ΦΘΑΡΜΕΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Μέσα στον μισοσκότεινο δωμάτιο, η φωνή της Χρύσας ακούστηκε δυνατή και απότομη. Έφτιαχνε κάποια σεντόνια, τα δίπλωνε και τίναζε το μαξιλάρι στο μικρό κρεβάτι απέναντι από κείνο το παράθυρο στο οποίο είχε αναφερθεί. Δεξιά της μια παλιά λάμπα με ασθενικό φως, είχε ξεχαστεί αναμμένη και έφτιαχνε παράξενα κινούμενα τέρατα, σκοτεινά τέρατα στον τοίχο, που περνούσαν πάνω από παλιές φωτογραφίες και στραβωμένα καρφιά που κάποτε φιλοξενούσαν κάδρα.
«Λοιπόν; Δεν με ακούς;» συνέχισε η κοπέλα, σαν να μονολογούσε.
Είχε πάει δέκα η ώρα το πρωί και από το ανοιχτό παράθυρο ο ήλιος ίσα που μπορούσε να φωτίσει λίγο από το πάτωμα, άντε και να στείλει μια ακτίνα στο εσωτερικό. Το ένα φύλλο του παραθύρου ακουμπούσε πάνω στην γαλάζια λαδομπογιά του τοίχου και είχε στηριχτεί με ένα κομμάτι διπλωμένης εφημερίδας στο κάτω μέρος, ενώ το άλλο κουνιόταν ρυθμικά σε κάθε φύσημα του αέρα. Ένα ποτήρι με νερό ήταν στηριγμένο στο περβάζι κι ένα άλικο τριαντάφυλλο προσπαθούσε να πάρει αέρα και ίσως, λίγο φως.
«Φοβερή αυτή η μπουκαμβίλια, κόκκινη και φουντωτή … συμφωνείς; Πόσα χρόνια λοιπόν την καμαρώνω…»
«Ναι, μου το έχεις ξαναπεί βρε πατέρα, αλλά ξεχνάς ότι δεν είναι δική μας, ε;»
«Δεν είναι; Μα… τόσα χρόνια … εκεί περήφανη και αλαζονική… δεν είναι δική μας;»
«Όχι, δεν είναι. Του διπλανού κήπου είναι το φυτό, του κήπου εκείνης της γιαγιάς της – πως την λένε – α, της κυρά Ελπινίκης. Ναι, σωστά Ελπινίκη τη λένε…»
«Και πως την έχουμε εμείς εδώ στον δικό μας κήπο; Ολόκληρο φυτό πως το έχουμε εμείς; Ε;»
«Απλά μεγάλωσε και … και ένα μέρος της μεγάλωσε σε μας, στη δική μας μεριά…»
«Άρα δική μας! Έτσι! Δική μας ή πιο σωστά και δική μας!»
Η Χρύσα προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε αυτό που έκανε και να μην εκνευριστεί με τις επαναλαμβανόμενες συζητήσεις με τον πατέρα της που δεν οδηγούσαν πουθενά. Έριξε μια λοξή ματιά και τον είδε να ακουμπάει στο φθαρμένο περβάζι του παράθυρου, σε μια προσπάθεια να δει καλύτερα και μακρύτερα στο δρόμο. Άθελά της κοίταξε κι εκείνη προς την ίδια κατεύθυνση αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα περισσότερο από την μικρή αυλή με τα πολλά γεράνια και τις τριανταφυλλιές, με το άσπρο πλακόστρωτο και τις – σε μια γωνιά μέσα σε χώματα – σπασμένες γλάστρες. Παραπέρα, στον μικρό δρόμο, ένα μηχανάκι πέρασε με ταχύτητα κάνοντας αρκετό θόρυβο και δυό άντρες που συνομιλούσαν με τον περιπτερά στο απέναντι πεζοδρόμιο.
«Θέλεις κάτι να σου φέρω; Να σου κάνω ένα τσάι, ένα παγωμένο τσάι όπως αυτό που σου άρεσε προχθές;»
Το χέρι του ηλικιωμένου άντρα κουνήθηκε στον αέρα χωρίς να γυρίσει τα μάτια προς το μέρος της. Ήταν σαν να της έλεγε «ναι», ίσως και «όχι». Η Χρύσα δεν κατάλαβε και συνέχισε το συμμάζεμα χωρίς απάντηση. Δυό φορές την βδομάδα ερχόταν στο σπίτι να συγυρίσει και να ψωνίσει τα απαιτούμενα της εβδομάδας, για τον πατέρα της. Κι άμα δεν μπορούσε, λόγω… δουλειάς, τον ρόλο της έπαιρνε η μικρή της αδερφή, η Μαίρη. Σήμερα όμως είχε λόγο που προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή του στη κουβέντα που ήθελε να του ανοίξει.
«Έλεγα να σου μαγειρέψω μακαρόνια με κιμά που σου αρέσουν, για το μεσημέρι. Τι λες; Να κάνω;»
«Δική μας είναι, αφού τόσα χρόνια μας χαρίζει την ομορφιά της και την σκιά της… δεν μπορεί κανείς να την χαλάσει, αν δεν ρωτήσει κι εμένα… όχι βέβαια…»
«Πατέρα μ’ ακούς που σου μιλάω; Μήπως μιλάω στον βρόντο;», η φωνή τώρα έδειχνε εκνευρισμό και ένταση, συγκαλυμμένη… αλλά ένταση.
«Ναι, παιδί μου… σε ακούω. Αλλά μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε κάποιος να την … χαλάσει, δεν ξέρω, να την πουλήσει, να την κόψει, να της κάνει τέλος πάντων κακό. Και δεν σου κρύβω… με έπιασε απελπισία…»
«Μα, για την μπουκαμβίλια θα μου λες τώρα;»
«Όχι… όχι για την μπουκαμβίλια, όχι μόνο για αυτήν, αλλά και για τα άλλα λουλούδια τα μικρά και τα μεγάλα. Και για το περίπτερο … αν φύγει, τι παρέα θα έχω; Και το γαλατάδικο εκείνο εκεί…», έδειξε με το δάχτυλο κάπου αόριστα έξω από το φθαρμένο παράθυρο, «… ξέρεις κλείνει μετά τις έντεκα το βράδυ και … και είναι τα φώτα του μια … παρέα… μια καλή παρέα. Κάποιες φορές έρχονται και κάποιοι νέοι με τις κοπέλες τους και κάνουν φασαρία. Πόσο ωραία είναι τότε, παίρνει ζωή όλη η γειτονιά … Θεέ μου τι ζωντάνια τα νιάτα! Τι ανεμελιά και γενναιότητα … ξέρουν ότι έχουν … αύριο. Πολλά «αύρια»! Καμιά φορά, τότε, χωρίς να ξέρω γιατί, θυμάμαι την μάνα σου… και γελάω, μπορεί ακόμα και να τραγουδήσω από την χαρά μου.
Βαλεντίνα – Βαλεντίνα … μόρτικα κομμένα τα μαλλιά σου
Σαν αγοροκόριτσο η μιλιά σου…» και σιγομουρμούρισε τον υπόλοιπο σκοπό.
Η Χρύσα τον πλησίασε από πίσω. Τον έπιασε από τους ώμους και προσπάθησε να τον χαϊδέψει απαλά. Το χέρι του άντρα σηκώθηκε αργά, έπιασε τη παλάμη της κόρης του και την έφερε στο στόμα του. Την φίλησε και την έσφιξε πάνω στο στήθος του.
«Η μαμά! Ποτέ δεν μου είπες για την μαμά. Μόνο ότι πέθανε μετά την γέννηση της Μαίρης. Κι εσύ…»
«Κανένας δεν την αγαπάει… την έχουν αφήσει μόνη της, να… κάποια πουλάκια μόνο…», ακούστηκε η μελαγχολική φωνή από την καρέκλα στο παράθυρο.
«Πατέρα…»
«Ναι κόρη μου… σε ακούω…»
«Πατέρα…», συνέχισε η Χρύσα με κάπως πιο «θολή» φωνή, «… ήθελα να μιλήσουμε για κάτι…»
«Ξέρω, να σταματήσω να βλέπω αυτό τον παράδεισο έξω και να συγκεντρωθώ στη κουβέντα μας έτσι; Αυτό δεν θέλεις;»
«Ναι, αν είναι δυνατόν… άκουσέ με για λίγο»
«Μάλιστα κόρη μου, είμαι όλος αυτιά …»
«Ξέρεις πατέρα, τον Παντελή… τον απολύσανε από την δουλειά του… αλλά το ξέρεις αυτό. Το έχει πάρει πολύ σοβαρά και…»
«Και δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι ε;»
«Κάπως έτσι…», επανέλαβε η Χρύσα, «… κάπως έτσι. Αλλά το θέμα είναι άλλο. Βλέπεις στα πενήντα του είναι δύσκολο να βρει δουλειά…»
«Ειδικά άμα είναι όλη μέρα σε ένα καναπέ και κλαίει τη μοίρα του. Γιατί παιδί μου, όλοι οι τεμπέληδες αυτό κάνουν… πάντα χρειάζονται μακροχρόνια ξεκούραση για να ξεκουραστούν ποιος ξέρει από τι;»
«Νομίζω ότι είσαι προκατειλημμένος εναντίον του και μιλάς άδικα γι αυτόν…»
«Άδικα; Δεν είναι όπως τα λέω; Ένα χρόνο τώρα - τόσο δεν είναι άνεργος; - τρώει μόνο από το φαί που του δίνεις εσύ και το ταμείο ανεργίας. Και η κόρη σας; Τι μέλλον της εξασφαλίζετε; Ωραία, τον αδικώ κιόλας…»
«Τέλος πάντων δεν ήρθα για να τσακωθούμε, αλλά η κατάσταση είναι δύσκολη πια, πολύ δύσκολη»
«Μάλιστα! Τελειώνει το ταμείο ανεργίας; Αυτό είναι! Και…»
«Πατέρα σταμάτα να πετάς την χολή σου και άκου αυτό που θέλω να σου πω…»
Ακούστηκε ο ήχος του ρολογιού – κούκου να σημαίνει την δωδέκατη ώρα της μέρας. Οι σκιές στους τοίχους φάνηκε να μικραίνουν και το παράθυρο έγινε λίγο πιο φωτεινό. Πατέρας και κόρη κοιτάχτηκαν στα μάτια επίμονα για μερικά δευτερόλεπτα. Ο άντρας γύρισε το βλέμμα απότομα προς το άνοιγμα της πόρτας λες και κάποιον περίμενε. Ανάσανε βαθιά. Έκανε νόημα με το χέρι ότι ήταν έτοιμος να την ακούσει. Νόμιζε ότι ήξερε.
«Όπως σου είπα, τα οικονομικά μας είναι στη χειρότερη στιγμή τους, έχουμε φτάσει λίγο πριν την απελπισία. Μέρες τώρα μαζεύω κουράγιο να σου μιλήσω»
«Αν ζητάς λεφτά παιδί μου, έχω κάτι πολύ λίγα, μπορώ να σας τα δώσω αν θέλετε. Αλλά είναι λίγα…»
«Όχι πατέρα δεν είναι αυτό. Ήθελα να σου πω ότι βρήκα και δεύτερη δουλειά, τα απογεύματα … κρατάω την γραμματεία σε κάποιο γιατρό. Λίγα τα λεφτά, αλλά από το τίποτα… καλά κι αυτά. Καταλαβαίνεις… το πρωί στο Υπουργείο, το απόγευμα στο γιατρό, κουράστηκα και…»
«Και δεν μπορείς να προσέχεις τον πατέρα σου. Αυτό θέλεις να μου πεις;»
«Ναι, αυτό. Με τον Παντελή… είπαμε να πας κάπου… να σε προσέχουν. Σε ένα …. Ωραίο μέρος!»
«Σε ένα ωραίο μέρος; Βρε – βρε … γιατί δεν το λες; Σε γηροκομείο θέλετε να με στείλετε, έτσι;»
«Όχι – όχι, μην το παίρνεις έτσι. Δεν είναι γηροκομείο. Όχι. Μια υπέροχη πανσιόν με καθαρούς και άνετους χώρους, κοντά στη θάλασσα. Και θα έχεις παρέα… της ηλικίας σου! Θα έχετε πολλά να λέτε και να κάνετε»
«Πανσιόν λένε τώρα στη σύγχρονη γλώσσα το γηροκομείο;»
Τώρα δεν τη κοίταγε πια καθόλου. Το βλέμμα του είχε «καρφωθεί» και πάλι σε εκείνη την μπουκαμβίλια, με τα χιλιάδες λουλούδια της και τα μικρά χελιδονάκια που είχαν κάνει τη φωλιά τους κάτω από την στέγη του διπλανού σπιτιού. Η κυρά Ελπινίκη σκούπιζε το πεζοδρόμιο και μόλις τον είδε, σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό. Ο ηλικιωμένος άντρας της απάντησε με τον ίδιο τρόπο. Ένοιωθε κουρασμένος και σαν να είχε νικηθεί πριν δώσει καν την μάχη του.
«Και που είναι αυτή η πανσιόν; Για να λες ότι έχει θάλασσα κοντά, πρέπει να είναι αρκετά μακριά από δω»
«Όχι, κοντά είναι, ούτε τριάντα χιλιόμετρα. Με το αυτοκίνητο σε μισή – μία ώρα μπορεί κάποιος να φτάσει. Και θα έρχομαι συχνά. Πολλές φορές την βδομάδα. Και θα έχεις μεγάλη περιποίηση εκεί. Αλήθεια σου λέω. Πήγαμε με τον Παντελή την προηγούμενη Κυριακή και την είδαμε. Και οι άνθρωποι εκεί … πολύ καλοί…»
«Ξέρεις θα μπορούσα να ζήσω μόνος μου. Να σε απαλλάξω από την φροντίδα μου. Κι εσένα και την αδερφή σου. Μπορώ να περιποιηθώ τον εαυτό μου ακόμα…»
«Δεν είναι αυτό πατέρα, δεν είναι μόνο η φροντίδα και η περιποίηση…»
Ο άντρας σηκώθηκε από την καρέκλα, προσπαθώντας να δείξει ότι ήταν ακόμη δυνατός και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε ένα ποτήρι νερό παγωμένο – πάντα του άρεσε το παγωμένο νερό – και γύρισε ξανά κοντά στο φθαρμένο του παράθυρο. Το ήπιε μονορούφι.
«Εκεί…», έδειξε με το χέρι του προς το διπλό κρεβάτι, «… θυμάμαι την μάνα σου να βογγάει όταν είχαν «σπάσει τα νερά» σε σένα. Είχα τρομοκρατηθεί, δεν ήξερα τι να κάνω, νεαρό παιδί ήμουν, άπειρος και φοβισμένος υπερβολικά, γιατί την αγαπούσα πολύ. Φώναξα τον άντρα της Ελπινίκης που είχε αυτοκίνητο και σε πήγαμε στο νοσοκομείο, μαιευτήριο δεν το λένε; Και όταν γεννήθηκες και έγινες μερικών ημερών σκατουλάκι, εδώ δίπλα είχαμε βάλει το κρεβατάκι σου. Και έκλαιγες, με όση δύναμη είχαν τα πλεμονάκια σου. Κι εκείνη η κακομοίρα, έτρεχε να πλυθεί για να θηλάσεις μήπως και ηρεμούσες. Κι εγώ… σε κρατούσα, αδέξια, λες και σήκωνα ένα βαρύ κρυστάλλινο βάζο. Και καθόμουν στο σκαμπό να σε χαζεύω που δάγκωνες τον μαστό. Κι εκείνη να μου χαμογελάει με κουρασμένο χαμόγελο. Και δεν κοιμόμουν για να σας κάνω παρέα. Άυπνη, έλεγα είναι η γυναίκα μου, άυπνος κι εγώ. Νόμιζα ότι έτσι θα την βοηθούσα ψυχολογικά. Μόνο την άλλη μέρα, στην δουλειά καταλάβαινα τι είναι η αϋπνία…»
Η Χρύσα χαμογέλασε φευγαλέα κοιτώντας τον πατέρα της που πάλι της είχε γυρίσει την πλάτη για να ξανακαρφώσει το βλέμμα του στην μικρή αυλή, έξω από το παράθυρο, προς την πόρτα του μικρού κήπου.
«Και όταν γεννήθηκε η Μαιρούλα… το μικρό μας, εκείνη έφυγε… έμεινα μόνος με δυό μωρά… μάνα και πατέρας μαζί, αδερφός και φίλος... όλα σε ένα όνειρο που ζούσα. Παράδεισος τα ματάκια σας, κόλαση η μοναξιά μου…»
Είχαν μείνει μερικές σταγόνες νερό στο ποτήρι και προσπάθησε να τις πιεί, σηκώνοντας το κεφάλι όσο πιο πολύ μπορούσε. Μια αχτίδα φωτός έπεσε πάνω στο δεξί του χέρι και φάνηκε σαν να τον χάιδευε. Ο γέρος άνθρωπος χαμογέλα…
«Ναι, τελικά είναι πολλά τα θαύματα που γίνονται σε αυτή τη ζωή… μια όμορφη κόρη, ένα δεύτερο καλό κοριτσάκι, μια ανάμνηση που σου στερεί την ελπίδα ή που σου δίνει ελπίδα, μια μπουκαμβίλια σε μια γωνιά ενός πράσινου κήπου, ένα παγωμένο ποτήρι νερό, ένα τσιγάρο όταν λαχταράς να «φύγεις»... ένα κελάηδημα του χαζού χελιδονιού πάνω στην στέγη…»
«Πατέρα σ’ αγαπώ και σου είπα ότι δεν είναι η φροντίδα που με κουράζει. Ξέρεις πόσο θέλω…»
«Αλλά; Τι είναι; Η οικονομική κατάσταση…»
Η Χρύσα είχε καθίσει στην άκρη του κρεβατιού και έπλεξε τα δάχτυλά της προσπαθώντας να μην δείξει τον εκνευρισμό που είχε αρχίσει να την καταλαμβάνει. Δεν ήθελε να παρασυρθεί σε αυτή την γεμάτη αναμνήσεις και συναισθηματισμούς συζήτηση. Έπρεπε να φανεί δυνατή. Τον διέκοψε:
«Πατέρα, επιτέλους. Σου είπα ότι όλα τα πράγματα έχουν γίνει δύσκολα και δεν υπάρχει καμία ή σχεδόν καμία λύση μπροστά μας. Ο Παντελής, όπως σου ανέφερα πριν, έχει γίνει ράκος μετά την απόλυσή του και τα δυό μου χέρια δεν μπορούν να μας θρέψουν όλους. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε να πουλήσουμε αυτό το σπίτι…»
Ο πατέρας κοίταγε συνέχεια, αμίλητος, έξω από το φθαρμένο παράθυρο χωρίς να κουνιέται. Ούτε τα βλέφαρα δεν τρεμόπαιξαν, ούτε το στήθος πια ανεβοκατέβαινε, λες και είχε σταματήσει ακόμα και η ανάσα του. Έμεινε έτσι για αρκετά δευτερόλεπτα. Το μυαλό του είχε φύγει από αυτό το δωμάτιο, ταξίδευε.
«Με ακούς; Πατέρα, με ακούς; Θέλω να το συζητήσουμε αυτό. Βλέπεις δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Τα χρέη μας έχουν πνίξει πια, η ζωή μας… έχει γίνει μαύρη, εφιάλτης…»
«Και η δική μου; Η δική μου ζωή;»
«Μα… γι αυτό σου είπα. Θα πάμε σε εκείνη την πανσιόν που σου περιέγραψα, θα είναι ωραία…»
«Ξέρω! Θα έχω και φίλους στην ηλικία μου, να κουβεντιάζουμε και να συγκρίνουμε τις αναμνήσεις μας, να κλαίμε για τα νιάτα μας και να στοιχηματίζουμε ποιος θα πεθάνει πρώτος και πως. Δεν θέλω, καλή ζωή… με άλλους μελλοθάνατους. Αλλά εσύ, όπως είπες θα έρχεσαι…»
«Ναι μπαμπά, θα έρχομαι συνέχεια. Όσο πιο πολύ μπορώ, σου το υπόσχομαι…»
«Ναι – ναι, μέχρι ν’ ανέβει η τιμή της βενζίνης και ν’ αυξηθούν τα διόδια. Κι αν κάποιο παιδί δεν είναι άρρωστο, αν δεν βαριέται ο Παντελής, αν δεν έχεις δουλειά και αν … ο καιρός είναι καλός. Αλλά και καλός να είναι, το μπάνιο των παιδιών στη θάλασσα… προηγείται. Και τα πράγματά μου;»
«Μπορείς να πάρεις τα πράγματά σου μαζί. Κάποια τουλάχιστον από τα πράγματά σου…»
«Όπως είπα… υπέροχη αυτή η μπουκαμβίλια λοιπόν. Στέκει περήφανα εκεί, χρόνια τώρα, λες και επιθεωρεί από το ύψος της, όλη τη γειτονιά»
«Πατέρα, η απόφαση είναι κοινή. Την πήραμε όλοι μαζί…»
«Όλοι μαζί; Όλοι;»
«Ναι πατέρα. Και η Μαίρη με τον Ιάσονα συμφώνησαν. Κάθε μια μας θα πάρει το μερίδιό της και όλα θα είναι ξανά καλά. Κι εσύ θα είσαι ευτυχισμένος…»
«Σε εκείνη την πανσιόν…»
«… ναι, σε εκείνη την πανσιόν και εμείς θα κατορθώσουμε να ξεχρεώσουμε ένα μεγάλο κομμάτι από το χρέος μας και θα μπορέσει η ζωή να βρει ξανά τον συνηθισμένο της ρυθμό…»
«Τον συνηθισμένο της ρυθμό; Ναι, αλήθεια η μπουκαμβίλια θα εξακολουθεί να μεγαλώνει, τα χελιδόνια θα πετούν με σκοπό το παιγνίδι ψηλά στα ουράνια και η Ελπινίκη θα … συνεχίζει την γκρίνια της κάνοντας έξω φρενών αυτό το ανθρωπάκι, τον άντρα της. Έτσι θα είναι πάντα… με τον συνηθισμένο ρυθμό τους. Όλα. Και εδώ και στην πανσιόν και παντού…»
«Πατέρα, είναι τελειωμένη υπόθεση. Βάλαμε κιόλας μεσίτη να το πουλήσει, μπορεί και από ώρα σε ώρα να έρθουν αγοραστές να το δουν. Γι αυτό θα ήθελα να είσαι λίγο περιποιημένος και ευγενικός… δηλαδή εξυπηρετικός με κάποιον που μπορεί να έρθει. Αν και θα καταφτάσει ένας υπάλληλος του γραφείου, μάλιστα έπρεπε να ήταν κιόλας εδώ…»
«Ένας πωλητής δηλαδή;»
«Ναι μπαμπά, ένας πωλητής…’
«Για να πουλήσει το δικό μου σπίτι… και το παράθυρό μου!»
«Ναι, μπαμπά, αλλά όλα θα πάνε καλά, καλύτερα από τώρα. Θα δεις…»
Η Χρύσα, αφού δικαιολογήθηκε βιαστικά, έπρεπε να πάρει τα παιδιά από ένα μάθημα πιάνου ή κάτι τέτοιο που δεν πολυκατάλαβε ο πατέρας της, έφυγε, κλείνοντας όσο πιο απαλά μπορούσε την πόρτα πίσω της. Ξεφύσησε και ένοιωσε ανακούφιση που μπόρεσε να πει έτσι απλά τα γεγονότα στον γέρο άντρα, να επιβάλλει (γιατί πραγματικά είχε επιβάλλει) την απόφασή της και μάλιστα χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Κατεβαίνοντας στην αυλή κοίταξε το ρολόι της – είχε αργήσει στο ραντεβού με την κομμώτριά της – δεν πρόσεξε το βλέμμα του από το παράθυρο και έπιασε τον εαυτό της δυνατό, με το ψέμα της δεύτερης δουλειάς που του είχε ξεφουρνίσει. Χαμογέλασε και έκοψε ένα μικρό κομμάτι από το γεράνι δίπλα της. Μετά από λίγο το πέταξε αφού πρώτα το «τσαλάκωσε» μες την χούφτα της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Το χτύπημα που ακούστηκε στην πόρτα, ήταν δυνατό και όμως – παράξενο πώς – ήταν συνάμα και ευγενικό, απαλό. Ο ηλικιωμένος άντρας γύρισε το κεφάλι προς τα κει, λες και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει ότι πράγματι είχε ακούσει καλά. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε επισκέψεις, όχι πολλές τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Και όταν έρχονταν οι κόρες του, επισκέψεις που κι αυτές είχαν λιγοστέψει, κρατούσαν δικό τους κλειδί.
Το χτύπημα ξανακούστηκε. Με αργά βήματα, όχι συρτά πάντως, κατευθύνθηκε προς τα κει. Ο απογευματινός ήλιος τώρα ήταν πιο αδύναμος και ο αέρας είχε δροσίσει αρκετά, κάνοντας ευχάριστη την παραμονή του στο περβάζι του παράθυρού του. Πριν ανοίξει γύρισε τα μάτια προς μικρό κρεβάτι και ευχαριστήθηκε στη θέα του. Ήταν καλοστρωμένο. Άνοιξε.
Στην πόρτα στεκόταν ένας νεαρός, δεν πρέπει να είχε περάσει τα τριάντα, με ένα ανοιχτό γκρι καλοκαιρινό κουστούμι και ευχάριστο χαμόγελο στο στόμα. Τα σκούρα του μάτια, προσπαθούσαν να διακρίνουν μέσα από το αδύναμο φως του διαδρόμου, τον ηλικιωμένο άντρα μπροστά του. «Φρεσκοξυρισμένος νεαρός – το ξυρισμένο πρόσωπο γενικώς ήταν κάτι σπάνιο την εποχή αυτή της αξυρισιάς – μάλλον πρέπει να είναι ο πωλητής από το μεσιτικό γραφείο», σκέφτηκε ο άντρας.
«Ο κύριος Ευθυμίου;», ρώτησε με καθαρή φωνή, «ο κύριος Γιώργος Ευθυμίου;»
Απάντησε με μια καταφατική, αργή κίνηση του κεφαλιού. Έκανε στην άκρη ενώ ταυτόχρονα το χέρι του, έσφιγγε το προτεταμένο σε χαιρετισμό χέρι του γελαστού νεαρού.
«Είμαι ο…»
«Ξέρω, ξέρω καλά ποιος είσαι. Πέρασε παιδί μου»
«Αλήθεια;»
Γύρισε την πλάτη σαν πεισματωμένο παιδί που δεν ήθελε να μιλήσει περισσότερο επειδή του είχαν κλέψει το αγαπημένο του παιγνίδι. Άφησε τον νεαρό να κλείσει την εξώπορτα και κάθισε στο παράθυρο δείχνοντας με το χέρι μια άλλη καρέκλα.
«Ώστε λοιπόν, αυτό είναι το σπίτι… το σπίτι σας! Ωραίο είναι, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, ωραίο είναι…», είπε σημειώνοντας κάτι σε ένα μεγάλο σημειωματάριο που κρατούσε. «Αυτό είναι το σαλόνι και απ’ ότι βλέπω, πίσω από κείνη την πόρτα… το υπόλοιπο; Θα μπορούσα να δω λοιπόν και το υπόλοιπο;».
Ο γέρος άντρας, δεν αντέδρασε παρά μόνο με ενθαρρυντικές χειρονομίες, σαν να του έλεγε: «Ελεύθερα, πήγαινε όπου θέλεις, κάνε ότι θέλεις, μόνο μη με ζαλίζεις». Τα μάτια είχαν ένα υγρό σχεδόν κόκκινο χρώμα, καρφωμένα πάνω στο μικρό χελιδόνι που τάιζε τα μικρά του στην χωμάτινη φωλιά του. Και πιο δίπλα η μπουκαμβίλια κοκκίνιζε το βάθος της εικόνας, λικνιζόμενη στο ελαφρύ αεράκι.
«Πολύ όμορφη η κουζίνα…», ακούστηκε η φωνή του νεαρού από το εσωτερικό του σπιτιού, αδύναμη, αφού έπρεπε να διασχίσει δυό τοίχους – χωρίσματα μέχρι το σαλόνι. «Και τα μέσα δωμάτια… πολύ άνετα και … με φως, αν και ο ήλιος έχει γυρίσει…», συνέχισε.
Ο «κύριος Ευθυμίου», δεν έδωσε καμιά σημασία. Τον απασχολούσε αν θα έτρωγε και το τρίτο χελιδονάκι, γιατί διαπίστωσε ότι τα δυό πρώτα «έκλεβαν» σχεδόν όλο το φαί. «Ωραίοι γονείς!», μουρμούρισε. Ακούμπησε στο περβάζι και προσπάθησε να δει καλύτερα. Ησύχασε όταν διαπίστωσε ότι και το τρίτο έτρωγε το ίδιο. «Ζητάω συγγνώμη κύριε και κυρία χελιδόνα γι αυτό που είπα. Μάλλον βιάστηκα να σας κακοχαρακτηρίσω… είμαι αδικαιολόγητος!»
«Έχει και τουαλέτα επισκεπτών βλέπω…», ακούστηκε η φωνή από το βάθος.
«Τα πάντα έχει, άει στο διάολο πια…», σκέφτηκε ο γέρος άντρας, «… και τουαλέτες και δωμάτια και παράθυρα και πόρτες και… και… της Παναγιάς τα μάτια έχει…».
Στο σαλόνι φάνηκε πάλι ο χωρίς όνομα νέος – τότε συνειδητοποίησε ο κος Γιώργος ότι δεν του είχε πει το όνομά του – που ξεσκόνιζε το σακάκι του με την ανάποδη της παλάμης.
«Ωραίο τελικά το σπίτι σας. Όλοι οι χώροι άνετοι και χωρίς πολλές - πολλές φθορές. Νομίζω ότι η κυρία Χρύσα, όσον αφορά στις τιμές, κινείται σε λογικά πλαίσια. Μάλιστα! Μπορεί βέβαια να κατέβει λίγο, με μια σωστή και γρήγορη πληρωμή, αλλά … καλά, πολύ καλά…»
«Δεν έχει όμως μπαλκόνια, μόνο παράθυρα. Τα μέσα βλέπουν προς την πόλη και δεν νομίζω ότι έχουν κανένα ενδιαφέρον έξω από το φως τους. Αλλά αυτό εδώ… όλο τον κήπο, την αυλή και την μεγάλη μπουκαμβίλια…»
«Σας αρέσουν τα φυτά ε;»
«… και έρχονται εδώ όλων των ειδών τα πουλιά. Κάνουν φωλιές τα χελιδόνια…», έδειξε με το χέρι την στέγη, «… τα κοτσύφια, εκεί αν προσέξεις στην σεφλέρα, πιο πάνω, στην ελιά, στην άκρη του τοίχου είναι μια σπουργιτοφωλιά και περιστέρια μέσα στις γλάστρες. Αυτά τα τελευταία βέβαια … και που δεν κάνουν! Όλα όμορφα!»
«Μάλιστα, εκτός από τα φυτά, σας αρέσουν και τα πουλιά…»
«Λάθος κάνεις. Μου αρέσει η ζωή και όλα τα πλάσματα που παλεύουν για αυτή. Βλέπεις στην ηλικία μου… τι θα μπορούσα να εκτιμήσω περισσότερο; Την ζωή από την μια και τις αναμνήσεις απ’ την άλλη. Η μια δίνει ελπίδα, η άλλη σκοπό. Όλα είναι εδώ κι εδώ…», είπε δείχνοντας την αυλή και το κεφάλι του.
«Ναι, σωστά όλα αυτά, μήπως όμως να λέγαμε μερικά λόγια και για το σπίτι; Εδώ διαπραγματεύεται μια αρκετά σημαντική πώληση. Δεν είναι λίγα τα λεφτά, δεν λέω βέβαια πως δεν τα αξίζει, αλλά μήπως θα έπρεπε να ξέρω μερικά πράγματα ακόμα;»
«Για τα ντουβάρια; Λάθος, δεν μιλάμε για το σπίτι, μιλάμε για τις ζωές που έκαναν … αυτό… αυτό το … πώς να το πω… σπίτι. Γιατί οι ζωές και οι εικόνες φτιάχνουν τα σπίτια. Και όταν έρθει η στιγμή να μείνεις μόνος, το σπίτι ζει εδώ μέσα, στην καρδιά και το κεφάλι, κυκλοφορεί στις φλέβες σου, αίμα το λένε, και σου γεμίζει τα πνευμόνια σου. Σπίτι, έγινε σαν μου χαμογέλασε η κυρά μου πριν … πριν από τριάντα πέντε, σαράντα χρόνια, να είναι καλά εκεί που είναι τώρα. Σπίτι γένηκε όταν έφερα την Χρύσα μου, μωρό και την γυναίκα μου για πρώτη φορά σε τούτο το δωμάτιο…», έδειξε ολόγυρα, «… σπίτι έγινε όταν η Μαιρούλα μου έκλαιγε ασταμάτητα σαν την τρόμαζαν τα πουλιά στο παράθυρο, σπίτι γινόταν κάθε φορά που τα κορίτσια μου έρχονταν από το σχολείο, με φωνές, με γέλια, με κλάματα άλλοτε κι εγώ τα έβλεπα και η καρδιά μου αναπηδούσε. Αυτό είναι το σπίτι. Αλλιώς θα ήταν ένα οικοδόμημα, όπως μια αποθήκη, όπως ένα βενζινάδικο ή κάποιο μπουρδέλο»
«Και τώρα, τι θα γίνει; Εσείς εννοώ, τι θα κάνετε; Αν το πουλήσετε λέω»
«Α, θα πάω κάπου αλλού, καλά θα είναι. Μου το είπε η κόρη μου η μεγάλη. Μια πανσιόν λέει, θα με φιλοξενήσει για το υπόλοιπο της ζωής μου. Και θα έχω φίλους εκεί, της ηλικίας μου φίλους, όλοι με μια κάποια ιστορία πίσω τους, με κάποια παράπονα, με κάποιες χαρές. Και το φαγητό, μου είπε, θα είναι πολύ καλύτερο από αυτό που τρώω σήμερα. Να χθες έφτιαξα αυγά με κόκκινη σάλτσα… πολύ ανθυγιεινό… δεν νομίζεις;»
«Ναι, αρκετά ανθυγιεινό, ειδικά για την ηλικία σας…»
«Αλλά νόστιμο ε;»
«Δυστυχώς ναι»
«Αυτό είναι που λέω. Εκεί δεν θα με αφήνουν να τρώω τέτοια πράγματα. Θα με προσέχουν μη πάθω τίποτα. Θα με μάθουν να ζω σαν άρρωστος με τα φαγητά τους, για να μπορέσω να πεθάνω υγιής. Και θα μπορέσω μου είπε να πάρω και μερικά πράγματα μαζί μου. Φαντάζομαι καμιά φωτογραφία ίσως και το μικρό γραφειάκι με το τρανζίστορ που άκουγα Κυριακάτικα τους αγώνες…»
«Άλλο ένα πράγμα που το κάνει σπίτι…» και γέλασε.
«Ακριβώς, άλλο ένα πράγμα που το κάνει σπίτι!»
«Και που είναι αυτή η πανσιόν; Κάπου κοντά;»
«Ναι, έτσι μου είπε, κάπου κοντά και με την θάλασσα δίπλα της. Θα έχει και πράσινο και καθαρό αέρα. Γι αυτό συμφώνησα…», κοίταξε τον χώρο γύρω του, «… να πάω εκεί».
Ο νεαρός σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρα που καθόταν ο ηλικιωμένος. Προσπάθησε να δει την αυλή. Το πρώτο πράγμα, αφού έτσι κι αλλιώς δέσποζε του χώρου, που είδε, ήταν η μεγάλη κόκκινη μπουκαμβίλια. Δεν μπόρεσε να μην την θαυμάσει. Χτύπησε το κινητό του και απομακρύνθηκε για να απαντήσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο νεαρός άντρας μίλησε για λίγο στο κινητό του, με την πλάτη γυρισμένη στον «κύριο Ευθυμίου». Ακουμπώντας στον τοίχο, έδειχνε να έχει μια αρκετά σοβαρή συζήτηση, χρησιμοποιούσε χειρονομίες και κάποιες φορές έφερνε την παλάμη του αριστερού χεριού κοντά στο τηλέφωνο, σε μια προσπάθεια να κρύψει τα λόγια του.
Στο παράθυρο ο ηλικιωμένος, δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Λες και ήταν μόνος του μέσα στον χώρο. Αναπολούσε; Μπορεί. Πάντως δεν έδειχνε να τον νοιάζουν και πολλά πράγματα.
«Λυπάμαι κύριε Γιώργο, αλλά θα πρέπει να λείψω για λίγο. Δεν θα αργήσω, μισή με μία ώρα θα κάνω, δουλειές όπως καταλαβαίνεται. Μήπως θα θέλατε κάτι πριν φύγω;»
«Σαν τι δηλαδή; Τι θα μπορούσα να ήθελα από σένα τώρα;»
«Ένα ποτήρι νερό, κάτι τις τέλος πάντων…»
«Μπα, … έγινες και καμαριέρα μου τώρα;»
Ο μουσαφίρης χαμογέλασε δείχνοντας μια σειρά από ολόισια λευκά δόντια. Πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε.
«Στο επανιδείν κύριε Ευθυμίου» και έκλεισε πίσω του απαλά.
Ο ηλικιωμένος άντρας δεν κούνησε, ούτε χαιρέτησε, δείχνοντας έτσι την αντιπάθεια ή ακόμη και την μοναχικότητά του. Δεν φάνηκε να τον απασχολεί ιδιαίτερα το όλο θέμα που είχε δημιουργηθεί από το πρωί, πρώτα με την συζήτηση με την κόρη του και μετά με τον περίεργο (;) νεαρό. Σηκώθηκε και κοίταξε το ρολόι στο μικρό τραπεζάκι με το μπεζ κεντητό προστατευτικό. Η ώρα είχε πάει επτά, έξω είχε σχεδόν σκοτεινιάσει και από το παράθυρο έμπαινε η μυρωδιά του νυχτολούλουδου της κυρά Ελπινίκης. Παραξενεύτηκε που δεν είχε ακούσει τον κούκο τόση ώρα. Πήγε προς τον πίσω τοίχο και ανακάλυψε ότι είχε σταματήσει το τακ – τακ του ρολογιού, αφού οι τεντωμένες αλυσίδες του, έδειχναν ότι είχε ξεκουρδιστεί. Άπλωσε το χέρι να τις τραβήξει… «Τι σημασία έχει, αφού σε λίγο θα έχω φύγει από δω…», σκέφτηκε με κάποια μελαγχολία.
Στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο, να βρει κάτι να φάει, κάποια μικροπράματα, ίσως λίγο τυρί, ίσως λίγο σαλάμι. Το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα μπουκάλι με πορτοκαλάδα, το άνοιξε και ήπιε κατευθείαν από το πλαστικό, χωρίς να χρησιμοποιήσει ποτήρι. Άναψε το μικρό καμινέτο και έφτιαξε καφέ. «Δεν πειράζει… μήπως έχω να κάνω τίποτα το πρωί;», αναρωτήθηκε σκεπτόμενος την αϋπνία που θα τον έπιανε. Πήρε τον καφέ του και κάθισε πάλι στην αγαπημένη του θέση κοντά στο φθαρμένο παράθυρό του. Άνοιξε την τηλεόραση να «χαζέψει» λίγο – δεν έμοιαζε με τους άλλους ηλικιωμένους που κοιτούσαν μετά μανίας τις ειδήσεις – και έτσι γύριζε από το ένα κανάλι στο άλλο. Σταμάτησε σε ένα ντοκιμαντέρ, κάτι που εξηγούσε την ζωή των λιονταριών στην Αφρική.
Βαρέθηκε! Έκλεισε την συσκευή και άνοιξε το ραδιόφωνο, έτσι κι αλλιώς είχε μεγαλύτερη αδυναμία στο μικρό τρανζιστοράκι του, γιατί δεν σπαταλούσε ενέργεια να προσέχει την εικόνα. Άκουσε το κλειδί που άνοιγε την πόρτα. Η Χρύσα έκανε την εμφάνισή της, όμορφη όπως πάντα και γεμάτη με τσάντες από το super – market, που ήταν τρία τετράγωνα πιο κάτω.
«Λοιπόν πατέρα, πως είσαι; Καφεδάκι βλέπω… μα τέτοια ώρα; Δεν είναι σωστό, θα ξαγρυπνήσεις» και έκανε μια κίνηση με το χέρι να του πάρει το φλιτζάνι. Ο ηλικιωμένος, τράβηξε το δικό του χέρι, απότομα, να προφυλάξει την κούπα και στράφηκε προς την αντίθετη πλευρά. Η Χρύσα δεν έκανε άλλη προσπάθεια. Τον άφησε εκεί μπροστά στο παράθυρο και πήγε στην κουζίνα να τακτοποιήσει τα ψώνια. Όταν γύρισε, τον ρώτησε:
«Λοιπόν, ήρθε κανείς για το σπίτι; Ενδιαφέρθηκε κανείς;»
«Όχι, μόνο ένας νεαρός … ένας καλοντυμένος νεαρός, ο οποίος το έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν μου φάνηκε βέβαια για… πελάτης»
«Μπορεί να ήταν από το μεσιτικό γραφείο, κάποιος υπάλληλος, πωλητής. Αλλιώς να το δείξουμε εμείς στους αγοραστές και αλλιώς αυτός. Βλέπεις θα έχει εμπειρία…»
«Εμπειρία; Μπα, δεν νομίζω, πολύ μικρός μου φάνηκε και δεν είδα να κάνει τις πολλές ερωτήσεις που κάνουν συνήθως οι πωλητές…»
«Και που είναι τώρα;»
«Πήρε κάποιο τηλέφωνο κι έφυγε. Μου είπε για λίγο… θα ξανάρθει γρήγορα»
«Ελπίζω να με προλάβει. Πρέπει κι εγώ να φύγω σε λίγο, δεν μπορώ να περιμένω για πολύ. Έχω μια επείγουσα δουλειά…»
«Πάντα θα έχεις επείγουσες δουλειές. Η ζωή σου είναι μόνο επείγουσες δουλειές…»
«Λοιπόν, για… να ξανάρθουμε στην κουβέντα μας την πρωινή. Αν συμφωνείς κι εσύ, τη Δευτέρα λέμε να σε πάρουμε να πάμε σε εκείνο το ίδρ…, την πανσιόν θέλω να πω. Να την δεις κι εσύ, να δεις τι όμορφα είναι εκεί, δίπλα από την θάλασσα και τα πεύκα. Τι λες;»
«Μπορώ να πω όχι; Τότε, σύμφωνοι, ας πάμε!»
«Ο νεαρός που ήρθε εδώ, πως ήταν; Σου είπε τίποτε για κανένα αγοραστή; Αν δηλαδή είχε καμιά πρόταση; Από το γραφείο μου είπαν ότι κάποιος θέλει να το δει. Να δεις που γι αυτό θα τον έστειλαν. Λοιπόν… να συμμαζέψω λιγάκι…»
«Γιατί να συμμαζέψεις; Το σπίτι θα δούνε ή αν είμαστε καλές νοικοκυρές; Να αφήσεις τα πράγματα όπως ακριβώς είναι, όπως τα έχω εγώ αφήσει. Και το ποτήρι εκεί στο τραπεζάκι και την κούπα με τον καφέ πάνω στο περβάζι του παράθυρου και τα παπούτσια μου μπροστά από το κρεβάτι… κι όλα τέλος πάντων όπως ακριβώς είναι…»
Ο απότομος και επιτακτικός τόνος της φωνής του έκαναν την Χρύσα να πισωπατήσει ένα βήμα και να αφήσει το δωμάτιο στην ησυχία του. Επικράτησε σιωπή, επιθετική σιωπή κατά ένα τρόπο, που διήρκεσε αρκετή ώρα. Μέχρι την ώρα που ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα. Ο ηλικιωμένος άντρας δεν έδειξε καμιά αντίδραση σε αντίθεση με την κόρη του, που φάνηκε να ξυπνά από ένα λήθαργο και τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Πήγε ν’ ανοίξει:
«Ο κύριος;»
Ο καλοντυμένος νεαρός την εξέτασε με τα μάτια του από την κορυφή ως τα νύχια για αρκετά δευτερόλεπτα. Ικανοποιημένος από το θέαμα της Χρύσας την ρώτησε:
«Η κυρία Χρύσα; Η κόρη του κυρίου Γιώργου;», έτεινε το χέρι και την χαιρέτησε, «… χάρηκα»
Μπήκε στο σπίτι, χωρίς για άλλη μια φορά να δώσει το όνομά του αν και ρωτήθηκε και δεύτερη φορά. Αλλά και πάλι είχε βρει τρόπο να αλλάξει κουβέντα.
«Τώρα που είσαστε εδώ, έλεγα να πούμε μερικά πράγματα για το σπίτι οι δυό μας. Να μου δείξετε όλες τις … «κρυφές του χάρες». Όλα του τα υπέρ»
«Ναι, σωστά, γιατί όχι; Κι από ότι μου είπαν από το γραφείο σας…»
«Το γραφείο μου;»
«Ναι, από το γραφείο σας, υπάρχει κάποιος που ενδιαφέρεται σοβαρά. Λοιπόν, ας αρχίσουμε… από δω»
«Γιατί όχι; Η πρώτη εντύπωση είναι αυτή που μετράει πιο πολύ στο μυαλό των αγοραστών»
«Ξέρετε αγαπητέ, το σπίτι έχει μείνει χρόνια χωρίς γυναικείο χέρι, αφού ο πατέρας μου έμεινε μόνος του για αρκετά χρόνια… μετά τον θάνατο της μητέρας μου…»
«Τον θάνατο;»
«Ναι, τον θάνατο. Κι εγώ και η αδερφή μου, είμαστε ορφανά. Μόνο ο πατέρας υπήρχε για μας…»
«Α, ο κύριος Γιώργος, αυτού που του ανήκει το σπίτι;»
«Του ανήκει… τέλος πάντων, τυπικά του ανήκει αφού το έχει γράψει σε εμάς, τα δυό του παιδιά…»
«Μετά θάνατο όμως ε;»
«Τυπικό. Αφού κι αυτός συμφωνεί να μετακινηθεί σε μια … πανσιόν και να το πουλήσουμε, δεν είναι τυπικό αυτό το «μετά θάνατον»; Και τα λεφτά από το σπίτι θα το μοιραστούμε τα δυό αδέρφια, έτσι κι αλλιώς ο πατέρας αν τα είχε στο χέρι, θα μας τα έδινε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δεν υπάρχει κανένα νομικό πρόβλημα, αφού φαίνεται ότι αυτός το πουλάει…»
«Αυτός;»
«Ναι, αυτός, γιατί απορείτε; Τι δεν είναι σωστό;»
«Τίποτα, τίποτα, απλώς αυτή η λέξη, το «αυτός», ακούστηκε πολύ… πώς να το πω, απρόσωπο, ξύλινο. Αλλά συγγνώμη, δεν μου πέφτει λόγος εμένα…»
«Ακριβώς, νομίζω ότι δουλειά σας είναι να πουλήσετε το σπίτι όσο πιο γρήγορα γίνεται και στην πιο καλή τιμή. Έτσι;»
«Ασφαλώς, όσο πιο γρήγορα και στην πιο καλή τιμή. Ακριβώς!», της απάντησε με ένα αμυδρό χαμόγελο.
Τον γύρισε και στο υπόλοιπο σπίτι, του εξήγησε όσο πιο αναλυτικά μπορούσε τα πάντα. Μέχρι και μικρές ιστορίες από την ζωή εκεί μέσα του είπε. Ο ξένος συλλογίστηκε ότι αυτές οι ιστορίες είναι που κάνουν το «σπίτι». Η ξενάγηση δεν κράτησε πολύ ώρα.
«Λυπάμαι…», του είπε, «… αλλά πρέπει να φύγω. Νομίζω ότι μπορεί κάποια να σου πει και ο πατέρας, αυτός ζει τα τελευταία χρόνια εδώ. Μόνος του»
«Αυτός που πρέπει να πάει στην πανσιόν; Αυτός εκεί;»
Η Χρύσα δεν απάντησε, μόνο που πήρε νευρικά την τσάντα της δείχνοντάς του την δυσαρέσκειά της, για την τελευταία του φράση. Είχε παρατηρήσει ότι από την αρχή ο… νεαρός ήταν αρκετά … πώς να το πει… δεικτικός, ειρωνικός (;) απέναντί της. Πέταξε ένα βιαστικό «καληνύχτα» κι έκλεισε την πόρτα πίσω της, χωρίς καν να χαιρετήσει με εκείνο το τυπικό φιλί τον πατέρα της.
Ο ηλικιωμένος άντρας, για άλλη μια φορά δεν αντέδρασε. Την είδε από το παράθυρο να φεύγει, με γοργό βηματισμό, φτιάχνοντας τα μαλλιά της με μια νευρική κίνηση των χεριών της. Σήμερα όλα τα καταλάβαινε, όλα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό του. Φαίνεται είχε πάθει κρίση παρατηρητικότητας και διαύγειας. Ο νεαρός, ακίνητος και σοβαρός στεκόταν όρθιος, μερικά βήματα πίσω του. Τον κοίταξε προσεκτικά, ερευνητικά. Εκείνος ατάραχος, πλησίασε και κάθισε σε μια ξύλινη καρέκλα κοντά του.
«Λοιπόν, τι άλλο μπορούμε να πούμε για αυτό το σπίτι; Για τα… πατώματά του, τα ταβάνια του, τα φθαρμένα παράθυρά του ή για τις ιστορίες που στόλισαν αυτούς τους τοίχους; Γι αυτά…», συνέχισε με ελαφρά ειρωνικό τρόπο, «… που κάνουν τα σπίτια;», χαμογέλασε.
Τα συνοφρυωμένα χαρακτηριστικά του άντρα δίπλα στο παράθυρο, άρχισαν να μαλακώνουν. Κάτι σε αυτό τον νεαρό τον έκανε να ηρεμεί, του ενέπνεε εμπιστοσύνη, ακόμη και … σιγουριά.
«Μπορούμε να πούμε για όλα. Και για τα απλά υλικά θέματα και για την ανάμνηση των παλιών. Αν και δεν καταλαβαίνω πως βοηθάει στην πώληση του σπιτιού κάτι τέτοιο. Λοιπόν αυτό το σπίτι το κληρονόμησα από τον πατέρα μου, οπότε η ηλικία του… ξεπερνά τα εκατό χρόνια. Αλλά γερό «σκαρί», που λένε. Εδώ μέσα γεννήθηκαν ελπίδες άπειρες, όνειρα πολλά, στενοχώριες και χαρές. Εδώ μέσα πλάσανε τα πρώτα τους παλάτια, όλα τα μέλη της οικογένειας Ευθυμίου. Κλάψανε, γελάσανε, απογοητεύτηκαν, ενθουσιάστηκαν. Να, εκεί…», έδειξε με το χέρι προς την εσωτερική πόρτα, «… το πρώτο δωμάτιο της αγάπης μας. Στην κουζίνα, την ώρα του φαγητού, χωρίς να το περιμένω, το τι τρώγαμε δεν θυμάμαι, μου είπε η Ελένη ότι ήταν έγκυος. Πήγα να πνιγώ… η μπουκιά είχε καθίσει στο λαρύγγι και δεν είχα την λογική ούτε να βήξω ακόμα. Νόμιζα ότι όλα γύρω μου είχαν γίνει ρευστά και κυλούσαν στο πάτωμα. Μόνο εκείνη, αχ εκείνη, όρθια και μεγαλοπρεπής, στεκόταν ακίνητη και χαμογελαστή ακουμπώντας στο τραπέζι. Η Ελένη μου, με … το δικό μου παιδί, το δικό μου «σπλάχνο» στην κοιλιά της. Έκανα μέρες να καταλάβω την σημασία μου, μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Όλα ήταν τρελά φτιαγμένα και απόλυτα … δικά μας! Όταν φέραμε το παιδί στο σπίτι μετά την γέννα, νόμιζα ότι δεν θα νυχτώσει ποτέ πια, ότι ο ήλιος θα ήταν πάντα στο μέσο του ουρανού. Τότε ήταν που η Ελπινίκη έβαλε αυτή τη μπουκαμβίλια στον κήπο της, για να θυμόμαστε λέει, τα χρόνια της Χρύσας μου…»
«Δηλαδή, όσο είναι η μεγάλη σας κόρη, τόσο είναι και το φυτό εκεί κάτω!»
«Ναι, όταν την βλέπω, λες και αντικρίζω την Χρύσα μου στα παιδικάτα της. Μέχρι τα τώρα, ακόμα την βλέπω να μεγαλώνει, αν και δεν της το λέω. Όλο κορίτσι και μωρό την λέω. Δεν πρέπει να καταλάβει ότι μεγαλώνει…»
«Δεν πρέπει; Λέτε να μην το καταλαβαίνει η ίδια;»
Ο ηλικιωμένος άντρας τον κοίταξε καλά μέσα στα μάτια. Γέλασε και μια παιδικότητα βγήκε από τα ζαρωμένα μάτια με τους μαύρους κύκλους. Λες και είχαν στιγμιαία φωτιστεί από κάποια εσωτερική πηγή φωτός.
«Οι γυναίκες δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Νομίζουν ότι βλέπουν στο καθρέφτη τους το ίδιο πρόσωπο αιώνια… δεν μπορούν να διακρίνουν τα σημάδια του χρόνου…»
«Η δεν θέλουν να τα διακρίνουν …»
«… ή δεν θέλουν να τα διακρίνουν …», επανέλαβε τα λόγια του συνομιλητή του, «… ο θάνατός τους βλέπεις, δεν είναι ο βιολογικός, αλλά αυτός της απόρριψης…». Έδειξε να κομπιάζει, σαν αυτόν που ξέρει ότι είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει τον λόγο του, αλλά αυτά που θα πει, θα τον ενοχλήσουν. Ο νεαρός τον παρότρυνε:
«Και;»
«Και τότε φέρονται παράλογα, τελείως τρελά. Μόνο εκείνες - λες - και υπάρχουν! Τότε σε αφήνουν …»
«Για να τρέξουν πίσω από κάποια ωραία λόγια, πίσω από κάποιες φρούδες ελπίδες»
«Ναι, αυτό κάνουν. Γιατί ο κόσμος δεν τις χωράει, στενάζουν κάτω από το ίδιο βλέμμα που τις κατασκοπεύει από τα νεαρά τους χρόνια. Αλλά νομίζω ότι αυτά είναι πράγματα που δεν σε ενδιαφέρουν…»
«Λέτε;»
«Ναι. Δεν υπάρχει λόγος να εξηγήσουμε κάτι που όλοι οι ψυχολόγοι, από την αυγή της επιστήμης τους δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν με όλα τους τα στατιστικά, αλλά και πνευματικά τους εφόδια»
«Ίσως και να έχετε δίκιο σε αυτό…», χαμογέλασε, «… ίσως. Να κεράσω ένα τσιγάρο; Νομίζω πως το χρειαζόμαστε και οι δυό μας τώρα»
Έδωσε το πακέτο του και ο ηλικιωμένος τράβηξε ένα με το χέρι να δείχνει ελαφρά τρεμάμενο. Το άναψε και το πρόσωπο φωτίστηκε στη φλόγα του αναπτήρα, σαν σε πρόσωπο πίνακα του Ρέμπραντ. Λένε ότι η πρώτη ρουφηξιά καπνού, είναι η απολαυστικότερη και οι δυό άντρες, πραγματικά, την απόλαυσαν με τα μάτια κλειστά για λίγα δευτερόλεπτα.
«Μακρηγορώ ε; τέλος πάντων, βλέπεις είναι τόσες πολλές οι… στιγμές, οι αναμνήσεις, που δεν ξέρω που να σταματήσω! Μετά … δεν μιλάμε για το σπίτι και τις κρυφές του χάρες. Δεν θα έπρεπε να λέμε γι αυτά;»
«Μα, όλα είναι γύρω από το σπίτι. Και τα ντουβάρια του όπως είπατε, αλλά και οι ιστορίες του. Και…», κοίταξε το ρολόι στο χέρι του, «… η ώρα πέρασε και δεν βλέπω να έρχεται κανένας ενδιαφερόμενος. Νομίζω ότι μπορούμε να τελειώσουμε την ιστορία μας»
«Είσαι νέο παιδί, όλο και κάτι καλύτερο θα έχεις να κάνεις, από το να ακούς την δακρύβρεχτη ιστορία ενός γέρου. Κάποια κοπέλα; Δεν θα σε περιμένει κάποια κοπέλα κάπου; Είναι ωραίο να βγαίνεις βόλτα με μια νέα κοπέλα. Να της κρατάς το χέρι, να προσποιήσε τον φύλακα άγγελο στον δρόμο, να της μιλάς λες και ξέρεις τα πάντα κι εκείνη να δείχνει ενδιαφέρον μη και σου θίξει τον εγωισμό, να σε κοιτάζει μέσα στα μάτια και να καταλαβαίνεις ότι κάποιος, άδολα, ενδιαφέρεται για σένα. Κι εκεί, στο μισοσκόταδο του σινεμά, να πιάνεις τον μηρό της, να την τσιμπάς ελαφρά πιο πολύ να νοιώσεις το μαλακό της κρέας στην παλάμη…
Γι αυτό σου λέω. Καλύτερα να πας παιδί μου, η ζωή σε περιμένει…»
Ο νεαρός δεν σηκώθηκε από την θέση του. Όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε την αφήγηση με μεγάλη προσοχή.
«Όχι, δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω, ή πιο σωστά, αυτό που έχω να κάνω, δεν είναι τόσο επείγον. Μπορώ κι άλλη μέρα. Ή μάλλον επιβάλλεται να το κάνω μια άλλη μέρα. Και… δεν θα έχανα με τίποτα αυτή την ιστορία, το τέλος αυτής της ιστορίας, μέχρι σήμερα δηλαδή…»
«Παράξενο! Αλλά μου φαίνεται ότι σε ξέρω από κάπου, δεν ξέρω από πού, αλλά νομίζω ότι πραγματικά κάπου σε ξέρω…»
«Πολύ πιθανό να με μπερδεύετε με κάποιον άλλο. Έτσι κι αλλιώς η εμφάνισή μου είναι… τόσο κοινή»
«Μπορεί να έχεις δίκιο! Τέλος πάντων, αφού σου αρέσει να ακούς γεροντίστικες μελαγχολικές αηδίες… τι να πω! Λοιπόν, που είχαμε μείνει; Α, ναι. Δυό χρόνια μετά από εκείνη την μπουκαμβίλια, από την ημέρα δηλαδή που φυτεύτηκε, δυό χρόνια συνεπώς από την γέννηση της Χρύσας μου, να ‘σου και η μικρή μου Μαίρη. Άλλες χαρές, άλλες αγωνίες. Μόνο που δεν έμελλε να υπάρξει ευτυχία μέσα σε αυτό το σπίτι … Δυό μήνες αργότερα, ίσως και τρεις, η Ελένη μου… πέθανε. Έτσι ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση. Έμεινα μόνος με δυό παιδιά, ένα δίχρονο γκρινιάρικο διαβολάκι κι ένα βυζανιάρικο. Νόμιζα ότι δεν θα τα κατάφερνα, φοβόμουν υπερβολικά…»
«Πως πέθανε; Από τι;»
«Τι σημασία έχει; Το θέμα ήταν ότι την έχασα, έφυγε για πάντα…»
«Πέθανε;»
Ο ηλικιωμένος άντρας σηκώθηκε και ακούμπησε ξανά στο παντζούρι του φθαρμένου παράθυρου. Με έντονη φωνή μίλησε χωρίς να γυρίσει το πρόσωπο προς τον νεαρό συνομιλητή του:
«Τι σημασία έχει πως και από τι πέθανε; Αυτό είναι το θέμα;»
«Ναι, μπορεί να είναι και αυτό ε;»
«Όχι, δεν είναι, ποτέ δεν ήταν. Το θέμα ήταν τα παιδιά, να μεγαλώσουν σωστά και να προοδεύσουν στη ζωή τους…»
«Δεν πέθανε έτσι; Σας άφησε, σας άφησε για κάποια άλλα λόγια, πιο γλυκά, πιο ρομαντικά, πιο … ερωτικά. Έτσι είναι; Σας παράτησε για κάποιον άλλο. Και δεν το παραδεχτήκατε ποτέ… Προτιμήσατε να την «πεθάνετε», γιατί έπρεπε τα παιδιά να μην μάθουν! Στην καρδιά σας ακόμα υπάρχει η … πολυθρόνα της. Ακόμα την σκέφτεστε και την αγαπάτε. Πάντα την αγαπούσατε… και τώρα ακόμα»
Ο γέρος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την εξυπνάδα (;) του νεαρού. Δεν θα μπορούσε να συνεχίσει αυτή την ιστορία. Τα δάκρυα δεν τον άφηναν να δει καλά. Τα τζιτζίκια του τριβέλιζαν το μυαλό και κάτι τον έφερνε στα πρόθυρα της τρέλας. Η μυρωδιά του νυχτολούλουδου τον είχε ζαλίσει, νόμιζε ότι ήταν ναρκωμένος.
Η φωνή του ακούστηκε σιγανή, σχεδόν ψιθύριζε. Είδε την εικόνα του στην αντανάκλαση του τζαμιού του παράθυρου, πιο γερασμένη και πιο … άρρωστη. Κούνησε το κεφάλι σε συμφωνία και το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν:
«Μη το μάθουν τα παιδιά»
«Δεν πρόκειται, όχι από μένα τουλάχιστον, να μάθουν τίποτα. Νομίζω, όπως είπατε πριν, δεν μου πέφτει λόγος. Αλλά ξέρω περισσότερα από αυτά που μου λέτε κύριε Γιώργο. Βλέπετε … ξέρω, πρέπει να ξέρω… η κυρία Ελένη, πέθανε πριν από δύο χρόνια. Στην Καστοριά, εκεί όπου έμεινε με εκείνον που … σας αντικατέστησε. Και το γνωρίζετε αυτό. Και το πώς περνούσε, αλλά και το πότε πέθανε…»
«Κι εσύ, που τα ξέρεις αυτά; Κι αν τα ξέρεις, γιατί με έβαλες να πληγωθώ με την εξιστόρηση αυτή; Ποιος είσαι άνθρωπέ μου; Ποιος; Πως μπορείς να ξέρεις τέτοια πράγματα; Και… γιατί;»
«Ένας απλός άνθρωπος … τίποτα άλλο. Όμως το σπίτι μιλάει μόνο του. Αυτό το σπίτι έχει πραγματικά ζωή κι εκείνο το παράθυρο, εκείνο εκεί το φθαρμένο παράθυρο, λέει ακόμα περισσότερα. Φαντάζομαι αυτή η μπουκαμβίλια τι θα έχει ακούσει τόσα χρόνια. Και τα πουλιά, κάθε που πετούν, παίρνουν κι ένα κομμάτι από την καρδιά σας, ακόμα και από την ψυχή σας. Κρίμα, αν εδώ γίνει μια μεγάλη πολυκατοικία, όλα αυτά θα χαθούν μέσα στους τόνους του μπετόν. Μη το πουλήσετε κύριε Γιώργο, δεν αξίζει… Μη το πουλήσετε. Κι εκεί…»
«Πρέπει παιδί μου, πρέπει να το κάνω. Ας πούμε η τελευταία θυσία που θα προσφέρω στα παιδιά μου πριν πεθάνω. Η τελευταία μου μεγάλη προσφορά στην ευτυχία τους»
Ο νεαρός χαμογέλασε, ένα λυπημένο χαμόγελο και προσπάθησε να τελειώσει την τελευταία φράση του που έμεινε στον αέρα.
«… κι εκεί που θα πάτε, απλά θα διαγράφετε την ιστορία σας. Δεν θα υπάρχει κάτι πίσω να θυμίζει το πέρασμά σας από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά δεν είναι υπενθύμιση της δικής σας ιστορίας. Είναι δυό νέες περιπέτειες της ζωής, δυό νέες ιστοριούλες. Οι μπουκαμβίλιες δεν φυτεύονται κάθε μέρα και το ξεθώριασμα θα γίνει διαγραφή.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Το δωμάτιο ήταν τόσο ήρεμο τώρα που προκαλούσε μελαγχολία. Μια καρέκλα είχε πέσει κάτω και δεν έλεγε να την σηκώσει ο μοναχικός γέρος. Μόνο χαμογέλασε βλέποντάς την έτσι σαν … κτήνος που προσπαθούσε με ανοιχτά χέρια να σταθεί ξανά στα πόδια του. Του άρεσε η μοναξιά, πάντα επιθυμούσε την συντροφιά με τον εαυτό του, με τα όνειρά του και τις ελπίδες του. Σαν τα παιδιά ήταν μικρά, μόλις κοιμούνταν, καθόταν σε αυτό το παράθυρο και προσπαθούσε να σχεδιάσει το αύριο. Τότε του ερχόταν η εικόνα της Ελένης και πικραινόταν κι έκλαιγε, εκεί, μόνος. Έπαιρνε την φωτογραφία της που είχε στολισμένη πάνω στο μικρό τραπέζι της γωνίας, την έσφιγγε στο στήθος και άφηνε τα μάτια του να εκφράσουν την θλίψη του. Κάπου – κάπου έριχνε καμιά ματιά προς το δωμάτιο των παιδιών, μη και σηκωθεί κανένα και το κακοκαρδίσει. Καθόταν πολύ ώρα, σφούγγιζε τα μάτια και πήγαινε στο παιδικό δωμάτιο για ένα τελευταίο φιλί… για καληνύχτα.
Μύριζε τα κεφαλάκια τους, να πάρει αυτή την φρεσκάδα των μωρών και στο δικό του δωμάτιο μετά, έκλαιγε την κακιά του τύχη. Του έλειπε η Ελένη, η Ελένη του, η κυρά του και βασίλισσά του. Πολλές φορές μέσα του την εκλιπαρούσε να γυρίσει – θα έβρισκε τρόπο να την αναστήσει για τους άλλους – άλλοτε πάλι την καταριόταν και άλλοτε … και τα δυό μαζί. Οι εφιάλτες που θα έρχονταν την νύχτα, τον έκαναν να μην θέλει να κοιμηθεί, μέχρι που παραδινόταν άθελά του στη κούραση της μέρας. Και το πρωί, πολύ πρωί, φρόντιζε τα πάντα για τα παιδιά του, μέχρι να έρθει η μικρή του ανιψιά, του αδερφού του, του συγχωρεμένου, να τα προσέχει μέχρι το μεσημέρι. Κι όλο αυτό γινόταν μέχρι τα διαβολάκια του να πάνε στο σχολείο.
Ο νεαρός άντρας, είχε φύγει από πολύ πιο νωρίς και προσπαθούσε, υποσυνείδητα, να πάρει τις αποφάσεις του. Δεν ήταν κάτι που σκεφτόταν, γιατί και ο ίδιος είχε πειστεί ότι ήδη τις είχε πάρει, αλλά μετά την συζήτηση με τον νεαρό, όλα είχαν αλλάξει. Το μυαλό είχε μπλοκαριστεί ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει του. Και δεν μπορούσε να διαλέξει!
Σιγομουρμούρισε ένα τραγούδι που άκουσε το πρωί στο ραδιόφωνο, κάποιο μελαγχολικό τραγουδάκι που δεν θυμόταν τις λέξεις του γιατί τώρα πια δεν φοβόταν τις λέξεις, δεν φοβόταν τις μουσικές και τις αλληγορίες. Κοίταξε τα χέρια του, τις παλάμες που είχαν γεμίσει με ρυτίδες και στίγματα της ηλικίας.
Σηκώθηκε και προσπάθησε να σταθεί όσο το δυνατό πιο ίσιος, πιο όρθιος. Τον πόνεσε η μέση και καμπούριασε ελαφρά. Έβαλε ένα ποτήρι νερό, το σήκωσε προς την αναμμένη λάμπα και παρατήρησε την διαύγειά του και το παιγνίδι του φωτός. Σαν υγρό διαμάντι ήταν. Το ήπιε μονορούφι, χωρίς ανάσα, σκούπισε τα γένια του και … χάιδεψε το μικρό ψυγείο που έκανε τόσο θόρυβο και που ποτέ, τόσα χρόνια, δεν πραγματοποίησε την… απειλή του να το φτιάξει. Μπήκε στο δωμάτιο που κάποτε ήταν των παιδιών. Ήταν άδειο, εγκαταλελειμμένο στην σκόνη και την φθορά του χρόνου. Είδε την Χρύσα του να στέκεται όρθια στο κρεβατάκι της, πιασμένη στα ξύλινα κάγκελα ασφαλείας και να πηδάει πάνω – κάτω.
«Βλέπεις Ελένη, βλέπεις την Χρύσα… όλο γελάει, όλο μιλάει και θέλει να περπατήσει μακριά, πολύ μακριά. Είναι ζωηρή βρε Ελένη, είναι πολύ ζωηρή. Ευτυχώς που η Μαιρούλα κοιμάται συνέχεια και έτσι έχω κάποιον καιρό μπροστά μου… να υπάρξω κι εγώ. Αλλά τι σημασία έχει να υπάρξω εγώ Ελένη; Μόνο και όλα για τα παιδιά…», μουρμούρισε μιλώντας στα φαντάσματά του.
Τίναξε το κεφάλι λες και ήθελε να το αδειάσει. Άπλωσε το χέρι στους τοίχους, άγγιξε την υγρασία στο κάτω μέρος, στο σοβατεπί και χάιδεψε την πόρτα που είχε ακόμα τα απομεινάρια από τις ζωγραφιές των κοριτσιών του, στο πίσω μέρος, προς τον τοίχο. Γονάτισε στο κέντρο που ξύλινου πατώματος κι έκανε μια μικρή, γρήγορη προσευχή.
Γύρισε στο σαλόνι, εκεί που ήταν ο φιλαράκος του, το φθαρμένο του παράθυρο. Φόρεσε τα παπούτσια του αργά – αργά, έδεσε τα κορδόνια με τελετουργική ηρεμία και σχολαστικότητα. Το παντελόνι δεν το άλλαξε, έμεινε με αυτό που φόραγε όλη μέρα μέσα στο σπίτι ή όταν ήθελε να «πεταχτεί» εκεί κοντά, μέχρι τον μπακάλη ή το περίπτερο. Έμεινε καθισμένος σε ορθή γωνία, παίρνοντας βαθιές ανάσες λες και ήθελε να ρουφήξει όλη την ευωδιά του νυχτολούλουδου.
Σηκώθηκε μετά από αρκετή ώρα. Πήρε ένα μικρό, φθαρμένο, παλιό σακίδιο και βάλθηκε να το γεμίζει με διάφορα πράγματα. Μια φωτογραφία της Χρύσας του, μια της Μαιρούλας του – γέλασε με την γκριμάτσα της μικρής του κόρης – και κοντοστάθηκε στην με κάντρο φωτογραφία της ωραίας Ελένης του. Δεν ήξερε αν ήθελε να την πάρει, η προδοσία της τον τυραννούσε, αλλά δεν μπορούσε να νικήσει την αγάπη του. Ένα μπουκάλι νερό, λίγο φαγητό και ένα πουκάμισο τα υπόλοιπα πράγματά του.
Άνοιξε την πόρτα, έριξε μια τελευταία ματιά και αφήνοντας το φως αναμμένο έφυγε. Κατέβηκε την σκάλα με προσεκτικά βήματα προσπαθώντας να μην την κάνει να τρίζει τόσο πολύ. Το σπίτι ήταν παλιό και κάθε κίνηση το έκανε να διαμαρτύρεται.
Πήρε βαθιά ανάσα και περπάτησε στην αυλή, πάνω στις γυαλιστερές πέτρες, ανάμεσα από τις γλάστρες και τα χώματα που είχαν πέσει με τον αέρα. Χάιδεψε την μπουκαμβίλια του και της έστειλε ένα φιλί από μακριά. Είχε την εντύπωση ότι πήρε την απάντησή του.
Η Αθήνα έδειχνε την νύχτα τρομακτική αλλά και μαγευτική συγχρόνως. Περπατούσε στους δρόμους της και ένοιωθε λευτεριά και μια κάποια ανεμελιά να του … χαϊδεύει το πρόσωπο. Σταμάτησε στην βιτρίνα ενός καταστήματος, άπλωσε το χέρι και έπιασε το ζεστό τζάμι, εκείνο το βράδυ έκανε πολύ ζέστη, παρατήρησε την θαμπάδα που άφησε η παλάμη και απομακρύνθηκε κάπως βιαστικά, νοιώθοντας ενοχή γι αυτό.
Η εικόνα των έρημων καταστημάτων, σκονισμένων και σκοτεινών, με εκείνο το πανταχού παρών «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ», κολλημένο στα τζάμια ή στις πλαϊνές κολώνες έκαναν την μελαγχολία να δηλητηριάζει τις καρδιές των λίγων περαστικών. Καλώδια που βρίσκονταν στο πεζοδρόμιο μαζί με τα σκουπίδια και το σκοτάδι – ο δήμος Αθηναίων έκανε περικοπές και δεν άναβε όλα τα φώτα πια – τα πεταμένα πλαστικά ποτηράκια από καφέ και τα μπουκαλάκια από νερό, συνέθεταν μια εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης.
Περπάτησε στην άλλοτε ζωντανή αγορά της οδού Ακαδημίας, της Πανεπιστημίου, πέρασε μέσα από τις περιβόητες στοές του εμπορικού κέντρου, τη στοά Λυκούργου και την στοά Ορφέως, κατέβηκε προς την Βαρβάκειο αγορά που ήταν κλειστή τώρα και έσυρε κουρασμένος τα βήματά του κατά μήκος της οδού Αθηνάς. Ο κόσμος της Αθήνας, λες και είχε εξαφανιστεί, κλεισμένος στα σπίτια του παρέα με το κουτί εκείνο που προσπαθούσε να του σαλέψει τον νου, να τον φοβίσει και κατά συνέπεια να τον ισοπεδώσει. «Παράδοση άνευ όρων…», σκέφτηκε μελαγχολικά. Χαμογέλασε με εκείνο το πικρό χαμόγελο των προδομένων. Δεν ανησυχούσε για τίποτα πια, δεν είχε κανένα λόγο να ανησυχήσει και μετρώντας τα χρόνια του… τίποτα να φοβηθεί.
Στο Μοναστηράκι, είδε αρκετούς νέους, χάρηκε που επιτέλους έβλεπε κόσμο, αυτόν τον κόσμο που σε όλη τη ζωή του, τον απέφευγε και θέλησε να τον απολαύσει καθισμένος σε ένα παγκάκι. Σε λίγο τον πήρε ένας γλυκός ύπνος, ακουμπισμένος στον τοίχο μιας ταβέρνας και σε μια κολώνα, μέσα στις φωνές των παιδιών και των Πακιστανών και διαφόρων άλλων έγχρωμων πωλητών άχρηστων πραγμάτων. Τίποτα δεν τον ξύπνησε, τίποτα δεν τον ενόχλησε εκτός από τον πρωινό ήλιο. Αυτόν που υποσχόταν μια ακόμα ζεστή μέρα.
Τεντώθηκε και κοίταξε γύρω του την πλατεία. «Όμορφη», σκέφτηκε και τεντώθηκε σαν μικρό παιδί. Είχε αποφασίσει μια νέα ζωή τώρα, για όσο του είχε μείνει. Ξεκίνησε με μεγάλο κέφι, πρώτη φορά που είχε κέφι ή που θυμόταν να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, τα τελευταία χρόνια. Δεν είχε πια να δώσει λογαριασμό σε κανένα, δεν μπορούσε κανείς να τον χειραγωγήσει, δεν ήθελε καμιά σχέση με τους ανθρώπους που ενώ έδινε τη ζωή του γι αυτούς, τον είχαν γεμίσει στενοχώριες, γκρίνια, μιζέρια και καταπίεση. Άνοιξε το σακίδιο που είχε κρεμασμένο μπροστά στο στήθος και έψαξε τα πράγματά του. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε πολλά. Βρήκε την φωτογραφία της Ελένης. Την έβγαλε και την είδε με επιμονή. Κάτι του φάνηκε να προσπαθεί να του πει, κάτι που μπορούσε να του συννεφιάσει τη μέρα. Αρνήθηκε ν’ ακούσει… τόσα χρόνια άκουγε το φάντασμά της σαν εκείνη ζούσε όσο πιο δυνατά κι έντονα μπορούσε τη ζωή της. Την πέταξε στα σκουπίδια δίπλα του. αναστέναξε κι ένοιωσε μια ανακούφιση, ένα ξαλάφρωμα από τα πόδια μέχρι την κορυφή.
Πείναγε! Βρήκε ένα μικρό καφέ και έκατσε στο τραπεζάκι παραγγέλνοντας καφέ κι ένα τοστ. Ο κόσμος πέρναγε, άλλοι σκυφτοί και σκυθρωποί, άλλοι χαμογελαστοί, άλλοι φωνάζοντας και άλλοι αδιάφοροι παρατηρητές των δρόμων. Μια ομάδα από τουρίστες, μάλλον Ιάπωνες πρέπει να ήταν, πλησίασαν πειθαρχημένοι, σε μια ουρά ανά δυό, φωτογραφίζοντας συνέχεια με μικροσκοπικές φωτογραφικές μηχανές και κινητά τηλέφωνα, δείχνοντας ενθουσιασμό για το κάθε τι. Η Ακρόπολη τους μαγνήτιζε και τους τραβούσε προς τα πάνω στον ιερό βράχο με μια δύναμη που όμοιά της δεν μπορεί να υπήρχε άλλη. Κι εκείνοι, αφημένοι στην δύναμη αυτή, μαγεία την λένε άλλοι, λαχάνιαζαν και ιδροκοπούσαν μέσα στα στενά σοκάκια της Πλάκας.
Μαγεύτηκε κι εκείνος. Αποφάσισε να τους ακολουθήσει. Το μυαλό του ήταν καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε σκοτεινή και μαύρη σκέψη. «Έτσι κι αλλιώς…», σκέφτηκε με κάποια λαχτάρα, «… έχω πολλά χρόνια να ανέβω εκεί. Ας είναι, θα πάω σήμερα με τα Γαπωνεζάκια!»
Έκατσε σε κάποιο αρχαίο μάρμαρο σαν έφτασε, φόρεσε το μικρό καπελάκι που είχε αγοράσει από κάποιο Ινδό μικροπωλητή, έβγαλε το νερό από το σακίδιό του και προσπάθησε να φερθεί σαν τουρίστας. Μα τουρίστας δεν ήταν κι αυτός; Από το δωμάτιό του, εκείνη την μακρινή χώρα στην άκρη του κόσμου. Από την αυλή και την μπουκαμβίλια της κυρα Ελπινίκης, στα μάρμαρα του Φειδία και την Ακρόπολη του Περικλή. Η καρδιά του σκίρτησε, το μικρό παιδί χτύπαγε στο στήθος να βγει, να παίξει, να κάνει σκανταλιές και φάρσες. Πήρε την κατηφόρα και διαπίστωσε ότι ήταν Σάββατο. Και Σάββατο, δεν ερχόταν κανείς στο σπίτι, ούτε οι κόρες του, ούτε η Ελπινίκη, ούτε κανείς άλλος. «Άρα…», σκέφτηκε, «… δεν θα τους έλειπε. Κανείς, προσωρινά τουλάχιστον, δεν θα ανακαλύψει αυτή μου την απόδραση».
Απόρησε που είχε βρει τόσο κέφι και τέτοια ενέργεια. «Μα ακόμα εβδομήντα πέντε είμαι, νέος, τι λέω… νεότατος ακόμα, μπορεί να βρω και καμιά αεροσυνοδό να παντρευτώ…», μονολόγησε γελώντας στη θύμηση του παλιού πρωθυπουργού που είχε γίνει γαμπρός σε αυτή περίπου την ηλικία. «Σάββατο λοιπόν… και τι μπορούμε κύριε Ευθυμίου να κάνουμε σήμερα εμείς; Για να δούμε… μια βόλτα στα μαγαζιά, σε όσα τουλάχιστον έχουν απομείνει, φαγητό κάπου… ίσως κεμπάπ που απαγορεύεται από τις κόρες μου με μπόλικο κρεμμύδι και μια μπύρα, ναι μια μπύρα! Και το μεσημέρι να βρούμε κάποια άλλη πλατεία να αράξουμε… ωραία. Όλα θα πάνε καλά…»
Έτσι κι έκανε, όπως τα ήθελε, όπως τα λαχταρούσε, φαίνεται, τόσα χρόνια. Και του άρεσε αυτό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ο Παντελής δεν της απάντησε, μόνο κούνησε τους ώμους σαν να της έλεγε «δεν με παρατάς;». Η Χρύσα τον κοίταξε και μια μελαγχολία πέρασε από την καρδιά της. Ο άντρας της μόνιμα καθισμένος στη βεράντα, με ένα φραπέ στο αριστερό του χέρι και το τσιγάρο στο άλλο, φορώντας την αιώνια βερμούδα του που άφηνε τα αδύνατα πόδια να απειλούν (;) – ή είχε φτάσει στο σημείο να την προσβάλει (;) - την αισθητική της, το μπλουζάκι με την μεγάλη στάμπα κάποιας γνωστής φίρμας ρούχων και τις ιδέες … περί μεγάλων και θαυμαστών πραγμάτων και προσωπικών του επιτευγμάτων, που μόνο ιδέες έμεναν, είχε καιρό τώρα αρχίσει να της την «δίνει» στα νεύρα. Τελείως αδιάφορος, είχε από καιρό αποδειχτεί ότι ήταν ο οδηγός της προς τον κατήφορο, αλλά, ενώ ήταν δυναμική γυναίκα, εδώ, σε αυτή την σχέση της, έδειχνε παράξενα πως, υποχωρητική και υπομονετική. Ίσως σε αυτό να έπαιζε ρόλο και η παρουσία της δωδεκάχρονης Σπάσας (χαϊδευτικό της Ασπασίας που πάντα εκνεύριζε τον παππού) και του δεκατριάχρονου Ιάκωβου, με το σαν ποδοσφαιρική μπάλα μυαλό. Τα παιδιά της, ο καταλύτης στην συζυγική ζωή της!
«Άντε βρε πατέρα, σήκωσέ το επιτέλους…», μονολόγησε κάπως πιο δυνατά απ’ όσο θα ήθελε. Μιλούσε στο ακουστικό που συνέχιζε να βουίζει στον αέρα. «Λες να έπαθε τίποτα; Λες να …»
Ο Παντελής, με εκείνη την απερίγραπτα ειρωνική και απαξιωτική έκφρασή του, της απάντησε μιλώντας αργά, σαν τους ανθρώπους εκείνους, που και να πουν κάτι, δεν έχουν και, ότι κι αν έλεγαν δεν θα ήταν πρόοδος σε μια συζήτηση:
«Τι να πάθει ο… σκατόγερος! Λες να είμαστε τόσο τυχεροί να τα τίναξε; Αι στο διάολο, όλο για αυτόν λέμε. Όλο μ’ αυτόν ασχολιόμαστε. Αι στο διάολο άλλη μία…»
«Παντελή, κόφτο. Για τον πατέρα μου μιλάς. Λίγο προσοχή στα λόγια σου…»
Άλλες εποχές η Χρύσα θα είχε γίνει έξαλλη, θα του είχε πετάξει ότι μπορούσε να πεταχτεί. Θα τον είχε σκυλοβρίσει ίσως και να τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι. Αλλά τώρα… μόνο κάποια ήπιου είδους παρατήρηση. Ή είχε υποδουλωθεί τελικά σε αυτόν τον άνθρωπο ή είχε αρχίσει να πιστεύει κι εκείνη ότι όντως ο πατέρας της ήταν ένας σκατόγερος που πρόσεχε μόνο τον εαυτό του, με τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες που πάντα τον διακατείχαν. Ποτέ βέβαια δεν θα παραδεχόταν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Προσπάθησε για άλλη μια φορά να πάρει τηλέφωνο. Και πάλι δεν απάντησε κανείς. Άρχισε πραγματικά να ανησυχεί τώρα. Θέλησε να βρει την αδερφή της, την Μαίρη, αλλά θυμήθηκε ότι εκείνη θα πήγαινε για μπάνιο. Μόνο μια λύση της έμενε. Θα έπρεπε να πάει από κει. Ναι, θα ήταν το πιο σωστό… «και αν είναι εκεί και δεν το σηκώνει, ε, ρε τι έχει να ακούσει…», σκέφτηκε με νεύρα. Μπορούσε στον γέρο άνθρωπο να ξεσπάσει, να φωνάξει γιατί σε εκείνον που πραγματικά έφταιγε για την εσωτερική βύθισή της, δεν τόλμαγε να μιλήσει. Θα πήγαινε λοιπόν από το παλιό σπίτι. Έτσι κι αλλιώς θα ήταν μια ευκαιρία να ξεγλιστρήσει κι από τον άντρα της Κυριακάτικα.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να κόψει δρόμο μέσα από κάποια στενά. Υπολόγιζε ότι ήθελε είκοσι περίπου λεπτά να φτάσει, αφού οι δρόμοι προς την πόλη – σε αντίθεση με αυτούς από την πόλη – ήταν σχεδόν άδειοι. Άναψε τσιγάρο και κοίταξε, μέσα από τον καθρέφτη, τον περίεργο τύπο που της κόρναρε. Έκανε σήμα με το χέρι, έξω από το παράθυρο να την περάσει.
Το αναμμένο τσιγάρο, την έκανε να βήξει λίγο και τίναξε την στάχτη από το ανοικτό παράθυρο, παρατηρώντας ένα κομμάτι της, να κολλάει στο λάστιχο του τζαμιού. Χαμογέλασε και προσπάθησε να το φυσήξει. Το αυτοκίνητο λοξοδρόμησε λίγο από την πορεία του και προσπάθησε άμεσα να το επαναφέρει. Κουδούνισαν τα κλειδιά της και με το δεξί χέρι, άνοιξε το ραδιόφωνο. Φάνηκε να ηρεμεί από το μπουρίνι που την είχε καταλάβει. Στο φανάρι προσπάθησε να διώξει τον επίμονο Πακιστανό, που ήθελε σώνει και καλά να της καθαρίσει τα τζάμια, με κάποιο πανί που βουτούσε σε ένα σχεδόν μαύρο από την βρώμα, νερό. Με τα μάτια άρχισε να παρακαλά να φτάσει πιο γρήγορα… αλλά δεν είχε τώρα όρεξη να τσακωθεί. Πλέον ανησυχούσε για την υγεία του πατέρα της. Πάτησε γκάζι, πλησίαζε πια και σκέφτηκε να παρκάρει κοντά στο κλειστό μπακάλικο. Με το που έστριψε στην προτελευταία γωνιά, αντίκρισε μια γνωστή σιλουέτα να περπατά στο πεζοδρόμιο δεξιά της. Το γκρι κουστούμι του και το ήρεμο περπάτημα, δεν θα μπορούσε να το μπερδέψει. «Ναι…», σκέφτηκε, «… ήταν ο νεαρός πωλητής που είχε δει στο σπίτι. Εκείνος ο … εκνευριστικός νεαρός». Έκοψε ταχύτητα και τον πλησίασε. «Για να είναι εδώ αυτός Κυριακάτικα, κάτι θα έχει συμβεί. Κάποιος μάλλον αγοραστής ή κάτι τέτοιο…», μονολόγησε με λαχτάρα.
«Να σας πάρω μαζί μου; Στο σπίτι μας δεν πάτε; Ή κάνω λάθος;», ρώτησε μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο. Το χαμόγελο που είχε ξαναδεί, τόσο λαμπερό και … ισορροπημένο, ξαναφάνηκε συνοδεύοντας μια καταφατική κίνηση του κεφαλιού.
«Το ναι είναι απάντηση στο να σας πάρω μαζί μου ή για το αν κάνω λάθος;». Σταμάτησε δίπλα του, χωρίς να σβήσει την μηχανή.
«Πηγαίνω στο σπίτι σας και… ναι μπορείτε να με πάρετε μαζί σας για όλο αυτό τον μακρύ δρόμο… των… δυό τετραγώνων μέχρι εκεί» και της χαμογέλασε πιο πλατιά. Κάθισε στη θέση του συνοδηγού και προσεκτικά τακτοποίησε ένα μεγάλο φάκελο στα γόνατά του. Η Χρύσα τον παρατηρούσε καθώς εκείνος είχε γυρίσει το βλέμμα προς τα μπρος συγκεντρωμένος στο δρόμο. Κάποια στιγμή γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος της πάντα με εκείνο το χαμόγελο:
«Με παρατηρείτε σαν να είναι η πρώτη φορά…»
«Ναι…», παραδέχτηκε χωρίς δυσκολία, «… δεν σας έχω δει και πολλές. Και για δεύτερη φορά, νομίζω είναι… πώς να το πω… ήπια η προσοχή που δείχνω. Ειδικά όταν εσείς επιμένετε να μη λέτε το όνομά σας αγαπητέ…»
«Καλή η προσπάθεια… Όνομα ε; Ας πούμε Γιάννης, αν και δεν νομίζω ότι έχει καμιά σημασία…»
«Βρε Χριστιανέ μου…», είχε αφήσει τον πληθυντικό ευγενείας τώρα, «… τι πάει να πει … Γιάννης ας πούμε… σε λένε Γιάννη ή όχι. Κι επειδή εγώ είμαι ανόητη και δεν ρώτησα το γραφείο, που θα μπορούσα να το μάθω αυτό το … μεγάλο μυστικό σου… θα ήθελα να δω τα χαρτιά του γραφείου. Να δω με ποιόν έχω να κάνω…»
«Γραφείο; Ποιο γραφείο; Δεν με έχει στείλει κανένα γραφείο….»
«Για στάσου μια στιγμή, δεν είσαι πωλητής από τους μεσίτες; Ποιος τέλος πάντων είσαι κύριε; Και σε έχω βάλει και μες το αυτοκίνητό μου!»
«Φανταστήκατε ποτέ ότι μπορεί να είμαι αγοραστής; Ή εκτιμητής κάποιου εργολάβου που θέλει να χτίσει εκεί; Ή κλητήρας από την τράπεζα στην οποία χρωστάτε ένα αρκετά μεγάλο δάνειο; Ή απλώς ένας περίεργος που δεν ήξερε πως να περάσει την μέρα του;»
Η Χρύσα τον άκουγε με τα μάτια διάπλατα ανοικτά και τα αυτιά τεντωμένα. «Που ξέρει αυτός για τα οικονομικά μας;», σκέφτηκε σαν πρώτη αντίδραση στα λόγια του, «Να δεις που θα μας βγει κακός μπελάς…».
«Λοιπόν, τι απ’ όλα αυτά που είπατε, είσαστε;», είχε ξαναγυρίσει στον πληθυντικό τώρα.
Ο νέος γέλασε λίγο πιο πλατιά τώρα αλλά της έδειξε με το χέρι τον δρόμο:
«Δεν νομίζετε ότι θα έπρεπε να πηγαίνουμε; Αν και δεν πιστεύω ότι συντρέχει κανένας λόγος για να βιαζόμαστε…»
Πάρκαρε ακριβώς δέκα μέτρα από την πόρτα της αυλής, από τη μεριά του περίπτερου. Βγήκαν και οι δυό ταυτόχρονα και η γυναίκα πήρε τσιγάρα και ένα κουτάκι τσίχλες με άρωμα κανέλας. Κοίταξε προς την μεριά του σπιτιού, είδε την πλάτη του νεαρού συνοδού της – κι εκείνος κοίταζε στο ίδιο σημείο – και κατάλαβε ότι κάτι μέσα της την είχε κάνει να δειλιάσει. Τα τσιγάρα που πήρε, ήταν απλά μια δικαιολογία για να καθυστερήσει να πάει απέναντι, να προχωρήσει προς το σπίτι που είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια.
«Λες ότι δεν είναι σωστή ιδέα αυτή η πώληση;», τον ρώτησε κάπως δειλά, πίσω από την πλάτη του. Εκείνος δεν γύρισε καν προς το μέρος της. Δεν φάνηκε να την άκουσε:
«Λοιπόν; Δεν είναι καλή κίνηση…», επανέλαβε με λίγο πιο δυνατή φωνή.
Πάλι ο νεαρός δεν κουνήθηκε, θα έλεγε κανείς ότι είχε απορροφηθεί σε κάποιες δικές του σκέψεις, όμως, μετά από δυό δευτερόλεπτα, απάντησε αργά και σταθερά:
«Από οικονομικής άποψης, δεν λέω, καλή κίνηση. Αν και ένα τέτοιο σπίτι δύσκολα το ξαναφτιάχνει κανείς. Αν αναλογιστούμε όμως την τιμή που ζητάς…», τώρα εκείνος ήταν που της μιλούσε στον ενικό, «… πιστεύω ότι και οι αδερφές και κατ’ επέκταση και οι δυό γαμπροί, θα πάρετε ένα ικανοποιητικά μεγάλο ποσό. Ή ίσως αν χτιστεί πολυκατοικία, αντιπαροχή εννοώ, θα πάρετε αρκετά διαμερίσματα…»
«Τελικά είσαι εκπρόσωπος εργολάβων;», τον διέκοψε, καταλαβαίνοντας ότι έπρεπε κι εκείνη να χρησιμοποιεί ενικό. Εκτός από τον εκνευρισμό που της προκαλούσε, κάτι της άρεσε σ’ αυτόν τον άντρα. Όχι ερωτικό ή σεξουαλικό, αλλά κάτι που είχε να κάνει με την ψυχή της και … την αλήθεια του. Τον είδε να χαμογελάει ξανά με την ερώτησή της, αλλά απάντηση δεν της έδωσε. Όπως και στην επόμενη ερώτησή της:
«Από ποια άποψη τότε δεν είναι καλή;»
Προχώρησαν προς την αυλή. Η μπουκαμβίλια δέσποζε του χώρου και βέβαια ήταν το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν και οι δυό. «Πραγματικά ωραία και επιβλητική…», της είπε.
«Ναι και δείχνει και τα χρόνια μου… σαν ζωντανό καλεντάρι είναι…»
«Ξέρω. Μου τα είπε ο πατέρας σου όλα. Για την κυρά Ελπινίκη και την μπουκαμβίλια. Καλοί γείτονες … μπράβο. Κι αυτοί θα στεναχωρηθούν σαν χάσουν το πατέρα σου από κοντά τους. Έτσι;»
«Μπορεί, δεν έχω καθόλου σχέσεις πια μαζί τους, αλλά πιστεύω ότι όντως θα στεναχωρηθούν. Τόσα χρόνια δίπλα – δίπλα τα σπίτια τους. Και δεν μπορώ να πω, στάθηκε στην οικογένειά μου…»
Ο νέος την κοίταξε κατάματα και σταμάτησε απότομα να περπατά πάνω στις πλάκες της αυλής. Η Χρύσα ένοιωσε άβολα.
«Και όχι μόνο στάθηκε …»
«Τι εννοείς; Και τι μπορεί να ξέρεις εσύ;»
«Να πω ότι σε κάθε αρρώστια σου και δική σου και της αδερφής σου, ήταν πάντα εκεί; Δίπλα σας; Στο μαξιλάρι σας; Ότι πολλές φορές μαγείρευε για όλους σας, χωρίς ποτέ να ζητήσει τίποτα; Ότι αυτή, μαζί με τον άντρα της έτρεχαν για όσες ανάγκες δεν μπορούσε – βλέπεις μερικές φορές είναι αδύνατο – να ικανοποιήσει ο πατέρας σας; Σαν δεύτεροι, θετοί γονείς; Κι όταν ήταν εκείνα τα … Χριστούγεννα, πότε ήταν να δεις το 1978 (;), που είπες στον πατέρα σου ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ο άντρας της δεν ήταν που ντύθηκε την κόκκινη στολή για να φέρει τα δώρα; Φτωχοί άνθρωποι κι εκείνοι, ότι μπορούσαν έκαναν. Και ο πατέρας σου, τότε είχε κάνει δυό μέρες να βγει από το σπίτι γιατί δεν τον έφταναν τα λεφτά, ούτε για καφέ στο καφενείο…»
«Και που τα ξέρεις εσύ αυτά; Ε; από πού;»
«Είναι όπως τα λέω; Σημασία έχει από πού τα ξέρω εγώ; Και δεν αναρωτήθηκες ποτέ το γιατί, το πώς και το πότε. Ούτε και η αδερφή σου. Μόνο ζούσατε στη σκιά των φτερούγων του πατέρα σας, αυτού που μένει σ’ αυτό το σπίτι…»
«Ορφανά από μάνα…»
«Ναι; Ορφανά; Τι λες;»
Η Χρύσα έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να σταματήσει την κουβέντα. Προχώρησε μπροστά, αλλά είδε με την άκρη του ματιού της τον νεαρό που της είχε συστηθεί σαν «Γιάννης», να πηγαίνει τα βήματά του προς το διπλανό σπίτι. Εκείνο της κυρα Ελπινίκης. Τον ακολούθησε πεπεισμένη ότι κάτι το σημαντικό θα γινόταν, δεν ήξερε τι, αλλά το ένοιωθε μέσα της. Οι μικρές τριχούλες στα χέρια και το σβέρκο της είχαν ανασηκωθεί.
Η γριά γυναίκα με τον άντρα της ήταν καθισμένη (τρόπος του λέγειν) στο μικρό σαλονάκι του σπιτιού τους, ενώ μια μυρωδιά – ευωδία – ερχόταν από την κουζίνα όπου μαγείρευε το μοσχαράκι της με τις μελιτζάνες. Γεροδεμένη και καλοστεκούμενη δεν κάθισε στιγμή μαζί τους, όλο και κάτι έκανε, λες και την διακατείχε μια αμηχανία μπροστά τους. Ο νεαρός χαιρέτισε ευγενικά, καθώς τους προσκαλούσαν μέσα στο σπίτι. Ο άντρας της κυρά Ελπινίκης, φορούσε μια φανέλα με ένα κοντό παντελόνι, μάλλον κάποιο κομμένο τζιν, και απολάμβανε με ένα τσιγάρο, την τελευταία γουλιά του Ελληνικού καφέ του. Ήταν ευγενικός όπως και η γυναίκα του και στα μάτια του υπήρχε μια λαχτάρα και νοσταλγία στην θέα της Χρύσας. Την φίλησε σταυρωτά και άδειασε δυό καρέκλες – πολυθρόνες να κάτσουν οι ξένοι τους.
Η κυρά Ελπινίκη τους έφερε καφέ και μερικά παξιμάδια (ή μπισκότα;). Ξαφνικά η ανυπομονησία της Χρύσας για την υγεία του πατέρα της είχε ατονήσει. Φανταζόταν ότι ο νεαρός την είχε οδηγήσει εκεί για κάποιο λόγο, κάτι ήξερε – από πού άλλωστε; - και έφτασε η ώρα κάποιων αποκαλύψεων. «Μα τι τον νοιάζει αυτόν η οικογένειά μας;», αναρωτήθηκε κοιτώντας όλους γύρω της.
Επιτέλους η κυρα Ελπινίκη κάθισε και παρατήρησε μια ανησυχία στο βλέμμα της. Το ίδιο φάνηκε και στα μάτια του άντρα της.
«Παίρνω τον μπαμπά και δεν απαντάει από το πρωί κυρα Ελπινίκη, μήπως ξέρετε που μπορεί να είναι; Δεν το κρύβω ότι ανησυχώ πολύ, ιδίως μετά από μια συζήτηση που κάναμε… αυτές τις μέρες. Μήπως σας είπε τίποτα;», ρώτησε με χαμηλή φωνή η Χρύσα.
Η ηλικιωμένη γυναίκα έσπρωξε το πιατάκι με τα κουλούρια, κουλούρια ήταν τελικά, προς το μέρος της και με το δάχτυλο την παρότρυνε να πάρει ένα:
«Προχθές το βράδυ, τον είδαμε να κατεβαίνει την σκάλα και να βγαίνει εδώ κάτω στην αυλή. Μάλιστα ο Μηνάς…", έδειξε προς την μεριά του άντρα της, «… παρατήρησε πως είχε περασμένο στον ώμο ένα μικρό σακίδιο, ξέρεις εκείνο το πράσινο που έπαιρνε παλιά, όταν πήγαινε με το πούλμαν για μπάνιο. Το «καλοκαιρινό» του όπως το έλεγε».
«Τι ώρα ήταν θυμάσαι;»
«Τι να σου πω παιδί μου, δεν κοίταξα και ρολόι, αλλά το έργο στην τηλεόραση είχε αρχίσει, ήταν αρκετά αργά… μάλλον περασμένες έντεκα»
Ο νεαρός δεν έκανε κανένα σχόλιο, καμιά κίνηση. Παρατήρησε μόνο τα μάτια του κυρ Μηνά, που, καρφωμένα απάνω του, τον εξέταζαν από την κορφή ως τα νύχια. Τον άφησε να το κάνει και εξακολούθησε να πίνει από τον καφέ του. Ζήτησε την άδεια να ανάψει τσιγάρο και αφού ο οικοδεσπότης έγνεψε καταφατικά, προσφέροντας και σε κείνον ένα, το άναψε και φύσηξε τον καπνό μακριά, προς την μεριά του παράθυρου.
«Και πως ήταν ντυμένος ο μπαμπάς; Φορούσε το καλό του παντελόνι, καινούργιο πουκάμισο… αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά; Παραλογίζομαι μάλλον…». Κοίταξε προς την μεριά του νεαρού σαν να ζητούσε βοήθεια. Τον είχε συστήσει σαν μέλλοντα αγοραστή που την συνόδευε για να δει το σπίτι για άλλη μια φορά. Της φάνηκε το βλέμμα του λίγο … ονειροπόλο και απόμακρο.
«Πιστεύεις ότι τώρα είναι που παραλογίζεσαι; Επειδή ο πατέρας σου έκανε μια πράξη … πώς να το πω, ανεξαρτητοποίησης από όλα αυτά που του φόρτωσες αυτές τις μέρες, αλλά και τα χρόνια που έλιωνε σκεπτόμενος εσένα, την αδερφή σου, τους γαμπρούς του, αυτούς τους…, όπως ο ίδιος έλεγε, τεμπέληδες καλοπερασάκηδες και κακοαναθρεμμένους… τύπους; Μήπως για να νιώσει λεύτερος έστω και για λίγο, χωρίς κανόνες χωρίς τα γηρατειά στην πλάτη του. Σε παρακάλεσε με τον τρόπο του, να μη καταστρέψεις το τελευταίο του οχυρό, αυτό το σπίτι που είχε ερμητικά κλείσει … την ύπαρξή του. Δεν τον άκουσες, όχι, δεν θέλησες να τον ακούσεις. Ούτε εσύ μα ούτε και η αδερφή σου. Σας έπνιγαν οι υποχρεώσεις, οι φρούδες ελπίδες για μια καλύτερη ζωή που θα στηριζόταν όλο και περισσότερο σε νέα χρέη και άλλες, νέες υποχρεώσεις. Γιατί ήταν το θύμα εκείνος. Μόνος και, ζητώ συγγνώμη κυρία και κύριε, μόνος, τελείως μόνος σας μεγάλωσε. Κι αν θυσίασε! Τα κράταγε όμως όλα εκεί…», έδειξε δίπλα και προς τα πάνω, εκεί που ήταν εκείνο το «φθαρμένο παράθυρο» και το σπίτι, «… τα έχτισε μέσα σε εκείνους τους τοίχους και τα πατώματα, μέσα σ’ εκείνο τον αέρα που ανέπνεε αυτός και οι κόρες του…»
«Μα ποιος είσαι τέλος πάντων βρε άνθρωπε… τι σε νοιάζει εσένα η οικογένειά μου; Πως ανακατεύεσαι στη ζωή μας; Μου σπας τα νεύρα, άσε μας ήσυχους πια…», ξέσπασε στην αφόρητη πίεση του «Γιάννη».
«Ηρέμισε κόρη μου, ηρέμισε…» , ακούστηκε ο κυρ Μηνάς, ο λιγομίλητος κυρ Μηνάς. «Νομίζω πως τον νεαρό κύριο εδώ, από κάπου τον ξέρω…». Σιώπησε έτσι απότομα, όσο απότομα είχε αρχίσει να μιλά.
Έκπληκτη η Χρύσα έστρεψε το βλέμμα στον ηλικιωμένο άντρα που τώρα είχε πάρει μια ωχρή όψη και έπαιζε με την γόπα του τσιγάρου του. Εκείνος δεν σήκωσε το βλέμμα, θυμίζοντας μικρό παιδί που μόλις πιάστηκε να κάνει ζημιά, αταξία. Και η κυρα Ελπινίκη, άλλαξε απότομα την διάθεσή της. Κι εκείνη έδειχνε τώρα σκεπτική.
«Τι συμβαίνει εδώ; Τι σκαρώνετε όλοι σας; Τι είναι αυτά τα … «κάπου τον ξέρω» και τα υπόλοιπα; Θα μου πείτε; Και που είναι ο πατέρας μου;»
«Για να είσαι σίγουρη ότι θα υπογράψει να πάει σε εκείνη την πανσιόν και να πουλήσει το σπίτι; Για αυτό νοιάζεσαι; Και μη μου πεις για την υγεία του. Γιατί αν ανησυχούσες γι αυτό θα … τον έστελνες σε εκείνο το νεκροταφείο των ψυχών που έχεις την ειρωνεία να το λες «πανσιόν»; Να είσαι σίγουρη ότι το σπίτι θα το δώσεις και τα λεφτά θα τα πάρεις, όμως δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι εκείνος θα πάει να θαφτεί εκεί που θέλεις να τον στείλεις. Γιατί ποτέ του δεν τα παράτησε, όσες δυσκολίες κι αν αντιμετώπισε στη ζωή. Θα σου απαντήσω λοιπόν γιατί είμαι εδώ. Θα σου δώσω μια ευκαιρία ακόμα να αντιληφθείς ποια είσαι, ή αν θέλεις τι είσαι. Γιατί δεν ρωτάς την κυρία Ελπινίκη, αυτά που θέλεις να ρωτήσεις; Που είναι οι θείοι σου και οι λοιποί συγγενείς από την μεριά της μάνας σου; Ξέρεις κανένα από όλους αυτούς; Ενδιαφέρθηκε κανείς τους για σένα, για την Μαίρη, τον πατέρα σου; Ρώτα λοιπόν, γιατί ντρέπεσαι; Ή μήπως φοβάσαι; Ή μήπως ξέρεις και δεν θέλεις την επιβεβαίωση;»
Η Χρύσα νόμιζε ότι ο κόσμος γύριζε γύρω της. Ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων που μπήκε σαν σίφουνας στη ζωή τους, ποιος και πως έπαιρνε το δικαίωμα να την κάνει να νοιώθει έτσι; Τα μάτια του ηλικιωμένου ζεύγους ήταν ακόμα αδιάφορα μπορεί και φοβισμένα, στυλωμένα στο πάτωμα της μιας και στο παράθυρο του άλλου. Της ερχόταν να φύγει, να τρέξει μακριά από κείνη την σύναξη να πάρει το αυτοκίνητο και να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε. Κι από τον άντρα της και από τα παιδιά της. Μόνη της, ναι , αυτό ήταν να μείνει μόνη της! Όμως… έπρεπε να μάθει.
«Λοιπόν κυρα Ελπινίκη, τι θα μπορούσα να μάθω; Τι θα έπρεπε να ρωτήσω, γιατί ίσως να μην ξέρω την σωστή ερώτηση. Λοιπόν; Σ’ εξορκίζω, επειδή υποψιάζομαι ότι γνωρίζετε ποιος είναι ο … κύριος απ’ εδώ, θα ήθελες να μου πεις; Ή εσύ κύριε Μηνά;»
Το ζευγάρι την κοίταζε τώρα αλλά δεν φαινόταν να μπορούσε να μιλήσει. Κάτι προσπάθησε να ψελλίσει η γυναίκα αλλά η ματιά του άντρα της την έκανε να σωπάσει
«Λοιπόν κυρα Ελπινίκη, νόμιζα ότι μ’ αγαπούσες. Εδώ φύτεψες ολόκληρο φυτό, αυτή την μπουκαμβίλια στη γέννα μου, για να την βλέπεις να μεγαλώνει σαν κι εμένα. Έτσι τουλάχιστον είχες πει. Τι είναι αυτό λοιπόν που πρέπει να μου πεις;»
Η φωνή του κυρ Μηνά, ακούστηκε τώρα βαριά και σοβαρή σαν να έμελλε να ήταν η σοβαρότερη κουβέντα που θα έκανε ποτέ του.
«Η μπουκαμβίλια δεν ήταν για σένα κόρη μου. Όχι, δεν ήταν για σένα…»
Τα μάτια της κυρα Ελπινίκης, είχαν γεμίσει δάκρυα και κόκκινα – κατακόκκινα, κοίταγαν την Χρύσα, σχεδόν απολογητικά. Κάποια στιγμή γύρισε το βλέμμα στον νεαρό που είχε ανάψει και δεύτερο τσιγάρο και πήρε την συγκατάβασή του με ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού του. Τώρα έπρεπε να συνεχίσει εκείνη. Όμως ο άντρας της, όπως πάντα στη ζωή τους, την έβγαλε από την δύσκολη θέση.
«… δεν ήταν το λοιπόν, για σένα. Για τον πατέρα σου ήταν, μόνο για κείνον»
«Για κείνον; Δεν καταλαβαίνω… αλήθεια δεν καταλαβαίνω»
«Το φυτό αυτό δεν το φύτεψε η Έλπω (έτσι συνήθιζε να φωνάζει την κυρά του), την μέρα που γεννήθηκες. Όχι! Το φυτό, η μπουκαμβίλια θέλω να πω, ζει από τότε που εσύ ήσουν δύο και κάτι χρονών. Μετά την γέννηση της Μαίρης. Βλέπεις ήταν για …», τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα και δεν μπόρεσε να συνεχίσει να μιλά, κάνοντας έντρομη την Έλπω του, σαν καταλάβαινε ότι έπρεπε να συνεχίσει εκείνη. Μα πώς να το κάνει; Πώς να πάρει στους ώμους της, τους γέρικους ώμους της, αυτή την βαριά αποκάλυψη; Γυναίκα ήταν. Ικέτεψε με το βλέμμα τον νέο που κάπνιζε ατάραχος. Για άλλη μια φορά μπορούσε να ηρεμίσει. Το είδε στα μάτια του, στην στάση του, στο γύρισμα του κεφαλιού της Χρύσας.
Η σιωπή που επικράτησε θα ήταν σχεδόν απόλυτη, αν δεν ακουγόταν το αιώνιο μηχανάκι που πήγαινε κάποια πίτσα κάπου, ή ο ήχος που έκανε η τέντα του απέναντι περίπτερου σαν φύσαγε αεράκι. Και τώρα φυσούσε.
«Κάτι μου λέει ότι θα πάρεις την σκυτάλη εσύ…» είπε κοιτώντας τον στα μάτια. «Λοιπόν; Τι είναι αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός που πρέπει να μάθω;», είπε η Χρύσα στον ατάραχο νεαρό.
«Την πραγματική ιστορία της οικογένειάς σου. Αυτό πρέπει να μάθεις και μόνο αυτό. Μετά μπορείς να κάνεις ότι θέλεις με τη ζωή σου…»
«Όχι, δεν είναι σωστό. Την Χρύσα και την μικρή, τις μεγαλώσαμε κι εμείς, όχι μόνο ο Γιώργος. Έχουμε υποχρέωση, έστω και με καθυστέρηση… τόσων χρόνων να πούμε τα γεγονότα όπως έγιναν. Χρύσα μου, η μπουκαμβίλια φυτεύτηκε όταν η μάνα σας έφυγε…»
«Όταν δηλαδή πέθανε; Και γιατί;»
«Δεν είπα ότι πέθανε. Κυριολέκτησα! Όταν έφυγε…»
«Για μισό λεπτό, τι έφυγε; Δεν πέθανε; Ζει;»
«Όχι, δεν ζει. Εδώ και δυό χρόνια δεν ζει. Αλλά εδώ και δυό χρόνια. Τα προηγούμενα, απλώς έμενε αλλού, με άλλον άντρα, με άλλη οικογένεια. Και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για σας. Για τον πατέρα σας, για τα παιδιά της τίποτα. Για κανένα. Το φυτό φυτεύτηκε για να μην ξεχάσει εκείνος τι σας χρωστούσε, τι έπρεπε να κάνει για να μην νοιώσετε – τι ειρωνεία – την απουσία της. Γι αυτό είπε ότι πέθανε, ενώ στην πραγματικότητα, εκείνος πέθαινε μέρα με την μέρα. Όσο άνθιζε το φυτό, όσο γινόσασταν εσείς τα λουλούδια του, τόσο εκείνο το παράθυρο, εκείνο το φθαρμένο παράθυρο, άκουγε τους λυγμούς του άντρα. Τάιζε εκεί τα πουλάκια και της έστελνε μηνύματα. Την αγαπούσε περισσότερο από τον εαυτό του. Και τα χελιδόνια που έρχονταν κάθε καλοκαίρι, λες και έφερναν τους χαιρετισμούς της. Τότε χτύπαγε την γροθιά του στο περβάζι και φώναζε : «και εγώ καλή μου…», τίποτα άλλο μόνο αυτό, «κι εγώ καλή μου…».
Πολλές νύχτες τον έβλεπα να κάθεται εκεί και να μην με βλέπει, αν και του φώναζα. Φοβόμουν μη τρελαθεί, αλλά εκείνος είχε σκοπό βλέπεις. Τα δυό μικρά του αγγελούδια στο μέσα δωμάτιο, που στόλιζαν τώρα πια την ζωή του. Και κάθε μέρα, σαν γυρνούσε από την δουλειά, έκανε όσα πιο πολλά πράγματα μπορούσε, για σας αλλά και για κείνον. Να είναι απασχολημένος συνέχεια. Να μην σκέφτεται, φοβόταν τον εαυτό του, φοβόταν τον ύπνο και τις στιγμές της χαλάρωσης. Εφιάλτες και τέρατα γύρναγαν συνέχεια μέσα και γύρω από το κεφάλι του. Δεν το έριξε στο πιοτί, δεν άφησε την παράδοση να τον νικήσει. Μόνο εσάς είχε, μόνο εσάς. Και ένοιωθε τόσο περήφανος, σαν ερχόταν στο σχολείο και του μίλαγαν οι δάσκαλοι για την πρόοδό σας.
Όταν μπήκες εσύ πρώτη στο Πανεπιστήμιο, θα νόμιζε κανείς ότι είχε ψηλώσει πάνω από ένα μέτρο. Και εκείνη την βραδιά θυμάμαι κι ενώ είχες βγει με τους φίλους σου να το διασκεδάσετε, εκείνος καθόταν στο παραθύρι του και … της τα έλεγε. Της έλεγε πόσο περήφανος ήταν που του είχε χαρίσει τέτοια παιδιά. Δεν της κρατούσε κακία, πως μπορούσε άλλωστε με τον έρωτα που της είχε, μόνο που κάθε φορά που την σκεφτόταν, όπως μου είχε πει, ένοιωθε μια πίκρα μέσα στο στόμα… σαν να είχε πιεί κινίνο…»
Σταμάτησε και έψαξε το πακέτο με τα τσιγάρα του. Σφούγγισε τα μάτια που είχαν πάρει να δακρύζουν και άναψε μια «απόλαυση». Δεν θυμόταν πότε είχε απολαύσει τον καπνό τόσο πολύ, όσο τώρα.
Το μηχανάκι στο δρόμο ξαναπέρασε με εκείνο τον εκνευριστικό του ήχο και τους έκανε όλους να γυρίσουν προς τον δρόμο το βλέμμα για δευτερόλεπτα. Για δευτερόλεπτα στα αυτιά της Χρύσας ακούγονταν τα λόγια του κυρ Μηνά, αναμεμειγμένα με τον ήχο από το παπάκι της πιτσαρίας.
«Και όταν πήγαινε στο νεκροταφείο; Μια φορά, μας είχε πάρει κι εμάς μαζί… δεν μπορεί… έβλεπα το όνομα και … και την φωτογραφία της πάνω στον τάφο… δεν μπορεί να ήταν ψέμα. Δεν πιστεύω τίποτα απ’ ότι μου λέτε. Όλοι σας! Κάνετε ένα πόλεμο, εναντίον μου, εναντίον μας για… για… δεν ξέρω κι εγώ για ποιο λόγο. Γιατί μαυρίζετε την μνήμη της; Γιατί; Τι θέλετε; Να μην πουληθεί το σπίτι; Έχει κάποιος κέρδος απ’ αυτό; Αυτός είναι ο λόγος;»
«Μα, αν δεν κάνω λάθος, οι μόνοι κληρονόμοι είσαι εσύ και η αδερφή σου. Τι συμφέρον μπορεί να έχουν οι άλλοι;», ρώτησε η ατάραχη φωνή του «Γιάννη».
«Να μου κάνεις την χάρη και να μην ξαναμιλήσεις. Δεν σε αφορά το θέμα. Άντε φύγε πια από δω. Μας στρογγυλοκάθισες και κάνεις και κριτική σε μας. Ένας άγνωστος, μάλλον ένας απατεώνας που λοιδορείς την οικογένειά μου. Αλλά θα σε μάθω εγώ…»
Σηκώθηκε και πήγε προς το τηλέφωνο, βγάζοντας μια κάρτα από την τσάντα της. Βρήκε το τηλέφωνο του μεσιτικού γραφείου και σχημάτισε τον αριθμό, για να αναθεματίσει τον εαυτό της αφού Κυριακή, κανείς δεν το σήκωσε.
«Κι εσύ κυρα Ελπινίκη; Και εσύ κυρ Μηνά; Όλοι στο παιγνίδι αυτού του…»
Η φωνή του κυρ Μηνά ακούστηκε παραδόξως πολύ ήρεμη και απόλυτα ήσυχη, επιβλητική:
«Μα είναι λόγια αυτά που λες κόρη μου; Ακούς τι λες; Τα λόγια σου είναι μόνο κατηγορίες, μόνο να ρίξεις την ευθύνη αλλού. Γιατί; Δεν θέλεις να μάθεις; Δεν θέλεις να δεις; Πως θα μπορούσαμε εγώ και η γυναίκα μου να σου λέγαμε τέτοια πράγματα αν δεν ήταν αλήθεια; Γιατί; Για να κερδίσουμε το μίσος σου; Την οργή σου; Γέροι άνθρωποι είμαστε, με τέτοιο κρίμα δεν θα πηγαίναμε στον τάφο. Κάποια στιγμή θα σου τα λέγαμε. Απλά το έφερε η τύχη, η ατυχία θες, να τα πούμε τώρα. Αν θέλεις να ζεις στον δικό σου κόσμο, τότε φύγε και ξέχνα ότι είπαμε. Όλα όσα είπαμε, πες ότι ήταν όνειρο, αυτή η κουβέντα δεν έγινε ποτέ. Αλλά νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ψάξεις την αλήθεια. Την δικαιούσαι, την αξίζεις. Κι ο πατέρας σου την αξίζει. Και όχι με τον τρόπο που διάλεξες για κείνον εσύ. Όχι. Μόνο με την αγάπη σου και την στοργή σου. Άστον να ζήσει, όσο του έμεινε, με αξιοπρέπεια και ανακούφιση. Ξέρεις τι Σταυρό κουβαλάει τόσα χρόνια; Κι αυτός ο Σταυρός είναι από ένα υλικό πιότερα βαρύτερο κι από πέτρα, είναι φτιαγμένος από τύψεις, ανασφάλειες και εφιάλτες. Πήγαινε λοιπόν και ξέχνα μας εμάς. Πήγαινε»
Η γυναίκα ήξερε ότι αυτά που της έλεγαν ήταν η αλήθεια, μέσα της είχε πειστεί απόλυτα. Φοβήθηκε μη λιποθυμήσει, είχε ζαλάδα και πιάστηκε από την πλάτη μιας καρέκλας. Η κυρα Ελπινίκη έτρεξε κοντά της και προσπάθησε να την πιάσει από το χέρι. Η Χρύσα αρνήθηκε και στάθηκε και πάλι γερά στα πόδια της. Κοίταξε ολόγυρα τις σκυθρωπές μορφές των συνομιλητών της και για μια στιγμή, νόμισε ότι είχε σκοτεινιάσει. Ο ήλιος είχε μεσουρανήσει όμως και η βασανιστική ζέστη ανάγκασε τον κυρ Μηνά να ανοίξει διάπλατα και τα δυό παράθυρα της κάμαρας, να κάνει ρεύμα όπως έλεγε.
Με την προτροπή της ηλικιωμένης γυναίκας, η Χρύσα κάθισε σε μια άλλη καρέκλα δίπλα στο ένα από τα παράθυρα και ήπιε το νερό που της προσφέρθηκε. Τα μάτια της όμως ήταν στυλωμένα στον νεαρό άντρα, απέναντί της, στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Τον παρατηρούσε και δεν μπορούσε να βρει ένα ίχνος ταραχής, μια στιγμή αβεβαιότητας ή έστω κάποια ενοχή ή ανησυχία για τις … κατηγορίες που εκείνη είχε εκστομίσει. Ήταν απόλυτα πράος και … ουδέτερος, κόντρα στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε ανάμεσα στο ηλικιωμένο ζευγάρι κι εκείνη. Λες και έβλεπε τα θέματα αυτά – η γνώμη της ήταν ότι αυτός τα είχε δημιουργήσει – από απόσταση, έξω από τον χώρο εκείνο. Λες και ο κόσμος του ήταν άλλος, εκείνος της επίκρισης και της απονομής ευθυνών και όχι της επίλυσης. Όχι της συμμετοχής και της συμπόνιας. Αλλά και της πικρής και ανελέητης… αλήθειας. Τον κοίταξε καλύτερα. Ναι, τώρα ήταν σίγουρη, αυτός ο άντρας δεν είχε ταραχτεί διόλου, ένας απλός παρατηρητής καταστάσεων και συναισθημάτων. Τον μίσησε τώρα, όμως ακόμα και τώρα τον συμπαθούσε εξίσου με το μίσος που ένοιωθε. Γνώριζε πως μετά από αυτή την «κατάσταση», θα ερχόταν η ανακούφιση. Πάντα η αλήθεια ανακουφίζει, αρκεί να έχεις … τσίπα.
Της χαμογέλασε από μακριά σαν να την ρώταγε αν ήταν καλά. Τα μάτια της πέταγαν σπίθες που μπορούσαν να τον κάψουν στη στιγμή. Μπορούσαν όμως; Ήθελε;
Έξυσε με το νύχι της ένα μικρό λεκέ πάνω στο τραπέζι, σε μια ένδειξη της αμηχανίας της και περίμενε από κάποιον να μιλήσει. Κάτι που αντιλήφτηκε ο κυρ Μηνάς:
«Λοιπόν; Θα καθίσεις; Θα ρωτήσεις; Θέλεις να μάθεις;»
Η ζωή της γυναίκας μέσα σε ένα δίωρο είχε αλλάξει τόσο πολύ, που δεν αναγνώριζε τον εαυτό της πια. Όσα είχε στα φυλλοκάρδια της είχαν καεί, είχαν γκρεμιστεί τα τελευταία τείχη της άμυνάς της και προσπάθησε να αντέξει αξιοπρεπώς την υπόλοιπη επίθεση, την υπόλοιπη αλήθεια που θα ερχόταν.
«Ναι… ναι…» απάντησε με μια φωνή τόσο εξασθενημένη που μόλις ακουγόταν. «Θέλω να μάθω, αλλά όλα, να μη μείνει κανένα σκοτεινό σημείο στην καρδιά μου», φάνηκε τώρα να παρακαλεί.
«Δεν υπάρχει και τίποτα πιο ιερό από αυτό το μυστικό που μόλις έμαθες. Ίσως κάποια γεγονότα από την ζωή του πατέρα σου κόρη μου, κάποια γεγονότα, που έμειναν κρυφά από σας, τα παιδιά του. Για να έχετε άλλη εικόνα της ζωής και να μπορείτε να μοιρολογείτε, δικαιολογώντας την κακοτυχία σας. Κι αν ξέρατε την αλήθεια, σίγουρα η ζωή σας θα ήταν πολύ πιο μαρτυρική. Μεγαλώσατε με ένα θάνατο, όχι με μια προδοσία»
Ο κυρ Μηνάς, σηκώθηκε κι αυτός, πήγε μέχρι την κουζίνα και ακούστηκε το καπάκι της κατσαρόλας που έκλεινε απότομα, σημάδι ότι είχε πεινάσει ή ότι ήθελε να πάρει τον χρόνο του, πριν συνεχίσει να της μιλάει. Κι εκείνη την μέρα θα είχαν τόσα πολλά να πουν, που αναγκάστηκε να ελέγξει και την νταμιτζάνα με το κρασί του. Φαινόταν ότι θα χρειαζόταν αρκετό από αυτό, αν ο Θεός ήταν συμπονετικός. Κοίταξε προς το σαλόνι που κάθονταν οι άλλοι και … τότε… του ήρθε η εικόνα! Κατάλαβε από πού ήξερε αυτόν τον νεαρό…. Ναι, θυμόταν πια. Ήταν σίγουρος. Έβαλε το χέρι στο στήθος και προσπάθησε να πάρει βαθιά ανάσα. Είδε το χαμογελαστό πρόσωπο του «Γιάννη», να τον κοιτάζει από μακριά. «Ξέρει ότι θυμήθηκα», σκέφτηκε και έκανε μια μικρή, ανεπαίσθητη υπόκλιση προς το μέρος του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Το μικρό καφέ που διάλεξε για τον πρωινό του καφέ, ένα διπλό Ελληνικό παρήγγειλε με μια τυρόπιτα, αποδείχτηκε και εξαιρετικό στις γεύσεις του, αλλά και με πολύ καθαρή τουαλέτα. Και η κοπέλα που τον σέρβιρε, ήταν, εκτός από πολύ όμορφη και ικανοποιητικά ευγενής. Σε τέτοιο σημείο που ο κύριος Γιώργος έπιασε κουβέντα μαζί της. Ήταν μια πολύ γλυκιά ύπαρξη, φοιτήτρια της Ιατρικής και δούλευε να βγάλει το «χαρτζιλίκι» της, όπως του είπε.
Τα ρούχα του ήταν ακόμα καθαρά και μπορούσε να πιάσει κουβέντα με τους άλλους ανθρώπους δίπλα του. Όχι ότι το είχε ανάγκη, αλλά, να, κάπου ήθελε να μιλήσει. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα φόρτωναν άλλους με τα βάσανά του, αλλά το βρήκε αρκετά διασκεδαστικό, να συμφωνούν όλοι οι συνομιλητές του σε ένα πράγμα. Στο ανάθεμα που έριχναν στην κυβέρνηση. Κάποιες στιγμές,όταν άκουγε τις συζητήσεις στα διπλανά τραπέζια, του ερχόταν να γελάσει, αφού ήξερε, μέσες – άκρες, το αποτέλεσμα. Άρχισε μάλιστα να το κάνει και παιγνίδι, να στοιχηματίζει με τον εαυτό του ή και με κάποιον αόρατο συμπαίχτη για το αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων.
Κάποιοι τουρίστες πέρασαν από μπροστά του, ένας ζητιάνος που ζήταγε ή λεφτά ή τσιγάρο, δυό γύφτοι που με την αναίδεια της φυλής τους έκαναν φασαρία τραγουδώντας φάλτσα κάτι σαν τραγούδι με πολλές ντρίλιες και στοιχεία αμανέδων. Η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, μπροστά του, καθαρή γιόμιζε με κάτι γριούλες που σταυροκοπιούνταν συνεχώς, αλλά ποτέ δεν έδιναν τίποτα, στους ζητιάνους που είχαν μαζευτεί στην είσοδο.
Κυριακή πρωί και ένας άλλος κόσμος φανερώθηκε στα μάτια του, τελείως διαφορετικός από τον κόσμο της καθημερινότητας. Περπάτησε παρατηρώντας το κάθε τι, σαν φυλακισμένος που μόλις είχε βγει από κάποιο κελί. Την συκιά που είχε βγει μέσα από τα χαλάσματα, ψηλά στον τοίχο κάποιου έρημου κτιρίου, την ήρεμη αυλή της μικρής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου (ή του Αγίου Ιωάννη;), στην Ευριπίδου, τόσο καθαρή και φροντισμένη που γέμιζε την καρδιά συναισθήματα καλοσύνης, τα κλειστά μαγαζιά που πουλούσαν παστουρμά και Ανατολίτικες λιχουδιές και άφηναν ανεξάντλητη την μυρουδιά τους στον αέρα.
«Ωραία που είναι η ζωή!», μονολόγησε, ανοίγοντας ένα μπουκαλάκι νερό, «… κρίμα, κρίμα που τα ρημάδια τα χρόνια πήραν να τελειώνουν. Η ζωή είναι για τα νιάτα, μόνο για αυτά. Τα γηρατειά είναι για την ανημποριά και τα βάσανα, τις πίκρες και την απελπισία», συνέχισε λες και σε κάποιον απευθυνόταν. Προσπάθησε να μην σκεφτεί τα δικά του νιάτα, να μην βγει ψεύτης σε αυτά που έλεγε. Κούνησε το κεφάλι, ήταν η μόνη επανάσταση που μπορούσε να κάνει στην ηλικία του και έπλυνε το πρόσωπό του με νερό από το μπουκάλι. Πιο πάνω σταμάτησε και κάθισε στο παγκάκι κάτω από μια ακακία. Είδε ένα ζευγάρι, αυτός περίπου στα τριάντα κι εκείνη μικρότερη, γύρω στα εικοσιπέντε, που κρατούσαν και έσπρωχναν ένα καρότσι μωρού. Κοίταξε λίγο καλύτερα, το κεφαλάκι ενός μικρού κοριτσιού, ξανθό και γυαλιστερό ξεπρόβαλε από το άνοιγμα του και ένα προσωπάκι, κάτασπρο του χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν δύο μικρά δοντάκια κάτω και άλλα σχεδόν δυό, αφού το ένα δεν είχε ακόμα βγει ολόκληρο, κάτω. Νόμισε ότι του χαμογέλασε πραγματικά Άγγελος. Το χαιρέτισε από μακριά, ευχήθηκε στους γονείς να τους ζήσει, έτσι αυθόρμητα του βγήκε και το μυαλό του κόλλησε σε εκείνη την μακρινή ανάμνηση. Στην γκρίνια της Χρύσας αλλά και τους πυρετούς της Μαίρης του, τότε στα πρώτα δοντάκια τους. Ήταν το ίδιο γλυκά με κάθε άλλο παιδί στον κόσμο, το ίδιο γκρινιάρικα και το ίδιο όμορφα. Σε κάθε παιδί που συναντούσε σήμερα, οι ανάμνησες τον γονάτιζαν, τον εξουθένωναν. Κάθε φορά ήθελε να γυρίσει πίσω, να δει τις μικρές του νεράιδες. Αλλά εκείνη η μπουκαμβίλια…
«Γιατί βρε Ελένη…», μονολόγησε προσπαθώντας να μη κλάψει, «… γιατί; Τα παιδιά σου;»
Βάλθηκε να κρατήσει τις εικόνες του σήμερα, όλων αυτών που έβλεπε γύρω του μια τέτοια όμορφη Κυριακή, αλλά το μυαλό προδότης, τον σαγήνευε με τις Σειρήνες του … παλιού καιρού. Και ο κόσμος γύρω να προχωρεί, αδιαφορώντας για τους άλλους, φτιάχνοντας αυτές τις «πανσιόν», για να μπορούν να συνεχίσουν. Εκεί που οι έρημοι γονείς, τιμωρούνταν γιατί έκαναν το έγκλημα να μεγαλώσουν. Και να μην ζήσουν τη δική τους ζωή. Σφούγγισε με την ανάποδη της παλάμης του, εκείνη την υγρή σταγόνα που είχε αρχίσει να κυλά στο μικρό του γένι. Το ένοιωσε ζεστό.
Έφτασε πάλι στα ριζά του λόφου της Ακρόπολης και κάθισε να ξαποστάσει σε μια πέτρα που την είχε ασπρίσει ο ήλιος. Έβλεπε κάτω του την αρχαία αγορά, τον ιερό βράχο που ξεχώριζε στα δεξιά και πίσω του, το μεγάλο δάσος πεύκων και κυπαρισσιών αριστερά του. Κάτι μέσα του δεν ήταν ικανοποιημένο με όλα αυτά. Η λευτεριά του είχε σταματήσει σε εκείνο το παράθυρο της αναμονής φαίνεται. Ο φυλακισμένος που δεν μπορούσε να ζήσει έξω από το κελί του. Άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, σε μια εχθρική και συμφεροντολόγα κοινωνία. Σε μια κοινωνία που μαστιζόταν από οικονομική κρίση, από κρίση αξιών, από κρίση ανθρώπων. Συμφώνησε με όλους αυτούς στις καφετέριες που λέγαν τα όσα δεν είχε σκεφτεί και ο ίδιος, αποτέλεσμα της άρνησής του να δει ειδήσεις, έριξε ένα βότσαλο στην κατηφόρα μπροστά του προς την αρχαία αγορά, λες και το έριχνε στην θάλασσα και προσπάθησε να σηκωθεί, στηριζόμενος στον κορμό του πεύκου δίπλα του. Ο παλιός γνώριμος πόνος στη μέση, τον χτύπησε πάλι, λες και φίλος που του χτυπούσε την πλάτη. Χαμογέλασε στην σκέψη του αυτή.
Προχώρησε και, ανακάλυψε με κάποια πίκρα, ότι τα πόδια του διαμαρτύρονταν από τις μικρές πετρούλες και τα γόνατα τον πονούσαν σε κάθε ανηφοριά. Χαμογέλασε, διαπίστωνε τα γηρατειά του. Θέλησε να κατέβει από τα μικρά σοκάκια – ένας άνθρωπος για να περάσει από κει, έπρεπε να γυρίσει στο πλάι – και ευχήθηκε να βρει λίγο νερό να πιεί, αφού ο ιδρώτας του έσταζε και γέμιζε τα μάτια. Βγήκε σε ένα ίσιωμα, θυμόταν ότι κάπου εκεί ήταν το «Μετόχι του Άγιου Τάφου» και άφησε το σώμα του να πάει όπου ήθελε χωρίς να σκεφτεί τον προορισμό του. Κάποια στιγμή είδε ένα ωραίο μπαλκόνι με τρείς θεόρατους βασιλικούς που σκόρπιζαν μια εικόνα ηρεμίας τριγύρω και ομορφιάς. Στάθηκε για λίγο και σηκώνοντας όσο πιο πολύ μπορούσε το κεφάλι, αφέθηκε αρκετή ώρα να «χαζεύει».
«Λες να μαζεύω τις εικόνες μου; Να είναι άραγε οι τελευταίες μου … ομορφιές από αυτή την ζωή; Θα ξαναδώ άραγε ποτέ την … Πλάκα μου;», αναρωτήθηκε με μελαγχολία.
Ανακάλυψε ότι πεινούσε, είχε περάσει η ώρα και αποφάσισε να καθίσει στην παλιά ταβέρνα… εκείνη που του την έμαθε η …άπιστη. Φοβόταν να πει και το όνομά της τώρα πια. Θυμόταν το «Σχολαρχείο», από τα πρώτα τους ραντεβού, όταν σαν νέα παιδιά «έτρωγαν» τους δρόμους αυτούς, είτε έβρεχε είτε είχε καύσωνα, είτε έκανε κρύο, με τα πόδια.
Βρήκε την ταβέρνα σχεδόν όπως την είχε αφήσει πριν από τριάντα - τριανταπέντε χρόνια πριν. Λες και τα γεράνια στο μπαλκόνι να ήταν τα ίδια, τα ξύλινα πατώματα απλά πιο φθαρμένα και το προσωπικό πιο … νέο. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και παρήγγειλε στην νεαρή σερβιτόρα με την κοντή μαύρη φούστα που του έφερε – αυτό δεν είχε αλλάξει – ολόκληρο δίσκο με … καλούδια, να διαλέξει. Σήμερα θα έκανε το αδιανόητο – οι κόρες του θα έβγαζαν σπυριά αν ήταν μπροστά – άνοιξε δηλαδή ένα μικρό μπουκαλάκι τσίπουρο. Στην πρώτη γουλιά όλα πιάσαν φωτιά. Το στομάχι, οι φλέβες του, η καρδιά του, το μυαλό του. Ήξερε ότι θα άρχιζε στην αρχή να σκέφτεται, μετά θα μελαγχολούσε και στο τέλος θα ευθυμούσε, έτσι χωρίς λόγο και θα ξεγράφονταν όλα από τον νου. Όλα; Έτσι τουλάχιστον θυμόταν την «δουλειά» του τσίπουρου. Κοίταξε το ποτήρι με το διάφανο υγρό και του μίλησε: «Κάνε την δουλειά σου γρήγορα… σε παρακαλώ…»
Κι έτσι έγιναν όλα. Με αυτή την σειρά λες και ήταν Ελβετικό ρολόι. Έφτασε μετά από αρκετή ώρα στην πλατεία απ’ όπου ξεκίνησε το πρωί και λαχτάρησε να ξεκουραστεί πάλι κάτω από την σκιά του πεύκου, μόνο που τώρα εκεί έπαιζαν κάποια παιδιά, υπό την επίβλεψη των καθισμένων στο παγκάκι γονιών τους. Διαπίστωσε ότι και η σκιά του ευκαλύπτου λίγο πιο κάτω, πρόσφερε την ίδια σχεδόν δροσιά. Έβγαλε τα παπούτσια και άφησε τα ιδρωμένα πόδια του να πάρουν αέρα. Η ανάσα του ήταν πιο γρήγορη και πιο κοφτή απ’ ότι συνήθως, ενώ ένοιωθε και μια αρρυθμία. Σαν κάτι να λαχταρούσε η καρδιά του.
Η Χρύσα τον σκούντησε στον ώμο. Ήταν τόσο όμορφη που ήθελε να σκιάσει τα μάτια του από την λάμψη που έβγαινε από αυτό το … παιδί. Ναι, ήταν παιδί! Έτεινε το χέρι και ακούμπησε τα μαλλιά της. Χρυσαφένιες μεταξωτές κορδέλες … «Δεν σου είπα να προσέχεις την Μαίρη; Που είναι το παιδί;» της φώναξε με αγωνία κοιτώντας ολόγυρα, κάνοντας προσπάθεια να σηκωθεί. Η Χρύσα τον φίλησε στο μέτωπο και τον ηρέμισε. «Αχ… με κάνεις ότι θέλεις παλιοκόριτσο…», της είπε με φωνή πιο σιγανή τώρα, «… αλλά το παιδί; Που είναι το παιδί το μικρό; Μη χάθηκε…»
Η μεγάλη του κόρη έσκυψε κοντά του και σαν κάθε …δεκάχρονο κοριτσάκι χαϊδεύτηκε στην αγκαλιά του: «Μη φοβάσαι μπαμπά, είναι εκεί στις κούνιες, να εκεί…» έδειξε με το ολόλευκο χεράκι της, «… με την μαμά. Η μαμά την προσέχει…’
«Η μαμά; Είναι εκεί, μαζί της;» κι έκανε να κοιτάξει προς την μεριά που έδειχνε το μικρό της δαχτυλάκι
«Ναι, βρε μπαμπά, αμάν πως κάνεις έτσι; Εκτός αυτού… πιο καλά δεν είναι που είμαστε οι δυό μας; Τι να τις κάνουμε αυτές; Εγώ θέλω να είμαι μαζί σου μόνο…»
Ο άντρας δεν ήξερε τι να πει. Δεν μπορούσε να δει την Ελένη, αλλά πρόσεξε, στο βάθος εκεί που ήταν οι κούνιες, την μικρή του κορούλα να γελά χαρούμενη. Ησύχασε. Η Ελένη του θα ερχόταν σε λίγο κοντά τους, όταν θα βαριούνταν το παιγνίδι. Γύρισε προς την Χρύσα:
«Ναι καλά…», είπε με προσποιητό παράπονο, «… έτσι λες τώρα. Όταν θα μεγαλώσεις θα με παρατήσεις … δεν θα έχεις μάτια για άλλον, εκτός από τον άντρα σου και την οικογένειά σου…», γέλασε και της τσίμπησε το μάγουλο. «Έτσι θα γίνει… θα δεις»
«Εγώ μπαμπά, θα είμαι πάντα μαζί σου. Πάντα σου λέω ντε! Γιατί τώρα γελάς ε; Αλήθεια σου λέω, πάντα μαζί θα είμαστε μπαμπά. Να… κι αν ποτέ παντρευτώ θα έρθεις να μείνεις μαζί μου. Και θα σου αρέσει ο γαμπρός, γιατί θα σου μοιάζει. Αμέ! Αλλά την μαμά…», κοίταξε προς την μεριά που η Μαίρη έπαιζε με την Ελένη, «… μην την φέρεις. Όλο μη και μη είναι. Εντάξει; Συμφωνήσαμε;» και σοβαρή – σοβαρή έτεινε το χέρι για συμφωνία «κυρίων».
Δεν κατάλαβε την επίθεση που δέχτηκε στην πλάτη από εκείνο το ανυπόφορο μικρό του «ζουζουνάκι» την μικρή και σκανταλιάρα κόρη του. Πιο πίσω εκείνο το γλυκό χαμόγελο της Ελένης, τον μαγνήτιζε και τον έκανε να καρφωθεί πάνω της, σαν τα χέρια του χάιδευαν το καστανό κεφαλάκι.
«Μπαμπά, θέλω παγωτό, θέλω παγωτό … και η Χρύσα θέλει … έλα μπαμπά, έλα να πάρουμε ένα…»
«Εγώ θέλω πύραυλο και ξυλάκι και … το άλλο το κυπελλάκι… εκείνο με τη σοκολάτα… έλα μωρέ μπαμπά…»
Το κεφάλι της Ελένης κουνήθηκε θετικά στο αίτημα των μικρών αγγέλων.
«Εντάξει ζαρκάδια μου, πάμε, άντε πάμε … όλα θα τα πάρουμε, άντε μωρέ σας λέω…» και κουδούνισε τα κέρματα στην τσέπη για να γίνει πιστευτός. Όταν τα κορίτσια άρχισαν να τρέχουν, δεν μπορούσε να τα προλάβει κι όταν τα έφτασε κοντά στο περίπτερο του πάρκου, εκείνα κρατούσαν ήδη τα παγωτά τους στα χέρια.
«Βρε, για την μάνα σας δεν πήρατε; Εκείνη βρε, δεν έχει ψυχή;»
«Ναι, ναι και για την μαμά … ναι…», φώναξαν και τα δυό. Η Χρύσα στάθηκε λίγο πιο πίσω και γύρισε να τον κοιτάξει: «Και για τον μπαμπά ένα, αυτό με την σοκολάτα… ναι».
Εκείνος ψηλάφισε τα λεφτά του κρυφά, χωρίς να βγάλει το χέρι από την τσέπη. Δεν έφταναν…
«Ο μπαμπάς δεν θέλει βρε… ξεχνάτε πόσο πολύ με πόναγε το στομάχι μου προχθές; Πάρτε τα δικά σας και της μαμάς κι εγώ θα πάρω άλλη μέρα…» τους είπε με όσο πιο διασκεδαστικό και πειστικό τρόπο μπορούσε. «Λοιπόν, ποια διαλέξατε;»
Η Χρύσα είχε κοκαλώσει στην θέση της και τον κοίταγε. Δεν της είχε ξεφύγει η κίνησή του μέσα στην τσέπη. Πήγε στο οριζόντιο ψυγείο, πέταξε μέσα το παγωτό της και έδεσε τα μακριά της μαλλιά με λαστιχάκι σε αλογοουρά.
«Άμα δεν πάρει ο μπαμπάς, δεν θέλω κι εγώ …», είπε στην μάνα της που την κοίταξε απορημένη. «Δεν θέλω… ποτέ των ποτών…»
Ο Γιώργος – τότε ήταν νεαρός και όχι κύριος Γιώργος – γύρισε από την άλλη πλευρά. Του ήρθαν δάκρυα στα μάτια και προσπάθησε να τα συγκρατήσει. Τελικά έφαγε κι αυτός παγωτό, μόνο που αργότερα… «ξέχασε» να βγάλει εισιτήρια στο λεωφορείο και έφτασαν σπίτι με τον τρόμο του ελεγκτή. Αλλά, ευτυχώς, ήταν τυχεροί εκείνη την μέρα. Ελεγκτής δεν μπήκε.
Η Χρύσα τον φίλησε πριν κοιμηθεί – η Μαίρη είχε ήδη παραδοθεί στην αγκάλη του Μορφέα – και τον ρώτησε: «Γιατί δεν ήθελες παγωτό μπαμπά; Δεν θυμάμαι να σε πόναγε το στομάχι αυτές τις μέρες…»
«Άντε κοιμήσου μικρή μου δεσποινίς… όλα θέλεις να τα ξέρεις, όλα». Την φίλησε κι αυτός και την σκέπασε, παρ’ όλα την ζέστη με το λεπτό σεντόνι, αυτό που το έλεγε «καλοκαιρινό». Άνοιξε την πόρτα του δωματίου να φύγει και κοντοστάθηκε. Της έκλεισε το μάτι
«Μπαμπά… έχουμε λεφτά;»
Τον έκανε να καρφωθεί στο πάτωμα. Χωρίς να γυρίσει, φοβόταν ν’ αντικρίσει τα μάτια της:
«Καληνύχτα μικρέ μου άγγελε…»
Πήγε μέσα στο μικρό σαλόνι. Κάθισε στην μεγάλη πολυθρόνα και κοίταξε προς το ανοιχτό παράθυρό του. Χτύπαγε τα δάχτυλα του ενός χεριού, ρυθμικά στο γόνατό του. Ήταν μόνος, τελείως μόνος. Δεν αναζήτησε την γυναίκα του, λες και δεν υπήρξε ποτέ.
«Μπαμπά … δες …»
Μόλις είχε γυρίσει από την δουλειά και τα πόδια του έτρεμαν από την κούραση. Το μόνο που ήθελε ήταν να κάτσει σε εκείνη την παλιά πολυθρόνα, για δέκα μόνο λεπτά, να τα τρίψει. Όμως η κόρη του, η μεγάλη, κάτι άλλο είχε στο μυαλό της. Και όχι μόνο η μεγάλη. Δίπλα της στεκόταν η Μαίρη και πιο πίσω ο φίλος του και γείτονας… ο Μηνάς με την γυναίκα του την Ελπινίκη. Και είχαν όλοι μια χαρούμενη έκφραση στο πρόσωπο. Και τα μάτια τους έλαμπαν.
«Τι συμβαίνει; Τι έγινε; Είστε όλοι χαρούμενοι ή μου φαίνεται; Άντε… άντε να χαρώ κι εγώ…»
Η Χρύσα τον πλησίασε – την θαύμασε που είχε ψηλώσει τόσο πολύ – και του έδωσε ένα μεγάλο χαρτί με δακτυλογραφημένα ονόματα. Χαμογελούσε αλλά φαινόταν από το κοκκίνισμα στο πρόσωπό της, ότι ήταν έτοιμη να σκάσει στα γέλια. Άφησε το χαρτί απαλά στα δάχτυλά του. Ο Γιώργος έριξε μια φευγαλέα ματιά στην κόρη του, στους άλλους και μετά «καρφώθηκε» στο χαρτί. Δεν πέρασε πολύ ώρα, λίγα δευτερόλεπτα μόνο, μέχρι να καταλάβει ότι η κόρη του… το παιδί του, είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Διάβασε το χαρτί πολλές φορές μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι όλες αυτές οι θυσίες, η κούραση, τα ξενύχτια, το «σκάσιμο», η αγωνία και … τα σπυράκια στο πρόσωπο του παιδιού του, είχαν βρει την δικαίωση.
«Είδες μπαμπά η Χρύσα μας;», ακούστηκε η φωνή της μικρής, της ανυπόμονης μικρής.
Ο Γιώργος δεν μπορούσε να βγάλει λέξη από το στόμα του. Ο αέρας του δωματίου δεν τον έφτανε, ο ουρανίσκος του ήταν ξερός και γεμάτος λες με αγκάθια. Άνοιξε τα χέρια να αγκαλιάσει την Ραπουνζέλ του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο, να πει, να κάνει. Η Χρύσα έπεσε στην αγκαλιά του και τον φίλαγε σε όλο το πρόσωπο. Το ίδιο έκανε κι αυτός, δεν μπορούσε πια να δει. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, όπως και της κόρης, όπως και της Ελπινίκης.
Μόλις πέρασε το πρώτο σοκ, αγκάλιασε και τις δυό του πριγκίπισσες και (ευτυχία του!), δέχτηκε την επίθεση από φιλιά, κάτι που παρακάλεσε να μη τελειώσει ποτέ.
«Συγχαρητήρια βρε Γιώργο για την κοράκλα σου. Μπράβο μωρέ το παιδί. Αλλά το είχα πει εγώ, φαινόταν τι μαθήτρια ήταν …», είπε ο Μηνάς δείχνοντας κι αυτός συγκινημένος και δεχόμενος την απότομη ματιά της γυναίκας γι αυτό το «είχα πει εγώ».
Κι όταν βράδιασε και τα παιδιά βγήκαν, ποιος κρατάει τα νιάτα τέτοιες στιγμές, να γιορτάσουν την επιτυχία της Χρύσας, εκείνος κάθισε στο παράθυρό του. Η Ελένη τον πλησίασε σιγά, σαν φάντασμα αθόρυβο, σαν να μην πατούσε στη γη. Του χαμογέλασε, δεν τον ακούμπησε καν – πόσο του έλειπε το χάδι της – και έκατσε δίπλα του.
«Είδες μωρέ Ελένη μου; Είδες την μεγάλη μας; Τι χαρά μας έδωσε ε; Απίστευτο! Μόνο μια χρονιά πήγε φροντιστήριο και πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Το θηρίο! Ξέρεις … θα ήθελα να σου πω… να μωρέ… θέλω να σου πω ένα μεγάλο – μεγάλο ευχαριστώ. Για τα παιδιά που μου «χάρισες», για αυτούς τους αγγέλους»
Την είδε που του χαμογέλασε χωρίς να κάνει μια κίνηση προς το μέρος του, χωρίς να βγάλει άχνα, παρά μόνο έπιασε με τις παλάμες τα γόνατά της και έσκυψε το κεφάλι. Ο Γιώργος γύρισε το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Η ματιά του έπεσε σε εκείνη την κόκκινη μπουκαμβίλια, χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι:
«Πρέπει να φύγεις ε; Ναι, βέβαια πέρασε η ώρα … κι έχεις δρόμο μπροστά σου. Καληνύχτα»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η κυρα Ελπινίκη, σηκώθηκε και ο θόρυβος που έκανε τους ξάφνιασε όλους. Τα ζωντανά αγάλματα, κουνήθηκαν και ακούστηκε κάποιος αναστεναγμός, κάποιο τρίξιμο καρέκλας και μια μακρόσυρτη ανάσα. Ακόμα και τα πουλιά απ’ έξω είχαν κουρνιάσει και δεν κελαηδούσαν πια. Συμμετέχοντας και το παπάκι της πιτσαρίας είχε από ώρα να ακουστεί, λες και έπαιρνε μέρος στην μυσταγωγία αυτή των τεσσάρων. Ακούστηκε ο ήχος της βρύσης και το νερό που γέμιζε ένα ποτήρι.
«Να φέρω νερό για όλους; Ή προτιμάτε καμιά πορτοκαλάδα…» ακούστηκε η φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας από το βάθος.
Κανείς δεν απάντησε, κανείς δεν είχε κουράγιο να μιλήσει. Κάποιος ανακάθισε ή μετακινήθηκε στην καρέκλα του. Ο παράξενος νεαρός είχε γεμίσει ένα τασάκι με αποτσίγαρα – το ίδιο βέβαια και ο κύριος Μηνάς – και τώρα άναβε καινούργιο. Πάνω στο τραπέζι τα πιατάκια από κάποιο γλυκό του κουταλιού, που είχε προσφέρει πολύ νωρίτερα η κυρα Ελπινίκη, περίμεναν τη σειρά τους, να τα μαζέψει κάποιος, το ίδιο και τα ποτήρια και τα φλιτζάνια του καφέ. Σε ένα φύσημα του αέρα, μια χαρτοπετσέτα έπεσε πάνω στα πόδια του κυρ Μηνά κι έμεινε εκεί αρκετή ώρα, μέχρι ο άντρας να καταλάβει την ύπαρξή της. Λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει για τους ανθρώπους, λες και αποτελούσαν κομμάτια κάποιου παράξενου θεατρικού έργου.
«Θα ανέβω άλλη μια απάνω, μπορεί να έχει γυρίσει… Θεέ μου δεν ξέρω τι να κάνω! Αν δεν έρθει μέχρι το βράδυ… θα πάω στην αστυνομία…»
«Τι ώρα έχετε συμφωνήσει να πάτε σε εκείνο το…. την πανσιόν; Πιστεύω ότι μέχρι το βράδυ θα έχει γυρίσει. Ας περιμένουμε λίγο. Θα έρθει…», η φωνή του νεαρού ακούστηκε λίγο ειρωνική. Μίλαγε και συγχρόνως έπαιζε με τον καπνό που έβγαινε από το στόμα του. Η ατμόσφαιρα άρχιζε τώρα να ζωηρεύει.
«Τι είπες; Για την … μα το θέμα δεν είναι αυτό. Ελπίζω να είναι καλά … και τίποτε άλλο. Δεν ξέρω…»
«Τι; Τι δεν ξέρεις;», ρώτησε τώρα με την σειρά του ο κυρ Μηνάς. «Καλά θα είναι, θα δεις. Θα έρθει»
«Μακάρι. Μακάρι να έρθει, τα πόδια μου έχουν κοπεί, το μυαλό μου είναι πώς να το πω… σκόρπιο. Λες και το φυσάνε ανέμοι…»
«Μήπως κόρη μου έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο στο σπίτι; Ο άντρας σου θα ανησυχεί, τα παιδιά σου…»
Η γυναίκα κούνησε καθησυχαστικά το χέρι και γέλασε. Αυτό το «θ’ ανησυχεί» της ακούστηκε τόσο … φαιδρό, τόσο γελοίο που προτίμησε να μη το σκέφτεται. Ο Παντελής ν’ ανησυχεί! Ακουγόταν σαν ανέκδοτο. Άρχισε να σκέφτεται τη ζωή της. Έβλεπε την κατάντια της, την οικογένεια που δεν ήταν καθόλου σαν του πατέρα της. Αν και μόνος εκείνος ήταν ο τέλειος πατέρας. Αναρωτήθηκε τον σκοπό των πράξεών της, της κατάστασης που εκείνη είχε δημιουργήσει, την απουσία της αδερφής της, την αδιαφορία των παιδιών της. «Κι εγώ τα μεγαλώνω μόνη μου…», σκέφτηκε κοιτώντας το ταβάνι προς την μεριά του παλιού της σπιτιού. «Και δεν έχω μια μπουκαμβίλια να μετράω τα δικά μου γηρατειά, τα μετράνε άλλοι. Αγκιστρώθηκα σε μια εγωιστική μοναχικότητα, μια κατάσταση που δεν με οδηγεί πουθενά». Το μυαλό της είχε αρχίσει να της παίζει παιγνίδια. Οι σκιές στον τοίχο έγιναν θεόρατες τώρα, σήκωναν τα χέρια τους, λες, προς το μέρος της. Φοβήθηκε την εκδίκησή τους.
Κοίταξε τον νεαρό, αυτόν τον «Γιάννη». Το βλέμμα του ήταν παντού, θα έλεγε κανείς, παρατηρούσε τα πάντα. «Ποιος είναι; Ολόκληρη Κυριακή, εδώ, μαζί μας… λες και είναι αδερφός μου ή κάποιο μέλος της οικογένειας, τέλος πάντων. Μήπως.. είναι αδερφός μου;», σκέφτηκε και αποφάσισε να του μιλήσει γι αυτό.
«Δεν μου λέτε κύριε Γιάννη…», ο πληθυντικός που χρησιμοποίησε, έκανε τον νεαρό ν’ ανασηκώσει το ένα φρύδι, «…θέλω να ξέρω… έχουμε καμιά συγγένεια; Θέλω να πω…»
«Ξέρω και καταλαβαίνω πολύ καλά τι θέλετε να πείτε. Και η απάντηση μου είναι όχι. Καμιά συγγένεια δεν μας συνδέει… και επιτέλους, αυτή η εναλλαγή από ενικό σε πληθυντικό, νομίζω ότι καταντάει κάπως… κωμική…»
«Ωραία λοιπόν. Ήξερες την μάνα μου; Γιατί βλέπω ότι εδώ όλοι την ήξεραν, εκτός από μένα. Και την αδερφή μου. Μόνο από κάποιες φωτογραφίες την γνώρισα. Λοιπόν εσύ; Την γνώρισες ποτέ σου;»
«Ναι, την είδα μια φορά. Λίγο πριν πεθάνει, όμορφη γυναίκα και αρχοντική…»
Ο κυρ Μηνάς σήκωσε απότομα το κεφάλι και τον κοίταξε. Προσπάθησε να τον δει καλύτερα στο πρόσωπο. Ο νεαρός γύρισε τα μάτια του κι εκείνος, προς το μέρος του. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και οι εξηγήσεις, χωρίς λόγια δόθηκαν. Ο «Γιάννης», έστρεψε πάλι την προσοχή του στη Χρύσα.
«Ποιος είσαι τέλος πάντων, ξέρεις για μας, ξέρεις για την μάνα μου, ξέρεις τον κύριο Μηνά, ξέρεις για το σπίτι, για τα χρέη μας, τα πάντα… περισσότερα απ’ όσα ξέρω εγώ. Ποιος είσαι; Επιμένω να μας πεις…»
Το ατάραχο πρόσωπο του νεαρού, η ηρεμία στις κινήσεις του και αυτός ο κάποιος … σνομπισμός που επεδείκνυε, της είχαν σπάσει τα νεύρα. Λες και ήταν λίγα αυτά που τράβαγε σήμερα. Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Την άνοιξε και κοίταξε έξω, στην αυλή. Στο βάθος, η πόρτα προς το δρόμο με τα λιγούστρα και τις αγγελικούλες ήταν μισάνοιχτη. Χωρίς να πει τίποτα, βγήκε και πήγε στην σκάλα που οδηγούσε πάνω στο διπλανό σπίτι, στο δικό τους σπίτι. Το ανοιχτό παράθυρο, άφηνε το χλωμό φως της λάμπας να βγαίνει στο σκοτάδι, πια, της νύχτας. Νόμισε ότι άκουσε κάποιο θόρυβο. Αναθάρρησε και τάχυνε το βήμα της, χωρίς όμως να τρέξει. Έβγαλε το κλειδί της και προσπάθησε ν’ ανοίξει. Το σπίτι ήταν άδειο και κανένας ήχος δεν έβγαινε από κει, αν και αφουγκράστηκε καλά πριν μπει.
Το σαλόνι έρημο, η μικρή λάμπα αναμμένη – ποιος ξέρει από πότε – και το μόνο που κινείτο, ήταν η σκιά της πάνω στον τοίχο. Πάντα την φόβιζαν αυτές οι μαύρες σκιές και έτσι έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω.
Είδε το παράθυρο, αυτό το διαβόητο, φθαρμένο παράθυρο. Ήταν ανοικτό και ο αέρας που έμπαινε από κει, προσπαθούσε μάταια να δροσίσει τον χώρο. Κάποια χαρτιά, είδε ένα, σαν λογαριασμός της ΔΕΗ της φάνηκε, ήταν πεσμένα στο πάτωμα και το τραπεζομάντιλο στο τραπέζι σηκωμένο από την μια μεριά, είχε ρίξει ένα ποτήρι κάτω. Δεν είχε σπάσει, αλλά το υγρό που περιείχε, νερό μάλλον, μούσκεψε το ξύλο στο πάτωμα.
Συνοφρυωμένη, χάιδεψε την καρέκλα που καθόταν ο πατέρας της μπροστά από το παράθυρο. Κάθισε εκεί, στη θέση του. Κοίταξε έξω. Της φάνηκε ότι, αν και δεν υπήρχε αέρας ικανός να κουνήσει κάτι περισσότερο από ένα χαρτί, ή λίγα φύλλα από τα γεράνια, η μπουκαμβίλια κουνιόταν ολόκληρη. Λες και την καλησπέριζε. Λες και προσπαθούσε να της μιλήσει. Αφουγκράστηκε για ήχους. Κάποια περιστέρια γουργούρισαν, δεν ήξερε ότι μπορούσαν να γουργουρίσουν τόσο δυνατά και ένα κοτσύφι που είχε την φωλιά του λίγο πιο πάνω, σε μια μεγάλη σεφλέρα, έδειξε να κινείται ενοχλημένο. Χαμογέλασε και προσπάθησε να διακρίνει. Μάταια! Το λιγοστό φως της αυλής (επιτέλους ο κυρ Μηνάς σκέφτηκε να το ανάψει), δεν της άφηνε περιθώρια για παρατηρήσεις πουλιών.
Οι σκέψεις του πατέρα της, όσες ήταν κοινές, νόμισε ότι της ήρθαν στο μυαλό. Ίσως η θέα αυτή, που για πρώτη φορά την έβλεπε με τόση ησυχία, με τόση μοναξιά.
«Δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ…», θυμήθηκε εκείνο το απόγευμα στο Πεδίο του Άρεως, «… δεν θα σε αφήσω ποτέ. Κι αν παντρευτώ… θα έρθεις να μείνεις μαζί μου. Και ο άντρας μου θα σου μοιάζει…», έβαλε τα κλάματα στην θύμηση.
«Α, ρε πατέρα, σε πρόδωσα ε; Εγώ! Η αδυναμία σου! Α, ρε πατέρα μου. Κι ήθελα η τρελή να σε στείλω …», δεν απόσωσε την σκέψη της. Δεν μπορούσε πια. Τα αναφιλητά την έκαναν να τραντάζεται ολόκληρη, τα δάκρυά της πλημμύρισαν το μπούστο της. Καταράστηκε τον εαυτό της. «Γύρνα μόνο πίσω, έλα πάλι εδώ και όλα….», φάνηκε να παρακαλεί (;). Τα μάτια της ήταν τώρα καρφωμένα στην μικρή εικόνα της Παναγίας, πάνω στο μικρό κομό.
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν; Δεν κατάλαβα»
«Λοιπόν, τώρα που λείπει η Χρύσα, ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;»
Ο νεαρός άντρας και πάλι δεν αντέδρασε. Φαινόταν αποφασισμένος να κρατήσει αυτή τη στάση μέχρι τέλους. Τον κοίταζε μες τα μάτια: «Εσύ είπες πως μάλλον με ξέρεις, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, ανάθεμά με, έτσι είναι. Σε ξέρω και ξέρω κι από πού…»
«Το κατάλαβα»
«… αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ξέρω και το όνομά σου. Δεν άλλαξες! Καθόλου δεν άλλαξες. Ο ίδιος είσαι!»
Ο «Γιάννης» κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας με τα λόγια του.
«Πρέπει να ήμουν νιόπαντρος…», συνέχισε ο κυρ Μηνάς, «… νεαρός τότε. Δούλευα σε μια οικοδομή. Μια μέρα έκανε πολλή ζέστη, να, σαν τώρα, καλή ώρα. Ρίχναμε πλάκα, το μπετό θέλει γρηγοράδα και όλοι ήμασταν γυμνοί με ένα μαντίλι στο κεφάλι. Ναι, το θυμάμαι αυτό. Το στρίβαμε στις τέσσερις άκρες για να μας κάνει… πως το λένε… να εφαρμόζει καλύτερα στο κεφάλι. Μη και μας φύγει. Κάποια στιγμή η ζέστη με χτύπησε, ζαλίστηκα κι έπεσα κάτω. Δεν θυμάμαι τι έγινε, αλλά μόνο ότι ξύπνησα στο νοσοκομείο. Στο «Λαϊκό» νομίζω, απέναντι από το «Παίδων». Μου είπαν ότι είχα πάθει έμφραγμα, σαν να σταμάτησε η καρδιά μου και κάτι τέτοια. Πήγα λοιπόν να πεθάνω και σώθηκα στο τσακ. Παρά τρίχα που λένε. Εκεί σε είδα. Όταν συνήλθα… σε είδα να περνάς δίπλα μου … και μου χαμογέλασες. Να, με αυτό το χαμόγελο. Απ’ αυτό σε γνώρισα. Νομίζω ότι πια… δεν θέλω να μάθω το όνομά σου. Τον περιμένεις ε; Κατάλαβα»
Ο «Γιάννης» κοίταζε το πάτωμα. Ήταν τρομερό τι μπορεί να συγκρατήσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος! Οι αναμνήσεις γίνονταν κομμάτι του σώματος, της ψυχής, της καρδιάς.
Η πόρτα έτριξε, δεν την είχε κλείσει κανείς και φάνηκε στο άνοιγμά της η Χρύσα. Έδειχνε εξουθενωμένη.
«Δεν ήταν πάνω, δεν ήρθε…» είπε άτονα. «Πρέπει να τον βρω… αν έχει πάθει τίποτα… τι θα κάνω;»
«Θα γλυτώσεις τα λεφτά της … πανσιόν!», ακούστηκε τελείως ειρωνικά ο νεαρός. Ήταν τόσο δεικτικός ο τόνος του, που δεν τον άντεξε άλλο. Πήρε τη τσάντα της κι έφυγε χωρίς να καληνυχτίσει κανένα. Ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας ο θόρυβος της μηχανής του αυτοκινήτου και το φαινόμενο Ντόμπλερ τον έκανε ρομαντικό. Οι δυό άντρες κοιτάχτηκαν. Κούνησαν το κεφάλι σαν να συμφωνούσαν σε κάτι και άναψαν ένα τσιγάρο που πρόσφερε ο «Γιάννης». Η κυρα Ελπινίκη τους έβαλε λίγο φαγητό, αυτό το ευωδιαστό κοκκινιστό μοσχαράκι με τις μελιτζάνες και έφερε μια κανάτα με ροζέ κρασί. Μίλησαν για τον κύριο Γιώργο, για τα παιδιά του, για την ατυχία του με αυτή την «άπιστη» που πήγε και ερωτεύτηκε. Κανείς δεν τον κατηγόρησε για τίποτα. Κανείς δεν την κατηγόρησε (παραπάνω) για τίποτα. Άκουσαν τον κούκο, παράξενο γιατί συνήθως δεν ακουγόταν μέχρι εκεί, στο σπίτι του κυρ Γιώργου, να χτυπάει έντεκα. Ο κυρ Μηνάς, κοίταξε το ρολόι του ασυναίσθητα, να βεβαιωθεί (γιατί άραγε;) ότι πήγαινε καλά. Ο ξένος άντρας σηκώθηκε και περπάτησε προς την εξώπορτα. Το ίδιο έκαναν και οι δυό ηλικιωμένοι σύντροφοι. Τους χαιρέτισε και τους ευχαρίστησε για όλα
«Δική μας ήταν η χαρά. Από παλιά, από πολύ παλιά…», του είπε ο κυρ Μηνάς.
Γύρισε την πλάτη απότομα και βγήκε έξω. Τον είδαν να περπατά ήσυχα και σε λίγο έκλεινε και την πόρτα της αυλής.
«Καληνύχτα…», ψέλλισε η κυρα Ελπινίκη, «… καληνύχτα, να τον αγαπάς»
Κόντευε να ξημερώσει. Πρέπει να ήταν γύρω στις τέσσερις το πρωί, όταν η πόρτα της αυλής άνοιξε δειλά – δειλά και μια σιλουέτα, λίγο σκυφτή, περπάτησε στις πλάκες με τα χώματα. Ο κύριος Γιώργος, νικημένος, έστεκε τώρα κάτω από την μεγάλη μπουκαμβίλια. Κοίταξε ολόγυρα μη τον είδε κανείς. Όλα ήταν ήσυχα. Μόνο το παράθυρό του είχε λίγο φως. Αυτό που εκείνος είχε αφήσει αναμμένο, επίτηδες. Δεν μπορούσε να το σβήσει. Ήταν η παρηγοριά του τόσα χρόνια. Κάθισε στο χώμα, πρόσεξε να μη μπορεί κανείς να τον δει, αν και ήξερε ότι αν ήταν ξύπνια η Ελπινίκη… τίποτα δεν της ξέφευγε. Σήκωσε το βλέμμα στη φιλενάδα του. Έπιασε ένα κλαδί της κι έκοψε κάποια ανθάκια. «Κοίτα να δεις…», μονολόγησε, «… τόσα χρόνια νόμιζα ότι ήταν κόκκινη. Πως το λένε αυτό το χρώμα να δεις… δεν είναι μωβ… α, λιλά το λένε. Ναι, λιλά!». Έφερε τα λουλούδια στο στόμα και τα φίλησε. «Αντίο για πάντα…» είπε. Ήξερε ότι θα πήγαινε στην … πανσιόν και δεν περίμενε ότι θα ξανάβλεπε την μπουκαμβίλια του.
Άκουσε θόρυβο πίσω του και ένοιωσε μια παρουσία. Σηκώθηκε αργά και γύρισε φτιάχνοντας ασυναίσθητα τα ρούχα του. Αντίκρισε τον παράξενο νεαρό με εκείνο το γκρι κοστούμι του, μόνο που τώρα δεν γελούσε, ήταν σοβαρός και… πολύ όμορφος.
«Τώρα;», τον ρώτησε.
Ο νεαρός άντρας δεν απάντησε. Σήκωσε το χέρι και του έδειξε τον σκονισμένο δρόμο της αυλής. Ο κύριος Γιώργος δεν είπε άλλη κουβέντα παρά: «Ήταν όμως αξιόλογη η κόρη μου έτσι;». Εκείνος κούνησε το κεφάλι καταφατικά και επιτέλους γέλασε με εκείνο το γνωστό χαμόγελό του. Περπάτησαν δίπλα – δίπλα, αμίλητοι σαν δυό παλιόφιλοι, που όλα τα είχαν πει στη ζωή τους.
Ο κυρ Μηνάς, σηκώθηκε νωρίς το πρωί και βγήκε στην αυλή. Δεν ήξερε γιατί, αλλά μια ανησυχία τον τυραννούσε.
Βρήκε το πτώμα του φίλου του κάτω από την μπουκαμβίλια. Ήρεμα φώναξε την κυρά του.
«Αχ μωρέ Γιώργο, καλό ταξίδι…» είπε εκείνη σαν τον είδε. Έκανε τον σταυρό της και άφησε σαν τον Μηνά της, να τρέξει εκείνο το δάκρυ στο μάγουλο.