Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24
Ο Λάφιλος μετά από λίγη ώρα είχε αποκτήσει πάλι τις αισθήσεις του. Τον είχαν ξαπλώσει πάνω στο χώμα, στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Δίπλα του ο Αμεινίας, τον κοίταγε με άγχος, ενώ οι άλλοι τρεις άντρες συζητούσαν παραπέρα. Κανένας βέβαια δεν μπορούσε να καταλάβει ή να εξηγήσει αυτό που συνέβαινε, μόνο αντάλλασαν κάποιες απόψεις ή διαμόρφωναν θεωρίες με βάση τα γεγονότα. Όσο αστείο κι αν ήταν, το να βλέπουν αυτή την ακινησία γύρω τους, τους στρατιώτες σε διάφορες αστείες στάσεις, μάλιστα κάποιος είχε «παγώσει» την ώρα που ουρούσε, με το ένα χέρι να κρατάει το μόριό του και τα ούρα να έχουν κάνει μια γραμμή στον αέρα, τόσο πανικό τους προκαλούσε. Οι άνθρωποι έστεκαν ανήμποροι μπροστά σε όλα αυτά. Η φωνή του νησιώτη ακούστηκε αδύναμη:-«Ποιοι είσαστε; Που είμαστε; …»
Ο Λίχης σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του, πριν τους πρήξει με τις ερωτήσεις του. Έτεινε το χέρι του και τον βοήθησε αμίλητος πάντα, να σηκωθεί. Τον είδε που στεκόταν σαν ζαλισμένος και κοιτούσε ολούθε γύρω του. Τον πήγε κοντά στους άλλους.
-«Είσαι πιο καλά;», ρώτησε ο Τελευτίας σαν τον είδε να κάθεται σιμά τους. Πήρε καταφατική απάντηση, με μια κίνηση του κεφαλιού. Ο Αμεινίας είχε πλησιάσει και αυτός τώρα.
-«Και τι κάνουμε; Τα έχω βάλει με άντρες αντρειωμένους, πολύ γερούς και τους νίκησα. Έχω παλέψει με βροχή και καταιγίδα. Βγήκα από ενέδρες που πολλοί άλλοι άντρες έχασαν τη ζωή τους, μα κάτι τέτοιο, δεν έχω ματαδεί. Και δεν ξέρω πως πρέπει να παλέψουμε… τι να κάνουμε. Εδώ τα μπράτσα και τα όπλα, η αντρειοσύνη και η σύνεση, δεν έχουν δουλειά. Εδώ είναι έργο Θεών…», είπε με τη βαθιά του φωνή ο Ευρυάναξ. Έσπασε με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, ένα μικρό κλαδί που κράταγε, δείχνοντας τον εκνευρισμό του.
-«Θα περιμένουμε, δεν μπορούμε κάτι άλλο», του απάντησε ο Αθηναίος. «Μόνο να περιμένουμε,… και είμαστε και πριν από μάχη!»
Ο Αμεινίας τους έβλεπε και προσπαθούσε να «πιάσει» τις κουβέντες τους. Είχε πρόβλημα με την προφορά των ξένων. Του ενός, ήταν ανάλαφρη και γάργαρη, ο λόγος έβγαινε σαν νερό με σταθερή στίξη, σίγουρη. Του άλλου, ήταν βαριά και ένρινη. Κάτι που τον υποβίβαζε στα μάτια του κι ας ήταν πιο τρομακτικός σαν άντρας και στρατιώτης. Με όλη την αφέλειά του ρώτησε:
-«Και ποιος μας λέει ότι μόνο εμείς, ο δικός μας στρατός είναι ακίνητος; Γιατί να μην είναι και οι βάρβαροι; Λέτε να διάλεξαν οι Θεοί μόνο αυτή την πλευρά; Μόνο εμάς;»
Οι άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η αλήθεια ήταν ότι κάτι τέτοιο δεν το είχαν σκεφτεί μέχρι τώρα. Ο Λάφιλος χάιδεψε το κεφάλι του μικρού. Αν και είχε περάσει αρκετή ώρα, ο ήλιος έδειχνε ακίνητος, καρφωμένος σε αιώνια δύση λες. Το κόκκινό του χρώμα, δεν είχε αλλάξει καθόλου. Συμφώνησαν να πάνε όλοι μαζί, παρά την αντίρρηση του Λίχη που ήθελε να χωριστούν σε ομάδες, να ψάξουν για άλλους «ζωντανούς». Περπάτησαν καμιά δεκαριά μέτρα. Δεν είδαν από πού ήρθε αυτό το εκτυφλωτικό φως. Τόσο έντονο και εκτυφλωτικό φως, μια σταθερή λάμψη, που τους ανάγκασε να σηκώσουν τα χέρια για προστασία. Δεν μπορούσαν να δουν τίποτα απολύτως σε μεγάλη ακτίνα γύρω τους. Έσκυψαν, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε μπροστά σε μια απειλή. Ο Λίχης είχε σηκώσει σε αμυντική στάση το δόρυ και ο Ευρυάναξ, ύψωσε την μεγάλη χάλκινη ασπίδα του. Μαθημένοι στα ξαφνικά του πολέμου, ήταν και οι δυό έτοιμοι για μια αναμέτρηση. Καταλάβαιναν βέβαια ότι αυτό που συνέβαινε, ήταν πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά η εκπαίδευση τους, τους έκανε να αντιδράσουν άμεσα. Ο Αθηναίος, έπεσε στα γόνατα, αμίλητος μα κατά βάση ευχαριστημένος, γιατί ίσως τώρα δινόταν απάντηση σε αυτό που τους συνέβαινε. Προσπάθησε δειλά – δειλά να κοιτάξει προς την κατεύθυνση της λάμψης. Μάταιος κόπος. Μόνο τα μάτια του μπορούσε να κάψει. Είδε όμως τον νεαρό Λάφιλο με τον πιτσιρικά να έχουν ξαπλώσει στο χώμα και σχεδόν να τρέμουν από τον φόβο τους. «Από πού είπε ότι ήρθε;», σκέφτηκε χαμογελώντας από την εικόνα τους. «Ωραίοι και γενναίοι πολεμιστές , μα την Άρτεμη….»
Δεν είχε περάσει πολύ ώρα, όταν η λάμψη άρχισε να αποδυναμώνεται. Τώρα μπορούσαν να σηκώσουν το κεφάλι και τα μάτια τους προς το βάθος του στρατοπέδου. Όχι ότι και τώρα έβλεπαν καθαρά, αλλά τουλάχιστον είχαν μια ευκαιρία να προσπαθήσουν να καταλάβουν. Ο Λίχης έκανε, επιφυλακτικά να σηκωθεί. Σε λίγο θα το μετάνιωνε, αφού κάτι τον τράβηξε πίσω και τον έκανε να γονατίσει και πάλι. Έμεινε εκεί.
Η φωνή που ακούστηκε, δεν έγινε αντιληπτή από τα αυτιά. Μάλλον την «ένιωσαν» μέσα στο κεφάλι, παρά την άκουγαν. Κάτι που ξεκίναγε από τα βάθια του εγκεφάλου, …. τους μιλούσε! Αν και δεν ήταν σίγουροι… Το μόνο σίγουρο ήταν ότι καταλάβαιναν την φωνή. Στο βάθος είδαν μια φιγούρα να πλησιάζει (!!), αχνή μέσα από την έντονη λάμψη, τρεμάμενη από τα παιγνίδια του φωτός και σχεδόν απόκοσμη.
-«Φως…. Ο Απόλλωνας, … αυτός είναι, δεν γίνεται αλλιώς, αυτός είναι…», ακούστηκε η φωνή του Αμεινία.
Όλοι είχαν σμίξει τα φρύδια προσπαθώντας να διακρίνουν τον … Θεό. Μόνο ο Λίχης δεν είχε πεισθεί και κρατούσε το δόρυ σφιχτά στα χέρια του, αν και σε όχι και τόσο επιθετική στάση πια. Η φωνή μέσα τους έγινε ξεκάθαρη τώρα και η φιγούρα σταμάτησε να προχωράει. Πιο πολύ έμοιαζε με σκιάχτρο αγρότη παρά με άνθρωπο. Με σκιάχτρο… φλεγόμενο! Σαν όρθια φωτιά….:
-«Άντρες….», ακούστηκε μια θεσπέσια, απαλή φωνή… «άντρες θνητοί ,… άνθρωποι. Ακούτε την φωνή μου, ακούτε την φωνή που θα σας προστατέψει. Άντρες που εσείς τα λόγια δεν αγαπάτε, τους κυνισμούς της φυλής σας, δεν χρησιμοποιείτε για βλέψεις και ατιμίες. Εσείς που διαφέρετε… όλοι επιθυμούσαν και επιθυμούν να κάνουν ένα καλό και μεγάλο όνομα. Αυτό όμως δεν αρκεί. Χάσανε οι θνητοί τον σκοπό τους, τον προορισμό τους, τον πηγαιμό τους. Χάσανε την σκέψη την ωφέλιμη. Τώρα η δημόσια πλατεία παραμεγάλωσε. Τώρα η φήμη τους, χρειάζεται κραυγές. Η συνέπεια αυτού είναι ότι ακόμη και τα καλύτερα λαρύγγια, αρχίζουν να παραφωνάζουν δυνατά και ότι τα καλύτερα «εμπορεύματα» προσφέρονται από φωνές βραχνιασμένες. Χωρίς κραυγές σε δημόσια πλατεία και χωρίς βράχνιασμα δεν μπορεί, λες, στις μέρες μας να υπάρξει άνθρωπος ή μεγαλοφυΐα. Και να, αλήθεια μια πολύ κακή εποχή για τον αληθινό, τον απόλυτο άνθρωπο: πρέπει να μάθει ακόμα να βρίσκει τη σιωπή του, ανάμεσα σε πολλούς θορύβους και να κάνει τον κουφό ώσπου να απογίνει. Όσο δεν το μαθαίνει, βέβαιο είναι ότι κινδυνεύει ν’ αφανισθεί από ανυπομονησία και … πονοκεφάλους. Γιατί η δούλεψη του μυαλού τους, υπήρξε τόσο γλίσχρα για τους ανθρώπους και δεν τους έκανε να λάμπουν, ο ένας περισσότερο, ο άλλος λιγότερο, ανάλογα με την αφθονία του φωτός τους; Γιατί οι μεγάλοι σας άντρες, να μην έχουν όταν ανατέλλουν και όταν δύουν, μια τόσο ωραία λάμψη όπως έχει το φως, ο ήλιος; Πόσο η ζωή των ανθρώπων θα είχε λιγότερα διφορούμενα, αν ήταν έτσι!»
Οι άντρες δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη μόρφωση και σε άλλη περίπτωση τα λόγια αυτά θα τους προκαλούσαν αναστάτωση, μη μπορώντας να τα καταλάβουν, ή, αδιαφορία, αφού δεν είχαν να κάνουν με την καθημερινή τους ζήση. Τώρα όμως, γίνονταν αντιληπτά, όπως αντιληπτός ήταν ο γαλάζιος ουρανός που έστεκε πάνω τους, όπως το κύμα της θάλασσας που έσκαγε πάνω σε κοφτερά βράχια.
-«Γνωρίζω την καρδιά σας, γνωρίζω την ψυχή σας», συνέχισε η φωνή. «Δώσατε το πιο όμορφο δώρο σε εκείνους που σας νοιάζονται, στην ζωή σας την ίδια. Εσύ νησιώτη, έδειξες όλη σου την μεγαλοπρέπεια, όλη την αποφασιστικότητά σου μα και όλο σου το θάρρος, με τις πράξεις σου. Θέλησες ν’ αποδείξεις στον εαυτό σου, θέλησες να μοχθήσεις, μα πάνω απ’ όλα νίκησες τον φόβο σου. Έδειξες αυτό που πρέπει να έδειχναν οι άνθρωποι, έξω από τις ορθολογιστικές σκέψεις τους, την ψυχή που ξεχωρίζει το είδος σου. Αμίλητος, χωρίς τυμπανοκρουσίες, στο απόλυτο σκοτάδι, οδήγησες το παν σου, σε μια κατάσταση, από την οποία μπορεί και να μη βγεις ζωντανός. Ο Αμεινίας ήταν το σημάδι της αγνής σου ψυχής, της λευκότητας των αισθημάτων σου. Η προσοχή στο παιδί, η αγάπη σου γι αυτό, ήταν απόλυτη και πληθωρική. Κι εσείς Λακεδαιμόνιοι, πατήσατε τους νόμους και τις ιταμότητες της πόλης σας, γι ένα και μόνο λόγο. Για την αγάπη στην «Πατρίδα». Όχι αυτή την μικρή πατρίδα, που την βρέχει ο Ευρώτας, αλλά για την άλλη, την μεγάλη, αυτή που σας δίνει το όνομα, την ιστορία, το κύρος, την καταξίωση. Ξέρω ότι στη μάχη, η ευσπλαχνία δεν είναι το χαρακτηριστικό σας. Αλλά η ευσπλαχνία και η δικαιοσύνη, είναι μέσα στη καρδιά σας. Πήρατε τον γιό μου, σαν δικό σας παιδί. Κι ας γνωρίζατε την αντίδραση των άλλων ανθρώπων, απέναντί σας. Τον θρέψατε, τον φροντίσατε, του εξασφαλίσατε μια αγκαλιά. Χωρίς να σκεφτείτε την εγκατάλειψη»
Η «φωνή», έδειχνε ότι ήξερε τα πάντα. Εξιστορούσε την ζωή τους, με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν σίγουροι ότι ήξερε τα πάντα από την γέννησή τους μέχρι σήμερα. Ίσως να ήξερε και το αύριο. Ο Λίχης, δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσα καλά λόγια και αυτό του προκάλεσε ένα αίσθημα, κάτι σαν ντροπή. Κάθισε στο χώμα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί.
-«Κι εσύ Αθηναίε… παράτησες τα πάντα για ένα και μόνο σκοπό. Είχες καταπατήσει τα θέλω σου, για να μην πληγώσεις, κατέστρεφες τον εαυτό σου, για μια μεγάλη ιδέα…. Την φιλία! Μπόρεσες όμως και έδωσες κάτι ακόμη μεγαλύτερο…. Κάτι που μόνο μεγαλόψυχος θα μπορούσε να προσφέρει. Την αγάπη, την ευτυχία σε άλλον άνθρωπο που δυστυχούσε, που πνιγόταν. Και όταν ο γιός μου, ήρθε να μεγιστοποιήσει την δυσκολία, εσύ δεν δίστασες. Έκανες την μεγαλόπρεπη κίνηση, να τον δεχτείς σαν δικό σου γιό και να του προσφέρεις την απόλυτη στήριξη. Όπως και στην γυναίκα που σε πίστευε τόσα χρόνια. Κι εκείνη, εσένα είχε ανάγκη….»
Ο Τελευτίας, επικέντρωσε το βλέμμα στην φλόγινη φιγούρα που έβλεπε. Αντελήφθη και κάποια άλλη μορφή, δίπλα στην πρώτη. Κι αυτή θολή κι αυτή τρεμόπαιζε στην λάμψη του φωτός. Προσπάθησε να δει καλύτερα. Του φάνηκε σαν κάποιο μικρό παιδί.
-«Ο μικρός μπελάς!», αναφώνησε.
Του φάνηκε ότι είδε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της δεύτερης μορφής. Ναι, ήταν χαμόγελο. Άρχισε να διακρίνει καλύτερα, καθώς ο «μικρός μπελάς» πλησίαζε με αργό βήμα. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά, τα μάτια γαλανά, αλλά φαινόταν λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία, από το παιδί που είχε αφήσει πίσω στην Ελπινίκη. Και όσο πλησίαζε, του φαινόταν ότι όλο και μεγάλωνε. Πρέπει να το είδαν αυτό και οι Λακεδαιμόνιοι. Παρατήρησε τις νευρικές τους κινήσεις και τα όλο νόημα νεύματά τους. Τώρα πια είχε γίνει ένας ξανθός νεαρός, με κοντά αλλά σγουρά μαλλιά και υπέροχα καταγάλανα μάτια. Σταμάτησε μερικά μέτρα μακριά τους. Σήκωσε το χέρι και τους έδειξε όλους, έναν προς έναν, σαν να μετρούσε. Στάθηκε ακίνητος. Τους παρατηρούσε. Η φωνή του ήταν λεπτή, σαν μικρού παιδιού, μα τόσο ευχάριστη. Μια ευωδία απλώθηκε παντού, μια μυρωδιά από γιασεμί και κρίνο. Ο Απόλλωνας μίλησε μέσα στο μυαλό τους:
-«Ευλογημένοι είστε όλοι σας άντρες. Ευλογημένοι και από τον πατέρα μου…», έδειξε προς την άλλη μορφή που έστεκε ακόμα παράμερα, «αλλά και από μένα τον ίδιο. Θα είμαι πάντα στο πλευρό σας, στια δύσκολες μέρες που έρχονται.