Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ... ΕΝΟΣ ΨΙΘΥΡΟΥ

ΤΟ ΜΠΛΕ

Θα μπορούσε να ήταν μια υπέροχη μέρα. Αν και πολύ πρωί, το ρολόι μόλις που έδειχνε οκτώμισι και ο ουρανός καταγάλανος προμήνυε μια ζεστή μέρα. Η Αντωνία, η μελαχρινή πωλήτρια του «ΨΙΘΥΡΟΥ», περπατούσε στο πεζοδρόμο με μια ανεξήγητη ευθυμία. Αν και όχι τόσο ανεξήγητη αφού σήμερα είχε τα γενέθλιά της η μικρή της κόρη και δεν θα άφηνε κανένα να της μαυρίσει τη διάθεση. Τάχυνε το βήμα σαν είδε από μακριά τον κύριο Γιώργο ν’ ανοίγει την πόρτα του καταστήματος. Έριξε μια κλεφτή ματιά στη βιτρίνα του διπλανού μαγαζιού που πουλούσε γυναικεία παπούτσια, της άρεσαν κάτι «εσπαντρίγιες» αν και τις έβρισκε αρκετά αλμυρές για την τσέπη της, αναστέναξε σιγανά και μπήκε στο χώρο της δουλειάς:
«Καλημέρα κύριε Γιώργο. Καλά είστε;»
«Δόξα τω Θεώ κορίτσι μου, αν θα έχει και δουλειά τότε… θα είμαι καλύτερα…», της απάντησε εκείνος με το σχεδόν καθημερινό του αστείο (ευχή;).
Όταν το air – condition είναι αναμμένο, ήδη η μέρα είχε ζεστάνει αρκετά, τότε όλα πάνε καλά και έχεις μια θετική αύρα μέσα σου. Κι αν μάλιστα γιορτάζει και το παιδί σου… τότε όλα …πρίμα. Και έτσι ένοιωθε εκείνη τη μέρα η Αντωνία. Βέβαια υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα μπορούσαν να την «ρίξουν», από απίθανοι μέχρι αναμενόμενοι. Αλλά τους αναμενόμενους μπορείς να τους προγραμματίσεις, με τους άλλους τι γίνεται;
Η ιστορία μας αυτή, μας λέει για τους άλλους λοιπόν. Γι αυτούς που αν μαζευτούν μαζί, μπορεί να σε κάνουν να ουρλιάζεις.
«Κύριε Γιώργο, αυτό…», έβγαλε από ένα κουτί σοκολατάκια, «… είναι για τα γενέθλια της Ηλιάνας μου…»
«Τι, έχει σήμερα τα γενέθλιά του το τερατάκι; Να σου ζήσει παιδί μου και, αυτό που λέγανε οι παλιοί… να την δεις όπως θέλεις!»
Τον ευχαρίστησε και άρχισε την καθημερινή δουλειά της. Ο πρώτος πελάτης δεν άργησε να μπει, μόλις είχε τελειώσει την πρωινή καθαριότητα. 
«Καλημέρα, σε τι να βοηθήσω; Τι ψάχνουμε;», το χαμόγελό της έδειχνε ότι επηρέαζε τον κόσμο, ήταν όμορφη κοπέλα κι έτσι το χάριζε απλόχερα.
Της είπε ότι ήθελε ένα «συνολάκι», παντελόνι δηλαδή κι ένα πουκάμισο. Τον εξυπηρέτησε όσο πιο καλά μπορούσε, ας έκανε κι αλλιώς αφού το βλέμμα του κύριου Γιώργου την κάρφωνε από τα γραφείο του, έκανε τον συνδυασμό και μακάρισε την τύχη της που ο πρώτος πελάτης της μέρας ήταν εύκολος και γρήγορος. Μακάρι να πήγαινε έτσι όλη η μέρα. 
Το αφεντικό της έκλεισε το μάτι σε μια επιδοκιμασία, αφού είχε προωθήσει κάποια είδη που είχαν επί μήνες «καθίσει». Η Αντωνία χάρηκε μέσα της, είχε φιλότιμο, μάζεψε τα ρούχα που είχαν απομείνει στον πάγκο και στράφηκε προς το ζευγάρι που είχε εν τω μεταξύ μπει στο κατάστημα. Τους μίλησε με όλη της ευγένεια και, η αλήθεια είναι ότι εισέπραξε και από κείνους μια πολύ ευγενική απάντηση. Έψαχναν για ένα παντελόνι, όχι κάτι το ιδιαίτερο, απλά ένα καθημερινό παντελόνι και σε χρώμα που να μπορεί να είναι ευκολοσυνδύαστο. Βασική προϋπόθεση βέβαια να ήταν δροσερό. Τίποτα δύσκολο για την Αντωνία, κάτι που θα μπορούσε να είναι υπόθεση δέκα λεπτών. 
Ο άντρας ήταν ψηλός και έδειχνε να έχει πολύ καλή σχέση με το γυμναστήριο, αφού το σώμα του φαινόταν αρκετά γυμνασμένο, κοιλιά δεν είχε και τα πόδια του, θα μπορούσαν να ήταν το μοντέλο για την σωστή εφαρμογή ενός παντελονιού. Στην αρχή επέλεξε ένα τζην με ελαφρύ ξέβαμμα, προϊόν γνωστής μάρκας τζην, που φυσικά του ερχόταν «κουτί». Κάτι όμως ενοχλούσε την σύντροφό του κι έτσι το άφησαν να το ξαναδούν αργότερα. Το δεύτερο, ήταν κι αυτό τζην, λίγο πιο κλασσικό, λίγο πιο σκούρο, αλλά κάτι δεν άρεσε στην σύντροφό του. Ακολούθησαν άλλα πέντε ή έξη τζην, αλλά κάτι δεν άρεσε στην σύντροφό του. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι όλα τα παντελόνια έπεφταν τέλεια σε ένα τόσο καλό σώμα, λες και κάποιος είχε πάρει τα μέτρα του άντρα όταν τα έραβε. Αλλά κάτι δεν άρεσε στην σύντροφό του. Μια το χρώμα δεν ήταν αρκούντως «γεμάτο», (ότι κι αν σημαίνει αυτό), μια τράβαγε λίγο στο πίσω μέρος, μια η ραφή δεν είχε το σωστό χρώμα κλωστής, αλλά είπαμε… ο πελάτης έχει δίκιο. Ας πούμε πάντα έχει δίκιο. 
Πέρασαν λοιπόν στα βαμβακερά παντελόνια τώρα. Η «σύντροφος», έψαχνε αρκετή ώρα την απόχρωση εκείνη που θα ταίριαζε στην … προσωπικότητα του άντρα της. Το περίεργο ήταν ότι εκείνος δεν είχε σχεδόν καθόλου μιλήσει, λες και δεν είχε μιλιά, μόνο την κοίταγε στα μάτια και περίμενε την αντίδρασή της. Και το κατσούφιασμα στα μούτρα αυτής της γυναίκας ήταν σχεδόν μόνιμο.
«Υπομονή Αντωνία…», μουρμούρισε στον εαυτό της η πωλήτρια, ρίχνοντας και κλεφτές ματιές προς το αφεντικό της, που για κακή της τύχη, εξυπηρετούσε εκείνη την ώρα έναν νεαρό που ήθελε πουκάμισα. «Τα γενέθλια του παιδιού σου είναι σήμερα…», συνέχισε προσπαθώντας να μη γίνει αντιληπτή από την … «σύντροφο».
Κοίταξε καλύτερα προς το μέρος της, από πίσω, αφού εκείνη ήταν γυρισμένη προς τα ράφια και «ψαχούλευε» τα παντελόνια ένα προς ένα. Να έψαχνε για θησαυρό; Μπορεί! Είδε λοιπόν μια περιφέρεια μέσα σε μια σκούρα, εμπριμέ φούστα (πρέπει να ήταν πολυεστερική), μια αρκετά μεγάλη περιφέρεια που στηριζόταν σε δυό πρησμένα πόδια, μπορεί από την ζέστη, μπορεί από κατακράτηση ούρων. Το λαδωμένο μαλλί της, μαύρο σαν τον έβενο, ήταν πιασμένο με ένα λαστιχάκι, κάτι μεταξύ κόκκινου και φούξια χρώματος και είχε για στερέωμα δυό κοκαλάκια σε σχήμα πεταλούδας, ένα σε κάθε πλευρά του κεφαλιού. Το καλό ήταν ότι κι αυτά είχαν το ίδιο περίεργο φουξοκόκκινο χρώμα. Η πιτυρίδα είχε χιονίσει τους ώμους και τα σχεδόν καθαρό μπλουζάκι που έκρυβε μια ωραία μυρουδιά από φρεσκοκομμένο κρεμμύδι, έδειχνε «προκλητικά» (τι άλλο θα δουν τα μάτια μας!), την γεμάτη λίπος πλάτη της. Αλλά το πιο απολαυστικό ήταν το πρόσωπο. Γεμάτα μάγουλα, σε σημείο να κρέμονται κάτω από το πηγούνι, με πολλά μαύρα στίγματα, όπως και στο μέτωπο, σαν παλιά ξεραμένα μαύρα σπυριά, που γίνονταν πιο έντονα σε κάθε γκριμάτσα αποδοκιμασίας που έκανε προς τον νεαρό. Μισόκλεινε τα μάτια, αποτέλεσμα της γυναικείας ματαιοδοξίας, (πρέπει να είχε αρκετή μυωπία)  και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα ταίριαζε τα χρώματα. Αν έκρινε κανείς από την δική της εμφάνιση, από τον συνδυασμό χρωμάτων στα δικά της ρούχα, μάλλον δεν θα την πρότεινε για μοντελίστ. 
«Αυτή είναι πεντάτσεπη καπαρντίνα…», είπε η Αντωνία που είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται πια. «Καθημερινό απλό παντελόνι και αυτό το μπεζ χρώμα που διαλέξατε…», προσπάθησε να κρατήσει την ευγενική της στάση, «… μπορεί να το φορέσει με όποιο μπλουζάκι ή πουκάμισο θέλει». 
Ο νεαρός, το φόρεσε κι αυτό και η Αντωνία, πρόσεξε ότι η «σύντροφος», έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας – αλήθεια πόσο γελοία γινόταν – πριν ακόμα βγει από το δοκιμαστήριο καλά – καλά. Το ίδιο έγινε και για τα άλλα δέκα περίπου παντελόνια, δέκα διαφορετικών εταιριών, δέκα διαφορετικών χρωμάτων. 
Ένας κόμπος έφτασε στο λαιμό της πωλήτριας, ήξερε ότι το «σήμερα είναι τα γενέθλια της μικρής» δεν έφτανε από μόνο του, αλλά η συνείδησή της δεν την άφηνε να τους παρατήσει έτσι. Ήθελε για το καλό του καταστήματος, ίσως και από δικό της εγωισμό, να πουλήσει. Κάτι να τους πουλήσει. 
Κοίταξε το αφεντικό της και προσπάθησε τηλεπαθητικά να ζητήσει βοήθεια. Εκείνος ήταν απασχολημένος, αλλά γύρισε το πρόσωπο του και της χαμογέλασε από μακριά. Δεν μπορούσε να πει ότι πήρε κουράγιο, αλλά έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε από κει που είχε μείνει. Ο άντρας δοκίμασε άλλα τρία παντελόνια και σταματούσε απάνω σε εκείνο το ανελέητο, αδυσώπητο «όχι – όχι – όχι» της … κυρίας, που συνοδευόταν και με την ανάλογη γκριμάτσα, λες αηδίας. 
Τελικά φόρεσε το δικό του, πήρε όσα είχαν μείνει μέσα στο δοκιμαστήριο και τα έδωσε στην άτυχη υπάλληλο:
«Λυπάμαι…» της είπε, «… αλλά δεν μπορώ να διαλέξω. Άμα είναι, μπορεί να ξαναπεράσουμε…»
Η φωνή που ακούστηκε από πίσω θα γιάτρευε όλο τον πόνο, την αγωνία αλλά και την ναυτία που ένιωσε η Αντωνία μέσα στις δυό ώρες που είχαν περάσει. Ο κύριος Γιώργος είχε πλησιάσει αθόρυβα από πίσω και παρατηρούσε. Μέχρι που δεν άντεξε…:
«Βρε αδερφέ… τι να διαλέξεις…», του είπε με φωνή που φανέρωνε εκνευρισμό, «… οικόπεδο θα πάρεις; Και για γούστο…. Άστα να πάνε φίλε. Εδώ γυναίκα δεν μπόρεσες να διαλέξεις …» κι έδειξε την «σύντροφο» με το χέρι του, «… παντελόνι ήθελες; Άντε στο καλό σου και μείνε μακριά από αυτό το κατάστημα. Α… κι αν βρεις καμιά γυναίκα … υποφερτή, ε, τότε έλα να τα ξαναπούμε …». Απομακρύνθηκε γυρίζοντας την πλάτη, αγνοώντας τις βρισιές και τις απειλές της αναψοκοκκινισμένης χοντρής «κάτι σαν γυναίκα». Η Αντωνία προσπαθούσε να μη ξεσπάσει στα γέλια, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το για πρώτη φορά έξαλλο αφεντικό της, προσπαθούσε να αποφύγει το βλέμμα της χοντρής… ωχ συγγνώμη της εύσωμης κυρίας. 
Η καταιγίδα πέρασε και δεν συνέβησαν άλλα απρόοπτα. Όλα κύλησαν ομαλά, ο κύριος Γιώργος ηρέμισε και οι πελάτες όλοι από κείνη τη στιγμή ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι. Άλλοι ψώνιζαν, άλλοι πάλι όχι, άλλοι απλά ρωτούσαν, ότι συμβαίνει φυσιολογικά σε όλα τα καταστήματα. 
«Τετάρτη σήμερα Αντώνη ε;», ακούστηκε ο κύριος Γιώργος, που πιο πολύ την φώναζε Αντώνη παρά με το γυναικείο της όνομα. «Άντε κορίτσι μου, ετοιμάσου, πήγε τρεις η ώρα. Πρέπει να κλείνουμε πια. Κι αυτή η ζέστη…. Βάσανο. Αλλά καλοκαίρι είναι θα μου πεις. Και το καλοκαίρι είναι η γιορτή της Ελλάδας… τι να κάνουμε; Άντε να κλείσω και ταμείο …»
Εκείνη την ώρα μια σκιά περπάτησε πάνω στο ξύλινο δάπεδο του μαγαζιού. Κι αυτή η σκιά, ανήκε σε μια ψιλόλιγνη κυρία με συντηρητικό ντύσιμο:
«Συγγνώμη…», είπε ευγενικά, «… προλαβαίνω να δω ένα πουκάμισο για τον άντρα μου. Ξέρω ότι κλείνετε αλλά θα σας ήμουν υπόχρεη αν θα με εξυπηρετούσατε…»
«Μα, βεβαίως κυρία μου», απάντησε ο κύριος Γιώργος και έκανε μια κίνηση με το χέρι, δείχνοντας την απογοητευμένη Αντωνία, που άφηνε κάτω την τσάντα της, καθώς είχε ετοιμαστεί για αναχώρηση. 
«Θα ήθελα ένα μακρυμάνικο μπλε πουκάμισο, αλλά αν έχει και κανένα σχεδιάκι στο πανί, δεν με πειράζει, αρκεί να είναι σε μπλε. Ξέρετε, το θέλω για ένα ειδικό συνδυασμό»
Η πωλήτρια μπορεί και να την κοίταξε με μίσος, μπορεί αν είχε μαχαίρια στα μάτια να την είχε σφάξει, αλλά φόρεσε ένα γλυκό και σχεδόν ανέμελο χαμόγελο, έδειξε με μια θεατρική κίνηση τα ράφια που ήταν τα πουκάμισα και την ρώτησε τα τυπικά:
«Τι νούμερο θέλετε κυρία μου και για τι ηλικία; Και το ρωτά αυτό το τελευταίο για να ξέρω σε τι «κόψιμο» να δώσω»
Το πουκάμισο προοριζόταν για το άντρα της, ήθελε το μεγαλύτερο νούμερο που υπήρχε (το πράγμα όλο και δυσκόλευε), γιατί ο κύριος «τρώει όλο το φαγητό του», θέλει να το φορέσει σε ένα γάμο και να είναι κάπως σοβαρό! Η Αντωνία, της κατέβασε το κλασσικό μπλε μονόχρωμο, ένα άλλο που είχε ένα μικρό, ανεπαίσθητο σχέδιο με μικρές τελείτσες (πουά), ένα τρίτο, πάλι μονόχρωμο αλλά σε λίγο πιο ανοικτό μπλε, το τέταρτο που ήταν με μονόχρωμο λευκό γιακά και μπλε σκούρο σώμα, το πέμπτο με μικρό καρό σχέδιο και διχρωμία στο εσωτερικό των μανσετών και φυσικά δεν είχε τελειώσει εδώ. Της έδειξε κι ένα άλλο, μονόχρωμο με τρία τρουκς και κρυφά κουμπιά, κοιτώντας την ώρα κρυφά. Είχε πει στον ζαχαροπλάστη ότι στις τέσσερις θα πήγαινε να πάρει την τούρτα που είχε παραγγείλει και έβλεπε ότι ήταν ήδη είκοσι λεπτά πριν τις τέσσερις. Το έκτο πουκάμισο ήταν σαν μετάξι σε μπλε της νύχτας. Κάποιος, ακόμα και πολύ απαιτητικός πελάτης, δεν θα ήξερε πιο να πρωτοδιαλέξει. Η κυρία  όμως φάνηκε να θέλει κάτι άλλο, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην άμοιρη πωλήτρια. 
«Ξέρετε… όλα είναι ωραία…», είπε με λίγο τρεμάμενη φωνή, «… αλλά δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε η απόχρωση», συνέχισε μπροστά στις επτά διαφορετικές αποχρώσεις του μπλε, που στέκονταν μπροστά της, πάνω στο γυαλί του πάγκου, ανάμεσα στα τρεμάμενα από νεύρα, χέρια της Αντωνίας. 
«Τέλος πάντων, μήπως θα μπορούσα να δω το μέγεθος;»
«Βεβαίως, ελάτε από δω, υπάρχουν κάποια δείγματα ανοικτά να δείτε…» και προσπάθησε να την πάει προς το πίσω μέρος του μαγαζιού.
«Ξέρετε… θέλω να δω αυτό το συγκεκριμένο ανοικτό, αν δεν σας είναι κόπος…»
Η ώρα στο ρολόι της Αντωνίας, είχε πάει παρά τέταρτο και η δυστυχισμένη πια υπάλληλος κοίταγε προς το μέρος του αφεντικού της. Εκείνος πάλι, ο αναίσθητος, είχε καθίσει στην καρέκλα του, πίσω από την διάπλατα ανοιγμένη εφημερίδα, είχε ανάψει κι ένα τσιγάρο και προσπαθούσε να ρουφήξει, όχι τον καπνό, αλλά τα νέα γύρω από τις νέες μεταγραφές του Παναθηναϊκού. Η πωλήτρια, δεν είχε άλλα περιθώρια, έλπιζε ότι ο ζαχαροπλάστης μπορεί να είχε κατανόηση και να την περίμενε ακόμα λίγο, άνοιξε το πουκάμισο, (ίσως το πιο δύσκολο πράγμα που υπήρχε σε ένα κατάστημα αντρικών ειδών), το ξεδίπλωσε πάνω στον πάγκο. Μετά είδε με απελπισία την πελάτισσα να μετράει με το άνοιγμα της παλάμης. 
«Μια, δυό τρεις και… τρία δάχτυλα…. Από μέγεθος, καλό είναι…». Η Αντωνία προς στιγμή χάρηκε:
«Λοιπόν; Μένουμε εδώ; Σε αυτό;»
«Ναι, σαν μέγεθος είπα… καλό, αλλά το μπλε χρώμα… να, θα μου άρεσε ένα άλλο μπλε. Να, κάτι μεταξύ αυτού…», έδειξε το τρίτο, «… και αυτού…», τώρα το δάχτυλο το είχε πάνω στο πέμπτο. «Κάτι ανάμεσα σε αυτά… τέλος πάντων. Έτσι κι αλλιώς δεν το βιάζομαι, για τον άλλο μήνα το θέλω. Αν είναι… θα ξαναπεράσω…» κι έφυγε σινάμενη κουνάμενη φτιάχνοντας και λίγο τα μαλλιά. Η ώρα είχε πάει τέσσερις και δέκα και της Αντωνίας της φάνηκε ότι στο πρόσωπο του κυρίου Γιώργου, είχε φυτρώσει ένα χαμόγελο ειρωνικό. 
Το ζαχαροπλαστείο είχε κλείσει και τώρα το κερί των γενεθλίων περήφανα πατούσε πάνω σε μια φρατζόλα ψωμί. Όλα όμως από κείνη τη στιγμή πήγαν καλά. Η Ηλιάνα, σίγουρα, μεγάλωσε κατά ένα χρόνο και η Αντωνία θα γέλαγε κάθε που θα έβλεπε την φωτό με την «τούρτα» που είχε το κερί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου