Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Το μαύρο του ουρανού είχε αρχίσει να παίρνει σταχτί χρώμα. Σε λίγο θα ξεπρόβαλαν οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πάνω από τα βουνά. Η μέρα ερχόταν να αποκαλύψει τις ανομίες που έκρυβε η μεγάλη της αδερφή, η νύχτα. Οι μεγάλοι μαύροι γίγαντες, οι σκιές των βουνών, άρχισαν να σαλεύουν στην χωμάτινη αυλή, μπροστά από την μικρή καλύβα. Σε λίγο θα εξαφανίζονταν και ο χώρος θα μαρτυρούσε την μεγάλη αγριότητα. Ήδη το αίμα της γυναίκας είχε αρχίσει να φαίνεται στην σκόνη. Η πρωινή υγρασία είχε την μπόχα του θανάτου και της βιαιότητας.
Η Ελπινίκη, δεν είχε κουνηθεί όλο το βράδυ. Μόνο κάποια αγκομαχητά έβγαιναν από το στόμα, πολύ σιγανά και πολύ αργόσυρτα. Το σώμα είχε τιναχτεί μια – δυό φορές καθώς οι πόνοι διαπερνούσαν και αυτό το σχεδόν ακόμα, λιπόθυμο κορμί. Το δεξί της χέρι, ανασηκώθηκε μια φορά κατά την διάρκεια της νύχτας, αλλά ξέπνοο, έπεσε με δύναμη στο πάτωμα της καλύβας. Δεν το είχε προσπαθήσει ξανά. Δεν είχε τόση δύναμη.
Ο Θεμίστιος, την είχε μεταφέρει κοντά στη φωτιά κι όλο το βράδυ, προσπαθούσε να την περιποιηθεί. Ήταν το καλύτερο και το λιγότερο που μπορούσε να κάνει. Βρήκε ένα σκοινί φτιαγμένο από λινάρι. Το έβρασε με λίγο νερό και αλάτι για να σφίξει περισσότερο και άρχισε μετά να το διαλύει, χωρίζοντάς το σε λεπτές ίνες. Τις ίσιωσε με το δάχτυλο. Έψαξε στο μικρό σακούλι του και βρήκε μια σακοράφα φτιαγμένη από οστό προβάτου και άρχισε να ράβει τις πληγές της γυναίκας. Ευχαρίστησε τους Θεούς που δεν θα καταλάβαινε τον πόνο εκείνη. Πριν την ράψει όμως, καθάρισε με βραστό νερό τις πληγές της, τις αποστείρωσε με λίγο κρασί, ήπιε και ο ίδιος για να βρει κουράγιο και σκεφτόταν τα μαντζούνια που έπρεπε να χρησιμοποιήσει για μετά. Στην Θράκη, πριν τον πάρουν οι Αθηναίοι σκλάβο, ήξερε πολλά γιατρικά. Ζούσε από την γεωργία και από τις υπηρεσίες του ως κάποιου είδους γιατρός ή θεραπευτής όπως τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του. Αλλά οι γνώσεις του ήταν περιορισμένες σε καθημερινές υπηρεσίες. Έτσι δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για τον κομμένο του τένοντα και την διαλυμένη επιγονατίδα, ενθύμια από την βαρβαρότητα του Αθηναίου αφέντη του. Τώρα επιστράτευε όλες τις γνώσεις του,… να σώσει μια Αθηναία.
Έραψε όλες τις πληγές της, ή όσες θεωρούσε ότι χρειάζονταν τέτοιας περιποίησης. Έμεινε ευχαριστημένος από την δουλειά του και η αλήθεια ήταν ότι τα χέρια του έκαναν δουλειά καλλιτέχνη. Ήξερε ότι το πρόσωπο της άτυχης αυτής, ποτέ δεν θα ήταν το ίδιο. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Παρατήρησε ότι το μέτωπό της έκαιγε από πυρετό. «Καλό σημάδι», σκέφτηκε, «το σώμα αντιδρά και γιατρεύεται», συμπλήρωσε. Μ’ ένα πανί βρεγμένο, που έβαλε πάνω στο καθαρό της τώρα μέτωπο, προσπάθησε να την δροσίσει. Ακούστηκε ένας αναστεναγμός, τα μάτια της όμως δεν άνοιξαν. Την χάιδεψε με στοργή και έριξε το βλέμμα στον νεκρό του σύντροφο, που ακόμα δεν είχε μετακινήσει από κει που τον είχε πετάξει. Δεν ένοιωσε καμιά λύπη γι αυτό το φονικό.
Σηκώθηκε με μεγάλη προσπάθεια κι έσυρε το πτώμα έξω, στο πίσω μέρος της καλύβας προς την μεριά των βάλτων. Σκέφτηκε να το πετάξει στα έλη, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν του άξιζε κι αυτό. Στο κάτω – κάτω σκλάβος σαν κι αυτόν ήταν. Το μίσος του προερχόταν από την στάση άλλων, από τα δεσμά του. Αποφάσισε να τον θάψει με τα έθιμα της πατρίδας.
Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά και η ζέστη τυραννούσε τώρα τον ανάπηρο άντρα που προσπαθούσε να ανοίξει τον λάκκο, που θα γινόταν ο τάφος του Κτήσιου. Έβαλε ένα κομμάτι πανί στο κεφάλι, αφού δεν είχε πέτασο, το έδεσε σφιχτά, έφτυσε τις παλάμες του και με μια τσάπα που βρήκε στην καλύβα, συνέχισε το σκάψιμο, μέχρι την στιγμή που το μυαλό του σκέφτηκε το μωρό στο κρεβατάκι του.
«Το παιδί», μονολόγησε, «το παιδί!». Γύρισε το βλέμμα προς την καλύβα και στηρίχτηκε στο λοστάρι της τσάπας. Τα μάτια του είχαν γίνει δυό μικρές τρύπες, είχε συνοφρυωθεί και προσπαθούσε στα τριάντα του χρόνια να δει πως μπορούσε να φροντίσει ένα μωρό, να γίνει … μάνα.
Βιαστικά έριξε το άψυχο σώμα στο λάκκο, έβαλε πέτρες και χώμα. Ίσα – ίσα που χώραγε το πτώμα, σε εμβρυακή στάση (κατά το συνήθειο της Θρακικής ταφής), σε αυτή την μικρή και ρηχή τρύπα στο χώμα. Τίναξε τα ρούχα του να φύγουν τα πολλά χώματα και βάζοντας τα χέρια στη μέση, πήγε στην καλύβα να δει τι μπορούσε να κάνει για το μωρό. Έριξε το βλέμμα στην αναίσθητη γυναίκα. Δεν είχε σαλέψει καθόλου, δεν είχε ανοίξει τα μάτια και μόνο κάποιοι μικροί αναστεναγμοί έβγαιναν από τα χείλη της. Της χάιδεψε το μέτωπο και άλλαξε την υγρή κομπρέσα. Την παρατήρησε για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι που θυμήθηκε τα … μητρικά του καθήκοντα.
Έβρεξε λίγο ψωμί με νερό μέχρι να γίνει μαλακό και ζέστανε λίγο κριθάρι με τυρί. Το έκανε πολτό με τα δάχτυλά του. Πλησίασε το μικρό ξανθό χαμόγελο. Και εκεί που ετοιμάστηκε να ικανοποιήσει την πείνα του μωρού, μια μπόχα πλημμύρισε τα ρουθούνια του.
-«Βρε, σκατούλι, τα έκανες; Σκατούλι ε, σκατούλι… και βρωμάνε κιόλας…», μονολόγησε και αποφάσισε να το καθαρίσει. Είχε δει τις γυναίκες στην πατρίδα του πολλές φορές να το κάνουν και νόμιζε ότι θα μπορούσε κι εκείνος. Η υπόθεση καθαρισμού όμως, αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη δουλειά από ότι νόμιζε. Δεν κατάλαβε κι εκείνος πως βρέθηκε σχεδόν λουσμένος από αυτό το σκούρο παχύρευστο υγρό, που παρήγαγε συνέχεια εκείνος ο λευκός πισινός. Τελικά τα κατάφερε! Το τάισε κιόλας, διαπιστώνοντας ότι είχε ακόρεστη όρεξη, το χτύπησε και στην πλάτη μετά (κι αυτό το είχε δει στην πατρίδα του), το άφησε στο μικρό κρεβατάκι του και βγήκε στην αυλή, αφού ξανάριξε μια ματιά στην Ελπινίκη.
Ο ήλιος τον τύφλωσε, αλλά δεν μπήκε στον κόπο ούτε την παλάμη του να σηκώσει για προστασία. Βιαζότανε τώρα. Από την στιγμή του βιασμού είχαν περάσει πολλές ώρες και ο πυρετός της γυναίκας ανέβαινε συνεχώς. Προχώρησε προς τα νερά του ρυακιού που έτρεχε καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω. Έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι από το ιμάτιο του και γονάτισε στην βρεγμένη γη, χτυπώντας τα χέρια στον αέρα, ν’ απομακρύνει τα σμάρια από κουνούπια. Βρήκε το κίτρινο λουλούδι με το σκληρό μίσχο και έκοψε αρκετά, που τα έβαλε στο μικρό σακουλάκι του. «Ωραία… σπαθόλαδο!», μουρμούρισε, «βαλσαμέλαιο για τις πληγές!», συμπλήρωσε. Έκανε να σηκωθεί, όταν μια αίσθηση λιποθυμίας πλημμύρισε το είναι του. Ο πόνος που ένοιωσε στο γόνατο, τον έκανε να κλαίει. Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει και η σουβλιά αυτή, του είχε αφήσει μια αίσθηση σαν να χτυπούσε μια καρδιά στην επιγονατίδα του. Ηρέμησε την ανάσα και σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπο. Στα κουνούπια δεν έδινε σημασία πια κι αυτά, αν και πρωί ακόμα, είχαν βρει την ευκαιρία να του δαγκώσουν τα χέρια. Μάζεψε όση δύναμη βρήκε και σηκώθηκε. Με τα χέρια πάντα στην μέση, το κουνιστό του βήμα, λες και καράβι σε τρικυμία, τον έφερε στα ριζά του διπλανού λόφου. Κοίταξε τριγύρω με προσοχή. Πουθενά δεν φαινόταν ούτε ένας άνθρωπος. Αλλά και τα σπίτια στο βάθος του ορίζοντα, δεν έδειχναν σημάδια ζωής. Προχώρησε λίγο ακόμα το ανηφορικό μονοπάτι του λοφίσκου. Βρήκε στα χαμηλά φλησκούνι που το μάζεψε με προσοχή, μια συκιά που μπόρεσε να αφαιρέσει το άσπρο της δηλητήριο, αλλά και να μαζέψει σύκα. Από μια θεόρατη λεύκα, έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι από τον φλοιό της. Ήξερε την αντιπυρετική δράση της λεύκας αλλά και πως μπορούσε να γίνει φάρμακο για τους κοριούς. Ξαφνικά κατάλαβε ότι ανησυχούσε για το μωρό. Τίναξε το κεφάλι να αποδιώξει την σκέψη, πήρε βαθιά ανάσα ξανακοίταξε στον ορίζοντα και συνέχισε ν’ ανεβαίνει το μονοπάτι. Λίγο πιο πάνω, μάζεψε αλισφακιά, (είδος φασκόμηλου) και μάραθο. Πήρε και τσουκνίδες και λίγο χαμομήλι, που αν και ξεραμένο, μπορούσε να το χρησιμοποιήσει.
Έφτασε στην καλύβα κατά το μεσημέρι. Στο χέρι του, εκτός από το μπαστούνι που έφτιαξε από κάποιο κλαδί στο δρόμο, κρατούσε κι ένα λαγό που είχε σκοτώσει με μια αυτοσχέδια σφεντόνα. Πήγε στην φωτιά και κράτησε για λίγο το μωρό στην αγκαλιά του. Εκείνο τον κοίταζε με τα γαλάζια του ματάκια διάπλατα ανοιχτά και έτεινε το χέρι να του πιάσει την μύτη. Το κούνησε λίγο στην αγκαλιά του, νοιώθοντας να τον πλημμυρίζει μια ζέστη μες τα στήθια. Η γυναίκα ακούστηκε να βογγάει, αλλά παρέμενε ασάλευτη στη θέση της.
Είχε πολλά να κάνει. Φαγητό για το μωρό, σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει γάλα κατεπειγόντως, φαγητό για τον ίδιο, αν και αυτό ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε, να φτιάξει φάρμακο για την πληγωμένη και να την ταΐσει κάτι. « Και νερό… βέβαια νερό!», μονολόγησε σκεπτόμενος ότι δεν της είχε δώσει καθόλου νερό όλη μέρα και θα πρέπει να ήταν πολύ διψασμένη. Και μέσα σ’ όλα, το «σκατούλι», βρώμαγε πάλι, μ’ εκείνη την χαρακτηριστική πρωινή μυρουδιά. Έφτυσε στο πάτωμα, προσποιούμενος ότι ήταν θυμωμένος:
-«Τι θα γίνει κύριε; Σκατούλι; Όλο φαγητό, ύπνο και κακά;», γέλασε μπροστά σ’ εκείνα τα υπέροχα γουρλωτά γαλάζια μάτια. Το χάιδεψε στο κεφάλι και ξανάρχισε την πρωινή δουλειά, με μεγαλύτερη πείρα τώρα. Μεγαλύτερη; Κάπως!
Ξεχάστηκε για λίγο πειράζοντας και περιποιούμενος το μωρό, τον επανέφερε όμως στην σκληρή πραγματικότητα το βλέμμα που έριξε στην γυναίκα. Βιάστηκε να τελειώσει. Πήρε τα βότανα που είχε μαζέψει, τα έβρασε στη φωτιά και τα άλεσε φτιάχνοντας μια αλοιφή, με την οποία επάλειψε τις πληγές της. Ανασήκωσε το κεφάλι της και την ανάγκασε να πιεί τον ζωμό από τον βρασμένο φλοιό της λεύκας. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Αποφάσισε να λείψει για λίγο. Μερικές προμήθειες ήταν ακόμα απαραίτητες ίσως και επείγουσες. Και πρώτα απ’ όλα το γάλα, ίσως και , αν ήταν τυχερός, λίγο ψωμί.
Περπατούσε κάπου μισή ώρα, όταν άκουσε μουγκανητά από το βάθος του μονοπατιού, μετά τα πρώτα έλη. Πλησίασε να δει καλύτερα με την ελπίδα να βρει ανθρώπους και το σημαντικότερο , να έχουν ζώα.
Μια μεγάλη καλύβα, κάτι σαν στάνη, φάνηκε μπροστά του μετά από διακόσια μέτρα. Κρύφτηκε σε μια συστάδα από σχίνα, γονάτισε και παρακολούθησε δυό άντρες, σκλάβους αν έκρινε καλά από τα ρούχα που φορούσαν, να γεμίζουν κάποια παχνιά με άχυρο και κριθάρι. Μάζεψε τα κουράγια του και πλησίασε. Δεν προκαλούσε ανησυχία ή φόβο, αφού το περπάτημά του και η όλη του στάση, πιο πολύ γέλιο προκαλούσαν…
-«Χαίρε…», φώναξε δυνατά. Έπρεπε να γίνει αντιληπτός από μακριά, να μην αιφνιδιάσει. Οι δυό άντρες που ήταν σκυμμένοι πάνω στα παχνιά, ανασηκώθηκαν απότομα και σκίασαν τα μάτια να δουν πιο καθαρά. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους :
-«Χαίρε κι εσύ ξένε», απάντησε ο ένας και πλησίασε κοντά του.
-«Ξένος δεν είσαι; Δεν σ’ έχω ξαναδεί εδώ. Πως λέγεσαι; Και από πού είσαι;»
Ο Θεμίστιος είπε το όνομά του και, ψέματα, ανέφερε τις Αφίδνες σαν πόλη του. Δήλωσε ταξιδιώτης για δουλειές και ζήτησε να ξεκουραστεί λίγο και να ξεδιψάσει. Οι δυό δούλοι τον κοίταξαν καχύποπτα, αλλά μη γνωρίζοντας ποιόν είχαν μπροστά τους, του πρόσφεραν μια κούπα με κρασί και λίγο ψωμί κριθαρένιο. Κάθισε να πάρει ανάσα, προσπάθησε να πιάσει κουβέντα μαζί τους και συμφώνησε να τους βοηθήσει με αντάλλαγμα λίγο γάλα, ψωμί και μια κανάτα κρασί. Έτσι το σούρουπο, τον βρήκε να γυρνάει στην Ελπινίκη φορτωμένος με καλούδια που τόσο πολύ τα είχαν ανάγκη. Του είχαν δώσει και κρεμμύδια και λίγο τυρί. Σπάνια γενναιοδωρία για άγνωστο, που τον έκανε να αναρωτηθεί πιο πολύ ακόμα για την συμπεριφορά του Κτήσιου. Δεν ήξερε γιατί ο πρώην σύντροφός του είχε φερθεί έτσι, αναγκάζοντας αυτόν να καταναλώνει επικίνδυνα τον χρόνο του, μετά την δραπέτευση από τον αφέντη. Βέβαια θα μπορούσε να είχε φύγει, χωρίς να δώσει καμιά σημασία στο θύμα της επίθεσης, αλλά κάτι μέσα του, τον έδενε κοντά της.
Άναψε ένα φανάρι, δυνάμωσε το τζάκι που είχε αρχίσει ν’ αδυνατίζει τη φωτιά του και έσκυψε κοντά στην Ελπινίκη. Το χρώμα της είχε επανέλθει στα χλωμά της μάγουλα και ο πυρετός έδειχνε να υποχωρεί. Χαμογέλασε! Ευχαριστήθηκε με τον εαυτό του. Μόνο που τώρα έπρεπε να κάνει αυτό που δεν είχε σκεφτεί. Η αναίσθητη γυναίκα, δεν είχε σηκωθεί καθόλου και όλες οι προσωπικές της ανάγκες …. Είχαν ολοκληρωθεί εκεί που βρισκόταν. Δείλιασε προς στιγμήν. Παρακάλεσε να μην θυμόταν μετά όλα αυτά που έπρεπε να κάνει ή καλύτερα να μην αναγκαστεί να τα ξανακάνει.
Κοίταξε έξω από την πόρτα. Η νύχτα είχε μαυρίσει τα πάντα. Έπεσε για ύπνο δίπλα στην γυναίκα και κοιμήθηκε έναν ανήσυχο και εφιαλτικό ύπνο. Το φανάρι που είχε ανάψει, φώτισε την κίνηση της Ελπινίκης και το βλεφάρισμα των ματιών της, καθώς ξυπνούσε από τον λήθαργο των δυό ημερών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Το μαύρο του ουρανού είχε αρχίσει να παίρνει σταχτί χρώμα. Σε λίγο θα ξεπρόβαλαν οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πάνω από τα βουνά. Η μέρα ερχόταν να αποκαλύψει τις ανομίες που έκρυβε η μεγάλη της αδερφή, η νύχτα. Οι μεγάλοι μαύροι γίγαντες, οι σκιές των βουνών, άρχισαν να σαλεύουν στην χωμάτινη αυλή, μπροστά από την μικρή καλύβα. Σε λίγο θα εξαφανίζονταν και ο χώρος θα μαρτυρούσε την μεγάλη αγριότητα. Ήδη το αίμα της γυναίκας είχε αρχίσει να φαίνεται στην σκόνη. Η πρωινή υγρασία είχε την μπόχα του θανάτου και της βιαιότητας.
Η Ελπινίκη, δεν είχε κουνηθεί όλο το βράδυ. Μόνο κάποια αγκομαχητά έβγαιναν από το στόμα, πολύ σιγανά και πολύ αργόσυρτα. Το σώμα είχε τιναχτεί μια – δυό φορές καθώς οι πόνοι διαπερνούσαν και αυτό το σχεδόν ακόμα, λιπόθυμο κορμί. Το δεξί της χέρι, ανασηκώθηκε μια φορά κατά την διάρκεια της νύχτας, αλλά ξέπνοο, έπεσε με δύναμη στο πάτωμα της καλύβας. Δεν το είχε προσπαθήσει ξανά. Δεν είχε τόση δύναμη.
Ο Θεμίστιος, την είχε μεταφέρει κοντά στη φωτιά κι όλο το βράδυ, προσπαθούσε να την περιποιηθεί. Ήταν το καλύτερο και το λιγότερο που μπορούσε να κάνει. Βρήκε ένα σκοινί φτιαγμένο από λινάρι. Το έβρασε με λίγο νερό και αλάτι για να σφίξει περισσότερο και άρχισε μετά να το διαλύει, χωρίζοντάς το σε λεπτές ίνες. Τις ίσιωσε με το δάχτυλο. Έψαξε στο μικρό σακούλι του και βρήκε μια σακοράφα φτιαγμένη από οστό προβάτου και άρχισε να ράβει τις πληγές της γυναίκας. Ευχαρίστησε τους Θεούς που δεν θα καταλάβαινε τον πόνο εκείνη. Πριν την ράψει όμως, καθάρισε με βραστό νερό τις πληγές της, τις αποστείρωσε με λίγο κρασί, ήπιε και ο ίδιος για να βρει κουράγιο και σκεφτόταν τα μαντζούνια που έπρεπε να χρησιμοποιήσει για μετά. Στην Θράκη, πριν τον πάρουν οι Αθηναίοι σκλάβο, ήξερε πολλά γιατρικά. Ζούσε από την γεωργία και από τις υπηρεσίες του ως κάποιου είδους γιατρός ή θεραπευτής όπως τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του. Αλλά οι γνώσεις του ήταν περιορισμένες σε καθημερινές υπηρεσίες. Έτσι δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για τον κομμένο του τένοντα και την διαλυμένη επιγονατίδα, ενθύμια από την βαρβαρότητα του Αθηναίου αφέντη του. Τώρα επιστράτευε όλες τις γνώσεις του,… να σώσει μια Αθηναία.
Έραψε όλες τις πληγές της, ή όσες θεωρούσε ότι χρειάζονταν τέτοιας περιποίησης. Έμεινε ευχαριστημένος από την δουλειά του και η αλήθεια ήταν ότι τα χέρια του έκαναν δουλειά καλλιτέχνη. Ήξερε ότι το πρόσωπο της άτυχης αυτής, ποτέ δεν θα ήταν το ίδιο. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Παρατήρησε ότι το μέτωπό της έκαιγε από πυρετό. «Καλό σημάδι», σκέφτηκε, «το σώμα αντιδρά και γιατρεύεται», συμπλήρωσε. Μ’ ένα πανί βρεγμένο, που έβαλε πάνω στο καθαρό της τώρα μέτωπο, προσπάθησε να την δροσίσει. Ακούστηκε ένας αναστεναγμός, τα μάτια της όμως δεν άνοιξαν. Την χάιδεψε με στοργή και έριξε το βλέμμα στον νεκρό του σύντροφο, που ακόμα δεν είχε μετακινήσει από κει που τον είχε πετάξει. Δεν ένοιωσε καμιά λύπη γι αυτό το φονικό.
Σηκώθηκε με μεγάλη προσπάθεια κι έσυρε το πτώμα έξω, στο πίσω μέρος της καλύβας προς την μεριά των βάλτων. Σκέφτηκε να το πετάξει στα έλη, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν του άξιζε κι αυτό. Στο κάτω – κάτω σκλάβος σαν κι αυτόν ήταν. Το μίσος του προερχόταν από την στάση άλλων, από τα δεσμά του. Αποφάσισε να τον θάψει με τα έθιμα της πατρίδας.
Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά και η ζέστη τυραννούσε τώρα τον ανάπηρο άντρα που προσπαθούσε να ανοίξει τον λάκκο, που θα γινόταν ο τάφος του Κτήσιου. Έβαλε ένα κομμάτι πανί στο κεφάλι, αφού δεν είχε πέτασο, το έδεσε σφιχτά, έφτυσε τις παλάμες του και με μια τσάπα που βρήκε στην καλύβα, συνέχισε το σκάψιμο, μέχρι την στιγμή που το μυαλό του σκέφτηκε το μωρό στο κρεβατάκι του.
«Το παιδί», μονολόγησε, «το παιδί!». Γύρισε το βλέμμα προς την καλύβα και στηρίχτηκε στο λοστάρι της τσάπας. Τα μάτια του είχαν γίνει δυό μικρές τρύπες, είχε συνοφρυωθεί και προσπαθούσε στα τριάντα του χρόνια να δει πως μπορούσε να φροντίσει ένα μωρό, να γίνει … μάνα.
Βιαστικά έριξε το άψυχο σώμα στο λάκκο, έβαλε πέτρες και χώμα. Ίσα – ίσα που χώραγε το πτώμα, σε εμβρυακή στάση (κατά το συνήθειο της Θρακικής ταφής), σε αυτή την μικρή και ρηχή τρύπα στο χώμα. Τίναξε τα ρούχα του να φύγουν τα πολλά χώματα και βάζοντας τα χέρια στη μέση, πήγε στην καλύβα να δει τι μπορούσε να κάνει για το μωρό. Έριξε το βλέμμα στην αναίσθητη γυναίκα. Δεν είχε σαλέψει καθόλου, δεν είχε ανοίξει τα μάτια και μόνο κάποιοι μικροί αναστεναγμοί έβγαιναν από τα χείλη της. Της χάιδεψε το μέτωπο και άλλαξε την υγρή κομπρέσα. Την παρατήρησε για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι που θυμήθηκε τα … μητρικά του καθήκοντα.
Έβρεξε λίγο ψωμί με νερό μέχρι να γίνει μαλακό και ζέστανε λίγο κριθάρι με τυρί. Το έκανε πολτό με τα δάχτυλά του. Πλησίασε το μικρό ξανθό χαμόγελο. Και εκεί που ετοιμάστηκε να ικανοποιήσει την πείνα του μωρού, μια μπόχα πλημμύρισε τα ρουθούνια του.
-«Βρε, σκατούλι, τα έκανες; Σκατούλι ε, σκατούλι… και βρωμάνε κιόλας…», μονολόγησε και αποφάσισε να το καθαρίσει. Είχε δει τις γυναίκες στην πατρίδα του πολλές φορές να το κάνουν και νόμιζε ότι θα μπορούσε κι εκείνος. Η υπόθεση καθαρισμού όμως, αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη δουλειά από ότι νόμιζε. Δεν κατάλαβε κι εκείνος πως βρέθηκε σχεδόν λουσμένος από αυτό το σκούρο παχύρευστο υγρό, που παρήγαγε συνέχεια εκείνος ο λευκός πισινός. Τελικά τα κατάφερε! Το τάισε κιόλας, διαπιστώνοντας ότι είχε ακόρεστη όρεξη, το χτύπησε και στην πλάτη μετά (κι αυτό το είχε δει στην πατρίδα του), το άφησε στο μικρό κρεβατάκι του και βγήκε στην αυλή, αφού ξανάριξε μια ματιά στην Ελπινίκη.
Ο ήλιος τον τύφλωσε, αλλά δεν μπήκε στον κόπο ούτε την παλάμη του να σηκώσει για προστασία. Βιαζότανε τώρα. Από την στιγμή του βιασμού είχαν περάσει πολλές ώρες και ο πυρετός της γυναίκας ανέβαινε συνεχώς. Προχώρησε προς τα νερά του ρυακιού που έτρεχε καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω. Έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι από το ιμάτιο του και γονάτισε στην βρεγμένη γη, χτυπώντας τα χέρια στον αέρα, ν’ απομακρύνει τα σμάρια από κουνούπια. Βρήκε το κίτρινο λουλούδι με το σκληρό μίσχο και έκοψε αρκετά, που τα έβαλε στο μικρό σακουλάκι του. «Ωραία… σπαθόλαδο!», μουρμούρισε, «βαλσαμέλαιο για τις πληγές!», συμπλήρωσε. Έκανε να σηκωθεί, όταν μια αίσθηση λιποθυμίας πλημμύρισε το είναι του. Ο πόνος που ένοιωσε στο γόνατο, τον έκανε να κλαίει. Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει και η σουβλιά αυτή, του είχε αφήσει μια αίσθηση σαν να χτυπούσε μια καρδιά στην επιγονατίδα του. Ηρέμησε την ανάσα και σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπο. Στα κουνούπια δεν έδινε σημασία πια κι αυτά, αν και πρωί ακόμα, είχαν βρει την ευκαιρία να του δαγκώσουν τα χέρια. Μάζεψε όση δύναμη βρήκε και σηκώθηκε. Με τα χέρια πάντα στην μέση, το κουνιστό του βήμα, λες και καράβι σε τρικυμία, τον έφερε στα ριζά του διπλανού λόφου. Κοίταξε τριγύρω με προσοχή. Πουθενά δεν φαινόταν ούτε ένας άνθρωπος. Αλλά και τα σπίτια στο βάθος του ορίζοντα, δεν έδειχναν σημάδια ζωής. Προχώρησε λίγο ακόμα το ανηφορικό μονοπάτι του λοφίσκου. Βρήκε στα χαμηλά φλησκούνι που το μάζεψε με προσοχή, μια συκιά που μπόρεσε να αφαιρέσει το άσπρο της δηλητήριο, αλλά και να μαζέψει σύκα. Από μια θεόρατη λεύκα, έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι από τον φλοιό της. Ήξερε την αντιπυρετική δράση της λεύκας αλλά και πως μπορούσε να γίνει φάρμακο για τους κοριούς. Ξαφνικά κατάλαβε ότι ανησυχούσε για το μωρό. Τίναξε το κεφάλι να αποδιώξει την σκέψη, πήρε βαθιά ανάσα ξανακοίταξε στον ορίζοντα και συνέχισε ν’ ανεβαίνει το μονοπάτι. Λίγο πιο πάνω, μάζεψε αλισφακιά, (είδος φασκόμηλου) και μάραθο. Πήρε και τσουκνίδες και λίγο χαμομήλι, που αν και ξεραμένο, μπορούσε να το χρησιμοποιήσει.
Έφτασε στην καλύβα κατά το μεσημέρι. Στο χέρι του, εκτός από το μπαστούνι που έφτιαξε από κάποιο κλαδί στο δρόμο, κρατούσε κι ένα λαγό που είχε σκοτώσει με μια αυτοσχέδια σφεντόνα. Πήγε στην φωτιά και κράτησε για λίγο το μωρό στην αγκαλιά του. Εκείνο τον κοίταζε με τα γαλάζια του ματάκια διάπλατα ανοιχτά και έτεινε το χέρι να του πιάσει την μύτη. Το κούνησε λίγο στην αγκαλιά του, νοιώθοντας να τον πλημμυρίζει μια ζέστη μες τα στήθια. Η γυναίκα ακούστηκε να βογγάει, αλλά παρέμενε ασάλευτη στη θέση της.
Είχε πολλά να κάνει. Φαγητό για το μωρό, σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει γάλα κατεπειγόντως, φαγητό για τον ίδιο, αν και αυτό ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε, να φτιάξει φάρμακο για την πληγωμένη και να την ταΐσει κάτι. « Και νερό… βέβαια νερό!», μονολόγησε σκεπτόμενος ότι δεν της είχε δώσει καθόλου νερό όλη μέρα και θα πρέπει να ήταν πολύ διψασμένη. Και μέσα σ’ όλα, το «σκατούλι», βρώμαγε πάλι, μ’ εκείνη την χαρακτηριστική πρωινή μυρουδιά. Έφτυσε στο πάτωμα, προσποιούμενος ότι ήταν θυμωμένος:
-«Τι θα γίνει κύριε; Σκατούλι; Όλο φαγητό, ύπνο και κακά;», γέλασε μπροστά σ’ εκείνα τα υπέροχα γουρλωτά γαλάζια μάτια. Το χάιδεψε στο κεφάλι και ξανάρχισε την πρωινή δουλειά, με μεγαλύτερη πείρα τώρα. Μεγαλύτερη; Κάπως!
Ξεχάστηκε για λίγο πειράζοντας και περιποιούμενος το μωρό, τον επανέφερε όμως στην σκληρή πραγματικότητα το βλέμμα που έριξε στην γυναίκα. Βιάστηκε να τελειώσει. Πήρε τα βότανα που είχε μαζέψει, τα έβρασε στη φωτιά και τα άλεσε φτιάχνοντας μια αλοιφή, με την οποία επάλειψε τις πληγές της. Ανασήκωσε το κεφάλι της και την ανάγκασε να πιεί τον ζωμό από τον βρασμένο φλοιό της λεύκας. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Αποφάσισε να λείψει για λίγο. Μερικές προμήθειες ήταν ακόμα απαραίτητες ίσως και επείγουσες. Και πρώτα απ’ όλα το γάλα, ίσως και , αν ήταν τυχερός, λίγο ψωμί.
Περπατούσε κάπου μισή ώρα, όταν άκουσε μουγκανητά από το βάθος του μονοπατιού, μετά τα πρώτα έλη. Πλησίασε να δει καλύτερα με την ελπίδα να βρει ανθρώπους και το σημαντικότερο , να έχουν ζώα.
Μια μεγάλη καλύβα, κάτι σαν στάνη, φάνηκε μπροστά του μετά από διακόσια μέτρα. Κρύφτηκε σε μια συστάδα από σχίνα, γονάτισε και παρακολούθησε δυό άντρες, σκλάβους αν έκρινε καλά από τα ρούχα που φορούσαν, να γεμίζουν κάποια παχνιά με άχυρο και κριθάρι. Μάζεψε τα κουράγια του και πλησίασε. Δεν προκαλούσε ανησυχία ή φόβο, αφού το περπάτημά του και η όλη του στάση, πιο πολύ γέλιο προκαλούσαν…
-«Χαίρε…», φώναξε δυνατά. Έπρεπε να γίνει αντιληπτός από μακριά, να μην αιφνιδιάσει. Οι δυό άντρες που ήταν σκυμμένοι πάνω στα παχνιά, ανασηκώθηκαν απότομα και σκίασαν τα μάτια να δουν πιο καθαρά. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους :
-«Χαίρε κι εσύ ξένε», απάντησε ο ένας και πλησίασε κοντά του.
-«Ξένος δεν είσαι; Δεν σ’ έχω ξαναδεί εδώ. Πως λέγεσαι; Και από πού είσαι;»
Ο Θεμίστιος είπε το όνομά του και, ψέματα, ανέφερε τις Αφίδνες σαν πόλη του. Δήλωσε ταξιδιώτης για δουλειές και ζήτησε να ξεκουραστεί λίγο και να ξεδιψάσει. Οι δυό δούλοι τον κοίταξαν καχύποπτα, αλλά μη γνωρίζοντας ποιόν είχαν μπροστά τους, του πρόσφεραν μια κούπα με κρασί και λίγο ψωμί κριθαρένιο. Κάθισε να πάρει ανάσα, προσπάθησε να πιάσει κουβέντα μαζί τους και συμφώνησε να τους βοηθήσει με αντάλλαγμα λίγο γάλα, ψωμί και μια κανάτα κρασί. Έτσι το σούρουπο, τον βρήκε να γυρνάει στην Ελπινίκη φορτωμένος με καλούδια που τόσο πολύ τα είχαν ανάγκη. Του είχαν δώσει και κρεμμύδια και λίγο τυρί. Σπάνια γενναιοδωρία για άγνωστο, που τον έκανε να αναρωτηθεί πιο πολύ ακόμα για την συμπεριφορά του Κτήσιου. Δεν ήξερε γιατί ο πρώην σύντροφός του είχε φερθεί έτσι, αναγκάζοντας αυτόν να καταναλώνει επικίνδυνα τον χρόνο του, μετά την δραπέτευση από τον αφέντη. Βέβαια θα μπορούσε να είχε φύγει, χωρίς να δώσει καμιά σημασία στο θύμα της επίθεσης, αλλά κάτι μέσα του, τον έδενε κοντά της.
Άναψε ένα φανάρι, δυνάμωσε το τζάκι που είχε αρχίσει ν’ αδυνατίζει τη φωτιά του και έσκυψε κοντά στην Ελπινίκη. Το χρώμα της είχε επανέλθει στα χλωμά της μάγουλα και ο πυρετός έδειχνε να υποχωρεί. Χαμογέλασε! Ευχαριστήθηκε με τον εαυτό του. Μόνο που τώρα έπρεπε να κάνει αυτό που δεν είχε σκεφτεί. Η αναίσθητη γυναίκα, δεν είχε σηκωθεί καθόλου και όλες οι προσωπικές της ανάγκες …. Είχαν ολοκληρωθεί εκεί που βρισκόταν. Δείλιασε προς στιγμήν. Παρακάλεσε να μην θυμόταν μετά όλα αυτά που έπρεπε να κάνει ή καλύτερα να μην αναγκαστεί να τα ξανακάνει.
Κοίταξε έξω από την πόρτα. Η νύχτα είχε μαυρίσει τα πάντα. Έπεσε για ύπνο δίπλα στην γυναίκα και κοιμήθηκε έναν ανήσυχο και εφιαλτικό ύπνο. Το φανάρι που είχε ανάψει, φώτισε την κίνηση της Ελπινίκης και το βλεφάρισμα των ματιών της, καθώς ξυπνούσε από τον λήθαργο των δυό ημερών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου