Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο ήλιος έλουζε τα λιγοστά δέντρα του λόφου. Πνιγμένο το θυμάρι στη ζέστη, έστελνε στα ουράνια το άρωμά του ψηλά εκεί που στη νιρβάνα τους οι Θεοί, διασκέδαζαν με τα πάθη και τα καμώματα των θνητών. Το ψηλό χορτάρι, κιτρινισμένο πια, περίμενε μ’ ανυπομονησία, πνοή πελαγίσιου αέρα, να λικνιστεί, να χορέψει τον προαιώνιο χορό του. Κρυμμένα τα τζιτζίκια συναγωνίζονταν το ένα τ’ άλλο με το μονότονο τσίριγμά τους. Πιο πέρα έχασκε ο γκρεμός, πάνω από σαράντα μέτρα βαθύς, με τους απότομους γέρικους βράχους του, να παίζουν με τα Αιγαιοπελαγίτικα κύματα.Ούτε ένα σύννεφο στο γαλάζιο ουρανό των Καλυδνίων νήσων, αυτό το Αυγουστιάτικο μεσημέρι. Καθισμένος σε μια μεγάλη πέτρα στη σκιά της εκατοντάχρονης ελιάς, ο Λάφιλος, ακουμπούσε στο μακρύ ροζιασμένο ξύλινο μπαστούνι του, με το βλέμμα ακίνητο στο πέλαγος και το μυαλό, ζαλισμένο ακόμα απ’ το κρασί της προηγούμενης νύχτας. Κάπου – κάπου, γύρναγε αργά το κεφάλι, εκεί που τα πρόβατά του έβοσκαν αμέριμνα και σιωπηλά υπό την στενή παρακολούθηση των δυό του σκύλων. Και μετά ξανά προς την θάλασσα, στο λευκό σημάδι που τελευτούσε στον ορίζοντα, αλλά και στην εικόνα του μυαλού του, την εικόνα της Πασιφάης. Στο σπίτι της είχε γίνει το γλέντι. Με τον πατέρα της να κερνάει όλο τον κόσμο του μικρού νησιώτικου χωριού, το πιο καλό κρασί του και καλοψημένα κομμάτια άπαχου κρέατος μα άσπρο πλιγούρι, βρασμένο σε νερό με μέλι και λάπαθα, καρύδια και κόκκινα καυτερά κρεμμύδια, συνοδευμένα με τις ονομαστές σ’ όλο το νησί μελόπιτες της γυναίκας του της Λευκονόης.
Δυό παιδιά είχαν ο Εξηκεστίδης και η κυρά του. Το αγόρι τους, τον Τιμοκράτη και μια κοπέλα, την Πασιφάη. Περιβόητος ο πρώτος για την τιμιότητά του και το γενναίο του φρόνημα, δακτυλοδεικτούμενη η δεύτερη για την μελαχρινή ομορφιά της και τα αμυγδαλωτά της μαύρα μάτια.
Και ο Τιμοκράτης είχε μεγαλώσει μαζί με τον Λάφιλο, στην ίδια αυλή είχαν παίξει, είχαν ματώσει τα γόνατά τους, στα ίδια λιβάδια βοσκούσαν τα πατρικά τους κοπάδια, στα ίδια καπηλειά μεθούσαν σαν έφτασαν στην εφηβεία, λιποτακτώντας τα βράδια από το στενό περιοριστικό περιβάλλον του σπιτιού, στη «χώρα», στην πρωτεύουσα του νησιού, την Ποθαία. Και έφτασαν στα δέκα οχτώ τους χρόνια και οι δύο, αδερφός ο ένας για τον άλλο, φίλος και συμπαραστάτης. Αλλά η Πασιφάη… ήταν άλλο! Πάντα μακριά τους, κλεισμένη στους τοίχους του σπιτιού, μάθαινε να υπακούει και να εκτελεί, να πλέκει και να γνέθει, να κεντάει και να μαγειρεύει. Έτσι μεγάλωνε, μαθαίνοντας να χλομιάζει μέσα στα σκοτεινά δωμάτια. Μόνο η μάνα της μπορούσε να διακρίνει εκείνο το ονειροπόλο βλέμμα της, κάθε φορά που τα αγόρια περνούσαν φασαριόζικα έξω από το παράθυρο της. Κι αν καμιά φορά έβγαινε στην αυλή και συναντιόταν μαζί τους, ήξερε να στρέφει τις επιθυμίες της στο χώμα και να παρατηρεί λες, με μανία τα σανδάλια της. Κι όταν ακόμα έφτασε στην εφηβεία, έχωνε το πρόσωπο όλο σχεδόν στο πέπλο. Διασκέδασή της, η στάση του Λάφιλου. Όποτε τύχαινε να την δει, σταματούσε κεραυνοβολημένος το παιχνίδι με τον αδερφό της, κοκκίνιζαν τα μάγουλά του, πιότερο και από τα βαμμένα με χυμό κερασιού χείλη της κόρης, προσπαθώντας να καταλάβει αν υπήρχε ακόμη έδαφος κάτω από τα πόδια του. Και τότε,…, εκείνο το φοβερό μαρτύριο των λόγων! Αυτά τα λόγια που ποτέ δεν έρχονταν στο στόμα, που ποτέ δεν ανέβαιναν από τα σωθικά του. Κι εκείνη χαμογελώντας συνωμοτικά, προτού αυτός συγκεντρώσει το μυαλό του και ψελλίσει κάποια άκαιρη φράση, τον άφηνε μόνο, με το λικνιστό, ανάλαφρο τρέξιμο της, να ψήνεται στη μελαγχολία που του προκαλούσε η ανικανότητά του. Και ο φίλος του, ξεδιάντροπα, να γελάει δίπλα του!
Τώρα ο Τιμοκράτης έφευγε απ’ το μικρό νησί. Θέλησε να γίνει έμπορος και, να, που ξεκινούσε το ταξίδι με πρώτο σταθμό την μεγάλη πόλη των Αθηναίων. Την πόλη με την τεράστια φήμη για τους ναυτικούς της και τις πανέμορφες πολεμικές της τριήρεις. Την σημαία του πνεύματος για τον Ελληνισμό αλλά και του πλούτου και της χλιδής που συγκέντρωνε απ’ όλες τις μεριές του κόσμου. Ήθελε να φύγει από τον βράχο που τον κρατούσε δεμένο στη μέση του Αιγαίου και φιλόδοξος όπως ήταν, να ταξιδέψει, να δαμάσει του Ποσειδώνα τα άλογα, να γνωρίσει ανθρώπους και συνήθειες ξενικές, χώρες μακρινές κι άγνωστες, να φτάσει στις στήλες του Ηρακλή, να δει το που τελειώνει ο κόσμος. Μα πάνω απ’ όλα, ν’ απαλλαχτεί απ’ τα κοπάδια και τη βοσκή τους, από το ψάρεμα και τις μικρότητες των καθημερινών συναναστροφών του. Είχε προτείνει και στον Λάφιλο να ταξιδέψουν και να εμπορευτούν μαζί, αλλά ο φίλος του, δείλιασε την τελευταία στιγμή ν’ αφήσει την οικογένειά του, αλλά πολύ περισσότερο, τα αμυγδαλωτά μάτια της ωραίας Πασιφάης. Και το χθεσινοβραδινό γλέντι έγινε, για την αναχώρηση του φίλου του, που, μέσα στο καλοκαίρι μόλις, μπόρεσε να συγκεντρώσει ποσότητες από το καλύτερα προϊόντα του νησιού τους, από τα διπλανά νησιά, να βρει καπετάνιο πεπειραμένο με καλοκαμωμένο και ελαφροτάξιδο πλεούμενο, με πλήρωμα ποτισμένο με το αλάτι της θάλασσας κι έτοιμος πια, περίμενε το ξημέρωμα και τον καλό αέρα, να φουσκώσει πανιά και καρδιές, να σαλπάρει. Και ο γερό Εξηκεστίδης, θυσίασε το πιο καλό του κριάρι στον πατέρα των Θεών, τον Δία και στον αδερφό του τον Ποσειδώνα, να έχει αίσια κατάληξη το παρθενικό ταξίδι, να δει το γιό του σύντομα κοντά του και γερό.
Φοβόταν αυτή την πολύμηνη απουσία, όχι μόνο για τους κινδύνους που κρύβουν οι ξένες θάλασσες και οι άγνωστες πολιτείες, αλλά και για τις φήμες που ακούγονταν όλο και πιο έντονα το τελευταίο διάστημα. Στα ανατολικά, λέγανε, στίφη βαρβάρων μαζεύονταν να χτυπήσουν τις Ελληνικές πόλεις. Και στα παράλια της Ασίας, στόλος μεγάλος είχε συγκεντρωθεί, απ’ όλες τις φυλές της Περσικής και Μηδικής γης, στόλος μεγάλος, που να μην φαίνεται η θάλασσα ανάμεσα στα καράβια, έτοιμος να περάσει το Αιγαίο, να σκορπίσει θανατικό. Και ότι ο βασιλιάς τους, κάποιος Δαρείος, ήταν τόσο εκδικητικός, σκληρός και άσπλαχνος, που είχε δώσει διαταγή να μην αφήσουν τίποτα ζωντανό οι στρατιώτες του, είτε αυτό ήταν άντρας ή γυναίκα ή παιδί ή ζώο. Είχε διατάξει να μην μείνει κανένα κτίσμα, πάνω από ένα πήχη, (από τον αγκώνα ως τον καρπό του χεριού), όρθιο. Κανένα δέντρο να μη μπορεί να κάνει πια σκιά, κανένα ζώο να μη μπορεί να βελάζει ή να μουγκανίζει. Είχε βάλει σκοπό της ζωής του, να καταστρέψει οτιδήποτε ήταν Ελληνικό ή έστω να θύμιζε Ελλάδα. Μα πάνω απ’ όλα, ήθελε να εκδικηθεί τους Αθηναίους, για την βοήθεια που είχαν προσφέρει στην επανάσταση των παράλιων πόλεων της κτήσης του. Στο βάθος του μυαλού του, ήξερε ότι το μεγάλο του όραμα, να εισβάλλει στην εύφορη Ευρώπη, να μεγαλώσει την αυτοκρατορία του, περνούσε από την χώρα αυτή, των παμπόνηρων και ικανών πολεμιστών. Από την χώρα που πάντοτε λειτουργούσε σαν κυματοθραύστης των όποιων Ασιατικών βλέψεων.
Ο Λάφιλος έβγαλε από μια πτυχή του χιτώνα του, μια μικρή φλογέρα και αφέθηκε στον μελαγχολικό σκοπό της. Στο βάθος της θάλασσας, φαινόταν αχνά ακόμη το λευκό πανί του μικρού πλοίου. Σκέφτηκε τον φίλο του στην πρώρα, ν’ αγναντεύει τα βάθια του ορίζοντα, τα στήθη του να φουσκώνουν απ’ τον αέρα του πελάγου και τα χέρια του σφιγμένα στην κουπαστή της λευτεριάς του. Και ντράπηκε! Που δεν είχε το θάρρος να ακολουθήσει, να ζήσει την ζωή της περιπέτειας. Μα την απόφασή του, την είχε πάρει και ήταν πολύ αργά τώρα να την αλλάξει. Κι ας ήξερε ότι πίσω από τις πλάτες του θα γέλαγαν οι άλλοι νέοι του χωριού. Και θα γέλαγαν πιο πολύ, γιατί αυτές οι πλάτες ήταν πραγματικά πολύ στιβαρές. Αυτοί δεν είχαν την ευκαιρία, και δεν παρουσιάζονταν συχνά τέτοιες ευκαιρίες, ενώ εκείνος δείλιασε!
Πέρασαν ώρες με την φλογέρα να κλαίει στα δάχτυλά του. Το μικρό λευκό σημάδι στο Αιγαίο, δεν φαινόταν πια και ο ήλιος έγερνε κουρασμένος στη δύση του. Ο νέος άρχισε να μαζεύει τα ζωντανά του, με κούνημα των χεριών, με σφυρίγματα και με φωνές. Προσπαθούσε να τα οδηγήσει πίσω στη στάνη, περπατώντας αργά, σχεδόν νωχελικά, χωρίς την φλόγα που τον διέκρινε πάντα, με τα βελάσματα των προβάτων και τα γαυγίσματα των σκύλων, να συνοδεύουν τα βήματά του. Για τους άλλους, δεν τον ένοιαζε, αλλά φοβόταν την στάση της Πασιφάης. Αν τον θεωρούσε κι εκείνη δειλό;
Η ακόμη χειρότερα, αν δεν ήθελε να του ξαναμιλήσει που άφησε τον αδερφό της μόνο του; Κοντοστάθηκε και γύρισε πάλι το κεφάλι προς την θάλασσα. Το μικρό πλεούμενο, πουθενά. Μόνο κάποιοι γλάροι βούταγαν στο νερό, κρώζοντας την άγρια φωνή τους. Κι εκείνα τα τζιτζίκια, να μην σταματούν με τίποτα…