Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

«Σκατόκαιρος μαθές… λες και θέλει η ρημάδα να μας καταπιεί…», έβγαλε τον καημό του, βλέποντας τη θάλασσα, ο καπετάν Λούτσος, αυτός που πάντα γκρίνιαζε για τη θάλασσα, για τους αέρηδες και τις βροχές. Και η αλήθεια είναι ότι τώρα, που ήταν μερικές μέρες πριν παραμονή Χριστουγέννων η θάλασσα προσπαθούσε να κατακτήσει την στεριά, να καταπιεί το νησί, στέλνοντας στρατιές κυμάτων καταπάνω του, προσπαθώντας να σπάσει τους βράχους του κυματοθραύστη του λιμανιού, αλλά και τα τσιμέντα και την άσφαλτο της μεγάλης πλατείας.
Πάνω στο κτίριο του παλιού Επαρχείου, τα κύματα σήκωναν το ανάστημά τους στα τρία μέτρα, λες και το νησί ήταν καράβι που ταξίδευε στο πέλαγο. Παντού, στους δρόμους, στα μικρά παρκάκια που με κόπο είχε φτιάξει ο δήμαρχος, στα χωμάτινα πεζοδρόμια, το νερό έκανε μικρές λιμνούλες και το αλάτι στις άκρες φαινόταν άσπρη κηλίδα, κάθε φορά που ο ήλιος μπορούσε να διαπεράσει τα σύννεφα.
«Ευτυχώς που δε βρέχει… για φαντάσου κι αυτό…», συμπλήρωσε ο «Μαρίδας» ο Γιάννης. Παλιός ναυτικός κι αυτός είχε δει και δει στα τόσα χρόνια με τα καράβια. Ακόμα και με τα «ποστάλια»73 η ζωή του ήταν γεμάτη πιότερο από κύματα παρά από τα χάδια της γυναίκας του, όπως έλεγε ο ίδιος γελώντας.
Ο Γιάννης ο «Μαρίδας», ήταν γύρω στα εξήντα, αλλά φαινόταν πολύ μεγαλύτερος με τις τόσες βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο και στο σβέρκο, που είχε προκαλέσει η σκληρή ζωή της θάλασσας. Ο ήλιος και το αλάτι, ο φόβος του ωκεανού και η απουσία από το νησί του για τόσους και τόσους μήνες και μάλιστα τόσο συχνά, τον είχαν λυγίσει και ψυχολογικά. Παντρεμένος με την Βακίνα του Στεφάκη, έκαναν μαζεμένα τέσσερα παιδιά μέσα σε διάστημα τριών χρόνων, τα πρώτα ήταν δίδυμα και η χαρά της ζωής είχε σταματήσει εκεί.
Τον άρπαξαν τα καράβια, τα ταξιδιάρικα που κουβαλούσαν σίδερο και σιτηρά από την Αργεντίνα, κασσίτερο από την Ιρλανδία, Ρούσικα ξύλα και σίκαλη και Αμερικάνικα αυτοκίνητα και μηχανήματα σε όλο τον κόσμο. Τον πήραν τα ποστάλια που έρχονταν και πήγαιναν στον Πειραιά αλλά και τα άλλα, που έφταναν στην Αλεξάνδρεια και στο Νοβαροσίσκ74. Κάποτε είχε δουλέψει και στο «Πατρίς», αλλά και στο «Ελπίς» και είχε δει και την Αυστραλία από το Σύδνεϋ. Είχε μεταφέρει όνειρα κι ελπίδες, εμπορεύματα και ανθρώπους, είχε δει θάλασσες ξωτικές και παράξενες, με πρωτόγνωρα χρώματα και καιρούς, είχε φοβηθεί κύματα τριαντάμετρα και πειρατές από την Ασία και την Πολυνησία. Έκρυψε μετανάστες φτωχούς, παράνομους και απελπισμένους, χασίς και «φούντα» ακατέργαστη, τσιγάρα και οινόπνευμα.
Τα είχε δει όλα στη ζωή του, τα είχε νοιώσει όλα στο πετσί του, δεν είχε καταλάβει όμως την …ζωή του. Το αντιλήφθηκε όταν εκείνος ο νεαρός που του μίλησε στην τελευταία επιστροφή του (από ένα ταξίδι με φορτηγό στην Κίνα), του είπε ότι ήταν ο γιός του. Το μικρό Αργάλι του, τώρα είχε γίνει ο νεαρός Γιώργος.
Έκοψε τα ταξίδια, έκοψε τη θάλασσα και έβγαλε μια σύνταξη να μπορεί να ζει. Τώρα έβλεπε τη θάλασσα ή από την στεριά ή από την βάρκα του, όταν πήγαινε για ψάρεμα.
«Λοιπόν, θα τα φορτώσουμε;», είπε ο «Μαρίδας» στον Σέμο. «Είπα στον Φίλια να φέρει το καρότσι να τα πάρει. Για κοίτα παιί μου αν έχει έρθει το αργοκάϊκο…»


Ο Σέμος χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού, έριξε ματιές προς όλες τις μεριές και εντόπισε τον Φίλια στην γωνία να πίνει από ένα μπουκάλι, κρασί ή κάτι τέτοιο. «Πάλι τύφλα θα έρθει πρωί – πρωί. Και ποιός τον ακούει τον κυρ Γιάννη…», σκέφτηκε με χαμόγελο.
Γύρισε στο μαγαζί. «Έρχεται είπε» και έκανε να βγάλει το πακέτο με τα δίχτυα προς τον δρόμο. Ο κυρ Γιάννης απόσωσε τον καφέ του και σηκώθηκε να πληρώσει, βγάζοντας ένα ρολό με χαρτονομίσματα από την τσέπη του. Ο Χαλκίτης, το αφεντικό του Σέμου και ιδιοκτήτης του μαγαζιού, έτεινε το χέρι, πήρε τα χαρτονομίσματα με μια έκφραση απληστίας στο πρόσωπο και στο χαμόγελό του. Σήμερα καλά πήγε η δουλειά και ο έμπορος ήταν ευχαριστημένος. Κοίταξε τον Σέμο και τον είδε που με κόπο προσπαθούσε να σηκώσει το εμπόρευμα, να το φορτώσει στο καρότσι του Φίλια που είχε ήδη φτάσει έξω από την πόρτα. Κούνησε το κεφάλι και κάθισε στο μικρό ξύλινο γραφείο του, πήρε ένα μολύβι κι άρχισε τους υπολογισμούς του.
Ο κυρ Γιάννης έφυγε και ο αέρας, έκλεισε με θόρυβο την πόρτα. Το ηλεκτρικό έκανε κάποιες διακοπές προκαλώντας τα σχόλια και την γκρίνια ξανά του καπετάν Λούτσου και ένα σύντομο μούγκρισμα από τον Χαλκίτη. Ο Σέμος προσπάθησε να κατεβάσει και κάποια πράγματα που είχε παραγγείλει ο καπετάνιος, κάτι σημαντήρες και «καμπάνια», κάτι μεσινέζες μεγάλης διαμέτρου και καμάκια.
«Για μεγάλα ψάρια πας καπετάνιε;», είπε στον καθήμενο γερο ναυτικό.  «Για ξιφίες;»
«Μπα, όχι για τώρα. Που να βγεις Χειμωνιάτικα γιέ μου. Αλλά και τα μαύρα σημάια μου χαλάσαν και τα σήμαντρα τραβήξαν νερά και σκουριάσαν πια. Γι αυτό δεν βιάζουμε, βλέπεις για σφουγγάρια εν μπορούμε πλιο, να είν καλά το καλάρισμα…», γέλασε και κοίταξε τον σκυμμένο στα χαρτιά του, Χαλκίτη.
Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ, που είχε κεράσει το μαγαζί και σηκώθηκε όρθιος στηριζόμενος στο μαύρο του μπαστούνι με την ασημένια κεφαλή βρυχώμενου λέοντα στο χερούλι.
«Κυρ Λευτέρη…», του είπε ο Σέμος, «… πότε τα θέλεις μαθές; Να βιαστώ για όχι;»
Αφού διευκρίνισαν τα του χρόνου παράδοσης αλλά και του τόπου, ο καπετάν Λευτέρης Μπούμας ο «Λούτσος», έφυγε σέρνοντας τα βήματά του κόντρα στο δυνατό μαϊστράλι. Σήκωσε το γιακά του χοντρού μάλλινου παλτού του και κράτησε με το χέρι, το ναυτικό του κασκέτο. Σε λίγο είχε εξαφανιστεί στην άκρη του δρόμου.
Ο Σέμος τακτοποιούσε κάποια πράγματα στα ράφια και σκεφτόταν την επόμενη παραγγελία που έπρεπε να εκτελέσει. Το κατάστημα ήταν ένα από αυτά τα κλασσικά εμπορικά μαγαζιά των νησιών, γεμάτο από λογής – λογής εμπορεύματα που είχαν σχέση με το επάγγελμα των ναυτικών. Και για ψαράδες και για το σφουγγάρι. Θα μπορούσε κανείς να βρει εκεί, από καλάμια ψαρέματος και δίχτυα, μέχρι σκάφανδρα και φορέματα κατάδυσης. Από σημαδούρες και καμάκια, μέχρι σιδεροπάπουτσα και σκαντάλια. Σχοινιά και προστατευτικά υφάλων, μέχρι κάνιστρα, βαρέλια και μαρκούτσα. Από μηχανές κολαούζα, μέχρι ανταλλακτικά μηχανότρατας.
 Το μόνο που ξεχώριζε απ’ όλη εκείνη την πανσπερμία εμπορεύματος και ήταν σωστά τοποθετημένο στα ράφια, ήταν τα τσιγάρα. Γιατί ο Χαλκίτης, είχε και το πρατήριο τσιγάρων του νησιού, αντιπροσωπεύοντας κατά κύριο λόγο τον «Παπαστράτο». Σε μια σειρά φαινόταν μια ολόκληρη σειρά από κόκκινα πακέτα με το δεκάρι σε άσπρο χρώμα, δίπλα οι άσσοι, παραδίπλα το εφτάρι. Υπήρχαν και εξωτικά τσιγάρα με το όνομα «Bayron» ή «Ρήγας», με σήμα το αντίστοιχο τραπουλόχαρτο. Ο Χαλκίτης δεν κάπνιζε και συνέχεια τσακωνόταν με τον αδερφό του που είχε καταντήσει ένα σκέτο «φουγάρο» και περπατούσε, μιλούσε, έτρωγε ακόμα, με ένα τσιγάρο στο χέρι, κάνοντας την ατμόσφαιρα σε κάθε χώρο που ήταν να βρωμάει. Κι όμως το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους, το όφειλαν στα τσιγάρα.
Έτσι, με πελάτες και μαζέματα πέρασε η μέρα. Τα φώτα στους δρόμους άναψαν, η θάλασσα ηρέμησε αφού μαλάκωσε ο αέρας και τα πρώτα τραγούδια είχαν αρχίσει να ακούγονται από τις ταβέρνες και τα καφενεία της πλατείας. Ο Σέμος κοίταξε, άθελά του, το μεγάλο ξύλινο ρολόι – εκρεμμές στο τοίχο της αποθήκης. Ο Χαλκίτης το πρόσεξε, απορίας άξιο πως έβλεπε ενώ ήταν σκυμμένος στα χαρτιά του, δεν είπε τίποτα και απλά χαμογέλασε. Από την ημέρα που ο υπάλληλός του είχε παντρευτεί, το μάτι του συνέχεια έτρεχε στο ρολόι.
«Λοιπόν, Σέμο, όλα εντάξει; Οι παραγγελίες για αύριο έτοιμες;»
«Όχι κύριε Γιώργο, θα τις κάμω τώρα, μην ανησυχείτε, όλα θα είναι στην ώρα τους»
« Ο Μέσης θα τα κάμει75», του είπε, «… και μπορούν να γίνουν το πρωί. Άντε τώρα να πας στην κυρά σου, βγήκε σήμερις το χρήμα, το μεροκάματο. Άντε γιέ μου, μη κάνεις τέτοια όμορφη κυρά να περιμένει άλλο»
Ο Σέμος ευχαρίστησε χαμογελώντας και αφού ρώτησε δυό φορές, αν ήθελε να κάνει τις παραγγελίες σήμερα, παρακαλώντας μέσα του να αρνηθεί το αφεντικό του, έβγαλε την γαλάζια του ρόμπα και φόρεσε το πανωφόρι του. Καληνύχτισε.
Το μαϊστράλι καλά κρατούσε, αν και η έντασή του τώρα είχε μειωθεί. Η θάλασσα, συνέχιζε την επίθεσή της, αλλά έδειχνε πολύ κουρασμένη και ίσως και νυσταγμένη. Πιο πολύ κουνούσε τις βάρκες για παιγνίδι, παρά σκόπευε να «καταλάβει» το νησί σήμερα. Και οι μεγάλοι στρατηγοί κάποια στιγμή τα παρατούν, μέχρι να πάρουν νέες δυνάμεις τα στρατεύματα. Κοίταξε μακριά, στο πέλαγος κατά τη μεριά της Κω. Άσπρα στίγματα εκεί θα έκαναν εφιαλτική το ταξίδι για όποιον θα το επιχειρούσε.
«Στεριά και πάλι στεριά», σκέφτηκε σαν είδε αυτή την εικόνα. Του άρεσε η θάλασσα, νησιώτης ήταν, αλλά από μακριά. Να κάνει μπάνιο, να ψαρεύει… αλλά μέχρι εκεί. Δεν του πήγαινε η δουλειά της. Κι ας είχε πατέρα καπετάνιο (το παράπονο του καπετάν Αριστείδη) κι ας είχε πάνω από τρεις μηχανικούς στην οικογένειά του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη να ζεσταθεί. Κάποια νομίσματα κουδούνισαν και τα έβγαλε έξω να τα μετρήσει. «Εικοσιπέντε δραχμές…», είπε.





Μπήκε στο μαγαζί του κυρ Μιχάλη του Βούρου να πάρει δυό πάστες που τόσο της άρεσαν της Νικολέτας του. Χαμογέλασε και μόνο που άνοιξε την πόρτα του ζαχαροπλαστείου, σαν μύρισε το άρωμα της βανίλιας. Πήρε δυό πάστες αμυγδάλου, μια γι αυτόν, μια για την κυρά του. Σκέφτηκε την χαρά της, σκέφτηκε το γέλιο της, μα πάνω απ’ όλα σκέφτηκε την υπόσχεσή του: «θα κάνω τα πάντα να είσαι ευτυχισμένη αγάπη μου», εκεί στο Νικηφόρειο, πέρα στα χωράφια.
Βγήκε πάλι στον δρόμο. Είχε ακούσει ότι στην Αθήνα, οι άντρες έπαιρναν λουλούδια στις κοπέλες του, αλλά εδώ στο νησί, τέτοια πολυτέλεια δεν υπήρχε. Προχώρησε λίγο ακόμα και σταμάτησε στην στροφή του Επαρχείου, προσπαθώντας να προφυλαχτεί από ένα ξαφνικό κύμα που έσκασε στα βράχια, λες και ελεύθερος σκοπευτής που τον είχε εντοπίσει.
Γέλασε από την τρομάρα που πήρε. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και ξαναμέτρησε τα λεφτά του. Τα βρήκε λίγα. Μπροστά του ήταν τώρα το άλλο, το δεύτερο ζαχαροπλαστείο του νησιού, αυτό του Μιχαλαρά, το ξακουστό για τα γαλακτομπούρεκά του. Μέτρησε για δεύτερη φορά τα λεφτά του, λες και θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο ν’ αυγατίσουν. Η ίδια απογοήτευση. Τελικά, πήρε την απόφασή του. Μπήκε στο μαγαζί και ζήτησε ένα μόνο γαλακτομπούρεκο. Για την Νικολέτα του μόνο. Για κείνη που της άξιζαν όλα της Γης τα καλά. Να της προσφέρει γλύκα και σιρόπι.



Στο δρόμο άρχισε να τραγουδά, δεν ήξερε τι, δεν είχε σημασία τι τραγουδούσε, δεν είχε σημασία σε ποιόν το τραγουδούσε. Ήξερε πως θα το έπαιρνε ο αέρας και θα το σήκωνε ψηλά στον ουρανό. Μπορεί και στο φεγγάρι, μπορεί και παραπέρα, να μάθουν τα αστέρια την αγάπη του. Και ποιος ξέρει… κάποια μέρα ή κάποια νύχτα μπορεί να το ξανάφερναν πίσω, στο νησί του, στο νου της Νικολέτας του. Θα είναι τότε σαν να της τραγουδούν τα ουράνια, ο Θεός ο ίδιος.
Έφτασε σπίτι και του ήρθε η μυρωδιά από ψάρι ψητό. Και από φρέσκο ψωμί. Και από «φύλλα». Ανακάλυψε ότι πείναγε σαν … σκυλόψαρο. Θα μπορούσε να φάει ένα ταψί ολόκληρο και μια φραντζόλα ψωμί και… και…
Άνοιξε και είδε την πλάτη της γυναίκας του, με τα λυτά, μακριά, μαύρα της μαλλιά να έχουν κατέβει μέχρι την περιφέρειά της και να τονίζουν το λευκό της χρώμα στην πλάτη. Εκείνη γύρισε απότομα, η καρδιά της σκίρτησε στα βήματά του και το πρόσωπό της ξαφνικά φωτίστηκε από την ασημένια σκόνη της λαχτάρας. Του χαμογέλασε και πήγε κοντά του. Το φιλί της ήταν το φάρμακο για την κούραση του, για την ολοήμερη απουσία του.
«Ο Διάολος σε κυβερνά…», της είπε σαν έκλεινε τα μάτια του και αφηνόταν στα καπρίτσια της γλώσσας της. Τα πακέτα, έπεσαν από τα χέρια του, μετατρέποντας τα γλυκά σε μια άμορφη μάζα, κάτι που ανακάλυψαν όταν σηκώθηκαν από το κρεβάτι, μετά από καμιά ώρα.
Η Νικολέτα μόλις άνοιξε τα πακέτα, γέλασε με την καρδιά της, φέρνοντας το χέρι στο στόμα. Και το γέλιο της ήταν νερό που κελάρυζε. Όμοιο με το φίλεμα της θάλασσας, ίδιο με την προσευχή στην Παναγιά, απολαυστικό σαν δροσιά στον άρρωστο. Ο Σέμος την πλησίασε μισόγυμνος και την αγκάλιασε από τους ώμους, την φίλησε στον λαιμό και τσίμπησε απαλά τις ρώγες του στητού της στήθους.
«Κι εγώ τι σου έχω;», είπε εκείνη με βραχνή φωνή, έκδηλα «αναμμένη» για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ.
Έβγαλε ένα μεγάλο ταψί με ψάρι, και το τοποθέτησε πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο του ξύλινου τραπεζιού της κουζίνας. Ένας Σκάρος ανάμεσα σε χοντροκομμένες πατάτες, όπως ακριβώς του άρεσαν, πλαισιωμένος με στρογγυλά κομμάτια ντομάτας και θρούμπη. Κι ελιές και κρεμμύδι και κάπαρη. Και σε λίγο ένα καρβέλι τραγανό και αχνιστό ψωμί, έκανε την εμφάνισή του. Ο Σέμος για δεύτερη φορά, κόντευε να χάσει τα λογικά του. Έκανε το σταυρό του και χωρίς να περιμένει δεύτερη κουβέντα, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά, φούσκωσε τα μάγουλά του προκαλώντας ξανά τα γέλια του αγγέλου του.
«Σιγά καημένε, θα πνιγείς…» και του έφερε μια γυάλινη καράφα με κόκκινο μυρωδάτο κρασί.
Τον κοίταγε επίμονα και αυτό τον έκανε να σταματήσει τον ξέφρενο ρυθμό του. Έβαλε το πιρούνι στην άκρη του πιάτου του και σήκωσε το ποτήρι να πιεί μια γουλιά από το κρασί. Πλατάγισε την γλώσσα και της έκλεισε το μάτι. Παρατήρησε ότι η κοπέλα είχε πάρει ένα σοβαρό και συνάμα συνωμοτικό ύφος.
 Συνοφρυώθηκε. Τα μάτια του πήγαν στα χέρια της που τα είχε σταυρώσει σαν σε προσευχή πάνω στο τραπέζι. Φορούσε μια λεπτή ζακέτα πάνω από το ολότελα γυμνό της σώμα και σε κάθε κίνησή της, το αιδοίο της αποκαλυπτόταν, αναστατώνοντάς τον. «Το κάνει επίτηδες…», σκέφτηκε ο Σέμος και ξαφνικά του κόπηκε η όρεξη για φαγητό. «Κάτι θέλει να μου πει…»
Παρατήρησε καλύτερα το πρόσωπό της, ναι, σαν ήρωας μπόρεσε να τραβήξει το βλέμμα του από το σαν νεογέννητου γυμνό σώμα της και είδε δυό μικρές σταγόνες να κυλούν στα μάγουλα. Νόμισε ότι ο κόσμος του γύρισε τ’ ανάποδα. Σταμάτησε ότι κι αν έκανε.
«Ίντα είναι γοργόνα μου; Ίντα έχεις μαθές; Κάτι σου συνέβηκε; Έκαμα κάτι εγώ να σε μαυρίσω; Έλα πε μου…»
Η κοπέλα γέλασε με λυγμούς, κάτι που μόνο οι γυναίκες μπορούν να κάνουν. Έπιασε τα χέρια του και τα έσφιξε μέχρι που τα δάχτυλά της άσπρισαν.
«Ναι, άντρα μου, κάτι έκαμες…»
«Ίντα έκαμα να το φτιάσω μαθές. Κι ότι ήταν αυτό, δεν το ήθελα γοργόνα μου. Πε μου και συγχώρα με. Θα το φτιάσω…»
«Σσσσς…. Ότι έκαμες δεν μπορείς τώρα πια να το φτιάσεις. Μόνο πε μου ότι θα είσαι καλός από δω και πέρα…»
«Πάντα ήμουνα καλός και στην ψυχή μου στ’ ορκίζομαι, στην Παναγιά το λέω, θα είμαι πάντα καλός και θα σε αγαπάω φρεγάτα μου…»
«Και … πατέρας;»
Κόντευε να ξημερώσει. Ο ήλιος φάνηκε στην άκρη του ορίζοντα και φώτισε τα πρόσωπά τους που έκλαιγαν. Αγκαλιασμένοι, σαν ένα σώμα, σε μια ανάσα, σε ένα δάκρυ, σε μια ελπίδα.
Ο σκάρος στο ταψί είχε κρυώσει πια και οι πατάτες είχαν γίνει σαν σόλες παπουτσιών. Μόνο το κρασί έσταζε σταγόνα – σταγόνα από την άκρη του τραπεζιού και την σπασμένη καράφα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου