Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Μπορούσε να διακρίνει μες το σκοτάδι την κορυφογραμμή να ξυπνάει από τις πρώτες ηλιαχτίδες, στο βάθος του ορίζοντα, με την περηφάνια του ύψους της. Κάτι σαν τρέμουλο, διαπέρασε το κορμί του. Έτριψε τα χέρια πάνω στα πλευρά του και τα έσφιξε στο στήθος. Αισθάνθηκε καλύτερα και το ξεκούραστο από την κατάκλιση σώμα του, το ένοιωθε γεμάτο ενέργεια ξανά. Γύρισε το βλέμμα ολόγυρα στην μικρή κάμαρα και σταμάτησε στο κοιμισμένο κορμί της Ελπινίκης και του μικρού αγοριού, πάνω στα άχυρα, σε μια γωνιά. Η μικρή φωτιά, έδιωχνε την υγρασία από τον χώρο και πρόσφερε λίγη ζέστη, τόση όση χρειαζόταν να περάσει η νύχτα. Εκείνος δεν είχε κατορθώσει να κλείσει μάτι, αφού τόσα πράγματα πέρναγαν από το μυαλό του. Ο Αγήνορας, το σπίτι του στην Φλύα, το μικρό του αμπελάκι, το καράβι στον Πειραιά που πια δεν θα τον περίμενε, η δουλειά του που θα χανόταν για εκείνη την χρονιά, τις νέες ανάγκες και …. όλα αυτά για μια γυναίκα. Την κοίταξε πάλι, δεν είχε κουνηθεί από την θέση της. Χαμογέλασε… «Επιτέλους κάτι κάνω για κάποιον άλλο», σκέφτηκε, «κάτι και για μένα που έχει πραγματική αξία στη ζωή μου. Στην ανούσια ζωή μου!», συμπλήρωσε την σκέψη του.
Σηκώθηκε να βγει στην αυλή, στο ξέφωτο δηλαδή έξω από την εγκαταλειμμένη καλύβα που είχαν βρει, και που του άρεσε να το λέει αυλή. Ο Παίωνας ήρθε κοντά του κουνώντας την ουρά χαρούμενα. Τον χάιδεψε και γονάτισε δίπλα του: «Γεράκο μου», του είπε, «τι κάνουμε τώρα; Πως θα τα καταφέρουμε; Αλλά είπαμε, οι άντρες για τα δύσκολα είναι, έτσι;». Δεν περίμενε απάντηση, αλλά την πήρε από το βλέμμα του γιγάντιου σκύλου. Αποφάσισε να εξερευνήσει την περιοχή, αφού το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε καταλάβει και πολλά πράγματα. Προτεραιότητά του, ήταν να φροντίσει την γυναίκα και το μικρό, να ξαποστάσουν και να κοιμηθούν. Προχώρησε και σε λίγο χάθηκε μακριά, ανάμεσα στα ψηλά σχίνα, στα δέντρα και τα έλη. Προσπαθούσε να περπατά όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Μετά από μια ώρα και αφού ο ήλιος είχε αρχίσει να ζεσταίνει το χώμα, συνειδητοποίησε ότι το τοπίο ήταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, με νερά και άγρια βλάστηση. Έβγαλε το σουγιά του και έκοψε κάποια καλάμια, τα έδεσε με λωρίδες από φλούδες δέντρων σε σχήμα χωνιού και τα έβαλε μέσα στο νερό, δημιουργώντας έτσι μια παγίδα για τα μικρά ψαράκια, τους φυσητές όπως τους έλεγαν στην Αττική. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν σήκωσε τον αυτοσχέδιο κιούρτο και τέσσερα μικρά ψάρια είχαν παγιδευτεί. Τα έβαλε στο δερμάτινο σάκο του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ο ήλιος είχε σηκωθεί αρκετά στον ουρανό και η ζέστη είχε γίνει έντονη πια. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τον ιδρώτα από το μέτωπο και ζώστηκε, με ένα τίναγμα του ώμου, πιο καλά το σάκο του. Ξαφνικά του είχε φανεί πως βάρυνε. «Γερνάω ανάθεμά με», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Έφτασε στη ψαροκαλύβα και από μακριά είδε την Ελπινίκη να κάθεται με το μωρό στην αγκαλιά και να το ταΐζει. Του άρεσε η εικόνα, ένοιωθε κάτι σαν ολοκλήρωση. Ασυναίσθητα γύρισε τα μάτια στον ουρανό, κάτι μουρμούρισε, που μπορεί και ο ίδιος να μην κατάλαβε καλά, «φόρεσε» ένα ωραίο χαμόγελο και πλησίασε. Η γυναίκα του κούνησε το κεφάλι σε χαιρετισμό και στύλωσε τα κατάμαυρα μάτια της στο πρόσωπό του, στο σάκο του και στα ανακατωμένα του μαλλιά. Το βλέμμα της γυάλισε, ενώ τα υγρά της μάτια πετάρισαν και του μίλαγαν άηχα. Τραβήχτηκε στο πεζούλι να του κάνει χώρο. Ο άντρας ένοιωθε τόσο γλυκά και ευχάριστα τώρα, που μονομιάς είχε ξεχάσει τα προβλήματα αλλά και τις αυριανές τους συνέπειες. Έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του και το κούνησε δεξιά – αριστερά, παιχνιδιάρικα. Έκλεισε τα μάτια να γευτεί την ευτυχία. Την αγκάλιασε με το δεξί του χέρι και την έσφιξε απαλά στο στήθος. Εκείνη ανταποκρίθηκε, προσέχοντας παράλληλα να μην πιεστεί το μωρό. Έμειναν έτσι αμίλητοι για πάνω από δέκα λεπτά, λες και προσπαθούσε ο ένας να μπει στην ψυχή της άλλης.
-«Τίποτα», της είπε χαμηλόφωνα, «τίποτα δεν υπάρχει κοντά μας. Μόνο έλη και άγρια χόρτα… ερημιά», κούνησε το κεφάλι σε μια προσπάθεια να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Πιστεύω», συνέχισε, «ότι θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι κάποιος ν’ ανακαλύψει ότι η καλύβα μας κατοικείται. Μπορούμε λοιπόν να μείνουμε ήσυχοι, για κάμποσους μήνες,… ελπίζω δηλαδή!»
Εκείνη τον κοίταξε με απορία. Στον Μαραθώνα ήταν, δεν μπορεί να υπήρχε τόση ερημιά, όμως απέμεινε βουβή να τον αφουγκράζεται.
-«Παρ’ όλο που τα χωράφια στο βάθος είναι ήδη σπαρμένα, άλλα έχουν λάχανα… να… τόσο μεγάλα» και έδειξε με το χέρι, « άλλα κράμβες (κουνουπίδια), άνθρωπο… δεν είδα. Και στον ορίζοντα ακόμα… τίποτα»
Άρπαξε με μια απότομη κίνηση το σάκο του. Έβαλε το χέρι μέσα και τράβηξε τα ψάρια που είχε πιάσει. Τα σήκωσε ψηλά στον αέρα, σαν τρόπαιο μάχης: «Είδες; Ψαράκια θα σου ετοιμάσω…»
Η Ελπινίκη, απελευθέρωσε το ένα χέρι από το μωρό και έπιασε τον μηρό του. Τον χάιδεψε στοργικά. Τον φίλησε πεταχτά στο στόμα και του χαμογέλασε.
Ο Τελευτίας είχε ανάψει μια φωτιά, με μεγαλύτερη ησυχία τώρα, αφού η έλλειψη ανθρώπων εκεί κοντά, τον είχε ηρεμίσει αρκετά. «Ίσως ο Αγήνορας και οι δικοί του να είχαν τώρα άλλες ασχολίες», σκέφτηκε. Άφησε τα ξύλα να καούν και τα ανανέωσε με καινούργια. Έφτιαξε με κλαδιά μια μικρή σχάρα και έβαλε πάνω της τα ψαράκια. Στη χόβολη, τοποθέτησε ένα πήλινο πλατύστομο, με λίγο λάδι, κρεμμύδια κομμένα σε φέτες και τσουκνίδες που βρήκε κάπου πιο πέρα. Τα ανακάτεψε με ένα μαχαίρι που είχε πάντα απάνω του και αφέθηκε στις σκέψεις του, τώρα που η Ελπινίκη φρόντιζε το μικρό στο εσωτερικό της καλύβας. Ο Παίωνας, είχε φροντίσει για το δικό του γεύμα, που δεν ήταν τίποτα άλλο, από έναν αρουραίο του αγρού, που ξετρύπωσε και κυνήγησε σαν … γάτα.
Αυτό που ακούστηκε από μακριά, ήταν τόσο ανησυχητικό, τόσο έντονο και επιτακτικό που και οι δυό εραστές έστρεψαν το βλέμμα στον νότιο ορίζοντα. Κάποια σάλπιγγα έκραζε την φωνή της, που ακουγόταν πολλά στάδια μακριά. Κάποια σάλπιγγα επίμονη και μονότονη…
Κάθισαν να φάνε. Μοίρασαν τα ψάρια στα δυό, προσπαθώντας να χορτάσουν την πείνα τους. Η Ελπινίκη έφαγε με βουλιμία την μερίδα της, προκαλώντας τον θαυμασμό του άντρα. Εκείνος, πήρε το ένα από τα δικά του και το έβαλε στο πιάτο της. Δεν χρειάστηκε καμιά δικαιολογία, απλά της το έδωσε. Δεν είπαν τίποτα, δεν χρειαζόταν εξάλλου, τα μάτια τους έδιναν τις εξηγήσεις και τις αιτίες, από μόνα τους. Του έπιασε το χέρι και το έσφιξε… Πάλι εκείνη η σάλπιγγα έσκουξε, πάλι έντονα και επιτακτικά.
-«Ξέρεις τι σημαίνει;», ρώτησε η γυναίκα.
Ο Τελευτίας κούνησε το κεφάλι καταφατικά κι έσκυψε κοιτάζοντας το χώμα. «Ξέρω», είπε κοφτά.
-«Αυτό που ξέρεις, είναι αυτό που με κάνει να φοβάμαι; Αυτό είναι;»
-«Όλα τα θέματα πρέπει να συζητάμε. Έτσι και αυτό. Κάλεσμα είναι και πρέπει όλοι οι άντρες της Αττικής να ανταποκριθούν. Κίνδυνος σημαίνει αυτό, κίνδυνος που πρέπει να δούμε και να αντιμετωπίσουμε. Αυτό σημαίνει το σάλπισμα…»
-«Πρέπει να φύγεις λοιπόν; Θα … φύγεις;»
Ο άντρας της έγνεψε πάλι καταφατικά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να πάει στο κάλεσμα.
-«Κοντεύει ο βάρβαρος λες; Γι αυτό;»
-«Μπορεί, δεν ξέρω, αλλά είναι το πιθανότερο. Γιατί άλλωστε να ακουστεί το κάλεσμα;»
Πέρασαν για λίγο αμίλητοι και οι δυό μες τις σκέψεις τους. Προσπαθούσαν να αντιληφθούν τον επερχόμενο κίνδυνο, αλλά και το χρέος τους.
-«Και πότε πρέπει να φύγεις;»
-«Το συντομότερο. Απόψε κιόλας, να είμαι Αθήνα το πρωί. Και οι Θεοί να βοηθήσουν…»
-«Κι εμείς;», συμπλήρωσε η Ελπινίκη με σκυφτό το κεφάλι. «Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε;», επανέλαβε με σιγανή φωνή.
Ο Τελευτίας γέλασε με πικραμένο γέλιο, ψεύτικο και προσποιητά … δυνατός: «Θα με περιμένετε, ελπίζω δηλαδή να με περιμένετε…», γέλασε μα η γυναίκα δεν έδειχνε να παίρνει θάρρος, «… και όταν γυρίσω, θα κάνουμε όλα αυτά που επιθυμούμε…. Αγάπη μου!»
Χρησιμοποίησε την κατάλληλη λέξη να την κάνει να σηκώσει το κεφάλι της. Ένα αχνό χαμόγελο είχε ανθίσει στο πρόσωπό της. Την χάιδεψε στα μαλλιά.
-«Αλήθεια το λες; Αγάπη σου;», τον κοίταγε κατάματα, προσπαθώντας να καταλάβει ότι δεν ήταν λόγια της στιγμής, λόγια υποστήριξης, αλλά το «πιστεύω» του. Μια ανόητη, γυναικεία αγωνία, φαινόταν σε όλες τις κινήσεις της.
-«Νομίζεις ότι τόσο καιρό που σε ξέρω, δεν μου έκανες … πώς να το πω, … εντύπωση; Πιστεύεις ότι πέρασα έστω και μια νύχτα ήσυχος, χωρίς να σε σκεφτώ, χωρίς να σε ονειρευτώ; Κάθε που ερχόμουν στο σπίτι σας, με ρώτησες ποτέ σου, τι εφιάλτες αντιμετώπιζα; Αχ, αν ήξερες πόσες φορές σου έχω χαϊδέψει αυτά τα κατάμαυρα μαλλιά. Πόσες φορές ο λαιμός σου, ήταν το όνειρό μου, η ανάγκη μου… αλλά έπρεπε να αντιμετωπίσω πρώτα άλλο πράγμα. Και δεν εννοώ τον Αγήνορα, τον άντρα σου, όχι αυτόν, αλλά την φιλία μου με κείνον. Την φιλία, που σαν θεριό μέσα μου, έτρωγε τα σωθικά μου. Σαν Προμηθέας ένοιωθα και ο Μορφέας τα βράδια ερχόταν πιότερο σαν εχθρός παρά σαν φίλος». Κοίταξε μακριά στον ορίζοντα, εκεί απ’ όπου είχε ακουστεί η σάλπιγγα. «Και τώρα που έχω αυτό που ποθούσα,… να … η ανάγκη της πόλης, που μπορεί να μας χωρίσει για πάντα …. Ανάθεμα στους βρωμιάρηδες αυτούς, τους Ασιάτες στενοκέφαλους πιθήκους …»
Σηκώθηκε να ξεμουδιάσει και είδε την γυναίκα να κουνάει το μωρό στην αγκαλιά της μηχανικά. Κι εκείνο με τα ματάκια του ορθάνοιχτα, τον κοιτούσε με ένα παράξενο βλέμμα, με εκείνο το βλέμμα που μπορεί να σου πει πολλά πράγματα μαζί. Ο Τελευτίας χάιδεψε τα γένια του. Ήθελε τόσο πολύ να καταλάβει αυτό το μωρό, ήθελε τόσο πολύ να μάθει … μα δεν μπορούσε. Το έβλεπε στην αγκαλιά της Ελπινίκης και το θεωρούσε κομμάτι της. Τόσο πολύ είχε δέσει την εικόνα του μαζί της.
Η γυναίκα δεν αντέδρασε καθόλου σε αυτή την μικρή του εξομολόγηση. Τα ήξερε; Ίσως! Τα μάντευε; Μπορεί. Πάντως έδειξε ότι λαχταρούσε αυτά του τα λόγια. Είδε τον άντρα να μπαίνει μέσα στην μικρή καλύβα. Σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Άφησε στην άκρη το παιδί και πήγε κοντά του. Κάτι του ψιθύρισε στο αυτί, κάτι που τον έκανε να την φιλήσει με πάθος. Το τι ακολούθησε, μόνο η Αφροδίτη, η Θεά του έρωτα και της αγάπης, θα άντεχε να περιγράψει. Οι δυό εραστές ξέχασαν την θνητή τους ύπαρξη, ξέχασαν τα ανόητα προβλήματα των ανθρώπων και τις οριακές καταστάσεις των γήινων όντων. Όλα είχαν πια μπει κάτω από ένα σύννεφο, τόσο μακριά απ’ εκείνους και τόσο ποταπά, που σημασία καμιά δεν τους άξιζε. Τίποτα έξω από την συνύπαρξη τους σε εκείνη την μικρή καλύβα. Τώρα πια οι σάρκες τους, πιστοποιούσαν την αγάπη και ξεδιψούσαν τις ψυχές τους, στους τ’ άγνωστου όριου. Και το τέλος της ομορφιάς, τους βρήκε λαχανιασμένους, ν’ ανασαίνει ο ένας την ανάσα του άλλου, να νοιώθει με το δέρμα του άλλου.
Είχε πια περάσει το μεσημέρι, όταν και οι δυό ξύπνησαν από ένα λυτρωτικό ύπνο, από ένα λήθαργο της αμνησίας. Ο άντρας σηκώθηκε και άφησε την Ελπινίκη να ησυχάσει για λίγο ακόμα. Λυπόταν για ότι θα έκανε, αλλά δεν του επέτρεπε και η συνείδησή του αλλιώς. Φόρεσε το χοντρό του ιμάτιο και τις δερμάτινες μπότες, ενώ έσφιξε μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη στη μέση. Βρήκε μέσα στο σάκο του, το μεγάλο σπαθί με το θηκάρι. Το στερέωσε κι αυτό στη μέση. Ασπίδα δεν είχε, αλλά βρήκε, ψαχουλεύοντας λίγο παραπάνω, το κράνος του, μόνο που ο λοφιοστάτης είχε μείνει σχεδόν μισός, με το χάλκινο στήριγμά του στραβό από κάποιο χτύπημα. Στη θέα του κράνους, γέλασε, σκεφτόμενος την εικόνα που θα έβλεπαν οι άλλοι. Ένας δερμάτινος θώρακας, φτιαγμένος από χοντρό δέρμα κάστορα, συμπλήρωσε την αμφίεσή του. Κάθισε σε μια πέτρα, έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι και δοκίμασε με το δάχτυλο, την κόψη. Η γυναίκα πλησίασε από πίσω και τον έπιασε από τους ώμους. Έγειρε το κεφάλι και τον φίλησε στο λαιμό. Εκείνος ανταποκρίθηκε, αλλά και την έσπρωξε ελαφρά. Τώρα ήθελε να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα. Και με τον εαυτό του, αλλά και με την σύντροφό του.
-«Καταλαβαίνεις την αναγκαιότητα, έτσι;», της είπε χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια. Είχε πάρει μια πέτρα, μια ακονόπετρα και την «πέρναγε» στην κόψη του σπαθιού, σε μια προσπάθεια να το κάνει πιο κοφτερό. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές. Το στόμα του επρόκειτο να βγάλει μεγάλες λέξεις και όρκους. Και αυτό τον έκανε νευρικό και απότομο.
-«Ναι, καταλαβαίνω, έτσι πρέπει. Δεν παύει όμως να νοιώθω έντρομη, να νοιώθω αδύναμη και απροστάτευτη… φοβάμαι, δεν στο κρύβω, … αλλά καταλαβαίνω…», η φωνή της έτρεμε και για πρώτη φορά ο Τελευτίας διαπίστωσε αστάθεια. «Είναι σοβαρή η κατάσταση, έτσι; Φτάσανε ε;», συνέχισε κοιτώντας προς την αυλή.
Ο άντρας κούνησε απλά το κεφάλι συμφωνώντας και συνέχισε ν’ ακονίζει το σπαθί. Είχε τόσα να της πει και δεν έβρισκε το κουράγιο, μπροστά σε αυτά τα μάτια που σχεδόν εκλιπαρούσαν για ζωή.
-« Σου είπα … αν γίνει κάτι…»
-«Κάτι κακό εννοείς; Κάτι με σένα;»
-«Κάτι με μένα, κάτι με τον πόλεμο…»
-«Πρώτη φορά που λες πόλεμος… η λέξη και μόνο τρομάζει. Φαντάζομαι η … πράξη… οι μάχες θέλω να πω, προσπαθώ να μπω στη θέση των αντρών, στη θέση τη δικιά σου…»
-«Να μη μπεις πουθενά», γέλασε, «αρκεί να είσαι ψύχραιμη και δυνατή. Να κρατάς ηθικό και δύναμη και για τους δυό μας. Και εκεί που θα είμαι, ότι κι αν κάνω, θα νοιώθω πολύ πιο καλά αν ξέρω ότι έχεις τη δύναμη και το σθένος …. ενός …. πολεμιστή… για να ζήσεις, εσύ και το μικρό μαμούνι…» και έδειξε προς τη μεριά του μωρού, που ξύπνιο και αυτό τώρα, τους χαμογελούσε από το «κρεβατάκι» του.
-«Στο σάκο μου», συνέχισε ο Τελευτίας, « έχω κάποια χρήματα, μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις. Εδώ που είμαστε δεν νομίζω ότι θα σε ενοχλήσει κανείς οπότε μπορείς να μείνεις και αν είμαι τυχερός, θα… συναντηθούμε πάλι. Και ελπίζω σαν … νικητές και λεύτεροι άνθρωποι…»
-«ΘΑ συναντηθούμε. Σίγουρα, έτσι είναι. ΘΑ, όχι αν. Δεν μπορείς να με αφήσεις μόνη μου, ούτε μένα, αλλά ούτε και αυτό το «μαμούνι» όπως το λες. Έτσι; Σε παρακαλώ, ορκίσου το στην Αθηνά… θα γυρίσεις γερός και λεύτερος… σε παρακαλώ»
Ο άντρας προσπάθησε να χαμογελάσει. Κατέληξε σε ένα αποτυχημένο χαμόγελο, που μόνο αισιοδοξία δεν ενέπνεε. Δεν είπε τίποτα, δεν μπορούσε να πει τίποτα. Μόνο σήκωσε τα χέρια ψηλά, σαν να της έλεγε : «οι Θεοί ξέρουν». Την αγκάλιασε και χάιδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά της. Τώρα δεν μιλούν οι σύντροφοι, τώρα έγνεφαν οι μοίρες. Και αυτό το ήξεραν ή μάλλον το καταλάβαιναν και οι δυό τους.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει πια. Ο Τελευτίας σηκώθηκε και ζώστηκε τα πράγματά του. Της είχε αφήσει όλα του τα λεφτά και ότι δεν θα χρειαζόταν εκεί που πήγαινε. Οι δυό εραστές δεν είπαν άλλη κουβέντα. Μ’ ένα χάδι στο μικρό κεφαλάκι του μωρού κι ένα γρήγορο φιλί, πήρε το δρόμο προς το κάλεσμα της σάλπιγγας. Ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος, έξω από αυτόν που έπαιρνε τώρα. Κοντοστάθηκε για λίγο, όταν έφτασε στα δέντρα του δάσους και γύρισε το κεφάλι να δει τους αγαπημένους του, ίσως για τελευταία φορά. Ένοιωθε κάτι υγρό να κυλάει στο μάγουλο, στην θέα της Ελπινίκης. Έσκυβε λίγο, με το μωρό στην αγκαλιά, προσπαθώντας να δει το περίγραμμα του από την αυλή. Είδε το χέρι της σηκωμένο να τον χαιρετάει. Δεν ανταπάντησε, δεν ήθελε να συνεχίσει αυτή την μίζερη εικόνα των αποχαιρετισμών. Πήρε τον δρόμο του ανεβαίνοντας την απότομη πλαγιά μπροστά του. Άγρια χόρτα, άλλα ξεραμένα και άλλα που είχαν γιγαντώσει από την υγρασία του τόπου, τον έκρυψαν σύντομα από τα μάτια της γυναίκας. Γλίστρησε σε ένα βρεγμένο ύψωμα, πιάστηκε από τις ρίζες ενός δέντρου, σχεδόν κολύμπησε μέσα στα έλη. Έφτασε στη κορυφή του υψώματος με πολύ κόπο. Προσπάθησε να ηρεμίσει την ανάσα του, αλλά και την καρδιά του που χτυπούσε γρήγορα και δυνατά. Σαν μαρμαρυγή. Είδε κάποιους νεαρούς άντρες που περπατούσαν στο μονοπάτι, γεμάτοι σκόνες και χώματα, μιλώντας δυνατά και … φασαριόζικα πείραζαν ο ένας τον άλλο. «Νέα παιδιά, παλικαράκια…», σκέφτηκε, «περπατάνε με κέφι και γέλια. Δεν ξέρουν τον πόλεμο» συμπλήρωσε τη σκέψη του.
Γνώριζε ότι μόνο αυτά τα νέα παιδιά θα μπορούσαν να φέρουν νίκες και επιτεύγματα. Δεν μπορούσε όμως να μην τα δει με τα μάτια του νου, και σκοτωμένα, ακρωτηριασμένα και αιμόφυρτα, να κείτονται στα πεδία των διάφορων μαχών. Η πόλη ήθελε τους ήρωές της, αλλά και τα θύματά της. Για να μείνει ζωντανή και λεύτερη. Να μπορέσει να μεγαλουργήσει και να θεριέψει στο διάβα της ιστορίας. Την ώρα που ο ανθός της νιότης …
Τον βάραινε η λόγχη στην πλάτη και κάθε λίγο σταματούσε να ισορροπήσει το βάρος, τινάζοντας την. Δεν ήξερε πόση ώρα περπατούσε, αλλά ο ήλιος είχε χαθεί και προσπαθούσε να δει με τον αναμμένο δαυλό στο χέρι. Δεν είχε πιάσει την κουβέντα με τους άλλους, δεν συμπορευόταν με κανέναν άλλο. Αν και η ουρά που σχημάτιζαν οι άντρες, τώρα είχε αυξηθεί κατά πολύ. Άκουγε τις κουβέντες τους. Άλλος μίλαγε για το σπίτι του, άλλος για την δουλειά του και άλλοι λέγαν για τα χωράφια τους. «Η φιλία» σκέφτηκε, «είναι κακό πράγμα σε ένα πόλεμο. Γιατί η απώλεια τους συντρόφου μετά θα είναι αβάσταχτος πόνος. Άλλο συμπολεμιστής…», συμβούλεψε νοερά τον εαυτό του, «… άλλο φίλος». Η πείρα του τον κρατούσε προστατευμένο, μακριά από φιλίες και ανούσιες γνωριμίες.
Έφτασαν στην Αθήνα, κοντά στα ξημερώματα. Η κίνηση στον δρόμο ήταν μεγάλη και πυκνή. Νέοι άντρες συνέρεαν στην μεγάλη πόλη από όλες τις μεριές, από όλες τις φυλές των Αθηναίων. Μια κουκουβάγια, προφανώς ενοχλημένη από την τόση φασαρία, διαμαρτυρήθηκε, κρώζοντας μια απάνθρωπη, μυστηριακή κραυγή. Της απάντησε κάποια άλλη… ο Τελευτίας γέλασε. Τα τείχη της πόλης ήταν λουσμένα στο φως αμέτρητων πυρσών. Στρατιώτες και αξιωματικοί με φωνές έβαζαν ή τουλάχιστον προσπαθούσαν να βάλουν τάξη, σε ένα όχλο που ήταν «αφιονισμένος» και ενθουσιώδης. Η όμορφη πόλη, τράβαγε τους νέους σαν μαγνήτης. Ο βάρβαρος ήθελε την βεβήλωσή της. Η Ιστορία όμως και η αλαζονικά ομορφιά της, έπρεπε να αντισταθούν. Και οι άντρες της, σαν εραστές της, θα έδιναν και την ζωή τους γι αυτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Μπορούσε να διακρίνει μες το σκοτάδι την κορυφογραμμή να ξυπνάει από τις πρώτες ηλιαχτίδες, στο βάθος του ορίζοντα, με την περηφάνια του ύψους της. Κάτι σαν τρέμουλο, διαπέρασε το κορμί του. Έτριψε τα χέρια πάνω στα πλευρά του και τα έσφιξε στο στήθος. Αισθάνθηκε καλύτερα και το ξεκούραστο από την κατάκλιση σώμα του, το ένοιωθε γεμάτο ενέργεια ξανά. Γύρισε το βλέμμα ολόγυρα στην μικρή κάμαρα και σταμάτησε στο κοιμισμένο κορμί της Ελπινίκης και του μικρού αγοριού, πάνω στα άχυρα, σε μια γωνιά. Η μικρή φωτιά, έδιωχνε την υγρασία από τον χώρο και πρόσφερε λίγη ζέστη, τόση όση χρειαζόταν να περάσει η νύχτα. Εκείνος δεν είχε κατορθώσει να κλείσει μάτι, αφού τόσα πράγματα πέρναγαν από το μυαλό του. Ο Αγήνορας, το σπίτι του στην Φλύα, το μικρό του αμπελάκι, το καράβι στον Πειραιά που πια δεν θα τον περίμενε, η δουλειά του που θα χανόταν για εκείνη την χρονιά, τις νέες ανάγκες και …. όλα αυτά για μια γυναίκα. Την κοίταξε πάλι, δεν είχε κουνηθεί από την θέση της. Χαμογέλασε… «Επιτέλους κάτι κάνω για κάποιον άλλο», σκέφτηκε, «κάτι και για μένα που έχει πραγματική αξία στη ζωή μου. Στην ανούσια ζωή μου!», συμπλήρωσε την σκέψη του.
Σηκώθηκε να βγει στην αυλή, στο ξέφωτο δηλαδή έξω από την εγκαταλειμμένη καλύβα που είχαν βρει, και που του άρεσε να το λέει αυλή. Ο Παίωνας ήρθε κοντά του κουνώντας την ουρά χαρούμενα. Τον χάιδεψε και γονάτισε δίπλα του: «Γεράκο μου», του είπε, «τι κάνουμε τώρα; Πως θα τα καταφέρουμε; Αλλά είπαμε, οι άντρες για τα δύσκολα είναι, έτσι;». Δεν περίμενε απάντηση, αλλά την πήρε από το βλέμμα του γιγάντιου σκύλου. Αποφάσισε να εξερευνήσει την περιοχή, αφού το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε καταλάβει και πολλά πράγματα. Προτεραιότητά του, ήταν να φροντίσει την γυναίκα και το μικρό, να ξαποστάσουν και να κοιμηθούν. Προχώρησε και σε λίγο χάθηκε μακριά, ανάμεσα στα ψηλά σχίνα, στα δέντρα και τα έλη. Προσπαθούσε να περπατά όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Μετά από μια ώρα και αφού ο ήλιος είχε αρχίσει να ζεσταίνει το χώμα, συνειδητοποίησε ότι το τοπίο ήταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, με νερά και άγρια βλάστηση. Έβγαλε το σουγιά του και έκοψε κάποια καλάμια, τα έδεσε με λωρίδες από φλούδες δέντρων σε σχήμα χωνιού και τα έβαλε μέσα στο νερό, δημιουργώντας έτσι μια παγίδα για τα μικρά ψαράκια, τους φυσητές όπως τους έλεγαν στην Αττική. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν σήκωσε τον αυτοσχέδιο κιούρτο και τέσσερα μικρά ψάρια είχαν παγιδευτεί. Τα έβαλε στο δερμάτινο σάκο του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ο ήλιος είχε σηκωθεί αρκετά στον ουρανό και η ζέστη είχε γίνει έντονη πια. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τον ιδρώτα από το μέτωπο και ζώστηκε, με ένα τίναγμα του ώμου, πιο καλά το σάκο του. Ξαφνικά του είχε φανεί πως βάρυνε. «Γερνάω ανάθεμά με», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Έφτασε στη ψαροκαλύβα και από μακριά είδε την Ελπινίκη να κάθεται με το μωρό στην αγκαλιά και να το ταΐζει. Του άρεσε η εικόνα, ένοιωθε κάτι σαν ολοκλήρωση. Ασυναίσθητα γύρισε τα μάτια στον ουρανό, κάτι μουρμούρισε, που μπορεί και ο ίδιος να μην κατάλαβε καλά, «φόρεσε» ένα ωραίο χαμόγελο και πλησίασε. Η γυναίκα του κούνησε το κεφάλι σε χαιρετισμό και στύλωσε τα κατάμαυρα μάτια της στο πρόσωπό του, στο σάκο του και στα ανακατωμένα του μαλλιά. Το βλέμμα της γυάλισε, ενώ τα υγρά της μάτια πετάρισαν και του μίλαγαν άηχα. Τραβήχτηκε στο πεζούλι να του κάνει χώρο. Ο άντρας ένοιωθε τόσο γλυκά και ευχάριστα τώρα, που μονομιάς είχε ξεχάσει τα προβλήματα αλλά και τις αυριανές τους συνέπειες. Έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του και το κούνησε δεξιά – αριστερά, παιχνιδιάρικα. Έκλεισε τα μάτια να γευτεί την ευτυχία. Την αγκάλιασε με το δεξί του χέρι και την έσφιξε απαλά στο στήθος. Εκείνη ανταποκρίθηκε, προσέχοντας παράλληλα να μην πιεστεί το μωρό. Έμειναν έτσι αμίλητοι για πάνω από δέκα λεπτά, λες και προσπαθούσε ο ένας να μπει στην ψυχή της άλλης.
-«Τίποτα», της είπε χαμηλόφωνα, «τίποτα δεν υπάρχει κοντά μας. Μόνο έλη και άγρια χόρτα… ερημιά», κούνησε το κεφάλι σε μια προσπάθεια να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Πιστεύω», συνέχισε, «ότι θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι κάποιος ν’ ανακαλύψει ότι η καλύβα μας κατοικείται. Μπορούμε λοιπόν να μείνουμε ήσυχοι, για κάμποσους μήνες,… ελπίζω δηλαδή!»
Εκείνη τον κοίταξε με απορία. Στον Μαραθώνα ήταν, δεν μπορεί να υπήρχε τόση ερημιά, όμως απέμεινε βουβή να τον αφουγκράζεται.
-«Παρ’ όλο που τα χωράφια στο βάθος είναι ήδη σπαρμένα, άλλα έχουν λάχανα… να… τόσο μεγάλα» και έδειξε με το χέρι, « άλλα κράμβες (κουνουπίδια), άνθρωπο… δεν είδα. Και στον ορίζοντα ακόμα… τίποτα»
Άρπαξε με μια απότομη κίνηση το σάκο του. Έβαλε το χέρι μέσα και τράβηξε τα ψάρια που είχε πιάσει. Τα σήκωσε ψηλά στον αέρα, σαν τρόπαιο μάχης: «Είδες; Ψαράκια θα σου ετοιμάσω…»
Η Ελπινίκη, απελευθέρωσε το ένα χέρι από το μωρό και έπιασε τον μηρό του. Τον χάιδεψε στοργικά. Τον φίλησε πεταχτά στο στόμα και του χαμογέλασε.
Ο Τελευτίας είχε ανάψει μια φωτιά, με μεγαλύτερη ησυχία τώρα, αφού η έλλειψη ανθρώπων εκεί κοντά, τον είχε ηρεμίσει αρκετά. «Ίσως ο Αγήνορας και οι δικοί του να είχαν τώρα άλλες ασχολίες», σκέφτηκε. Άφησε τα ξύλα να καούν και τα ανανέωσε με καινούργια. Έφτιαξε με κλαδιά μια μικρή σχάρα και έβαλε πάνω της τα ψαράκια. Στη χόβολη, τοποθέτησε ένα πήλινο πλατύστομο, με λίγο λάδι, κρεμμύδια κομμένα σε φέτες και τσουκνίδες που βρήκε κάπου πιο πέρα. Τα ανακάτεψε με ένα μαχαίρι που είχε πάντα απάνω του και αφέθηκε στις σκέψεις του, τώρα που η Ελπινίκη φρόντιζε το μικρό στο εσωτερικό της καλύβας. Ο Παίωνας, είχε φροντίσει για το δικό του γεύμα, που δεν ήταν τίποτα άλλο, από έναν αρουραίο του αγρού, που ξετρύπωσε και κυνήγησε σαν … γάτα.
Αυτό που ακούστηκε από μακριά, ήταν τόσο ανησυχητικό, τόσο έντονο και επιτακτικό που και οι δυό εραστές έστρεψαν το βλέμμα στον νότιο ορίζοντα. Κάποια σάλπιγγα έκραζε την φωνή της, που ακουγόταν πολλά στάδια μακριά. Κάποια σάλπιγγα επίμονη και μονότονη…
Κάθισαν να φάνε. Μοίρασαν τα ψάρια στα δυό, προσπαθώντας να χορτάσουν την πείνα τους. Η Ελπινίκη έφαγε με βουλιμία την μερίδα της, προκαλώντας τον θαυμασμό του άντρα. Εκείνος, πήρε το ένα από τα δικά του και το έβαλε στο πιάτο της. Δεν χρειάστηκε καμιά δικαιολογία, απλά της το έδωσε. Δεν είπαν τίποτα, δεν χρειαζόταν εξάλλου, τα μάτια τους έδιναν τις εξηγήσεις και τις αιτίες, από μόνα τους. Του έπιασε το χέρι και το έσφιξε… Πάλι εκείνη η σάλπιγγα έσκουξε, πάλι έντονα και επιτακτικά.
-«Ξέρεις τι σημαίνει;», ρώτησε η γυναίκα.
Ο Τελευτίας κούνησε το κεφάλι καταφατικά κι έσκυψε κοιτάζοντας το χώμα. «Ξέρω», είπε κοφτά.
-«Αυτό που ξέρεις, είναι αυτό που με κάνει να φοβάμαι; Αυτό είναι;»
-«Όλα τα θέματα πρέπει να συζητάμε. Έτσι και αυτό. Κάλεσμα είναι και πρέπει όλοι οι άντρες της Αττικής να ανταποκριθούν. Κίνδυνος σημαίνει αυτό, κίνδυνος που πρέπει να δούμε και να αντιμετωπίσουμε. Αυτό σημαίνει το σάλπισμα…»
-«Πρέπει να φύγεις λοιπόν; Θα … φύγεις;»
Ο άντρας της έγνεψε πάλι καταφατικά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να πάει στο κάλεσμα.
-«Κοντεύει ο βάρβαρος λες; Γι αυτό;»
-«Μπορεί, δεν ξέρω, αλλά είναι το πιθανότερο. Γιατί άλλωστε να ακουστεί το κάλεσμα;»
Πέρασαν για λίγο αμίλητοι και οι δυό μες τις σκέψεις τους. Προσπαθούσαν να αντιληφθούν τον επερχόμενο κίνδυνο, αλλά και το χρέος τους.
-«Και πότε πρέπει να φύγεις;»
-«Το συντομότερο. Απόψε κιόλας, να είμαι Αθήνα το πρωί. Και οι Θεοί να βοηθήσουν…»
-«Κι εμείς;», συμπλήρωσε η Ελπινίκη με σκυφτό το κεφάλι. «Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε;», επανέλαβε με σιγανή φωνή.
Ο Τελευτίας γέλασε με πικραμένο γέλιο, ψεύτικο και προσποιητά … δυνατός: «Θα με περιμένετε, ελπίζω δηλαδή να με περιμένετε…», γέλασε μα η γυναίκα δεν έδειχνε να παίρνει θάρρος, «… και όταν γυρίσω, θα κάνουμε όλα αυτά που επιθυμούμε…. Αγάπη μου!»
Χρησιμοποίησε την κατάλληλη λέξη να την κάνει να σηκώσει το κεφάλι της. Ένα αχνό χαμόγελο είχε ανθίσει στο πρόσωπό της. Την χάιδεψε στα μαλλιά.
-«Αλήθεια το λες; Αγάπη σου;», τον κοίταγε κατάματα, προσπαθώντας να καταλάβει ότι δεν ήταν λόγια της στιγμής, λόγια υποστήριξης, αλλά το «πιστεύω» του. Μια ανόητη, γυναικεία αγωνία, φαινόταν σε όλες τις κινήσεις της.
-«Νομίζεις ότι τόσο καιρό που σε ξέρω, δεν μου έκανες … πώς να το πω, … εντύπωση; Πιστεύεις ότι πέρασα έστω και μια νύχτα ήσυχος, χωρίς να σε σκεφτώ, χωρίς να σε ονειρευτώ; Κάθε που ερχόμουν στο σπίτι σας, με ρώτησες ποτέ σου, τι εφιάλτες αντιμετώπιζα; Αχ, αν ήξερες πόσες φορές σου έχω χαϊδέψει αυτά τα κατάμαυρα μαλλιά. Πόσες φορές ο λαιμός σου, ήταν το όνειρό μου, η ανάγκη μου… αλλά έπρεπε να αντιμετωπίσω πρώτα άλλο πράγμα. Και δεν εννοώ τον Αγήνορα, τον άντρα σου, όχι αυτόν, αλλά την φιλία μου με κείνον. Την φιλία, που σαν θεριό μέσα μου, έτρωγε τα σωθικά μου. Σαν Προμηθέας ένοιωθα και ο Μορφέας τα βράδια ερχόταν πιότερο σαν εχθρός παρά σαν φίλος». Κοίταξε μακριά στον ορίζοντα, εκεί απ’ όπου είχε ακουστεί η σάλπιγγα. «Και τώρα που έχω αυτό που ποθούσα,… να … η ανάγκη της πόλης, που μπορεί να μας χωρίσει για πάντα …. Ανάθεμα στους βρωμιάρηδες αυτούς, τους Ασιάτες στενοκέφαλους πιθήκους …»
Σηκώθηκε να ξεμουδιάσει και είδε την γυναίκα να κουνάει το μωρό στην αγκαλιά της μηχανικά. Κι εκείνο με τα ματάκια του ορθάνοιχτα, τον κοιτούσε με ένα παράξενο βλέμμα, με εκείνο το βλέμμα που μπορεί να σου πει πολλά πράγματα μαζί. Ο Τελευτίας χάιδεψε τα γένια του. Ήθελε τόσο πολύ να καταλάβει αυτό το μωρό, ήθελε τόσο πολύ να μάθει … μα δεν μπορούσε. Το έβλεπε στην αγκαλιά της Ελπινίκης και το θεωρούσε κομμάτι της. Τόσο πολύ είχε δέσει την εικόνα του μαζί της.
Η γυναίκα δεν αντέδρασε καθόλου σε αυτή την μικρή του εξομολόγηση. Τα ήξερε; Ίσως! Τα μάντευε; Μπορεί. Πάντως έδειξε ότι λαχταρούσε αυτά του τα λόγια. Είδε τον άντρα να μπαίνει μέσα στην μικρή καλύβα. Σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Άφησε στην άκρη το παιδί και πήγε κοντά του. Κάτι του ψιθύρισε στο αυτί, κάτι που τον έκανε να την φιλήσει με πάθος. Το τι ακολούθησε, μόνο η Αφροδίτη, η Θεά του έρωτα και της αγάπης, θα άντεχε να περιγράψει. Οι δυό εραστές ξέχασαν την θνητή τους ύπαρξη, ξέχασαν τα ανόητα προβλήματα των ανθρώπων και τις οριακές καταστάσεις των γήινων όντων. Όλα είχαν πια μπει κάτω από ένα σύννεφο, τόσο μακριά απ’ εκείνους και τόσο ποταπά, που σημασία καμιά δεν τους άξιζε. Τίποτα έξω από την συνύπαρξη τους σε εκείνη την μικρή καλύβα. Τώρα πια οι σάρκες τους, πιστοποιούσαν την αγάπη και ξεδιψούσαν τις ψυχές τους, στους τ’ άγνωστου όριου. Και το τέλος της ομορφιάς, τους βρήκε λαχανιασμένους, ν’ ανασαίνει ο ένας την ανάσα του άλλου, να νοιώθει με το δέρμα του άλλου.
Είχε πια περάσει το μεσημέρι, όταν και οι δυό ξύπνησαν από ένα λυτρωτικό ύπνο, από ένα λήθαργο της αμνησίας. Ο άντρας σηκώθηκε και άφησε την Ελπινίκη να ησυχάσει για λίγο ακόμα. Λυπόταν για ότι θα έκανε, αλλά δεν του επέτρεπε και η συνείδησή του αλλιώς. Φόρεσε το χοντρό του ιμάτιο και τις δερμάτινες μπότες, ενώ έσφιξε μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη στη μέση. Βρήκε μέσα στο σάκο του, το μεγάλο σπαθί με το θηκάρι. Το στερέωσε κι αυτό στη μέση. Ασπίδα δεν είχε, αλλά βρήκε, ψαχουλεύοντας λίγο παραπάνω, το κράνος του, μόνο που ο λοφιοστάτης είχε μείνει σχεδόν μισός, με το χάλκινο στήριγμά του στραβό από κάποιο χτύπημα. Στη θέα του κράνους, γέλασε, σκεφτόμενος την εικόνα που θα έβλεπαν οι άλλοι. Ένας δερμάτινος θώρακας, φτιαγμένος από χοντρό δέρμα κάστορα, συμπλήρωσε την αμφίεσή του. Κάθισε σε μια πέτρα, έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι και δοκίμασε με το δάχτυλο, την κόψη. Η γυναίκα πλησίασε από πίσω και τον έπιασε από τους ώμους. Έγειρε το κεφάλι και τον φίλησε στο λαιμό. Εκείνος ανταποκρίθηκε, αλλά και την έσπρωξε ελαφρά. Τώρα ήθελε να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα. Και με τον εαυτό του, αλλά και με την σύντροφό του.
-«Καταλαβαίνεις την αναγκαιότητα, έτσι;», της είπε χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια. Είχε πάρει μια πέτρα, μια ακονόπετρα και την «πέρναγε» στην κόψη του σπαθιού, σε μια προσπάθεια να το κάνει πιο κοφτερό. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές. Το στόμα του επρόκειτο να βγάλει μεγάλες λέξεις και όρκους. Και αυτό τον έκανε νευρικό και απότομο.
-«Ναι, καταλαβαίνω, έτσι πρέπει. Δεν παύει όμως να νοιώθω έντρομη, να νοιώθω αδύναμη και απροστάτευτη… φοβάμαι, δεν στο κρύβω, … αλλά καταλαβαίνω…», η φωνή της έτρεμε και για πρώτη φορά ο Τελευτίας διαπίστωσε αστάθεια. «Είναι σοβαρή η κατάσταση, έτσι; Φτάσανε ε;», συνέχισε κοιτώντας προς την αυλή.
Ο άντρας κούνησε απλά το κεφάλι συμφωνώντας και συνέχισε ν’ ακονίζει το σπαθί. Είχε τόσα να της πει και δεν έβρισκε το κουράγιο, μπροστά σε αυτά τα μάτια που σχεδόν εκλιπαρούσαν για ζωή.
-« Σου είπα … αν γίνει κάτι…»
-«Κάτι κακό εννοείς; Κάτι με σένα;»
-«Κάτι με μένα, κάτι με τον πόλεμο…»
-«Πρώτη φορά που λες πόλεμος… η λέξη και μόνο τρομάζει. Φαντάζομαι η … πράξη… οι μάχες θέλω να πω, προσπαθώ να μπω στη θέση των αντρών, στη θέση τη δικιά σου…»
-«Να μη μπεις πουθενά», γέλασε, «αρκεί να είσαι ψύχραιμη και δυνατή. Να κρατάς ηθικό και δύναμη και για τους δυό μας. Και εκεί που θα είμαι, ότι κι αν κάνω, θα νοιώθω πολύ πιο καλά αν ξέρω ότι έχεις τη δύναμη και το σθένος …. ενός …. πολεμιστή… για να ζήσεις, εσύ και το μικρό μαμούνι…» και έδειξε προς τη μεριά του μωρού, που ξύπνιο και αυτό τώρα, τους χαμογελούσε από το «κρεβατάκι» του.
-«Στο σάκο μου», συνέχισε ο Τελευτίας, « έχω κάποια χρήματα, μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις. Εδώ που είμαστε δεν νομίζω ότι θα σε ενοχλήσει κανείς οπότε μπορείς να μείνεις και αν είμαι τυχερός, θα… συναντηθούμε πάλι. Και ελπίζω σαν … νικητές και λεύτεροι άνθρωποι…»
-«ΘΑ συναντηθούμε. Σίγουρα, έτσι είναι. ΘΑ, όχι αν. Δεν μπορείς να με αφήσεις μόνη μου, ούτε μένα, αλλά ούτε και αυτό το «μαμούνι» όπως το λες. Έτσι; Σε παρακαλώ, ορκίσου το στην Αθηνά… θα γυρίσεις γερός και λεύτερος… σε παρακαλώ»
Ο άντρας προσπάθησε να χαμογελάσει. Κατέληξε σε ένα αποτυχημένο χαμόγελο, που μόνο αισιοδοξία δεν ενέπνεε. Δεν είπε τίποτα, δεν μπορούσε να πει τίποτα. Μόνο σήκωσε τα χέρια ψηλά, σαν να της έλεγε : «οι Θεοί ξέρουν». Την αγκάλιασε και χάιδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά της. Τώρα δεν μιλούν οι σύντροφοι, τώρα έγνεφαν οι μοίρες. Και αυτό το ήξεραν ή μάλλον το καταλάβαιναν και οι δυό τους.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει πια. Ο Τελευτίας σηκώθηκε και ζώστηκε τα πράγματά του. Της είχε αφήσει όλα του τα λεφτά και ότι δεν θα χρειαζόταν εκεί που πήγαινε. Οι δυό εραστές δεν είπαν άλλη κουβέντα. Μ’ ένα χάδι στο μικρό κεφαλάκι του μωρού κι ένα γρήγορο φιλί, πήρε το δρόμο προς το κάλεσμα της σάλπιγγας. Ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος, έξω από αυτόν που έπαιρνε τώρα. Κοντοστάθηκε για λίγο, όταν έφτασε στα δέντρα του δάσους και γύρισε το κεφάλι να δει τους αγαπημένους του, ίσως για τελευταία φορά. Ένοιωθε κάτι υγρό να κυλάει στο μάγουλο, στην θέα της Ελπινίκης. Έσκυβε λίγο, με το μωρό στην αγκαλιά, προσπαθώντας να δει το περίγραμμα του από την αυλή. Είδε το χέρι της σηκωμένο να τον χαιρετάει. Δεν ανταπάντησε, δεν ήθελε να συνεχίσει αυτή την μίζερη εικόνα των αποχαιρετισμών. Πήρε τον δρόμο του ανεβαίνοντας την απότομη πλαγιά μπροστά του. Άγρια χόρτα, άλλα ξεραμένα και άλλα που είχαν γιγαντώσει από την υγρασία του τόπου, τον έκρυψαν σύντομα από τα μάτια της γυναίκας. Γλίστρησε σε ένα βρεγμένο ύψωμα, πιάστηκε από τις ρίζες ενός δέντρου, σχεδόν κολύμπησε μέσα στα έλη. Έφτασε στη κορυφή του υψώματος με πολύ κόπο. Προσπάθησε να ηρεμίσει την ανάσα του, αλλά και την καρδιά του που χτυπούσε γρήγορα και δυνατά. Σαν μαρμαρυγή. Είδε κάποιους νεαρούς άντρες που περπατούσαν στο μονοπάτι, γεμάτοι σκόνες και χώματα, μιλώντας δυνατά και … φασαριόζικα πείραζαν ο ένας τον άλλο. «Νέα παιδιά, παλικαράκια…», σκέφτηκε, «περπατάνε με κέφι και γέλια. Δεν ξέρουν τον πόλεμο» συμπλήρωσε τη σκέψη του.
Γνώριζε ότι μόνο αυτά τα νέα παιδιά θα μπορούσαν να φέρουν νίκες και επιτεύγματα. Δεν μπορούσε όμως να μην τα δει με τα μάτια του νου, και σκοτωμένα, ακρωτηριασμένα και αιμόφυρτα, να κείτονται στα πεδία των διάφορων μαχών. Η πόλη ήθελε τους ήρωές της, αλλά και τα θύματά της. Για να μείνει ζωντανή και λεύτερη. Να μπορέσει να μεγαλουργήσει και να θεριέψει στο διάβα της ιστορίας. Την ώρα που ο ανθός της νιότης …
Τον βάραινε η λόγχη στην πλάτη και κάθε λίγο σταματούσε να ισορροπήσει το βάρος, τινάζοντας την. Δεν ήξερε πόση ώρα περπατούσε, αλλά ο ήλιος είχε χαθεί και προσπαθούσε να δει με τον αναμμένο δαυλό στο χέρι. Δεν είχε πιάσει την κουβέντα με τους άλλους, δεν συμπορευόταν με κανέναν άλλο. Αν και η ουρά που σχημάτιζαν οι άντρες, τώρα είχε αυξηθεί κατά πολύ. Άκουγε τις κουβέντες τους. Άλλος μίλαγε για το σπίτι του, άλλος για την δουλειά του και άλλοι λέγαν για τα χωράφια τους. «Η φιλία» σκέφτηκε, «είναι κακό πράγμα σε ένα πόλεμο. Γιατί η απώλεια τους συντρόφου μετά θα είναι αβάσταχτος πόνος. Άλλο συμπολεμιστής…», συμβούλεψε νοερά τον εαυτό του, «… άλλο φίλος». Η πείρα του τον κρατούσε προστατευμένο, μακριά από φιλίες και ανούσιες γνωριμίες.
Έφτασαν στην Αθήνα, κοντά στα ξημερώματα. Η κίνηση στον δρόμο ήταν μεγάλη και πυκνή. Νέοι άντρες συνέρεαν στην μεγάλη πόλη από όλες τις μεριές, από όλες τις φυλές των Αθηναίων. Μια κουκουβάγια, προφανώς ενοχλημένη από την τόση φασαρία, διαμαρτυρήθηκε, κρώζοντας μια απάνθρωπη, μυστηριακή κραυγή. Της απάντησε κάποια άλλη… ο Τελευτίας γέλασε. Τα τείχη της πόλης ήταν λουσμένα στο φως αμέτρητων πυρσών. Στρατιώτες και αξιωματικοί με φωνές έβαζαν ή τουλάχιστον προσπαθούσαν να βάλουν τάξη, σε ένα όχλο που ήταν «αφιονισμένος» και ενθουσιώδης. Η όμορφη πόλη, τράβαγε τους νέους σαν μαγνήτης. Ο βάρβαρος ήθελε την βεβήλωσή της. Η Ιστορία όμως και η αλαζονικά ομορφιά της, έπρεπε να αντισταθούν. Και οι άντρες της, σαν εραστές της, θα έδιναν και την ζωή τους γι αυτήν.