Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23
Μπόρεσε να βολευτεί πολύ γρήγορα στο στρατόπεδο που τον έστειλαν. Πάντα ο Τελευτίας προσαρμοζόταν και καταλάβαινε άμεσα τον γύρω του χώρο. Η εμπειρία από τα πολλά ταξίδια και η συνεχής εμπορική επαγρύπνηση, σε συνδυασμό με την πείρα της ηλικίας του, αποτελούσαν τώρα μεγάλο του όπλο.Βολεύτηκε σε μια τέντα από πανί και άχυρο και εκεί προσπάθησε να ξεκουράσει το κορμί του. Έλεγξε τα όπλα του και θυμήθηκε να γυαλίσει με λάδι τον δερμάτινο θώρακά του. Ανησυχούσε για την ασπίδα, δεν είχε, αλλά του είχαν πει, ότι κάποιες ασπίδες θα μοιράζονταν από τον στρατό. Ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια, βάζοντας τον βραχίονα, πάνω από τα μάτια του. Προσπαθούσε ν’ απομονώσει τους γύρω ήχους και να κοιμηθεί. Παράξενο πώς, ο Μορφέας αυτή την φορά τον επισκέφτηκε σχεδόν αμέσως. Ούτε οι φωνές μπορούσαν να τον ανησυχήσουν τώρα πια, ούτε ο ήλιος που είχε αρχίσει να εισχωρεί στο ατομικό του «οχυρό», ούτε οι μυρουδιές τόσων πολλών αντρών. Έγειρε στο πλευρό και άφησε το δεξί του χέρι να πέσει στο έδαφος.
Δεν μπόρεσε να υπολογίσει πόση ώρα κοιμήθηκε. Απλά τώρα που ανασήκωσε το κεφάλι, είδε τον ήλιο στο βάθος του ορίζοντα, να γέρνει στη δύση του. «Απόγευμα είναι», σκέφτηκε και προσπάθησε να καταλάβει πόση ώρα είχε κοιμηθεί. Του έκανε εντύπωση η ησυχία. Δεν ακουγόταν τίποτα, από πουθενά. Έτριψε τα μάτια του και στηρίχτηκε στο γόνατο του αριστερού του ποδιού να σηκωθεί. Αφουγκράστηκε πάλι… ησυχία του Άδη! Βγήκε από το άνοιγμα της μικρής του τέντας. Τίποτα δεν κουνιότανε. Όλα λες και ήταν σταματημένα, όλα ακίνητα και μαρμαρωμένα… Γύρισε το βλέμμα παντού γύρω του. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Όλα ήταν στη θέση τους. Και οι άνθρωποι και τα πράγματα, όπως τα είχε αφήσει πριν κοιμηθεί. Αλλά… τίποτα δεν κουνιόταν. Λες και ο χρόνος είχε σταματήσει απότομα. Όλα και όλοι σαν αγάλματα! Δεν πίστευε σε αυτό που έβλεπε. Έτριψε τα μάτια. Πάλι όμως, τίποτα δεν κινήθηκε. Ούτε κάποιος ήχος ακουγόταν. Ούτε ήχος της Φύσης, ούτε ήχος ανθρώπου. Περπάτησε να πλησιάσει δυο στρατιώτες που στέκονταν όρθιοι, σε στάση συζήτησης, λίγο πιο κάτω. Λες και έβλεπε αγάλματα ζωγραφισμένα με αληθινά χρώματα. Έτεινε το χέρι και ακούμπησε τις δυο φιγούρες μπροστά του. Δεν ήταν κρύες… δεν ήταν αγάλματα. Ήταν όμως τόσο σκληρές και άκαμπτες… Τρομοκρατήθηκε. Έπιασε μια ασπίδα που ήταν πεσμένη στο χώμα. Δεν δυσκολεύτηκε να την σηκώσει. Το βάρος της του φάνηκε φυσιολογικό. «Άρα», σκέφτηκε, «τα πράγματα είναι αληθινά» και άφησε το αντικείμενο εκεί που ήταν. Προσπάθησε να σπρώξει τον ένα άντρα. Τα κατάφερε σχετικά εύκολα. Τον είδε να πέφτει στο έδαφος, διατηρώντας όμως την στάση που είχε όρθιος. Λες και πέταξε μια μεγάλη κούκλα! Προχώρησε. Διαπίστωσε ότι πραγματικά ο χρόνος πρέπει να είχε σταματήσει, «παγώσει». Κάποιος πρέπει να είχε πετάξει μια πέτρα και αυτή έστεκε τώρα στον αέρα ακίνητη. Πλησίασε και την έπιασε, ήταν στο ύψος του χεριού του. Την κατέβασε, την περιεργάστηκε και την πέταξε στο χώμα. Δεν ήξερε πια τι να πει. Έκανε να κινηθεί προς την κατηφοριά, εκεί που βρισκόταν το μεγάλο πλήθος του στρατού. Παρατήρησε ότι και τα δέντρα ακόμα ήταν ακίνητα και αθόρυβα. Και ο αέρας, δεν φυσούσε. Έτρεξε. Η σκόνη που δημιουργούσε, έμενε ακίνητη στον αέρα, φτιάχνοντας ένα συμπαγές σύννεφο πίσω του. Διένυσε τα διακόσια μέτρα, μέχρι τη μεγάλη τέντα των στρατηγών, σε ελάχιστο χρόνο. Λες και πετούσε! Δεξιά και αριστερά οι στρατιώτες στέκονταν ακίνητοι, αφημένοι σε μια προηγούμενη στάση τους. Τα λάβαρα, ακόμα στον κυματισμό τους, «παγωμένα» και αυτά, πρόδιδαν την σκηνή του στρατηγού της ημέρας. Σταμάτησε απότομα. Κοίταξε πίσω του και αντίκρισε το σύννεφο της σκόνης από την αρχή. Έστεκε στον αέρα, συμπαγής και ασάλευτη, όπως ασάλευτα έστεκαν και κάποια φύλλα δέντρων, που είχε σηκώσει ο αέρας ψηλά, πριν από αυτή την χρονική «παύση». Του ήταν αδύνατο να καταλάβει πια, ξεπερνούσε την οποιαδήποτε φαντασία ανθρώπου, πολύ περισσότερο την φαντασία ενός πενηντάχρονου εμπόρου. Έτριψε και πάλι τα μάτια του. «Δεν μπορεί, κοιμάμαι ακόμη», μουρμούρισε. Όμως όταν χτύπησε τα χέρια του, πόνεσε, αν και κανένας ήχος δεν ακούστηκε. «Κι όμως είμαι ξύπνιος!», συνέχισε. Σήκωσε το κεφάλι ασυναίσθητα προς τον γαλανό ουρανό. Δεν ήξερε τι περίμενε να δει, δεν ήξερε αν ήθελε να προσευχηθεί στους Θεούς. Απλά τα μάτια του, αντίκρισαν τα κουρελιασμένα σύννεφα και έναν ήλιο που δεν μπορούσε να πει ότι έκαιγε, αλλά έλαμπε στη άκρη του ουράνιου θόλου. Προχώρησε προς την μεγάλη σκηνή των στρατηγών. Πέρασε από τους δυο φρουρούς που έστεκαν ακίνητοι σαν δυό κομμάτια πέτρας, παραμέρισε το δέρμα που έκλεινε την είσοδο και μπήκε. Είδε κάποια άτομα να στέκουν όρθιοι μπροστά από ένα πρόχειρο ξύλινο τραπέζι εκστρατείας. Έσκυβαν, σαν να προσπαθούσαν να δουν κάτι. Κάποιοι είχαν «μείνει», με τα δάχτυλα τεντωμένα και τα μπράτσα λυγισμένα στον αέρα. Κοίταξε καλύτερα στο μισοσκόταδο που επικρατούσε. Ένας από τους άντρες αυτούς του φάνηκε γνωστός, του τράβηξε την προσοχή. Πλησίασε. Μπροστά του τώρα στεκόταν στη γνωστή πια παγωμένη κίνηση, ένας άντρας μετρίου αναστήματος που φορούσε χάλκινο θώρακα, ενώ τα μακριά του γένια, άγρια, έκρυβαν πολλές από τις ρυτίδες του σχεδόν γερασμένου προσώπου του. «Να με πάρει…», μονολόγησε, «αυτός είναι από τις Αφίδνες, τον ξέρω…». Σήκωσε το χέρι στο μέτωπο, σε μια προσπάθεια να θυμηθεί. «Ο Καλλίμαχος είναι, ναι, ναι, αυτός είναι … μα τον Δία. Ο μεγάλος Καλλίμαχος, ο Αφιδναίος!». Γέλασε σαν μικρό παιδί, γνωρίζοντας ότι κανένας δεν τον έβλεπε. Έσκυψε βάζοντας το χέρι στη κοιλιά του και με τόνο ειρωνικό: «Χαίρομαι στρατηγέ μου. Στις υπηρεσίες σας στρατηγέ μου…», γέλασε ξανά αυτή την φορά. Πιο πέρα αντίκρισε και άλλα γνωστά του πρόσωπα. Προχώρησε παραπέρα. Κατάλαβε ότι όλοι αυτοί ήταν οι Αθηναίοι στρατηγοί που πρέπει να μιλούσαν μεταξύ τους για το θέμα της μάχης. Και ότι ή μάχη είναι πιο κοντά απ’ ότι φαντάζονταν οι στρατιώτες. «Φτάσανε λοιπόν οι βάρβαροι», σκέφτηκε. Είδε ένα ψηλό και λεπτό άνδρα, που το χέρι του είχε «παγώσει», την ώρα που χάιδευε τα γένια του. «Αυτός δεν είναι ο αριστοκράτης, ο διοικητής της Θράκης; Ναι, αυτός είναι ο … Μιλτιάδης!». Έστεκε ασάλευτος μπροστά στον στρατηγό, λες και θαύμαζε αγάλματα κάποιων μεγάλων ηρώων, σε κάποιο παράξενο μουσείο που είχε στήσει το καπρίτσιο των Θεών. Ήξερε ότι η σύναξη αυτή των τόσων στρατηγών, δεν θα γινόταν αν ο λόγος δεν ήταν τόσο σοβαρός. Άρχισε να φοβάται. Η λογική του έλεγε τώρα ότι η κατάσταση μπορεί και να μην ελεγχόταν. Σκέφτηκε την Ελπινίκη και το μικρό ξανθό ζιζάνιο, που είχε αφήσει πίσω του. Τον έπιασε η θλίψη και αυτή η Ιωνική μοιρολατρία του. Θέλησε να φύγει από εκείνη την σκηνή, ν’ αφήσει τους στρατηγούς στην «συζήτησή» τους. Βγήκε ξανά στο φως του απογεύματος. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τίποτα. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει….
«Τι έγινε στον κόσμο;», αναρωτήθηκε. «Μήπως έχω πεθάνει; Μήπως έχει δίκιο εκείνος ο Εύριπος από την Αθήνα που μου έλεγε, ότι κόσμος δεν υπάρχει, αλλά μόνο είδωλα για να νοιώθουμε εμείς την παρουσία; Την έννοια; Θεοί…. Τι συμβαίνει πια;», αυτό το τελευταίο το είπε δυνατά. Όμως του αποκρινότανε μόνο η σιωπή. Έκανε να πάει προς την άλλη μεριά του μεγάλου στρατοπέδου. Το μετάνιωσε και κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα. Έπρεπε να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Έβλεπε το μυαλό του να «κατηφορίζει» σε επικίνδυνες ατραπούς. Άρχισε να φωνάζει, πιο πολύ για ν’ ακούσει τη φωνή του, παρά γιατί έλπιζε σε ανταπόκριση. Τίποτα. Δεν μπόρεσε να βρει παρηγοριά ή την λύση στις φωνές. Έπιασε το κεφάλι με τα δυό του χέρια και το κινούσε λες και ήθελε να το ξεκολλήσει απ’ το σώμα. Έπεσε στο ξερό κόκκινο χώμα. Το γεύτηκε στο στόμα. Άρχισε να τον πιάνει η τρέλα του ανεξήγητου, η τρέλα της μοναξιάς…
-«Θα σέρνεσαι πολύ ώρα μέσα στα χώματα; Έτσι είστε εσείς οι Αθηναίοι;»
Ο Τελευτίας πάγωσε στο χώμα. Δεν πίστευε στα αυτιά του, δεν μπορούσε να καταλάβει αν άκουγε πραγματικά λόγια ή το μυαλό του είχε ήδη αρχίσει τα δραματικά του παιχνίδια. Μερικά δευτερόλεπτα ήταν αρκετά, να συνειδητοποιήσει τον γύρω του χώρο αλλά και την πραγματικότητα του ήχου. Γονάτισε απότομα και προσπάθησε να σηκωθεί. Η φωνή ξανακούστηκε:
-«Βλέπω και παππούδες στο στρατό, χα χα χα, άντε και σε λίγο θα βάλουν και γυναίκες οι στρατηγοί σου να πολεμάνε… χα χα χα»
Αν και προσβλητικά τα λόγια, ακούγονταν σαν Θεϊκή μελωδία στα αυτιά του εμπόρου. Προσπάθησε να σηκωθεί για δεύτερη φορά, σπρώχνοντας τα χέρια στο λυγισμένο του πόδι. Μια παλάμη τεντωμένη τον ακούμπησε για βοήθεια. Την έπιασε, του ήρθε να την φιλήσει, αλλά συγκρατήθηκε. Γύρισε τα μάτια στον μόνο άλλο με ζωή άνθρωπο που είχε συναντήσει εκείνο το απόγευμα. Παρακαλούσε να ήταν άνθρωπος.
Αντίκρισε δύο, αντί για έναν, άντρες να στέκουν ακριβώς από πάνω του. Η σκόνη που είχε σηκωθεί από το κύλισμα του, στεκόταν στον αέρα και δεν τον άφηνε να δει καλά. Με τα πολλά σηκώθηκε. Είδε. Δυό πολεμιστές έστεκαν μπροστά του, φορώντας πλήρη εξάρτυση πολέμου. Σκέφτηκε μήπως τους ήξερε, μήπως ήταν σύντροφοί του στη μάχη και πέθαναν όλοι μαζί. Μήπως τώρα συναντιόντουσαν πάλι τα πνεύματά τους να μηρυκάσουν τη σύντομη κοινή ζωή τους. «Και η Ελπινίκη;», σκέφτηκε για πολλοστή φορά. «Και ο μικρός;», απόσωσε τη σκέψη του.
-«Είσαι καλά; Πονάς κάπου;», ακούστηκε πάλι η φωνή του πρώτου στρατιώτη. Ο δεύτερος δεν μίλαγε καθόλου, παρά μόνο κοίταζε τον χώρο ολόγυρα.
Ο Τελευτίας τους περιεργαζόταν, από την κορυφή ως τα νύχια των ποδιών τους. Φορούσαν χάλκινο θώρακα, οπότε έπρεπε να είχαν ευγενική καταγωγή, χάλκινο κράνος με κατεβασμένη την προσωπίδα, να κρύβει όλο το πρόσωπο, χάλκινες κνημίδες που γυάλιζαν στο κόκκινο φως του λιογέρματος, ενώ στους ώμους ένας σκουροκόκκινος μανδύας συμπλήρωνε την αμφίεσή τους. Είδε τα θεόρατα σπαθιά που κρέμονταν από τη μέση τους, ο ένας μάλιστα είχε και ένα μεγάλο τόξο από σκληρό ξύλο, ενώ στα χέρια κράταγαν από δυό δόρατα και μια θεόρατη, επίσης χάλκινη, ασπίδα με ποδιά για τις σαϊτιές των εχθρών.
-«Είμαι ο Ευρυάναξ του Ασβαμαίου και αυτός πίσω, ο όμορφος, χα χα χα, ο Λίχης ο γιός του Κάρμηλου…»
Ο Τελευτίας κοίταξε καλύτερα τους δυό άντρες. Φοβεροί στην εμφάνιση και σίγουρα πολεμιστές. Το μάτι του έπεσε πάνω στις ασπίδες. Είδε το μεγάλο Λ που ανάγλυφα καμάρωνε στο κέντρο της οθόνης.
-«Λακεδαιμόνιοι;», ρώτησε.
Οι άντρες δεν του απάντησαν, μόνο κούνησαν το κεφάλι καταφατικά. Ο δεύτερος απ’ αυτούς, ο Λίχης όπως είχε ειπωθεί το όνομά του, κράταγε απόσταση από τον Αθηναίο και τον συνομιλητή του, με το βλέμμα στραμμένο συνεχώς στο στρατόπεδο. Δεν έδειχνε ανήσυχος για κάτι, αν και δεν φαινόταν να καταλαβαίνει κι αυτός την κατάσταση που επικρατούσε. Σαν, όμως άντρας Λακεδαιμόνιος, ήταν ή τουλάχιστον έπρεπε να δείχνει, άτρομος.
-«Καταλαβαίνεις τίποτα;», ρώτησε ο έμπορος τον Ευρυάνακτα. «Καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που μας συμβαίνει; Τι γίνεται; Γιατί δεν κινείται τίποτα;»
Ο Σπαρτιάτης δεν απάντησε και πάλι. Είχε συνοφρυωθεί και έβλεπε την μεγάλη σκηνή των στρατηγών. Τελικά ανασήκωσε τους ώμους. Κάθισε κατάχαμα και άνοιξε το μικρό σάκο που είχε κρεμασμένο στο ζωνάρι και το κάλυπτε ο μανδύας του. Το άνοιξε και έβγαλε ένα μικρό φλασκί με κρασί. Πρόσφερε στον Τελευτία. Ήπιαν και οι δυό, ενώ ο Λίχης αρνήθηκε με ένα νεύμα.
-«Κάτι Θεϊκό γίνεται εδώ», είπε στο τέλος. «Κάτι συμβαίνει που δεν πρέπει να είναι δημιούργημα του κόσμου μας. Γι αυτό μη φοβάσαι….», διέκοψε το λόγο του γελώντας δυνατά. «Έτσι κι αλλιώς κάπως θα πεθάνουμε μια μέρα. Να σου πω,… αν είμαστε νεκροί τώρα,… δεν είναι άσχημα. Μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε, με πιότερη δύναμη, πιότερη ταχύτητα και χωρίς κανείς να μας ενοχλεί. Έτσι; Λοιπόν, άσε και θα δούμε», γέλασε και πάλι, προκαλώντας σε αυτή την αδιανόητη ευθυμία και τον ακροατή του.
Κάθισαν αρκετή ώρα οι τρεις τους και αποφάσισαν να εξερευνήσουν το στρατόπεδο. Μέσα στις άλλες κουβέντες τους, ο Τελευτίας είπε και γι αυτά που είχε δει μέσα στη σκηνή των στρατηγών.
-«Οπότε ή συνέρχεται ο κόσμος και πολεμάμε ή έχουμε πολεμήσει, δεν θυμόμαστε τίποτα, σκοτωθήκαμε και σε λίγο θα πάρουμε την μεγάλη βάρκα για εκεί κάτω», έδειξε το χώμα και ξαναγέλασε.
Την ώρα που σηκώθηκαν να φύγουν, το μάτι του Αθηναίου, καρφώθηκε στο έδαφος εκεί που ο Λακεδαίμονας είχε δείξει. Ένοιωσε μια ανατριχίλα και στο νου του ήρθε πάλι η Ελπινίκη και το μικρό ξανθό μωρό «τους». Τώρα κι αυτός κράταγε ένα δόρυ που είχε μαζέψει από κάτω, πιθανώς παρατημένο από κάποιον απ’ τους ακίνητους στρατιώτες και το χρησιμοποιούσε σαν μπαστούνι. Άρχισαν να βαδίζουν ανάμεσα από τα παγωμένα ανθρώπινα αγάλματα. Σκέφτονταν, ότι αφού αυτοί «ζούσαν», σίγουρα θα υπήρχαν και άλλοι.
-«Σσσσσσσσσσσσσσσς», ακούστηκε ο Λίχης που προηγείτο. «Ακούστε», είπε χαμηλόφωνα.
Πράγματι, από κάπου ακούγονταν φωνές και ήχοι. Μακριά αλλά καθαρά. Νόμιζαν ότι άκουσαν και ένα κλάμα.
-«Σσσσσσσσσσσσσσσσς», επανέλαβε ο Σπαρτιάτης. Γρήγορα και οι τρεις, ενστικτωδώς, κρύφτηκαν πίσω από ένα μεγάλο θάμνο. Γονάτισαν και τα δάχτυλα του Ευρυάνακτα, άσπρισαν σφίγγοντας το ξύλινο ακόντιο. Έμειναν ακίνητοι, αφουγκραζόμενοι τους ήχους.
Οι θόρυβοι έρχονταν από μακριά, όχι τόσο μακριά όμως που να μην ακούγονται καθαρά τα λόγια:
-«Σκάσε πια, θα δούμε, έχε μου εμπιστοσύνη!»
-«Που είμαστε; Γιατί είναι ακούνητοι οι άνθρωποι και τα δέντρα; Ούτε τα ζώα κουνιούνται. Που είμαστε; Φοβάμαι…»
Οι τρεις φίλοι άκουγαν καθαρά τις λέξεις μια προς μια. Τουλάχιστον ήταν Ελληνικά και όχι βαρβαρική γλώσσα. Σε λίγο είδαν ένα νεαρό που φόραγε πάνινο , λινό θώρακα, να περπατάει, σχεδόν τρικλίζοντας, στο στενό μονοπάτι. Δίπλα του, έσερνε τα βήματά του, ένα …. παιδί. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δέκα χρόνων. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα και έδειχνε πολύ ταλαιπωρημένο. Η φωνή του όμως, τσιριχτή και δυνατή, ακουγόταν σε αρκετή απόσταση. Έδειχνε τρομοκρατημένο, ενώ ο νεαρός δίπλα του, φαινόταν να κάνει μεγάλες προσπάθειες να κρατήσει την ψυχραιμία του. Όμως δεν μπορούσε να δώσει τις απαντήσεις, (και ποιος μπορούσε άλλωστε;), που απαιτούσε ο μικρός.
Πλησίαζαν γρήγορα. Ο Ευρυάναξ, αποφάσισε να σηκωθεί όρθιος, να δηλώσει την παρουσία τους. Το έκανε. Ο νέος με το που τον είδε, σχεδόν τρομοκρατήθηκε. Και πώς να μην τρομοκρατηθεί, όταν μέσα σε όλα αυτά τα ανεξήγητα, ένας τρομερός γενειόφορος στρατιώτης, πετάχτηκε μπροστά του, με όλα τα όπλα του στο χέρι… και εκείνο το άγριο βλέμμα στα μάτια.
-«Είμαι ο Λάφιλος», είπε και …. λιποθύμησε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου