ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ… ΨΙΘΥΡΟΥ
«ΤΟ ΚΟΜΠΟΔΕΜΑ»
Να, από την μια ένα τζην με ξέβαμμα εργασίας, ή σκουριάς, να, από την άλλη το μπλουζάκι με την στάμπα κάποιου διάσημου συγκροτήματος της ροκ, τα πουκάμισα στην σειρά, άλλα διπλωμένα με τα μανίκια σε τριαντάφυλλο, άλλα κρεμασμένα σε τσιγκέλια χασάπη (το νέο στυλ παρουσίασης για πουκάμισα και παντελόνια), μα πιο πολύ εντυπωσιακά ήταν τα μπουφάν. Μεγάλες, όμορφες, πολυεστερικές κούκλες με την αλαζονεία της απόλυτης αντρικής ομορφιάς τα φορούσαν με τα φερμουάρ τους ανοικτά σε μια ανέμελη στάση, να φανεί το πουλόβερ, το φούτερ με την κουκούλα ή το καρό πουκάμισο σε Αμερικάνικες αποχρώσεις (σαν αυτά που φόραγαν οι αγελαδάρηδες στην Άγρια Δύση), με παντελόνια τζην βγαλμένα από Ροντέο. Οι αγκράφες από τις ζώνες των παντελονιών, γυάλιζαν στο φως το προβολέων προσπαθώντας και με επιτυχία μάλιστα, να τραβήξουν τα βλέμματα στη βιτρίνα, όπως το φως μιας λάμπας τραβάει πάνω της όλα τα έντομα της νύχτας.
Φούτερ, πουκάμισα, παντελόνι, πλεκτά, μπουφάν, ζώνες, αξεσουάρ ανδρικού ντυσίματος, παλτά… σακάκια. Πανδαισία χρωμάτων, ειδών, ποιοτήτων (με το ανάλογο αντίτιμο βέβαια), ο παράδεισος του απαιτητικού άντρα, όπως έλεγε και το σλόγκαν κάτω από την επιγραφή του καταστήματος.
Ο Ααμπάν είχε έρθει στην Ελλάδα πριν δεκαπέντε χρόνια, πρόσφυγας από κάποιο χωριό του Ιράκ. Ο πόλεμος, η διαφορετική θρησκεία – ήταν Χριστιανός και αυτό έκανε τους περισσότερους από τους συμπατριώτες να τον βλέπουν με όχι και πολύ φιλικά αισθήματα – η φτώχεια και η επιβίωση, έκαναν τον νεαρό άντρα να πάρει τους δρόμους της προσφυγιάς.
Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα που ανακοίνωσε στην οικογένειά του – ήταν παντρεμένος με δυό παιδιά – ότι είχε αποφασίσει να φύγει από τον τόπο του. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, γιατί όλοι υποψιάζονταν από πριν, τι επρόκειτο να τους πει. Μπροστά στον πατέρα του που είχε περάσει πια τα ογδόντα, τα δυό του αδέρφια και την μαντιλοφορούσα μητέρα του, το μαντίλι το φορούσε όχι για την θρησκεία αλλά από συνήθεια, την γυναίκα του και τα παιδιά του, δάκρυσε στην ανακοίνωση αυτή. Τα πρόσωπα όλων ήταν σκοτεινά και μελαγχολικά.
Η γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα με τα δάκρυα να σχηματίζουν ρυάκια στα σκουρόχρωμα μάγουλα αυτού του πανέμορφου προσώπου. Άχνα δεν έβγαλε, έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε ν’ αλλάξει την γνώμη του άντρα της, ούτε βαρυγκώμησε, μόνο τον κοίταξε και διέκρινε στα δικά του μάτια, συγγνώμη αλλά και αποφασιστικότητα. Έμεινε καρφωμένη στη θέση της, μια αγκαλιά τι θα μπορούσε να προσφέρει τώρα; Ο Ααμπάν ήταν από τους άνδρες εκείνους που όταν έβαζαν κάτι στο μυαλό τους, αυτό το κάτι έπρεπε να γίνει. Και γινόταν. Πάντα όμως είχε για πρώτη, αλλά και τελευταία του έννοια, το καλό της οικογένειά στου. Γερός άντρας, δεν φοβόταν την δουλειά και σε αυτό στηριζόταν για να κατορθώσει να κάνει κάτι στη ζωή του.
Πέρασαν, λοιπόν, κάποιες μέρες και μέσα από πολλές δυσκολίες και βάσανα μεγάλα, κόντεψε να χάσει ακόμα και την ζωή του, έφτασε, παράνομος μετανάστης στην Ελλάδα. «Επιτέλους Ευρώπη!», αναφώνησε μόλις πάτησε το πόδι του στη Σάμο. Νόμιζε ότι τώρα θα μπορούσε να κάνει μεγάλα πράγματα. Ονειρεύτηκε απλά μια καλή ζωή, τα παιδιά του μεγάλα και την γυναίκα δίπλα του να χαμογελά. Και έτσι έβλεπε τα χρόνια να τρέχουν μπροστά στα μάτια του…
Στα δεκαπέντε χρόνια που πέρασαν, έφτασε στην Αθήνα, μπόρεσε να πάρει άδεια παραμονής στη χώρα – του έφυγε επιτέλους ο φόβος του «παράνομου» - δούλεψε σε ότι δουλειά μπορούσε να βρει και προσπάθησε να μαζέψει ένα μικρό κομπόδεμα. Για τους δικούς του, όπως έλεγε. Κι αυτό έκανε. Κάθε φορά που πληρωνόταν, όσα τουλάχιστον έπαιρνε από την εκμετάλλευση των «αφεντικών», πήγαινε και έστελνε το μερίδιο της οικογένειας. Σχεδόν όλα τα λεφτά στην οικογένεια. Για τον εαυτό του κρατούσε μόνο ένα μικρό ποσό, απλά για να ζει. Απλά για να μπορεί να δουλέψει με τη δύναμη της λίγης νιότης που ακόμα του έμενε.
Δεν ζήτησε ποτέ του τίποτα. Οι απαιτήσεις του περιορίζονταν σε ένα φτωχικό γεύμα, έτρωγε μια φορά την ημέρα και ένα χώρο να μπορεί να κοιμηθεί. Κοίταζε όλα εκείνα που έκαναν τη ζωή όμορφη, όλα τα είδη που του έλειπαν και έκλεινε τα μάτια στην πρόκληση. «Άλλη φορά …», έλεγε, «… άλλη φορά».
Ζούσε σε μια μικρή γκαρσονιέρα με άλλους τρεις συμπατριώτες του, για να μοιράζεται το νοίκι. Ποτέ δεν μπορούσαν να κοιμηθούν όλοι μαζί. Δεν έφτανε ο χώρος. Όποτε κάποιος δούλευε ή απλά έλειπε, τότε το κρεβάτι του φιλοξενούσε κάποιον άλλο. Ύπνος εκ περιτροπής δηλαδή. Δεν παραπονιόταν όμως, ήξερε ότι αυτό ήταν κάτι το προσωρινό. Δεν χόρτασε ποτέ το φαί ή το κρασί, αλλά δεν παραπονιόταν, ήξερε ότι αυτό ήταν προσωρινό. Ποτέ δεν είχε πιεί σε καφετέρια, ποτέ δεν είχε πάει για μπάνιο στην καλοκαιρινή θάλασσα, αν και ζούσε στην Ελλάδα, αλλά δεν παραπονιόταν, ήξερε ότι αυτό ήταν προσωρινό.
Και αυτό το «προσωρινό», κρατούσε και κρατούσε. Χρόνια έμπαιναν, χρόνια έφευγαν και ο Ααμπάν, που εν τω μεταξύ είχε πάρει το όνομα Λευτέρης, η έννοιά του σήμαινε πολλά γι αυτόν, υπέμενε στωικά την κάθε στενοχώρια, την κάθε αναποδιά, την κάθε δυστυχία. Και κάθε τέλος του μήνα, πήγαινε στη τράπεζα και έστελνε λεφτά στην γυναίκα του. Κι εκείνη χάλαγε λίγα, ίσα – ίσα να περνάει με λίγο φαγητό και μερικά ρούχα για τα παιδιά. Τα υπόλοιπα μαζεύονταν στην άκρη για το σπίτι, το μεγάλο τους όνειρο… το σπίτι τους.
Και ο Ααμπάν, όλο δούλευε και αδυνάτιζε και … γέρναγε. Όμως ήταν πάντα ήταν ευχαριστημένος γιατί είχε πάντα δουλειά. Δεν αντιμίλησε ποτέ σε κανένα εργοδότη, δεν έφερε ποτέ αντίρρηση σε βαριές και δύσκολες δουλειές, ποτέ δεν αγκομάχησε. Όσες ώρες ήθελε το «αφεντικό», τόσες ώρες έδινε και ο Ααμπάν στην δουλειά του, χωρίς να βγάλει μιλιά. Οι ρόζοι στα χέρια του είχαν γίνει σκληροί, σαν πέτρα και έτσι οι παλάμες αποκτούσαν μεγαλύτερη δύναμη και αντοχή. Έχτιζε σπίτια για να μπορέσει να χτίσει το δικό του. Έβαζε τούβλα και σοβάδες πάνω στις σκαλωσιές και έφτιαχνε τοίχους με μεγάλο κέφι και μεράκι, με μαεστρία και προσοχή. Κάθε που ένα τούβλο έμπαινε στη θέση του, νόμιζε ότι έμπαινε στο δικό του σπίτι, ότι έφτιαχνε το δικό του παλατάκι. Έτσι δεν επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει λάθη. Και όλο μάθαινε και όλο αντέγραφε τις τεχνικές των μεγάλων μαστόρων. Όταν θα γύρναγε, το σπίτι βέβαια θα ήταν έτοιμο, αλλά κάθε μέρα, νόμιζε ότι ήταν εκεί και έχτιζε κι αυτός. «Το παλάτι μου, το παλάτι μας…», μουρμούριζε κάθε τόσο. Και τον κορόιδευε ο κυρ Μήτσος, ο πρώτος μάστορας: «… μωρέ πάλι για παλάτια μιλάς; Για να μπει η κυρά σου;». Κι εκείνος γέλαγε καλοκάγαθα και κουνούσε το κεφάλι τάχα … πειραγμένος και όρμαγε πάλι στην δουλειά με το μυστρί του. Και τι δεν του έμαθε εκείνος ο Έλληνας! Πως κάνουν το χαρμάνι, τι πάει να πει «υγρασία στην πλάκα» και τόσα άλλα.
Πέρασε λοιπόν ο καιρός κι εκείνος έστελνε όσα πιο πολλά μπορούσε. Έκανε όσες δουλειές μπορούσε να βρει, όσο βαριές ή βρώμικες κι αν ήταν. Και στο Ιράκ, τα χρήματά του έπιαναν τόπο.
Ό ίδιος δεν μπορούσε να πάει εκεί, φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να επιστρέψει ξανά στην Ευρώπη, αλλά η γυναίκα του αποδείχτηκε άξια σύζυγος ενός αγωνιστή. Οικονόμα και καλή διαχειρίστρια. Μόνο που του έλειπαν τα παιδιά του. Ήθελε να τα δει, να τα σφίξει στην αγκαλιά του, να δώσει συμβουλές, να τα χαϊδέψει και να γελάσει μαζί τους. Να γελάσει; Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που γέλασε με κάτι. Κάθε φορά που τον έπιανε η νοσταλγία, έκανε περιπάτους. Προχωρούσε στους δρόμους της Αθήνας, μόνος με τα χέρια στις τσέπες …
… Και πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Δεν το κατάλαβε ποτέ, εκτός από κείνη τη μέρα που έλαβε γράμμα από την κυρά του. Μέσα είχε φωτογραφίες των παιδιών. Τρόμαξε να τα αναγνωρίσει. Σε εκείνο το γράμμα – έμαθε ότι η κόρη του πια ετοιμαζόταν ν’ αρραβωνιαστεί – νόμισε ότι ξεχύθηκε ο συσσωρευμένος τρόμος της προσφυγιάς.
«Δεκαπέντε χρόνια…», μονολόγησε, «… δεκαπέντε χρόνια».
Κοίταξε το πρόσωπό του σε ένα καθρέφτη στο δρόμο, έξω από ένα φαρμακείο. Κάποιος γέρος τον κοίταζε. Έβαλε τα χέρια στα μάγουλά του και τα τράβηξε προς τα πίσω. «Κάτι γίνεται έτσι…», είπε στον εαυτό του. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει και έκαναν μεγάλη αντίθεση με το σκουρόχρωμο πρόσωπο. Έκανε το σταυρό του και γύρισε το κεφάλι στην αντίθετη μεριά. Αύριο έπρεπε, πάλι, να στείλει λεφτά. Τα είχε όλα πάνω του, στη τσέπη του παντελονιού του. Το βδομαδιάτικό του. Αποφάσισε σήμερα, να κάνει κάποια παραπανίσια έξοδα. Ίσως για πρώτη φορά στη προσφυγική του ζωή, ήθελε να κάνει κάποια τρέλα.
Πρώτα απ’ όλα κάθισε να πιεί καφέ, δεν μπόρεσε να μη διαλέξει την πιο φτηνή καφετέρια και παράγγειλε ένα Ιταλικό καπουτσίνο. Άναψε τσιγάρο, τα περισσότερα τσιγάρα τα μάζευε από φιλέματα και ήπιε την πρώτη γουλιά και έκανε την πρώτη τζούρα. Έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε τις γεύσεις. Ο καφές ήταν κυριολεκτικά απαίσιος, ένα νεροζούμι με λίγη ζάχαρη, αλλά του φάνηκε Θεϊκός. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το φλιτζάνι από τα χείλη του και μακάρισε όλους εκείνους που είχαν την δυνατότητα να το κάνουν αυτό κάθε μέρα. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο και προσπάθησε να μιμηθεί τους άλλους θαμώνες. Δεν ήθελε να φαίνεται μίζερος και «τελευταίος», κάτι που κάνει η φτώχεια. Ίσιωσε το κορμί και βρήκε μια εφημερίδα στο διπλανό τραπέζι. Την άνοιξε και διάβασε με λίγη δυσκολία τους μεγάλους τίτλους. Τα χρόνια του στην Ελλάδα, τον είχαν μάθει καλά και να μιλά αλλά και να διαβάζει (περίπου καλά αυτό), την γλώσσα. Το μυαλό του όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με αποτέλεσμα να την αφήσει εκεί που την είχε βρει.
Σκεφτόταν πάλι την οικογένειά του. Ο πατέρας του είχε φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο και εκείνος δεν μπόρεσε να είναι ούτε στην κηδεία του. Ο ένας του αδερφός είχε παντρευτεί και εκείνος δεν μπόρεσε να είναι ούτε στον γάμο του. Όλα αυτά που γίνονταν στην πατρίδα, όλα αυτά που άλλαζαν την μορφή του τόπου του και της οικογένειάς του, γίνονταν ερήμην του. Δούλευε συνέχεια για αυτούς κι όλα αυτά που θα έδιναν την χαρά, την έννοια της οικογένειας, του ήταν πια άγνωστα. Φοβήθηκε μη και δεν ανήκει κάπου. Φοβήθηκε μη και με την επιστροφή του ξαναγίνει πρόσφυγας στην ίδια του τη χώρα.
Το σπίτι που ήθελε να χτίσει στο χωριό του, είχε γίνει. Λεφτά να ζήσει η οικογένειά του, υπήρχαν πια στα χέρια της γυναίκας του. «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να γυρίσω….», είπε. Χαμογέλασε και χτύπησε το χέρι στο μικρό τραπεζάκι μπροστά του. Παρατήρησε κάποιες πανάδες ηλικίας στο πάνω μέρος της παλάμης. Δεν έδωσε σημασία. «Η ζωή περνάει…» και σηκώθηκε να περπατήσει με μια χαρά στην καρδιά. Είχε πια πάρει την απόφασή του.
Η βιτρίνα μπροστά του ήταν ένας… πώς να το πει… δυνάστης; Το ολόφωτο μαγαζί τον καλούσε. Τον είχε καλέσει κι άλλες φορές αλλά σήμερα… σήμερα κάτι τον τράβαγε να μπει. Κοίταξε το παντελόνι του, κοίταξε το μπουφάν του, κοίταξε το πλεκτό του. Σε πολλά σημεία υπήρχαν τρύπες που τις μπάλωνε κάθε βράδυ, άλλες επιτυχημένα, άλλες όχι. Πάντως ήταν καθαρά. Πλησίασε το τζάμι της βιτρίνας και το ακούμπησε. Κατάλαβε ότι κάποια στιγμή το χάιδευε. Εκείνο το μπουφάν έπρεπε να το πάρει κι εκείνο το τζην κι εκείνο το πουκάμισο κι εκείνο το πλεκτό…. Έπρεπε να δείχνει πετυχημένος. Τώρα που θα τον έβλεπαν στην πατρίδα… έπρεπε να τον θαυμάσουν. Γι αυτούς εκεί κάτω, ήταν ο «Ευρωπαίος»! Δεν μπορούσε να τους γελάσει.
Το κατάστημα δεν ήταν μεγάλο, αλλά γεμάτο εμπόρευμα και μια μουσική συνόδευε το γελαστό πρόσωπο της πωλήτριας. Χαμογέλασε κι εκείνος. Χάρηκε που του έδωσε σημασία, παρά τα φτωχικά ρούχα του. Ένοιωσε υπέροχα, ένοιωσε «κάποιος». Δεν ήταν πια, μόνο, ο Ιρακινός μετανάστης. Ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος. Αγόρασε ένα τζην και προσπάθησε να μην πάρει κάποιο φτηνό. Συμφώνησε ν’ αγοράσει κι εκείνο το μπουφάν, που μόλις το δοκίμασε κατάλαβε ότι είχε κατασκευαστεί για κείνον μόνο. Για κανένα άλλο.
Το αφεντικό τώρα, σαν είδε ότι ο πελάτης είχε διάθεση να ξοδέψει αρκετά λεφτά, είχε αντικαταστήσει την πωλήτρια. Φέρθηκε πολύ φιλικά, φαινόταν ότι ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος και όχι μόνο επαγγελματισμός. Του μίλησε κι εκείνος τον άκουσε.
Κάποιος λοιπόν άκουγε και τον δικό του λόγο. Κι αν ήταν μόνο για να πουλήσει… δεν πειράζει, κάποιος τον άκουγε. Κάτι στην συμπεριφορά του ιδιοκτήτη, τον έκανε να πει εν συντομία την ιστορία της ζωής του. Και μάλιστα έδειχνε να ενδιαφέρεται πραγματικά. Τον ένοιωσε σαν …κάτι σαν φίλο.
Αγόρασε και για τα αδέρφια του ρούχα, τα καλύτερα. Και για κάποιους φίλους. Και όταν μπήκαν άλλοι πελάτες στο κατάστημα, δεν τον άφησε. Επέμεινε μαζί του και όλο τον ρώταγε, για την πατρίδα του, για τα έθιμά τους, για την ζωή του εδώ.
Και πλήρωσε χωρίς να πει κουβέντα. Όσα κι αν του έλεγε θα πλήρωνε. Πρώτη φορά που δεν τον ένοιαζαν τα λεφτά. Πήρε τις σακούλες και έκανε να φύγει…
«Ααμπάν… είπαμε;»
«Ναι, αλλά και Λευτέρης άμα θέλεις. Και σε αυτό ακούω…»
«Και θα πας τώρα κάτω; Στη χώρα σου;»
«Ναι, επιτέλους θα πάω στην οικογένειά μου. Μου έλειψε βλέπεις!»
«Ναι, λογικό είναι. Ήθελα να σου πω … καλό ταξίδι και καλή αντάμωση να έχεις με τους δικούς σου. Δεν θα σε ξαναδούμε έ;»
«Ο Θεός είναι μεγάλος κύριε. Αλλά το πιο … πως το λέτε… πιθανό, είναι ότι … όχι. Δεν θα ξανάρθω. Βέβαια μεγάλη κουβέντα δεν λέω, αλλά όπως τα σκέφτομαι…»
Ο ιδιοκτήτης κοίταξε προς την μεριά της πωλήτριας που μάζευε κάποια ρούχα για έναν άλλο πελάτη. Της έκανε ένα πολύ κρυφό νόημα. Δυο τσάντες παρουσιάστηκαν πάνω στον πάγκο παραλαβής. Δυό μεγάλες τσάντες φουσκωμένες.
«Αυτά Λευτέρη… είναι από μας. Πες ένα δωράκι για την οικογένειά σου. Πες ένα δωράκι για σένα. Πες μια προσφορά στον άνθρωπο που έκανε και στερήθηκε τόσα. Τέλος πάντων … για σένα από μας. Με την αγάπη μας… και δεν είναι ανάγκη να πεις τίποτα…»
Ο Ααμπάν, δεν ήξερε πια τι να κάνει. Τα λόγια δεν έφταναν πια στα χείλη εκείνα. Κράτησε το στόμα κλειστό και κούνησε το κεφάλι σε ευχαριστώ. Τα μάτια όμως μιλάγανε και έλεγαν τόσα…
Βγήκε βιαστικά από το κατάστημα φορτωμένος με τόσα καλούδια. Περπάτησε κάποια λίγα βήματα και σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω και είδε την επιγραφή του καταστήματος «ΨΙΘΥΡΟΣ», αντρική ένδυση. Βούρκωσε.
«Ελλάδα σ’ αγαπώ…», μονολόγησε και χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου