Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Κάθισαν στο πρώτο σκαλοπάτι που είχε ήδη στεγνώσει από τα νερά και ατένισαν την πόλη χαμηλά, στα ριζά του ιερού βράχου. Η απόσταση είχε σβήσει κάθε ασχήμια και βρωμιά από τους δρόμους της Αθήνας. Ο Αμεινίας, με εκείνο το πεινασμένο βλέμμα των λίγων του χρόνων, κοίταγε μια την πόλη κάτω από τα πόδια του, μια την μεγαλόπρεπη είσοδο του περιτοιχισμένου χώρου πίσω του, της Ακρόπολης. Προσπαθούσε να μετρήσει τις πλακόστρωτες, σκαλισμένες στο βράχο βαθμίδες. Κάπου – κάπου το βλέμμα του συναντούσε κομμάτια από ένα άλλο υλικό, όχι μάρμαρο, (σ.σ. πωρόλιθος από την διατήρηση των Μυκηναϊκών τειχών), που λες και έπαιζαν τα μάτια των διαβατών με τις ναζιάρικες αντιθέσεις τους. Έβλεπε έξι μεγάλους κίονες (σ.σ. δωρικού ρυθμού) πάνω σχεδόν από το κεφάλι του, λες χωρίς βάρος, σαν να ίπτανται λουσμένα από κύματα φωτός.
-«Τι είναι αυτοί οι κίονες;», ρώτησε τον Λάφιλο, που στα μάτια του φαινόταν παντογνώστης!
Ο καπετάνιος γύρισε το βλέμμα στην είσοδο και χαμογέλασε με ευχαρίστηση για την ερώτηση του παιδιού. Ώρα να ξεδιπλώσει άλλο ένα κομμάτι των γνώσεών του…
-«Αυτοί, είναι οι συνοδοί μας για την μεγάλη αίθουσα υποδοχής των Προπυλαίων. Μια αίθουσα, αυτή που βλέπεις από πίσω τους, με τις δυό άλλες σειρές από τρείς κίονες, που έτσι παρατεταγμένες, σχηματίζουν πέντε εισόδους προς την Ακρόπολη, τέσσερις με βαθμίδες για τους πεζούς και ένα κεκλιμένο επίπεδο για τα προς θυσία…»
-«Βόδια!... το κατάλαβα;», φώναξε όλο χαρά ο νεαρός ακροατής του.
-«Ναι, για όλα τα ζώα που ανεβάζουν για θυσία στους Θεούς και ειδικά στην Αθηνά»
Του άρεσε ο ρόλος του ξεναγού, ειδικά όταν έβλεπε το ενδιαφέρον των φίλων του. Σηκώθηκαν, ανέβηκαν τα σκαλιά της εισόδου που πριν λίγο εξηγούσε στον Αμεινία και βρέθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλο πλάτωμα, εκπληκτικής ομορφιάς και θέας, γεμάτο με ναούς και αγάλματα, με ανθρώπους ντυμένους με πολύχρωμα χιτώνια και μανδύες, με στρατιώτες που έτρεχαν από το ένα κτίριο στο άλλο, άλλοι με τους θώρακές τους και τις περικνημίδες, άλλοι κουβαλώντας απλώς ένα σπαθί, ένα δόρυ και την πανταχού παρούσα ασπίδα τους. Κάποιοι νέοι με καλλίγραμμα σώματα, μπαινόβγαιναν από ένα κτίριο στα αριστερά της εισόδου.
-«Τι είναι εκεί; Βλέπω πολύ κόσμο να μπαίνει αλλά και κάποιους βιαστικούς να τρέχουν και όλοι νέοι», ρώτησε ο Λάφιλος.
-«Χμ… αυτό το κτίριο είναι η Πινακοθήκη, μια αίθουσα συνεστιάσεων με χώρο για ανάκλιντρα, για δεκαεπτά ανάκλιντρα, που σε καιρό ειρήνης, χρησιμεύει και για εκθεσιακός χώρος ζωγραφικής. Εκεί πάμε τώρα, γιατί οι Αθηναίοι το έχουν μετατρέψει σε φρουραρχείο. Εκεί θα δώσουμε το παρόν μας», χαμογέλασε βλέποντας με το νου τον εαυτό του … στρατιώτη στην υπηρεσία των Αθηναίων και συνέχισε: «στα δεξιά, βρίσκεται μια μικρότερη αίθουσα όπου υπάρχει και φυλάσσεται ένα υπέροχο άγαλμα του Ερμή. Και μετά αν προχωρούσαμε θα φτάναμε στον προμαχώνα με το ναό της Αθηνάς Νίκης. Ένα κτίσμα που δεν έχει γλυπτό διάκοσμο, όμως η μαρμάρινη οροφή του, είναι εκπληκτικά φιλοτεχνημένη με επιχρυσωμένα άστρα σε μπλε φόντο και χρυσά και πολύχρωμα μοτίβα λουλουδιών. Σε παρακαλώ Αμεινία, κλείσε το στόμα σου, ακόμα δεν έχεις δει τίποτα… χα χα χα …»
Ο Άρατος γέλασε που τόση ώρα ο μικρός κοίταγε μαγεμένος ίσως και λίγο φοβισμένος, αυτή την επίδειξη μεγαλοπρέπειας της πόλης. Φοβόταν ακόμα και αυτούς που άκουγε να μιλούν, δυνατά ήταν αλήθεια, τους βιαστικούς και ανυπόμονους στρατιώτες που έτρεχαν δεξιά – αριστερά, τους απλούς ανθρώπους που ικέτευαν για μια ακρόαση από τον φρούραρχο ή κάποιο γραμματέα του. Το κεφάλι του είχε αρχίσει να πονάει από το μέγεθος των μαρμάρινων κατασκευών που τον ανάγκαζαν να τρέχει το βλέμμα ψηλά επί ώρα και να προσπαθεί να καταλάβει.
-«Όλα λαμπερά και ωραία ε;» τον ρώτησε ο Άρατος, καταλαβαίνοντας την αγωνία και την έκπληξη του μικρού.
Από ένα άνοιγμα προς το μεγάλο πλάτωμα της Ακρόπολης, αντίκρισαν μια παρέα νέων, σχεδόν παιδιά, καθισμένων στον βράχο, να ακούν έναν γέρο με μακριά άσπρη γενειάδα και λερό χιτώνιο:
-«…… Άλλοτε επιθυμούσαν να κάνουν ένα καλό όνομα: αυτό δεν αρκεί πια, τώρα που η δημόσια πλατεία παραμεγάλωσε, η φήμη χρειάζεται κραυγές. Η συνέπεια αυτού είναι ότι και τα καλύτερα λαρύγγια αρχίζουν να παραφωνάζουν δυνατά και ότι τα καλύτερα εμπορεύματα προσφέρονται από φωνές βραχνιασμένες. Χωρίς κραυγές σε δημόσια πλατεία και χωρίς βράχνιασμα δεν μπορεί, σε αυτές τις χαλεπές μέρες, τις μέρες μας, να υπάρξει μεγαλοφυΐα. Και να, αλήθεια, μια πολύ κακή εποχή για τον «στρατηγό»: πρέπει να μάθει ακόμα να βρίσκει τη σιωπή του ανάμεσα σε δυό θορύβους και να κάνει τον κουφό ώσπου … να απογίνει. Όσο δεν το μαθαίνει, βέβαιο είναι ότι κινδυνεύει ν’ αφανισθεί από ανυπομονησία και πονοκεφάλους…»
Ο Αμεινίας άκουγε σαστισμένος, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τα λόγια του γέροντα. Κοίταξε τον Λάφιλο και διαπίστωσε ότι δεν ήταν ο μόνος ανόητος εκεί. Δεν κατέβαλε άλλη προσπάθεια να καταλάβει τα λόγια που άκουγε. Το βλέμμα του γύρισε στον καπετάνιο που είχε αρχίσει ήδη να προχωράει προς το φρουραρχείο κάνοντάς τους νόημα να τον ακολουθήσουν.
Η «κυψέλη» των στρατιωτών βρισκόταν σε κινητικό οργασμό, εντολές έρχονταν από κάθε πλευρά της αίθουσας. Λοχαγοί και στρατιώτες προσπαθούσαν να βάλλουν μια τάξη σε όλα αυτά τα άτομα που ήρθαν απ’ όλη την Αττική να δηλώσουν την συμμετοχή τους στον στρατό. Παρουσιάστηκαν και οι τρεις νησιώτες, στον καθισμένο πίσω από ένα ξύλινο πάγκο, λοχαγό που ρώτησε το όνομά τους και το μέρος καταγωγής τους. Όταν άκουσε ότι έρχονταν να βοηθήσουν από πολύ μακρινό νησί, χαμογέλασε πλατιά και σηκώθηκε όρθιος να τους δει καλά. Έδειχνε έκδηλα τη χαρά του γιατί αποδεικνυόταν ότι το θέμα των βαρβάρων, δεν ήταν μόνο πρόβλημα της πόλης του, αλλά απασχολούσε τους Έλληνες παντού. Έτεινε το χέρι και πιάνοντας τον βραχίονα του Άρατου, τους καλωσόρισε εγκάρδια. Τους ρώτησε για πολλά πράγματα, για το πώς βλέπουν οι νησιώτες την κατάσταση, για τα όπλα τους, αφού η Αθήνα θα μπορούσε να τους προσφέρει μόνο σπαθί και ασπίδα, για το ταξίδι τους… τελικά τους έστειλε σε έναν στρατιώτη να τους ταχτοποιήσει…
Είχαν περάσει τώρα πια, τέσσερις μέρες που βρίσκονταν στην Αθήνα και η εκπαίδευση είχε αρχίσει, σκληρή και ολοήμερη. Οι δυό φίλοι, ο Άρατος και ο Λάφιλος, με τον μικρό τους βοηθό, προσπαθούσαν να φτάσουν το επίπεδο μάχης των νέων της πόλης. Κατάλαβαν και οι δυό τους, ότι δεν αρκεί η δύναμη να νικήσεις τον εχθρό. Πάνω απ’ όλα η τεχνική των όπλων και η σωστή χρησιμοποίηση του σώματος. Στο στρατόπεδο που τους είχε στείλει εκείνος ο συμπαθητικός λοχαγός, στο Άθμονον, στους πρόποδες της Πεντέλης, η ζωή ήταν εξαντλητική, γεμάτη από μαθήματα πολέμου, τακτικής αλλά και φιλίες με τους ντόπιους οινοπαραγωγούς. Έμαθαν ότι η περιοχή ανήκε στην Κεκροπίδα φυλή, ήταν ένας αγροτικός δήμος και ότι ζούσαν από τον προσωπικό τους μόχθο, σαν επιδέξιοι αμπελουργοί και όχι από πολιτικές σκευωρίες. Έμαθαν επίσης την ιστορία του τόπου, ότι οι Αθμονείς πήραν μέρος στο πλευρό του Θησέα, στην μάχη κατά των Παλλαντιδών στο Γαργηττό και όσοι σκοτώθηκαν εκεί, θάφτηκαν στο περίφημο Σωρό του Αθμόνου. Επίσης οι κάτοικοι καυχιόνταν για τους περίφημους ναούς τους και ειδικά για δυό από αυτούς, τον ναό της Αμαρυσίας Άρτεμης και αυτόν της Ουρανίας Αφροδίτης.
Σ.Σ. ((Η Μυθολογία αναφέρει την ύπαρξη ενός αυτόχθονου άγριου λαού γιγάντων, οι οποίοι κατοικούσαν στη νότια πλαγιά του βουνού, στην Παλλήνη, και ήταν εχθροί του Θησέα. Εκεί κατοικούσε ο Πάλλας (γιος του Πανδίωνα και αδελφός του Αιγέα).
Ο Πάλλας και οι πενήντα γιοι του φιλοδοξούσαν να αναλάβουν την κυριαρχία της Αττικής μετά το θάνατο του Αιγέα. Όταν ο Θησέας έφυγε για την Κρήτη, πίστευαν ότι δε θα γύριζε πίσω. Όμως ο Θησέας επέστρεψε, και οι Παλλαντίδες αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον του. Χωρίστηκαν σε δύο τμήματα, με το ένα να παραμονεύει στον Σφηττό (προς την πλευρά του Υμηττού) και το άλλο στον Γαργηττό,.
Ο Λέως από τον Αγνούντα, κήρυκας των Παλλαντιδών, ενημέρωσε τον Θησέα για την παγίδα. Ακολούθησε μεγάλη μάχη κατά την οποία πολλοί από τους Παλλαντίδες θανατώθηκαν, ενώ όσοι επέζησαν διασκορπίστηκαν όπως ιστορεί ο Πλούταρχος.1 Άλλες διηγήσεις λένε πως ο Θησέας κατάφερε και σκότωσε τον Πάλλαντα και όλους τους γιους του.
Μετά τη νίκη του ένωσε όλους τους κατοίκους της Αττικής και τότε καθιερώθηκε η μεγάλη γιορτή των «Συνοικίων». Ο Θησέας πάντρεψε το γιο του Ιππόλυτο με την αδελφή των Παλλαντιδών Αρικία, και έτσι ενώθηκαν οι Αθηναίοι με τους Παλληνείς.))
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Κάθισαν στο πρώτο σκαλοπάτι που είχε ήδη στεγνώσει από τα νερά και ατένισαν την πόλη χαμηλά, στα ριζά του ιερού βράχου. Η απόσταση είχε σβήσει κάθε ασχήμια και βρωμιά από τους δρόμους της Αθήνας. Ο Αμεινίας, με εκείνο το πεινασμένο βλέμμα των λίγων του χρόνων, κοίταγε μια την πόλη κάτω από τα πόδια του, μια την μεγαλόπρεπη είσοδο του περιτοιχισμένου χώρου πίσω του, της Ακρόπολης. Προσπαθούσε να μετρήσει τις πλακόστρωτες, σκαλισμένες στο βράχο βαθμίδες. Κάπου – κάπου το βλέμμα του συναντούσε κομμάτια από ένα άλλο υλικό, όχι μάρμαρο, (σ.σ. πωρόλιθος από την διατήρηση των Μυκηναϊκών τειχών), που λες και έπαιζαν τα μάτια των διαβατών με τις ναζιάρικες αντιθέσεις τους. Έβλεπε έξι μεγάλους κίονες (σ.σ. δωρικού ρυθμού) πάνω σχεδόν από το κεφάλι του, λες χωρίς βάρος, σαν να ίπτανται λουσμένα από κύματα φωτός.
-«Τι είναι αυτοί οι κίονες;», ρώτησε τον Λάφιλο, που στα μάτια του φαινόταν παντογνώστης!
Ο καπετάνιος γύρισε το βλέμμα στην είσοδο και χαμογέλασε με ευχαρίστηση για την ερώτηση του παιδιού. Ώρα να ξεδιπλώσει άλλο ένα κομμάτι των γνώσεών του…
-«Αυτοί, είναι οι συνοδοί μας για την μεγάλη αίθουσα υποδοχής των Προπυλαίων. Μια αίθουσα, αυτή που βλέπεις από πίσω τους, με τις δυό άλλες σειρές από τρείς κίονες, που έτσι παρατεταγμένες, σχηματίζουν πέντε εισόδους προς την Ακρόπολη, τέσσερις με βαθμίδες για τους πεζούς και ένα κεκλιμένο επίπεδο για τα προς θυσία…»
-«Βόδια!... το κατάλαβα;», φώναξε όλο χαρά ο νεαρός ακροατής του.
-«Ναι, για όλα τα ζώα που ανεβάζουν για θυσία στους Θεούς και ειδικά στην Αθηνά»
Του άρεσε ο ρόλος του ξεναγού, ειδικά όταν έβλεπε το ενδιαφέρον των φίλων του. Σηκώθηκαν, ανέβηκαν τα σκαλιά της εισόδου που πριν λίγο εξηγούσε στον Αμεινία και βρέθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλο πλάτωμα, εκπληκτικής ομορφιάς και θέας, γεμάτο με ναούς και αγάλματα, με ανθρώπους ντυμένους με πολύχρωμα χιτώνια και μανδύες, με στρατιώτες που έτρεχαν από το ένα κτίριο στο άλλο, άλλοι με τους θώρακές τους και τις περικνημίδες, άλλοι κουβαλώντας απλώς ένα σπαθί, ένα δόρυ και την πανταχού παρούσα ασπίδα τους. Κάποιοι νέοι με καλλίγραμμα σώματα, μπαινόβγαιναν από ένα κτίριο στα αριστερά της εισόδου.
-«Τι είναι εκεί; Βλέπω πολύ κόσμο να μπαίνει αλλά και κάποιους βιαστικούς να τρέχουν και όλοι νέοι», ρώτησε ο Λάφιλος.
-«Χμ… αυτό το κτίριο είναι η Πινακοθήκη, μια αίθουσα συνεστιάσεων με χώρο για ανάκλιντρα, για δεκαεπτά ανάκλιντρα, που σε καιρό ειρήνης, χρησιμεύει και για εκθεσιακός χώρος ζωγραφικής. Εκεί πάμε τώρα, γιατί οι Αθηναίοι το έχουν μετατρέψει σε φρουραρχείο. Εκεί θα δώσουμε το παρόν μας», χαμογέλασε βλέποντας με το νου τον εαυτό του … στρατιώτη στην υπηρεσία των Αθηναίων και συνέχισε: «στα δεξιά, βρίσκεται μια μικρότερη αίθουσα όπου υπάρχει και φυλάσσεται ένα υπέροχο άγαλμα του Ερμή. Και μετά αν προχωρούσαμε θα φτάναμε στον προμαχώνα με το ναό της Αθηνάς Νίκης. Ένα κτίσμα που δεν έχει γλυπτό διάκοσμο, όμως η μαρμάρινη οροφή του, είναι εκπληκτικά φιλοτεχνημένη με επιχρυσωμένα άστρα σε μπλε φόντο και χρυσά και πολύχρωμα μοτίβα λουλουδιών. Σε παρακαλώ Αμεινία, κλείσε το στόμα σου, ακόμα δεν έχεις δει τίποτα… χα χα χα …»
Ο Άρατος γέλασε που τόση ώρα ο μικρός κοίταγε μαγεμένος ίσως και λίγο φοβισμένος, αυτή την επίδειξη μεγαλοπρέπειας της πόλης. Φοβόταν ακόμα και αυτούς που άκουγε να μιλούν, δυνατά ήταν αλήθεια, τους βιαστικούς και ανυπόμονους στρατιώτες που έτρεχαν δεξιά – αριστερά, τους απλούς ανθρώπους που ικέτευαν για μια ακρόαση από τον φρούραρχο ή κάποιο γραμματέα του. Το κεφάλι του είχε αρχίσει να πονάει από το μέγεθος των μαρμάρινων κατασκευών που τον ανάγκαζαν να τρέχει το βλέμμα ψηλά επί ώρα και να προσπαθεί να καταλάβει.
-«Όλα λαμπερά και ωραία ε;» τον ρώτησε ο Άρατος, καταλαβαίνοντας την αγωνία και την έκπληξη του μικρού.
Από ένα άνοιγμα προς το μεγάλο πλάτωμα της Ακρόπολης, αντίκρισαν μια παρέα νέων, σχεδόν παιδιά, καθισμένων στον βράχο, να ακούν έναν γέρο με μακριά άσπρη γενειάδα και λερό χιτώνιο:
-«…… Άλλοτε επιθυμούσαν να κάνουν ένα καλό όνομα: αυτό δεν αρκεί πια, τώρα που η δημόσια πλατεία παραμεγάλωσε, η φήμη χρειάζεται κραυγές. Η συνέπεια αυτού είναι ότι και τα καλύτερα λαρύγγια αρχίζουν να παραφωνάζουν δυνατά και ότι τα καλύτερα εμπορεύματα προσφέρονται από φωνές βραχνιασμένες. Χωρίς κραυγές σε δημόσια πλατεία και χωρίς βράχνιασμα δεν μπορεί, σε αυτές τις χαλεπές μέρες, τις μέρες μας, να υπάρξει μεγαλοφυΐα. Και να, αλήθεια, μια πολύ κακή εποχή για τον «στρατηγό»: πρέπει να μάθει ακόμα να βρίσκει τη σιωπή του ανάμεσα σε δυό θορύβους και να κάνει τον κουφό ώσπου … να απογίνει. Όσο δεν το μαθαίνει, βέβαιο είναι ότι κινδυνεύει ν’ αφανισθεί από ανυπομονησία και πονοκεφάλους…»
Ο Αμεινίας άκουγε σαστισμένος, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τα λόγια του γέροντα. Κοίταξε τον Λάφιλο και διαπίστωσε ότι δεν ήταν ο μόνος ανόητος εκεί. Δεν κατέβαλε άλλη προσπάθεια να καταλάβει τα λόγια που άκουγε. Το βλέμμα του γύρισε στον καπετάνιο που είχε αρχίσει ήδη να προχωράει προς το φρουραρχείο κάνοντάς τους νόημα να τον ακολουθήσουν.
Η «κυψέλη» των στρατιωτών βρισκόταν σε κινητικό οργασμό, εντολές έρχονταν από κάθε πλευρά της αίθουσας. Λοχαγοί και στρατιώτες προσπαθούσαν να βάλλουν μια τάξη σε όλα αυτά τα άτομα που ήρθαν απ’ όλη την Αττική να δηλώσουν την συμμετοχή τους στον στρατό. Παρουσιάστηκαν και οι τρεις νησιώτες, στον καθισμένο πίσω από ένα ξύλινο πάγκο, λοχαγό που ρώτησε το όνομά τους και το μέρος καταγωγής τους. Όταν άκουσε ότι έρχονταν να βοηθήσουν από πολύ μακρινό νησί, χαμογέλασε πλατιά και σηκώθηκε όρθιος να τους δει καλά. Έδειχνε έκδηλα τη χαρά του γιατί αποδεικνυόταν ότι το θέμα των βαρβάρων, δεν ήταν μόνο πρόβλημα της πόλης του, αλλά απασχολούσε τους Έλληνες παντού. Έτεινε το χέρι και πιάνοντας τον βραχίονα του Άρατου, τους καλωσόρισε εγκάρδια. Τους ρώτησε για πολλά πράγματα, για το πώς βλέπουν οι νησιώτες την κατάσταση, για τα όπλα τους, αφού η Αθήνα θα μπορούσε να τους προσφέρει μόνο σπαθί και ασπίδα, για το ταξίδι τους… τελικά τους έστειλε σε έναν στρατιώτη να τους ταχτοποιήσει…
Είχαν περάσει τώρα πια, τέσσερις μέρες που βρίσκονταν στην Αθήνα και η εκπαίδευση είχε αρχίσει, σκληρή και ολοήμερη. Οι δυό φίλοι, ο Άρατος και ο Λάφιλος, με τον μικρό τους βοηθό, προσπαθούσαν να φτάσουν το επίπεδο μάχης των νέων της πόλης. Κατάλαβαν και οι δυό τους, ότι δεν αρκεί η δύναμη να νικήσεις τον εχθρό. Πάνω απ’ όλα η τεχνική των όπλων και η σωστή χρησιμοποίηση του σώματος. Στο στρατόπεδο που τους είχε στείλει εκείνος ο συμπαθητικός λοχαγός, στο Άθμονον, στους πρόποδες της Πεντέλης, η ζωή ήταν εξαντλητική, γεμάτη από μαθήματα πολέμου, τακτικής αλλά και φιλίες με τους ντόπιους οινοπαραγωγούς. Έμαθαν ότι η περιοχή ανήκε στην Κεκροπίδα φυλή, ήταν ένας αγροτικός δήμος και ότι ζούσαν από τον προσωπικό τους μόχθο, σαν επιδέξιοι αμπελουργοί και όχι από πολιτικές σκευωρίες. Έμαθαν επίσης την ιστορία του τόπου, ότι οι Αθμονείς πήραν μέρος στο πλευρό του Θησέα, στην μάχη κατά των Παλλαντιδών στο Γαργηττό και όσοι σκοτώθηκαν εκεί, θάφτηκαν στο περίφημο Σωρό του Αθμόνου. Επίσης οι κάτοικοι καυχιόνταν για τους περίφημους ναούς τους και ειδικά για δυό από αυτούς, τον ναό της Αμαρυσίας Άρτεμης και αυτόν της Ουρανίας Αφροδίτης.
Σ.Σ. ((Η Μυθολογία αναφέρει την ύπαρξη ενός αυτόχθονου άγριου λαού γιγάντων, οι οποίοι κατοικούσαν στη νότια πλαγιά του βουνού, στην Παλλήνη, και ήταν εχθροί του Θησέα. Εκεί κατοικούσε ο Πάλλας (γιος του Πανδίωνα και αδελφός του Αιγέα).
Ο Πάλλας και οι πενήντα γιοι του φιλοδοξούσαν να αναλάβουν την κυριαρχία της Αττικής μετά το θάνατο του Αιγέα. Όταν ο Θησέας έφυγε για την Κρήτη, πίστευαν ότι δε θα γύριζε πίσω. Όμως ο Θησέας επέστρεψε, και οι Παλλαντίδες αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον του. Χωρίστηκαν σε δύο τμήματα, με το ένα να παραμονεύει στον Σφηττό (προς την πλευρά του Υμηττού) και το άλλο στον Γαργηττό,.
Ο Λέως από τον Αγνούντα, κήρυκας των Παλλαντιδών, ενημέρωσε τον Θησέα για την παγίδα. Ακολούθησε μεγάλη μάχη κατά την οποία πολλοί από τους Παλλαντίδες θανατώθηκαν, ενώ όσοι επέζησαν διασκορπίστηκαν όπως ιστορεί ο Πλούταρχος.1 Άλλες διηγήσεις λένε πως ο Θησέας κατάφερε και σκότωσε τον Πάλλαντα και όλους τους γιους του.
Μετά τη νίκη του ένωσε όλους τους κατοίκους της Αττικής και τότε καθιερώθηκε η μεγάλη γιορτή των «Συνοικίων». Ο Θησέας πάντρεψε το γιο του Ιππόλυτο με την αδελφή των Παλλαντιδών Αρικία, και έτσι ενώθηκαν οι Αθηναίοι με τους Παλληνείς.))
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου