Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6


Το μάνταλο είχε σκουριάσει και η σκουριά, σαν καφεκίτρινη μύξα είχε πέσει πάνω στο παλιό, μεγάλο λουκέτο, είχε μπει στον ομφαλό και κάθε φορά που ο Κλεάνθης προσπαθούσε να το ανοίξει, άκουγε ένα μεταλλικό συριγμό. Τι κι αν είχε λαδώσει λουκέτο και μάνταλο, τι κι αν είχε προσπαθήσει με μεταλλική βούρτσα να τα καθαρίσει, φαίνεται ότι η ζημιά είχε ήδη γίνει και μάλλον οι μέρες του λουκέτου ήταν μετρημένες.
Πάνω στην προσπάθειά του λοιπόν, ανάμεσα στις βρισιές που έριχνε ο Κλεάνθης, ακούστηκε από πίσω του, μια λεπτή, καλλιεργημένη φωνή:
«Καλημέρα, … καλημέρα κύριε … Κλεάνθη. Έτσι δεν σας λένε;»
Ο άντρας παράτησε την προσπάθεια που έκανε, είχε επιτέλους ακουστεί το πολυπόθητο «κλικ» του λουκέτου, γύρισε πίσω του και αντίκρισε τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του νεαρού δημοσιογράφου, που είχε δει στο καφενείο του, να μεταφέρει στο τετράδιό του τις ιστορίες των παλιών ναυτικών.
«Ίντα… καλημέρα μαθές. Ναι, Κλεάνθη…», προσπάθησε να απαντήσει αλλά και να καλημερίσει ταυτόχρονα. Χαμογέλασε κι άφησε το σκυλόδοντο να φανεί. Κάτι σαν γοητεία ξεπήδησε από το αξύριστο πρόσωπό του.
Γύρισε την πλάτη ξανά στον ξένο, δεν μπορούσε κι αλλιώς και τράβηξε δυνατά το μάνταλο. Μετά έσπρωξε σιωπηλά την ξύλινη πόρτα με το θολό τζάμι, «πάλι καθάρισμα θέλει», είπε και έβαλε τις τάβλες στη πίσω πλευρά της πόρτας, μέσα σε μια ξύλινη βάση στην άκρη των τραπεζιών.
«Πρωινός – πρωινός μαθές. Ίντα που συμβαίνει…», είπε στον ξένο, «… αϋπνίες είχες; Λαχτάρισες ένα καφεδάκι; Κάτσε το λοιπό και σε πέντε λεπτά θα σου το φέρω. Να κάτσε εκεί…», έδειξε ένα τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο που έβλεπε όλο το λιμάνι, «… και θα σου φτιάξω εγώ ένα καϊμάκι!!!! Να το δαγκώσεις. Να, εκεί…» και τίναξε το ψαθί μιας καρέκλας.
Ο δημοσιογράφος, πειθήνια, κάθισε στο τραπέζι που του έδειξε. Έβγαλε το τετράδιό του και μερικά μολύβια, τα ακούμπησε με τάξη, ακριβώς παράλληλα μεταξύ τους, πάνω στο μέταλλο του στρογγυλού τραπεζιού. Μετά έψαξε την τσέπη και, πάλι παράλληλα με τα μολύβια, τοποθέτησε ένα πλακέ πακέτο τσιγάρα, ένα κόκκινο πακέτο με το πρόσωπο μιας μοιραίας γυναίκας στην επιφάνειά του. Με τον ίδιο τρόπο, «έστησε» και τον αναπτήρα παραδίπλα. Ικανοποιήθηκε με το αποτέλεσμα, έτριψε τα  χέρια του με ικανοποίηση και ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του.
 Κάτι όμως εξακολουθούσε να τον ενοχλεί. Έβγαλε ένα λευκό μαντήλι από την τσέπη του σακακιού του και βάλθηκε να τρίβει τα γυαλιά του, με αργές, τελετουργικές λες κινήσεις. Μετά από αυτό, φάνηκε όλα να του πηγαίνουν καλά. Επανέλαβε το χαμόγελό του και περίμενε τον Κλεάνθη με τον πολλά υποσχόμενο καφέ του.
«Λοιπόν; Πως είναι ο πρώτος καφές κύρ…», τον ρώτησε ο Κλεάνθης που είχε κάτσει σε μια καρέκλα σιμά του.
«Γεώργιος…», του απάντησε ο διοπτροφόρος νέος. «Γεώργιος είναι το όνομά μου…» και έσκυψε το κεφάλι, λες και ντρεπόταν για το όνομά του. «Και… όπως ξέρεις είμαι δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα…. Την «Ακρόπολη», αλλά τα είπαμε προχθές αυτά…»
«Ναι, τα είπαμε και … καλοπεράσαμε μπορώ να πω, ε;»
«Τω όντι, καλοπεράσαμε. Φταίει βέβαια και εκείνο το διάφανο πιοτί… το τσίπουρο, η καλή παρέα και βέβαια όλες αυτές οι ιστορίες των θαλασσινών…»
Ο Κλεάνθης, Καλύμνιος ήταν, ένοιωσε την επιθυμία για λίγο «δούλεμα», βλέποντας αυτόν τον λεπτεπίλεπτο ανθρωπάκο μπροστά του.
«Τω όντι…», επανέλαβε με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο στόμα… Χρόνια είχε να ακούσει αυτή την έκφραση, «να δεις ποιος την είχε πει παλιά,…. Α, ναι το Σκαλούνι, ο μουσικός», σκέφτηκε και μεγάλωσε το χαμόγελό του.
«Λοιπόν; Περιμένεις πάλι την … παρέα ή ήρθες μόνο για καφέ;», συνέχισε τον λόγο του.
Ο νεαρός δημοσιογράφος, ανακινήθηκε πάνω στην καρέκλα του και ίσιωσε την λεπτή γραβάτα που φορούσε, με τα μακριά του δάχτυλα. Γύρισε το κεφάλι δεξιά – αριστερά, όπως κάνουν αυτοί που ψάχνουν διαφυγή και τελικά του έδειξε το τετράδιο μπροστά του.
«Α, μάλιστα, την παρέα περιμένεις το λοιπό», είπε ο Κλεάνθης και άναψε τσιγάρο, προσφέροντας ένα και στον ξένο. Εκείνος το πήρε και, ξαφνικά, σήκωσε τα μάτια του στον κάπελα, τον κοίταξε κατ’ ευθείαν:
«Όχι», του είπε. «Δεν ήρθα για την παρέα και μάλιστα ίσως μέσα μου, να μην θέλω να έρθει η παρέα ή τουλάχιστον ν’ αργήσει να έρθει»
«Μάλιστα, τότες για τον καφέ μου ήρθες, έτσι;»
Ο νεαρός είχε κατεβάσει πάλι τα μάτια πάνω στον καφέ του και είχε ακουμπήσει το χέρι στο τραπέζι, με τέτοιο τρόπο που ο καπνός του τσιγάρου, κιτρίνιζε τα δάχτυλά του.
«Για σένα ήρθα κυρ Κλεάνθη. Για σένα…»
«Για μένα; Καλό κι αυτό. Γιατί για μένα; Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας κάπελας, ένας καφετζής, που αναγκάζει τον δημοσιογράφο να έρχεται πρωινιάτικα, αξημέρωτα σχεδόν και να φέρνει το τεφτέρι του στο μαγαζί του;»
«Τον ταβερνιάρη; Τίποτα…»., απάντησε το «δείγμα άντρα» που τον είχε  χαρακτηρίσει ο Λευτέρης ο Γκινής . «Τον ταβερνιάρη τίποτα, τον σφουγγαρά που τα παρατάει όμως;»
Το πρόσωπο του Κλεάνθη μονομιάς συννέφιασε, λες και κάποιος είχε πατήσει ένα κουμπί. Κοίταξε τον ξένο και τον «ζύγισε».
«Μικροκαμωμένος και ανθρωπάκι, αλλά η γλώσσα του… δηλητήριο οχιάς», σκέφτηκε με κάποια κακία σε αυτή τη σκέψη.
«Ίντα θες να πεις; Ποιος τα παράτησε; Τη θάλασσα δεν την παρατάς, αυτή σε διώχνει σα δεν σε θέλει άλλο για εραστή. Και τότες, ή σε τρώει ή σ’ αποδιώχνει όπως σου είπα…»
«Κοίτα να δεις Κλεάνθη…», είχε αφήσει το κυρ πια, «…δεν ήρθα εδώ για να τσακωθούμε…», η φωνή του νεαρού είχε γίνει εκπληκτικά καθαρή, δείχνοντας πως βρισκόταν στο δικό του πεδίο μάχης και λίγο πιο απότομη. Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε απότομα, από «ανθρωπάκι» σε ανελέητο πολεμιστή. «Μίλησα στο νησί με πολλούς. Όχι ιδιαίτερα για σένα, αλλά όταν ανέφερα το μαγαζί σου, επειδή εδώ τυχαία είχα πρωτομπεί, όλοι μου έλεγαν το ίδιο πράγμα. Πως δηλαδή ήσουν  ένας από τους καλύτερους βουτηχτές…»
Ο Κλεάνθης ακούγοντας αυτό, έδειξε να ηρεμεί από τα νεύρα που τον είχαν κυριεύσει, άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο από την καύτρα του πρώτου και με ένα βήχα προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα λόγια του συνομιλητή του.
«… αλλά ότι από… δειλία…. προσπαθώ να δώσω μια μονολεκτική περιγραφή στα λόγια τους … άφησες την θάλασσα. Ότι τάχα, δεν έχεις πάθει μεγάλη ζημιά, ότι …απλά φοβήθηκες…» και λέγοντας αυτά τα τελευταία λόγια ζάρωσε στην θέση του περιμένοντας το ξέσπασμα του καφετζή.
Το ξέσπασμα όμως δεν ήρθε. Ο Κλεάνθης ήταν ακίνητος, ακουμπισμένος στους αγκώνες του, πάνω στο τραπέζι και τον κοίταζε κατάματα. Τα μάτια του, θα έλεγε κανείς, είχαν γίνει μαύρες κουκκίδες, σαν μαύρες ελιές και φαινόταν σαν είχε αποκτήσει ξαφνικά μεγάλες «σακούλες» κάτω από τα μάτια. Δεν έδειχνε να παίρνει καν ανάσα και ο καπνός από το τσιγάρο, ανέβαινε ολόισιος προς το ταβάνι. Αν έπεφτε καρφίτσα στο πάτωμα θα έκανε εκκωφαντικό θόρυβο, με την ησυχία που επικρατούσε στο χώρο. Ο ήλιος είχε σηκωθεί αρκετά στον ουρανό και μια αχτίδα του είχε πέσει πάνω στο ποτήρι με το νερό που μεταμορφώθηκε  σε ουράνιο τόξο στην επιφάνεια του τραπεζιού. Το δεξί χέρι του δημοσιογράφου, ξαφνικά, είχε βαφτεί με τα χρώματα της Ίριδος.
«Έτσι ε; Δειλός είμαι τώρα;», είπε ο Κλεάνθης, προσπαθώντας με όση ψυχραιμία διέθετε, να «χωνέψει», την μαχαιριά που μόλις είχε δεχτεί. Και ήταν βαθιά η μαχαιριά. Είχε φτάσει στο κόκκαλο, στην ψυχή του, στην αρχή της ίδιας του της ύπαρξης…
Σηκώθηκε και πήγε προς το βάθος του μαγαζιού, εκεί που ήταν ο πάγκος, μεταξύ της αίθουσας με τα τραπέζια και της κουζίνας. Στάθηκε και άπλωσε τα χέρια σε στάση αναμονής, νιώθοντας το βλέμμα του δημοσιογράφου, καρφωμένο στην πλάτη του. Κούνησε δεξιά –αριστερά το σκυμμένο κεφάλι του, σαν να μη πίστευε αυτό που μόλις είχε ακούσει. Έπιασε να λύνει το μπροστομούνι36 και το πέταξε πάνω σε μια καρέκλα δίπλα του.
«Ώστε  φοβούμαι ε;», μονολόγησε χωρίς να κοιτάξει καν τον ξένο. Η προφορά του τώρα, η Καλύμνικη προφορά του, είχε βαρύνει πολύ, λες και αυτό που είπε, βγήκε από πολύ βαθιά μέσα του. «Έτσι ε;»
Ξαφνικά γύρισε προς τη μεριά του Αθηναίου και τον κοίταξε άγρια. Άρχισε να γελάει, στην αρχή σιγά, σαν να είχε ακούσει κάποιο αστείο και μετά πιο δυνατά μέχρι που έφτασε σε επίπεδο υστερίας και γέλιο τρελού. Η άμυνά του μπροστά στα λόγια, όχι του μικροσκοπικού δημοσιογράφου – όχι αυτά δεν τον πείραζαν, θα μπορούσε εύκολα να τον διαολοστείλει – αλλά στα λόγια των συμπατριωτών του, είχε αρχίσει να λειτουργεί. Και το πρώτο στάδιο βέβαια ήταν το γέλιο· μέχρι τουλάχιστον να μπορέσει να διασταυρώσει τα λεγόμενα.
Πλησίασε κοντά στον ξένο και κάθισε πάλι δίπλα στον έντρομο πλέον συνομιλητή του.
«Άκου καλαμαρά, θα σου πω κι εγώ την ιστορία μου. Όχι όπως την λεν οι άλλοι, αλλά από πρώτο χέρι, από το δικό μου στόμα. Να δούμε ποιος είναι ο δειλός και ποιος όχι. Γιατί στο νησί μας, δεν είναι ανάγκη να είσαι γενναίος ή δειλός, αλλά τι λένε οι άλλοι για σένα. Αν σε πουν δειλό, τότε ότι κι αν ήσουν θα μείνεις δειλός στα μάτια τους. Και η ζωή σου θα στιγματιστεί με αυτό τον χαρακτηρισμό για πάντα. Και απ’ ότι ξέρεις, ελπίζω δηλαδή να ξέρεις, κανείς δεν χρωστάει καλό σε αυτόν τον κόσμο. Και να ξέρεις: και το καρφί να βγει, η τρύπα μένει. Αλλά κι εγώ φαίνεται ήμουν τυφλός και κουφός μαθές. Να λένε τέτοια για μένα και να μην το καταλάβω!»
Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα του μαγαζιού. Την έκλεισε με μια μικρή στριγκλιά εκ μέρους της και κλείδωσε. Σήμερα δεν θα έβγαζε τα τραπεζάκια έξω, όχι, τουλάχιστον προς το παρόν, μέχρι να «εξηγηθεί» με εκείνον τον δημοσιογράφο. Γύρισε και ανάβοντας ένα τσιγάρο, άρχισε να του λέει την ιστορία του.
Η μόνη επέμβαση του Αθηναίου, ήταν όταν ρωτούσε την ερμηνεία κάποιων λέξεων που χρησιμοποιούσε ο Κλεάνθης, που με τόσο πάθος και ίσως θυμό, είχε παρασυρθεί στην εξιστόρηση των γεγονότων που τον οδήγησαν στην παραίτησή του από τα σφουγγάρια.
Και του τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Κάθε λεπτομέρεια που μπορούσε να θυμηθεί για τις απεγνωσμένες προσπάθειες του καπετάν Μιτσέ, του κολαουζέρη αλλά και του ίδιου να φτιάξουν το «δάγκωμα» της μηχανής. Και το πόσο μάταιο ήταν τελικά, αν και η ζημιά που του είχε κάνει η μηχανή, δεν ήταν από τις πολύ μεγάλες, σε σύγκριση με των άλλων, μεγαλύτερων σε ηλικία «μηχανικών».
Του είπε για την ομορφιά του βυθού, για την μανία της «πτάνας» της θάλασσας, για την μοναξιά της βουτιάς, για την αγωνία της «ψαριάς» και για την αμοιβή με τα γλέντια στο νησί και τις όμορφες κοπέλες που έβλεπαν τους νιους της θάλασσας σαν ξερολούκουμα.
Και ο δημοσιογράφος όλο και έγραφε, όλο και ενδιαφερόταν περισσότερο λέξη τη λέξη που έβγαινε από το στόμα του Κλεάνθη. Είχε καταγράψει και άλλες ιστορίες από το νησί, μα τούτη, αν και δεν ήταν πλούσια όπως οι άλλες, των πιο έμπειρων «μηχανικών», είχε κάτι που ξεχώριζε. Είχε το πάθος του νέου ανθρώπου, που ήθελε αλλά δεν μπορούσε να το κάνει, που είχε ερωτευτεί την γαλάζια θάλασσα κι εκείνη τον είχε απορρίψει, που ήθελε την επιβεβαίωση των συμπατριωτών του και εκείνοι τον κατηγορούσαν.
 Του άρεσαν τέτοια θέματα και θα προσπαθούσε να ανάψει τον αφηγητή του με κάθε δυνατό τρόπο, με κάθε λέξη που μπορούσε να σκαρφιστεί. Και κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν δύσκολο με τον Κλεάνθη. Είχε βρει το κουμπί του και πανεύκολα τώρα το γύριζε κατά το δοκούν. Δεν τον ένοιαζε αν θα έκανε κακό στο μυαλό και την ψυχή (αν το έκανε), του κάπελα, αρκεί να έβγαζε την ιστορία που ήθελε.
Και ο Κλεάνθης είχε δαγκώσει το αγκίστρι και τώρα θα μπορούσε ακόμα και να κατηγορήσει κάποιους για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
«Αυτό θα είναι καλό…», σκέφτηκε ο δημοσιογράφος με κάποια κακία στο μυαλό του. «Μπορεί να έχει πολύ ζουμί αυτή η κουβέντα»
Μα η ώρα πέρασε και κλεισμένοι στο μαγαζί, παρά τα χτυπήματα στην πόρτα των καθημερινών θαμώνων, μόνοι τους οι δυό συνομιλητές, προσπαθούσαν ο ένας να εξηγήσει και ο άλλος καταλάβει αλλά και να εκμαιεύσει ότι μπορούσε. Ο Κλεάνθης δεν κατηγόρησε κανένα, δεν έριξε ευθύνες σε κανένα και πιο πολύ δεν ρώτησε να μάθει ποιος ή ποιοι τον είχαν χαρακτηρίσει… έτσι όπως τον είχαν χαρακτηρίσει. Ούτε τη λέξη δεν μπορούσε να σκεφτεί.
Τέλειωσε την αφήγησή του και ένοιωσε εξαντλημένος, εξουθενωμένος. Κοίταξε τον νεαρό Αθηναίο και έκανε ένα νόημα, σαν να του έλεγε ότι είχε τελειώσει η συνάντησή τους, η συνομιλία τους.
Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και δυο – τρεις άντρες μπήκαν με φωνές και γέλια στο εσωτερικό του μαγαζιού. Νόμισε ότι, με την άκρη του ματιού του, είδε, την αδερφή του την μικρή, την Νικολέτα στην άκρη του δρόμου, αλλά δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Κάπου θα πήγαινε και αυτό το κάπου, θα πρέπει να ήταν η αγορά.
Πήρε τις παραγγελίες από τους καθιστούς πλέον θαμώνες και τις ετοίμασε. Τα μάτι του όμως ήταν πάνω στον δημοσιογράφο. Τον έβλεπε που έγραφε μετά μανίας στο τετράδιό του, σαλιώνοντας κάθε τόσο το μολύβι του, χωρίς να ενδιαφέρεται για τους άλλους δίπλα του. Χαμογέλασε. Πίστεψε πως είχε δώσει τις εξηγήσεις που έπρεπαν σε αυτόν τον γραφιά. Μάλλον σε αυτούς τους γραφιάδες, αφού τώρα είχε έρθει κι ο έτερος καλαμαράς – φίλος του και συνεργάτης του. Οι δυό, τώρα, Αθηναίοι, είχαν μια αρκετά ζωηρή συζήτηση που είχε καταλήξει μάλλον σε διαφωνία, απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει ο Κλεάνθης από τις κινήσεις των χεριών τους. Δεν μπορούσε να καταλάβει όμως, τι μπορεί να ήταν αυτό που τους χώριζε, αλλά η δουλειά του μαγαζιού, έτυχε σήμερα να μην έρθει ο αδερφός του ο Μέμος, δεν τον άφηνε να το σκεφτεί.
Οι παραγγελίες τώρα είχαν αλλάξει. Ο καφές είχε γίνει ούζο και τσίπουρο, αυτό απαιτούσε και μεζέ. Και εντάξει με το ούζο, λίγες ελιές μερικές ντομάτες κομμένες σε μικρές φετούλες και λίγο αγγούρι, έφταναν και με το παραπάνω. Τα ζόρια όμως ερχόντουσαν με τα τσίπουρα, γιατί αυτά ήθελαν τηγάνι. Οι μεζέδες του τσίπουρου ήταν τα λουκάνικα, το σαγανάκι και διάφορα άλλα που γέμιζαν με ευωδιές το μαγαζί. Κοίταξε την ώρα στο μεγάλο ρολόι του τοίχου με την ξεβαμμένη διαφήμιση κάποιας μπύρας και είδε ότι είχε μεσημεριάσει. Τώρα δεν είχε πια καθόλου καιρό για σκέψεις, οι δημοσιογράφοι είχαν χαθεί από τους καπνούς των τσιγάρων, της κουζίνας και τους υπόλοιπους θαμώνες του καφενείου. Το ραδιόφωνο έπαιζε σιγά ένα τραγούδι της θάλασσας που ήταν πολύ αγαπητό, ενώ φάλτσες φωνές συνόδευαν τον τραγουδιστή, προσπαθώντας να καταστρέψουν το … «άσμα».
Η Καλοτίνα μπήκε από την πόρτα, τυλιγμένη με το φως του ήλιου, σαν οπτασία, σαν νεράιδα. Πάντα ήταν ωραία κοπέλα και ήταν απορίας άξιο που δεν είχε παντρευτεί ακόμα. «Μεγαλοκοπέλα», την ανέβαζαν, «γεροντοκόρη» την κατέβαζαν οι γυναίκες του νησιού, ενώ οι άντρες την λυπόνταν.  «Κρίμα το κορίτσι…», έλεγαν, «… αλλά ποιος ξέρει τι απογοήτευση μπορεί να έχει περάσει». Άλλοι πάλι ήταν σίγουροι, αυτό βέβαια βοηθήθηκε και από τις κουτσομπόλες του νησιού, ότι ξέρανε και τον νεαρό που την είχε προδώσει, μερικοί είχαν φτάσει να λένε ότι ήταν σφουγγαράς από άλλο νησί, ίσως την Σύμη και είχε «σκάσει» στην Μπαρμπαριά. Αν κάποιος υιοθετούσε την άποψη της εγκατάλειψης, υπήρχε και κάποιο όνομα, ενός Αθηναίου δικηγόρου ή γιατρού, που της είχε υποσχεθεί γάμο, την «χάλασε» και μετά την παράτησε στους πέντε δρόμους. Κι έτσι «χαλασμένη», ποιος άντρας να την πάρει τώρα;
Το γεγονός πάντως ήταν ότι η Καλοτίνα ήταν σεμνή και αξιοπρεπής, όμορφη γυναίκα που απ’ όπου περνούσε τράβαγε πάνω της τα αντρικά βλέμματα, νοικοκυρά και δουλευταρού, όσες λίγες. Και τώρα, από ανία θα έλεγε κανείς, από αντίληψη για τις ανάγκες του αδερφού της, είχε φτάσει στο καφενείο να βοηθήσει. Έτσι κι αλλιώς η Κυράννα δεν την χρειαζόταν άλλο και ο Μέμος είχε βγει για ψάρεμα. Τα ψάρια που θα έφερνε – πάντα έφερνε πολλά ψάρια – θα τα ετοίμαζε ο ίδιος, ξελέπισμα και καθάρισμα δηλαδή και το μόνο που θα έμενε για το βράδυ, θα ήταν ένα απλό ψήσιμο ή, αν ήταν μικρά, ένα απλό τηγάνισμα. Έτσι το να μείνει κλεισμένη στο σπίτι, δεν ήταν η πρώτη της επιλογή.
Οι άντρες του καφενείου, γύρισαν το κεφάλι και την κοίταξαν, οι νεότεροι με λαχτάρα και οι γεροντότεροι με θαυμασμό. Καθώς περνούσε, ο καπνός των τσιγάρων έφτιαχνε στροβίλους πίσω από την πλάτη της δίνοντας ένα είδος μυστηρίου στο βάδισμά της. Ο Κλεάνθης, δεν μπορούσε να μη την θαυμάσει κι αυτός, ήταν περήφανος για τις αδερφές του και ειδικά για την Καλοτίνα «του», όπως την έλεγε, αν και στην ψυχή του, υπήρχε μια λύπη που την έβλεπε μόνη της σε αυτόν τον κόσμο.
Η γυναίκα, φίλησε τον αδερφό της σταυρωτά (ποτέ δεν κατάλαβε την ανάγκη που την έκανε να τον φιλάει κάθε που τον έβλεπε) και χαμογελώντας, πήρε ένα μπροστομούνι από την κουζίνα και έπιασε το τηγάνι ή για την ακρίβεια… τα τηγάνια. Στο ένα ετοίμαζε τις μαρίδες, στο δεύτερο κάποιες κατακόκκινες γαριδούλες και στο τρίτο ένα λουκάνικο κομμένο σε στρογγυλές φέτες με πιπεριά και μάραθο. Ο Κλεάνθης πηγαινοερχόταν, μια να σερβίρει τα ποτά με τους μεζέδες, μια να εισπράξει, μα πιο πολύ να ετοιμάσει το σπινιάλο κόβοντας κρεμμύδι και ανοίγοντας αχινούς.
Οι μυρωδιές είχαν πλημμυρίσει το τόπο, οι αγριοφωνάρες των ναυτικών και η μουσική του ραδιοφώνου, τα ποτά και η ζέστη, είχαν κάνει τους δυο Αθηναίους να ξεκόψουν από την ιστορία τους, από τα τετράδιά τους. Δεν είχαν πια όρεξη για ιστορίες της θάλασσας, αλλά να βγάλουν από μέσα τους εκείνη την «ψαρόβαρκα». «Θα πάρω μια ψαρόβαρκα … το μωρό μου… θα πάρω μια ψαρόβαρκα…. να πάω να βγω… στη Σάμο». Μετά ήρθε και το «… όπου ραί… μελαχρινό μου, όπου ραίζεις τες καρτζιές και κάνες τες κομμάτζια και με τα μαύρα μάτζια…» για να μπουν τα μικρά τετράδιά τους στο μαύρο, φθαρμένο τσαντάκι – σακίδιό  τους.
Ο Κλεάνθης χαμογέλασε, η δουλειά πήγαινε καλά και επιτέλους είχε βοηθό, έστω για σήμερα μόνο. Κοίταξε τους δημοσιογράφους και αναγκάστηκε να ρίξει μια άγρια ματιά σε αυτόν που του είχε συστηθεί σαν «Γεώργιος», γιατί το βλέμμα του ήταν κολλημένο στα οπίσθια της αδερφής του. Τον επανέφερε στη θέση του και συγχρόνως επανέφερε το χαμόγελο στα χείλη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου