Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

ΗΡΩΕΣ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ
Αθήνα του σήμερα, Αθήνα του 2016. Αθήνα της μεγάλης κρίσης, πόλη της αφόρητης πίεσης, το … πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ. Κυριακή πρωί και ο ήλιος προσπαθεί να μας πείσει ότι αν και μέσα Φλεβάρη, το καλοκαίρι ήρθε, η διάθεση πρέπει να … «ανέβει» και τα όνειρά μας να είναι αισιόδοξα. Εις μάτην.
Προσπαθώ να πνίξω την μελαγχολία που κοντεύει να γίνει μόνιμη, σε βαθμό σχιζοφρένειας, με εικόνες από την πρωινή αυτή μου βόλτα. Πλάκα, συνοικία των Θεών, καφές στο μικρό καφενεδάκι κοντά στην οδό Ηφαίστου, πρωινές μυρωδιές από τα κεμπάπ του «Θανάση» και του «Σάββα», αλλά και από τις βιολέτες στα παράθυρα που επιμένουν σε μια παλιά Ελλάδα. Οι φωνές των μικροπωλητών, διασκεδάζουν τους έκπληκτους από την ζέστη τουρίστες, η προσπάθεια της συντρόφου μου να μου εξηγήσει ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα σε αυτό τον τόπο, ο μικρός μελαμψός ζητιάνος που πουλάει αναπτήρες, στυλό και χαρτομάντιλα… όλα αυτά ένα μικρό χαμόγελο ανεμελιάς, μια μικρή δροσοσταλιά στα πικραμένα χείλη.
«Κι όμως…», σκέφτηκα «… δεν μπορεί όλα να είναι τόσο άσχημα, τόσο στραβά…»
Με την σύντροφο κρεμασμένη σχεδόν στο μπράτσο αποφασίσαμε να κατέβουμε εκείνον τον ζωντανό δρόμο των μικροπωλητών, το κομμάτι της Ερμού από το Μοναστηράκι έως το Θησείο.
«Πάρε καλέ κύριε κουλούρι», η φωνή δεξιά, μου θύμισε την πείνα μου. Κι εκείνο το άρωμά τους! Και το σουσάμι – σκέτη αμαρτία – και η ανεμελιά του σύντομου φαγητού παρέα στο περπάτημα. Δώσαμε το ευτελές ποσό (!) του ενός ευρώ, χαμογελάσαμε λίγο - παιδικά είναι αλήθεια - και συνεχίσαμε το περπάτημα ανάμεσα από τις αγριοφωνάρες και τις παροτρύνσεις των μικροπωλητών και των παλαιοπωλών.
Κι αυτές οι αγριοφωνάρες ήταν βραχνές, γιατί όποιος φωνάζει πιο δυνατά παίρνει και την δουλειά, βραχνιασμένες και σε πολλές περιπτώσεις φανέρωναν αγωνία…
«Σαλέπ’ , καλό σαλέπ’…»
«Λαϊκό λαχείο, λαϊκό λαχείο,…. Αύριο κληρώνει, αύριο…»
«Έλα κυρία μου, εδώ το φρέσκο…. Θεσσαλονίκης λέμε… πάρε, πάρε…»
«Αυτό να πάρεις καλέ, αυτό εκεί, άντε θα σου κάνω καλή τιμή… άντε βρε να μου κάνεις σεφτέ…»
Παζάρια δεξιά κι αριστερά, φωνές και ειρωνείες, πραμάτεια στον δρόμο και στα καπό των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, ήλιος και γέλια, χρώματα και τραγούδια από τους πλανόδιους πωλητές παλιών δίσκων και οσμές από τις κινητές καντίνες. Εικόνα παραλογισμού; Ίσως! Εικόνα Παραδείσου; Ίσως!




Καθίσαμε σε ένα μικρό μεζεδοπωλείο για το μεσημεριανό ουζάκι μας. Ξαφνικά η κρίση είχε εξαφανιστεί και γελάγαμε. Συζητήσαμε, χωρίς το κινητό ή το τάμπλετ στο χέρι να μας ειδοποιεί για κάτι. Παίξαμε:
«Λοιπόν …», μου είπε η σύντροφος, πόσα απ’ αυτά τα επαγγέλματα που ξέραμε σαν παιδιά έχουν εξαφανιστεί;»
Η ερώτηση δεν μου άρεσε γιατί αν τα λέγαμε όλα, θα τόνιζα την χωριάτικη καταγωγή μου, κάτι που η αλαζονεία μου δεν μου το επέτρεπε. Έτσι άλλαξα την ερώτηση:
«Θέλεις να πούμε για τους πωλητές των δρόμων;»
«Εννοείς αυτούς που γύρναγαν στους δρόμους να πουλήσουν;»
Συμφωνήσαμε να θυμηθούμε ότι μπορούσαμε όχι μόνο από τα παιδικάτα μας, αλλά και απ’ ότι είχαμε διαβάσει. Και για να έχουμε κι ένα τίτλο, τους ονομάσαμε «ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ». Πωλητές που εξαφανίστηκαν, αλλά και κάποιοι που ακόμα τρώνε τις σόλες τους στην καυτή πόλη. Η κυρία άρχισε πρώτη:
«Λοιπόν νομίζω ότι στην πρώτη θέση θα πρέπει να βάλουμε τον κουλουρά. Τι λες; Δεν είναι δίκαιο;»




Αν και προσπαθούσα να καταλάβω το είδος της δικαιοσύνης που επικαλέστηκε, συμφώνησα προς χάριν του παιγνιδιού.
«Λατερνατζής…» απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη.







Και για να τονιστεί κιόλας η γνώμη μου, η τύχη το έφερε, να ακουστεί ο μεταλλικός ήχος μιας λατέρνας από το βάθος του δρόμου. Χαμογέλασα και έψαξα για ψιλά.
«Να, λοιπόν, η πραγματικά όμορφη των Αθηνών!!! Η πλουμιστή κυρά με την μεταλλική φωνή…»
Ο σερβιτόρος πλησίασε και άφησε μια μεγάλη ποικιλία με γαρίδες και διάφορα άλλα θαλασσινά. Κανείς από τους δυό μας δεν έκανε κίνηση να πιάσει το πιρούνι του, να γευτεί τα μυρωδάτα μεζεκλίκια. Η προσοχή μας ήταν δοσμένη ολάκερη στην μουσική που εξαπέλυε στον αέρα το «άρωμά» της με το … «κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά…». Σιγομουρμουρίσαμε τους στίχους του Μάνου (ένας είναι ο Μάνος!!!!!) και διέκρινα κάτι να γυαλίζει στα μάτια της συντρόφου μου. Μόλις την κοίταξα και ήμουν έτοιμος να της χαϊδέψω το χέρι:
«Καστανάς…», μου είπε απότομα και βιαστικά.




Δεν περίμενα τέτοια γρήγορη αντίδραση, αυτό (για να παινευτώ) ήταν δικό μου γνώρισμα και απάντησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να ανακτήσω την … κυριαρχία:
«Λούστρος, ναι κυρία μου λούστρος, αμέ και μάλιστα ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτό το επάγγελμα», γέλασα με ειρωνικό τρόπο, σιγά μην μου την έφερνε η … γυναίκα!!!






Εκείνη χαμογέλασε που δεν το είχε σκεφτεί πρώτη, πιστεύοντας ότι ήταν ένα συνηθισμένο – χαρακτηριστικό - επάγγελμα πλανόδιων. Έπιασε μια μεγάλη γαρίδα, ήπιε μια γουλιά από το ούζο της και πριν καταπιεί, με εκείνη την χαρακτηριστική χροιά φωνής που σημαδεύει τους μπουκωμένους:
«Σαλεπιτζής κύριε. Για να σε δούμε τώρα!»





Δεύτερη φορά που η σύντροφός μου με αιφνιδίασε κι αυτό όχι λόγω ταχύτητας, αλλά γιατί ανέφερε ένα επάγγελμα που δύσκολα κάποια γυναίκα θα έλεγε. Προσπάθησα να αντιδράσω (διακυβευόταν η φήμη μου!) και κατέφυγα στα εύκολα:
«Παγωτατζής…», είπα, ενώ σκεφτόμουν το επόμενο που θα μπορούσα ν’ αναφέρω


«Μάλιστα, αν κι ευκολάκι αυτό, έτσι;»
Ευκολάκι ναι, αλλά δεν έπαυε να είναι κι ένα από αυτά που ψάχναμε.
«Λοιπόν τι λες για τον νερουλά; Αν και δεν υπάρχει πια, κάποτε ήταν μεγάλη υπόθεση για τους κατοίκους και ειδικά αυτών των πιο φτωχών συνοικιών…»




Είχε δίκιο και μάλιστα μου έδωσε και την έμπνευση:
«Αφού κυρία μου ανέφερες και μάλιστα πολύ σωστά, τους νερουλάδες… πάρε και τους πωλητές πάγου. Θυμάμαι όταν ήμασταν μικρά, μέναμε τότε στην περιοχή του Ταύρου, είχαμε ένα παλιό…»
«Ξέρω, ξέρω … ένα παλιό ξύλινο ψυγείο και η μαμά σου κάθε πρωί αγόραζε κομμάτια πάγου για την ψύξη. Μου το έχεις πει τόσες φορές που το έχω εμπεδώσει πια»






Νόμιζα ότι την μισούσα εκείνη την στιγμή, σκεφτόμουν να την πνίξω και δεν άκουσα αμέσως τα λόγια της. Έπιασα το ποτήρι με το ούζο για να μην πιάσω τον…. τρυφερό λαιμό της και μόλις που άκουσα…
«… γανωτής!», διέκρινα στα μάτια της την λάμψη της περηφάνιας!



Μάλιστα, άλλο ένα επάγγελμα που δεν περίμενα από το στόμα της. Κάτι πιο εξωτικό έπρεπε να βρω τώρα, αλλά τι; Πήρα το μαχαίρι κι άπλωσα λίγη ρώσικη σαλάτα σε μια φέτα ψωμί… και τότε μου ήρθε το επάγγελμα που θεώρησα σπάνιο:
«Τροχατζής…», ανήγγειλα με ύφος εκατό καρδιναλίων. «Τραχατζής…», επανέλαβα μη και δεν το άκουσε.

«Και τι είναι τούτο; Επάγγελμα; Πρώτη φορά το ακούω, δεν είπαμε ότι πρέπει να λέμε αυτά που και οι δυό γνωρίζουμε; Ε, αυτό λοιπόν δεν πιάνει…». Πήγε να φερθεί πονηρή και να μου αφαιρέσει ένα βαθμό, αλλά…
«Τι λες καλέ που θα μου πεις ότι είναι άκυρο. Τροχατζή λέγαμε μικρά, αυτόν που τρόχιζε τα μαχαίρια. Πέρναγε μια φορά την βδομάδα και όλες οι νοικοκυρές έφερναν ότι κοφτερό είχαν, μα μαχαίρι, μα ψαλίδι για τρόχισμα…»
«Α, αυτός είναι ο … πως τον είπες, τροχατζής; Καλά τότε, τον πρόλαβα κι εγώ αυτόν»

Ικανοποιήθηκα με την αποδοχή της. Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι ούτε θυμόμουν τον τροχατζή, ούτε και , φυσικά, τον λέγαμε έτσι, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομα. Πάντως ήταν σωστό και ο πόντος μου φορτώθηκε στο μεγάλο σακούλι της περηφάνιας μου.
«Να πω κι εγώ τον … γαλατά;»
«Γαμώτο…», σκέφτηκα «… γρήγορα απάντησε».
«Να τον πεις κορίτσι μου, να τον πεις, γιατί όχι; Κι αυτός στους δρόμους γύρναγε και πούλαγε το γάλα από μεγάλα δοχεία με τα κατσαρόλια ή με κάτι που έμοιαζε με βαθιά σέσουλα! Προς το τέλος το έδιναν και σε μπουκάλια γυάλινα που τα κουβαλούσαν με καρότσι.Και μάλιστα κράτησε αυτό το επάγγελμα αρκετά χρόνια, μέχρι που το έφαγε η «ΕΒΓΑ της γειτονιάς μας». Γελάσαμε και οι δυό, λίγο από το παιχνίδι μας, λίγο από το ούζο, λίγο από τον λαμπερό ήλιο.




«Σειρά σου τώρα, άντε να σε δούμε κύριε…»
«Μάλιστα, τι νομίζεις δεν ξέρω;», η αλήθεια ήταν ότι δεν ερχόταν κάτι στο μυαλό. Για να κερδίσω ώρα, άναψα ένα τσιγάρο:
«Τσιγαράδες …» φώναξα λίγο πιο δυνατά απ’ όσο έπρεπε, με αποτέλεσμα να τραβήξω το βλέμμα της ξανθούλας από το διπλανό τραπέζι. Μόνο για την φωνή όμως.
«Τσιγαράδες κυρία μου. Ορέστης Μακρής, τσιγάρα – τσιγάρα… και ξυραφάδες!»









«Τότε να πω κι εγώ για τους ενεχυροδανειστές του δρόμου, τους βιβλιοπώλες του δρόμου και τους εμπόρους λευκών ειδών, που γύρναγαν από πόλη σε χωριό. Θυμάσαι την Βουγιουκλάκη  στον Πίπη; Εκεί που ο Ρίζος έκανε τον πωλητή; Ή τον Σταυρίδη με τον … Βέγγο δεν ήταν;»
Συμφώνησα μαζί της!











Ήθελα να έχω βέβαια ην τελευταία λέξη και δεν την άφησα να πάρει ανάσα. Περίμενα την στιγμή που είχε γεμίσει το στόμα με ένα μεγάλο κομμάτι από τον ξεροψημένο κεφτέ και εξαπέλυσα την τελειωτική επίθεσή μου:
«Βέβαια καλή μου, ξέχασες τους ψωμάδες και δεν εννοώ τους κουλουρτζήδες, τους μανάβηδες με τον γάιδαρο, σε πληροφορώ ότι τον πέτυχα…»
«Εγώ απλά τον παντρεύτηκα και δεν λέω για τον μανάβη…»
Δεν το πολυκατάλαβα στην προσπάθειά μου να πω κι άλλα επαγγέλματα και μάλιστα απόρησα που γελούσε μόνη της.
«… τους πωλητές κοτόπουλων, ακόμη κι αυτούς που άσπριζαν τα δέντρα με ασβέστη, την άκρη των πεζοδρομίων και… αλλά τι είπες; Ποιόν παντρεύτηκες;»


Γελάσαμε με την καρδιά μας. Την έπιασα από τους ώμους και της χάιδεψα το σβέρκο. Η ζωή δεν θέλει πολλά σκέφτηκα μόνο λίγα και καλά. Της έδωσα ένα φιλί πεταχτό (μεγάλοι άνθρωποι είμαστε) και πρόσεξα το βλέμμα της διπλανής ξανθιάς. Σε λίγο φιλούσε τον σύντροφό της με πάθος.
«Αν ήταν η ζήλια ψώρα…», σκέφτηκα!






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου