ΠΤΩΣΗ
1945
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Η ΕΞΟΔΟΣ
Η έξοδος άρχισε στις 23,00 το βράδυ. Η πρώτη ομάδα με επικεφαλής τον Μόνκε αριθμούσε 20 άτομα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και οι τέσσερις γραμματείς του Χίτλερ. Η ομάδα αφού διέσχισε τον υπόγειο χώρο στάθμευσης, βγήκε ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι της παλαιάς Καγκελαρίας. Η Τράουντλ Γιούνγκε περιγράφει στις αναμνήσεις της : «Ακόμα κι εμείς, οι γυναίκες, παίρνουμε από ένα όπλο η κάθε μια. Μας λένε να μην πυροβολήσουμε εκτός και υπάρξει ανάγκη. Μετά μας δίνουν πιο πρακτικά ρούχα. Πρέπει να περάσουμε από την άλλη μεριά, στο στρατόπεδο πίσω από το Καταφύγιο. Πρέπει να διασχίσουμε το χειρουργείο. Ποτέ δεν είχα δει πτώμα στη ζωή μου. Και πάντα με φόβιζε η εικόνα του αίματος. Τώρα με άδειο βλέμμα κοιτάζω δυο νεκρούς φαντάρους, σε άθλια κατάσταση πάνω σε φορείο. Ο καθηγητής Χάαζε δεν μας ρίχνει ούτε μια ματιά τη στιγμή που μπαίνουμε. Ιδρωμένος και απορροφημένος, ακρωτηριάζει ένα πόδι. Παντού υπάρχουν κουβάδες με αίμα και ανθρώπινα μέλη. Το πριόνι τρίζει καθώς ανοίγει δρόμο προς το κόκκαλο. Δεν βλέπω, δεν ακούω τίποτα, οι εικόνες δεν αγγίζουν πια τη συνείδησή μου¨.
Στη συνέχεια η ομάδα προχώρησε μέσα από τις σήραγγες του υπόγειου σιδηροδρόμου κι έφτασε στον σταθμό της Φρίντριχστράσσε. Εκεί όμως δέχτηκαν πυρά Σοβιετικού πυροβολικού και επικράτησε πανικός. Κάποιοι έχασαν το προσανατολισμό τους, οι περισσότεροι όμως κατάφεραν κι έφτασαν στην γέφυρα Βαϊντεντάμερ. Το βόρειο τμήμα της όμως ήταν κλειστό λόγω ενός αντιαρματικού εμποδίου αλλά και πυκνών Σοβιετικών πυρών. Αφού αποσύρθηκαν τότε στο νότιο άκρο της, συνάντησαν μέσα στα φλεγόμενα ερείπια μια ομάδα Γερμανικών αρμάτων. Συγκεντρώθηκαν γύρω τους και ξεκίνησαν πάλι. Αυτή τη φορά με τη βοήθεια των τεθωρακισμένων διέσχισαν τη γέφυρα και βρέθηκαν στη βόρεια όχθη του Σπρέε. Φθάνοντας όμως στην Τσίγκεστράσσε, ένα Σοβιετικό αντιαρματικό έπληξε το προπορευόμενο άρμα. Η ισχυρή έκρηξη ζάλισε τον Μπόρμαν και τον δρ Στούμπφεγγερ, ενώ τραυμάτισε τον Άξμαν που ακολουθούσε από κοντά. Μετά απ’ αυτό υποχώρησαν όλοι προς τη γέφυρα Βαϊντεντάμερ.
Δυό Γερμανικά «Τίγρης ΙΙ» έδωσαν την τελευταία απελπισμένη μάχη τους μπροστά στη γέφυρα Σούλενμπούργκερ. Το ένα απ’ αυτά, με αρχηγό πληρώματος τον ανθυπίλαρχο Όσκαρ Σέφερ, επλήγη από τους Σοβιετικούς. Το άρμα ανεφλέγη αμέσως, δυό άντρες του πληρώματος σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι διέφυγαν με τραύματα. Ο ίδιος ο Σέφερ υπέστη βαριά εγκαύματα και οδηγήθηκε στον πλησιέστερο σταθμό επιδέσεως τραυμάτων.
Η Γιούνγκε περιγράφει την οδύσσειά της: «Για ώρες σερνόμαστε σε υπόγεια, σε φλεγόμενα κτίρια, σε παράξενους σκοτεινούς δρόμους! Κάπου σε ένα άδειο υπόγειο ξεκουραζόμαστε και κοιμόμαστε μια – δυο ώρες. Μετά συνεχίζουμε, μέχρι που να μας κόψουν το δρόμο τα ρωσικά άρματα. Κανένας μας δεν είχε βαρύ οπλισμό. Μόνο πιστόλια έχουμε πάνω μας. Έτσι περνάει η νύχτα και το πρωί επικρατεί ησυχία. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Ακόμα δεν έχουμε δει κανένα Ρώσο στρατιώτη. Στο τέλος φτάνουμε σε ένα παλιό κελάρι μιας ζυθοποιίας (σ.σ. της ζυθοποιίας Wiegand), που χρησιμοποιείται σαν καταφύγιο. Εδώ είναι ο τελευταίος σταθμός. Απ’ έξω υπάρχουν Ρωσικά άρματα και είναι πια μέρα. Παρ’ όλα αυτά μπαίνουμε στο καταφύγιο χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί. Κάτω, ο Μόνκε και ο Γκούνσε κάθονται σε μια γωνία και προσπαθούν να γράψουν. Ο Χέβελ κάθεται σε μια βάση από σανίδες, κοιτάει το ταβάνι και σωπαίνει. Δεν θέλει να συνεχίσει. Δυο στρατιώτες φέρνουν τον πληγωμένο Ρατενχούμπερ μέσα. Δέχτηκε μια σφαίρα στο πόδι, έχει πυρετό και παραμιλάει. Ένας γιατρός τον περιποιείται και τον βάζει πάνω σε ένα ράντζο. Εκείνος βγάζει το όπλο του, το απασφαλίζει και το τοποθετεί δίπλα του. Δεν έχω καμιά διάθεση να προχωρήσω άλλο, αλλά η κυρία Κρίστιαν κι άλλες με πιέζουν, με ταρακουνούν και στο τέλος τις ακολουθώ. Τα κράνη και τα πιστόλια τα αφήνουμε εκεί. Βγάζουμε τα στρατιωτικά σακάκια. Αποχαιρετούμε τους άντρες δια χειραψίας και φεύγουμε».
(Paul Joseph Goebbels, 29 Οκτωβρίου 1897 - 1 Μαΐου 1945) |
Ο ναύαρχος Φος, ο θαλαμηπόλος του Χίτλερ, ο Λίνγκε, ο ταγματάρχης Γκούνσε και πολλοί άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και πέρασαν τα επόμενα δέκα χρόνια της ζωής τους στις Σοβιετικές φυλακές. Οι τελευταίοι αιχμάλωτοι αποφυλακίστηκαν το 1955 και επέστρεψαν σε κακή κατάσταση στη Δυτική Γερμανία.
Ο οδηγός Κέμπκα, οι γραμματείς του Χίτλερ, Κρίστιαν, Γιούνκε και Κρύγκερ, έφθασαν στους Δυτικούς συμμάχους. Άλλοι όπως ο Χέβελ ή ο συνταγματάρχης των SS Πέτερ Χουγκλ αυτοκτόνησαν ή σκοτώθηκαν κατά την προσπάθειά τους κατά την προσπάθειά τους να διαφύγουν. Πολλών, τέλος, τα ίχνη χάθηκαν, όπως της μαγείρισσας του Χίτλερ, Μαντσιάλυ και του δεύτερου πιλότου του, συνταγματάρχη των SS, Μπαίτς.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΓΚΑΙΜΠΕΛΣ
Ύστερα από λίγο ο Κούντς έμεινε μόνος του με την Μάγδα. Εκείνη του είπε πως ο θάνατος του Φύρερ τους είχε κάνει να πάρουν την απόφασή τους. Τη νύχτα οι πολιορκημένοι θα προσπαθούσαν να σπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν προς την Δύση. Η οικογένεια Γκαίμπελς θα πέθαινε πριν την έναρξη της επιχείρησης. Μετά τον πόλεμο ο Κούντς κατέθεσε ότι προσπάθησε να μεταπείσει τη Μάγδα να στείλει τα παιδιά σε ένα νοσοκομείο και να τα θέσει υπό την προστασία του Ερυθρού Σταυρού. Η Μάγδα όμως ήταν ανένδοτη. «Αφού μιλήσαμε για περίπου είκοσι λεπτά… «, διηγείται, «… ο Γκαίμπελς επέστρεψε στο γραφείο του και μου είπε: Γιατρέ θα σας ήμουν ευγνώμων αν βοηθούσατε την γυναίκα μου να σκοτώσει τα παιδιά». Ο Κούντς επανέλαβε εκ νέου την πρόταση για να σωθούν τα παιδιά. «Αυτό είναι αδύνατον…», είπε ο Υπουργός Προπαγάνδας. «Είναι τα παιδιά των Γκαίμπελς». Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο. Ο Κούντς έμεινε μόνος με την Μάγδα Γκαίμπελς, η οποία ανέκφραστη έριχνε πασιέντζες για περίπου μια ώρα.
Λίγο αργότερα ο Γκαίμπελς επέστρεψε ανήσυχος: «Οι Ρώσοι μπορεί να φτάσουν από στιγμή σε στιγμή και να εμποδίσουν το σχέδιο μας…», είπε η Μάγδα, «… για αυτό πρέπει να βιαστούμε και να κάνουμε αυτό που πρέπει».
Johanna Maria Magdalena "Magda" Goebbels |
«Εκείνη την ημέρα είχα αναλάβει καθήκοντα στο τηλεφωνικό κέντρο γύρω στις 20,00 μ.μ. Τα τρία μικρότερα παιδιά των Γκαίμπελς έκαναν φασαρία στο κατώτερο καταφύγιο παίζοντας με μια μπάλα. Τους έδωσα μερικά αναψυκτικά. Τώρα που ο Φύρερ ήταν νεκρός, το μεγαλύτερο τμήμα του κατώτερου καταφυγίου ήταν πια άδειο και τα παιδιά το χρησιμοποιούσαν για γήπεδο. Ύστερα από λίγο έφυγαν».
Γύρω στις 17,00 ο Μις είδε την Μάγδα με τα τρία μεγαλύτερα παιδιά. Φορούσε ένα μακρύ βαθυγάλανο φόρεμα με άσπρο γιακά, άσπρα μανικέτια και άσπρα γάντια. Το πρόσωπο της ήταν χλωμό. Μάζεψε όλα τα παιδιά στο δωμάτιο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από του Μις. Ο τελευταίος αφηγείται:
«Όλα τα παιδιά ήταν τώρα ντυμένα με λευκά νυχτικά. Ήταν η ώρα που συνήθως πήγαιναν για ύπνο. Πέντε από τα παιδιά κάθονταν σε καρέκλες, η Χάιντι όμως είχε σκαρφαλώσει με τα τέσσερα στο τραπέζι. Υπέφερε από αμυγδαλίτιδα και γύρω από τον λαιμό της ήταν τυλιγμένο ένα κασκόλ. Η Χέλγκα, η ψηλότερη, μεγαλύτερη και εξυπνότερη, έκλαιγε σιγανά. Νομίζω πως υποπτευόταν αμυδρά την καταστροφή που έμελλε να έρθει. Ήταν ξεκάθαρα το κορίτσι του μπαμπά της, χωρίς ν’ αγαπά ιδιαίτερα τη μητέρα της. Η κυρία Γκαίμπελς, ως συνήθως, έπαιζε τον ρόλο της προσηλωμένης μητέρας. Χτένισε προσεκτικά τα μακριά μαλλιά των πέντε κοριτσιών, κατόπιν, βούτηξε το τσουλούφι του Χέλμουτ. Στη συνέχεια, φίλησε το κάθε παιδί με μεγάλη τρυφερότητα, όπως έκανε κάθε βραδιά την διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας. Όλα αυτά τα παρακολούθησα με ανησυχία. Είχα κατατρομάξει. Η συνείδησή μου με βασανίζει μέχρι σήμερα…»
Κατόπιν, χωρίς να πει αντίο, η κυρία Γκαίμπελς στράφηκε προς την πόρτα, ανέβηκε την ελικωτή σκάλα και χάθηκε στο ανώτερο Καταφύγιο μαζί με τα παιδιά της. Η Χάιντι, που ήταν η μικρότερη και κάπως πειραχτήρι, στράφηκε πίσω προς τον λοχία και του είπε: «Μις, είσαι ένα ψάρι». Η μικρή Χάιντι γέλασε δυνατά.
Το πτώμα του Γκαίμπελς όπως βρέθηκε από τους Σοβιετικούς στρατιώτες |
Ο Κουντς άρχισε να τους χορηγεί ενέσεις μορφίνης για να τα αναισθητοποιήσει. Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο. «Έπειτα απ’ αυτό…», είπε ο γιατρός στους Σοβιετικούς ανακριτές του, «… πήγα ξανά στο μπροστινό δωμάτιο και είπα στην κυρία Γκαίμπελς ότι έπρεπε να περιμένουμε περίπου δέκα λεπτά μέχρι να κοιμηθούν τα παιδιά. Κοίταξα το ρολόι μου και είδα ότι ήταν 8,40 μ.μ.».
Ο Κουντς ισχυρίστηκε ότι δεν άντεχε να δώσει δηλητήριο στα παιδιά που κοιμούνταν. Η Μάγδα Γκαίμπελς του είπε να βρει τον συνταγματάρχη Στούμπφεγκερ, τον προσωπικό γιατρό του Χίτλερ. Μαζί με αυτόν άνοιξε τα στόματα των παιδιών, έβαλε μια αμπούλα με δηλητήριο ανάμεσα στα δόντια τους και πίεσε τα σαγόνια τους. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Αμερικανός λοχαγός της κατασκοπείας, Τζέημς Ο’ Ντόνελ, αυτή η πολλαπλή παιδοκτονία δεν εξελίχθηκε τόσο ομαλά όσο είχε σχεδιαστεί. Η μεγαλύτερη κόρη Χέλγκα, βρέθηκε αργότερα με έντονες μελανιές στο πρόσωπο. Αυτό δείχνει ότι η μορφίνη μπορεί να μην επέδρασε πολύ καλά και ότι ίσως πάλεψε με τους δυό ενήλικες που προσπαθούσαν να της ανοίξουν το στόμα.
Το πόρισμα της αυτοψίας των Σοβιετικών γιατρών, μια εβδομάδα αργότερα, σημείωνε λακωνικά πως η Χέλγκα Γκαίμπελς είχε «αρκετές κατάμαυρες μελανιές». Πιθανόν αυτές οι μελανιές να προκλήθηκαν την ώρα που το τρομοκρατημένο κορίτσι πάλευε για την ζωή του. Αφού τελείωσαν όλα, ο Στούμπφεγκερ έφυγε και ο Κουντς κατέβηκε στο γραφείο του Γκαίμπελς με τη Μάγδα. Ο Γκαίμπελς βημάτιζε πάνω – κάτω νευρικός. «Όλα τελείωσαν με τα παιδιά…», του είπε εκείνη , «… τώρα πρέπει να σκεφτούμε τους εαυτούς μας».
Τις τελευταίες στιγμές του ζευγαριού στο Καταφύγιο διηγείται ο Άρθουρ Άξμαν, αρχηγός της Χιτλερικής Νεολαίας: «Έφτασα στο κατώτερο καταφύγιο από το πόστο διοίκησής μου στην οδό Βιλχελμστράσε γύρω στις 6,30 την Τρίτη 1η Μαΐου. Ήθελα να αποχαιρετίσω τους δυο Γκαίμπελς. Βρήκα το ζευγάρι να κάθεται στο μακρόστενο τραπέζι συνεδριάσεων με τον Βέρνερ Νάουμαν, τον Χανς Μπάουρ, τον Βάλτερ Χέβελ, τον στρατηγό Κεμπς και τρείς ή τέσσερις άλλους. Ο Γκαίμπελς σηκώθηκε για να με χαιρετίσει. Σύντομα καταπιάστηκε με ζωηρές αναμνήσεις από την εποχή των οδομαχιών μας στο Βέντινγκ του Βερολίνου, το διάστημα από το 1928 έως το 1933. Θυμήθηκε πως είχαμε τσακίσει τους Βερολινέζους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές, αναγκάζοντάς τους να υποταχθούν υπό την μελωδία του εμβατηρίου «Χορστ Βέσελ».
«Δεν είναι τόσο σημαντικές. Ο πόλεμος έχει χαθεί. Στην πραγματικότητα δεν σε χρειαζόμαστε πια Μις. Ίσως δεν θα ήταν άσχημη ιδέα αν πήγαινες και πολεμούσες με τα στρατεύματα του στρατηγού Ράουχ. Προβάλλουν καλή αντίσταση στο Σαρλότενμπουργκ. Λοχία σου εύχομαι ότι καλύτερο». Κατόπιν τον χαιρέτισε δια χειραψία, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ πριν. Ο Γκαίμπελς όμως, είχε χάσει την επαφή με τις στρατιωτικές εξελίξεις. Ο στρατηγός Ράουχ με λιγότερους από 500 καταπονημένους άντρες, μαχόταν ήδη στο Πότσνταμ, είκοσι χιλιόμετρα νοτιοδυτικότερα. Ο υπουργός Προπαγάνδας, τον οποίο είδε ο Μις συμπτωματικά, πρέπει να έψαχνε το σημείο όπου σκόπευε να αυτοκτονήσει, όχι μέσα στο καταφύγιο όπως ο Χίτλερ, αλλά έξω, στο ύπαιθρο, κοντά στον ορυμαγδό της μάχης. Ο λοχαγός Γκούντερ Σβέγκερμαν, ο ανώτερος υπασπιστής του κι ο σοφέρ Ραχ φρόντισαν να βρουν κάνιστρα βενζίνης, καθώς μετά την καύση των πτωμάτων του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν, η βενζίνη ήταν σε έλλειψη. Οι δυό υπασπιστές εντόπισαν τελικά έξη κάνιστρα και τα έφεραν στο κάτω μέρος της σκάλας εξόδου κινδύνου του Καταφυγίου. Ήταν πολύ επικίνδυνο να τα αφήσουν στην κορυφή, όπου θα ήταν εκτεθειμένη στις εκρήξεις των οβίδων.
Ο γάμος του Γκαίμπελς με την Μάγδα |
Στις 10,15 μμ, ο Γκαίμπελς εισήλθε στο δωμάτιο της Μάγδας. Λίγο νωρίτερα είχε χαιρετίσει τους τελευταίους θαμώνες του Καταφυγίου. Δεν παραπονέθηκε και ήταν ήρεμος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η Τράουντλ Γιούνγκε διηγείται: «Ώστε είχε έρθει η ώρα. Όλοι του δίνουμε το χέρι και τον αποχαιρετούμε. Σε μένα εύχεται με σφιγμένο χαμόγελο να πάνε όλα καλά. Ίσως καταφέρετε να ξεφύγετε», μου λέει ήσυχα και εγκάρδια. Αλλά εγώ κουνάω το κεφάλι μου σαν να αμφιβάλλω γι αυτό. Ο εχθρός μας έχει περικυκλώσει εντελώς. Στην Πότσντάμερ Πλατς υπάρχουν Ρωσικά άρματα μάχης …». Στην συνέχεια ο Γκαίμπελς παρέδωσε στον Σβέγκερμαν τη φωτογραφία που είχε με το αυτόγραφο του Χίτλερ σε ασημένια κορνίζα. Στο πλατύσκαλο ήταν ο στρατηγός Μόνκε και ο Ολντς, ο κατώτερος υπασπιστής του Γκαίμπελς. Τα τελευταία λόγια του «αρχιερέα» του Εθνικοσοσιαλισμού έκρυβαν μια δόση ειρωνείας. «Τουλάχιστον εσείς, καλοσυνάτοι άνθρωποι, δεν θα χρειαστεί να κουβαλήσετε τα σώματά μας πάνω με όλα αυτά τα σκαλιά». Η Μάγδα ήταν ανέκφραστη και το πρόσωπό της θύμιζε νεκρική μάσκα. Ο στρατηγός Μόνκε έδωσε την τελευταία λακωνική περιγραφή του ζεύγους Γκαίμπελς, ως αυτόπτης μάρτυρας. «Πήγε στον καλόγερο του μικρού δωματίου που είχε για γραφείο και φόρεσε το καπέλο του, το κασκόλ και την χλαίνη της στολής του. Με αργές κινήσεις φόρεσε τα δερμάτινα γάντια του εφαρμόζοντας προσεκτικά όλα τα δάχτυλά του. Κατόπιν πρόσφερε σαν καβαλιέρος το δεξί του μπράτσο στη γυναίκα του. Ήταν σιωπηλοί τώρα, όπως ήμασταν κι εμείς, οι τρεις θεατές. Αργά αλλά σταθερά, ακουμπώντας ελαφρά ο ένας στον άλλον, ανέβηκαν τα σκαλιά και βγήκαν στην αυλή». Η νύχτα είχε πέσει στο Βερολίνο και ο ουρανός φωτιζόταν από τις εκρήξεις και τη φωτιά που ξερνούσαν τα όπλα. Ήταν λίγο πριν από τις 21,00 και στη βάση των τσιμεντένιων σκαλοπατιών που οδηγούσαν έξω από το Καταφύγιο, οι Γκαίμπελς προσπέρασαν σιωπηλά τα κάνιστρα βενζίνης που θα τους έκαιγαν. Στο κεφαλόσκαλο συνάντησαν έναν λοχαγό των SS που βρισκόταν σε αναμονή για την περίπτωση που θα χρειαζόταν μια χαριστική βολή. Θα ήταν ο αυτόπτης μάρτυς των αυτοκτονιών που ακολούθησαν. Ο Γιόζεφ και η Μάγδα Γκαίμπελς εφάρμοσαν προσεκτικά την εγκεκριμένη από τον καθηγητή Χάαζε, μέθοδο του Καταφυγίου, τον συνδυασμό δηλαδή πυροβολισμού και δηλητηρίου. Η Μάγδα προχώρησε πρώτη. Δάγκωσε την κάψουλα της κι έπεσε στο έδαφος. Ο σύντροφός της την πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Το χρυσό έμβλημα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, η καρφίτσα που της είχε χαρίσει ο Αδόλφος Χίτλερ ως αποχαιρετιστήριο δώρο, μια μέρα πριν από τον θάνατό του, έλαμψε για λίγο στον Βερολινέζικο ουρανό. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Γκαίμπελς δάγκωσε την δική του κάψουλα, τοποθέτησε το πιστόλι στον δεξιό του κρόταφο, ένα Walter P-36 και πάτησε την σκανδάλη. Ο αξιωματικός των SS που δεν χρειάστηκε να παρέμβει, φώναξε τον λοχαγό Σβέγκερμαν να φροντίσει την βιαστική αποτέφρωση. Όταν ο Ραχ και ο Σβέγκερμαν βγήκαν στον κήπο, βρήκαν τους Γκαίμπελς να κείτονται στο έδαφος. Οι δυό άντρες περιέλουσαν τα πτώματα με βενζίνη και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά. Ήταν σαν τους νεκρούς βασιλείς των Βίκινγκς που τους έκαιγαν μετά την νεκρική τελετή. «Με δυό τρόπους μπορεί κανείς να κρίνει έναν άντρα σε αυτόν τον κόσμο…», είχε πει ο Χίτλερ ήδη από το 1927, «… από την γυναίκα που θα παντρευτεί κι από τον τρόπο που θα πεθάνει». Ασυναίσθητα ο Χίτλερ είχε προσδώσει την πιο ταιριαστή επιτύμβια περιγραφή στον προφήτη του. Ο υπουργός Προπαγάνδας πέθανε μέσα σε ένα Βαγκνερικό φινάλε, με τον τρόπο που ταίριαζε στον χαρακτήρα του και τον φανατισμό της ιδεολογίας του.
Ο Γκαίμπελς με τα παιδιά του |
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Χίτλερ όμως βάδιζε τον δρόμο του με την σιγουριά του αιθεροβάμονα, την κατεύθυνση του υπνοβάτη. «Είμαι περήφανος… «, έλεγε, «… γιατί με εξέλεξε η Θεία Πρόνοια για να οδηγήσω τον Γερμανικό λαό ανάμεσα από τα τρομερά αυτά γεγονότα. Θα ενώσω αδιάσπαστα το όνομά μου και τη ζωή μου, με την μοίρα του Γερμανικού λαού».
Εκτός από τον Μωάμεθ, είναι αμφίβολο αν υπήρξε άλλος άνθρωπος στην Ιστορία, που να είχε σε τέτοιο σημείο πεισθεί ότι ήταν σταλμένος από την Θεία Πρόνοια και που να ίδρυσε μια τάξη, μια επανάσταση, μια θρησκεία, μια αυτοκρατορία.
Το τέλος του Χίτλερ στα Βερολίνο ήταν αυτό που ο ίδιος από καιρό προετοίμασε, σκηνοθέτησε και τελικά υλοποίησε, ακολουθώντας τη ρήση του τελευταίου πιστού Γιόζεφ Γκαίμπελς: «… στους σκληρούς καιρούς που έρχονται τα παραδείγματα και οι πράξεις θυσίας θα είναι περισσότερο σπουδαία από τους ανθρώπους…». έπεσε όπως αυτός σχεδίασε και ονειρεύτηκε για την περίπτωση που η επανάστασή του θα αποτύγχανε: μέσα στη βοή και τον ορυμαγδό της μάχης, μέσα στις ριπές των πολυβόλων και στους ερειπωμένους τοίχους της πρωτεύουσας του «χιλιόχρονου» Ράιχ, που δεν έμελλε να διαρκέσει παρά μόνο δώδεκα μόλις χρόνια. Ακόμα και στις πιο δύσκολες και σκοτεινές ώρες της ζωή του ο Χίτλερ, ετοίμαζε ν’ αφήσει στις νεώτερες γενιές και στην Ιστορία το ύστατο και σπουδαιότερο τεκμήριο του ανεξάντλητου μίσους που έτρεφε για τους Εβραίους, την πολιτική του διαθήκη: «Δεν είναι αλήθεια ότι εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος στη Γερμανία θέλησε τον πόλεμο του έτους 1939. Τον πόλεμο τον θέλησαν και τον προκάλεσαν οι πολιτικοί που ήταν Εβραϊκής καταγωγής ή εξυπηρετούσαν Εβραϊκά συμφέροντα. Εγώ έκανα πολλές προτάσεις για τον περιορισμό των εξοπλισμών (και οι μεταγενέστεροι δεν θα μπορούν να το παραγνωρίζουν αυτό επ’ άπειρον) ώστε να είναι δυνατόν να θεωρούμαι υπαίτιος αυτού του πολέμου. Ούτε επιθύμησα μετά από τον ατυχή Α! Π.Π. την κήρυξη ενός δεύτερου πολέμου εναντίον της Αγγλίας και της Αμερικής. Θα περάσουν αιώνες, αλλά από τα ερείπια των πόλεων και των μνημείων μας θα αναδίδεται αιωνίως το μίσος εναντίον του υπεύθυνου λαού, στον οποίο οφείλουμε όλα αυτά: τον διεθνή Ιουδαϊσμό και τους υποστηρικτές του».
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ο Αδόλφος Χίτλερ δήλωνε υπό τις επευφημίες των βουλευτών του στο βήμα του Ράιχσταγκ: «Από σήμερα δεν είμαι παρά ο πρώτος στρατιώτης του Γερμανικού Ράιχ. Φορώ για άλλη μια φορά τη στολή αυτή, που για εμένα είναι η πιο ιερή και η πιο ακριβή. Θα τη βγάλω όταν νικήσουμε ή θα πεθάνω με αυτήν». Πεντέμισι χρόνια αργότερα θα άφηνε την τελευταία του πνοή μέσα στο μισογκρεμισμένο καταφύγιο του με την ίδια στολή, όπως προφητικά είχε προβλέψει. Με τον θάνατό του θα έπεφτε η σημαία της Εθνικοσοσιαλιστικής Επανάστασης (!).
Ένας Άγγλος ιστορικός είχε πει για αυτόν τον λόγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα του Β! Π.Π. :
«Ο Αδόλφος Χίτλερ προσέφερε στον λαό του αυτό το κάτι για το οποίο ζούσε και πέθαινε αδερφωμένα πέραν του ατομικού συμφέροντος. Κι αυτό ακριβώς είναι το επικίνδυνο…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου