Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Δυό μέρες είχαν περάσει που ο Γιώργος δεν είχε ξεμυτίσει από το σπίτι. Η πιο μακρινή του βόλτα, ήταν όταν επισκέφτηκε τα υπόλοιπα διαμερίσματα, παραβιάζοντας σαν κανονικός διαρρήκτης τις πόρτες τους και ενεργώντας σαν εξερευνητής. Δεν ήξερε τι έψαχνε, αλλά η τάση αυτή του ερχόταν αυθόρμητα. Ο μικρός Παρασκευάς, έδειχνε ολοένα και καλύτερα, προσπαθούσε και τα κατάφερνε να στέκεται όρθιος στα πόδια του, αν και μερικές φορές του ήταν αρκετά κουραστικό, καθόταν στα πίσω πόδια και είχε ανασηκώσει την ουρά του. Το πρόβλημα βέβαια με τις αφοδεύσεις του, είχε αρχίσει να γίνεται βασανιστικό, αλλά ποιος θα έμενε για πολύ σε αυτό το σπίτι;Σήμερα, αν δεν έκανε λάθος πρέπει να ήταν Σάββατο (όχι ότι είχε καμιά σημασία αυτό), θα πήγαινε σε μια μεγάλη γύρα της πόλης, παρέα φυσικά με τον Παρασκευά. Άνοιξε το ραδιόφωνο, ένα μικρό τρανζίστορ που βρήκε στο παράθυρο της κουζίνας και προσπάθησε να βρει κάτι. Πάντα ήλπιζε να ακούσει ανθρώπινη φωνή. Όμως το μόνο που ακουγόταν ήταν αυτά τα γνωστά παράσιτα, τον ήχο από τον θόρυβο του Μπιγκ Μπάγκ. Χαμογέλασε και έριξε μια ματιά προς το μικρό πλασματάκι, που τώρα στεκόταν στα πόδια του και προσπαθούσε να νικήσει ένα μαξιλάρι, με δαγκώματα και τινάγματα του κεφαλιού. Και η μάχη πρέπει να ήταν άγρια, αφού κάθε τόσο ακουγόταν κι ένα αδύναμο γαύγισμα. Κάθισε στην καρέκλα με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και άναψε τσιγάρο. Από την ώρα που βρήκε σύντροφο, αυτόν τον μικρό τετράποδο διαβολάκο, γέμισε με ελπίδα και η αισιοδοξία ξαναγύρισε στη καρδιά του. Έτριψε το πονεμένο του πλευρό και τράβηξε μια γερή γουλιά από τον καφέ του. Κάηκε και αναπήδησε στο κάθισμα. Το μάτι του έπεσε στο μικρό παράθυρο. Έξω το χιόνι είχε σταματήσει κι ένας λαμπρός ήλιος είχε κάνει την εμφάνιση του, προσπαθώντας να ζεστάνει τον αέρα. Από το χιόνι τόσων ημερών ο δρόμος είχε εξαφανιστεί, είχε γίνει ένα με το πεζοδρόμιο και γυάλιζε σαν καθρέφτης. Θα περπατούσε όσο πιο πολύ μπορούσε, θα άνοιγε με τον δικό του ξεχωριστό και άκρως άγαρμπο τρόπο, όσα καταστήματα γούσταρε και όποιο διαμέρισμα ήθελε. Περίεργο άτομο καθώς ήταν, θα εξερευνούσε κάθε σπιθαμή της πόλης που θα του προκαλούσε ενδιαφέρον. Μέχρι τώρα, δεν είχε ανακαλύψει κάτι το περίεργο ή κάτι που δεν ήξερε ή φανταζόταν, με μια μικρή μόνο εξαίρεση, εκείνες οι χαρτοπαικτικές ή ότι άλλο ήταν, λέσχες στο κέντρο. Εκείνα τα υπόγεια τα φανταζόταν, αλλά δεν είχε ποτέ του τέτοια εμπειρία. Ξανάβαλε το χέρι στα πλευρά του, τώρα τον πονούσαν λιγότερο και προσπάθησε να πάρει αργά, μια βαθιά ανάσα. Με χαρά είδε ότι στην ανάσα δεν πονούσε και τόσο. Η σκέψη του πήγε σε άλλα πράγματα. Αφού βρήκε το μικρό Μπίγκλ, σίγουρα θα υπήρχαν και άλλα έμβια όντα κάπου. Ίσως και άνθρωποι…
Έφερε στο μυαλό την εικόνα της οικογένειας του, τα παιδιά του, την Χαρά αλλά παράξενο πως και την … γιαγιά Τόνια. Άρχισαν να του λείπουν τα ουζάκια της και οι πολιτικοί τσακωμοί τους. Κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε με την σκέψη του και αποφάσισε να ψάξει για μια κουβέρτα να προστατέψει τον μόνιμα μαξιλαρομαχόμενο Παρασκευά του. Στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, βρήκε μια δέστρα μωρού, απ’ αυτές που φορούν συνήθως οι άντρες όταν ήθελαν να κάνουν επίδειξη των μωρών τους κι αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει. Το ζωντανό βέβαια δεν την δέχτηκε και με μεγάλη χαρά, αλλά στο τέλος υποτάχτηκε στην μοίρα του και βρέθηκε να κοιτά τον δρόμο, από το ύψος του στήθους του αφεντικού του.
Το χιόνι είχε κλείσει σχεδόν όλους τους δρόμους, όπου κι αν έριχνε την ματιά του, άσφαλτος δεν υπήρχε, αλλά ο ήλιος έδινε ελπίδες με την ζέστη του. Προσπάθησε να περπατήσει κρατώντας την ισορροπία του από τα φανάρια και τους στύλους των πινακίδων των καταστημάτων. Τώρα είχε ευθύνη και απέναντι στο μουτράκι εκείνο που πρόβαλε φοβισμένο από την δέστρα του στήθους. Δηλαδή, στην αρχή ήταν φοβισμένο, μετά περίεργο και στο τέλος ανυπόμονο. Κατέβηκε όλη την Ιπποκράτους με τα πόδια και έφτασε στην Ακαδημίας προσπαθώντας να αποφασίσει προς τα πού να πάει. «Άντε μικρό μου και μόλις ανοίξει ο καιρός, θα πάμε μακρινό ταξίδι, αν έχω μέχρι τότε κατορθώσει να οδηγώ καλά βέβαια», είπε στο μικρό πλασματάκι που γύρναγε το κεφάλι στο πλάι λες και καταλάβαινε. Ο ήχος που ακούστηκε, τον έκανε να γυρίσει απότομα το κεφάλι και τον πόνεσε το σβέρκο, αλλά και τα πιασμένα του πλευρά. Κάτι μεταλλικό στο βάθος του δρόμου, κάτι απότομο και κοφτό. Μετά την ανεύρεση του Παρασκευά, πάντα ήλπιζε ότι θα έβρισκε και κάποιον άνθρωπο. Τάχυνε όσο μπορούσε το βήμα του, κρατήθηκε από την κολώνα ενός φαρμακείου να μην πέσει για να ανακαλύψει ότι ο θόρυβος προερχόταν από μια μικρή στέγη ενός κιοσκιού με εφημερίδες που μην αντέχοντας το βάρος του χιονιού, είχε καταρρεύσει στο πεζοδρόμιο. Γέλασε αμήχανα και από συνήθεια κοίταξε γύρω του μην είχε γίνει ρεζίλι. Αλλά ρεζίλι, σε ποιόν; Αυτή η σκέψη τον έκανε να γελάσει πιο δυνατά και χάιδεψε τα μεγάλα αυτιά του συντρόφου του. «Έχει τα καλά της και η μοναξιά…» σκέφτηκε.
Αποφάσισε να πάει τελικά προς τα Εξάρχεια, ένα μέρος που πάντα του άρεσε και τον τραβούσε. Ξαναπήρε τον ανηφορικό δρόμο, αλλά τώρα ανέβαινε την παράλληλη Ασκληπιού. Ποτέ δεν ήθελε να παίρνει τον ίδιο δρόμο δυό φορές. Η πλατεία ήταν ολόλευκη και τα παρατημένα καθίσματα και τραπεζάκια, είχαν «μαζέψει» πάνω από πέντε πόντους χιόνι. Γέλασε όταν είδε ποτήρια με καφέ και πάγο, έτοιμα για … κατανάλωση.
Κάθισε στο εσωτερικό της καφετέριας που συνήθιζε να πηγαίνει παλιά. Άφησε τον Παρασκευά ελεύθερο να τριγυρίζει πάνω στην παχιά μοκέτα και να περιεργάζεται με μανία τα έπιπλα και τις γωνίες με την μύτη και τα μπροστινά του πόδια. Δεν παρέλειπε βέβαια να αφήνει και μικρές σταγόνες από την παρουσία του τριγύρω, σε κάθε σημείο που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Όρμησε σε ένα τραπεζάκι και προσπαθούσε να πηδήξει, να πιάσει εκείνο το παρατημένο τοστ, που η μυρουδιά του ζαμπόν τον είχε τρελάνει. Ο Γιώργος πήγε μέσα από την μπάρα και έφτιαξε ένα καφέ παγωμένο. Άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να τον απολαύσει, διασκεδάζοντας με τα καμώματα του μικρού του «φίλου». Η φωνή μέσα στο κεφάλι του, τον τάραξε για άλλη μια φορά, αλλά πάλι δεν κατάλαβε τα λόγια που νόμιζε ότι άκουγε. Η ζέστη μέσα στο μαγαζί τον έκανε να χαλαρώσει και άπλωσε τα πόδια πάνω σε μια καρέκλα που τράβηξε σιμά του. «Αυτό είναι ζωή…», σκέφτηκε ρουφώντας το τσιγαράκι του. Γέλασε σαν ο Παρασκευάς στην προσπάθειά του να πιάσει εκείνο το τοστ, πήρε μια μεγαλόπρεπη τούμπα και έσκασε με το κεφάλι στο πάτωμα. Σηκώθηκε αστραπιαία, γρύλισε λίγο σαν να έκλαιγε και όρμησε πάλι στο τραπεζάκι, ανεβαίνοντας με κόπο στην πιο κοντινή καρέκλα. «Πρέπει να είναι περίπου δυό μηνών…», συλλογίστηκε, μαντεύοντας, αφού οι γνώσεις του για τα σκυλιά ήταν πολύ φτωχές. Σε λίγο ο μικρός ζωηρός διαβολάκος, πήγε κοντά του και έκατσε στα πίσω του πόδια και τον κοίταγε σαν να τον παρακαλούσε. Σηκώθηκε και τον χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι, πήγε έπιασε το τοστ και το σήκωσε ψηλά, σε σημείο όμως που να μπορούσε με ένα πήδημα το σκυλί, να το πιάσει. Εκείνο κούνησε την ουρά του με τόση δύναμη που κουνιόταν και το πίσω μέρος του σώματος, έδωσε ένα σάλτο και άρπαξε τον νόστιμο μεζέ. Αδιαφόρησε για το «αφεντικό» του και έπεσε με τα μούτρα στο ζαμπόν και το τυρί. Ούτε ματιά δεν έριξε ολόγυρα, όλη του η έννοια ήταν εκείνο το θεσπέσιο τοστ.
Η ώρα είχε περάσει και ο ήλιος μεσουράνησε, η «φωτιά» του είχε λιώσει κάποια λίγα χιόνια και τώρα νερό έτρεχε από τα πεζοδρόμια, κάνοντας την στρογγυλή πλατεία με τους πράσινους φανοστάτες της, ένα μικρό βάλτο. Άντρας και σκυλάκι, ξαναπήραν τους δρόμους. Ο ένας μπροστά και το άλλο πίσω του να κοιτάζει όλα αυτά τα παράξενα που πρωτοέβλεπε. Ο Γιώργος επίτηδες το άφησε να περπατήσει για λίγο μέχρι που το είδε να σηκώνει ψηλά τα πόδια του, σε αφύσικο περπάτημα, δείγμα ότι είχε αρχίσει να κρυώνει. Η πάνινη θήκη στο στήθος του φίλου του, πρόσφερε ξανά την ζεστασιά του και φυσικά καλύτερη θέα του κόσμου. Στριφογύριζε το κεφάλι τόσο γρήγορα που τα μεγάλα αυτιά πέταγαν στον αέρα σαν μικρού αεροπλάνου, μετά πιο αργά και στο τέλος εκείνη η γλυκιά νύστα τον έκανε να ησυχάσει.
Όπου υπήρχε ήλιος το κρύο ήταν ανεκτό, μέχρι που ίδρωνε. Όπου όμως σκιαζόταν το μέρος ο Γιώργος τουρτούριζε και συνέχεια ανησυχούσε για τον μικρό διαβολάκο του. Βρήκε ένα κατάστημα που πουλούσε είδη για κατοικίδια και έψαξε κάτι για την προστασία από το κρύο. Ένα κόκκινο σκυλοπαλτουδάκι στο πάνω ράφι, ήταν στα μέτρα του Παρασκευά. Το πήρε και άρχισε μια σωστή μάχη με το ζώο για να του το φορέσει. Δαγκώματα και νυχιές, τινάγματα και στριφογυρίσματα στον αέρα ήταν η αναμενόμενη άμυνα. Όμως στο τέλος η επιμονή του ανθρώπου υπερίσχυσε και ένα πανέμορφο ζωάκι, απορημένο και κουρασμένο από τον προηγούμενο πόλεμο, περπατούσε τώρα δίπλα του, σταματώντας κάθε λίγο να ξυστεί. «Κουκλί μου εσύ!», του φώναξε και γέλασε. «Κουκλάκι ζωγραφιστό είσαι μικρόβιο…», συνέχισε και περίμενε λες και θα του απαντούσε. Βγήκαν στον δρόμο και βήμα το βήμα, χαζεύοντας την απόλυτα δική τους πόλη, έφτασαν στην φαρδιά λεωφόρο. Βρήκε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και τον έπιασε η επιθυμία να οδηγήσει. Πως αλλιώς θα μάθαινε εξάλλου; Μπήκε και κάθισε πίσω από το τιμόνι, έβαλε τον φίλο του ασυναίσθητα στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησε σπινάροντας τους πίσω τροχούς. Τα αυτοκίνητο γλίστρησε πάνω στον πάγο και το χιόνι, όμως ψύχραιμα το επανέφερε και τράβηξε το πόδι του από το γκάζι. Μούγκρισε για λίγο το όχημα, είχε κάνει λάθος με τις ταχύτητες και αφέθηκε σε μια διαδρομή πολύ πιο ήρεμη απ’ αυτή που είχε ονειρευτεί ο οδηγός του. Άργησε αρκετά να φτάσει στον Χολαργό, ξανά στο σπίτι του, αλλά τι σημασία είχε τώρα πια η ώρα; Το σχολείο των παιδιών εξακολουθούσε να είναι έρημο και σιωπηλό, το χιόνι δεν είχε κανένα ίχνος ανθρώπου πάνω του και δεν έκανε τον κόπο ούτε να ρίξει δεύτερη ματιά. Έφτασε στο σπίτι και άφησε τον Παρασκευά να μπει πρώτος στο διαμέρισμα, λες και ήθελε να κάνει έκπληξη στα παιδιά του, που πολύ καιρό λαχταρούσαν ένα κουταβάκι. Κι εκείνο, μπήκε, έριξε πίσω μια ματιά στο αφεντικό του σαν να ζητούσε άδεια, όρμησε κατευθείαν στην κουζίνα, (είχε ξεχάσει το σαλάμι έξω από το ψυγείο όταν είχα φύγει) και κατούρησε όπου βρήκε, χωρίς ο Γιώργος να του κάνει παρατήρηση, αφού δεν είχε καμιά σημασία πια. Το έρημο σπίτι του έφερνε αναμνήσεις και ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό. Πήγε στο δωμάτιο των κοριτσιών του και στάθηκε μπροστά στα δυό κρεβάτια που ακόμα (νόμιζε ότι…) μύριζαν την μυρουδιά τους. Άπλωσε το χέρι και πήρε ένα μάτσο φωτογραφίες από το δεύτερο ράφι, δίπλα στην μεγάλη ντουλάπα. Τις χάιδεψε και σκούπισε κάποιο δάκρυ που έφυγε από τις κόγχες των ματιών του. Η Τόνια του ήταν σαν να τον κοίταγε κατευθείαν στα μάτια, ενώ η μικρή του Μαίρη… «ναι…», σκέφτηκε χαμογελώντας, «… η Μαίρη μου μοιάζει απίστευτα στον Παρασκευά, μόνο τα δικά της την νοιάζουν…», πρόσεξε να μην πει «την ένοιαζαν», και κάθισε πάνω στα στρωσίδια. Ο μικρός διαβολάκος πρέπει να μασουλούσε το σαλάμι, γιατί κάθε τόσο ακούγονταν από την μεριά της κουζίνας γρυλίσματα και αγκομαχητά από προσπάθειες.
Μπήκε στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα και αντίκρισε το διπλό κρεβάτι με τα σεντόνια και τις κουβέρτες αναστατωμένες, όπως τα είχε αφήσει. Κάτι τον έπιασε και θέλησε να ξεκουραστεί για λίγο. Ξάπλωσε και έτσι ξαπλωμένος, άναψε τσιγάρο κοιτώντας το ταβάνι, όπως τόσες φορές το είχε κάνει στο παρελθόν. Ο καπνός ανέβαινε ίσια πάνω, λίγο γαλαζωπός, λίγο γκρίζος για να διαλυθεί λίγα μέτρα μακριά από την καύτρα. Ο Παρασκευάς εξακολουθούσε να κάνει θόρυβο και νόμιζε, του ήρθε δηλαδή στο μυαλό μια εικόνα της παλιάς κατάστασης, τότε που η Χαρά ετοίμαζε πρωινό με τον καφέ αχνίζοντας να του «παίρνει» την μύτη. Αφέθηκε σε ένα κλάμα με λυγμούς, με τραντάγματα αδυσώπητα σκληρό. Ένιωσε αφόρητο πόνο στο στήθος και παρακάλεσε τον Θεό, για ένα έμφραγμα. Δεν το εννοούσε βέβαια, αλλά τον είχε τυλίξει η απελπισία πια. Πέταξε το τσιγάρο πάνω στο χαλί του υπνοδωματίου κι άκουσε το τσίριγμα από το κάψιμο του χαλιού. Ένοιωθε μόνος και προδομένος. Προδομένος; Ναι, έτσι είχε μέσα του αυτήν την … έλλειψη. Ούτε καν σκούπισε τα δάκρυα που τώρα κυλούσαν ασταμάτητα από τα μάτια και είχαν μουσκέψει το μαξιλάρι. Μόνο σκεφτόταν και σκεφτόταν, μέχρι που εκείνος ο πόνος, σαν κάψιμο αυτή τη φορά, επανήλθε στο στήθος του με πολύ μεγάλη ένταση. Πήρε βαθιά ανάσα και την κράτησε, σε μια προσπάθεια να τον ηρεμίσει. Μετά από λίγο, όλα, σωματικά τουλάχιστον, ήταν καλά. Στην πόρτα του δωματίου, φάνηκαν τα δυό μεγάλα κανελί αυτιά να πετάγονται δεξιά και αριστερά, σε μια προσπάθεια να ισορροπήσουν το μικρό σώμα του λιχουδιάρικου τετράποδου. Ο Παρασκευάς μπήκε με φόρα στο δωμάτιο και αν δεν ήταν το χαλί, σίγουρα θα είχε γλιστρήσει , με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Πλησίασε τον Γιώργο και του έδωσε αυτό που κρατούσε στο μικρό του στόμα. Ένα σαλάμι ολόκληρο, μισομασουλημένο, που το δίχτυ του είχε γίνει εφιάλτης και βάσανο. Ζητούσε βοήθεια και μάλιστα την ζητούσε την καταλληλότερη στιγμή. Ο άντρας δεν μπορούσε παρά να ξεχάσει τα όνειρα και να χαμογελάσει σε αυτήν την αστεία απαίτηση του «μικρόβιού» του. Καθάρισε το κρέας και το έδωσε, τον χάιδεψε κάτι που το ζωντανό ούτε το κατάλαβε και σηκώθηκε να κάνει ένα μπάνιο. «Να είσαι καλά μικρέ μου διαβολάκο, να είσαι καλά … σύντροφε», είπε καθώς απομακρυνόταν.
Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το βουνό του Αιγάλεω και η νύχτα ξάστερη, αλαζονικά, επιδείκνυε τα μυριάδες άστρα της και την μυστικότητά της. Ο αέρας είχε γίνει πολύ κρύος, σχεδόν παγωμένος, αναγκάζοντας τον Γιώργο να κλειστεί κυριολεκτικά μέσα στο σπίτι. Το γνωστό πρόβλημα με την μπαλκονόπορτα που δεν έκλεινε αρκετά καλά, ήξερε να το τακτοποιεί, εξάλλου τόσα χρόνια είχε μείνει σε αυτό το σπίτι και αγκαλιάζοντας τον μικρό του φίλο, αποφάσισε να απολαύσει την άνεση της αγαπημένης του πολυθρόνας. Άνοιξε το χαζοκούτι και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος εικόνας. Πήρε ένα βιβλίο από την αρκετά μεγάλη βιβλιοθήκη και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Δεν το είχε διαλέξει, τυχαία το έπιασε και τον ξάφνιασε ο τίτλος: «Η μυστηριώδης νήσος» του Ιούλιου Βερν. Το θυμήθηκε, το είχε διαβάσει μικρός και τον είχε συνεπάρει η πλοκή. Έτσι αποφάσισε να το ξαναδιαβάσει. Η ιστορία έμοιαζε με την δική του, αφού αναφερόταν σε πέντε άντρες που είχαν ναυαγήσει σε ένα έρημο νησί του Ειρηνικού. Κάπως σαν και τον ίδιο δηλαδή, χωρίς έναν άνθρωπο τριγύρω, χωρίς μια υποστήριξη έξω από αυτά που προσέφερε η φύση και γεννούσε το ανθρώπινο μυαλό. Το ξεφύλλισε και οι ασπρόμαυρες εικόνες, εκείνες οι χαρακτηριστικές εικόνες με τις πολλές γραμμές, του έφεραν παράξενα συναισθήματα, όχι στο νου, αλλά στην ψυχή του. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του, ένα τίναγμα της μνήμης ήταν ικανό να τον αφήσει ακίνητο για αρκετή ώρα, απλώς χαϊδεύοντας το κοιμισμένο πια στους μηρούς του Παρασκευά. Άνοιξε το βιβλίο από την πρώτη σελίδα και άρχισε να μεταφέρεται σιγά σιγά σε εκείνο το νησί, να συναντάει τον Κύρο Σμιθ, τον Γεδεών Σπίλετ, τον ναυτικό Πένκροφτ, τον Ναμπ και τον Χάρμπερτ Μπράουν, αλλά και τον πλοίαρχο Νέμο. Ξανάμαθε πως άναβαν φωτιά από το τίποτα, πως έφτιαξαν γυαλί από το χώμα και τόσα άλλα πράγματα, που για την εποχή που γράφτηκε, ήταν τόσο πρωτοπόρα και … με μεγάλη φαντασία. Σκεπάστηκε με μια κουβέρτα, χαμογέλασε με το χλιαρό ροχαλητό του «φίλου» του και συνέχισε το διάβασμα. Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου, τον ενόχλησαν και κοίταξε έξω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας. Είχε ξημερώσει χωρίς να το καταλάβει και ο διαβολάκος δεν είχε ανοίξει τα μάτια του, ούτε στιγμή. Όπως έπεσε κουλουριασμένος, έτσι ήταν και τώρα. Ο Γιώργος κατάλαβε ότι τα πόδια του είχαν πιαστεί, από τις τόσες ώρες ακινησίας και θέλησε να τα τρίψει, αλλά φοβόταν, λυπόταν πιο σωστά να ξυπνήσει τον Παρασκευά του. Καταλάβαινε ότι έκανε λάθος που δεν είχε κοιμηθεί, γιατί και να ήθελε τώρα, αν ξυπνούσε το «μικρόβιο», θα ήταν πολύ δύσκολο. Έκλεισε τα μάτια και αποφάσισε να ξεκουραστεί για λίγο, όσο προλάβαινε.
Στάθηκε τυχερός αφού πέρασε κάπου μισή ώρα, πριν αισθανθεί την ζεστή γλωσσούλα να του γλύφει την μύτη και τα γένια στα μάγουλα. Γένια; Συνειδητοποίησε ότι τα γένια του είχαν μακρύνει αρκετά, αλλά δεν του γεννήθηκε καμιά επιθυμία να ξυριστεί. Δεν έβρισκε τον λόγο άλλωστε. Ίσως λίγο για την φαγούρα κάτω από το πηγούνι. Η μικρή μουσούδα με την γυαλιστερή και υγρή μύτη, είχε κολλήσει στο πρόσωπό του και τα μελαγχολικά μάτια, τον διαπερνούσαν με το αθώο τους βλέμμα. Βρήκε δύναμη να σηκωθεί μα πιο πολύ ν’ απαγκιστρωθεί από κείνα τα ματάκια. Το νερό στο πρόσωπο, κρύο και κρυστάλλινο τον έκανε να νιώσει καλύτερα και να καταπολεμήσει την νύστα του. Παρατήρησε τις μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια και τις ρυτίδες στο πλάι. Με τα δάχτυλα τράβηξε το δέρμα να τις ισιώσει και όπως και με το χτένισμα δεν βρήκε λόγο ν’ αρέσει, αφού κανείς δεν θα υπήρχε να τον δει. Αγκάλιασε τον μικρό του φίλο και κατέβηκε στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, έτοιμος για την εξερεύνηση που τόσο καιρό ονειρευόταν.
«Άντε μπέμπη … πάμε να βγάλουμε το … ψωμί μας τώρα» και γέλασε τρίβοντας τα χέρια να τα ζεστάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου