στο πλοίο. Η θάλασσα τους έκανε το χατίρι να παραμείνει ήσυχη, σαν γυναίκα που ακόμα κοιμάται σε νυφικό κρεβάτι. Το νερό ήταν λαχταριστό για κάποιον που είχε δέσει τη ζωή του με αυτό. Διάφανο και λεπτό σαν γυαλί, έδειχνε σε μεγάλο βάθος τις πέτρες του βυθού. Είχαν περάσει περίπου τρεις ώρες, όταν στη αριστερή  πλευρά του πλοίου, φάνηκε το νησί της Καλύμνου, με τον ήλιο που εν τω μεταξύ είχε ανέβει αρκετά και έλουζε τα ξερά βουνά της. Το μεσημέρι, με πολύ καλό καιρό, έφτασαν στην Ποθαία, το λιμάνι της Καλύμνου και έδεσαν στον μόλο. Μόνο που δεν φίλησε το χώμα ο Λάφιλος σαν κατέβηκε και τα πόδια του ένιωσαν το πάτριο έδαφος. Ο Αμεινίας έκανε σαν τρελό κατσικάκι, από την φοβερή έκρηξη αδρεναλίνης μέσα του. Έτρεχε από την μια άκρη του λιμανιού στην άλλη, πήδαγε στον αέρα, φώναζε και γελούσε σαν τρελός. Κοντά στα λιμανίσια καπηλειά, είδε τον φίλο του τον Αγάθωνα τον σγουρομάλλη και χάθηκε προς την μεριά του. Ο Λάφιλος  χαμογέλασε, τον άφησε να φύγει και ευχαρίστησε τον καπετάνιο που τους στάθηκε έτσι. Πήρε το δισάκι του στον ώμο και στράφηκε προς το δρόμο του σπιτιού του, σκεπτόμενος την χαρά των δικών του. Έσκυψε το κεφάλι και άφησε το λιμάνι πίσω του. Ο αέρας σήκωσε πολλή σκόνη που έκρυψε το μονοπάτι μπροστά του.
-«Λοιπόν; Ο άντρας που πολέμησε τους βαρβάρους και που η ιστορία θα γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα, γύρισε στον τόπο του;», η φωνή ακούστηκε πίσω του μελωδική κι ευχάριστη. Ερχόταν από την ανηφόρα της «γριάς», όπως την λέγαν στο νησί. Ο Λάφιλος την ήξερε, του έφερνε ωραίες εικόνες στο μυαλό η χροιά αυτής της φωνής. Άφησε ρο δισάκι του να κυλήσει από τον ώμο και να πέσει με ένα γδούπο στο χώμα, σηκώνοντας ένα μικρό συννεφάκι σκόνης. Έκλεισε τα μάτια του και τέντωσε την μέση, που από την αδρεναλίνη, είχε αρχίσει να τρέμει. Φοβήθηκε και χάρηκε μαζί. Με τέτοιο φόβο που δεν είχε νιώσει ούτε στην παραμονή της μάχης. Προσπάθησε να ελέγξει την ανάσα του, τους χτύπους της καρδιάς του και την άκρατη επιθυμία να τρέξει κοντά σε αυτή την φωνή. Δεν χρειάστηκε όμως τίποτα απ’ όλα αυτά, καθώς ένιωσε την φωνή να τον έχει πλησιάσει  και την ανάσα να του καίει το σβέρκο. Δεν άντεξε άλλο. Γύρισε απότομα με τα χέρια ανοικτά και έριξε στην αγκαλιά του, το μόνο στήριγμα που είχε τόσο καιρό στο ταξίδι του, στην περιπλάνησή του, στη μάχη. Η Πασιφάη, γέλασε και δεν αντιστάθηκε καθόλου. Τον έσφιξε με τα ολόλευκα μπράτσα της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του με τέτοια μανία, που αίμα κύλησε στο λαιμό τους. Όμως το μόνο που τους ένοιαζε, ήταν πως οι γλώσσες τους θα μπορούσαν να πάρουν περισσότερα από τον άλλο.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47
Πρέπει να σηκώθηκε πάνω από τα τρία μέτρα το νερό μπροστά από το ξύλο της πλώρης. Εκείνο αγκομαχώντας προσπαθούσε να το καβαλήσει σαν άγριο άλογο. Η στριγγιά φωνή της του γλιστερού καταστρώματος και ο αέρας που φυσομανούσε στα τεντωμένα σκοινιά, έκανε τους ναύτες να κοιταχτούν μεταξύ τους, με τον φόβο στα μάτια. Γύρω, το απέραντο μπλε με τα αμέτρητα άσπρα πρόβατα που έρχονταν απειλητικά σιμά τους , δεν έδινε πολλές ελπίδες στους κουρασμένους ναυτικούς. Ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα, κουρελιασμένα και γκρίζα, πολλά απ’ αυτά σχεδόν μαύρα, ενώ το κρύο πιρούνιαζε τους βρεγμένους άντρες. Δυό μέρες και μια νύχτα, ο αέρας δεν είχε κοπάσει ούτε στιγμή, μάλιστα μπορούσε κάποιος να πει, ότι δυνάμωνε κάθε ώρα που περνούσε. Το μεγάλο εμπορικό σκάφος που γύριζε από το μακρινό ταξίδι του στην Απουλία, όπου είχε ξεφορτώσει την πραμάτεια του, έμοιαζε σαν ένα μικρό καρυδότσουφλο, ή σαν πεσμένο φύλλο μέσα στο άγριο πέλαγος. Τα κύματα και τα ρεύματα του Αιγαίου, το ανεβοκατέβαζαν μια στον αφρό, μια στο βάθος των νερών, με την ευκολία που ο αέρας ταξιδεύει ένα πούπουλο. Κάποιος κεραυνός που χάραξε τον ορίζοντα σαν φωτεινό δέντρο, τους προειδοποιούσε για το κακό που ερχόταν. Ο καπετάνιος, έτρεχε πάνω κάτω στο ξύλο φωνάζοντας διαταγές και βρισιές στους έτοιμους να καταρρεύσουν από την κούραση ναύτες του, ξυπόλητος και μισόγυμνος, αρπάζοντας κάθε σχοινί που έβρισκε μπροστά του, σαν πίθηκος, για να στηριχτεί. Κάπου – κάπου φώναζε και κάποια επιδοκιμαστικά λόγια για θάρρος, για να ακολουθήσουν και πάλι οι αισχρές βρισιές του.
Ο Αμεινίας από την εξάντληση και τους εμετούς, δεν ήξερε που ακριβώς βρισκόταν, δεν καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν γύρω του. Του είχαν δώσει ένα τεντωμένο φλόκο να κρατήσει και να τον τραβάει σε κάθε λάσκο του, αλλά τον είχε αφήσει πολλές φορές για να αδειάσει το στομάχι του, που το μόνο που έβγαζε τώρα πια ήταν ένα πικρό υγρό, στη θάλασσα. Ο φίλος του ο Λάφιλος αγωνιζόταν κι αυτός με τους υπόλοιπους με όποιες γνώσεις ή ικανότητες είχε για τα θαλασσινά. Ένας ναύτης, κάποιος Λύκων από την Ρόδο, έπεσε στη θάλασσα από κάποια άστοχη κίνησή του και τώρα δυό άντρες είχαν σκύψει να τον ανεβάσουν στο σκάφος. Εκείνος χτύπαγε τα πόδια και τα χέρια πανικόβλητος, μέχρι που βρέθηκε κοντά σε ένα σκοινί που του είχαν ρίξει. Λίγο χοντρούλης, δυσκολευόταν να πλησιάσει το πλοίο, αλλά στερέωσε στο χέρι του καλά το σχοινί και αφέθηκε στο τράβηγμα των συντρόφων του. Ακούμπησε τις ξύλινες σανίδες στο πλάι και προσπάθησε να σαλτάρει στο κατάστρωμα. Φωνές κουράγιου ακούστηκαν από τους υπόλοιπους, φωνές που πιο πολύ θάρρος  έδιναν στον εαυτό τους παρά στον Λύκωνα  που προσπαθούσε πια να σηκώσει το σώμα πάνω από την κουπαστή. Καβάλησε το βρεγμένο ξύλο και ο Λάφιλος όρμησε να τον αρπάξει από το χιτώνιο και τους ώμους, όμως η θάλασσα, δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Ένα κύμα μεγάλο σαν σπίτι, έγειρε το πλοίο στο πλάι, υδάτινα χέρια τράβηξαν τον κουρασμένο ναυτικό από το στήθος και τα νερά τον ρούφηξαν στα σωθικά τους. Το τελευταίο πράγμα που θα θυμόταν ο Λάφιλος από τον άτυχο ναύτη, θα ήταν οι απεγνωσμένες προσπάθειες των χεριών να αρπαχτούν … από κάπου. Η θάλασσα έκλεισε πάνω από το σώμα του Λύκωνα και τον οδήγησε στα βάθια της, αφήνοντας την τελευταία ένδειξη ζωής… κάποιες φυσαλίδες!
Δεν υπήρχε χρόνος να σκεφτούν το περιστατικό άλλο. Η ζωή τους κινδύνευε και έπρεπε να βιαστούν, να μαζέψουν ότι μπορούσαν από το σκισμένο πανί, που όποτε τα έδεναν, ο αέρας έκοβε τα χοντρά σχοινιά και το άνοιγε διάπλατα. Και όπου αυτό έγερνε, παράσερνε και το σκάφος, γεμίζοντάς το νερά και φόβους.
Πριν κάποιες μέρες ο Λάφιλος με τον μικρό του συνοδό, είχαν φτάσει στο λιμάνι του Πειραιά, μετά την μεγάλη μάχη ενάντια στον Ασιάτη. Η κατάσταση εκεί ήταν πολύ τεταμένη, πολεμικά πλοία είχαν δέσει ερχόμενα από τον κόλπο της Μουνιχίας, φόρτωναν προμήθειες και στρατιώτες πάνοπλους, πεζοναύτες που είχαν διαταχθεί να προφυλάξουν τα νερά της Αθήνας. Κάθε λίγο και κάποια τριήρης έφευγε με όλη την ταχύτητα των κωπηλατών της προς το ανοικτό πέλαγος και κάποια άλλη ερχόταν για να ενθουσιάσει τον Καλύμνιο Μαραθωνομάχο. Κάποιοι στρατιώτες αναγνώρισαν τον Λάφιλο, κάποιοι που κι αυτοί είχαν έρθει από το πεδίο της μάχης, τον χτυπούσαν φιλικά στον ώμο και τον προσκαλούσαν στα καπηλειά για κρασί. Σε όποια ταβέρνα κι αν πήγαν, ότι ήπιαν και έφαγαν ήταν πάντα κερασμένα από τον κάπελα, το λιγότερο που θα μπορούσε άλλωστε να κάνει για αυτούς τους ήρωες . Κι όταν ο νησιώτης ζήτησε διευκόλυνση να βρει πλοίο, όλοι προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν. Και ήταν δύσκολο πράγμα αυτό, αφού εκτός από τα πλοία του πολέμου, τις περήφανες τριήρεις, κανένα άλλο σκάφος δεν τολμούσε να ανοιχτεί στα βαθιά τέτοια εποχή, τώρα που περίμεναν τους ανέμους από τον νότο. Και ειδικά όταν όλοι σχεδόν οι γλάροι κυνηγούσαν στην στεριά και οι χήνες στην άκρη του μόλου έκρωζαν με χαμηλωμένο το κεφάλι. Σημάδια κακοκαιρίας αυτά, σημάδια καταστροφής!
Ένας νέος γύρω στα δεκαπέντε, άνοιξε την πόρτα του καπηλειού, όπου ο Λάφιλος γελούσε με την παρέα άλλων πέντε ανδρών, αφηγούμενος  κάποια από  τα κατορθώματα της μάχης.
-«Ε, εσύ ο νησιώτης, εσύ δεν είσαι αυτός που ψάχνει για πλοίο; Για τα νησιά εκεί κοντά στην Ασία;»
Ο Λάφιλος γύρισε το κεφάλι και πετάχτηκε όρθιος στη στιγμή. Κοίταξε τον νεαρό με λαχτάρα στα μάτια και ένευσε καταφατικά. Ο Αμεινίας δίπλα του από την χαρά, είχε αρχίσει να του τραβά το χιτώνιο, σαν να του έλεγε…. φεύγουμε.
-«Εκεί στην άκρη του λιμανιού, μετά την ταβέρνα του Πάτωνα του Σκυλομούρη, άκουσα ότι ένα πλοίο, εμπορικό πλοίο που μόλις ήρθε από την Απουλία, θα φύγει για την Ρόδο. Κάπου εκεί δεν θέλεις να πας; Νομίζω ότι κάτι φορτώνει τώρα, αλλά σύντομα θ’ ανοίξει πανιά για τις θάλασσες. Πρέπει να βιαστείς όμως, δεν ξέρω πότε μπορεί να φύγει… άντε τι περιμένεις…»
Ο νησιώτης δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα. Χαιρέτισε βιαστικά τους συντρόφους του και βγήκε στο φως του ήλιου, προσπαθώντας να προστατευτεί με την ανάστροφη του χεριού του. Ο Αμεινίας είχε ήδη αρχίσει να τρέχει και έφτασε στην άκρη του λιμανιού, μέχρι που αντιλαμβανόμενος ότι δεν ήξερε που να πάει, σταμάτησε απότομα, γυρίζοντας παρακλητικά το κεφάλι στον φίλο του. Σήκωσε το χεράκι του κι έκανε νόημα να βιαστεί. Ο Λάφιλος, χαμογέλασε και άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα. Δεξιά τους μικρές καλύβες, οι πιο πολλές φτιαγμένες πρόχειρα από ξύλα και διάφορα κουρέλια, είχαν μετατραπεί σε ταβέρνες όπου σέρβιραν φτηνό κρασί, νερωμένο και άνοστο, ακόμα πιο φτηνές πόρνες και βρώμικο φαγητό φτιαγμένο στο πόδι. Κάποιοι στρατιώτες με όλο τον οπλισμό τους, προσπαθούσαν να επιβάλλουν κάποιους κανόνες στην γενική αναρχία που επικρατούσε. Έμποροι  που φώναζαν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους, βράχνιαζαν τους ήχους διαμαρτυρίας για τα πλοία που έμεναν στο λιμάνι δεμένα,  άλλοι που διαφήμιζαν την πραμάτεια που είχαν απλωμένη στους χωμάτινους δρόμους, και άλλοι που τσακώνονταν με πόρνες και νταήδες ή μικροκλέφτες , με ανταγωνιστές και μεθυσμένους. Η γριά που είχε απλώσει φακές στο χώμα, πάνω σε ένα βρώμικο κομμάτι πανιού, προσπαθούσε να απομακρύνει τις μύγες και τις σφήκες που πολιορκούσαν το εμπόρευμα. Παραδίπλα τρεις πάγκοι με ψάρια, βρώμιζαν όλη την περιοχή με την…. «μυρωδιά της θάλασσας», όπως με θράσος διαφήμιζαν οι πωλητές, ενώ τα εντόσθια που καθάριζαν οι βοηθοί, με τα κομμένα κεφάλια των ψαριών, τα νερά που έριχναν για να φανούν φρέσκα, παρά τον φόβο των ραβδοφόρων στρατιωτών, έκαναν το χώμα όλο λάσπη. Σκυλιά και γάτες μοιράζονταν το τοπίο με μεγάλους αρουραίους που ένιωθαν ότι βρίσκονταν σε παραδεισένιους τόπους. Η βρωμιά ήταν ανυπόφορη, αλλά δεν έδειχνε να πειράζει κανέναν, αφού έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι ήταν μεθυσμένοι θαμώνες των καπηλειών. Κάποιος έκανε εμετό στη μέση του δρόμου και αμέσως ένας μικρός στρατός ποντικών όρμησαν να επωφεληθούν. Εκεί, ανάμεσα σε όλη αυτή την «ευχάριστη» εικόνα, κάποιες γριές πόρνες, προσπαθούσαν να πουλήσουν τα κάλλη τους ή να κλέψουν το πουγκί κάποιου «κατεστραμμένου» από το κρασί ναυτικού. Δεν άργησαν να βρουν την ταβέρνα του Πάτωνα, στην άκρη του λιμανιού, μερικά μαγαζιά μόνο πριν τελειώσει ο μόλος. Ήταν ένα κτίσμα φτιαγμένο από πέτρες βρώμικες, με τον ένα τοίχο σχεδόν γκρεμισμένο και επιδιορθωμένο με ξύλα και τρύπια δέρματα. Έξω στην πόρτα, έστεκε και γελούσε με δυό προχωρημένης ηλικίας ιερόδουλες, ένας άντρας πανύψηλος και με μεγάλη κοιλιά, τόσο μεγάλη, που οι δυό φίλοι δεν είχαν ποτέ ξανά δει στη ζωή τους. Τα γένια του ήταν μακριά και απεριποίητα, γεμάτα με λίγδες και ξεραμένα λίπη, ανέδιδαν μια μυρουδιά χαλασμένου, ξινισμένου κρασιού και κάθε τόσο έβαζε το δάχτυλο στα ρουθούνια εναλλάξ, να καθαρίσει … ότι μπορεί να υπήρχε ξεραμένο εκεί.
Τον πλησίασαν και σαν είδαν σε κάποιο χαμόγελό του προς τις γυναίκες, να ξεπροβάλλουν δυό μεγάλοι κυνόδοντες που καβαλούσαν το πάνω χείλος, συνειδητοποίησαν πόσο ταιριαστό ήταν το παρατσούκλι που του είχαν δώσει:
-«Μάλλον γουρουνόφατσα θα τον έλεγα….», ψιθύρισε με ένα μεγάλο χαμόγελο ο Αμεινίας. Ο φίλος του συμφώνησε με κούνημα του κεφαλιού. Όταν τον ρώτησαν για το σκάφος που τους ενδιέφερε, άκουσαν, έκπληκτοι, μια βελούδινη, μελωδική φωνή, να βγαίνει από κείνο το άγριο στόμα. Ο γίγαντας με το καταλερωμένο ιμάτιο, έδειξε τέτοια προθυμία που κανείς δεν θα το περίμενε. Υπομονετικά τους είπε ότι ήξερε για το πλοίο στη στροφή του μόλου, για το πότε είχε ακούσει για απόπλου, για το τι θα κουβαλούσε στα αμπάρια του, για τον καπετάνιο και το πλήρωμα, αφήνοντας κατά μέρος τις δυό πόρνες που ακουμπούσαν ξεδιάντροπα πάνω του.  Τον ευχαρίστησαν και έστρεψαν προς το πλοίο, σηκώνοντας τα μικρά δισάκια τους στον ώμο. Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ, όταν άκουσαν πίσω τους τον άντρα που τους είχε τόσο ευγενικά βοηθήσει:
«Τους βλέπετε αυτούς τους δυό; Ήταν εκεί, κάτω στην παραλία, πολέμησαν τους βάρβαρους…. Οι Θεοί να τους έχουν καλά…»
Οι δυό φίλοι, κοιτάχτηκαν, μισογυρίζοντας το κεφάλι. Χαμογέλασαν και ο Λάφιλος ένιωσε δυό μέτρα ψηλότερος.
Το σκάφος ήταν ένα δικάταρτο σκαρί, φτιαγμένο από ξύλο έλατου και κατά συνέπεια ελαφρύ και ευκίνητο, όπως οι τριήρεις, έδειχνε να μην έχει φορτώσει ακόμα αφού η τρόπιδα ήταν πολύ ψηλά. Βαμμένο στο χρώμα του ώριμου βερίκοκου, με μαύρες γραμμές από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, έμοιαζε με … χοντρό δελφίνι, που σε κάθε παφλασμό της θάλασσας, αναστέναζε μια βραχνή φωνή. Η σανίδα που το ένωνε στην πρύμνη του με την στεριά, ανεβοκατέβαινε στο ρυθμό των κυμάτων. Ο Λάφιλος το παρατήρησε αρκετά προσεκτικά, δίνοντας προσοχή, τόσο στο σκάφος το ίδιο, όσο και στο πλήρωμα που ανεβοκατέβαινε συνέχεια κουβαλώντας κάποια κακοραμμένα σακιά και διάφορα άλλα εμπορεύματα, όπως υφάσματα και καλάθια με ελιές, πάνω στο ανοιχτόχρωμο κατάστρωμα. Του φάνηκαν άντρες δυνατοί και καλοδουλευτάδες. Έκανε νόημα στον Λάφιλο να σταθεί εκεί στην άκρη της προκυμαίας και επιχείρησε ν’ ανέβει την μικρή διαβάθρα, μέχρι το σχεδόν χωρίς δόντια στόμα ενός ηλικιωμένου άντρα, φτύνοντας σάλια, τον ρώτησε με αρκετό θράσος για τις προθέσεις του. Ζήτησε να δει τον καπετάνιο:
-«Ορέ καπετάνιο, κάποιος εδώ …. ασχημάντρας, σε ζητάει.», ακούστηκε η βραχνή φωνή του μεσήλικα ναύτη.
Πέρασαν περίπου δυό λεπτά μέχρι που κάποια κίνηση φάνηκε από το καμπανέλι, εκεί που στερεωνόταν   το έκταμα. Κάτω από το μεγάλο σχοινί, στερέωνε σαν έρμα κάποια εμπορεύματα, ένας νέος άντρας. Δεν πρέπει να είχε περάσει τα τριάντα χρόνια του και το μισόγυμνο σώμα του, με ανάγλυφους όλους τους μυς, τις  φλέβες πρησμένες και τα μπράτσα μαυρισμένα από τους τόσους μήνες στην αρμύρα, ενέπνεε εμπιστοσύνη. Στο αριστερό του χέρι, κρατούσε κάτι, σαν κουμπάσος φαινόταν, ενώ οι πατούσες του γυμνές, είχαν σκληρύνει τόσο που δεν καταλάβαινε καμιά από τις σκλήθρες του καταστρώματος. Έφτασε κοντά στον νησιώτη με ένα ανάλαφρο πήδημα πάνω από την ματζαβόλτα δυό μικρών πέτρινων αγκυρών. «Ζύγιασε» τον Λάφιλο για μερικά δευτερόλεπτα, σμίγοντας τα φρύδια και έπαιξε το όργανο που κρατούσε στο χέρι.
-«Ποιος με ζητάει;», ρώτησε με μια αρκετά ένρινη φωνή. Έκανε νόημα στον Καλύμνιο με το χέρι, σαν να του έλεγε «εσύ;» και περίμενε την απάντησή του, ενώ φώναζε σε κάποιους ναύτες του: «ξεμπότσαρε βρε γαϊδουροτόμαρο τις τραβέρσες, άντε βρε…, όχι κοντά στο μπουντέλι βρε ηλίθιε…, και από τα ξάρτια…» , γύρισε σ’ ένα άλλο άντρα: «… άσε ρε φαφούτη την παράλλαξη λεύτερη … που να σου κόψει ο Δίας τ’ αρχίδια βρε…».
Ο Λάφιλος εξήγησε και το ποιος ήταν και το τι ήθελε. Περίμενε αντιρρήσεις από τον ναυτικό, αλλά προς έκπληξή του, είδε ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Τα  ίσια , ολόλευκα δόντια του τον έκαναν αρκετά συμπαθητικό, μέχρι και γοητευτικό. Η αναφορά και μόνο του επισκέπτη στην μάχη κάτω στην παραλία του Μαραθώνα, τον είχε κάνει πρόσχαρο και πρόθυμο στις χάρη που του είχε ζητήσει. Ούτε ναύλο διανοήθηκε να ορίσει.  Έβαλε το χέρι γύρω από τους ώμους του νιόφερτου και τον τράβηξε προς την μεριά της στεριάς, για να βρεθούν μετά από λίγο, σε ένα από τα κακόφημα καπηλειά των ναυτικών, να πίνουν κρασί και να τρώνε κρεμμύδια με ψωμί από κριθάρι. Η πολεμική εμπειρία του νησιώτη, άνοιγε κάθε πόρτα της καρδιάς και της ψυχής όλων.
Η βροχή δυνάμωνε κάθε λεπτό που περνούσε, το μπουρίνι αυτό ήταν κάτι που δεν είχαν ξαναπαντήσει  οι ναύτες άλλη φορά. Από στιγμή σε στιγμή, θα έπρεπε να συναντήσουν την πρώτη από τις Καλυδνίους νήσους, την Λέρο, που ο μεγάλος και βαθύς κόλπος της θα τους προσέφερε ασφάλεια. Εκεί θα μπορούσαν να περιμένουν όσο χρειαζόταν, να κοπάσει ο καιρός. Όμως πρώτα έπρεπε να φτάσουν μέχρι εκεί, να μπουν στον μυχό και να μην μετρήσουν άλλες απώλειες σε πλήρωμα, όπως αυτή του Λύκωνα, αλλά και σε εμπόρευμα. Το ξύλο είχε αρχίσει να τρίζει υπερβολικά, τα σχοινιά όλα λάσκαραν από μόνα τους, αν και βρεγμένα και το σκαρί, χωνόταν πάνω από τρία μέτρα μέσα στο νερό, που άφριζε παντού στο κατάστρωμα. Οι άντρες είχαν, αρκετή ώρα τώρα, ξεπεράσει τα όριά τους και η νύχτα που φαινόταν στον ορίζοντα να έρχεται, τους αποκάρδιωνε τελείως. Κάποια στιγμή, μια ξέρα φάνηκε μπροστά, λες τέρας που με ολάνοιχτο στόμα, προσπαθούσε να τους καταπιεί. Το οιάκιο στα χέρια του καπετάνιου, δεν πρόβαλε μεγάλη αντίσταση, σημάδι πως είχε σπάσει. Και το χειρότερο… φάνηκαν πολύ κοντά τα κοφτερά βράχια, αριστερά του σκάφους. Με διαταγή που ακούστηκε σαν στριγκλιά πάνω από τον εκκωφαντικό θόρυβο, οι ναύτες έβγαλαν τα μεγάλα κουπιά, προσπαθώντας να σπρώξουν το πλοίο μακριά από τα θεόρατα δόντια της ξηράς. Άλλοι κωπηλατούσαν, και άλλοι έσπρωχναν τα βράχια. Πολλά κουπιά έσπασαν σαν κλαδιά δέντρου σε καταιγίδα, άλλα έπεφταν με δύναμη πάνω στο νερό, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν τίποτα στην διάσωση του σκάφους. Ο Χάρος, φαινόταν να πετάει με εκείνο το χαιρέκακο χαμόγελό του, από πάνω τους. Κι όλο πλησίαζε! Οι φωνές του καπετάνιου είχαν πια δυναμώσει τόσο, που θα απορούσε κανείς πως έβγαινε από κείνο τον λαιμό! Ένας ναύτης είχε γονατίσει, παρατώντας ότι έκανε, προσπαθώντας να προσευχηθεί, για να δεχτεί μια γερή μπουνιά στο κεφάλι  από τον αεικίνητο καπετάνιο. Ο γιγαντόσωμος υποπλοίαρχος, κάποιος Κήρων που το παρατσούκλι του ήταν «αφτιάς», ευνόητο για ποιο λόγο αν κανείς έβλεπε το κεφάλι του, κρατούσε δυό σχοινιά και προσπαθούσε να τα τεντώσει, να γυρίσει τον φουσκωμένο ημιφλόκο  στα δεξιά του, να απομακρύνει το σκαρί. Τον βοήθησε ο Λάφιλος και άλλοι δυό νεαροί ναύτες, που τα ματωμένα χέρια τους, πρόδιδαν την προσπάθεια που κατέβαλλαν. Το τέλος πια φαινόταν κοντά και η έμφυτη μοιρολατρία των ναυτικών, άρχισε να κερδίζει έδαφος στην καρδιά τους, με την παραίτηση να είναι αμείλικτα κοντά.
Αυτό που πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, δεν ήταν κύμα, ούτε σκουπίδι που έφερε ο αγέρας. Είχε φτερά και ήταν άσπρο, έκρωζε δυνατά μα δεν ήταν γλάρος. Δεν ήταν από τα γνωστά θαλασσοπούλια που κυριαρχούσαν στο Αιγαίο. Ο καπετάνιος το κοίταξε με προσοχή, μέσα στον χαμό που γινόταν γύρω του.  Χαμογέλασε αφήνοντας τα δόντια του να φανούν ακόμα πιο άσπρα ανάμεσα στα γένια του κουρασμένου του προσώπου και σήκωσε το χέρι. «Άλμπατρος…», φώναξε, επιμένοντας να δείχνει προς τον ουρανό, «… σωθήκαμε σύντροφοι, σημάδι των Θεών…. Άλμπατρος…», επανέλαβε με όση δύναμη είχε απομείνει στα πνευμόνια του. Τα είχε δει κάποτε σε ένα ταξίδι του στη Σικελία, εκεί τα έμαθε και του είπαν την τύχη που κουβαλούσαν στην πλάτη τους. Και οι ναύτες ήταν και θα είναι πάντα προληπτικοί, κάθε σημάδι που βλέπουν, προσπαθούν να το ερμηνεύσουν. Κάθε σημάδι βέβαια, ένας έξυπνος καπετάνιος, θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί προς όφελός του. Αυτό επιχείρησε και τώρα ο κυβερνήτης του πλοίου. Αλλά σαν από θαύμα, ο αέρας κόπασε μέσα σε μια στιγμή, λες και κάποιος έκλεισε την ουράνια πόρτα που τον είχε αφήσει ανεξέλεγκτο. Η θάλασσα, δεν άργησε κι αυτή να καλμάρει, να κατεβάσει τα κύματά της και να ξαναγίνει σαν διάφανο γυαλί. Το σκαρί, ακουμπούσε λες και θαλασσοπούλι που ξεκουραζόταν στο νερό. Η ξέρα μπροστά τους, ήταν τώρα εύκολα αντιμετωπίσιμη, με ένα μόνο τίναγμα της αριστερής σειράς των κουπιών. Τα βράχια κι αυτά φαίνονταν ακίνδυνα ίσως και φιλικά, όταν άφηναν το νερό να μουρμουρίζει ανάμεσά τους και να τονίζουν την αιώνια μοναξιά τους.
Οι ναύτες αγκαλιάζονταν με γέλια και χαρά, με φωνές και ικανοποίηση. Πανηγύριζαν σαν μικρά παιδιά που μόλις είχαν κερδίσει κάποιο δώρο. Ο Λάφιλος αγκάλιασε τον Αμεινία, που ακόμα έτρεμε από τον φόβο του κι έκλαιγε από την χαρά του. Ένιωθε φόβο και  ευτυχία μαζί, γελούσε κι έκλαιγε την ίδια στιγμή. Ο Λάφιλος τον έσφιξε δυνατά και το παιδί έδειχνε να ηρεμεί. Προσπάθησε να σκουπίσει τις μύξες και τα νερά που έτρεχαν στο πρόσωπο. Το πλοίο τώρα έπλεε απαλά προσπαθώντας να μπει στον κόλπο της Λέρου, παίρνοντας μια μεγάλη, αργή στροφή, όταν άνοιξαν και πάλι οι ουρανοί και η βροχή άρχισε να πέφτει ορμητική και κάθετα. Όμως η θάλασσα παρέμενε ήσυχη, εκτός από τα άπειρα χτυπήματα των σταγόνων τ’ ουρανού. Οι άντρες σήκωσαν τα χέρια προς τα πάνω, λες και προσπαθούσαν να ξεπλύνουν το αλάτι από το σώμα τους. Κάποιο φως φάνηκε στο μισοσκότεινο βάθος εκεί που η στεριά συναντούσε το νερό, εκεί που πρέπει να ήταν το λιμάνι. Είχε πια νυχτώσει και τα φώτα γίνηκαν δύο, μετά τρία και μετά πολλά. Ακούγονταν και φωνές τώρα, σαν μακρινοί ήχοι, σαν τσιρίγματα, σαν βουίσματα. Έφτασαν στον μόλο, περασμένη ώρα, με τον ουρανό χωρίς ένα άστρο και την βροχή να μην λέει να κοπάσει. Μουσκεμένοι, έδεσαν το πλοίο και αφού ορίστηκε η σειρά των φυλάκων, οι υπόλοιποι, βιαστικά, κατευθύνθηκαν προς το πιο κοντινό καπηλειό. Λίγο κρασί τώρα, ήταν βάλσαμο. Ο καπετάνιος, πλησίασε τον Λάφιλο:
-«Να είσαι τόσο κοντά στον τόπο σου, αλλά και συνάμα τόσο μακριά ε; Αλήθεια πως νιώθεις;»
Κούνησε το κεφάλι πριν του απαντήσει ο Καλύμνιος. Κοίταξε προς τα ανατολικά λες και μπορούσε να δει το νησί του. Το πρόσωπο ήταν σκυθρωπό, σκοτεινό σαν την νύχτα.
-«Πρώτα ευχαριστώ τους Θεούς που είμαστε ζωντανοί και γεροί. Που δεν βουλιάξαμε στα μαύρα βάθια της θάλασσας… και το μέρος μου, αύριο θα το δω. Τόσο καιρό λείπω, τι αξία έχει μια νύχτα παραπάνω; Αλήθεια όμως… κάτι μέσα στην καρδιά μου, χτυπάει δυνατά…»
-«Λαχτάρα το λένε μωρέ… λαχτάρα!»
Γέλασαν και οι δυό, γέλασε και ο μικρός Αμεινίας μαζί τους. Τράβηξαν προς το καπηλειό και το ξημέρωμα  βρήκε τους δυό άντρες  ξαπλωμένους κάτω από την τέντα της πλώρης του πλοίου, τύφλα στο μεθύσι και τον μικρό σύντροφό τους να κοιμάται ανάσκελα με χαμόγελο στα χείλη.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46
Μπορούσε λες κάποιος ν’ ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του από απόσταση, που χτύπαγε τόσο δυνατά, σαν ταμπούρλο σαν να  σήμαινε επίθεση φάλαγγας. Η ανάσα του κοφτή και γρήγορη, ενώ το φούσκωμα στο στήθος, του προκαλούσε μια τέτοια δυσφορία που αναγκάστηκε να στηριχτεί στον κορμό της τεράστιας βελανιδιάς δίπλα του. «Γέρασα», σκέφτηκε με μια απογοήτευση στα μάτια…, «γέρασα και όλα τώρα μου φαίνονται δύσκολα και σχεδόν ακατόρθωτα. Βουνό…»
Σε μικρή απόσταση από το σημείο που τελικά σταμάτησαν, τα μάτια του Τελευτία αντίκριζαν τα τείχη της Καδμείας με τις μεγάλες πύλες της. Λέγεται ότι η πόλη είχε δεκατέσσερις, αυτό δεν μπορούσε βέβαια να το δει από κει που στεκόταν, περίφημες για την ομορφιά τους και την αρχιτεκτονική τους τελειότητα, συνδεδεμένες με τον μύθο της Νιόβης. Ο Θεμίστιος γονάτισε δίπλα του και του έδωσε το φλασκί με το κρασί. Κοίταξε και αυτός προς την μεριά της πόλης, μισοκλείνοντας τα μάτια και σμίγοντας τα φρύδια. Είχε παρατηρήσει πως, εδώ και λίγο καιρό, η όραση του δεν ήταν πολύ καλή, είχε αρχίσει να θολώνει στις μεγάλες αποστάσεις. Πρόσεξε ένα τεχνούργημα, κάτι σαν μεγάλο άγαλμα στο κέντρο της μικρής κοιλάδας μπροστά τους, που στεκόταν με τα λαμπερά του χρώματα δίπλα στον δρόμο που οδηγούσε στην κεντρική πύλη της πόλης. Προσπάθησε να διακρίνει καλύτερα. Του φάνηκε σαν ανδριάντας, ή σαν άγαλμα, ψηλό, πάνω από τρία μέτρα, με το χέρι του υψωμένο σε περίεργη στάση, λες και έσπερνε σπόρους στη γη από ψηλά. Ανακάθισε για να το προσέξει καλύτερα και πάλι όμως δεν μπόρεσε να διακρίνει πιο καθαρά.
-«Άγαλμα είναι αυτό;», ρώτησε τον Αθηναίο δείχνοντας συγχρόνως με τον δείκτη του δεξιού του χεριού.
-«Ναι, άγαλμα… και περίτεχνα σκαλισμένο απ’ ότι μπορώ να δω»
-«Και τι αναπαριστά; Αγρότη σε σπορά; Γιατί δείχνει σαν να σπέρνει…»
Ο έμπορος γέλασε, γέλασε δυνατά κάνοντας τον ξαπλωμένο Παίωνα να σηκώσει το κεφάλι και να γρυλλίσει. Αλλά μόνο η Ελπινίκη του έδωσε σημασία, χαϊδεύοντας το μεγάλο του κεφάλι.
-«Όχι δεν δείχνει αγρότη. Οι Καδμείοι τιμούν έτσι τον Δευκαλίωνα, τον πρώτο άνθρωπο, μετά τον μεγάλο κατακλυσμό…»
-«Σοβαρά; Κατακλυσμός; Μεγάλος κατακλυσμός; Δηλαδή θέλεις να πεις… ότι εδώ … υπήρχαν νερά; Πνίγηκαν άνθρωποι;», ρώτησε όλο απορία ο Θράκας. Ο Τελευτίας τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Γύρισε προς την Ελπινίκη και με μια αργή κίνηση του χεριού, την προσκάλεσε κοντά τους:
-«Λοιπόν κορίτσι μου, θα κάνεις… την τιμή σε αυτόν τον απαίδευτο Βόρειο, να του πεις το παραμύθι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας; Αρκετές ανάσες μου λείπουν, έλεγα να ξεκουραστώ για λίγο…», κύρτωσε τους  ώμους του και έβαλε τα δύο του δάχτυλα στο πλάι του λαιμού σαν να προσπαθούσε να μειώσει τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς του. Η γυναίκα κάθισε λίγο πιο κοντά τους και με το ένα χέρι εξακολουθούσε να χαϊδεύει το μεγάλο μαλλιαρό κεφάλι του Παίωνα, ενώ το άλλο, ανέμιζε στον αέρα, σαν να έλεγε στον Θράκα, ότι η ιστορία ήταν κάτι σαν … μύθος, πολύ μακρινό και αόριστο.
-«Έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε τώρα; Η κούραση μας έχει καταβάλλει κι ένα παραμυθάκι λοιπόν θα ήταν ότι πρέπει να ξεκουραστεί και το μυαλό μας. Δεν συμφωνείς;», την ρώτησε ο Θεμίστιος, για να πάρει και την υποστήριξη του Τελευτία με ένα κούνημα του κεφαλιού.
-«Ωραία λοιπόν, ας πούμε το παραμύθι μας… και όπως αρχίζουν όλοι οι μύθοι… κάποτε βασιλιάς εδώ ήταν ο Δευκαλίων, ένας τρανός και δίκαιος βασιλιάς που είχε παντρευτεί την κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, την Πύρρα. Το βασιλικό ζευγάρι ήταν δίκαιο και προσπαθούσε να πράξει το πιο σωστό, για τους υπηκόους. Όμως η κακία των ανθρώπων, η ατιμία και η περιφρόνηση προς τους Θεούς, προκάλεσαν την οργή του Δία που αποφάσισε να τους εξαφανίσει από προσώπου γης…»
-« Όλους τους ανθρώπους; Άνδρες , γυναίκες και παιδιά, … χωρίς να λογαριάσει τίποτα; Χωρίς να εξαιρέσει κανέναν;»
-«Όλους εκτός από δύο ανθρώπους. Τον δίκαιο βασιλιά και την πανέμορφη και συμπονετική γυναίκα του. Παρουσιάστηκε, λένε, ένα βράδυ ο Θεός στον ύπνο του Δευκαλίωνα και τον συμβούλεψε να φτιάξει ένα μεγάλο σκάφος, πιο μεγάλο και από τριήρη, με διπλή στρώση ξύλου στο πλάι του, αλλά χωρίς κατάρτι. Ο βασιλιάς άκουσε την Θεία συμβουλή και το έφτιαξε. Μόλις μπήκε μέσα με την Πύρρα, ο Δίας, άνοιξε τους καταρράκτες του ουρανού και πλημμύρισε όλη την Ελλάδα, απ’ άκρου εις άκρο. Οι άνθρωποι άρχισαν να χάνονται, να πνίγονται ένας προς ένα, αφού η βροχή, αν κάποιος μπορεί να πει βροχή αυτό το φαινόμενο, κράτησε εννέα μέρες και εννέα νύχτες. Και όλο αυτό το διάστημα το ζευγάρι, περιπλανιόταν στα αφρισμένα κύματα, προσπαθώντας να κρατηθούν στη ζωή, μέχρι που την δέκατη μέρα, σαν σταμάτησε η Θεομηνία, το πλοιάριό τους, προσάραξε στο όρος Όθρυς. Μέσα σε λίγες ώρες τα νερά τραβήχτηκαν και το ζεύγος πάτησε στο βρεγμένο έδαφος. Έκαναν θυσία αμέσως στον Φύξιο Δία, τον προστάτη των φυγάδων….», παρατήρησε μια ανεπαίσθητη λάμψη στα μάτια του Θράκα στο άκουσμα του Φύξιου Διός, συνέχισε όμως χωρίς να το σχολιάσει, «… και τον παρακάλεσε να τους βοηθήσει. Ο Θεός που ήξερε το πόσο θεοσεβούμενος ήταν ο Δευκαλίων, του έστειλε τον Ερμή, τον αγγελιαφόρο του, να του μεταφέρει την υπόσχεση ότι θα πραγματοποιούσε αμέσως και χωρίς αντίρρηση την πρώτη του επιθυμία. Και βέβαια αυτή δεν ήταν άλλη από το να επανέλθει το ανθρώπινο γένος. Να δώσει ξανά ζωή στους ανθρώπους!
Ο Δίας, είχε υποσχεθεί με όρκο βαρύ και έτσι έπρεπε να κρατήσει τον λόγο του. Τους έστειλε λοιπόν ένα μήνυμα, πάλι με τον Ερμή. Να σκεπάσουν το πρόσωπο με ένα χοντρό πανί, που τα μάτια τους να μην μπορούν να διακρίνουν το φως και να ρίξουν πίσω από την πλάτη τους, τα οστά της μητέρας τους. Ο Δευκαλίων και η Πύρρα, κατάλαβαν αμέσως το μήνυμα. Έκλεισαν με βρεγμένο πανί τα μάτια και άρχισαν να πετούν πάνω από την πλάτη τους καθώς προχωρούσαν, μικρές πέτρες και βότσαλα. Κι όσες έριχνε ο βασιλιάς, γίνονταν άντρες, ενώ όσες έριχνε η σύντροφός του, γυναίκες….»
-«Κι έτσι ξανάγινε ο κόσμος; Από τις πέτρες;»
-«Ναι, έτσι λέει ο μύθος, από τις πέτρες. Γι αυτό όταν πεθαίνει κάποιος τον ξαναβάζουμε στο χώμα. Για να ξαναγυρίσει στο μέρος από όπου ήρθε. Στην μητέρα γη.»
Ο Τελευτίας που τόση ώρα άκουγε σιωπηλός, άρχισε να γελάει με την προσήλωση του Θράκα. Ένας βήχας έντονος τον έκανε να ταραχτεί ολόκληρος και να προκαλέσει ανησυχία στην Ελπινίκη. Σε λίγο ηρέμισε και άρχισε πάλι το γέλιο. Θαύμασε την γυναίκα δίπλα του και της χάιδεψε το χέρι. Ο Θεμίστιος τράβηξε το βλέμμα του μακριά τους, σαν να τον ενοχλούσε αυτή η κίνηση. Κοίταξε πάλι το τεχνούργημα στο βάθος και φαντάστηκε για άλλη μια φορά την ιστορία που είχε μόλις ακούσει, μέχρι που ένα χέρι τον σκούντησε στον μηρό. Γύρισε το κεφάλι και αντίκρισε το χέρι της γυναίκας που του πρόσφερε ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί, ένα κρεμμύδι και λίγο αποξηραμένα σύκα. Τα πήρε και έφαγε με βουλιμία. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να πονάνε και πάλι, αλλά έσφιξε τα δόντια να μην δείξει τίποτα. Κάτι όμως που δεν πέρασε απαρατήρητο από την γυναίκα.
-«Νομίζω ότι είμαστε όλοι πολύ κουρασμένοι. Θα ήταν καλό να ξεκουραστούμε μέχρι το απόγευμα. Έτσι κι αλλιώς η πόλη δεν πρόκειται πουθενά να πάει. Τι λες άντρα μου;», ακούστηκε η φωνή της Ελπινίκης. Ο Αθηναίος χαμογέλασε και τα μάτια του έδειξαν πολύ κουρασμένα και ξαφνικά είχαν λες μεγαλώσει την ηλικία του. Συμφώνησε μαζί της. Έτεινε το χέρι του να έρθει σιμά του. Εκείνη υπάκουσε και βολεύτηκε στο έδαφος δίπλα του. Του έπιασε το χέρι, πλέκοντας τα δάχτυλά της στα δικά του και σφίγγοντάς τα. Ο άντρας της είχε γυρίσει το βλέμμα στο βάθος της πεδιάδας και έδειχνε αφηρημένος, βυθισμένος σε ποιος ξέρει τι μελαγχολικές σκέψεις. Ανταποκρίθηκε με ένα χλιαρό σφίξιμο της παλάμης της.
-«Θέλεις να μοιραστείς μαζί μου αυτό που σκέφτεσαι;», ακούστηκε η φωνή της χαμηλή και σαν να εκλιπαρούσε. Ο Τελευτίας δεν της απάντησε, λες και δεν την άκουσε, λες και δεν καταλάβαινε πως ήταν εκεί μαζί του. Αν και είχε δροσίσει αρκετά ο καιρός, ο μεσημεριάτικος ήλιος εξακολουθούσε να είναι μαρτύριο και η θερμοκρασία του, έκανε τους ταξιδιώτες να ιδρώνουν και να αγκομαχούν. Μα πάνω απ’ όλα, αυτή η αβάσταχτη υγρασία, σε έκανε να βαριανασαίνεις σαν σκυλί.
-«Θα βρέξει το απόγιομα…», της είπε χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του. «Θα βρέξει…» επανέλαβε, «… στα σίγουρα. Ο αέρας μυρίζει …. νερό και τα σύννεφα άρχισαν να σκουραίνουν εκεί…», έδειξε με το λεύτερό του χέρι στον ορίζοντα, «… αμ, βέβαια με τέτοια ζέστη που έκανε τις προηγούμενες μέρες!!!». Βούλιαξε πάλι στη σιωπή του.
-«Αυτό σκεφτόσουν αλήθεια; Θέλεις να πιστέψω ότι σκεφτόσουν την βροχή;», άφησε το χέρι του και έστρεψε το βλέμμα της στο χώμα, λες και είχε παραιτηθεί από την προσπάθειά της για συζήτηση. Θα περίμενε τώρα από τον σύντροφό της την επόμενη κίνηση.
Έμειναν έτσι πάνω από πέντε λεπτά, αμίλητοι και ο καθένας στον δικό του κόσμο. Πιο πέρα ο Θράκας είχε ξαπλώσει και είχε παραδοθεί σε ένα λυτρωτικό ύπνο. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να πυκνώνουν και να παίρνουν εκείνο το ουράνιο γκρι χρώμα, κάνοντας φιλότιμη προσπάθεια να επιβεβαιώσουν τον Τελευτία στις προβλέψεις του. Ένα ελαφρύ αεράκι είχε κάνει την εμφάνισή του, γέρνοντας τις κορυφές των ξεραμένων ψηλών χόρτων και κάνοντας τα δέντρα να ψιθυρίζουν κάποιο σκοπό λες αφιερωμένο στη Γαία.
-«Όχι, δεν είναι η βροχή που σκέφτομαι…», ακούστηκε η φωνή του άντρα, ήρεμη και χωρίς ένταση. Η Ελπινίκη σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. «…. Είναι τόσα άλλα που με κάνουν ν’ ανησυχώ, που με κάνουν να λυπάμαι, να μελαγχολώ και συνάμα να με οικτίρω…», συνέχισε κοιτώντας πάντα το βάθος της πεδιάδας.
-«Νομίζω ότι για την ανησυχία σου, καταλαβαίνω. Για το αύριο, για το ύστερα…. Αλλά αυτά που σε κάνουν να μελαγχολείς και να λυπάσαι;»
-«…Για όλα αυτά που έγιναν μέχρι τώρα. Για μια ζωή , την δική σου εννοώ, που έτσι ασυλλόγιστα την πέταξα κάτω από τα βράχια του πόθου μου…»
-«… αν εννοείς τον Αγήνορα και την ζωή μου μαζί του, καλό θα ήταν να σου θυμίσω ότι ήταν δική μου και μόνο δική μου απόφαση, έτσι; Εκτός βέβαια αν έχεις μετανιώσει τώρα…»
-«Ναι, δική σου απόφαση. Κι εγώ; Εγώ που σε δέχτηκα έτσι χωρίς δεύτερη κουβέντα; Εγώ που σε έκανα να φτάσεις σε αυτή την απόφαση με την στάση μου τότε στον στάβλο; Είμαι άμοιρος ευθυνών; Είμαι το μικρό παιδάκι που παρασύρθηκα από τα κάλλη μιας γυναίκας και τον πόθο μου; Και η λογική, αυτή που θα έπρεπε να μην σου στερήσει την ζωή που είχες, που ήταν; Νιώθω τόσο λίγος… τόσο μικρός μπροστά στα γεγονότα που έγιναν… τόσο γρήγορα…»
Η γυναίκα ανακινήθηκε στην θέση της, με έκδηλα για πρώτη φορά σημάδια εκνευρισμού. Ρυτίδες δημιουργήθηκαν γύρω από τα μάτια της που το μαύρο χρώμα τους, θύμιζε το σκοτάδι της πιο ασέληνης νύχτας. Είχε την εντύπωση ότι κάποια βαριά πέτρα είχε πέσει στο στήθος της. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Τελικά μπόρεσε να μιλήσει με σιγανή και ήρεμη φωνή:
-«Δηλαδή… μετάνιωσες;», τον ρώτησε ανήσυχη, κοιτώντας τον διερευνητικά. Έπιασε μια ανεπαίσθητη διαφορά στην ανάσα του, είχε γίνει ελαφρά πιο γρήγορη και κοφτή, σημάδι ότι κάτι πάλευε μέσα του. Η ανησυχία της μεγάλωσε, αφού τώρα πια, ήξερε, δεν θα είχε τίποτα στη ζωή της να κρατηθεί, κανένα να την στηρίξει. Κρεμάστηκε από τα χείλη του, καταβάλλοντας όμως και προσπάθεια να μην δείξει σημάδια δειλίας.
-«Ναι, μετάνιωσα και μάλιστα βαθιά…», ήρθε η απάντηση του άντρα, χωρίς χρώμα στη φωνή, ίσια και σκληρή σαν λεπίδα. Πήρε μια μεγάλη  ανάσα και γύρισε το κεφάλι προς το μέρος της Ελπινίκης που νόμιζε ότι η γη είχε χαθεί κάτω από τα πόδια της, ότι ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. «… μετάνιωσα που άργησα τόσο να το κάνω, που άφησα τόσα χρόνια να φύγουν, που πέρασα τόσες νύχτες που απλά ονειρευόμουν το κορμί σου και τα μάτια σου, την ανάσα και το απαλό του δέρματός σου. Γι αυτό μετάνιωσα, όπως επίσης και για το ότι νόμιζα ότι ήταν επιπολαιότητα η κίνησή μου αυτή η τελευταία. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου, ότι έκαμα το καλύτερο και το πιο σωστό. Και για να πεισθώ, πρέπει να βλέπω την χαρά και την ευτυχία στο πρόσωπό σου κορίτσι μου…», (πόσο γλυκό φάνηκε αυτό το ¨κορίτσι μου!¨), «… οπότε καταλαβαίνεις τι μας περιμένει στο κάθε αύριο που θα ξημερώνει ο Δίας. Κάθε στιγμή που θα ζούμε μακριά από την Αθήνα, από τον τόπο μας, ξένοι ανάμεσα σε εχθρικούς ξένους, άοπλοι ανάμεσα σε ξωτικά!»
Η γυναίκα δεν πίστευε σε αυτά τα λόγια που άκουγε, δεν μπορούσε να «χωνέψει», αυτή την μικρή (κατά κάποιο τρόπο), ερωτική εξομολόγηση του λιγομίλητου και σοβαρού συντρόφου της. Τώρα είχε ηρεμίσει και μάλιστα μια ανείπωτη χαρά είχε αρχίσει να την κυριεύει, κάνοντάς την να θέλει να φλυαρήσει κουβέντες σκόρπιες και ευχάριστες, να τον φιλήσει, να τον αγκαλιάσει… αλλά κρατήθηκε. Δεν θα χάλαγε τώρα την εικόνα της Ελπινίκης που ο Αθηναίος ήξερε. Δεν μπορούσε όμως να μείνει ατάραχη έτσι δίπλα του, κάτι την παρακινούσε σε κίνηση. Σηκώθηκε λοιπόν αργά και προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό της, περπάτησε δυό βήματα μακριά του, έσφιξε τις παλάμες σε γροθιά και τις τίναξε μπροστά από την κοιλιά της, όπου δεν μπορούσε να δει ο άντρας. Ίσιωσε το κορμί:
-«Εκεί κάτω στην παραλία, εκεί που φόραγες το κράνος και κράταγες την ασπίδα, το σπαθί σου πόσους σακάτεψε;»
-«Τι σημασία, τι νόημα έχει αυτό; Εκεί γινόταν μάχη, σκοτώνεις ή σε σφάζουν…»
-«Ναι, αλλά δεν μου απάντησες! Πόσους έστειλες στον Άδη; Πέντε, δέκα, είκοσι;»
-«Κάπου είκοσι με τριάντα, αλλά ακόμη δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις…»
-«Και ήταν όλοι τους νέοι; Παλληκάρια; Και εμπειροπόλεμοι, σκληροί πολεμιστές; Πέρσες;»
-«Ναι, εκλεκτοί πολεμιστές, ορεσίβιοι, σκληροτράχηλοι…»
-«Θα ήθελα να σου πω τι λέγεται για τους άντρες της Ανατολής. Μεγάλα φαράγγια, κομματιάζουν τις χώρες της Ασίας, μεγάλα φαράγγια δίπλα σε θεόρατα και άδενδρα βουνά, που το ύψος τους φτάνει στα ουράνια. Το πεζικό, οι άντρες δηλαδή που είχαν την ατυχία να σταθούν μπροστά σου, σε σένα και στους υπόλοιπους της Αθήνας, αλλά εδώ για σένα μιλάω, κατάγονταν από τα βουνά της Περσίας και της Βακτριανής. Βλέπεις μόνο το ιππικό προέρχεται από τις πεδιάδες, εκεί όπου το άλογο έχει νόημα ύπαρξης. Εκεί λοιπόν στην Ανατολή, στα φαράγγια κυλούν τα νερά τους διάφορά ποτάμια, χωρίζοντας τους πληθυσμούς σε φυλές,  φατρίες, που η μια μισεί την άλλη. Αυτό λοιπόν το φατριακό σύστημα σημαίνει συνεχείς διαμάχες και πολέμους. Τα έθιμά τους, απαγορεύουν σε ένα άντρα να παντρευτεί γυναίκα από την δική του περιοχή. Πρέπει να διαλέξει απ’ αλλού. Αν ο πατέρας της δεν δώσει την συγκατάθεσή του, ο μνηστήρας θα κλέψει την κόρη…»
Ο Τελευτίας είχε απορροφηθεί από τα λόγια της και έδειχνε να παρακολουθεί την ιστορία, σαν παραμύθι. Σταύρωσε τα πόδια του και ακούμπησε την πλάτη στο δέντρο και με το ένα χέρι έπαιζε με το χώμα δίπλα του. Έριξε μια ματιά προς την μεριά του Θράκα και θαύμασε την ευκολία με την οποία μπορούσε να κοιμηθεί. Τον άκουσε να ροχαλίζει και να ευχαριστιέται τα όνειρά του.
-«… τότε το σόι της νύφης κάνει επιδρομή για να την πάρει πίσω. Αυτό γίνεται αιτία για να χύνεται πολύ αίμα, να γράφονται ιστορίες με ηρωικά κατορθώματα, θύμισε μου να σου διηγηθώ κάποια, μιαν άλλη στιγμή, ακόμα και ποιήματα. Έχω ακούσει μελωδίες από ταξιδιώτες απ’ όλο τον κόσμο, φίλοι του Αγήνορα και συνεργάτες του και καμιά δεν έχει μείνει στην μνήμη μου, όσο εκείνες των βουνίσιων. Τα τραγούδια μιλούν για έχθρες και καβγαδάκια ερωτευμένων, για απώλεια, για χωρισμό κι εκδίκηση. Η αγάπη που νιώθει ένας ορεσίβιος για τον τόπο του, είναι παράλογη, άσβεστη. Υπάρχουν άνθρωποι που ευνοήθηκαν από τον Μεγάλο Βασιλιά για να οδηγήσουν τους λαούς τους στη μάχη, που οι περιουσίες τους ξεπερνούν εκείνες των ράτζα, των μεγαλογαιοκτημόνων δηλαδή. Κι όμως το μεγαλύτερο όνειρό τους, είναι να επιστρέψουν στον τόπο τους και να λένε τις ιστορίες τους από τις μάχες γύρω από την φωτιά. Πάρε εμάς τους Αθηναίους. Ας είμαστε από το ίδιο μέρος, ας αγαπάμε την πόλη μας το ίδιο. Σε καιρό ειρήνης δεν θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε, θα μηχανευόμασταν διάφορα σχέδια για να κόψουμε ο ένας το κεφάλι του άλλου. Ζούμε σε οχυρωμένες πόλεις με μεγάλα τείχη, για να κρατούν έξω τον εχθρό. Είμαστε καλοί πολεμιστές, αλλά δεν πιστεύω τόσο καλοί, όσο ομιλητές.  Άσχετα αν σε δύσκολες καταστάσεις όπως είναι ένας πόλεμος ας πούμε, θα φερόμασταν σαν ένα άτομο. Πάρε τους Σκύθες που είναι καμπίσιοι. Ζουν πάνω στα άλογά τους, ακολουθώντας τα κοπάδια τους και το εποχικό χορτάρι. Είναι άγριοι, αλλά όχι δυνατοί.
Οι ορεσίβιοι όμως… σκληροί σαν την βρομιά, ύπουλοι σαν τα φίδια, άντρες που μπορεί να τους ανοίξεις την κοιλιά με σιδερένιο δόρυ κι όμως είναι σε θέση να συρθούν μέχρι εκεί που είσαι, να σου ξεριζώσουν την καρδιά και να την φάνε ωμή μπροστά σου. Οι βουνίσιοι είναι περήφανοι. Θα σου βγάλουν το συκώτι, έτσι για πλάκα. Όμως ξέρουν να υπακούουν. Οι πατεράδες τους, τους έχουν διδάξει με το βοϊδοτόμαρο της ζώνης τους…»
-«Προσπαθώ να καταλάβω τι θέλεις να μου πεις. Ξέρω για τους στρατιώτες του Δαρείου, τους αντιμετώπισα, ξέρω πως πολεμούν και τι είναι ικανοί να κάνουν…»
-«Και απ’ αυτούς μέσα σε μερικές ώρες, έστειλες στα Τάρταρα καμιά τριανταριά ε; Εσύ ένας Μαραθωνομάχος να φοβάσαι τώρα τον Αγήνορα και την άγνωστη χώρα των Καδμείων; Νομίζω ότι είναι παρανοϊκό ακόμα και για αστείο να το πεις. Και μένα σύμμαχο….»
Γέλασε, έκανε μια απότομη στροφή γύρω από τον εαυτό της κι έπεσε, κάπως άτσαλα μάλλον, πάνω του. Τον φίλησε στο στόμα με όλη την δύναμη και το πάθος που είχε συσσωρευτεί μέσα της, μετά την προηγούμενη απάντησή του. Έκλεισε τα μάτια και το χέρι της ανασήκωσε το χιτώνιό του.