Ο … ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Μπήκε λοιπόν στο κατάστημα και με μια ευγένεια, αλλά και άνεση στις λέξεις που χρησιμοποιούσε στον λόγο του, ζήτησε από την άμοιρη πωλήτρια, αυτό που φοβόταν πιο πολύ απ’ όλα. «Παρακαλώ… ένα παντελόνι θα ήθελα».
Η Αντωνία κοίταξε το αφεντικό της σαν να εκλιπαρούσε για βοήθεια, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό είχε γίνει πριν πολλά χρόνια και η πείρα της δεν μπορούσε ακόμη να την βοηθήσει. Ο κύριος Γιώργος έριξε το βλέμμα στον «γίγαντα» που έδειχνε μια μικρή ικεσία στα μάτια, λες και ήθελε να πει: «σας παρακαλώ βρείτε μου ένα παντελόνι στα μέτρα μου…» και μετά όταν κοίταξε την υπάλληλο, άφησε να του ξεφύγει κι ένα χαμόγελο.
«Παρακαλώ, περάστε. Όλο και κάτι θα βρούμε…»
Ο «γίγαντας» προχώρησε στο βάθος κι έδειξε ότι παρ’ όλο το ύψος, είχε μεγάλη ευχέρεια στο βάδισμα και όχι εκείνα τα άχαρα χαρακτηριστικά των ψηλών. Ομιλητικότατος και αρκετά γλυκός στα λόγια, έδειχνε αμέσως το ποιόν του, την μόρφωση αλλά και μια κάποια … ανεμελιά νιότης. Αστειεύτηκε, γέλασε και δέχτηκε τα πειράγματα του καταστηματάρχη, χωρίς να διστάσει να απαντήσει κι εκείνος στο κάθε αστείο, να το συνεχίσει, να το διαμορφώσει αλλά και να το κάνει πιο … ενδιαφέρον. Προσόντα ανθρώπου με ανοικτό μυαλό που φυσικά προέρχεται από την μόρφωση.
Το πιο ενδιαφέρον πάντως ήταν ότι βρήκε παντελόνι, ίσως όχι ακριβώς στο χρώμα της αρεσκείας του, αλλά κάπου συμβιβάστηκε κι αυτός, βρήκε και πουκάμισο με κανονικά στο μάκρος μανίκια και στο τέλος, ανακάλυψε ότι το μπουφάν που του άρεσε… του ερχόταν κουτί. Οι δυό άντρες, αστειεύτηκαν για λίγο ακόμα, μέχρι που άρχισαν να νοιώθουν άνετα ο ένας με τον άλλο, ίσως στο βάθος να φαινόταν κι ένα είδος δεσμού μεταξύ τους, κάτι σαν φιλία.
Είπε το όνομά του, Μιχάλη τον λέγανε, ήταν αρραβωνιασμένος, αλλά εκείνο που έλυσε όλες τις απορίες του κυρίου Γιώργου, ήταν το επάγγελμά του. Δάσκαλος. Μια λέξη ιερή για τον κύριο Γιώργο.
«Εμ, βέβαια…», σκέφτηκε ο μαγαζάτορας, «… έτσι εξηγείται η καλή χρήση της γλώσσας, η ευγένεια στην συμπεριφορά και η κατανόηση κάθε θέματος που συζητήθηκε εκείνη την μισή - αρκετή ήταν - ώρα μέχρι να ψωνίσει. Κάποια στιγμή έφτασαν να μιλούν περί ανέμων και υδάτων και έδειξε ότι κι εκεί είχε γνώμη σωστή και τεκμηριωμένα εκφρασμένη. Λένε ότι οι δάσκαλοι, όπως και όλοι που ασχολούνται με φιλολογικά θέματα, είναι σαν τα άλμπατρος. Στον αέρα, στον κόσμο τους δηλαδή, μπορούν να έχουν το τέλειο πέταγμα, την απόλυτη ισορροπία και την φαντασία του ταξιδιού, του δημιουργικού ταξιδιού. Αλλά στην γη… είναι απροσάρμοστοι, ατσούμπαλοι και άκομψοι. Εδώ είναι που λένε ότι ο Μιχάλης, ήταν η εξαίρεση του κανόνα. Όπως και στον δικό του αέρινο κόσμο, έτσι και στην … επίγεια ζήση, ήταν το ίδιο ισορροπημένος, καθόλου αιθεροβάμων και γνώστης των καθημερινών προβλημάτων, ή μάλλον των λύσεων των προβλημάτων της ζωής.
Πέρασε καιρός μέχρι να ξανάρθει ο δάσκαλος. Πέρασε καιρός μέχρι να σκοτεινιάσει δηλαδή από το ύψος του το μαγαζί. Αλλά … ξανάρθε, είχε μείνει, είπε, ευχαριστημένος και ζήτησε (ο αθεόφοβος!), πάλι παντελόνι. Και φυσικά πάλι ο κύριος Γιώργος, που είχε πάρει προσωπικά το ζήτημα του «ψηλού», του βρήκε και μάλιστα και στο χρώμα που ζητούσε. Ο Μιχάλης φάνηκε να το απολαμβάνει και μέσα του πρέπει να ένοιωσε ακόμη μεγαλύτερη οικειότητα με το κατάστημα. Έμελλε λοιπόν να γίνει πιστός πελάτης και τακτικός μάλιστα (προς χαρά του καταστηματάρχη), κι επιτέλους να ζητάει κι άλλα είδη εκτός από παντελόνια. Κάποια φορά ήρθε με την «κυρά» του, η οποία σαν γυναίκα ήταν πιο επιφυλακτική και λίγο πιο διστακτική στις νέες γνωριμίες. Κι όμως κι εκείνη μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ένοιωσε να αφήνεται σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. Η ικανότητα του κύριου Γιώργου; Μπορεί. Η καλοπροαίρετη και αγαθή διάθεση του ζεύγους; Μπορεί. Όπως και να ήταν τα πράγματα ο Μιχάλης έγινε αγαπητός φίλος του μαγαζιού και ανεξάντλητη πηγή… έξυπνης συζήτησης.
Ένα από τα χαρακτηριστικά που διέκριναν τον Μιχάλη επίσης, ήταν η αγάπη του για τις κινηματογραφικές ταινίες τις οποίες και αποθήκευε σε διάφορους σκληρούς δίσκους. Κι από αυτή την , σχεδόν, μανία του επωφελήθηκε και ο κύριος Γιώργος. Πόσες και πόσες φορές οι δυό άντρες, δεν συζητούσαν για τέτοια θέματα, για έργα, για τηλεοπτικές εκπομπές και βέβαια γύρω από θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Και η φιλία συνεχιζόταν μέχρι που κάποια στιγμή ο γίγαντας εξαφανίστηκε.
Στην αρχή έκανε κάποιες εβδομάδες να περάσει, μετά γίναν μήνες και ύστερα εξαφανίστηκε. Όχι μυστηριωδώς πάντως. Και η αιτία; Ο διορισμός του σε σχολείο της Καρδίτσας, τόπος καταγωγής της συζύγου, η οποία σαν πολιτικός μηχανικός (ή αρχιτέκτονας;) ασκούσε εκεί το επάγγελμά της. Και τακτοποιήθηκε εκεί ο Μιχάλης και έκανε μια ευτυχισμένη οικογένεια εκεί ο Μιχάλης και σχεδόν μαύρη πέτρα πίσω του έριξε ο Μιχάλης, ο οποίος προήχθη σε διευθυντή σχολείου κι έτσι πήρε και τον τίτλο του κυρ Μιχάλη. Με δυό γιούς στην πλάτη και καμιά εκατοστή άλλους ακόμα στο σχολείο, ο κυρ Μιχάλης είχε βρει την νιρβάνα του, την γαλήνη και την ευτυχία στο πλευρό της κυρίας του αλλά και τον καθαρό αέρα της εξοχής.
Τώρα με τον κύριο Γιώργο επικοινωνούσε με το τηλέφωνο, μια στις τόσες και προσπαθούσε και ο ένας και ο άλλος να κρατήσουν όσο ήταν δυνατό, ζωντανή την φιλία τους. Κάπου – κάπου επισκεπτόταν την πρωτεύουσα, αγχωμένος να φύγει όσο πιο σύντομα μπορούσε, γιατί είχε αφήσει μια μάνα που είχε τις ανάγκες της κι εκείνη, ανάγκη να δει το παιδί της, ανάγκη να επισκεφτεί κάποιο γιατρό. Κι έτσι έβλεπε και τον κύριο Γιώργο κι έτσι τον έβλεπε και ο κύριος Γιώργος. Και βέβαια κουβαλούσε και σκληρούς δίσκους μαζί, να δώσει έργα και τηλεοπτικές σειρές στον φίλο του.
Ο Μιχάλης έχει τώρα καιρό να έρθει, έχει καιρό να επισκεφτεί την πόλη που μεγάλωσε. Πάντα όμως μια κάποια αιτία θα τον φέρνει κάτω, κάποια ευκαιρία θα του δίνεται να αξιολογήσει την διαφορά.
ΓΙΩΡΓΟ, ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΣ. ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφή