Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
Το λιμάνι της Μουνιχίας, δεν είχε αλλάξει από τον παλιό καιρό, τότε που ο Τελευτίας έκανε τα μεγάλα ταξίδια του. Παντού φωνές και πόρνες, ναυτικοί που προσπαθούσαν να μπαρκάρουν σε κάποιο πλοίο, έμποροι που τσακώνονταν συνεχώς και φυσικά οι πανταχού παρόντες στρατιώτες που προσπαθούσαν με τα ραβδιά στο χέρι, να κρατήσουν την τάξη και να προσφέρουν κάποια αστική προστασία. Τα νερά μετά τις βροχές του μήνα των Ελαφηβολιών (σελήνη Μαρτίου), είχαν κάνει σχεδόν αδιάβατους τους δρόμους, από τις λάσπες και τις πέτρες που είχαν κατεβάσει. Κάποια σπίτια είχαν χάσει μεγάλα κομμάτια από τους τοίχους ή τις μάντρες τους και μάλιστα είχε ακουστεί ότι άνθρωποι είχαν πνιγεί στον Κεραμικό, όταν το μεγάλο ποτάμι του Θεού Κηφισού είχε πλημμυρίσει όλα τα γύρω χωράφια με κόκκινο από την ιλύ νερό, που κατέβαινε από την Πάρνηθα του Πάνα και τον Βριλησσό, τα ιερά βουνά του Αττικού λεκανοπεδίου. Κάποιο υπαίθριοι «μάγειρες» του ποδαριού, έψηναν οτιδήποτε ψήνεται σε μικρές «φουφούδες», καλυπτόμενοι κάτω από πρόχειρες αυτοσχέδιες τέντες και γέμιζαν τον αέρα με χιλιάδες οσμές αλλά και πολύ καπνό. Οι μεγάλες αποθήκες, είχαν ανοίξει τις πόρτες τους και προσπαθούσαν να φορτώσουν κάρα με μουλάρια και άλογα , με όση μεγαλύτερη τάξη μπορούσαν. Ο Τελευτίας με μεγάλο κόπο, αφού η λάσπη έφτανε ως το μέσον της γάμπας, πλησίαζε την μεγάλη γκρίζα αποθήκη, που είχε αφήσει διάφορα προϊόντα για το ταξίδι που θα ακολουθούσε. Από την προηγούμενη, είχε βρει ένα μεγάλο καράβι με δυό καταστρώματα, διπλό κατάρτι και εκτός από τις τρεις μικρές καμπίνες για τον καπετάνιο, τον ξυλουργό και τον επόπτη πορείας, διέθετε και υποδομή για μαγείρεμα. Το χρώμα του ήταν σαν του καπνισμένου πεύκου, τα πανιά του στο χρώμα της κόκκινης ώχρας που είχε τόπους – τόπους ξασπρίσει από τους ανέμους και το αλάτι, ενώ η κουπαστή του και η πλώρα του, ήταν περίπου δύο μέτρα πιο ψηλή όλων των άλλων που έδεναν κοντά του. Αν και το αγώι ήταν πολύ μεγάλο, περίπου το τριάντα τοις εκατό του κέρδους, ο Τελευτίας, αφού τα υπολόγισε όσο καλύτερα μπορούσε, αποφάσισε ότι θα του έμενε ένα αρκετά μεγάλο ποσό στο τέλος. Αρκεί το ταξίδι να είχε ευτυχή κατάληξη. Τους εμπόρους στην Σικελία, τους γνώριζε καλά, οι διασυνδέσεις του ήταν, όχι πριν από πολύ καιρό, άριστες και δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα του είχαν κάνει εμπορικές απιστίες. Ο μούστος που είχε μαζέψει από διάφορους παραγωγούς πριν κάποιους μήνες, όταν μπόρεσε να βολέψει σωστά σε ένα μικρό αγρόκτημα την Ελπινίκη, ευωδίαζε την αποθήκη και του άφηνε υπόσχεση για καλά κέρδη. Σε κάποια άλλη γωνιά αποξηραμένα φρούτα όπως σύκα και ροδάκινα με μέλι και αμύγδαλα, σε μεγάλα κιούπια δεμένα πολύ σφιχτά και αναποδογυρισμένα να μην παίρνουν αέρα, ήξερε ότι ήταν περιζήτητα από πλούσιους στην Απολλωνία και την Απουλία και θυμόταν τις μεγάλες παραγγελίες που είχε κατά καιρούς από κει.
Έβαλε τα χέρια στην μέση και τέντωσε το κορμί του, ικανοποιημένος από το θέαμα, συλλογιζόμενος τους κόπους και την ταλαιπωρία όλου του χειμώνα για να τα συγκεντρώσει. Βέβαια τον είχε βοηθήσει και ο Θεμίστιος με πολλή προσωπική δουλειά και αρκετό «τρέξιμο». Ένοιωσε την ευκαιρία στο στήθος να ξαναγίνει αυτός που κάποτε ήταν, ο σεβαστός έμπορος, ο δακτυλοδεικτούμενος Έλληνας πραματευτής. Γύρισε και προχώρησε προς την θάλασσα, η υγρασία και το αεράκι τον έκαναν ν’ ανατριχιάσει αν και είχε διπλοσταυρώσει τον μανδύα του. Σήκωσε το πάνω μέρος και σκέπασε το κεφάλι γιατί τα αυτιά του είχαν αρχίσει να παγώνουν. Κοίταξε το μεγάλο σκάφος και τους νεαρούς ναύτες που ετοιμάζονταν να φορτώσουν τα πράγματά του. Η λάσπη, έδινε μια απόκοσμη σκούρα μορφή σε αυτούς τους άντρες και η βροχή μόλις ξανάρχιζε να ρίχνει τις πρώτες σταγόνες της, πάνω στους ταλαιπωρημένους δρόμους. Η πλώρη που ανεβοκατέβαινε σε κάθε παφλασμό της θάλασσας και το τρίξιμο του βρεγμένου ξύλου ή του μεγάλου σκοινιού, έδιναν μια μελαγχολική νότα στο πολύβουο λιμάνι. Η καρδιά του Τελευτία σκίρτησε και η λαχτάρα του ταξιδιού, έκανε το στομάχι του να καίει. Σκούπισε το νερό της βροχής από το πρόσωπο του με την ανάστροφη της παλάμης, είδε τον γκρίζο ουρανό να απειλεί και γύρισε κατά το καπηλειό του μονόφθαλμου Αριστομένη στο πλάι της μεγάλης αποθήκης. Ένα ποτήρι κρασί με μέλι και κριθαρένιο ψωμί, θα ήταν ότι έπρεπε αυτή την στιγμή.
Η ώρα πέρναγε απελπιστικά αργά για τον Αθηναίο έμπορο. Έβλεπε από το παράθυρο τους βαστάζους που φόρτωναν τα δικά του εμπορεύματα στο σκάφος και μια φλόγα άναψε μέσα του να πάει να τους βοηθήσει. Όμως κάθισε στη θέση του προσπαθώντας να απολαύσει τον κάλυκα με τον Αττικό οίνο. Ο ήλιος είχε πια μεσουρανήσει, όταν ο καπετάνιος του εμπορικού, μπήκε στην ταβέρνα, τινάζοντας τον μανδύα του από την βροχή. Το παράθυρο είχε θολώσει από τα χνώτα και το νερό της βροχής, η κίνηση απλώς ακουγόταν στον δρόμο και οι πελάτες στο καπηλειό είχαν αυξηθεί σημαντικά, προσπαθώντας να βρουν προστασία από το νερό. Πλησίασε στο τραπέζι του Τελευτία και κάθισε σιμά του, ενώ με το χέρι σηκωμένο παρήγγειλε κρασί στον Αριστομένη, που, παρόλο που είχε μόνο ένα μάτι, επόπτευε όλο το μαγαζί με τέλεια και άμεση ανταπόκριση στις παραγγελίες των θαμώνων.
-«Σε λίγο θα είμαστε έτοιμοι να σαλπάρουμε, βέβαια η βροχή είναι κάποιο εμπόδιο… αλλά ηρεμεί την θάλασσα…», είπε με σοβαρό ύφος. Προσπάθησε να δει από το παράθυρο, μα σαν ένιωσε ότι ήταν άδικος κόπος, συνέχισε την κουβέντα του: «… κι ο αέρας καλός είναι και το κύμα μικρό… άντε να δούμε…». Έβγαλε από ένα μικρό πουγκί κάποιους σπόρους σιταριού και δυό μικρές, σε μέγεθος κεφαλής καρφιού, πέτρες που μύριζαν εξωτικό άρωμα. Σε ένα πήλινο πιάτο έβαλε φωτιά σε ένα κομμάτι ύφασμα, κάτι σαν στουπί, έκαψε τους σπόρους και τις πέτρες απελευθερώνοντας μια υπέροχη οσμή στον χώρο, κάτι σαν θυσία στον Ποσειδώνα, σταύρωσε τα χέρια και έμεινε σιωπηλός κοιτώντας τον λεπτό καπνό. Ο έμπορος δεν έβγαλε ούτε κουβέντα κατά την διάρκεια αυτής της σύντομης τελετής, μόνο με το χέρι του, χάιδευε το μικρό ξύλινο άγαλμα της Θεάς Άρτεμης που είχε πάντα μαζί του.
Η βροχή δυνάμωνε κι άλλο, τώρα είχε γίνει καταρρακτώδης και δυνατή σαν μαστίγιο. Σήκωσαν την πέτρινη άγκυρα και την μικρή σανίδα που τους συνέδεε με την στεριά. Δυό ναύτες έσπρωξαν με τα μακριά κουπιά της τον μόλο και το σκάφος άρχισε αργά – αργά να στρέφει προς το πέλαγο και να ανοίγει το βρεγμένο πανί του. Οι κωπηλάτες το βοήθησαν να ξεκολλήσει από το λιμάνι και λίγες ώρες αργότερα έφταναν την Αίγινα και θα την προσπερνούσαν χωρίς να σταματήσουν, υπό την εποπτεία όμως δυό Αιγινίτικων τριήρεων. Η πρώτη νύχτα τους βρήκε μεσοπέλαγα και οι γλάροι, παρά την βροχή, ήταν η μόνη τους παρέα. Οι γλάροι και τα κύματα…
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με τα δυνατά του χέρια, σε αντίθεση με τα σχεδόν άχρηστα πόδια του, σήκωσε το μεγάλο ξύλο, το έβαλε σε μια θεόρατη επίπεδη κοτρώνα, το στερέωσε και άρχισε με ένα μεγάλο πριόνι να το κόβει σε μικρά κομμάτια. Στο τέλος θα χρησιμοποιούσε και τον πέλεκυ να τα τεμαχίσει όσο πιο πολύ μπορούσε, θα τα στοίβαζε και έτσι θα ήταν έτοιμα για το τζάκι. Κοίταξε γύρω του και είδε την βροχή ή καλύτερα το χιονόνερο, να μετατρέπεται σε χιόνι και μάλιστα πυκνό. Από την πατρίδα του, ήταν συνηθισμένος σε τέτοιο θέαμα και του είχε λείψει. Παράτησε τα κούτσουρα και σήκωσε τα χέρια μ’ ένα πλατύ χαμόγελο προς τον ουρανό, ευχαριστώντας μέσα του τον Δία. Αν και το έδαφος δεν είχε ακόμα βαφτεί στο λευκό του χιονιού, η ορατότητα ήταν αρκετά περιορισμένη και ο αέρας παγωμένος. Ο Θεμίστιος άρχισε να βήχει από τις παγωμένες κοφτές και γρήγορες ανάσες του. Δεν άκουσε την Ελπινίκη που πλησίασε αθόρυβα, σαν γάτα, από πίσω του. Μόνο ένιωσε την ανάσα της. Γύρισε και είδε το μελαχρινό πρόσωπό της γελαστό και τα μάτια της καρφωμένα στο λευκό φαινόμενο.
-«Αν η βροχή είναι τα δάκρυα της Ήρας, τότε αυτό…», έδειξε το χιόνι, άνοιξε την παλάμη και έπιασε μερικές νιφάδες που όμως έλιωσαν αμέσως, «… τότε λοιπόν αυτό τι είναι; Μήπως τα δάκρυα του Δία;». Γέλασε και μια σειρά από κάτασπρα δόντια φάνηκαν στο μισάνοιχτο στόμα. Ο άντρας δεν είπε κουβέντα, γέλασε κι εκείνος, ούτε ο ίδιος ήξερε αν γέλαγε για το χιόνι ή για την Ελπινίκη που τον έκανε πάντα να νιώθει ευχάριστα και πήγε μερικά βήματα μακριά της. Η Αθηναία το πρόσεξε, αλλά δεν του είπε τίποτα. Έμεινε στην θέση της κοιτώντας το λευκό παγωμένο υγρό.
-«Ξέρεις βέβαια ότι νερό είναι κι αυτό! Βροχή! Μόνο που από το κρύο, παγώνει εκεί στα σύννεφα , όπως επάνω στα βουνά…», έσπασε την στιγμιαία αμηχανία του Θράκα.
-«Δηλαδή… εκεί στα σύννεφα μένει η βροχή; Εκεί πάνω;»
-«Τα σύννεφα είναι η βροχή, νερό είναι σαν αυτό που βλέπεις και το λες καπνό, όταν μια κατσαρόλα είναι στη φωτιά…»
-«Δεν σε πιστεύω. Νερό τα σύννεφα! Άκου εκεί, τι άλλο θα μου πεις! Επειδή δεν ξέρω πολλά πράγματα…. Με κοροϊδεύεις μου φαίνεται…»
Η Ελπινίκη χαμογέλασε και δεν του απάντησε, ίσως γιατί κι εκείνη δεν μπορούσε να του το εξηγήσει καλά. Συνέχισε να κοιτάζει τον γκρίζο ουρανό, τις νιφάδες που στροβιλίζονταν σε κάθε πνοή του αγέρα και το τοπίο που σιγά – σιγά φορούσε ένα ολόλευκο πέπλο. Κάπου το είχε ακούσει αυτό για τα σύννεφα και την βροχή, από κάποιο δάσκαλό της, αλλά δεν θυμόταν πώς να το τεκμηριώσει.
-«Αλήθεια μου λες; Τα σύννεφα είναι… νερό;», ακούστηκε ο άντρας να την ρωτάει.
Άναψαν δυνατά το τζάκι, έβαλαν πολλά κούτσουρα, τόσα όσα δεν θα έκαναν κακό στην μικρή καμινάδα. Φάγανε μαζί το κρέας που είχε βράσει η Ελπινίκη με χόρτα και πλιγούρι και η γυναίκα έβαλε ένα κομμάτι ψωμί δίπλα στο ξύλινο αγαλματίδιο του Ερμή, σε κάποια μικρή καμάρα του τοίχου, θυσία για καλό ταξίδι του άντρα της. Σαν ξένους, οι Βοιωτοί τους είχαν φερθεί πολύ καλά, μάλιστα σε πολλές δύσκολες στιγμές τους είχαν βοηθήσει κιόλας με συμβουλές αλλά και είδη σίτισης,( εδώ είχε εξαγοράσει ο Τελευτίας την τιμή του Μαραθωνομάχου), τους είχαν δώσει και ένα αγρόκτημα σε πολύ χαμηλή τιμή για κατοίκηση. Και μάλιστα τα λεφτά είχε αποφασιστεί ότι θα δίνονταν λίγα – λίγα σε βάθος αρκετού χρόνου. Ο Θεμίστιος, τώρα που ο Τελευτίας είχε φύγει για το ταξίδι του στην Σικελία και όπου αλλού είχε πελάτες, ήταν ο δουλευτής του χτήματος και ο πιστός προστάτης της Ελπινίκης, ρόλο που είχε παίξει και στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία. Το σημάδι στο πρόσωπο της γυναίκας, αν και η πληγή είχε επουλωθεί, παρέμενε για να υπενθυμίζει την συνδρομή του Θράκα στην ασφάλειά της. Εκείνος έκανε όλες τις βαριές δουλειές, εκείνος έτρεχε για κυνήγι αλλά και στην πόλη των Θηβών για τις βασικές ανάγκες, μέχρι να έρθει η άνοιξη και να ασχοληθεί με το αμπέλι. Έτσι κι αλλιώς τον χειμώνα οι αγροτικές δουλειές πέφτουν σε δεύτερη ίσως και σε τρίτη μοίρα. Το βράδυ κοιμόταν κατάχαμα πάντα κοντά στο άνοιγμα της πόρτας, προσφέροντας έτσι μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας στην «κυρά» του, όπως του άρεσε να την αποκαλεί. Αυτό έκανε και τώρα, άπλωσε την μεγάλη φλοκάτη στο έμπα του σπιτιού και γύρισε στο αριστερό πλευρό. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ηρεμίσει φέρνοντας στο νου, την εικόνα ή μάλλον την ιστορία που ήθελε. Μια ιστορία που δεν υπήρχε περίπτωση να ζήσει στην πραγματικότητα. Μονομιάς η Ελπινίκη παρέλασε μπροστά του, ολόγυμνη σαν την νεράιδα του δάσους που του έλεγε η μάνα του σαν ήταν μωρό, στα παραμύθια της. Του χαμογέλασε και τον χάιδεψε αισθησιακά, τον φίλησε και του είπε σ’ αγαπώ. Ο ύπνος τον πήρε με χαμόγελο στα χείλη και την ψυχή του, ήρεμη και γεμάτη χαρά.
Η βροχή έπεφτε κάθετα στο κατάστρωμα του πλοίου, τα σύννεφα ήταν σχεδόν μαύρα και τα κύματα πάνω από δύο μέτρα. Ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στα άλμπουρα σαν κρώξιμο θαλασσοπουλιών. Έκανε πολύ κρύο και δυό περίπου μήνες που ταξίδευαν, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν οι ηλιόλουστες μέρες. Πότε βροχή, πότε χιόνι και πάντα αέρας και κύματα θυμωμένα, να προσπαθούν να καταπιούν το σκάφος. Το εμπόρευμα γερά δεμένο, δεν έδειχνε να κινδυνεύει, όσο το καράβι ήταν ακόμα στην επιφάνεια της θάλασσας. Μόνο το βράδια έδειχνε να κουράζεται ο Ποσειδώνας και να τους αφήνει κι αυτούς να ξεκουραστούν, ηρεμώντας τα νερά και το αγέρι. Αλλά το κρύο δεν έλεγε να μειωθεί. Πολλές φορές τα ξάρτια ήταν γεμάτα με σταλακτίτες και τόσο σφιχτά που οι ναύτες δεν μπορούσαν ούτε να τα λύσουν, ούτε να τα τεντώσουν. Ο Τελευτίας ήταν μαθημένος σε τέτοια ταξίδια, ήξερε τι θα αντιμετώπιζαν και έτσι αρκετά ψύχραιμος παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις των ναυτών τυλιγμένος στον γκρίζο μάλλινο μανδύα του. Θαύμαζε τον τρόπο που κινούνταν, που δούλευαν, που έψαχναν την πορεία τους και το βράδυ και την ημέρα, πότε με τα άστρα, με πρωταγωνιστή τον πολικό αστέρα, πότε με τον ήλιο, πότε με τον άνεμο. Η ολκάς έσκιζε τα νερά τσαλαβουτώντας μέσα τους με την χάρη του δελφινιού, ανέβαινε τα κύματα σαν άγριος λύκος που κυνηγούσε τη λεία του και τα χέρια των κωπηλατών όποτε χρειαζόταν, την έκαναν να τρέχει σαν άλογο σε γαλάζιο λιβάδι. Σε ένα μεγάλο κάθετο ραβδί, είχαν στερεώσει σε σχήμα κώνου, ένα πανί για να βλέπουν την κατεύθυνση του αέρα. Και κάθε φορά που ο άνεμος άλλαζε, έτρεχαν και οι ναύτες να ευθυγραμμίσουν τα πανιά, να έχουν την πορεία τους, να υπολογίσουν την ώρα ή το βράδυ, το μεγάλο λαμπρό αστέρι πάντα δεξιά τους. Και όταν η θάλασσα ήταν θυμωμένη, τότε ως δια μαγείας, καμιά φωνή δεν ακουγόταν από τους άντρες, παρά μόνο οι διαταγές του καπετάνιου που εκτελούνταν με θρησκευτική ευλάβεια.
Πέρασαν κι άλλες μέρες, όλες με αγώνα και πόνο, μέχρι που ο νεαρός μούτσος από το κόρον της πλώρης φώναξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του:
-«Στεριάααααααααα …….. στεριά μπροστά μας ………… στεριάαααααααααααα ………..»
Οι άντρες σταμάτησαν προς στιγμή ότι έκαναν και κοίταξαν μπροστά. Χαμογελούσαν και ζητωκραύγαζαν, κάποιος άρχισε να χορεύει και κάποιος άλλος γονάτισε με μια προσευχή στο στόμα. Μέχρι που οι φωνές του καπετάνιου, τους επανέφεραν σε τάξη και στις επείγουσες δουλειές τους. Κι ο Τελευτίας χαμογέλασε και έκλεισε το μάτι στον καπετάνιο, σαν να του έλεγε ένα μεγάλο μπράβο κι ευχαριστώ. Πήρε δύναμη από την εικόνα της στεριάς μπροστά τους, έσφιξε την γροθιά του και κάθισε πάλι στην γωνιά του, κοιτώντας τον ουρανό και απολαμβάνοντας τον αέρα να του χαϊδεύει τα γένια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου