ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
«Καλημέρα Ποθητή…»
«Καλημέρα και σε σένα μαθές… και χρόνια σου πολλά, μέρα που είναι σήμερις Παναιά μου…» κι έκανε το σταυρό της όσο πιο επιδεικτικά μπορούσε. Μετά γύρναγε στην αδερφή της : «… είδες; Μας λέει καλημέρα και η Παναγιώτα, μας κάνει ίσες κι όμοιες με τα μούτρα της, βλέπεις, αλλά εμείς δεν τραβιόμαστε με τον Γρηγόρη του Κουτσά στους αγρούς… Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου … να μη πω παραπάνω. Άκου καλημέρα κι απ’ αυτήν!». Η Μαρία συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι καταφατικά και απλά χαμογελούσε.
Τα κορίτσια της γωνίας, οι γνωστές Τσουκαλαήνες συνέχισαν τον δρόμο τους, απαντώντας στα καλημερίσματα λοιπόν των υπολοίπων, φροντίζοντας να πουν και κάτι για όλους.
Ο καπετάν Λευτέρης ο Χειλάς στεκόταν στην άκρη της προκυμαίας και όλο φώναζε στους ναύτες του που είχαν αναλάβει το «ξεκουβάλημα» των σφουγγαριών και την γλίτσα στο κατάστρωμα. Έδειχνε με το χέρι, κάπου – κάπου έβριζε, διάταζε, παρακαλούσε και γενικώς προσπαθούσε να τελειώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τις δουλειές του, να φύγει να πάει πάλι στα νερά της Τυνησίας που τον περίμενε ο καπετάν Άτσας. Είχε αυστηρές οδηγίες από το αφεντικό του, να κάνει γρήγορα, να προλάβουν τα «φορτώματα», τους αγέρηδες και ειδικά τον αλλαγμένο, απότομο Πουνέντη84 στην Μπαρμπαριά που έκανε «…τους αραπάδες στις χάϊμες85νευρικούς και απαιτητικούς. Και φυσικά επικίνδυνους…», όπως ακριβώς ήταν τα λόγια του.
Φορούσε το ναυτικό του, μαύρο κασκέτο, βαθιά τραβηγμένο μέχρι λίγο πάνω από τα μάτια, το φανελάκι με τις τιράντες να του αφήνουν λευκά σημάδια στο σώμα και το παντελόνι γυρισμένο, να μην βρέχεται από τα νερά, μέχρι πάνω από τους αστραγάλους. Αεικίνητος πάντα, καλός θαλασσινός, ήταν παλιός φίλος και ο έμπιστος του καπετάν Άτσα, το δεξί του χέρι όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί. Λιγομίλητος άνθρωπος είχε κάνει «μηχανικός» στα νιάτα του και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, καπετάνιος στη δούλεψη του φίλου του, περηφανευόταν μόνο για ένα πράγμα: «… εγώ παιδί μου…», έλεγε σε όσους τον ρωτούσαν, «… δεν έχω ψαρέψει σε όλη τη Μεσόγειο, έχω περπατήσει όλη τη Μεσόγειο…» κι έδειχνε τα πόδια του, εννοώντας ότι τόσα χρόνια, τόσες ώρες στο βυθό της θάλασσας, είχε κάνει αποστάσεις που ισοδυναμούσαν με την έκταση της Μεσογείου. Και εκεί ήταν οι μόνες φορές που χαμογελούσε.
Είδε τις Τσουκαλαήνες που κατέβαιναν πιασμένες σαν κρίκοι αλυσίδας, με τα κίτρινα μαντίλια στο κεφάλι να θυμίζουν σημαδούρες της θάλασσας που είχαν ξεβραστεί στην άσφαλτο της πλατείας. Συνοφρυώθηκε αφού το να γελάσει με αυτό το θέαμα δεν το μπορούσε. Σαν τον πλησίασαν τις χαιρέτισε όσο γινόταν πιο αδιάφορα.
«Καλημέρα καπετάνιε, ίντα κάμεις εδώ τέτοια μέρα μαθές; Τώρα ήφτασες;»
Τους απάντησε με μια κίνηση του κεφαλιού και έδειξε με το χέρι το «ντεπόζιτο» και τους άντρες του, που πηγαινοέρχονταν σε μια σειρά πάνω – κάτω στη σανίδα που ένωνε το σκάφος με την προκυμαία σαν μερμήγκια και το βίντσι με το δίχτυ που σήκωνε τα σφουγγάρια.
«Ναι, σήμερις αριβάρισα…», απάντησε τελικά. «Πρέπει να κάνω γλήγορις όμως να φύω, όσο πιο γλήγορις μπορώ. Βρήκε ο Άτσας πολύ πράμα, καλές ψαριές και βιάζεται…»
«Όλοι καλά είναι καπετάνιο; Οι «μηχανικοί», όλοι καλά….», ξαναρώτησαν εκείνες δείχνοντας πραγματικό ενδιαφέρον τώρα.
«Όλοι καλά κυράδες. Μέχρις τώρα δεν έχουμι κάτι που να μας ανησυχάει…»
«Άντε βρε Μαρία να πααίνουμε κι εμείς τώρα, να πααίνει κι ο καπετάνιος να δει την κυρά του την καπετάνισσα», είπε η Ποθητή και τράβηξε από τον αγκώνα την αδερφή της. «Καπετάνιε η Παναία να σε βοηθά και να έχεις καλές θάλασσες…», του είπε, λίγα μέτρα μακριά του «… και μη λείπεις τόσο καιρό, η γυναίκα σου λυπάται που δεν σ’ έχει…», πρόσθεσε ελπίζοντας ότι ο καπετάνιος θα πρόσεχε την σπόντα της. Αλλά εκείνος είχε ήδη γυρίσει την πλάτη στις δυο γυναίκες και φώναζε στους δικούς του, δεν άκουσε τίποτα από τα τελευταία λόγια της Ποθητής και αυτό έκανε την Τσουκαλαήνα να σκυλιάσει από το κακό της.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν όλα τα σφουγγάρια είχαν πουληθεί στους εμπόρους και τώρα «ξεκουράζονταν» στην πλατεία του «Χριστού» πάνω στα Ιταλικά ψηφιδωτά, δίνοντας ένα έντονο μπεζ χρώμα σε όλο τον χώρο. Ο καπετάν Χειλάς, έκλεισε με τους «σπετζάδες»86 να παραλάβει την επομένη, καλαθούνες με τρόφιμα, ψωμιά και λαχανικά, κρέατα και παστά, κανόνισε να γεμίσει και τα βαρέλια με νερό που τους έριχναν και λίγο κινίνο για τους αρουραίους και σακιά με αλάτι και ζάχαρη. Για καφέ δεν συζήτησε, αυτό θα ήταν το δώρο των εμπόρων για τους «μηχανικούς».
Έμεινε ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα της πίεσής του και χτύπησε την παλάμη με την γροθιά του. Έβγαλε ένα μαντίλι από την πίσω τσέπη και σκούπισε το σβέρκο και το πρόσωπό του, έβγαλε και μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το μέρος γύρω του. Οι άντρες του είχαν φύγει, άλλος για το σπίτι του, άλλος για την αρραβωνιάρα και άλλος απλώς… είχε φύγει. Έφτιαξε το κασκέτο του, αν και είχε ήδη βραδιάσει δεν το έβγαζε, πήρε να βαδίζει κατά τον Αι Νικόλα, να τελειώσει και την τελευταία δουλειά του.
«Κυρά Βακίνα, θα περιμένεις λίγο ακόμα…», είπε απευθυνόμενος νοητά στην καπετάνισσα που τον περίμενε στο σπίτι.
Το καφενείο έμοιαζε με παραμυθένιο σπίτι, με τα αχνά του φώτα, την ηρεμία του δρόμου και τους θαμώνες του στην αυλή, να πίνουν το ουζάκι τους συνοδεία θαλασσινών μεζέδων και την θάλασσα κοντά να αντανακλά τα φώτα του νησιού, σαν κάποιος να είχε ανάψει κεράκια μέσα στο νερό. Από κάπου μακριά ακούγονταν τραγούδια και τσαμπούνες, κάποιοι γιόρταζαν ακόμα την Χάρη Της, ενώ ο αέρας που λιπόψυχα φυσούσε, μετέφερε όλη την μυρωδιά του θαλασσινού ιωδίου.
Ο καπετάν Λευτέρης, περπάτησε ανάμεσα στα τραπεζάκια, χαιρέτισε πολλούς, μίλησε μια – δυο κουβέντες με ακόμη πιο πολλούς και διαλέγοντας ένα τραπεζάκι στην άκρη της ασπρισμένης με ασβέστη αυλής, κάθισε και κοίταξε προς το μέσα μέρος του μαγαζιού. Είδε τον Μέμο που κάθιδρος προσπαθούσε να εξυπηρετήσει όλη την πελατεία, όσο πιο καλά και γρήγορα μπορούσε. Σε λίγο τον είχε πλησιάσει με την πετσέτα ριχτή στον ώμο να πάρει την παραγγελία του.
«Καλησπέρα καπετάνιε…», του είπε χωρίς ν’ αναφέρει το όνομά του που προφανώς δεν το ήξερε. «Ίντα να σου φέρω; Τσίπουρο ή κάτι άλλο;»
Ο ο καπεταν Χειλάς τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Είσαι ο αδερφός του Κλεάνθη, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, καπετάνιε…», απάντησε ο Μέμος, «… αυτός είμαι. Ο «μικρός»… ο αναπληρωματικός…», είπε και καθάρισε το στρογγυλό μεταλλικό τραπέζι με την πετσέτα – πατσαβούρα που είχε στον ώμο του. Ο καπετάνιος χτύπησε με το χέρι την καρέκλα γελώντας.
«Άντε βρε, πιάσε ένα τσιπουράκι να καθαρίσει το μυαλό, όλη μέρα σήμερα, μπαϊλντίσαμε… με τόσα και τόσα… Αλήθεια ο αδερφός σου που ‘ναι;»
Ο Μέμος έξυσε το πάνω μέρος του κεφαλιού του και κοιτάζοντας προς την μεριά του απέναντι μαρασιού, σήκωσε τους ώμους δείχνοντας πως δεν ήξερε πολλά. «Κάπου κείθε προς την Παναγιά την «Κυρά Ψηλή», γιγνώσκω κι εγώ μαθές; Αλλά, τι τον νοιάζει για μένα, για το μαγαζί, αυτός θα τρώει θα πίνει και ο μήνας έχει εννιά…; Όλη μέρα με έχει αφήσει μόνο μου… όλο το απόγευμα…. Ούτε να κατουρήσω δεν μπορώ…»
«Και τις άλλες μέρες που είναι εκείνος μόνος του, εσύ τον σκέφτεσαι; Έρχεσαι να βοηθήσεις;»
«Και βέβαια έρχομαι όποτε μπορώ. Αλλά έχω και το ψάρεμα, νέος είμαι, θα πιάσω και τα χταπόδια μου και τις ψαρούκλες μου… Δεν είναι το ίδιο καπετάνιε… Το μαγαζί είναι δικό του, τι να κάνουμε; Και το σακάτικο πόδι του, δεν τον αφήνει και για πολλές βόλτες, που να πάει; Εγώ έχω ακόμα τα νιάτα μου, τους φίλους μου, την θάλασσά μου…»
«Ενώ εκείνος… σακάτης! Έτσι; Ανήμπορος…»
«Πάω να φέρω το τσιπουράκι σου καπετάνιε, να φέρω και κάτι τις να βάλεις στο στόμα σου, μη σε πιάσει καμιά λιγούρα και τα λέμε»
Ο καπετάν Λευτέρης κοίταξε προς τη μεριά του λιμανιού. Κάπου προς τη μεριά της Τουρκίας πρέπει να έβρεχε, γιατί έβλεπε κεραυνούς προς τα κει, να σχίζουν τον ουρανό. Και κάπου – κάπου κάποιο μπουμπουνητό ερχόταν υπόκωφα να ταράξει την ηρεμία. «Καλοκαιρινά μπόρα! Τι χειρότερο!», σκέφτηκε θαλασσινά ο καπετάνιος. Άναψε τσιγάρο και κάθισε σταυροπόδι. Οι υπόλοιποι, είχαν απορροφηθεί στις κουβέντες τους και τις προπόσεις που έκαναν σε κάθε ποτήρι τσίπουρου που κατέβαζαν στο λαρύγγι τους, πάντα βέβαια στον όνομα της «Χάρης Της». Έτσι κι αλλιώς είχαν μια σοβαρή δικαιολογία σήμερα.
Ο Κλεάνθης έσερνε με λίγο περισσότερη δυσκολία το πόδι του. Έφταιγε και η Υπαπαντή, έφταιγε και το καλό κοκκινέλι, έφταιγε και η ζέστη. Κάθε τόσο σταματούσε και στηριζόταν στις γωνιές των σπιτιών ή στις χαμηλές πεζούλες, «τουλάχιστον δεν κρατώ μπαστούνι…» σκέφτηκε και παίρνοντας βαθιά ανάσα, συνέχισε το δρόμο του για το καφενείο. Είχε ανυπομονησία να πάει γρήγορα τώρα, σαν είχε δει το «ντεπόζιτο» του καπετάν Άτσα δεμένο κοντά στη πλατεία και κάτι μέσα του είχε πάρει φωτιά.
Από μακριά είδε τον καπετάν Λευτέρη που έπινε το τσίπουρό του και κάπνιζε το τσιγάρο του, συζητώντας με τον μικρό του αδερφό. Χαμογέλασε και έφτιαξε τα μαλλιά. Σκούπισε τον ιδρώτα του και ξεσκόνισε λίγο το παντελόνι του. Άναψε και αυτός ένα τσιγάρο να ηρεμίσει, να μειώσει λίγο και την ένταση που τον είχε καταλάβει, να μη την δείξει τουλάχιστον κι έκανε τα τελευταία μέτρα όσο γρήγορα αλλά και με ίσιο κορμί μπορούσε, χωρίς να στηριχτεί πουθενά αλλού. Σαν έφτασε χαμογέλασε:
«Καπετάνιε… ίντα κάνεις;», είπε και έδωσε το χέρι του στον ναυτικό που καθόταν στο καφενείο. «Άντε μικρέ… άντε φέρε και σε μένα ένα τσίπουρο να τα πούμε με τον καπετάνιο…», συνέχισε προς τον αδερφό του, με ένα βλέμμα που σήμαινε να τσακιστεί να κάνει, χωρίς δεύτερη κουβέντα αυτό που του έλεγε.
«Λοιπόν καπετάνιε, έχεις ώρα που ήρθες;»
Συζήτησαν αρκετά και για πολύ ώρα, αυτά που είχε πει ο καπετάν Άτσας και στον ένα αλλά και στον άλλο. Συμφωνήσανε ότι αφού μπορούσε ο Κλεάνθης, την μεθεπόμενη, ξημερώματα της δεκάτης εβδόμης του μήνα, θα έφευγαν. Θα πήγαιναν στα άλλα σκάφη, «στα βαθυτικά» όπως του είπε, που ήταν έξω από το Μαρόκο. «Κι έχει πολύ πράμα εκεί Κλεανθιό…», συνέχισε. «Θα σε περιμένω το λοιπό, όπως τα συμφωνήσαμε;». Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Είχε μια μέρα μπροστά του, να τακτοποιήσει όλες του τις υποθέσεις. Ναι, τώρα ήταν σίγουρος γι αυτό που έκανε.
Το βράδυ με την μοναξιά του, ήταν όμορφη, εκεί, στη μεγάλη βεράντα με το ψηφιδωτό και τα πράσινα κάγκελα με τα στριφογυριστά τους «σαλιγκαράκια», πάνω και κάτω. Η Κως στο βάθος φαινόταν σαν σκιά με τα φώτα της να λάμπουν σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι του πελάγους. Το τσιγάρο του έκαψε τα δάχτυλα και ο Κλεάνθης το πέταξε στο μαύρο νερό. Τα βράχια κράτησαν την γόπα για λίγο, να κάνει το φινάλε της και το κύμα την άρπαξε πεινασμένο να την καταβροχθίσει.
Μια χαρά, αλλά και μια πίκρα συνάμα, είχαν πλημμυρίσει την καρδιά του Κλεάνθη. Η χαρά που επιτέλους έφτασε η ώρα να κάνει το πολυπόθητο αυτό ταξίδι, αλλά όπως συμβαίνει πάντα, ήταν και η στιγμή που έπρεπε να αφήσει πίσω του, όλη τη ζωή που είχε δημιουργήσει στη ξηρά, όλες τις καθημερινές συνήθειές του… και θα άφηνε φυσικά θα αποχαιρετούσε τα αγαπημένα του πρόσωπα, τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβρη. Δυόμιση βέβαια μήνες μόνο αλλά… , αλλά… μέσα στα πρόσωπα αυτά υπολόγιζε και κάποιο που θα μπορούσε να αλλάξει το μέλλον του. Δείλιασε προς στιγμή, αλλά τα «θέλω’ του επικράτησαν και η απόφαση δεν άλλαξε. «Τι είχα πάντα για να λυπάμαι τώρα;», σκέφτηκε καθώς χτύπαγε πάνω στο πακέτο του, το δεύτερο τσιγάρο. Άκουσε τα βήματα κάποιου στο ξύλινο πάτωμα της σάλας και γυρίζοντας το κεφάλι, αντίκρισε την μεγάλη του αδερφή.
Ερχόταν από το δωμάτιό της, με το νυχτικό και εμφανή τα σημάδια της αϋπνίας στα μάτια της. Του χαμογέλασε από μακριά και κοίταξε προς τη μεριά που κοιμόταν ο πατέρας της. Τον είδε να σαλεύει, να γυρίζει στο πλευρό.
«Δεν κοιμάται…», ψιθύρισε στον αδερφό της. «Εκτός από τον Μέμο, κανείς δεν κοιμάται. Η μάνα κλαίει… μεγάλη απόφαση πήρες αδερφέ. Μεγάλη και προκαλείς πόνο…». Ακούμπησε στο κάγκελο και αγνάντεψε με τη σειρά της το μαύρο πέλαγος και το απέναντι νησί. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος σε μια μοιρολατρική στάση. «Καλά εμάς… είμαστε η οικογένειά σου και πες… περνάς αυτό που θέλεις. Την Υπαπαντή όμως; Δεν την λογαριάζεις; Δεν την σκέφτεσαι; Έτσι, θα την αφήσεις μόνη της… τώρα; Τώρα που της έχεις δώσει ελπίδες; Όνειρα;»
Ο Κλεάνθης δεν απάντησε, δεν ήξερε τι να πει. Έβλεπε ότι η οικογένειά του τον στήριζε στην απόφαση του αυτή, αλλά καταλάβαινε και τον πόνο, την ανησυχία που έδινε. Αυτό το επιβεβαίωνε και ο ήχος από κάποιους λυγμούς που ερχόταν από το δωμάτιο της μάνας του. Έβλεπε την Κυράννα να στριφογυρίζει στο στρώμα, να κλαίει και να δαγκώνει το σεντόνι από την στενοχώρια της. Το φοβόταν το σφουγγάρι, αν και ήθελε «μηχανικούς» για τις κόρες της. Εκεί όμως εξαντλούνταν όλη της η γενναιότητα.
Την απελπισία που προκαλούσε, την φανέρωνε και το μικρό καντήλι που έκαιγε με τη χλωμή του φλογίτσα στο πάνω μέρος της κάμαρας της. Και το θυμιατό που αρωμάτιζε όλο τον χώρο αλλά και η εικόνα της Παναγίας που φαινόταν να μην στηρίζεται καλά στο τοίχο, αφού τα τρεμάμενα χέρια της μάνας, την ώρα που την είχε κατεβάσει να την φιλήσει, δεν μπορούσαν να την τοποθετήσουν ίσια.
«Λοιπόν; Θα επιμείνεις στην απόφασή σου αυτή;»
«Ναι», της απάντησε ανόρεχτα, μονολεκτικά. Ήταν η στιγμή που ήθελε να μείνει μόνος του, αλλά και συγχρόνως αποζητούσε την συντροφιά κάποιου και αφού δεν μπορούσε να έχει την Υπαπαντή, η καλύτερη επόμενη επιλογή, ήταν σαφώς η Καλοτίνα.
«Θα πας για σφουγγάρι ε; Θέλεις να τονίσεις ότι δεν είσαι αυτό που έγραφε η … παλιοφυλλάδα των Αθηναίων δημοσιογράφων. Πάνω απ’ όλα ο εγωισμός σου ε;»
«Δεν μπορείς να καταλάβεις εσύ…»
«Δεν μπορώ;», απάντησε με ερώτηση η κοπέλα. «Πιστεύεις ότι δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί ο αδερφός μου, παίζει την ζωή του κορώνα – γράμματα; Γιατί η δεύτερη κολώνα του σπιτιού πάει να μας φέρει πόνο; Λες και σου λείπει κάτι από την ζωή! Ειδικά που τώρα μπορεί να ισιώσει…», χαμογέλασε εδώ, «… με την… πώς να την πω… γνωριμία σου, τη νέα γνωριμία σου. Κι όλα αυτά γιατί κύριε; Για να αποδείξεις ότι είσαι άντρας; Το σφουγγάρι κάνει τον άντρα; Η βούτθα; Αυτό λες εσύ αντριλίκι; Μωρέ μπράβο! Αντριλίκι αδερφέ μου, είναι να έχεις τους ανθρώπους σου χαρούμενους, ευτυχισμένους και χαμογελαστούς! Αντριλίκι είναι να περπατάς δίπλα σε ανθρώπους που θα λογίζουν την σωφροσύνη σου και την … ηρεμία σου! Αυτό είναι αντριλίκι… αυτό», είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Τα δάκρυά της έγιναν ρυάκια στα μάγουλα και τα μάτια, γυάλισαν παράξενα, μετατράπηκαν σε γυάλινες μαύρες χάντρες που δεν μπορούσαν να δουν τίποτα.
Έμειναν αρκετή ώρα αμίλητοι. Ο Κλεάνθης, άναβε το ένα τσιγάρο από την καύτρα του άλλου και χτύπαγε μηχανικά την ίσκα πάνω στο κάγκελο της βεράντας. Το ήξερε πια, ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον κρατήσει. «Ένα – δυο ταξίδια θα κάμω…», σκέφτηκε, «… και θα γυρίσω στον καφενέ. Τότε θα ζητήσω και την Υπαπαντή… θα κάνουμε και κάμποσα κουτσούβελα…» και έπαιρνε δύναμη για την απόφασή του.
Κοίταξε την αδερφή του, από το πλάι, θαύμασε την ομορφιά της και θέλησε να της μιλήσει, εκείνη όμως έβαλε το δάχτυλο στο στόμα, κάνοντάς του νόημα έτσι να σιωπήσει. Κατάφερε να του χαμογελάσει. Έκανε μερικά βήματα προς το εσωτερικό του σπιτιού και σταμάτησε στην μπαλκονόπορτα. Έτρεμε αν και η νύχτα ήταν πολύ ζεστή. Γύρισε απότομα και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Με δύναμη, έπεσε πάνω του και προσπάθησε να χωθεί στην αγκαλιά του. Και ήταν μεγάλη αυτή η αγκαλιά, θεόρατη και γνώριμα ζεστή. Έκλαψε πάνω στα σκληρό του στήθος. Τον χάιδεψε μέσα από το άνοιγμα του πουκάμισού του και τον φίλησε, κάνοντάς τον να νιώσει έντονα, τα χείλη της και το μάγουλό της που έκαιγαν, πάνω στο στέρνο του.
Έφυγε και τον άφησε μόνο με τις σκέψεις του. ένας άντρας με τους εφιάλτες του, με τα «θέλω» του. Και το αεράκι, ζεστό και υγρό, έφερνε την μυρωδιά της θάλασσας, το ιώδιο και την επιθυμία του ταξιδιού.
Κάθισε στο μικρό ξύλινο καναπέ και έτριψε το χωλό του πόδι, που είχε αρχίσει να τον πονάει από την πολλή ορθοστασία. Σκέφτηκε την θάλασσα, τον κήπο του βυθού, αλλά και την σκοτεινιά του βάθους. «Δυο ταξίδια θα κάμω…», επανέλαβε στον εαυτό του, «… δυό μόνο …και μετά όλα πάλι καλά». Προσπάθησε να μη σκεφτεί την Υπαπαντή, την Κυράννα, την Καλοτίνα και όποιον αγαπούσε. Ήδη η θάλασσα τον είχε κερδίσει, τον είχε πάρει μαζί της…
Ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει το γνωστό γκρίζο χρώμα του ξημερώματος όταν ο ύπνος ήρθε και έκλεισε τα μάτια του Κλεάνθη. Από ώρα είχε ξαπλώσει και προσπαθούσε να αφουγκραστεί τους ήχους του σπιτιού. Άκουσε πάλι τον λυγμό της Κυράννας, το βαριανάσεμα της Καλοτίνας και το στριφογύρισμα του κυρ Δημητρού μέσα στο σαλόνι. Το σπίτι κοιμόταν, αλλά ήταν ξύπνιο, ηρεμούσε, αλλά ανησυχούσε άγρυπνο και πικραμένο.
Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη και αποπνικτικά στολισμένη με κάθε λογής κομψοτέχνημα. Εκείνος καθόταν σε ένα χρυσό κάθισμα ή φαινόταν χρυσό από την πολλή λάμψη που εξέπεμπε. Κι αυτή η λάμψη, φώτιζε όλη την αίθουσα, σα να μην υπήρχε οροφή και ο μεσημεριανός ήλιος να αντανακλούσε τη δύναμη του παντού. Δίπλα του ένα άλλο ίδιο κάθισμα, ένας άλλος θρόνος, μόνο που ήταν άδειος. Δυό χρυσά λιοντάρια, ένα στα δεξιά κι ένα από την άλλη πλευρά, φύλαγαν την ιερότητα των θρόνων.
Μπροστά στα πόδια του υπήρχαν σκαλιά… τέσσερα με πέντε σκαλιά από λευκό μάρμαρο, που οδηγούσαν σε ένα μακρύ διάδρομο στρωμένο με παχύ κόκκινο χαλί, που όποιος το πάταγε θα βυθιζόταν μέχρι τον αστράγαλο. Δεξιά και αριστερά του διαδρόμου μεγάλες στρογγυλές κολώνες σε πράσινο μάρμαρο με λευκά νερά που τις έκαναν να μοιάζουν με «όρθιες θάλασσες», στολισμένες με χρυσά κλαδιά αμπελιού και μεγάλα – επίσης χρυσά – πουλιά που κελαηδούσαν, χάνονταν μέσα στο πλήθος του συγκεντρωμένου πλήθους. Από κάπου, που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ακριβώς, ακουγόταν μουσική, μια παράξενα γλυκιά μελωδία και ο ήχος ανάλαφρων βημάτων που πλησίαζαν προς το μόνο άδειο κομμάτι εκείνου του διαδρόμου.
Κι εκείνο το άδειο κομμάτι μεμιάς, γέμισε με όμορφες κοπέλες, ντυμένες με τα καλύτερα φορέματά τους, τα πιο καλοφτιαγμένα στολίδια τους και μυρίζοντας τα πιο δυσεύρετα αρώματα.
«Διάλεξε …», του είπε η Κυράννα, που βρέθηκε ξαφνικά δίπλα του από το πουθενά και του έδειξε με το χέρι τα κορίτσια που είχαν γυρίσει προς το μέρος του. Το παζάρι αυτό ήταν για κείνον. Λες και θα αγόραζε ένα αντικείμενο από τον ταξιδιάρη έμπορο, μιας άλλης εποχής. «Διάλεξε λοιπόν την … αυριανή γυναίκα σου…», επανέλαβε η φωνή της μάνας του και απέμεινε με το χέρι τεντωμένο.
Ήταν εκεί όλες οι κοπέλες της Καλύμνου, μέσα σε εκείνο τον χώρο, τον χώρο των παλατιών από τα παιδικά του όνειρα. Και ήταν εκεί και όλες αυτές οι νέες που είχε ονειρευτεί, που είχε ποθήσει, που γνώριζε, που ποτέ δεν είχε αγκαλιάσει. Εκεί.. ναι εκεί, μπροστά του ανυπεράσπιστες στη βούλησή του. Καμιά δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Καμιά δεν έλεγε έστω και μια κουβέντα, καμιά δεν χαμογελούσε.
Έψαξε με το βλέμμα, μια – μια τις κοπέλες. Όλες ήταν όμορφες, όλες λευκές – λευκές σαν την ζάχαρη. Και όλες ήταν … δικές του. Δηλαδή δικές του… να διαλέξει. Είδε κάπου πίσω την Υπαπαντή. Φορούσε ένα ολόλευκο φόρεμα σαν νυφικό, σαν άσπιλο ένδυμα αγγέλων. Της χαμογέλασε και περίμενε, μέχρι που είδε εκείνο, το πίσω από την πλάτη του πατέρα της πονηρό χαμόγελο που είχε ξαναδεί στο καφενείο. Σηκώθηκε όρθιος και αμέσως η Καλοτίνα (ούτε αυτή κατάλαβε από πού είχε έρθει), τον ανάγκασε να ξανακαθίσει. Κατέβηκε εκείνη τα λίγα σκαλιά και έφτασε στην όμορφη κόρη. Την πήρε από το χέρι και περπάτησαν μαζί. Την παρέδωσε στον αδερφό της και … εξαφανίστηκε. Ο Κλεάνθης ήταν χαρούμενος σε σημείο ενθουσιασμού. Το ίδιο φαινόταν και το κορίτσι. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να την φιλήσει …και αυτή ανταποκρίθηκε άμεσα και με πάθος. Τα χείλη της ήταν ολόφρεσκα και μαλακά σαν … σφουγγάρι. Άνοιξε τα μάτια. Η αίθουσα είχε χαθεί, τα λιοντάρια, οι κολώνες, οι θρόνοι, ο κόσμος είχαν … εξαφανιστεί. Τη θέση τους είχε πάρει το νερό… Και το σκοτάδι… Και το κρύο…
Στα χέρια του δεν κρατούσε την κόρη, αλλά ένα μεγάλο «λαγόφυτο»… ή ένα μεγάλο «καπάδικο». Και άκουγε την ανάσα του να βγαίνει σε φυσαλίδες και να ανεβαίνει από πάνω του. Έψαξε δεξιά – αριστερά για την Υπαπαντή. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως του έφυγε μέσα από τα χέρια. Το σκάφανδρο, τον εμπόδιζε, η ορατότητά του είχε περιοριστεί μέσα από το μικρό φινιστρίνι και από το βάθος της θάλασσας. Απάνω του τόνοι νερού, τον πίεζαν και ήθελε να τρέξει ή να αναδυθεί, όμως το χωλό του πόδι δεν τον βοηθούσε και ο κολαουζέρης δεν φαινόταν να είναι στη θέση του. Άρχισε να πανικοβάλλεται και έκανε απότομες κινήσεις να «ανέβει».
Πετάχτηκε πάνω σαν αστραπή, λουσμένος στον ιδρώτα με τα σεντόνια τσαλακωμένα και υγρά. Ο ήλιος που έμπαινε από το παράθυρο τον έκαιγε. Ήταν μόνος παρέα με τον εφιάλτη τ