Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ελπινίκη την έλεγαν. Πολύ μικρότερη του Αγήνορα. Ψηλή και αδύνατη, του πρόσφερε τη θαλπωρή του σπιτιού της. Ο Τελευτίας την κοίταξε με την παλιά του ματιά. Εκείνη τη ματιά του θαυμασμού, όπως τόσες φορές στο παρελθόν. Είχε μεγαλώσει, αλλά παρέμενε αυτό που έλεγε ο άντρας της… πετράδι διαδήματος !
Την χαιρέτησε. Του ανταπέδωσε χωρίς να χαμογελάσει. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του, λες και κάτι έψαχνε να δει. Τι; Μικρές ρυτίδες είχαν κάνει την εμφάνισή τους κάτω από τα τοξωτά της φρύδια, ενώ μικρές σακούλες κούρασης τόνιζαν το οξυγώνιο πρόσωπό της. Ίσια μύτη, Ελληνική! Της έδινε την αίσθηση αυτοκυριαρχίας αλλά και ανωτερότητας. Στα καλοχτενισμένα μακριά μαύρα της μαλλιά, φαίνονταν αρκετά πια καθαρά λευκές ανταύγειες. Κινήθηκε προς το μέρος του. Έδειξε με μια κίνηση το κάθισμα στο ένα άκρο του τραπεζιού, εκεί που συνήθως κάθονταν οι φιλοξενούμενοι. Πρόσφερε μια κούπα με κρασί με τα δικά της χέρια, όχι δίνοντας διαταγή σε κάποιο δούλο. Γεύση Θεών, χρώμα, λες αίμα!
Ψωμί με μεγάλα κομμάτια από ψάρι. Κρεμμύδι, ελιές και συκόπιτα. Λίγο πλιγούρι με βραστά λαχανικά συμπλήρωνε και έδενε το δείπνο. Τα μάτια του Τελευτία ξαναγύρισαν απάνω της. Καθόταν αμίλητη, στητή. Γυναίκα. Λιτή, σοβαρή. Αντίθετα με τον άντρα της.
-«Λοιπόν, τι νέα θ’ ακούσουμε;», η φωνή του Αγήνορα έσπασε τη σιωπή που προς στιγμή επικράτησε. Το βλέμμα των δυό γιών του κόλλησαν στο πρόσωπο του επισκέπτη τους.
-«Δεν νομίζω ότι έχω κάτι νέο να πω. Από σένα περιμένω φίλε μου να μάθω πιο πολύ. Το μόνο που κατέχω, είναι κάποιες σκόρπιες συζητήσεις φτωχών και αμόρφωτων χωρικών, συζητήσεις μάλιστα έντονες και με φόβο θα έλεγα για τις κινήσεις του βάρβαρου»
Ο Αγήνορας, έβαλε το ένα πόδι του πάνω σε κάποιο μικρό κασόνι για να βολευτεί καλύτερα. Άρχισε να τον «τσιμπάει» η συζήτηση.
-«Λένε ότι πέρασε από το νησί της Νάξου. Έκανε μεγάλη καταστροφή εκεί. Έσφαξαν οι αγριάνθρωποι ότι μπορούσαν να σφάξουν. Ότι κινείτο έπεσε κάτω από το σπαθί του Αρταφέρνη των Σάρδεων. Είπαν ότι ο Δάτης γέλαγε πάνω στα πλοία όταν γινόταν η σφαγή»
-«Και τα παιδιά, οι γυναίκες;», ρώτησε ο Τελευτίας, «κι αυτά στο σπαθί;»
-«Όχι όλα τα παιδιά. Όχι τις νέες και όμορφες γυναίκες»
Κοίταξε την Ελπινίκη που το πρόσωπό της είχε πάρει μια στυγνή, πέτρινη έκφραση. Σήκωσε τη κούπα, άφησε το κρασί να κυλήσει στο λαιμό του και σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του το στόμα.
-«Έστειλαν στα σκλαβοπάζαρα της Ασίας, της πατρίδας τους… και τι δεν έστειλαν! Καράβια ολόκληρα με σκλάβες και παιδιά… καταδικασμένα». Τα μάτια του αντίκρισαν τους δικούς του δούλους και ασυναίσθητα χαμήλωσε την φωνή του.
-«Και όλα αυτά γιατί;»
Ο Αγήνορας γέλασε. Όσο μπορεί κάποιος να γελάσει με ένα τέτοιο θέμα. Οι γιοί του στην άκρη του τραπεζιού, περίμεναν την συνέχεια, λες και ήταν ιστοριούλα, μύθος για αφήγηση και όχι αληθινά γεγονότα. Κάποιος δούλος σκούπιζε κι ενόχλησε. Μετά από μια κοφτή παρατήρηση, συνέχισε:
-«Οι άτιμοι αυτοί;»
-«Οι Πέρσες; Σε αυτούς αναφέρεσαι;»
-«Όχι, αν κι αυτοί είναι άτιμοι! Όμως μιλώ για τους Πεισιστρατίδες, αυτούς τους εξόριστους κακούρ-γους. Και ειδικά για αυτόν τον Ιππία. Το κέρατο το λαδωμένο! Έλληνας σου λέει μετά… ο προδότης… και φωνάζει η πατρίδα πάνω απ’ όλα…! Αυτός δυό φορές κακούργος. Πληγή κι αλάτι θέλει ο άτιμος!»
-«Ε! τι μ’ αυτούς; Αυτοί θέλουν το πόλεμο; Αυτοί ηγούνται;»
-«Όχι βέβαια. Αλλά μετά την καταστροφική εκστρατεία και την παταγώδη αποτυχία του Αρισταγόρα στη  Νάξο, άρχισαν οι εξελίξεις. Φοβήθηκε ο σατράπης της Μιλήτου μη πέσει στη δυσμένεια του μεγάλου βασιλιά, του Δαρείου και χωρίς να το πολυσκεφτεί… άρχισε να χτυπάει τα κρέμβαλα και τα κύμβαλα…!»
Σταμάτησε σαν αλαζόνας  να δει αν τα λόγια του είχαν το αναμενόμενο ενδιαφέρον. Ήταν άνθρωπος που αποζητούσε την απόλυτη προσοχή. Δίψασε για κρασί. Ήπιε. Καθάρισε με λαρυγγισμό το λαιμό του, παρατήρησε ότι οι δούλοι που ήταν υπεύθυνοι για το βραδινό φαγητό, άκουγαν κι εκείνοι με προσοχή. Τέντωσε την πλάτη του, έξυσε με το χέρι τον μηρό του. Η Ελπινίκη διέκρινε την έτσι κι αλλιώς, έντονη αλαζονεία του λόγου του. Χαμογέλασε για πρώτη φορά αυτό το βράδυ, μα δεν μίλησε. Μορφωμένη γυναίκα. Παράξενο. Στα παιδικάτα της, μετά την πλαταγή, (πήλινη κουδουνίστρα), προτιμούσε τον «κάλαμον περιβήναι», το αγορίστικο εκείνο παιχνίδι, που ένα απλό καλάμι μεταμορφωνόταν σε άλογο μάχης. Ποτέ δεν έπαιξε με τις πλαγγόνες της, αυτές που με επιμονή έφερναν στο σπίτι οι γονείς της. Ποτέ της το «νύμφες και κόρες» δεν ήταν στις επιλογές της. Ούτε και συμπάθησε ποτέ της τα ‘νευρόσπαστα», τις πλαγγόνες δηλαδή που κινούνταν λεπτά σκοινάκια. Με τα αγόρια συνέχεια. Τσακωνόταν, έδερνε και την έδερναν, μάτωνε γόνατα και αγκώνες. Να κι ο «στρόμβος», (σβούρα), να και τα πεντάλιθα. Λατρεμένο της παιχνίδι όμως ήταν η «ίυγξ», το μικρό κομμάτι ξύλου με τις τρύπες και το σχοινάκι ανάμεσα. Πόσα και πόσα αγόρια δεν είχε νικήσει σ’ αυτό με την  επιδεξιότητά της!
Γι αυτό και όλα τα αρσενικά της γειτονιάς της, την ήθελαν ισότιμο μέλος της ομάδας τους και για την «σφαίρα» και για το «αστραγαλίζειν» και για την <<<<<<<<’ακινητίδα» και για την «χαλκή μυία». Όταν τα κορίτσια της ηλικίας της προσπαθούσαν με φωνές και μαλλιοτραβήγματα να νικήσουν στον «ασκωλιασμό», εκείνη πάλευε με τα αγόρια στην «απόρραξη», ένα είδος μάχης σώμα με σώμα, για ν’ αναγκάσει τον ηττημένο αντίπαλο να εφαρμόσει τον «εφεδρισμό», το κουβάλημα στην πλάτη δηλαδή του νικητή σε όλο το χωριό.
Όλα αυτά φόβιζαν τους γονείς της. «Αγοροκόριτσο», έλεγαν, «που θα βρει άντρα να την πάρει;», σκέφτονταν. Με προίκα όμως πολλών κτημάτων, όλο και κάποια ελπίδα υπήρχε. Και το όνομα της ελπίδας; Αγήνορας! Αρκετά μεγαλύτερος. Ωραίος άντρας, φτωχός. Τι πιο καλό! Στα δεκαέξι της υποτάχθηκε στην επιθυμία του πατέρα της, κοινώνησε αυτή την εμπορική συμφωνία. Όλα καλά. Γι αυτό και φρόντισαν την εκπαίδευσή της. Βρήκαν και προσέλαβαν τον Ίστιο. Δάσκαλος!
Και Όμηρο έμαθε η Ελπινίκη και μαθηματικά, μέχρι και αστρονομία. Όμως εις μάτην! Με ποιόν να μιλήσει; Ο άντρας της, ίσα – ίσα που ήξερε να γράφει το όνομά του και αυτό με λάθη. Ο γάμος όμως έκανε εκείνο πλούσιο και η κόρη βρήκε την σαρκική απόλαυση. Και μόνο αυτό.
-«Κήρυξε λοιπόν την Μίλητο δημοκρατία», συνέχισε η φωνή του Αγήνορα, «και ζήτησε βοήθεια από εμάς, τους Αθηναίους εννοώ, αλλά και τους δημοκρατικούς της Ερέτριας. Κακή κίνηση από μέρους μας να δεχτούμε, αλλά αδέρφια βλέπεις, κάτω από τον ζυγό του βαρβάρου!»
-«Και η Αξιά, Έλληνες δεν είχε; Συγχωρέσαμε δηλαδή την επίθεση εκεί;»
-«Έλληνες; Ναι κατά μια έννοια, μπορείς να το πεις κι αυτό. Αλλά οι Κάρες, εκτός των Καλυδνίων, λέει ο Όμηρος ότι πολέμησαν με τους Τρώες, στο πλευρό τους, ενάντια σε μας! Άσε που νιώθουν πιο πολύ Ασιάτες, …, από παλιά. Δες το εμπόριό τους! Όχι με μας, αλλά με τους Λέλεγες και τους Καυκάνους… στην Ασία, κατάλαβες;»
Μπορεί να ήταν αμόρφωτος άνθρωπος ο Αγήνορας, αλλά ότι άκουγε, το κάρφωνε στο μυαλό του. Ειδικά αν αφορούσε το εμπόριο. Έτσι και την δουλειά του έκανε με μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά και επίδειξη γνώσεων σε κάποιους γνωστούς.
-«Κακή κίνηση», επανέλαβε, «η αποστολή των πλοίων. Είκοσι δικά μας και πέντε από την Ερέτρια, έφταναν να καταστρέψουν τις Σάρδεις και να αφανίσουν σχεδόν τους Κιμμέριους, αλλά όχι να νικήσουν τον αυτοκρατορικό στρατό. Αριθμούσε χιλιάδες ανδρών!»
Η αφήγηση έμπαινε τώρα στο πιο ενδιαφέρον σημείο της. Οι δούλοι είχαν γονατίσει παρακολουθώ-ντας τα λόγια του αφέντη τους κι εκείνος είχε ξεχαστεί να τους παρατηρήσει. Τα δυο αγόρια είχαν ακουμπήσει  τα πρόσωπά τους στις παλάμες και τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Άκουγαν, φαντάζονταν, συμμετείχαν. Ονειρεύονταν. Κάπου – κάπου αναστέναζαν. Κάποιο αλύχτισμα που ακούστηκε απ’ έξω δεν ανησύχησε κανένα. Η ανοιχτή λόγω ζέστης πόρτα, άφησε το ζεστό αεράκι να ρίξει χώμα και σκόνες στο ξύλινο πάτωμα, να κάνει τις μικρές φλογίτσες στα κεριά να χορέψουν και να φτιάξουν γίγαντες σκιών στους τοίχους. Κατάνυξη! Κανείς δεν κουνιόταν από τη θέση του. Ο Τελευτίας σήκωσε το κρασί του, κοίταξε την γυναίκα και ξαναγύρισε το βλέμμα στον αφηγητή.
-«Επόμενο να ηττηθεί  ο Αθηναϊκός στρατός. Γυρίσαμε πίσω , αλλά η ντροπή για τον Δαρείο, ήταν μεγάλη. «Οι Σάρδεις καταστράφηκαν», έλεγε συνέχεια. Και αποφάσισε να τιμωρήσει τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Είχε βάλει και ένα δούλο να του το θυμίζει κάθε πρωί. Έτσι τώρα έρχεται εδώ. Στίφη βαρβάρων έχουν ήδη εξαπολύσει επίθεση και έχουν καταστρέψει τις πόλεις μας στα παράλια της Ασίας. Στόλος μεγάλος έχει συγκεντρωθεί, με όλες τις φυλές πάνω του. Σάκες και Μήδοι, Κιμμέριοι φανατισμένοι και Ακάδες και όποια άλλη Ασιατική φυλή μπορεί να βάλει ο νους σου, ανέβηκαν στα πλοία που κυβερνούν Φοίνικες ναυτικοί. Πλήθος που μπορεί και να μην είχαν ξαναδεί θάλασσα στη ζωή τους. Ορεσίβιοι και σκληροί πολεμιστές οι περισσότεροι. Έρχονται εδώ τώρα. Ήδη κατέστρεψαν την Αξιά και φτάνουν στα δικά μας παράλια. Και αυτή τη φορά ο Ποσειδώνας και η θάλασσά του, τους φέρθηκαν ευγενικά. Τόσος μεγάλος ο στόλος λένε, που το γαλάζιο νερό δεν φαίνεται ανάμεσα στα πλοία»
-«Χάθηκε το Αιγαίο δηλαδή»
-«Κάπως έτσι. Πολλοί λένε ότι αν έδεναν τα σκάφη μεταξύ τους, θα έφταναν μέχρις εδώ, χωρίς να βρέξουν τα πόδια τους»
Έφτιαχνε επίτηδες τέτοιες εικόνες , του άρεσε να δραματοποιεί την αφήγηση πιο πολύ.
-«Και ο Δαρείος τόσο σκληρός, που έδωσε εντολή, ο άσπλαχνος, τίποτα να μην μείνει όρθιο. Να σβήσει την Αθήνα από την ιστορία, να σφαχτούν όλοι οι κάτοικοί της και όποιος γράψει για αυτούς. Να ξεχαστεί από την μνήμη όλων και οι αυριανοί να μην γνωρίζουν τίποτα για αυτή την «καταραμένη» πόλη»
Ανατρίχιασαν όλοι. Δεν άκουγαν πια μια ιστορία, αλλά το προδιαγεγραμμένο τέλος τους. Κι όταν οι Πέρσες έλεγαν Αθήνα, εννοούσαν Αττική. Δηλαδή την καρδιά της Ελλάδας. Δηλαδή τον προμαχώνα αλλά και προστάτη της Ευρώπης. Γιατί αν οι Έλληνες δεν σταματήσουν τον βάρβαρο, τότε ποιος άλλος στρατός υπάρχει;

1 σχόλιο: