Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Στο κοινόβιο – στρατόπεδο επικρατούσε μια αναστάτωση. Νέοι μαζεμένοι σε μικρές ομάδες των πέντε – έξη ατόμων, συζητούσαν τα γεγονότα της ημέρας και την άρνηση βοήθειας της πόλης τους προς την Αθήνα. Οι κρίσεις ήταν υπέρ της απόφασης των γερόντων, όχι από τον φόβο πιθανού πολέμου, αλλά από την απέχθεια που ένοιωθαν στους Αθηναίους. Ο αέρας που τώρα φυσούσε πιο δυνατός είχε γεμίσει με χώμα τα πάντα, αλλά δεν έδειχνε να τους ενοχλεί ιδιαίτερα. Ο Λίχης βρήκε τον Ευρυάνακτα να κάθεται μόνος του, αμίλητος σε ένα μικρό πεζούλι, με το βλέμμα καρφωμένο στα πόδια του. Λες και δεν είχε καθόλου ζωή μέσα του. Είχε ακουμπήσει την ασπίδα και το κράνος του με την μεγάλη κόκκινη αλογοουρά στο έδαφος και το δόρυ πίσω του, στην πόρτα του πλίνθινου κτίσματος που χρησίμευε στους νέους σαν αφοδευτήριο. Η μυρωδιά που αναδυόταν δεν ήταν και η πιο όμορφη που υπήρχε, αλλά δεν φαινόταν να τον νοιάζει. Ήταν το μόνο μέρος πιθανώς που θα μπορούσε να μείνει ήσυχος, χωρίς την παρουσία των άλλων.
Τον χαιρέτισε και κάθισε δίπλα του, οκλαδόν. Δεν μίλησε. Ξεφορτώθηκε και αυτός τον οπλισμό του και σταύρωσε τα χέρια γύρω από τα γόνατά του.
-«Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Έτσι θα μείνουμε, σαν άτολμοι, σαν άμυαλοι;»
-«Δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω. Δεν μπορώ όμως και να το ανεχτώ. Έλληνας είμαι που να πάρει, Έλληνας…»
-«… Και Σπαρτιάτης όμως, μην το ξεχνάς! Και αν οι νόμοι και οι αποφάσεις των εφόρων είναι αυτές, σωστές ή λάθος… πρέπει να υπακούμε. Ο σεβασμός στους νόμους, η έντιμη ζωή μας και το θάρρος των πολεμιστών κράτησαν αυτή την πόλη ελεύθερη…»
-«Άκουσες τι είπες; Ελεύθερη! Μωρέ μπράβο ελευθερία! Θυσιάζουμε τα αδέρφια μας για την δική μας υστεροβουλία, αφού μια καταστροφή της Αθήνας θα ευχαριστούσε πολλούς και ανάμεσά τους και αυτούς τους γελοίους εφόρους, περιμένοντας την δική μας σκλαβιά μετά. Γιατί σου το ξανάπα και βάλτο επιτέλους καλά μέσα στο χοντρό σου καύκαλο, δεν θα υπάρχει κανένας να μας βοηθήσει εμάς μετά. Αν η μεγαλύτερη δύναμη της Ελλάδος, μετά από μας, πέσει, ποιος νομίζεις ότι θα έχει τα αρχίδια να αντισταθεί στους βάρβαρους; Δεν είναι μόνο την Αθήνα που σκέφτομαι, αλλά πρώτα απ’ όλα την δική μας πόλη και την Ελλάδα ολόκληρη. Τι στους Θεούς, μόνο εγώ σκέφτομαι έτσι; Μόνο εγώ βλέπω της συνέπειες της ήττας;»
-«Όχι, δεν είσαι μόνο εσύ. Αλλά ξέρεις τι πάει να πει υπακοή στις αποφάσεις των γερόντων! Και θα σε συμβούλευα να μη μιλάς πολύ δυνατά, να μη λες παντού τις ιδέες σου. Οι καιροί είναι δύσκολοι και πονηροί»
Η σιωπή επικράτησε πάλι ανάμεσα στους δυό νέους. Ο ήχος που ακούστηκε, τους καλούσε στη μεγάλη, μακρόστενη αίθουσα για φαγητό. Σηκώθηκαν και αφού πήραν τον οπλισμό τους, πέρασαν από το οπλοστάσιο, τον παρέδωσαν, εκτός από το σπαθί και κατευθύνθηκαν προς τα ξύλινα τραπέζια. Το «αίκλον», (δείπνο), είχε κιόλας αρχίσει. Μπροστά από τον κάθε έναν υπήρχαν σύκα, κριθαρένιο ψωμί, μερικά κρεμμύδια κόκκινα σαν αίμα, τυρί από τις κατσίκες της περιοχής, κρασί και ένα μεγάλο βαθύ πιάτο που περιείχε μια σούπα φτιαγμένη από χοιρινό, αίμα και αλάτι. Λιτό αλλά γεμάτο ενέργεια φαγητό, θα τους «κρατούσε» για ώρες.
-«Τους βλέπεις; Όλους αυτούς τους νέους που έχουν ορκιστεί πίστη στους νόμους;», η φωνή του Ευρυάνακτα ήταν σχεδόν ψιθυριστή. «Τους βλέπεις; Όλοι «όμοιοι», ευπατρίδες. Και όλοι ανήκουν στην ανώτερη ράτσα ανθρώπων, από την φυλή των Υλλέων, των Δυμάνων και των Παμφύλων! Λες και οι άλλοι γεννήθηκαν για να είναι δούλοι…»
-«Για τους είλωτες λες;»
-«Και για αυτούς. Κοίτα τους στην άκρη πως τρέχουν να εξυπηρετήσουν! Βέβαια όπου ηττημένος και η μοίρα του!», γέλασε αναλογιζόμενος πόσο ακριβά είχε πληρώσει η Σπάρτη αυτή της την κυριαρχία. «Και πες μου τελικά, εμείς γιατί τρώμε όλη μας την ζωή στο στρατό; Για να μπορούμε να ελέγχουμε τα παιδιά των ειλώτων; Αυτά είναι τα υψηλά μας ιδεώδη;»
Ο Λίχης δεν απάντησε. Δεν είχε και πολλά εξάλλου να πει. Δεν συμφωνούσε σε όλα με τον φίλο του, αλλά του άρεσε να αρμέγει τις ιδέες των άλλων. Κάποιοι νέοι που ήταν από την Πιτάνη, είχαν πιάσει ζωηρή κουβέντα με κάποιους άλλους από την ωβά της Μεσόας. Χτυπούσαν φιλικά ο ένας τον άλλο, συμφωνώντας με την γενική κουβέντα. Τώρα θα έδειχνε γι αυτούς, η Αθήνα τι άξιζε, τίποτα δηλαδή κατά τα πιστεύω τους. Με το τέλος του φαγητού, συνηθιζόταν οι ίλαρχοι να οδηγούν τη συζήτηση με την συμμετοχή όλων, γύρω από θέματα αξιών και ηθικής. Απόψε όμως δεν έγινε τίποτα. Οι σύντροφοι όλοι κοίταξαν προς το μέρος του μεγαλύτερου σε βαθμό αξιωματικού. Εκείνος ένας γεροδεμένος άντρας, γύρω στα σαράντα, καθόταν αμίλητος και σοβαρός στο μέσον του τραπεζιού, χωρίς να κουνάει, ούτε ακόμα και τα μάτια του. Κάποια στιγμή, πάλι αμίλητος, σηκώθηκε και αποχώρησε προς την μεριά των κοιτώνων. Πολλοί άλλοι τον ακολούθησαν. Αυτό σήμαινε ότι το βραδινό φαγητό είχε πάρει τέλος. Μόνο κάποιοι είλωτες είχαν παραμείνει στον χώρο. Και ο Ευρυάναξ με τον Λίχη. Και πάλι δεν μίλαγαν. Δεν χρειαζόταν άλλωστε να πουν και κάτι παραπάνω. Ίσως είχε έρθει η ώρα για πράξεις, για δράση.
Ο Ευρυάναξ, σκέφτηκε για λίγο την Θάλεια. Είχε καιρό να την δει και ομολόγησε στον εαυτό του, ότι του έλειπε η θωριά της. Λαχταρούσε την δύναμη και αυτή την ιδιαίτερη ομορφιά της, την καθαρή της ματιά, αλλά και την πυγμή που έδειχνε στην οικογένειά της. Έπρεπε όμως να πάρει κάποιες αποφάσεις, αποφάσεις που ίσως τον οδηγούσαν για πάντα μακριά της. «Δεν είναι ώρα για αγάπες και έρωτες τώρα», σκέφτηκε , «πόνο μπορεί να φέρουν αυτά». Άδειασε το κρασί του μονορούφι. Μπορούσε τώρα να δει καλύτερα αυτό που είχαν προσπαθήσει όλοι του οι δάσκαλοι, να του κρύψουν τόσα χρόνια. Καταλάβαινε πια το σκοπό του και ας είχε την αντίδραση όλων, ακόμα ίσως και του φίλου του, του Λίχη. Έβγαλε από το ιμάτιό του, ένα μικρό μαχαίρι και άρχισε να σκαλίζει την άκρη του τραπεζιού αμήχανα. Είχε χαθεί ξανά σε σκέψεις και οράματα και ένας πονοκέφαλος τον τυραννούσε, κρυμμένος πίσω από τα μάτια του. Ο Λίχης τον παρατηρούσε σχεδόν ακίνητος. Μόνο το κρασί του έπινε και κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι είχαν μείνει μόνο οι δυό τους στον χώρο. Ακόμα και οι δούλοι, οι είλωτες είχαν φύγει. Έξω από την πόρτα, είχε πέσει σκοτάδι και το φως από τις δάδες του δρόμου έφτανε χλωμό, απλά για να βάψει με την ώχρα του τα αντικείμενα και το πρόσωπό τους.
-«Ώρα να πηγαίνουμε, δεν νομίζεις; Αύριο θα ξημερώσει τη νέα του μέρα ο Δίας και θα δούμε τι θα κάνουμε. Άντε…», τον σκούντηξε με τον αγκώνα.
Ο Ευρυάναξ συμφώνησε και έτσι οι δυό φίλοι, σηκώθηκαν να φύγουν. Χρειάζονταν ξεκούραση πια.
-«Ο Αθηναίος έφυγε; Γύρισε πίσω;»
-«Ναι, έφυγε πριν κανένα δίωρο περίπου. Και έτσι όπως τρέχει… μόνο η Άρτεμις ξέρει που μπορεί να είναι τώρα»
-«Ξέρεις τι επιθύμησα;», ο Ευρυάναξ είχε σταματήσει τώρα και έπιασε τον φίλο του από το χέρι, σταματώντας τον. «Μια βόλτα. Πάνω στο βουνό. Μια βόλτα πάνω στον Ταΰγετο, πάνω εκεί στα κοτρώνια και στα πουρνάρια. Να με φυσήξει λίγο ο αέρας του βουνού, να ακούσω τις κραυγές των τσακαλιών και των λύκων. Να δω αυτό τα άγριο τοπίο. Θα πάρω άδεια να ανέβω, θα έρθεις;»
-«Που, στο βουνό; Εκεί θέλεις να πας; Είσαι σίγουρος γι αυτό; Εκεί;»
Ο Λίχης τον κοίταξε με παράξενο ύφος, με βλέμμα που ρωτούσε πιο πολλά από ότι το στόμα έλεγε. Ο φίλος του δεν απάντησε. Του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε προς τους κοιτώνες. Ο τεράστιος πορφυρός μανδύας του, ανέμισε και έκλεισε το άνοιγμα της μικρής πόρτας.
Ο Ταΰγετος άρχισε να αχνοφαίνεται με τον πρωινό ήλιο στην «πλάτη» του. Η κοιλάδα του Ευρώτα, ακόμα κοιμόταν με το ιερό ποτάμι να στριφογυρίζει σαν φίδι που διψασμένο είχε το κεφάλι στη θάλασσα. Οι δυό μορφές που περπατούσαν στα σκληροτράχηλα ορεινά μονοπάτια του επιβλητικού βουνού, είχαν τυλιχτεί στους μανδύες να αντιμετωπίσουν το πρωινό ψύχος. Ήξεραν ότι μόλις ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, η ζέστη μπορεί να ήταν και αβάσταχτη. Ειδικά, επειδή κουβαλούσαν πάνω στους ώμους τους τόσο βαριά δισάκια αλλά και τον πλήρη εξοπλισμό μάχης. Η ασπίδα στερεωμένη στη πλάτη θα μπορούσε να «γονατίσει» με το βάρος της και τον πιο δυνατό άντρα. Όχι όμως αυτούς. Οι Λακεδαιμόνιοι, ανέβαιναν χωρίς να καταλαβαίνουν καμιά ενόχληση. Το χάλκινο κράνος, ήταν κρεμασμένο στη μέση, με το λουρί περασμένο σε μια δερμάτινη ζώνη, που στήριζε και το θεόρατο σπαθί επίθεσης. Στο στήθος, έλαμπε ο χάλκινος θώρακας όπως και στα πόδια, πάνω από τα σανδάλια, οι κνημίδες με τα ανάγλυφα φίδια. Στο χέρι, από δυο ακόντια μάχης ο καθένας, ένα αμυντικό κι ένα επίθεσης, ενώ ένα δεύτερο σπαθί, μικρότερο αυτό, κρεμόταν από την δεξιά πλευρά τους. Ο άντρας που ακολουθούσε τον πρώτο, είχε επιπλέον στερεωμένο στη μέση του ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη. Αυτά προορίζονταν για κυνήγι και όχι για μάχη, αφού όλοι οι Έλληνες και ανάμεσα τους βέβαια και οι ατρόμητοι Σπαρτιάτες, θεωρούσαν το τόξο «όπλο των δειλών» και προτιμούσαν την μάχη σώμα με σώμα, που αναδεικνύει τους αληθινούς άντρες. Η εξ αποστάσεως βολή με σαΐτα ταίριαζε πιο πολύ στους βαρβάρους και στους όχι επαρκώς εκπαιδευμένους αγροτοστρατιώτες. Οι δυο άντρες περπατούσαν αμίλητοι πολλή ώρα, προσέχοντας να μην κάνουν θόρυβο και να κατανέμουν τις δυνάμεις τους με λογικό τρόπο. Ο Ευρυάναξ, συγκέντρωσε τη σκέψη του στη Θάλεια, προσπαθώντας να περπατά μηχανικά, να μην φανεί η κούραση. Αλλά και ο Λίχης, ακολουθούσε χωρίς να δείχνει σημάδια κόπωσης ή λαχάνιασμα, αν και η πεζοπορία είχε αρχίσει τρεις ίσως και τέσσερις ώρες πριν.
Κάποια πουρνάρια πρόσφεραν ένα ικανοποιητικό καταφύγιο, από τα μάτια οποιουδήποτε περαστικού. Οι δυό στρατιώτες, κάθισαν να αναλάβουν δυνάμεις και να πιούν λίγο νερό. Είχαν και οι δυό μαζί τους παγούρια φτιαγμένα από δέρμα κατσίκας, αν και όλο το βουνό ήταν γεμάτο πηγές. Κάποιο μικρό ελάφι που πέρασε τρόμαξε στη θέα τους και έστριψε τρέχοντας σε ένα μονοπάτι που είχε φτιαχτεί από το διάβα των ζώων και όχι από ανθρώπους.
-«Ετοίμασε το τόξο σου», είπε ο Ευρυάναξ. «Να το φαγητό μας που τρέχει προς τα κάτω».
Εν ριπή οφθαλμού ο Λίχης ξεφορτώθηκε όλα τα βάρη από πάνω του, πήρε τις σαΐτες και το τόξο και ακολουθώντας τον φίλο του, άρχισε να τρέχει μαζί του. Δυό – τρεις φορές κόντεψαν να «γκρεμιστούν» πάνω στις πέτρες του ξερού μονοπατιού. Δεν άργησαν να βρεθούν στα ριζά ενός μικρού, πετρώδους λόφου. Το ελαφάκι έτρεχε έξαλλο από τον φόβο, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, από θάμνο σε θάμνο, λες και τυφλό από τον πανικό, γυρνώντας τα αυτιά του προς το μέρος των διωκτών του. Οι δυό άντρες, χώρισαν και έκοψαν δρόμο, προσπαθώντας να το οδηγήσουν σε μέρος δύσβατο. Έπρεπε ο Λίχης να έχει μια κοντινή, καθαρή βολή. Ο ήλιος όμως είχε ανέβει και η κούραση είχε αρχίσει να επηρεάζει τους δυό φίλους. Και σαν μην έφτανε αυτό, το μικρό ζώο, έδειξε ότι ήταν ικανό και στην αναρρίχηση. Πιο πολύ αγριοκάτσικο θύμιζε, αν και δεν ήταν παρά ένα μικρό συνηθισμένο ελάφι. Ο άντρας γονάτισε, πιστεύοντας σε μια βολή, όλα για όλα. Τέντωσε την χορδή του τόξου του, ηρέμησε την αναπνοή του, και έκλεισε το αριστερό μάτι σημαδεύοντας το πανικόβλητο ζωντανό. Άφησε την σαΐτα να φύγει για το φονικό της ταξίδι και την είδε να εισχωρεί κάτω από το μπροστινό αριστερό πόδι του ελαφιού. Εκείνο σταμάτησε απότομα, σαν κεραυνόπληκτο και έπεσε στο πλάι. Προσπάθησε να ξανασηκωθεί, τίναξε τα πόδια, αλλά έπεσε αδύναμο να πνιγεί μες το αίμα του. Ο Λίχης χαμογέλασε ικανοποιημένος και σήκωσε τα χέρια σαν ευχαριστία στους ουρανούς. Ο Ευρυάναξ ήδη πλησίαζε το πεσμένο ζώο, είχε βγάλει το μικρό σπαθί του και ετοιμαζόταν να κόψει το λαιμό του ελαφιού, να το γλυτώσει από τα μαρτύριό του. Το μάτια του ζώου είχαν αρχίσει να παίρνουν αυτό το γαλακτώδες χρώμα του θανάτου. Ο άντρας έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι, προσπαθώντας να το πιάσει από τα μικρά του κέρατα. Και τότε κάτι έγινε, τόσο ξαφνικά και απρόσμενα που ο Ευρυάναξ έπεσε στο έδαφος με μεγάλη ορμή. Το μικρό ζώο, άντλησε δύναμη από την απελπισία του και ξεχνώντας τον πόνο, σηκώθηκε στα πόδια του, χτύπησε με περίσσια δύναμη τον Σπαρτιάτη και άρχισε να τρέχει με μανία, στα τυφλά. Ο άντρας, χτύπησε την γροθιά του χαμογελώντας στο έδαφος, σαστισμένος από το ξαφνικό χτύπημα. Ο Λίχης που είχε πλησιάσει, γέλαγε με το πάθημα του φίλου του:
-«Τι έγινε σύντροφε; Ακόμα και τα ψόφια σου ξεφεύγουν τώρα; Μα να στην φέρει έτσι μια πορδή;»
-«Είδες; Κάτι έχουν οι Θεοί μαζί μου και θέλουν να με γελοιοποιήσουν. Το είδες που πήγε;»
Ο φίλος του έδειξε προς τις πέτρες και τους βράχους. Είχε δει το ζωντανό, να ψάχνει καταφύγιο προς τα εκεί. Ξεκίνησαν πάλι με χαρούμενη διάθεση, αφού ήξεραν ότι το πεπρωμένο του ζώου ήταν προδιαγραμμένο. Απλώς ήταν θέμα ώρας το τέλος του. Βρήκαν ένα μικρό άνοιγμα μες στα βράχια και μια σπηλιά που κρυβόταν από πίσω. Μπήκαν σκυφτοί και βρέθηκαν σε μια αίθουσα φτιαγμένη από τον αρχιτέκτονα της φύσης με πολλή σπουδή. Άκουσαν τους ήχους από την ανάσα του άμοιρου ζώου, το αγκομαχητό του και το χτύπημα από τις οπλές του. Οι δυό φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν. Τώρα πια ήταν όρθιοι, αφού η σπηλιά είχε αποκτήσει αρκετό ύψος πια και φωτιζόταν με ένα θαμπό φως, που ήταν άξιο απορίας από πού προερχόταν. Ένα φως, που έδειχνε όλα τα βράχια και τα τοιχώματα σχεδόν κόκκινα. Ο Ευρυάναξ, εντόπισε το σώμα του ζώου πεσμένο ανάμεσα σε κάτι μεγάλες πέτρες. Δεν φαινόταν το στήθος να ανεβοκατεβαίνει, ούτε και κανένας ήχος πια. Πλησίασε πάλι με το σπαθί προτεταμένο. Έσκυψε και σαν να τον χτύπησε το ρόπαλο του Ηρακλή, έπεσε πίσω για δεύτερη φορά. Κάθισε στο χώμα και με το χέρι του, με τεντωμένο το δάχτυλο, έδειξε στον σύντροφό του, πίσω ακριβώς από το νεκρό ζώο. Πάνω σε ένα τομάρι προβάτου, ένα μικρό παιδί, μωρό που η ζήση του δεν ξεπερνούσε τους πέντε μήνες , τους κοίταζε γελώντας με τα μεγάλα γαλάζια του μάτια καρφωμένα πάνω στον Ευρυάνακτα. Το κεφάλι του νεκρού ελαφιού, ακουμπούσε στα λευκά του γόνατα.
-«Ένα …. Μωρό, Λίχη… ένα μωρό, ένα μικρό ανθρωπάκι», φώναξε ο Λακεδαιμόνιος άντρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Στο κοινόβιο – στρατόπεδο επικρατούσε μια αναστάτωση. Νέοι μαζεμένοι σε μικρές ομάδες των πέντε – έξη ατόμων, συζητούσαν τα γεγονότα της ημέρας και την άρνηση βοήθειας της πόλης τους προς την Αθήνα. Οι κρίσεις ήταν υπέρ της απόφασης των γερόντων, όχι από τον φόβο πιθανού πολέμου, αλλά από την απέχθεια που ένοιωθαν στους Αθηναίους. Ο αέρας που τώρα φυσούσε πιο δυνατός είχε γεμίσει με χώμα τα πάντα, αλλά δεν έδειχνε να τους ενοχλεί ιδιαίτερα. Ο Λίχης βρήκε τον Ευρυάνακτα να κάθεται μόνος του, αμίλητος σε ένα μικρό πεζούλι, με το βλέμμα καρφωμένο στα πόδια του. Λες και δεν είχε καθόλου ζωή μέσα του. Είχε ακουμπήσει την ασπίδα και το κράνος του με την μεγάλη κόκκινη αλογοουρά στο έδαφος και το δόρυ πίσω του, στην πόρτα του πλίνθινου κτίσματος που χρησίμευε στους νέους σαν αφοδευτήριο. Η μυρωδιά που αναδυόταν δεν ήταν και η πιο όμορφη που υπήρχε, αλλά δεν φαινόταν να τον νοιάζει. Ήταν το μόνο μέρος πιθανώς που θα μπορούσε να μείνει ήσυχος, χωρίς την παρουσία των άλλων.
Τον χαιρέτισε και κάθισε δίπλα του, οκλαδόν. Δεν μίλησε. Ξεφορτώθηκε και αυτός τον οπλισμό του και σταύρωσε τα χέρια γύρω από τα γόνατά του.
-«Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Έτσι θα μείνουμε, σαν άτολμοι, σαν άμυαλοι;»
-«Δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω. Δεν μπορώ όμως και να το ανεχτώ. Έλληνας είμαι που να πάρει, Έλληνας…»
-«… Και Σπαρτιάτης όμως, μην το ξεχνάς! Και αν οι νόμοι και οι αποφάσεις των εφόρων είναι αυτές, σωστές ή λάθος… πρέπει να υπακούμε. Ο σεβασμός στους νόμους, η έντιμη ζωή μας και το θάρρος των πολεμιστών κράτησαν αυτή την πόλη ελεύθερη…»
-«Άκουσες τι είπες; Ελεύθερη! Μωρέ μπράβο ελευθερία! Θυσιάζουμε τα αδέρφια μας για την δική μας υστεροβουλία, αφού μια καταστροφή της Αθήνας θα ευχαριστούσε πολλούς και ανάμεσά τους και αυτούς τους γελοίους εφόρους, περιμένοντας την δική μας σκλαβιά μετά. Γιατί σου το ξανάπα και βάλτο επιτέλους καλά μέσα στο χοντρό σου καύκαλο, δεν θα υπάρχει κανένας να μας βοηθήσει εμάς μετά. Αν η μεγαλύτερη δύναμη της Ελλάδος, μετά από μας, πέσει, ποιος νομίζεις ότι θα έχει τα αρχίδια να αντισταθεί στους βάρβαρους; Δεν είναι μόνο την Αθήνα που σκέφτομαι, αλλά πρώτα απ’ όλα την δική μας πόλη και την Ελλάδα ολόκληρη. Τι στους Θεούς, μόνο εγώ σκέφτομαι έτσι; Μόνο εγώ βλέπω της συνέπειες της ήττας;»
-«Όχι, δεν είσαι μόνο εσύ. Αλλά ξέρεις τι πάει να πει υπακοή στις αποφάσεις των γερόντων! Και θα σε συμβούλευα να μη μιλάς πολύ δυνατά, να μη λες παντού τις ιδέες σου. Οι καιροί είναι δύσκολοι και πονηροί»
Η σιωπή επικράτησε πάλι ανάμεσα στους δυό νέους. Ο ήχος που ακούστηκε, τους καλούσε στη μεγάλη, μακρόστενη αίθουσα για φαγητό. Σηκώθηκαν και αφού πήραν τον οπλισμό τους, πέρασαν από το οπλοστάσιο, τον παρέδωσαν, εκτός από το σπαθί και κατευθύνθηκαν προς τα ξύλινα τραπέζια. Το «αίκλον», (δείπνο), είχε κιόλας αρχίσει. Μπροστά από τον κάθε έναν υπήρχαν σύκα, κριθαρένιο ψωμί, μερικά κρεμμύδια κόκκινα σαν αίμα, τυρί από τις κατσίκες της περιοχής, κρασί και ένα μεγάλο βαθύ πιάτο που περιείχε μια σούπα φτιαγμένη από χοιρινό, αίμα και αλάτι. Λιτό αλλά γεμάτο ενέργεια φαγητό, θα τους «κρατούσε» για ώρες.
-«Τους βλέπεις; Όλους αυτούς τους νέους που έχουν ορκιστεί πίστη στους νόμους;», η φωνή του Ευρυάνακτα ήταν σχεδόν ψιθυριστή. «Τους βλέπεις; Όλοι «όμοιοι», ευπατρίδες. Και όλοι ανήκουν στην ανώτερη ράτσα ανθρώπων, από την φυλή των Υλλέων, των Δυμάνων και των Παμφύλων! Λες και οι άλλοι γεννήθηκαν για να είναι δούλοι…»
-«Για τους είλωτες λες;»
-«Και για αυτούς. Κοίτα τους στην άκρη πως τρέχουν να εξυπηρετήσουν! Βέβαια όπου ηττημένος και η μοίρα του!», γέλασε αναλογιζόμενος πόσο ακριβά είχε πληρώσει η Σπάρτη αυτή της την κυριαρχία. «Και πες μου τελικά, εμείς γιατί τρώμε όλη μας την ζωή στο στρατό; Για να μπορούμε να ελέγχουμε τα παιδιά των ειλώτων; Αυτά είναι τα υψηλά μας ιδεώδη;»
Ο Λίχης δεν απάντησε. Δεν είχε και πολλά εξάλλου να πει. Δεν συμφωνούσε σε όλα με τον φίλο του, αλλά του άρεσε να αρμέγει τις ιδέες των άλλων. Κάποιοι νέοι που ήταν από την Πιτάνη, είχαν πιάσει ζωηρή κουβέντα με κάποιους άλλους από την ωβά της Μεσόας. Χτυπούσαν φιλικά ο ένας τον άλλο, συμφωνώντας με την γενική κουβέντα. Τώρα θα έδειχνε γι αυτούς, η Αθήνα τι άξιζε, τίποτα δηλαδή κατά τα πιστεύω τους. Με το τέλος του φαγητού, συνηθιζόταν οι ίλαρχοι να οδηγούν τη συζήτηση με την συμμετοχή όλων, γύρω από θέματα αξιών και ηθικής. Απόψε όμως δεν έγινε τίποτα. Οι σύντροφοι όλοι κοίταξαν προς το μέρος του μεγαλύτερου σε βαθμό αξιωματικού. Εκείνος ένας γεροδεμένος άντρας, γύρω στα σαράντα, καθόταν αμίλητος και σοβαρός στο μέσον του τραπεζιού, χωρίς να κουνάει, ούτε ακόμα και τα μάτια του. Κάποια στιγμή, πάλι αμίλητος, σηκώθηκε και αποχώρησε προς την μεριά των κοιτώνων. Πολλοί άλλοι τον ακολούθησαν. Αυτό σήμαινε ότι το βραδινό φαγητό είχε πάρει τέλος. Μόνο κάποιοι είλωτες είχαν παραμείνει στον χώρο. Και ο Ευρυάναξ με τον Λίχη. Και πάλι δεν μίλαγαν. Δεν χρειαζόταν άλλωστε να πουν και κάτι παραπάνω. Ίσως είχε έρθει η ώρα για πράξεις, για δράση.
Ο Ευρυάναξ, σκέφτηκε για λίγο την Θάλεια. Είχε καιρό να την δει και ομολόγησε στον εαυτό του, ότι του έλειπε η θωριά της. Λαχταρούσε την δύναμη και αυτή την ιδιαίτερη ομορφιά της, την καθαρή της ματιά, αλλά και την πυγμή που έδειχνε στην οικογένειά της. Έπρεπε όμως να πάρει κάποιες αποφάσεις, αποφάσεις που ίσως τον οδηγούσαν για πάντα μακριά της. «Δεν είναι ώρα για αγάπες και έρωτες τώρα», σκέφτηκε , «πόνο μπορεί να φέρουν αυτά». Άδειασε το κρασί του μονορούφι. Μπορούσε τώρα να δει καλύτερα αυτό που είχαν προσπαθήσει όλοι του οι δάσκαλοι, να του κρύψουν τόσα χρόνια. Καταλάβαινε πια το σκοπό του και ας είχε την αντίδραση όλων, ακόμα ίσως και του φίλου του, του Λίχη. Έβγαλε από το ιμάτιό του, ένα μικρό μαχαίρι και άρχισε να σκαλίζει την άκρη του τραπεζιού αμήχανα. Είχε χαθεί ξανά σε σκέψεις και οράματα και ένας πονοκέφαλος τον τυραννούσε, κρυμμένος πίσω από τα μάτια του. Ο Λίχης τον παρατηρούσε σχεδόν ακίνητος. Μόνο το κρασί του έπινε και κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι είχαν μείνει μόνο οι δυό τους στον χώρο. Ακόμα και οι δούλοι, οι είλωτες είχαν φύγει. Έξω από την πόρτα, είχε πέσει σκοτάδι και το φως από τις δάδες του δρόμου έφτανε χλωμό, απλά για να βάψει με την ώχρα του τα αντικείμενα και το πρόσωπό τους.
-«Ώρα να πηγαίνουμε, δεν νομίζεις; Αύριο θα ξημερώσει τη νέα του μέρα ο Δίας και θα δούμε τι θα κάνουμε. Άντε…», τον σκούντηξε με τον αγκώνα.
Ο Ευρυάναξ συμφώνησε και έτσι οι δυό φίλοι, σηκώθηκαν να φύγουν. Χρειάζονταν ξεκούραση πια.
-«Ο Αθηναίος έφυγε; Γύρισε πίσω;»
-«Ναι, έφυγε πριν κανένα δίωρο περίπου. Και έτσι όπως τρέχει… μόνο η Άρτεμις ξέρει που μπορεί να είναι τώρα»
-«Ξέρεις τι επιθύμησα;», ο Ευρυάναξ είχε σταματήσει τώρα και έπιασε τον φίλο του από το χέρι, σταματώντας τον. «Μια βόλτα. Πάνω στο βουνό. Μια βόλτα πάνω στον Ταΰγετο, πάνω εκεί στα κοτρώνια και στα πουρνάρια. Να με φυσήξει λίγο ο αέρας του βουνού, να ακούσω τις κραυγές των τσακαλιών και των λύκων. Να δω αυτό τα άγριο τοπίο. Θα πάρω άδεια να ανέβω, θα έρθεις;»
-«Που, στο βουνό; Εκεί θέλεις να πας; Είσαι σίγουρος γι αυτό; Εκεί;»
Ο Λίχης τον κοίταξε με παράξενο ύφος, με βλέμμα που ρωτούσε πιο πολλά από ότι το στόμα έλεγε. Ο φίλος του δεν απάντησε. Του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε προς τους κοιτώνες. Ο τεράστιος πορφυρός μανδύας του, ανέμισε και έκλεισε το άνοιγμα της μικρής πόρτας.
Ο Ταΰγετος άρχισε να αχνοφαίνεται με τον πρωινό ήλιο στην «πλάτη» του. Η κοιλάδα του Ευρώτα, ακόμα κοιμόταν με το ιερό ποτάμι να στριφογυρίζει σαν φίδι που διψασμένο είχε το κεφάλι στη θάλασσα. Οι δυό μορφές που περπατούσαν στα σκληροτράχηλα ορεινά μονοπάτια του επιβλητικού βουνού, είχαν τυλιχτεί στους μανδύες να αντιμετωπίσουν το πρωινό ψύχος. Ήξεραν ότι μόλις ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, η ζέστη μπορεί να ήταν και αβάσταχτη. Ειδικά, επειδή κουβαλούσαν πάνω στους ώμους τους τόσο βαριά δισάκια αλλά και τον πλήρη εξοπλισμό μάχης. Η ασπίδα στερεωμένη στη πλάτη θα μπορούσε να «γονατίσει» με το βάρος της και τον πιο δυνατό άντρα. Όχι όμως αυτούς. Οι Λακεδαιμόνιοι, ανέβαιναν χωρίς να καταλαβαίνουν καμιά ενόχληση. Το χάλκινο κράνος, ήταν κρεμασμένο στη μέση, με το λουρί περασμένο σε μια δερμάτινη ζώνη, που στήριζε και το θεόρατο σπαθί επίθεσης. Στο στήθος, έλαμπε ο χάλκινος θώρακας όπως και στα πόδια, πάνω από τα σανδάλια, οι κνημίδες με τα ανάγλυφα φίδια. Στο χέρι, από δυο ακόντια μάχης ο καθένας, ένα αμυντικό κι ένα επίθεσης, ενώ ένα δεύτερο σπαθί, μικρότερο αυτό, κρεμόταν από την δεξιά πλευρά τους. Ο άντρας που ακολουθούσε τον πρώτο, είχε επιπλέον στερεωμένο στη μέση του ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη. Αυτά προορίζονταν για κυνήγι και όχι για μάχη, αφού όλοι οι Έλληνες και ανάμεσα τους βέβαια και οι ατρόμητοι Σπαρτιάτες, θεωρούσαν το τόξο «όπλο των δειλών» και προτιμούσαν την μάχη σώμα με σώμα, που αναδεικνύει τους αληθινούς άντρες. Η εξ αποστάσεως βολή με σαΐτα ταίριαζε πιο πολύ στους βαρβάρους και στους όχι επαρκώς εκπαιδευμένους αγροτοστρατιώτες. Οι δυο άντρες περπατούσαν αμίλητοι πολλή ώρα, προσέχοντας να μην κάνουν θόρυβο και να κατανέμουν τις δυνάμεις τους με λογικό τρόπο. Ο Ευρυάναξ, συγκέντρωσε τη σκέψη του στη Θάλεια, προσπαθώντας να περπατά μηχανικά, να μην φανεί η κούραση. Αλλά και ο Λίχης, ακολουθούσε χωρίς να δείχνει σημάδια κόπωσης ή λαχάνιασμα, αν και η πεζοπορία είχε αρχίσει τρεις ίσως και τέσσερις ώρες πριν.
Κάποια πουρνάρια πρόσφεραν ένα ικανοποιητικό καταφύγιο, από τα μάτια οποιουδήποτε περαστικού. Οι δυό στρατιώτες, κάθισαν να αναλάβουν δυνάμεις και να πιούν λίγο νερό. Είχαν και οι δυό μαζί τους παγούρια φτιαγμένα από δέρμα κατσίκας, αν και όλο το βουνό ήταν γεμάτο πηγές. Κάποιο μικρό ελάφι που πέρασε τρόμαξε στη θέα τους και έστριψε τρέχοντας σε ένα μονοπάτι που είχε φτιαχτεί από το διάβα των ζώων και όχι από ανθρώπους.
-«Ετοίμασε το τόξο σου», είπε ο Ευρυάναξ. «Να το φαγητό μας που τρέχει προς τα κάτω».
Εν ριπή οφθαλμού ο Λίχης ξεφορτώθηκε όλα τα βάρη από πάνω του, πήρε τις σαΐτες και το τόξο και ακολουθώντας τον φίλο του, άρχισε να τρέχει μαζί του. Δυό – τρεις φορές κόντεψαν να «γκρεμιστούν» πάνω στις πέτρες του ξερού μονοπατιού. Δεν άργησαν να βρεθούν στα ριζά ενός μικρού, πετρώδους λόφου. Το ελαφάκι έτρεχε έξαλλο από τον φόβο, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, από θάμνο σε θάμνο, λες και τυφλό από τον πανικό, γυρνώντας τα αυτιά του προς το μέρος των διωκτών του. Οι δυό άντρες, χώρισαν και έκοψαν δρόμο, προσπαθώντας να το οδηγήσουν σε μέρος δύσβατο. Έπρεπε ο Λίχης να έχει μια κοντινή, καθαρή βολή. Ο ήλιος όμως είχε ανέβει και η κούραση είχε αρχίσει να επηρεάζει τους δυό φίλους. Και σαν μην έφτανε αυτό, το μικρό ζώο, έδειξε ότι ήταν ικανό και στην αναρρίχηση. Πιο πολύ αγριοκάτσικο θύμιζε, αν και δεν ήταν παρά ένα μικρό συνηθισμένο ελάφι. Ο άντρας γονάτισε, πιστεύοντας σε μια βολή, όλα για όλα. Τέντωσε την χορδή του τόξου του, ηρέμησε την αναπνοή του, και έκλεισε το αριστερό μάτι σημαδεύοντας το πανικόβλητο ζωντανό. Άφησε την σαΐτα να φύγει για το φονικό της ταξίδι και την είδε να εισχωρεί κάτω από το μπροστινό αριστερό πόδι του ελαφιού. Εκείνο σταμάτησε απότομα, σαν κεραυνόπληκτο και έπεσε στο πλάι. Προσπάθησε να ξανασηκωθεί, τίναξε τα πόδια, αλλά έπεσε αδύναμο να πνιγεί μες το αίμα του. Ο Λίχης χαμογέλασε ικανοποιημένος και σήκωσε τα χέρια σαν ευχαριστία στους ουρανούς. Ο Ευρυάναξ ήδη πλησίαζε το πεσμένο ζώο, είχε βγάλει το μικρό σπαθί του και ετοιμαζόταν να κόψει το λαιμό του ελαφιού, να το γλυτώσει από τα μαρτύριό του. Το μάτια του ζώου είχαν αρχίσει να παίρνουν αυτό το γαλακτώδες χρώμα του θανάτου. Ο άντρας έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι, προσπαθώντας να το πιάσει από τα μικρά του κέρατα. Και τότε κάτι έγινε, τόσο ξαφνικά και απρόσμενα που ο Ευρυάναξ έπεσε στο έδαφος με μεγάλη ορμή. Το μικρό ζώο, άντλησε δύναμη από την απελπισία του και ξεχνώντας τον πόνο, σηκώθηκε στα πόδια του, χτύπησε με περίσσια δύναμη τον Σπαρτιάτη και άρχισε να τρέχει με μανία, στα τυφλά. Ο άντρας, χτύπησε την γροθιά του χαμογελώντας στο έδαφος, σαστισμένος από το ξαφνικό χτύπημα. Ο Λίχης που είχε πλησιάσει, γέλαγε με το πάθημα του φίλου του:
-«Τι έγινε σύντροφε; Ακόμα και τα ψόφια σου ξεφεύγουν τώρα; Μα να στην φέρει έτσι μια πορδή;»
-«Είδες; Κάτι έχουν οι Θεοί μαζί μου και θέλουν να με γελοιοποιήσουν. Το είδες που πήγε;»
Ο φίλος του έδειξε προς τις πέτρες και τους βράχους. Είχε δει το ζωντανό, να ψάχνει καταφύγιο προς τα εκεί. Ξεκίνησαν πάλι με χαρούμενη διάθεση, αφού ήξεραν ότι το πεπρωμένο του ζώου ήταν προδιαγραμμένο. Απλώς ήταν θέμα ώρας το τέλος του. Βρήκαν ένα μικρό άνοιγμα μες στα βράχια και μια σπηλιά που κρυβόταν από πίσω. Μπήκαν σκυφτοί και βρέθηκαν σε μια αίθουσα φτιαγμένη από τον αρχιτέκτονα της φύσης με πολλή σπουδή. Άκουσαν τους ήχους από την ανάσα του άμοιρου ζώου, το αγκομαχητό του και το χτύπημα από τις οπλές του. Οι δυό φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν. Τώρα πια ήταν όρθιοι, αφού η σπηλιά είχε αποκτήσει αρκετό ύψος πια και φωτιζόταν με ένα θαμπό φως, που ήταν άξιο απορίας από πού προερχόταν. Ένα φως, που έδειχνε όλα τα βράχια και τα τοιχώματα σχεδόν κόκκινα. Ο Ευρυάναξ, εντόπισε το σώμα του ζώου πεσμένο ανάμεσα σε κάτι μεγάλες πέτρες. Δεν φαινόταν το στήθος να ανεβοκατεβαίνει, ούτε και κανένας ήχος πια. Πλησίασε πάλι με το σπαθί προτεταμένο. Έσκυψε και σαν να τον χτύπησε το ρόπαλο του Ηρακλή, έπεσε πίσω για δεύτερη φορά. Κάθισε στο χώμα και με το χέρι του, με τεντωμένο το δάχτυλο, έδειξε στον σύντροφό του, πίσω ακριβώς από το νεκρό ζώο. Πάνω σε ένα τομάρι προβάτου, ένα μικρό παιδί, μωρό που η ζήση του δεν ξεπερνούσε τους πέντε μήνες , τους κοίταζε γελώντας με τα μεγάλα γαλάζια του μάτια καρφωμένα πάνω στον Ευρυάνακτα. Το κεφάλι του νεκρού ελαφιού, ακουμπούσε στα λευκά του γόνατα.
-«Ένα …. Μωρό, Λίχη… ένα μωρό, ένα μικρό ανθρωπάκι», φώναξε ο Λακεδαιμόνιος άντρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου