Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε κοιμηθεί, δεν ήξερε καν τι θα μπορούσε να κάνει εκείνη την ημέρα που ο νέος ήλιος είχε ξεπροβάλλει το ίδιο ζεστός, το ίδιο λαμπρός και βασανιστικός. «Πόσο παράξενη η χθεσινή μέρα…», είπε στρέφοντας τα μάτια στον ουρανό, «… αυτή η ανελέητη βροχή και τώρα τέτοια λάμψη…». Έφερε το χέρι στο μέτωπο και προσπάθησε να δει τον ορίζοντα με τα μεγάλα και απότομα βουνά, την απέραντη, λες, κοιλάδα και την πόλη των Καλαβρύτων να λικνίζεται σαν χορεύτρια στους ατμούς της ατμόσφαιρας. Άκουσε το θρόισμα των δέντρων και περίμενε και κάποιο τιτίβισμα – έστησε κιόλας αυτί – από κάποιο πουλί, αλλά μάταια.
Πίνοντας καφέ – Ελληνικό προτίμησε αυτή την φορά – προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του, σε σειρά τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας και τις επόμενες κινήσεις του. Άναψε τσιγάρο – κοίταξε την μάρκα γιατί δεν ήξερε τι μάρκες είχε πάρει από το περίπτερο – έκανε μια γκριμάτσα από την πίκρα του καπνού, έβηξε, τώρα τελευταία έβηχε όλο και πιο πολύ και έφτυσε στο χώμα. Με την άκρη του ματιού αντιλήφθηκε μια λάμψη, στιγμιαία, στην πλευρά του μικρού λόφου που απείχε πολύ λίγο από το σπίτι που βρισκόταν. Έσμιξε τα φρύδια συγκεντρώνοντας το βλέμμα του εκεί, έβγαλε κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό και πίεσε τον εαυτό του να καταλάβει ή να ερμηνεύσει αυτό που νόμισε ότι είδε. Τώρα τίποτα δεν αντανακλούσε το φως του ήλιου, τίποτα δεν κινιόταν έξω από τα κλαδιά των δέντρων στον αέρα, τίποτα που να φανερώνει ζωή. Κι όμως κάτι μέσα του, μιλούσε και του έλεγε …
Τον έπιασε μια επιθυμία να εξερευνήσει τον χώρο εκείνο, έτσι κι αλλιώς δεν είχε και κάτι καλύτερο να κάνει. Ετοιμάστηκε, τράβηξε και τον Παρασκευά με το ζόρι από το μαξιλάρι – τον μόνιμο εχθρό – και οδήγησε το αυτοκίνητο μέχρι εκεί που τον «τράβαγε», θα έλεγε κανείς, η λάμψη.
Όταν έφτασε, ακούμπησε το κεφάλι στο τιμόνι προσπαθώντας να «μετρήσει» την κατάσταση. Κατέβηκε και αποφάσισε να περπατήσει, μπροστά σε κάποιου είδους ανάχωμα.
Το πρώτο πράγμα που είδε, μετά το ανάχωμα, ήταν κάπως παράξενο, αλλά όχι τόσο ώστε να προκαλέσει απορίες. Χώματα πεταμένα δεξιά και αριστερά, λες και κάποιος να είχε σκάψει ένα αρκετά βαθύ χαντάκι. Ένα χαντάκι που το μήκος του ήταν περίπου πεντακόσια – πάνω κάτω – μέτρα και πλάτος γύρω στα δύο. Το έδαφος που περπατούσε, ο πάτος δηλαδή του χαντακιού, ήταν πολύ λείο, χώμα που είχε συμπιεστεί με μεγάλη δύναμη, μεγάλη πίεση, ίσως από κάποιο οδοστρωτήρα. Αναρωτήθηκε ποιος θα μπορούσε να διαθέσει τέτοιο χρηματικό ποσό για ένα απλό χαντάκι, να χαλάσει τόση ενέργεια και χρόνο μόνο και μόνο για να περπατήσει προς τα πού (;) στην πλαγιά ενός ασήμαντου λόφου. «Εκτός κι αν δεν είναι ασήμαντος…», σκέφτηκε με την περιέργεια να τον – κυριολεκτικά – τρώει. Περπάτησε όλο το δρομάκι αυτό και στο τέλος του, κατέληγε στην πλευρά του λόφου χωρίς λογική, κατάλαβε ότι το βάθος ήταν πάνω από τρία μέτρα. «Γι αυτό και δεν φαίνεται από πουθενά…», συλλογίστηκε. Εκεί που ο δρόμος τέλειωνε, εκτός από τα βράχια και τους πολλούς φουντωτούς θάμνους και τα πουρνάρια, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ούτε ένα πλάτωμα, ένα μικρό άνοιγμα που θα μπορούσε κάπου να χρησιμεύει.
Κάθισε και προσπάθησε να σκεφτεί. Ο Παρασκευάς στεκόταν δίπλα του, πειθήνιος στα «θέλω» του Γιώργου και ανάσανε με την γλώσσα πεσμένη στο πλάι του στόματος.
«Τίποτα δεν υπάρχει, τίποτα απολύτως…», σκέφτηκε απογοητευμένος. «Και όμως είμαι σίγουρος ότι η λάμψη προήλθε από δω…», συνέχισε την σκέψη του. Πέταξε το αποτσίγαρο που είχε στο μεταξύ ανάψει – πίστευε ότι αυτό τον έκανε να σκέφτεται πιο σωστά – και αποφάσισε να ξαναρίξει μια ματιά στο σημείο μπροστά του. Βέβαια ο «μικρόβιος», δεν έχασε την ευκαιρία να χώσει την υγρή του μύτη όπου υπήρχε πράσινο και τρύπα. Και αυτό έδωσε αποτελέσματα. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα, όταν το γάβγισμά του - που πιότερο με κλαψούρισμα έμοιαζε – ειδοποίησε τον Γιώργο. Εκείνος με λαχτάρα έτρεξε κοντά του, μπροστά σε ένα πελώριο πουρνάρι και άρχισε να σπάει και να μετακινεί τα κλαδιά του, ματώνοντας τις παλάμες και τα μπράτσα από τις ακίδες και τα αγκάθια. Τα νύχια του είχαν γεμίσει χώμα, μικρές πετρούλες πετάγονταν ανεξέλεγκτα δεξιά κι αριστερά χτυπώντας τον πολλές φορές στο πρόσωπο, η ανάσα του είχε γίνει γρήγορη και πολύ πιο κοφτή, ενώ ο ιδρώτας του έτσουζε τα μάτια, θολώνοντας την όρασή του.
Η μεταλλική πόρτα μπροστά του, ήταν λεία και στρογγυλή στο πάνω μέρος, όπως οι πόρτες στα παλιά ιστιοφόρα πλοία και τόσο στιλπνή, που θα έλεγε κανείς ότι μόλις είχε γυαλιστεί από κάποιον χειροδύναμο άνθρωπο. Σε αυτή την στιλπνότητα συνέβαλε και το γεγονός ότι πάνω στο μέταλλο, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε κολλημένο, ούτε καρφωμένο. Τίποτα δεν προεξείχε, ούτε φινιστρίνι, ούτε καν χερούλι, λες και δεν ήταν πόρτα, αλλά ένα κομμάτι νίκελ, πεταμένο στο χώμα. Ο Γιώργος προσπάθησε να την τραβήξει, αλλά δεν είχε από που να την πιάσει. Το χέρι του δεν έβρισκε καμιά εγκοπή, ακόμα και όταν έσκαψε το χώμα δίπλα της, φαινόταν το μέταλλο να εισχωρεί αρκετά μέσα. Έβαλε το μυαλό να δουλέψει, προσπαθώντας να ηρεμίσει και τον Παρασκευά που δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή ν’ αλυχτά. Προσπάθησε ξανά, χρησιμοποίησε και μια μεγάλη πέτρα μήπως και την σπάσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να την λερώσει με χώματα. Ούτε μια γρατζουνιά δεν της είχε καταφέρει.
Κάθισε και άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Το κοίταξε και αποφάσισε από την επόμενη μέρα να το ελαττώσει, η ανάσα του δεν ήταν πια καλή και κουραζόταν εύκολα. Αλλά πόσες φορές δεν είχε πει αυτό το «από αύριο»!
«Μέτρησε» τον ήλιο και διαπίστωσε ότι είχε μεσουρανήσει. «Μεσημέρι…», σκέφτηκε με κάποια μελαγχολία που δεν είχε καταφέρει τίποτα με αυτήν την πόρτα. Τον έτρωγε και η περιέργεια για τους κατασκευαστές, για την χρησιμότητά της και για το τι μπορούσε να κρύβει πίσω της. Το μυαλό του πήγε σε στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά και πάλι, σκέφτηκε «… εδώ; Σε αυτά τα μέρη, τι δουλειά είχε ο στρατός;». Κάτι τον ενοχλούσε εκεί που καθόταν και μετακινήθηκε λίγους πόντους παραπέρα, τίναξε το αποτσίγαρο μακριά – είχε αρχίσει και του έκαιγε τα δάχτυλα – και έψαξε το πακέτο ν’ ανάψει άλλο ένα. «Είπαμε από αύριο η ελάττωση…», σκέφτηκε και χαμογέλασε την ώρα που ρουφούσε την πρώτη «τζούρα».
Ήχος δεν ακούστηκε, ούτε κίνηση, ούτε καν μια μικρή πνοή αέρα, έξω απ’ αυτήν των δέντρων… κι όμως η μεταλλική πόρτα είχε ανοίξει διάπλατα, αποκαλύπτοντας μια μαύρη τρύπα, ένα κατάμαυρο στόμα που οδηγούσε… ;
Ο Γιώργος αναπήδησε λες και τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα και σχεδόν κυλίστηκε στο χώμα. Βρήκε την ψυχραιμία του, αν και οι σφίξεις της καρδιάς του παρέμεναν σε υψηλά επίπεδα και πλησίασε το άνοιγμα. Χάιδεψε το μέταλλο και πάλι, ούτε από την εσωτερική μεριά είδε κάποια συγκόλληση ή χερούλι. Η πόρτα, που είχε πάχος πάνω από δύο μέτρα, είχε ανοίξει από μόνη της, ως δια μαγείας και μάλιστα χωρίς εκείνος να χρειαστεί να κάνει κάτι, λες και κάποιος τον προσκαλούσε στο εσωτερικό. Φοβήθηκε και δείλιασε να πάει παραπέρα. Κοίταξε ολόγυρα. Ο Παρασκευάς είχε, παράξενα, ηρεμίσει και καθόταν στα δυό πίσω πόδια, ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο μαύρο εκείνο κενό. Μεντεσέδες δεν φαίνονταν στο πλάι και το μέταλλο ήταν συμπαγές και δεν αντηχούσε κανένα ήχο στα χτυπήματά του.
Ξανακοίταξε το μαύρο κενό και προσπάθησε να μαζέψει κουράγιο, μια φωνή μέσα στο κεφάλι, του φώναζε να το εξερευνήσει. Οπισθοχώρησε τρομαγμένος σαν διαπίστωσε ότι το φως του ήλιου δεν εισχωρούσε ούτε πόντο. Λες και μια αόρατη μεμβράνη έκλεινε το χώρισμα. Άπλωσε το χέρι, αλλά δεν ανακάλυψε απολύτως τίποτα, παρά κενό και μόνο κενό. Έκανε ξανά δυό βήματα προς τα πίσω και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Φορτώθηκε ένα μεγάλο χοντρό σκοινί, έμοιαζε με ορειβασίας, βρήκε ένα φακό μεγάλης επιφάνειας και έβαλε στην τσέπη δυό μπουκάλια νερό, όπως είχε δει παλιά να κάνουν οι σπηλαιολόγοι στην τηλεόραση. Φόρεσε κι ένα μάλλινο σκουφί για να είναι πλήρης η εικόνα και ξαναγύρισε στην «σπηλιά», όπως την είχε χαρακτηρίσει μέσα του. Κοντοστάθηκε μπροστά στην μεγάλη πόρτα και τον ακίνητο Παρασκευά, προσπαθώντας να αξιολογήσει την κατάσταση. Τι να αξιολογήσει δηλαδή; Μήπως είχε καμιά γνώση; Τουλάχιστον προσπάθησε να ταξινομήσει τις πληροφορίες που διέθετε και τις κινήσεις που έπρεπε κατά σειρά να κάνει.
Έβαλε με κόπο ένα μεγάλο βράχο στο άνοιγμα της πόρτας – φοβόταν μην κλείσει και παγιδευτεί – και άπλωσε το πόδι, αλλά η καρδιά δεν ακολουθούσε. Πάγωσε με το χέρι πάνω στο μέταλλο της πόρτας και σμίγοντας τα φρύδια προσπάθησε μήπως και διακρίνει κάτι με την βοήθεια του φακού. Αλλά όσο δυνατός κι αν ήταν ο φακός, δεν μπορούσε ούτε ένα πόντο να διακρίνει στο εσωτερικό της «σπηλιάς». Το κουράγιο πάντως φαίνεται ότι το διέθετε ο πιο δειλός μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο «αδάμαστος» (!) Παρασκευάς έδωσε ένα σάλτο και εξαφανίστηκε στο άνοιγμα χωρίς ν’ ακουστεί ούτε ήχος, ούτε γδούπος, ούτε τίποτε άλλο. Ο Γιώργος κατανίκησε τους φόβους του – δεν ήθελε να χάσει και το μοναδικό άλλο έμβιο ον σε αυτόν τον πλανήτη – ξανασήκωσε το πόδι και σφίγγοντας τα δόντια, έκανε το πρώτο αποφασιστικό βήμα.
Βρέθηκε σε ένα μικρό πλάτωμα και ως δια μαγείας ανακάλυψε ότι το φως του φακού τώρα, έφεγγε και φώτιζε πολλά μέτρα μακριά. Λες και κάτι τώρα άφηνε το φως ελεύθερο. Γύρισε προς την είσοδο και παρατήρησε ότι μπορούσε άνετα να δει καλά έξω, όλες τις λεπτομέρειες αλλά και ν’ ακούσει όλους τους θορύβους που έκανε ο αέρας ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων. Δεν μπήκε καν στον κόπο να καταλάβει. Φώτισε ξανά μπροστά του ψάχνοντας τον μικρό του σκύλο. Δεν τον είδε εκεί που περίμενε, αντίθετα αντίκρισε την αρχή μιας μεγάλης σκάλας. Φώτισε προς τα κάτω, είδε πολλά σκαλιά φτιαγμένα από κάποιο γυαλιστερό υλικό και προσπάθησε να κατέβει, κρατώντας σφιχτά μια κουπαστή που κι αυτή ήταν φτιαγμένη από το ίδιο υλικό. Παράξενο που δεν γλιστρούσε. Τα σκαλιά έδειχναν να έχουν μια ιδιότητα που κρατούσαν τα πόδια σταθερά καρφωμένα πάνω τους. Η θερμοκρασία του χώρου ήταν σε ανεκτά μέχρι και ευχάριστα επίπεδα, σε αντίθεση με την ζέστη έξω. Κούνησε τον φακό και προσπάθησε να διακρίνει λίγα μέτρα πιο πέρα, πιο κάτω, για την ακρίβεια. Η σκάλα φαινόταν πολύ μεγάλη, δεν διακρινόταν το τέλος της, αλλά στα πέντε μέτρα πιο κάτω, πάνω σε ένα πλάτωμά της, ο Παρασκευάς καθόταν ήρεμος στα πίσω του πόδια. Κούνησε την ουρά σαν είδε το «αφεντικό» του και με τα μάτια ήταν σαν να τον προκαλούσε να κατέβει.
Τον χάιδεψε και τον έξυσε απαλά πίσω από τα αυτιά, με το βλέμμα όμως καρφωμένο στο απέραντο κενό μπροστά του. Κούνησε τον φακό πάνω – κάτω και σε όλες τις μεριές εκείνου του «περίεργου» χώρου. Η δέσμη όμως του φωτός δεν αποκάλυψε τίποτα παρά μόνο αυτό … το μαύρο κενό. Προσπάθησε να φωνάξει και έβγαλε μια πολύ δυνατή κραυγή, αλλά καμιά απάντηση, ηχώ, δεν επέστρεψε. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να μετρήσει το μέγεθος ατής της σπηλιάς, η περιέργεια όμως τον «έτρωγε» να συνεχίσει την εξερεύνηση, ειδικά που τώρα ένοιωθε μια ασφάλεια με το Παρασκευά στο πλάι του. Κοίταξε προς τα πάνω, είδε ότι το άνοιγμα της πόρτας ήταν όπως το είχε αφήσει και ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά μπροστά του. Η σκάλα γινόταν απότομη και φοβήθηκε την κούραση, αφού το αγύμναστο σώμα του στηριζόταν πολύ πια στα χέρια. Παραδόξως όμως, αν και κατέβηκε πάνω από διακόσια σκαλιά, καμιά κούραση δεν τον είχε καταλάβει. Και ο μικρός του φίλος έδειχνε να κατεβαίνει ανάλαφρος, λες και κάποιος είχε φτιάξει κάτι… μια μηχανή ίσως που μείωνε το βάρος (;).
Μετά από μισή περίπου ώρα, (είχε αρχίσει μετά το πρώτο πλάτωμα να μετράει τα σκαλιά) και αφού τα υπολόγισε περίπου στα οκτακόσια, ξαναβρήκε ένα πλάτωμα, κάτι σαν πλατύσκαλο και έκατσε να πιεί λίγο νερό. Πότισε και τον «μικρόβιο» και με μια βαριεστημένη κίνησε του χεριού, έριξε το φως του φακού ολόγυρα. Τα τοιχώματα της σπηλιάς δεν διακρίνονταν, αλλά μερικά μέτρα πιο κάτω έδειξε να τελειώνει εκείνη η τεράστια σκάλα. Χαμογέλασε και αφού πήρε μια – δυό βαθιές ανάσες, φορτώθηκε εκ νέου το χοντρό σκοινί που είχε ακουμπήσει δίπλα του και ξεκίνησε για άλλη μια φορά την κατάβαση.
Μόλις πάτησε στην βάση εκείνη που είχε διακρίνει από πιο ψηλά, δεν μπόρεσε να καταλάβει που ακριβώς βρισκόταν. Κανονικά, αν ήταν σε σπηλιά όπως είχε υπολογίσει, θα έπρεπε να πατάει σε χώμα ή σε βράχια ή σε πέτρες ή σε κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Αλλά αυτό που έβλεπε ξεπερνούσε τα όρια της φαντασίας.
Έσκυψε και αντίκρισε ένα πάτωμα φτιαγμένο λες από γυαλί ή κάτι που έμοιαζε με γυαλί. Τόσο στιλπνό υλικό δεν είχε ξαναδεί, λες και το χώμα είχε καεί και λειώσει από μια πολύ δυνατή φωτιά και είχε σταθεροποιηθεί απλωμένο ομοιόμορφα παντού. Έστρεψε το φως του φακού προς το πρόσωπό του αλλά δεν αντίκρισε το είδωλό του κάτω, όπως ήλπιζε ότι θα λειτουργούσε το υλικό. Έτριψε το πόδι του και κατάλαβε ότι δεν γλιστρούσε καθόλου. Το υλικό εκτός από στιλπνό ήταν και τέλεια αντιολισθητικό. Πάτησε γερά – ένα μικρό φόβο μην το σπάσει τον είχε – και έκανε μερικά βήματα προς το βάθος του … μαύρου σκοταδιού μπροστά του. Παρατήρησε ότι κανένας θόρυβος δεν διέκοπτε αυτή την σχεδόν απόλυτη ησυχία, εκτός από το γκρινιάρικο παράπονο του τετράποδου φίλου του.
Γύρισε το φως του φακού δεξιά – αριστερά και δεν είδε πουθενά τα τοιχώματα αυτής της σπηλιάς, ούτε και (φυσικά) καμιά κίνηση. Κοντοστάθηκε και προσπάθησε να πολεμήσει αυτό το συναίσθημα φόβου που είχε αρχίσει να τον κυριεύει. Ποτέ όμως δεν είχε ακολουθήσει την λογική. Αποφάσισε να περπατήσει σε εκείνο τον γυαλιστερό διάδρομο – δεν ήξερε πως αλλιώς να τον πει – κοίταξε τον Παρασκευά που ήταν ήρεμος, σημάδι ότι δεν υπήρχε κάτι μπροστά τους, κάτι ανησυχητικό και κουνώντας κυκλικά τον φακό, άρχισε με σταθερό βήμα την εξερεύνηση.
Πρέπει να είχε περπατήσει πάνω από πεντακόσια μέτρα όταν ξαφνικά το φως του έπεσε πάνω – δεξιά του – που έμοιαζε με μεγάλο κύβο. Σήκωσε το αχνό φως προς τα πάνω και συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να υπολογίσει το ύψος αυτού του … «κύβου», αφού η οροφή του δεν φαινόταν. Πανικοβλήθηκε και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του που είχαν αρχίσει να τρέμουν. Αλλά δεν ήταν φόβος ακριβώς, αυτό που αισθανόταν, αλλά δέος και … έκπληξη. Κάποτε είχε διαβάσει σε βιβλία επιστημονικής φαντασίας ή και σε κάποιες συνωμοσιολογικές φυλλάδες, είχε δει σε ντοκιμαντέρ για κρυφά εργαστήρια του στρατού ή διαφόρων μυστικών υπηρεσιών, αλλά αυτό που αντίκριζε τώρα με τα ίδια του τα μάτια, αυτό που ένοιωθε με όλες του τις αισθήσεις, ξεπέρναγε και τα πιο τρελά σενάρια. Ειδικά όταν σκεφτόταν ότι ήταν στην Ελλάδα, στην μικρή Ελλάδα που όπως και να το έκανε, δεν μπορούσε να έχει τόσο μεγάλα … «μυστικά». Κάποτε είχε μπει στην 651 ΑΒΥΠ , (θυμόταν ακόμη και το σύνθημα: «ΕΦΕΠΟΜΑΙ ΤΟΙΣ ΕΠΙΤΗΔΙΟΙΣ» ) και είχε εντυπωσιαστεί, αλλά καμία σχέση με αυτό που έβλεπε τώρα και που ξεπερνούσε τις πνευματικές του αντοχές.
Ο «κύβος» δεν φαινόταν να έχει κάποια πόρτα ή κάποιο άνοιγμα, όπως τίποτα δεν υπήρχε και πάνω στις πλευρές του – έστω μια μικρή ανωμαλία ή φθορά στο χρώμα του – αν ήταν χρώμα αυτό που ακουμπούσε τώρα με την παλάμη του. Και το χρώμα δεν είχε καμιά διαφορά στον χώρο. Και το πάτωμα και ο «κύβος» στο γκρι το σκούρο, αυτό της θεατρικής απελπισίας.
Προχώρησε ακόμα μερικά βήματα και ανακάλυψε κι άλλους «κύβους», τον ένα δίπλα στον άλλο, λες και ήταν κτίρια μιας παράξενης πόλης. Και όντως σχημάτιζαν μια πόλη έτσι που ήταν παρατεταγμένοι, δημιουργούσαν ένα σύμπλεγμα πανύψηλο και σφιχτά δεμένο, με δρόμους που διέσχιζαν από δυό μεριές κάθε «οικοδομικό τετράγωνο», με κάθετους στύλους που ο Γιώργος δεν μπορούσε με την πρώτη εικόνα να καταλάβει που χρησίμευαν και … όλα πεντακάθαρα! Πουθενά δεν φαινόταν ούτε ένας κόκκος σκόνης ή ένα μικρό χαλίκι ή σκουπίδι. Κι όλα αυτά τόσα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης.
Προσπάθησε να κλείσει το στόμα που ανακάλυψε ότι άθελά του είχε ανοίξει από την έκπληξη. Ο Παρασκευάς δίπλα του ενδιαφερόταν πιο πολύ με τις γωνιές των «κύβων» – μπορούσε πλέον να τους αποκαλεί κτίρια – ψάχνοντας για μυρουδιές και συγχρόνως αφήνοντας σταγόνες από την δική του οσμή. Παντού το σκοτάδι που το αδύναμο φως του φακού προσπαθούσε να τρυπήσει, έκανε τον χώρο μυστηριακό και κομμάτι από τα σκηνικά ενός κινηματογραφικού θρίλερ νουάρ. Τώρα πια προχωρούσε χωρίς να συνειδητοποιεί που πήγαινε, τι έκανε, λες και τα πάντα τον τραβούσαν προς το βάθος.
Κάποια στιγμή άκουσε κάτι σαν νερό να τρέχει, λες και γάργαρο ποτάμι κυλούσε κάπου εκεί κοντά του. Κοντοστάθηκε. Έριξε το βλέμμα ολούθε γύρω του, δεν μπορούσε να αντιληφθεί την κατεύθυνση του ήχου. Φαινόταν σαν να ερχόταν από παντού, ακόμα κι από πάνω από το κεφάλι του ή κάτω από τα πόδια του. Χωρίς να το καταλάβει χάιδεψε το κεφάλι του Παρασκευά που ανταποκρίθηκε με ένα γλείψιμο στην παλάμη. «Μπορεί …», σκέφτηκε, «… η εκκωφαντική ησυχία να μου το δημιουργεί αυτό». Κάθισε προσπαθώντας να ηρεμίσει τους χτύπους της καρδιάς του που κι αυτούς πλέον τους «άκουγε». Αυτό που ένοιωσε στο στήθος δεν ήταν ο πόνος από το παλιό χτύπημα, αλλά κάτι απροσδιόριστο και πρωτόγνωρο. Τώρα είχε δυναμώσει, μια μέγγενη του έσφιγγε τον θώρακα, φοβήθηκε για έμφραγμα, κάτι σαν μούδιασμα άρχισε να αποδυναμώνει το αριστερό του χέρι, ενώ ζαλίστηκε απότομα. Πήρε βαθιές ανάσες και έσκυψε μπροστά. Πίεσε κρατώντας την τελευταία μεγάλη ανάσα του για μερικά δευτερόλεπτα κι ένοιωσε κάπως καλύτερα. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του – δεν είχε καταλάβει ότι είχαν κυλήσει – και έστρεψε το βλέμμα πάλι σε εκείνο το μεγαλειώδες θέαμα μπροστά του. Απόλυτη ησυχία, απόλυτη σκοτεινιά (εκτός από τα σημεία που φώτιζε ο φακός).
Ξεκουράστηκε περίπου μισή ώρα και άναψε τσιγάρο (!). παρατήρησε ότι ο καπνός σηκωνόταν απόλυτα όρθιος, λες και κάποιο φουγάρο λειτουργούσε αθόρυβα ρουφώντας τα πάντα, ανακυκλώνοντας τον αέρα σε εκείνο τον χώρο, αέρα που ένας Θεός ήξερε από πού μπορεί να έμπαινε. Σίγουρα όχι από κείνο το μικρό άνοιγμα της πόρτας που εκείνος ξεθάψει.
Έτριψε το στήθος του εκεί που ο πόνος είχε αρχίσει να ξεθωριάζει πια, έβγαλε από το μικρό του σακίδιο και ήπιε ένα inderal φοβούμενος πάλι κάποια ένταση με την καρδιά του και άρχισε ξανά τον δρόμο του προσπαθώντας να … καταλάβει. Δεν είχε κάνει πάνω από πενήντα βήματα όταν αυτό που συνέβη τον τρόμαξε τόσο που αναγκάστηκε να καθίσει με τα πόδια να μην μπορούν να κρατήσουν το βάρος του.
Στο βάθος της «σπηλιάς» μια λάμψη είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της. Μια λάμψη τόσο γνώριμη, τόσο οικεία… τόσο φυσική. Ξημέρωνε!! Προσπάθησε να καταλάβει αυτό που έβλεπε. Ξημέρωνε, όπως έκανε ο ήλιος πάνω στην επιφάνεια της Γης, όπως είχε συνηθίσει να βλέπει πάνω στα βουνά, μακριά στις θάλασσες, στο βάθος του ορίζοντα. Και τώρα μέσα σε εκείνη την σπηλιά … ξημέρωνε! «Ναι, σαν να προβάλλει ο ήλιος…», σκέφτηκε σχεδόν έντρομος. Και η αλήθεια είναι ότι σε λίγη ώρα – εκείνος παρέμενε γονατιστός όλη αυτό το διάστημα – ένα δυνατό φως ανέβαινε στο βάθος εκείνου του μέχρι πρότινος ολοσκότεινου χώρου. «Δεν μπορεί, σε παραμύθι ζω…», τα λόγια του ακούστηκαν λαχανιασμένα και απότομα στα αυτιά του. Ένα απαλό αεράκι, χάιδεψε το πρόσωπό του και ανακάτωσε τα μαλλιά του. Το περίμενε, δεν ήξερε γιατί αλλά το περίμενε. Όπως και περίμενε πια κάθε καιρικό φαινόμενο της επιφάνειας. Δεν θα του φαινόταν παράξενο αν έπεφτε ακόμα και βροχή.
Έριξε μια πλάγια ματιά στον Παρασκευά. Τον είδε αμέριμνο να έχει ξαπλώσει δίπλα του, λες και δεν υπήρχε καμιά διαφορά για κείνον. Ο Γιώργος συλλογιζόμενος την ηρεμία του μικρού του φίλου, μπόρεσε κι εκείνος να ηρεμίσει. Κι όμως κάτι μέσα του τον προέτρεπε να φύγει, να βγει έξω. Κοίταξε μακριά πίσω του προς την μεριά της σκάλας που οδηγούσε έξω – τώρα φωτιζόταν από κείνο το παράξενο φως – και έμεινε με το στόμα ανοικτό σαν συνειδητοποιούσε σε όλο της το μεγαλείο την εικόνα. Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, ήσυχα και φοβισμένα, λες και προσπαθούσε να μην δείξει την ανησυχία του σε κάποιον τυχαίο θεατή. Ο «ήλιος» είχε ανέβει αρκετά και έλουζε ολόκληρο το μέρος με ένα δυνατό φως. Οι σκιές από τα κτίρια (;) κύβους, μονότονες και ολόισιες έκαναν το δάπεδο να μοιάζει με μια θεόρατη σκακιέρα. Κοίταξε το ρολόι του. έδειχνε μεσημέρι… «μεσημέρι για τον έξω κόσμο…» μονολόγησε, «… ξημέρωμα εδώ». Έτρεξε ξαφνικά προς την έξοδο για απομακρυνθεί το δυνατόν πιο γρήγορα από αυτά τα παράξενα που έβλεπε. Έτρεχε και ο Παρασκευάς, βλέποντας το αφεντικό του. Έφτασαν στην βάση εκείνης της μεγάλης σκάλας με την φοβερή όψη. Ο άντρας σταμάτησε να πάρει μια ανάσα, έριξε μια ματιά προς τα πίσω ασυναίσθητα, διαπίστωσε ότι το φως είχε ανέβει λίγο ακόμα πιο ψηλά, στον ρυθμό που ανέβαινε και ο πραγματικός ήλιος έξω, ενώ τα «κτίρια» φαίνονταν πολύ πιο καθαρά, όχι ότι μπορούσε να διακρίνει καμιά ξεχωριστή λεπτομέρεια, αλλά τουλάχιστον έδειχναν πιο καθαρά.
Προσπάθησε να ανέβει το πρώτο σκαλί και ο γνωστός πόνος στο στήθος (αλλά και στην πλάτη), έκανε την εμφάνισή του, το ίδιο δυνατός και ιταμά προκλητικός προς τις δυνάμεις του.
Τα σκαλιά μπροστά του ήταν πολλά και έπρεπε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, αν ήθελε να βγει σύντομα έξω. Κάθισε και έσφιξε τη γροθιά του μπροστά στο στέρνο. Πήρε μερικές ακόμα βαθιές ανάσες, μάζεψε κουράγιο και άρχισε ν’ ανεβαίνει. Για κάποιο παράξενο λόγο, δεν κουραζόταν, το βάρος του λες και είχε μειωθεί κάτω και από το μισό. Σε πολύ λίγη ώρα, είχε βρεθεί στο κεφαλόσκαλο και μόνο μερικά μέτρα τον χώριζαν από την πολυπόθητη έξοδο.
Βγήκε και πήρε μια μεγάλης διάρκειας ανάσα. Ο αέρας ήταν ίδιος με αυτόν της σπηλιάς αν εξαιρούσε κάποιος τις χιλιάδες οσμές των φυτών και των λουλουδιών. Το αυτοκίνητο ήταν πάντα εκεί που το είχε αφήσει (ποιος θα το είχε πάρει άλλωστε), το χωμάτινο ανάχωμα και η μεταλλική πόρτα της σπηλιάς να δείχνουν πιο σκούρα, αφού εκεί έξω ήταν πια απόγευμα. Έκανε το σταυρό του ασυναίσθητα, ήπιε μια γουλιά νερό και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι που είχε περάσει το βράδυ του. Ο μικρός του σύντροφος γάβγισε και πήδηξε στην θέση του συνοδηγού. Το μεγάλο όχημα, ξεκίνησε μουγκρίζοντας δυνατά και οι τροχοί άφησαν ένα σύννεφο σκόνης να σηκωθεί στον αέρα. «Και αύριο μέρα για εξερευνήσεις είναι, δεν πρόκειται να πάει πουθενά…», σκέφτηκε με την εικόνα της σπηλιάς στο μυαλό. Απομακρύνθηκε και κορνάρισε παρατεταμένα στην προσπάθειά του ν’ ακούσει ήχο φτιαγμένο από ανθρώπινα χέρια.
Είχε απομακρυνθεί πολύ (πλησίαζε κιόλας στην απέναντι πλευρά του λόφου), όταν με ένα σύριγμα η μεταλλική πόρτα της σπηλιάς έκλεισε απαλά.