Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Κοίταξε καλά το ψαλίδι στο χέρι και χαμογέλασε. Χάιδεψε τα γένια του καθώς ο καθρέφτης μπροστά του, έδειχνε έναν γέρο ή πιο σωστά έναν μεσήλικα να τον … ματιάζει. Πέντε μήνες δεν είχε ακουμπήσει ξυράφι στο πρόσωπο και, αν και δεν τον ένοιαζε η εμφάνιση του, δεν υπήρχε λόγος να τον νοιάζει εξάλλου, ήθελε κάτι να κάνει για τον εαυτό του. δεν υπήρχε η δικαιολογία της φαγούρας, αφού τα γένια είχαν μακρύνει και οι τρίχες είχαν μεγαλώσει, αλλά θυμόταν ότι κάθε φορά που ξυριζόταν παλιά, ένοιωθε κάτι σαν ξεκούραση, σαν ανανέωση. Ο Παρασκευάς έδειχνε πιο ψηλός και καθόταν τώρα στα πίσω πόδια, παρακολουθώντας τον φίλο του να στέκεται τόση ώρα μπροστά σε εκείνο το φωτισμένο καθρέφτη.Σήκωσε το χέρι και η πρώτη ψαλιδιά, γέμισε τον νιπτήρα μα μια στρώση από τρίχες. Ασυναίσθητα άνοιξε το νερό και προσπάθησε να καθαρίσει. Γέλασε, συνέχισε το ψαλίδισμα, μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα μάγουλα. Από το παράθυρο του μπάνιου, το φως του ήλιου, έμπαινε ζεστό και πολύ φιλικό. Αρχές Ιουνίου και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη το μεσημέρι, αν και σε αυτόν τον μήνα, δεν είχε και μεγάλη εμπιστοσύνη.
Του άρεσε το καθαρό (το σχεδόν καθαρό) πρόσωπό του και αποφάσισε να συνεχίσει με το ξύρισμα. Το ξενοδοχείο που σήμερα τον «φιλοξενούσε», είχε όλα τα απαραίτητα γι αυτό. Κάλυψε το πρόσωπο με ένα πυκνό αφρό και περίμενε κάποια λεπτά. Το ζεστό νερό έτρεχε από την βρύση και δεν μπήκε καν στον κόπο να την κλείσει. Επιτέλους αποφάσισε να βάλει το ξυράφι πάνω του. Με το πρώτο τράβηγμα, ένοιωσε σαν να ξεφορτωνόταν κάτι βαρύ, κάτι που τον έπνιγε. Σταμάτησε και έψαξε τα τσιγάρα του. Τα βρήκε πάνω στο μάρμαρο του νιπτήρα και άναψε ένα με σπίρτα και όχι αναπτήρα, για να απολαύσει την μυρουδιά του καμένου σπίρτου. Άκουσε τον τετράποδο φίλο του να γρυλίζει αλλά δεν έδωσε σημασία. Κοίταξε την ξυρισμένη γραμμή στο μάγουλο και έβαλε την παλάμη πάνω της. Του άρεσε η απαλότητα του δέρματος. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε την μικρή του Τόνια, πώς τον χάιδευε μετά από κάθε ξύρισμα. Σφίχτηκε η καρδιά του και ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, ένοιωσε τις φλέβες στο λαιμό να πρήζονται και τα μελίγγια του να τον πονάνε. Ήξερε ότι αυτός ο πόνος στο κεφάλι δεν θα πέρναγε και τόσο γρήγορα. Ξύρισε και το υπόλοιπο πρόσωπο και έδειξε τουλάχιστον δέκα χρόνια νεώτερος. Του άρεσε αυτό, του έδωσε αισιοδοξία και λίγο κέφι. Τώρα είχε φύγει από το μυαλό του η Τόνια και οι αναμνήσεις. Ο Παρασκευάς του θύμιζε ότι πεινούσε και επιβεβαίωσε αυτό με την επίθεσή του στο μικρό μπισκοτάκι που βρήκε στο τραπέζι του καθιστικού.
Ο Γιώργος δεν μπορούσε να τον αφήσει άλλο νηστικό και διψασμένο. Φόρεσε ένα μπλουζάκι και κατέβηκε, ακολουθούμενος από τον διαβολάκο, στο ισόγειο, στην κουζίνα. Εκεί βρήκε ψωμί και ζαμπόν, πορτοκαλάδα και καφέ για τον ίδιο και ένα κομμάτι καπνιστού μπέικον για το «μικρόβιό» του. Είχε παρατηρήσει ότι τα τρόφιμα δεν χάλαγαν, μέχρι τώρα τουλάχιστον και το δικαιολόγησε… με την έλλειψη κάθε ζωντανού οργανισμού από τον πλανήτη. «Και οι ιοί, ζωντανοί οργανισμοί είναι… και η μούχλα!», σκέφτηκε με κάποια μελαγχολία.
Στον δρόμο ήταν όλα τα δέντρα ανθισμένα πια και η Συγγρού, έμοιαζε με ένα μακρόστενο κήπο, με τις νεραντζιές και τις μουριές του, γεμάτες με πράσινα φύλλα. «Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί… εκτός από τα φυτά…», σκέφτηκε, συμπληρώνοντας την προηγούμενη σκέψη του. Άρχισε να προχωράει στο μέσον του δρόμου προς την μεριά της θάλασσας. Όπως πάντα τα αυτιά του ήταν τεντωμένα να εντοπίσει κάποιον θόρυβο. Μάταια πάντως, όπως πολύ καλά περίμενε. Βρήκε ένα αυτοκίνητο, μια μεγάλη μπλε λιμουζίνα, κάθετα στον δρόμο και αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει. Ο Παρασκευάς δεν ήθελε δεύτερη λέξη, μόλις του άνοιξε την πόρτα, όρμησε και στρογγυλοκάθισε στην θέση του συνοδηγού.
Σε λίγο, περνώντας ανάμεσα από τα παρατημένα οχήματα σαν να κάνει σλάλομ, σταμάτησε σε μια παραλία με ζεστή από τον ήλιο, άμμο. Η θάλασσα τον καλωσόρισε με την χαρακτηριστική βοή της από τον παφλασμό των κυμάτων. Κάθισε και έκλεισε τα μάτια. Ρούφηξε το ιώδιο και άφησε το διακριτικό αεράκι, να του δροσίσει το πρόσωπο. Τώρα που είχε ξυριστεί, ένοιωθε την αύρα πιο πολύ, την αισθανόταν σαν εκείνο το γυναικείο χάδι, που τόσο του είχε λείψει. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο και προσποιήθηκε αυτό το χάδι. Δεν του είχε λείψει μόνο αυτό, δεν ήταν μόνο εκείνη η επαφή με το γυναικείο χέρι, αλλά τούτη η φλόγα που βγαίνει από το ερωτευμένο δέρμα της παλάμης, το καυτό και λίγο ιδρωμένο, το τρεμάμενο και διστακτικό. Εκείνο το χάδι της Χαράς του, όταν ακόμα ήταν ένας απλός δεσμός, χωρίς τον γάμο που δολοφονεί με την καθημερινότητά του την ιεροτελεστία της επαφής, την προσμονή και την άκρατη ανάγκη της συντροφιάς. Θυμήθηκε την γνωριμία του με την γυναίκα του. Χαμογέλασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω και φαντάστηκε την «Βιολέτα», εκείνο το μικρό μεζεδοπωλείο που ήπιαν το πρώτο τους ουζάκι ή τσίπουρο; Δεν θυμόταν καλά…
Μηρύκασε τις αναμνήσεις του από κείνα τα χρόνια. Θυμήθηκε το μακροβούτι στην παραλία και το χειροκρότημα που ακολούθησε από τις κοπέλες που κάθονταν στην άμμο. Νέος ήταν, του άρεσε η επίδειξη, καλό το μακροβούτι, … «τσίμπησαν» τα κορίτσια. Σε αυτή την θηλυκοπαρέα βρισκόταν κι εκείνη η ψηλή ξανθιά γαλανομάτα, το όνειρο κάθε άντρα. Δεν πίστεψε ότι θα μπορούσε να κατακτήσει ένα τέτοιο «μανούλι» (όπως έλεγε και ο φίλος του και συμφοιτητής του Μανώλης), γι αυτό και ούτε που πλησίασε την παρέα τους. Σκούπισε τα νερά από τα μαλλιά του και απομακρύνθηκε χωρίς να ρίξει έστω και μια ματιά προς το μέρος των κοριτσιών. Ή νόμιζε ότι δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά. Οι γυναίκες όμως πάντα καταλαβαίνουν, ακόμα κι αυτά που οι άντρες δεν τολμούν να παραδεχτούν. Πήγε στην μικρή ξύλινη καντίνα και παρήγγειλε ένα παγωμένο καφέ. Άναψε τσιγάρο και ξεροκατάπιε όταν είδε την ξανθιά να πλησιάζει. Νόμιζε ότι του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι και τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά. Είχε ξεχάσει το τσιγάρο και σε λίγο, τίναζε τα δάχτυλα από το κάψιμο. Η ψηλή κοπέλα ακούμπησε στον πάγκο της καντίνας δίπλα του, πολύ κοντά του κι εκείνος ήθελε να κάνει προς τα πίσω, αντίθετα όμως, προσπάθησε να ακουμπήσει πάνω της χωρίς να γίνει προκλητικός και γελοίος. Γύρισε το κεφάλι τάχα αδιάφορα και άφησε το χέρι του να ακουμπήσει το μπράτσο της.
-«Συγγνώμη…», της είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Τραβήχτηκε απότομα και επιδεικτικά μακριά της. Προσπαθούσε να μην την κοιτάξει στα μάτια, ήταν πολύ όμορφη και φοβήθηκε μη χάσει τα λόγια του από αμηχανία, ενώ ταυτόχρονα έψαχνε δικαιολογία να της πει κάτι, να προκαλέσει συζήτηση, να την γνωρίσει. Αντ’ αυτού προτίμησε να το βουλώσει και να στραφεί στον καφέ του.
-«Εσύ είσαι αυτός ο μεγάλος κολυμβητής που είδα πριν;», ρώτησε μια μελωδική φωνή, μια καθαρή και σταθερή φωνή. Γύρισε το βλέμμα δεξιά του και τα πιο γαλανά μάτια που είχε δει ποτέ του, τον κοίταγαν γελαστά και διεισδυτικά, ενώ τα κατακόκκινα χείλη της, λες… λες… και έσταζαν αίμα και … γλυκά κεράσι. Ευτυχώς που μπορούσε ν’ απαντήσει με ένα ξερό «ναι» και δεν θα μπέρδευε τα λόγια.
-«Είμαι η Χαρά …», του είπε το ψηλό κορίτσι. Έτεινε το χέρι της σε χαιρετισμό και περίμενε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι ν’ ανταποκριθεί ο Γιώργος. Εκείνος, ασυναίσθητα σκούπισε το δικό του και ένοιωσε το ζεστό της δέρμα. Προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του.
-«Χάρηκα… Γιώργος και όσο για καλός κολυμβητής… άστο να πάει…», προσπάθησε να γελάσει. Μέσα στο μυαλό του έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι έξυπνο και ωραίο να πει, κάτι κολακευτικό και όχι συνηθισμένο:
-«Είσαι πολύ όμορφη …» ψέλλισε. «Αυτό βρήκα να πω ο βλάκας; Αυτό;», σκέφτηκε απογοητευμένος από τον εαυτό του. Όμως καμιά φορά και τα πιο ασήμαντα πράγματα πιάνουν τόπο. Το κορίτσι γέλασε και έδειξε το γέλιο της να βγαίνει από βαθιά μέσα της και το χειρότερο ήταν ότι τα ολόλευκα δόντια της, την έκαναν ακόμα πιο όμορφη από ότι ήταν. Ο Γιώργος πήρε θάρρος και συνέχισε:
-«Γελάς όμορφα, σου πάει το γέλιο…»
Η κουβέντα συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, ο καφές τελείωσε και οι φωνές των άλλων κοριτσιών έκαναν την Χαρά να πρέπει να φύγει. Ήταν Κυψελιώτισσα και τον κάλεσε να πιούν ούζο την Τετάρτη στην Φωκίωνος Νέγρη. Τηλέφωνο δεν του είχε δώσει, αλλά θα τον περίμενε στην «Βιολέτα» κατά τις επτά. Του έκλεισε το μάτι και ακολούθησε τις φίλες της στις βουτιές τους. Εκείνος παρέμεινε στην μικρή καντίνα, όχι γιατί ήθελε να την δει από μακριά, αλλά επειδή τα πόδια του δεν ακολουθούσαν την προσταγή του μυαλού του να φύγει.
Μετά από δέκα λεπτά η καφεΐνη άρχισε να ρέει στις φλέβες του, σε αρμονική συντροφιά με την νικοτίνη. Το συνηθισμένο εκρηκτικό μίγμα ξύπνησε επιτέλους τους μυς του, βοηθώντας τον να περπατήσει προς το μέρος που είχε τα ρούχα του και απερίσπαστος από τα γύρω του, να ρουφήξει τις τελευταίες εικόνες της ξανθιάς κοπέλας αλλά και τις τελευταίες ακτίνες του πορτοκαλίζοντος ήλιου. Χαμογέλασε κι ένα αίσθημα ευεξίας και πληρότητας τον κατέλαβε μονομιάς. Γύρισε το βλέμμα στους τελευταίους λουόμενους και άρχισε να τους χαζεύει και να μεταφέρεται νοητά στην επόμενη Τετάρτη και στην «Βιολέτα». Το πλαστικό κύπελλο στο χέρι, περιείχε μια τελευταία γουλιά που την ήπιε κάνοντας το καλαμάκι να αντηχήσει εκείνον τον αποκρουστικό συρτό ήχο. Κάθισε αναπαυτικότερα στην άμμο. Η κίνηση στην παραλία, ανθρώπων που έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής, αυξανόταν διαρκώς κι εκείνος αφέθηκε στο κυνήγι προσώπων. Παρατηρούσε σχολαστικά κάθε τους μορφασμό, επιζητώντας να εισβάλλει λαθραία στις σκέψεις τους και η προσωπική του βάση δεδομένων γέμιζε διαρκώς με νέο πολύχρωμο περιεχόμενο. Η παραλία μπροστά του ήταν στολισμένη από παράξενες γυναίκες όλων σχεδόν των φυλών. Είχε μεγάλη αδυναμία στις όμορφες και προσεγμένες γυναίκες όσο κι αν δεν του φαινόταν αυτό, λόγω της δειλίας του απέναντί τους. Θεωρούσε πραγματικό θηλυκό, όποια ήξερε με μαεστρία ν’ αναδεικνύει τα δυνατά σημεία που της χάρισε η φύση. Τοποθετούσε ιεραρχικά το στυλ πιο ψηλά από τα γονίδια. Η τελευταία πινελιά στο βάψιμο, το περιττό αξεσουάρ, η όρθια στάση του στήθους, το σεμνό αλλά αγέρωχο βλέμμα, οι απαλές κινήσεις, το τουρλωτό περπάτημα, το σταύρωμα των ποδιών ακόμα και σε όρθια στάση, ήταν οι απλές λεπτομέρειες που ξεχώριζαν.
Πίστευε ακράδαντα πως οι αληθινές γυναίκες είναι εκπληκτικές ηθοποιοί. Οι ατέλειωτες ώρες πρόβας μπροστά στο ανδρικό κοινό από τα χρόνια της πρώιμης εφηβείας, τις εκτοξεύουν σε επίπεδα ύψιστης υποκριτικής. Θεωρούσε πάντα τον έρωτα σαν μια θεατρική σκηνή, όπου οι γυναίκες ζουν την κάθε τους μέρα σαν πρεμιέρα. Γυναίκα, έλεγε, είναι εκείνη που δεν κοιτάζει ποτέ έναν άντρα, έναν άγνωστο άντρα – θεατή στα μάτια. Αφήνει να κυλήσει ικανό διάστημα, μέχρις ότου εκείνος προσηλωθεί πάνω της επίμονα και διεκδικητικά. Επιλέγει από ένστικτο, σαν κόμπρα, τη στιγμή που θα του ρίξει μία και μοναδική θανατηφόρα ματιά, λίγο πριν αποχωρήσει απ’ το σκηνικό. Ο άνδρας έχοντας περάσει την βασανιστική δοκιμασία της αδιαφορίας, νιώθει το ακαριαίο κοίταγμά της να καρφώνεται σαν κεντρί στην καρδιά του. αποχωρώντας αυτοκρατορικά, έχει ήδη θέσει τους κανόνες της. Εκείνη βασίλισσα στον θρόνο, εκείνος πιστός ιππότης αφιερωμένος στη γοητεία της. Το παιχνίδι συνεχίζεται με απανωτές πολλαπλές δοκιμασίες, μέχρι ν’ αποφασίσει εκείνη να δώσει το οριστικό τέλος. Αρνητικό για το πλήθος των θαυμαστών, θετικό για τον έναν και μοναδικό κατακτητή του απόρθητου κάστρου της. Η πραγματική γυναίκα πριν ταχθεί στο πλευρό του «άρχοντά» της, είναι πεπεισμένη ότι κάνει την ορθότερη επιλογή και δεν αλλάζει γνώμη σχεδόν ποτέ.
Η σιλουέτα της Χαράς, έλαμπε ακόμα μέσα στο μυαλό του, το περπάτημα εκείνο που σήκωνε την εύθραυστη μέση ψηλά, οι αστράγαλοι με το μικρό αλυσιδάκι που παιχνιδιάρικα την πήραν μακριά του. Μέχρι την Τετάρτη… την Τετάρτη που του φαινόταν τόσο απόμακρη… τόσο βασανιστικά στο βάθος του χρόνου. Αλλά όταν επιτέλους ήρθε αυτή η μέρα, ο γάμος τους απείχε μόνο ένα χρόνο, όσο δηλαδή τους καθυστέρησαν τα τυπικά!
Κοίταξε τον Παρασκευά που πάλι τσακωνόταν με ένα κλαδί στην άμμο. Του πέταξε ένα μικρό πετραδάκι και τον φώναξε, μόνο που το ζώο, έδειχνε να τον αγνοεί παντελώς. Χαμογέλασε και έμεινε να «χαζεύει» την παραλία και τα κύματα. Μπορεί η Χαρά να ερχόταν πάλι και να του έπιανε κουβέντα, να της ακούμπαγε ξανά το χέρι … να την δει άλλη μια φορά. Όμως η άδεια παραλία θα τον μελαγχολούσε και πάλι. Σηκώθηκε και πλησίασε την θάλασσα μέχρι που τα πόδια του βούλιαξαν στην βρεγμένη άμμο. Έβγαλε την ζώνη με το όπλο από την μέση του, τα παπούτσια και τις κάλτσες και βούτηξε φορώντας τα υπόλοιπα ρούχα του. Μέσα στο νερό έβλεπε θολά τον βυθό και του φάνηκε ελκυστικός με την θελκτικότητα που έπλεκε η τρέλα. Θέλησε να μείνει εκεί, με τα κελύφη από τα κοχύλια και τους πράσινους βράχους. Τα μικρά ποδαράκια που έβλεπε στην επιφάνεια του νερού, να χτυπούν την θάλασσα με τόσο αστείο τρόπο, τον έκαναν να συνέλθει. Ανέβηκε και είδε τον διαβολάκο του να τον έχει ακολουθήσει μέσα στα κύματα. Τον έπιασε από την μέση: «Μικρέ μου, δεν θα σε αφήσω…», του είπε βγάζοντάς τον έξω στα ρηχά. Εκείνος τον έγλυφε με την μικρή του γλώσσα, όπου μπορούσε και όπου έφτανε. Μέχρι που εκείνος ο πόνος, ο φριχτός αυτός, του τράνταξε τα στήθια. Γονάτισε στην άκρη της παραλίας προσπαθώντας να σφίξει το κεφάλι με τα χέρια, όταν η ακαταλαβίστικη φωνή ακούστηκε πάλι. Έπεσε στο πλάι και ένοιωσε κάτι σαν ηλεκτρισμό να τον διαπερνά. Είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί με αυτά τα συχνά περιστατικά, αλλά τώρα έπρεπε να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε στη βρεγμένη άμμο και προσπάθησε να προστατευτεί από τα νερά που πέταγε ο Παρασκευάς σαν στέγνωνε το κορμάκι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου