Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

Η Ποθητή και η Μαρία, πιασμένες αγκαζέ, περνούσαν από την πλατεία με κατεύθυνση το σπίτι τους. Μετά την λειτουργία στον «Χριστό» και την ζέστη, ένοιωθαν κατάκοπες και εξαντλημένες, αλλά δεν έπρεπε κανείς να το δει αυτό. Περπατούσαν λοιπόν με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και μια περιφρόνηση προς τους απλούς νησιώτες με τα τόσα κουσούρια τους. Γιατί και οι δυό, προσπαθούσαν τα κουσούρια να βρουν, παρά να αφοσιωθούν σε εκείνη την «καλημέρα» ή «καλησπέρα» που με τόση προθυμία προσφερόταν από όλους.
«Καλημέρα Ποθητή…»
«Καλημέρα και σε σένα μαθές… και χρόνια σου πολλά, μέρα που είναι σήμερις Παναιά μου…» κι έκανε το σταυρό της όσο πιο επιδεικτικά μπορούσε. Μετά γύρναγε στην αδερφή της : «… είδες; Μας λέει  καλημέρα και η Παναγιώτα, μας κάνει ίσες κι όμοιες με τα μούτρα της, βλέπεις, αλλά εμείς δεν τραβιόμαστε με τον Γρηγόρη του Κουτσά στους αγρούς… Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου … να μη πω παραπάνω. Άκου καλημέρα κι απ’ αυτήν!». Η Μαρία συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι καταφατικά και απλά χαμογελούσε.
Τα κορίτσια της γωνίας, οι γνωστές Τσουκαλαήνες συνέχισαν τον δρόμο τους, απαντώντας στα καλημερίσματα λοιπόν των υπολοίπων, φροντίζοντας να πουν και κάτι για όλους.
Ο καπετάν Λευτέρης ο Χειλάς στεκόταν στην άκρη της προκυμαίας και όλο φώναζε στους ναύτες του που είχαν αναλάβει το «ξεκουβάλημα» των σφουγγαριών και την γλίτσα στο κατάστρωμα. Έδειχνε με το χέρι, κάπου – κάπου έβριζε, διάταζε, παρακαλούσε και γενικώς προσπαθούσε να τελειώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τις δουλειές του, να φύγει να πάει πάλι στα νερά της Τυνησίας που τον περίμενε ο καπετάν Άτσας. Είχε αυστηρές οδηγίες από το αφεντικό του, να κάνει γρήγορα, να προλάβουν τα «φορτώματα», τους αγέρηδες και ειδικά τον αλλαγμένο, απότομο  Πουνέντη84 στην Μπαρμπαριά που έκανε «…τους αραπάδες στις χάϊμες85νευρικούς και απαιτητικούς. Και φυσικά επικίνδυνους…», όπως ακριβώς ήταν τα λόγια του.
Φορούσε το ναυτικό του, μαύρο κασκέτο, βαθιά τραβηγμένο μέχρι λίγο πάνω από τα μάτια, το φανελάκι με τις τιράντες να του αφήνουν λευκά σημάδια στο σώμα και το παντελόνι γυρισμένο, να μην βρέχεται από τα νερά, μέχρι πάνω από τους αστραγάλους. Αεικίνητος πάντα, καλός θαλασσινός, ήταν παλιός φίλος και ο έμπιστος του καπετάν Άτσα, το δεξί του χέρι όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί. Λιγομίλητος άνθρωπος είχε κάνει «μηχανικός» στα νιάτα του και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, καπετάνιος στη δούλεψη του φίλου του, περηφανευόταν μόνο για ένα πράγμα: «… εγώ παιδί μου…», έλεγε σε όσους τον ρωτούσαν, «… δεν έχω ψαρέψει σε όλη τη Μεσόγειο, έχω περπατήσει όλη τη Μεσόγειο…» κι έδειχνε τα πόδια του, εννοώντας ότι τόσα χρόνια, τόσες ώρες στο βυθό της θάλασσας, είχε κάνει αποστάσεις που ισοδυναμούσαν με την έκταση της Μεσογείου. Και εκεί ήταν οι μόνες φορές που χαμογελούσε.
Είδε τις Τσουκαλαήνες που κατέβαιναν πιασμένες σαν κρίκοι αλυσίδας, με τα κίτρινα μαντίλια στο κεφάλι να θυμίζουν σημαδούρες της θάλασσας που είχαν ξεβραστεί στην άσφαλτο της πλατείας. Συνοφρυώθηκε αφού το να γελάσει με αυτό το θέαμα δεν το μπορούσε. Σαν τον πλησίασαν τις χαιρέτισε όσο γινόταν πιο αδιάφορα.
«Καλημέρα καπετάνιε, ίντα κάμεις εδώ τέτοια μέρα μαθές; Τώρα ήφτασες;»
Τους απάντησε με  μια κίνηση του κεφαλιού και έδειξε με το χέρι το «ντεπόζιτο» και τους άντρες του, που πηγαινοέρχονταν σε μια σειρά πάνω – κάτω στη σανίδα που ένωνε το σκάφος με την προκυμαία σαν μερμήγκια και το βίντσι με το δίχτυ που σήκωνε τα σφουγγάρια.
«Ναι, σήμερις αριβάρισα…», απάντησε τελικά. «Πρέπει να κάνω γλήγορις όμως να φύω, όσο πιο γλήγορις μπορώ. Βρήκε ο Άτσας πολύ πράμα, καλές ψαριές και βιάζεται…»
«Όλοι καλά είναι καπετάνιο; Οι «μηχανικοί», όλοι καλά….», ξαναρώτησαν εκείνες δείχνοντας πραγματικό ενδιαφέρον τώρα.
«Όλοι καλά κυράδες. Μέχρις τώρα δεν έχουμι κάτι που να μας ανησυχάει…»
«Άντε βρε Μαρία να πααίνουμε κι εμείς τώρα, να πααίνει κι ο καπετάνιος να δει την κυρά του την καπετάνισσα», είπε η Ποθητή και τράβηξε από τον αγκώνα την αδερφή της. «Καπετάνιε η Παναία να σε βοηθά και να έχεις καλές θάλασσες…», του είπε, λίγα μέτρα μακριά του «… και μη λείπεις τόσο καιρό, η γυναίκα σου λυπάται που δεν σ’ έχει…», πρόσθεσε ελπίζοντας ότι ο καπετάνιος θα πρόσεχε την σπόντα της. Αλλά εκείνος είχε ήδη γυρίσει την πλάτη στις δυο γυναίκες και φώναζε στους δικούς του, δεν άκουσε τίποτα από τα τελευταία λόγια της Ποθητής και αυτό έκανε την Τσουκαλαήνα να σκυλιάσει από το κακό της.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν όλα τα σφουγγάρια είχαν πουληθεί στους εμπόρους και τώρα «ξεκουράζονταν» στην πλατεία του «Χριστού» πάνω στα Ιταλικά ψηφιδωτά, δίνοντας ένα έντονο μπεζ χρώμα σε όλο τον χώρο. Ο καπετάν Χειλάς, έκλεισε με τους «σπετζάδες»86 να παραλάβει την επομένη,  καλαθούνες με τρόφιμα, ψωμιά και λαχανικά, κρέατα και παστά, κανόνισε να γεμίσει και τα βαρέλια με νερό που τους έριχναν και λίγο κινίνο για τους αρουραίους και σακιά με αλάτι και ζάχαρη. Για καφέ δεν συζήτησε, αυτό θα ήταν το δώρο των εμπόρων για τους «μηχανικούς».
Έμεινε ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα της πίεσής του και χτύπησε την παλάμη με την γροθιά του. Έβγαλε ένα μαντίλι από την πίσω τσέπη και σκούπισε το σβέρκο και το πρόσωπό του, έβγαλε και μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το μέρος γύρω του. Οι άντρες του είχαν φύγει, άλλος για το σπίτι του, άλλος για την αρραβωνιάρα και άλλος απλώς… είχε φύγει. Έφτιαξε το κασκέτο του, αν και είχε ήδη βραδιάσει δεν το έβγαζε, πήρε να βαδίζει κατά τον Αι Νικόλα, να τελειώσει και την τελευταία δουλειά του.
«Κυρά Βακίνα, θα περιμένεις λίγο ακόμα…», είπε απευθυνόμενος νοητά στην καπετάνισσα που τον περίμενε στο σπίτι.
Το καφενείο έμοιαζε με παραμυθένιο σπίτι, με τα αχνά του φώτα, την ηρεμία του δρόμου και τους θαμώνες του στην αυλή, να πίνουν το ουζάκι τους συνοδεία θαλασσινών μεζέδων και την θάλασσα κοντά να αντανακλά τα φώτα του νησιού, σαν κάποιος να είχε ανάψει κεράκια μέσα στο νερό. Από κάπου μακριά ακούγονταν τραγούδια και τσαμπούνες, κάποιοι γιόρταζαν ακόμα την Χάρη Της, ενώ ο αέρας που λιπόψυχα φυσούσε, μετέφερε όλη την μυρωδιά του θαλασσινού ιωδίου.
Ο καπετάν Λευτέρης, περπάτησε ανάμεσα στα τραπεζάκια, χαιρέτισε πολλούς, μίλησε μια – δυο κουβέντες με ακόμη πιο πολλούς και διαλέγοντας ένα τραπεζάκι στην άκρη της ασπρισμένης με ασβέστη αυλής, κάθισε και κοίταξε προς το μέσα μέρος του μαγαζιού. Είδε τον Μέμο που κάθιδρος προσπαθούσε να εξυπηρετήσει όλη την πελατεία, όσο πιο καλά και γρήγορα μπορούσε. Σε λίγο τον είχε πλησιάσει με την πετσέτα ριχτή στον ώμο να πάρει την παραγγελία του.
«Καλησπέρα καπετάνιε…», του είπε χωρίς ν’ αναφέρει το όνομά του που προφανώς δεν το ήξερε. «Ίντα να σου φέρω; Τσίπουρο ή κάτι άλλο;»
Ο ο καπεταν Χειλάς τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Είσαι ο αδερφός του Κλεάνθη, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, καπετάνιε…», απάντησε ο Μέμος, «… αυτός είμαι. Ο «μικρός»… ο αναπληρωματικός…», είπε και καθάρισε το στρογγυλό μεταλλικό τραπέζι με την πετσέτα – πατσαβούρα που είχε στον ώμο του. Ο καπετάνιος χτύπησε με το χέρι την καρέκλα γελώντας.
«Άντε βρε, πιάσε ένα τσιπουράκι να καθαρίσει το μυαλό, όλη μέρα σήμερα, μπαϊλντίσαμε…  με τόσα και τόσα… Αλήθεια ο αδερφός σου που ‘ναι;»
Ο Μέμος έξυσε το πάνω μέρος του κεφαλιού του και κοιτάζοντας προς την μεριά του απέναντι μαρασιού, σήκωσε τους ώμους δείχνοντας πως δεν ήξερε πολλά. «Κάπου κείθε προς την Παναγιά την «Κυρά Ψηλή», γιγνώσκω κι εγώ μαθές; Αλλά, τι τον νοιάζει για μένα, για το μαγαζί, αυτός θα τρώει θα πίνει και ο μήνας έχει εννιά…; Όλη μέρα με έχει αφήσει μόνο μου… όλο το απόγευμα…. Ούτε να κατουρήσω δεν μπορώ…»
«Και τις άλλες μέρες που είναι εκείνος μόνος του, εσύ τον σκέφτεσαι; Έρχεσαι να βοηθήσεις;»
«Και βέβαια έρχομαι όποτε μπορώ. Αλλά έχω και το ψάρεμα, νέος είμαι, θα πιάσω και τα χταπόδια μου και τις ψαρούκλες μου… Δεν είναι το ίδιο καπετάνιε… Το μαγαζί είναι δικό του, τι να κάνουμε; Και το σακάτικο πόδι του, δεν τον αφήνει και για πολλές βόλτες, που να πάει; Εγώ έχω ακόμα τα νιάτα μου, τους φίλους μου, την θάλασσά μου…»
«Ενώ εκείνος… σακάτης! Έτσι; Ανήμπορος…»
«Πάω να φέρω το τσιπουράκι σου καπετάνιε, να φέρω και κάτι τις να βάλεις στο στόμα σου, μη σε πιάσει καμιά λιγούρα και τα λέμε»
Ο καπετάν Λευτέρης κοίταξε προς τη μεριά του λιμανιού. Κάπου προς τη μεριά της Τουρκίας πρέπει να έβρεχε, γιατί έβλεπε κεραυνούς προς τα κει, να σχίζουν τον ουρανό. Και κάπου – κάπου κάποιο μπουμπουνητό ερχόταν υπόκωφα να ταράξει την ηρεμία. «Καλοκαιρινά μπόρα! Τι χειρότερο!», σκέφτηκε θαλασσινά ο καπετάνιος. Άναψε τσιγάρο και κάθισε σταυροπόδι. Οι υπόλοιποι, είχαν απορροφηθεί στις κουβέντες τους και τις προπόσεις που έκαναν σε κάθε ποτήρι τσίπουρου που κατέβαζαν στο λαρύγγι τους, πάντα βέβαια στον όνομα της «Χάρης Της». Έτσι κι αλλιώς είχαν μια σοβαρή δικαιολογία σήμερα.
Ο Κλεάνθης έσερνε με λίγο περισσότερη δυσκολία το πόδι του. Έφταιγε και η Υπαπαντή, έφταιγε και το καλό κοκκινέλι, έφταιγε και η ζέστη. Κάθε τόσο σταματούσε και στηριζόταν στις γωνιές των σπιτιών ή στις χαμηλές πεζούλες, «τουλάχιστον δεν κρατώ μπαστούνι…» σκέφτηκε και παίρνοντας βαθιά ανάσα, συνέχισε το δρόμο του για το καφενείο. Είχε ανυπομονησία να πάει γρήγορα τώρα, σαν είχε δει το «ντεπόζιτο» του καπετάν Άτσα δεμένο κοντά στη πλατεία και κάτι μέσα του είχε πάρει φωτιά.
Από μακριά είδε τον καπετάν Λευτέρη που έπινε το τσίπουρό του και κάπνιζε το τσιγάρο του, συζητώντας με τον μικρό του αδερφό. Χαμογέλασε και έφτιαξε τα μαλλιά. Σκούπισε τον ιδρώτα του και ξεσκόνισε λίγο το παντελόνι του. Άναψε και αυτός ένα τσιγάρο να ηρεμίσει, να μειώσει λίγο και την ένταση που τον είχε καταλάβει, να μη την δείξει τουλάχιστον κι έκανε τα τελευταία μέτρα όσο γρήγορα αλλά και με ίσιο κορμί μπορούσε, χωρίς να στηριχτεί πουθενά αλλού. Σαν έφτασε χαμογέλασε:
«Καπετάνιε… ίντα κάνεις;», είπε και έδωσε το χέρι του στον ναυτικό που καθόταν στο καφενείο. «Άντε μικρέ… άντε φέρε και σε μένα ένα τσίπουρο να τα πούμε με τον καπετάνιο…», συνέχισε προς τον αδερφό του, με ένα βλέμμα που σήμαινε να τσακιστεί να κάνει, χωρίς δεύτερη κουβέντα αυτό που του έλεγε.
«Λοιπόν καπετάνιε, έχεις ώρα που ήρθες;»
Συζήτησαν αρκετά και για πολύ ώρα, αυτά που είχε πει ο καπετάν Άτσας και στον ένα αλλά και στον άλλο. Συμφωνήσανε ότι αφού μπορούσε ο Κλεάνθης, την μεθεπόμενη, ξημερώματα της δεκάτης εβδόμης του μήνα, θα έφευγαν. Θα πήγαιναν στα άλλα σκάφη, «στα βαθυτικά» όπως του είπε, που ήταν έξω από το Μαρόκο. «Κι έχει πολύ πράμα εκεί Κλεανθιό…», συνέχισε. «Θα σε περιμένω το λοιπό, όπως τα συμφωνήσαμε;». Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Είχε μια μέρα μπροστά του, να τακτοποιήσει όλες του τις υποθέσεις. Ναι, τώρα ήταν σίγουρος γι αυτό που έκανε.

Το βράδυ με την μοναξιά του, ήταν όμορφη, εκεί, στη μεγάλη βεράντα με το ψηφιδωτό και τα πράσινα κάγκελα με τα στριφογυριστά τους «σαλιγκαράκια», πάνω και κάτω. Η Κως στο βάθος φαινόταν σαν σκιά με τα φώτα της να λάμπουν σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι του πελάγους. Το τσιγάρο του έκαψε τα δάχτυλα και ο Κλεάνθης το πέταξε στο μαύρο νερό. Τα βράχια κράτησαν την γόπα για λίγο, να κάνει το φινάλε της και το κύμα την άρπαξε πεινασμένο να την καταβροχθίσει.
Μια χαρά, αλλά και μια πίκρα συνάμα, είχαν πλημμυρίσει την καρδιά του Κλεάνθη. Η χαρά που επιτέλους έφτασε η ώρα να κάνει το πολυπόθητο αυτό ταξίδι, αλλά όπως συμβαίνει πάντα, ήταν και η στιγμή που έπρεπε να αφήσει πίσω του, όλη τη ζωή που είχε δημιουργήσει στη ξηρά, όλες τις καθημερινές συνήθειές του… και θα άφηνε φυσικά θα αποχαιρετούσε τα αγαπημένα του πρόσωπα, τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβρη. Δυόμιση βέβαια μήνες μόνο αλλά… , αλλά… μέσα στα πρόσωπα αυτά υπολόγιζε και κάποιο που θα μπορούσε να αλλάξει το μέλλον του. Δείλιασε προς στιγμή, αλλά τα «θέλω’ του επικράτησαν και η απόφαση δεν άλλαξε. «Τι είχα πάντα για να λυπάμαι τώρα;», σκέφτηκε καθώς χτύπαγε πάνω στο πακέτο του, το δεύτερο τσιγάρο. Άκουσε τα βήματα κάποιου στο ξύλινο πάτωμα της σάλας και γυρίζοντας το κεφάλι, αντίκρισε την μεγάλη του αδερφή.
Ερχόταν από το δωμάτιό της, με το νυχτικό και εμφανή τα σημάδια της αϋπνίας στα μάτια της. Του χαμογέλασε από μακριά και κοίταξε προς τη μεριά που κοιμόταν ο πατέρας της. Τον είδε να σαλεύει, να γυρίζει στο πλευρό.
«Δεν κοιμάται…», ψιθύρισε στον αδερφό της. «Εκτός από τον Μέμο, κανείς δεν κοιμάται. Η μάνα κλαίει… μεγάλη απόφαση πήρες αδερφέ. Μεγάλη και προκαλείς πόνο…». Ακούμπησε στο κάγκελο και αγνάντεψε με τη σειρά της το μαύρο πέλαγος και το απέναντι νησί. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος σε μια μοιρολατρική στάση. «Καλά εμάς… είμαστε η οικογένειά σου και πες… περνάς αυτό που θέλεις. Την Υπαπαντή όμως; Δεν την λογαριάζεις; Δεν την σκέφτεσαι; Έτσι, θα την αφήσεις μόνη της… τώρα; Τώρα που της έχεις δώσει ελπίδες; Όνειρα;»
Ο Κλεάνθης δεν απάντησε, δεν ήξερε τι να πει. Έβλεπε ότι η οικογένειά του τον στήριζε στην απόφαση του αυτή, αλλά καταλάβαινε και τον πόνο, την ανησυχία που έδινε. Αυτό το επιβεβαίωνε και ο ήχος από κάποιους λυγμούς που ερχόταν από το δωμάτιο της μάνας του. Έβλεπε την Κυράννα να στριφογυρίζει στο στρώμα, να κλαίει και να δαγκώνει το σεντόνι από την στενοχώρια της. Το φοβόταν το σφουγγάρι, αν και ήθελε «μηχανικούς» για τις κόρες της. Εκεί όμως εξαντλούνταν όλη της η γενναιότητα.
Την απελπισία που προκαλούσε, την φανέρωνε και το μικρό καντήλι που έκαιγε με τη χλωμή του φλογίτσα στο πάνω μέρος της κάμαρας της. Και το θυμιατό που αρωμάτιζε όλο τον χώρο αλλά και η εικόνα της Παναγίας που φαινόταν να μην στηρίζεται καλά στο τοίχο, αφού τα τρεμάμενα χέρια της μάνας, την ώρα που την είχε κατεβάσει να την φιλήσει, δεν μπορούσαν να την τοποθετήσουν ίσια.
«Λοιπόν; Θα επιμείνεις στην απόφασή σου αυτή;»
«Ναι», της απάντησε ανόρεχτα, μονολεκτικά. Ήταν η στιγμή που ήθελε να μείνει μόνος του, αλλά και συγχρόνως αποζητούσε την συντροφιά κάποιου και αφού δεν μπορούσε να έχει την Υπαπαντή, η καλύτερη επόμενη επιλογή, ήταν σαφώς η Καλοτίνα.
«Θα πας για σφουγγάρι ε; Θέλεις να τονίσεις ότι δεν είσαι αυτό που έγραφε η … παλιοφυλλάδα των Αθηναίων δημοσιογράφων. Πάνω απ’ όλα ο εγωισμός σου ε;»
«Δεν μπορείς να καταλάβεις εσύ…»
«Δεν μπορώ;», απάντησε με ερώτηση η κοπέλα. «Πιστεύεις ότι δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί ο αδερφός μου, παίζει την ζωή του κορώνα – γράμματα; Γιατί η δεύτερη κολώνα του σπιτιού πάει να μας φέρει πόνο; Λες και σου λείπει κάτι από την ζωή! Ειδικά που τώρα μπορεί να ισιώσει…», χαμογέλασε εδώ, «… με την… πώς να την πω… γνωριμία σου, τη νέα γνωριμία σου. Κι όλα αυτά γιατί κύριε; Για να αποδείξεις ότι είσαι άντρας; Το σφουγγάρι κάνει τον άντρα; Η βούτθα; Αυτό λες εσύ αντριλίκι; Μωρέ μπράβο! Αντριλίκι αδερφέ μου, είναι να έχεις τους ανθρώπους σου χαρούμενους, ευτυχισμένους και χαμογελαστούς! Αντριλίκι είναι να περπατάς δίπλα σε ανθρώπους που θα λογίζουν την σωφροσύνη σου και την … ηρεμία σου! Αυτό είναι αντριλίκι… αυτό», είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Τα δάκρυά της έγιναν ρυάκια στα μάγουλα και τα μάτια, γυάλισαν παράξενα, μετατράπηκαν σε γυάλινες μαύρες χάντρες που δεν μπορούσαν να δουν τίποτα.
Έμειναν αρκετή ώρα αμίλητοι. Ο Κλεάνθης, άναβε το ένα τσιγάρο από την καύτρα του άλλου και χτύπαγε μηχανικά την ίσκα πάνω στο κάγκελο της βεράντας. Το ήξερε πια, ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον κρατήσει. «Ένα – δυο ταξίδια θα κάμω…», σκέφτηκε, «… και θα γυρίσω στον καφενέ. Τότε θα ζητήσω και την Υπαπαντή… θα κάνουμε και κάμποσα κουτσούβελα…» και έπαιρνε δύναμη για την απόφασή του.
Κοίταξε την αδερφή του, από το πλάι, θαύμασε την ομορφιά της και θέλησε να της μιλήσει, εκείνη όμως έβαλε το δάχτυλο στο στόμα, κάνοντάς του νόημα έτσι να σιωπήσει. Κατάφερε να του χαμογελάσει. Έκανε μερικά βήματα προς το εσωτερικό του σπιτιού και σταμάτησε στην μπαλκονόπορτα. Έτρεμε αν και η νύχτα ήταν πολύ ζεστή. Γύρισε απότομα και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Με δύναμη, έπεσε πάνω του και προσπάθησε να χωθεί στην αγκαλιά του. Και ήταν μεγάλη αυτή η αγκαλιά, θεόρατη και γνώριμα ζεστή. Έκλαψε πάνω στα σκληρό του στήθος. Τον χάιδεψε μέσα από το άνοιγμα του πουκάμισού του και τον φίλησε, κάνοντάς τον να νιώσει έντονα, τα χείλη της και το μάγουλό της που έκαιγαν, πάνω στο στέρνο του.
Έφυγε και τον άφησε μόνο με τις σκέψεις του. ένας άντρας με τους εφιάλτες του, με τα «θέλω» του. Και το αεράκι, ζεστό και υγρό, έφερνε την μυρωδιά της θάλασσας, το ιώδιο και την επιθυμία του ταξιδιού.
Κάθισε στο μικρό ξύλινο καναπέ και έτριψε το χωλό του πόδι, που είχε αρχίσει  να τον πονάει από την πολλή ορθοστασία. Σκέφτηκε την θάλασσα, τον κήπο του βυθού, αλλά και την σκοτεινιά του βάθους. «Δυο ταξίδια θα κάμω…», επανέλαβε στον εαυτό του, «… δυό μόνο …και μετά όλα πάλι καλά». Προσπάθησε να μη σκεφτεί την Υπαπαντή, την Κυράννα, την Καλοτίνα και όποιον αγαπούσε. Ήδη η θάλασσα τον είχε κερδίσει, τον είχε πάρει μαζί της…

Ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει το γνωστό γκρίζο χρώμα του ξημερώματος όταν ο ύπνος ήρθε και έκλεισε τα μάτια του Κλεάνθη. Από ώρα είχε ξαπλώσει και προσπαθούσε να αφουγκραστεί τους ήχους του σπιτιού. Άκουσε πάλι τον λυγμό της Κυράννας, το βαριανάσεμα  της Καλοτίνας και το στριφογύρισμα του κυρ Δημητρού μέσα στο σαλόνι. Το σπίτι κοιμόταν, αλλά ήταν ξύπνιο, ηρεμούσε, αλλά ανησυχούσε άγρυπνο και πικραμένο.
Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη και αποπνικτικά στολισμένη με κάθε λογής κομψοτέχνημα. Εκείνος καθόταν σε ένα χρυσό κάθισμα ή φαινόταν χρυσό από την πολλή λάμψη που εξέπεμπε. Κι αυτή η λάμψη, φώτιζε όλη την αίθουσα, σα να μην υπήρχε οροφή και ο μεσημεριανός ήλιος να αντανακλούσε τη δύναμη του παντού. Δίπλα του ένα άλλο ίδιο κάθισμα, ένας άλλος θρόνος, μόνο που ήταν άδειος. Δυό χρυσά λιοντάρια, ένα στα δεξιά κι ένα από την άλλη πλευρά, φύλαγαν την ιερότητα των θρόνων.
Μπροστά στα πόδια του υπήρχαν σκαλιά… τέσσερα με πέντε σκαλιά από λευκό μάρμαρο, που οδηγούσαν σε ένα μακρύ διάδρομο στρωμένο με παχύ κόκκινο χαλί, που όποιος το πάταγε θα βυθιζόταν μέχρι τον αστράγαλο. Δεξιά και αριστερά του διαδρόμου μεγάλες στρογγυλές κολώνες σε πράσινο μάρμαρο με λευκά νερά που τις έκαναν να μοιάζουν με «όρθιες θάλασσες», στολισμένες με χρυσά κλαδιά αμπελιού και μεγάλα – επίσης χρυσά – πουλιά που κελαηδούσαν, χάνονταν μέσα στο πλήθος του συγκεντρωμένου πλήθους. Από κάπου, που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ακριβώς, ακουγόταν μουσική, μια παράξενα γλυκιά μελωδία και ο ήχος ανάλαφρων βημάτων που πλησίαζαν προς το μόνο άδειο κομμάτι εκείνου του διαδρόμου.
Κι εκείνο το άδειο κομμάτι μεμιάς, γέμισε με όμορφες κοπέλες, ντυμένες με τα καλύτερα φορέματά τους, τα πιο καλοφτιαγμένα στολίδια τους και μυρίζοντας τα πιο δυσεύρετα αρώματα.
«Διάλεξε …», του είπε η Κυράννα, που βρέθηκε ξαφνικά δίπλα του από το πουθενά και του έδειξε με το χέρι τα κορίτσια που είχαν γυρίσει προς το μέρος του. Το παζάρι αυτό ήταν για κείνον. Λες και θα αγόραζε ένα αντικείμενο από τον ταξιδιάρη έμπορο, μιας άλλης εποχής. «Διάλεξε λοιπόν την … αυριανή γυναίκα σου…», επανέλαβε η φωνή της μάνας του και απέμεινε με το χέρι τεντωμένο.
Ήταν εκεί όλες οι κοπέλες της Καλύμνου, μέσα σε εκείνο τον χώρο, τον χώρο των παλατιών από τα παιδικά του όνειρα. Και ήταν εκεί και όλες αυτές οι νέες που είχε ονειρευτεί, που είχε ποθήσει, που γνώριζε, που ποτέ δεν είχε αγκαλιάσει. Εκεί.. ναι εκεί, μπροστά του ανυπεράσπιστες στη βούλησή του. Καμιά δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Καμιά δεν έλεγε έστω και μια κουβέντα, καμιά δεν χαμογελούσε.
Έψαξε με το βλέμμα, μια – μια τις κοπέλες. Όλες ήταν όμορφες, όλες λευκές – λευκές σαν την ζάχαρη. Και όλες ήταν … δικές του. Δηλαδή δικές του… να διαλέξει. Είδε κάπου πίσω την Υπαπαντή. Φορούσε ένα ολόλευκο φόρεμα σαν νυφικό, σαν άσπιλο ένδυμα αγγέλων. Της χαμογέλασε και περίμενε, μέχρι που είδε εκείνο, το πίσω από την πλάτη του πατέρα της πονηρό χαμόγελο που είχε ξαναδεί στο καφενείο. Σηκώθηκε όρθιος και αμέσως η Καλοτίνα (ούτε αυτή κατάλαβε από πού είχε έρθει), τον ανάγκασε να ξανακαθίσει. Κατέβηκε εκείνη τα λίγα σκαλιά και έφτασε στην όμορφη κόρη. Την πήρε από το χέρι και περπάτησαν μαζί. Την παρέδωσε στον αδερφό της και … εξαφανίστηκε. Ο Κλεάνθης ήταν χαρούμενος σε σημείο ενθουσιασμού. Το ίδιο φαινόταν και το κορίτσι. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας  να την φιλήσει …και αυτή ανταποκρίθηκε άμεσα και με πάθος. Τα χείλη της ήταν ολόφρεσκα και μαλακά σαν … σφουγγάρι. Άνοιξε τα μάτια. Η αίθουσα είχε χαθεί, τα λιοντάρια, οι κολώνες, οι θρόνοι, ο κόσμος είχαν … εξαφανιστεί. Τη θέση τους είχε πάρει το νερό… Και το σκοτάδι… Και το κρύο…
Στα χέρια του δεν κρατούσε την κόρη, αλλά ένα μεγάλο «λαγόφυτο»… ή ένα μεγάλο «καπάδικο». Και άκουγε την ανάσα του να βγαίνει σε φυσαλίδες και να ανεβαίνει από πάνω του. Έψαξε δεξιά – αριστερά για την Υπαπαντή. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως του έφυγε μέσα από τα χέρια. Το σκάφανδρο, τον εμπόδιζε, η ορατότητά του είχε περιοριστεί μέσα από το μικρό φινιστρίνι και από το βάθος της θάλασσας. Απάνω του τόνοι νερού, τον πίεζαν και ήθελε να τρέξει ή να αναδυθεί, όμως το χωλό του πόδι δεν τον βοηθούσε και ο κολαουζέρης δεν φαινόταν να είναι στη θέση του. Άρχισε να πανικοβάλλεται και έκανε απότομες κινήσεις να «ανέβει».
Πετάχτηκε πάνω σαν αστραπή, λουσμένος στον ιδρώτα με τα σεντόνια τσαλακωμένα και υγρά. Ο ήλιος που έμπαινε από το παράθυρο τον έκαιγε. Ήταν μόνος παρέα με τον εφιάλτη τ

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

Λένε πως τα πανηγύρια είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τρόπους να ανακαλύψεις την ψυχή ενός τόπου. Λιτανείες με θρησκευτική ευλάβεια, «με το παπαδαριό μπροστά και τις αγιαστούρες» που έλεγε ο κυρ Δημητρός, λαϊκό θέαμα με γλέντια και χαρές σε μεγάλες εκκλησίες και ξωκλήσια, παραδοσιακά μαγειρέματα και φαγοπότι με εκλεκτούς μεζέδες και μπόλικο τσίπουρο και κρασί.
Όλοι θα τρέξουν να προσκυνήσουν τη Χάρη Της, την Χάρη της Παναγίας, που πάντα θα τους λυτρώνει από τις λύπες, τις στενοχώριες, την έλλειψη. Το «Πάσχα του καλοκαιριού», όπως το αποκαλούν οι νησιώτες και ειδικά οι κάτοικοι του «νησιού του θρήνου», έβαζε φωτιά σε όλους, μικρούς και μεγάλους, ίσως πιο πολύ και από το κανονικό Πάσχα, αν κάποιος αφαιρούσε την νύχτα της Ανάστασης και την Μεγάλη Παρασκευή, που πάλι αναφέρεται στον πόνο της Παναγιάς.
Οι εκκλησίες της Παναγιάς των «Τσουκχουών83» στη Χώρα, την πρώτη Μητρόπολη του νησιού, της Κυρά Ψηλής στον Βαθύ, της Γαλατιανής στα Αργινώντα και της Τελέντου και της Ψεριμιώτισσας άνοιγαν τις πόρτες τους να υποδεχτούν το πλήθος του κόσμου και πρόσφεραν από την παραμονή ρεβίθια του φούρνου με μαϊντανό και κρεμμύδι και ψωμί εφτάζυμο. Όλες οι νοικοκυρές προσέφεραν το κάτι τι τους στην εκκλησιά, που μοιραζόταν σε όλους τους πιστούς. Ανήμερα της Παναγιάς, σφάζονταν αρνιά, σαν σε Πάσχα, ψήνονταν σε μεγάλες φωτιές με ξύλα, έχοντας για συμπλήρωμα μπόλικο κρασί υπό τους ήχους της τσαμπούνας και του βιολιού.

Ο Κλεάνθης καθόταν στη βεράντα και πνιγόταν από τη ζέστη και την υγρασία της θάλασσας αν και φυσούσε ασθενικά η πρωινή αύρα. Η Κως απέναντι φαινόταν θολή, σημάδι πως η θερμοκρασία θα ανέβαινε σε ψηλά επίπεδα και θα έκανε τη μέρα δύσκολη, ειδικά σήμερα που θα πήγαιναν στην Κυρά Ψηλή, στον Βαθύ. Το νερό ανάμεσα στα δυό νησιά ήταν τόσο γαλήνιο που θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει «καθρέφτη». Αντανακλούσε το πρωινό φως του ήλιου, δημιουργώντας μεγάλα βέλη πάνω στην επιφάνειά του, που κατέληγαν στα μάτια του Κλεάνθη, στραβώνοντάς τον.

Η εκκλησία της Κυρά Ψηλής
Εκείνος, κάπνιζε το τσιγάρο που είχε κρεμάσει την στάχτη του στην άκρη και κράταγε τον καφέ, κρύο, λες και τον είχε ξεχάσει. Το βλέμμα του στραμμένο στο πέλαγος, έψαχνε να δει σημάδια και ίχνη από το «ντεπόζιτο» του καπετάν Άτσα. Μέρες καθόταν και «μετρούσε» το πέλαγος αλλά το σκάφος πουθενά. Και είχε φτάσει ο Δεκαπενταύγουστος. Σε λίγο θα άρχιζαν οι αέρηδες από την Αφρική και μπορεί τότε να ερχόταν, σκέφτηκε χωρίς να κρύβει την μελαγχολία και την ανησυχία του. Χτύπησε την παλάμη στο κάγκελο της βεράντας και παρατήρησε κάτω από τα πόδια του, το ψηφιδωτό πάτωμα που απεικόνιζε δυο δελφίνια να χορεύουν μέσα στο νερό, δίπλα από την (;) «αναδυόμενη Αφροδίτη».
Κάθε που τον έβλεπε η Καλοτίνα, έχανε κι εκείνη το κουράγιο της, ήξερε την επιθυμία του αδερφού της και την σημασία που είχε γι αυτόν. Μπορεί ο Κλεάνθης να μην μίλαγε (κακή νοοτροπία στα όρια της αλαζονείας να κρατάει μέσα του και μόνος του τα βάσανα που είχαν καταντήσει βάσανα της οικογένειας πια, σχεδόν ύβρις η περιφρόνηση στην συμπαράσταση), αλλά όλοι καταλάβαιναν τα σαράκι που τον έτρωγε. Και η Κυράννα έλειωνε κι εκείνη μαζί με το γιό της, (η απελπισία της ανίκανης μάνας) και παρακαλούσε την Παναγιά να φτάσει το «ντεπόζιτο» αν και γνώριζε πως αυτό θα της έφερνε ακόμα πιο μεγάλη θλίψη και φόβο. Αλλά αφού αυτό ήθελε το παιδί της; Αυτό ήθελε κι αυτή.
Ντύθηκαν όλοι με τα καλά τους ρούχα σαν να πήγαιναν σε γάμο. Σήμερα το καφενείο όπως και όλα τα καφενεία και οι ταβέρνες του νησιού, δεν θα άνοιγαν πριν από το απόγευμα. Το νησί συνωστιζόταν στις εκκλησίες. Η οικογένεια του κυρ Δημητρού, όπως κάθε χρόνο, θα γιόρταζε την Χάρη Της, με τα πεσκέσια της, με την πίστη της και προσδοκία της ικεσίας.
Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά όταν έφτασαν στην Κυρά Ψηλή. Κόσμος ήταν παντού, περισσότεροι άνθρωποι και από τα αγκάθια της εξοχής, περισσότεροι και από τις πέτρες των αγρών. Γυναίκες που ανέβαιναν με τα γόνατα την τραχιά ανηφόρα, άντρες που είχαν δακρυσμένα μάτια, κόρες με τα καλά κίτρινα και λευκά μαντίλια στο κεφάλι, γριές με τα μαύρα τσεμπέρια τους και παιδιά με κοντά παντελόνια που όπου κι αν στέκονταν, κλώτσαγαν όποια πέτρα έβρισκαν μπροστά τους, στην προσπάθειά τους να παίξουν κάτι σαν ποδόσφαιρο.
Ο Κλεάνθης χαμογέλασε με το θέαμα αυτό, έκανε τον σταυρό του και μπήκε στην εκκλησία. Απέναντι στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης ένοιωθε ένα ασήμαντο ανθρωπάκι, ένα «τίποτα» που απλά ικέτευε για τα μικροθέλω του. Όλοι οι άνθρωποι έτσι νοιώθουν μπροστά στο εικόνισμά της, όλοι και οι πιο πλούσιοι και οι πιο φτωχοί. Και οι άρχοντες και οι δούλοι. Όλοι, σκουλήκια που σέρνουν το σαρκίο τους μπροστά στην Χάρη της. Κι εκείνη δίνει παρηγοριά στον καθένα, δροσιά στην αρρώστια τους, χάδι στην μοναξιά τους, δύναμη στη δειλία τους, ελπίδα στην απόγνωσή τους. Ικέτες ονειροπόλοι, ψυχικά ανεπαρκείς και χρόνια απελπισμένοι. Άνθρωποι!
Γι αυτό και έξω από την εκκλησία - δεν υπήρχε χώρος μέσα αρκετός - πολλοί κρατούσαν και από μια φωτογραφία ή ένα τάμα. Για τον γιό στην ξενιτειά, για τον πατέρα στο σφουγγάρι, για τον άντρα στα καράβια στην μακρινή Κίνα ή όπου αλλού. Και όλοι φιλούσαν το χαρτί ή τον άργυρο που βαστούσαν.
Ο δρόμος για το μοναστήρι ήταν μακρύς, ανηφορικός και κακόβολος, με σκόνη και χώμα, με πέτρες και αγκάθια, με αγριόχορτα και αποξηραμένα λουλούδια, με μύγες που γίνονταν όσο πιο πολύ μπορούσαν ενοχλητικές. Όταν όμως έφταναν στο Σταυρούϊ και ανάσαιναν το φρέσκο αεράκι, το συμπλήρωμα του δρόμου ήταν σχετικά εύκολο, εκτός από την ουρά που άρχιζε από το «Κακό Σκαλί» μέχρι πάνω στο κάστρο.
Η φιλική ατμόσφαιρα, το υπέροχο θέαμα (να βλέπει κανείς όλο το νησί από ψηλά, όλο το πέλαγος μέχρι την Κω, σαν να πετάει), η πρόσχαρη και καλοπροαίρετη συντροφιά των απλών ανθρώπων του βουνού, του κάμπου και της θάλασσας, το παγωμένο άγιασμα, με το ουζάκι και το ψητό χταπόδι, τους έκαναν να ξεχνούν τον κόπο και τον ιδρώτα που έχυσαν. Ο χορός, το τραγούδι και τα «πεισματικά» θα κρατούσαν όλη τη νύχτα με διακοπές για τον εσπερινό και τη λειτουργία.
Ο Κλεάνθης, παρά την αγωνία και την ανυπομονησία του για την επιστροφή του «ντεπόζιτου», δεν μπόρεσε να μην ευθυμήσει και μόνο που είδε το «Μουγκρί».
Τα διαλείμματα των χορών συμπλήρωναν διάφοροι με τα αστεία και τις ιστορίες τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς πρώτευε ο Μιχάλης ο Κουλιανός, το περίφημο «Μουγκρί». Μια χτένα με τσιγαρόχαρτο στα χέρια του γινόταν ολόκληρη ορχήστρα. Η μιμική του ήταν ανυπέρβλητη. Μπορεί το μυαλό του να ήταν «λειψό», αλλά η ικανότητά του να συνθέτει σατυρικά και περιπαιχτικά δίστιχα, ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη. Και έβγαζε τα πάντα στη φόρα, τι δεν έλεγε για τον καθένα! Για τον Μανόλη τον Κατηνιό που η κυρά του, λένε, τον έδερνε κάθε που τσακώνονταν, με το μαδέρι της κουζίνας,  για τον Λεωνίδα τον Μπιτσίρη που φοβόταν να κατουρήσει τα βράδια μη και τον πάρουν τα φαντάσματα, τα τελώνια της θάλασσας και οι κουρκούτζαλλοι, για την Ειρήνη την Κοντή, του Παναγιώτη τη γυναίκα που την ορέγονταν χίλιοι νοματαίοι και την χαίρονταν ακόμη πιότεροι, την Σεβαστή την Καζαβού, που πρώτα η κοιλιά της στρίβει κι έπειτα αυτή…
Μια φασαρία ακούστηκε στο τέλος της ανηφόρας, ένας αχός από τον κόσμο, που, απότομα, έκαναν στην άκρη, λες και κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, κάποιος από την κυβέρνηση, ερχόταν. Και ήταν σπουδαίο ή μάλλον σπουδαία πρόσωπα αυτά που ανέβαιναν τον σκονισμένο δρόμο. Πιο σπουδαία για τους κατοίκους του νησιού ακόμα και από τον ίδιο τον κυβερνήτη της χώρας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, από τους πλέον αγαπημένους ιερωμένους στα νησιά για το μεγάλο του έργο, με τους παπάδες του έκαναν την παρέλασή τους, το Υψέλλι, ο Ιωαννίκος, ο Παναγιώτης ο Παρδάλης, ο Κουφός, ο Ηλίας ο Χουρδάς, ο Τσάππος, ο Βούργαρος, ο Δράκος, ο Χούλλης και άλλοι. Γέμισε η ανηφόρα μαυρίλα και χρυσάφι από τους σταυρούς και τις Μήτρες. Γέμισε με ψαλμωδίες και λιβάνια, με υποκλίσεις και φωνές, με χοντρές κοιλιές και άρωμα λεβάντας.
Ο Λάζαρος ο Παμπακάς, με την Καισαρειακή προφορά του και με το λειψό μυαλό, γέλαγε και προσπαθούσε να περιπαίξει τους «τράγους», όπως τους αποκαλούσε, μέχρι που μια δυνατή κλωτσιά στο πόδι και στην περιφέρεια (σικ), τον έκανε να διπλωθεί από τον πόνο. Κοίταξε τον δράστη τον Μιχάλη τον Κουρεμέτη που γέλαγε δίπλα στην Ειρήνη τη Γαλανούαινα και έσφιξε την γροθιά του σε απειλή, βρίζοντας από μέσα του. Έκανε όμως σιωπή, αφού σε λίγο, κάτω από το αυστηρό βλέμμα των άλλων και μάλιστα με τον φόβο νέας κλωτσιάς, θα ξεκίναγε το τσούρμο όλο για την λιτανεία στη Χοντρόριζα και μετά στο Μετόχι.
Ο Κλεάνθης προχώρησε προς τα πίσω,  προς την μεριά που άρχιζε ο γκρεμός και ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα να δει καλύτερα. Δεν ήθελε να συνωστίζεται εκεί με τους άλλους, δεν τον ενδιέφερε να είναι κοντά. Σκίασε τα μάτια του γιατί ο ήλιος έκαιγε και έβγαλε το μαντίλι, το έδεσε στις τέσσερις γωνιές, όπως κάνουν οι οικοδόμοι, το φόρεσε στο κεφάλι και προσπάθησε να εντοπίσει τους δικούς του. Το τράβηγμα στο παντελόνι τον έκανε να κοιτάξει προς τα κάτω. Ο «Φιάκας» κάτι ήθελε να του πει μάλλον και τον είχε πιάσει από το γόνατο. Μέχρι εκεί έφτανε. Του έδειξε με τα μάτια προς την ανηφόρα και όταν εκείνος τον ρώτησε τι ήθελε, επέμεινε να τον τραβά και να του δείχνει τώρα με το δάχτυλο.Στην ανηφόρα είχε φανεί η Υπαπαντή και προσπαθούσε, δίπλα στους γονείς της, να πάρει μια ανάσα, σκουπίζοντας τον μακρύ, ολόλευκο λαιμό της με ένα μαντίλι που φαινόταν ήδη μούσκεμα.
Η καρδιά του Κλεάνθη, αναπήδησε μέσα στο στήθος του. Φάνηκε ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπό του και τα μάτια του γυάλισαν. Η κοπέλα δεν τον είχε δει ακόμα και γύριζε το κεφάλι σα να έψαχνε κάτι, σα να αναζητούσε κάτι ή εκείνον. Θέλησε να σηκώσει το χέρι σε σινιάλο να της πει : «… εδώ είμαι…», αλλά κρατήθηκε. «Να που η μέρα άρχισε να γίνεται καλύτερη», σκέφτηκε. Θέλησε να κατέβει από τον βράχο, αλλά σκέφτηκε πώς να την πλησιάσει χωρίς να γίνει «χτυπητός». Αν και μόνο που ο Φιάκας τον ειδοποίησε, σήμαινε ότι ήδη συζητιόταν στο νησί, πίσω από την πλάτη του, το ενδιαφέρον του ενός για το κορίτσι.
Κατέβηκε από τον βράχο που στεκόταν και άνοιξε λίγο χώρο ανάμεσα στα πιτσιρίκια που λίγο ενδιαφέρονταν, για το ότι θρησκευτικό γινόταν γύρω τους. Το τακούνι της μπότας γλίστρησε σε μια μεγάλη πέτρα και παραλίγο να πέσει, φοβούμενος ότι μπορεί να γίνει ρεζίλι στα μάτια των άλλων. Το χωλό του πόδι δεν βοηθούσε να σταθεί γρήγορα όρθιος και αναγκάστηκε να στηριχτεί στο ένα του χέρι με όλο το βάρος του. Ο πόνος τον διαπέρασε από άκρη σε άκρη και παραλίγο να δακρύσει, κάτι που θα ήταν άλλος ένας λόγος για ρεζίλεμα. Κοίταξε γύρω του και ησύχασε, κανείς δεν είχε αντιληφθεί την πτώση του. απομακρύνθηκε από το σημείο και σπρώχνοντας δεξιά – αριστερά, κατόρθωσε να φτάσει στην αρχή του δρόμου, στην ανηφόρα κι έψαξε με τα μάτια. Την είδε να στέκεται και να του χαμογελάει κρυφά πίσω από την πλάτη των δικών της, με την παλάμη να προσπαθεί να καλύψει το στόμα. Η εικόνα της, αγαλλίασε την ψυχή του, το φως γύρω του άρχισε να γίνεται εντονότερο, σηματοδοτώντας ιδέες απαγορευμένες και νοήματα. Το γεγονός αυτό έχει αδιάψευστη βαρύτητα μέσα του κάτι το οποίο έπρεπε να είχε προσέξει, μετρήσει, μελετήσει, σαν την πρώτη φορά αντίκρισε το χαμόγελο και το ενδιαφέρον της. Αναρωτήθηκε για τον εγωισμό του, για τα δικά του «θέλω», σαν, φαινόταν, ότι η ζωή επιτέλους είχε αποφασίσει να του χαρίσει απλόχερα τις χαρές, τις ηδονές και τα κάλλη της. Η ομορφιά του λευκού χρώματος της κοπέλας, τα μαύρα διεισδυτικά της μάτια, που είχαν συντρίψει όλες τις αντιρρήσεις του, όλες τις απόψεις για την ζήση, προέρχονταν όχι από το ίδιο το άτομο, αλλά από την κατάκτηση του σκότους με την εισροή του «ασώματου» φωτός στην ύλη, στο μυαλό του. Λες και είχε ανάψει το «ανέσπερο φως», της Λαμπρής μέσα του. Θεώρησε επίσης με μιας ότι η φωτιά υπερείχε όλων των υλικών σωμάτων, ο ζωηρός χαρακτήρας της επέτρεψε την διείσδυση και την μετάδοση θερμότητας στην ψυχή του, χωρίς λεπτό εκείνη να ψύχεται, να εξαϋλώνεται από την επανάληψη, κρατώντας την δημιουργικά θελκτική πίεση πρωτογενή και λαμπρή.
Αντιλήφθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του, να αποκαθίσταται μια χαρακτηριστική συγγένεια, αυτή η συγγένεια του φωτός και του πυρός· και τα δυο προσέγγιζαν μέσα του το ιδεώδες και το Θείο, με την επίμονη διεισδυτική τους δύναμη, που είναι ικανή να προσδώσει μια ανώτερη και ευγενικότερη τάξη σε καθετί που δεν αντιστέκεται σε αυτήν την διείσδυση. Άθελά του έκανε το σταυρό του σαν ακούστηκε από την πομπή που είχε σχηματιστεί μπροστά του «… ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου…», από το στόμα των ενθουσιασμένων ιερέων.
Γύρισε το βλέμμα πάλι στην κοπέλα που κι εκείνη δεν έλεγε να τραβήξει τα σοβαρά της πια μάτια από πάνω του, για να ανακαλύψει ότι ένα είδος ωραίου βρίσκεται πέρα από την δέσμια στις εγωιστικές ονειροπολήσεις και φρούδες αισθήσεις ζωή και μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο από τα μάτια της ψυχής. Αυτό που περικλείει ιδιότητες ανώτερες, όπως είναι η αγνότητα, η μετριοφροσύνη, ο ήρεμος χαρακτήρας και εξισώνεται με το φως της θείας Αγάπης. Έπρεπε να πετύχει τον εξαγνισμό του, να κατακτήσει την εσωτερική του ενότητα, να προσεγγίσει, να δεχτεί την αληθινή του φύση και να μετατραπεί κι αυτός σε γνήσιο φως για κείνη. Το φως αυτό που δεν περιορίζεται από τον χώρο, ούτε αποκτά συγκεκριμένη μορφή, παρά υπάρχει και κάνει απλά την δουλειά του, να «είναι» και να εξυψώνει. Όπως όμως το μάτι προσαρμόζεται για να αντικρίσει τον Ήλιο, η ψυχή δεν θα μπορούσε ποτέ να οραματιστεί το Ανώτερο Ωραίο, την υπέρτατη λαμπρότητά του, αν και η ίδια δεν είχε καταστεί ωραία. Άξαφνα ένα φως νοιώθεις να ξεχύνεται αυτούσιο καθάριο. Δεν πρόκειται για κανένα φως από αυτά που το μάτι συλλαμβάνει απ’ έξω. Πρόκειται για κάποιο άλλο, ακόμη λαμπρότερο που ανήκει στο ίδιο το μάτι που και τις νύχτες, μες το σκοτάδι, αναπηδάει και απλώνεται μπροστά σου. Που κι αν χαμηλώσεις τα βλέφαρα επειδή δεν θέλεις τίποτα να δεις, πάλι εκείνο εξακολουθεί να φωτίζει. Που και να πιέζεις το μάτι σου, πάλι το βλέπεις, αφού συνυπάρχεις μέσα του. Στην περίπτωση αυτή βλέπεις, χωρίς να θωρείς τίποτα. Και είναι τότε ακριβώς που βλέπεις. Επειδή αντικρίζεις αυτό, τούτο το φως.
«Το φως στις δέκα το πρωί έρχεται όλο πλάγιο
Εκεί που ήταν οι χείμαρροι και ξαναζωγραφίζει,
Τους κήπους πάνω στο νερό να ‘χουν σκαλί
Δεμένη βάρκα και μια θάλασσα γυαλί…»
Χωρίς να καταλάβει πως, έπιασε τον εαυτό του να προχωρά πίσω από την εικόνα της Μεγαλόχαρης, ανακατεμένος μέσα στον κόσμο της πομπής, με ένα αντίδωρο στο χέρι (δεν πήρε χαμπάρι καν πως το πήρε), σκουντουφλώντας πάνω στις πέτρες και τα αγριόχορτα του χωματόδρομου. Μπροστά του, καμιά δεκαριά μέτρα, η Υπαπαντή και κανένας δικός του. Το μόνο που είχε αντιληφθεί, ήταν, νόμιζε, μια πονηρή ματιά της Καλοτίνας, πρέπει να ήταν η Καλοτίνα, τόσο μακριά την είχε δει, τόσο απόμακρος ήταν αυτός μες στις σκέψεις του.
Δυο γλάροι πάνω από το κεφάλι του πετούσαν κι έκρωζαν εκείνες τις παράξενες, απαίσιες φωνές τους. Είχαν έρθει από την θάλασσα, περίεργοι για το ανθρώπινο φωνακλάδικο πλήθος, προσδοκώντας και σε κανένα μεζέ. Η θάλασσα κάτω απλωνόταν γυαλιστερή και ήρεμη. Ένα σκάφος διέσχιζε τα «γαλάζια» της νερά, αφήνοντας μια άσπρη ουρά από αφρό και αλάτι πίσω του. Σε λίγο είχε δέσει στο σχεδόν έρημο λιμάνι της Πόθιας. Στο πλάι του φαίνονταν σχεδόν κρεμασμένα τέσσερα μεγάλα βαρέλια νερού, ενώ το κατάστρωμά του ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θάλασσας.
 «Σφουγγάρια!»

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Η Νικολέτα έβαλε τα χέρια πίσω, να στηρίξει τη μέση. Χάιδεψε την κοιλιά της που τώρα είχε πρηστεί  αρκετά αφού ήταν στον έβδομο μήνα. Ο Σέμος έλειπε όλη μέρα στη δουλειά, προσπαθούσε το καλύτερο για την κυρά του κι εκείνη μόνη στο σπίτι, χωρίς να καταφέρνει να κάνει πολλά πράγματα, έπληττε.  Η Σεβαστή όποτε μπορούσε της έκανε παρέα και περνούσαν την ώρα τους κουτσομπολεύοντας τις γειτόνισσες με τα αρνητικά τους αλλά και τα θετικά τους.
Πέρα από το φαγητό (κι αυτό όσο πιο πρόχειρα μπορούσε) και την επιφανειακή καθαριότητα, δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι άλλο. Στις προσπάθειες της αδερφής της και της μάνας της να βοηθήσουν, αρνιόταν πεισματικά σαν μικρό παιδάκι που ήθελε να γίνει το δικό του. Μόνο από τον Σέμο δεχόταν χέρι βοηθείας, «ζευγάρι είμαστε, θα τα καταφέρουμε…», έλεγε. Και μέχρι τώρα όλα πήγαιναν καλά, το ζευγάρι λειτουργούσε με αγάπη και κατανόηση, με συνεργασία και χαμόγελο, χωρίς να αγκομαχήσουν ποτέ.
Κάθισε στον μικρό καναπέ της κουζίνας, ένοιωθε λίγο ζαλισμένη σήμερα και χάιδεψε την κοιλιά της με αργές κινήσεις, να απολαύσει το μωρό της. Της άρεσε όταν της απαντούσε στα χάδια με τα ποδαράκια του και σήμερα την είχε τρελάνει με τις κλωτσιές του (έλπιζε να ήταν γιός). Μια από δεξιά, μια από την άλλη, δεν σταματούσε να δίνει σήματα στη μαμά. «Ίσως να φταίει και το γλυκό που έφαγα το πρωί…», σκέφτηκε χαμογελώντας. Διαπίστωσε ότι τα πόδια της είχαν πρηστεί και δεν μπορούσε να σταθεί για πολύ ώρα όρθια. Πάντα έβρισκε κάπου να καθίσει ή έστω ν’ ακουμπήσει. Την ανησυχούσε η ζαλάδα που είχε, αλλά δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Τώρα προέτρεχαν άλλα πράγματα, το μαγείρεμα, το συμμάζεμα και πάνω απ’ όλα να πάει να ουρήσει. Εδώ κι ένα μήνα ουρούσε συνέχεια σαν το μωρό πίεζε προς τα κάτω.
Η Χρυσούλα του καπετάν Γιώργη του Κουλιά, ήταν μια γειτόνισσα που όλοι την φώναζαν «μαμμή». Είχε ξεγεννήσει πολλές  γυναίκες τα περασμένα χρόνια, πριν ανοίξει το Δημοτικό Νοσοκομείο, αυτό που είχε φτιάξει ο Νικόλας ο Βουβάλης , ή πριν οι Καλύμνιοι βρουν το κουράγιο να εμπιστευτούν τις γυναίκες τους σε άντρες γιατρούς.
Η κυρα Χρυσούλα λοιπόν, έτρεχε κάθε που της φώναζε η Νικολέτα και προσπαθούσε να προσφέρει με την εμπειρία της και την καπατσοσύνη της. Έμενε στο διπλανό σπίτι, αυτό με τη μεγάλη αυλή και όλη τη μέρα, φρόντιζε τις υπέροχες τριανταφυλλιές της, αν δεν είχε κληθεί από κάποια γκαστρωμένη. Έτσι και τώρα η Νικολέτα την φώναξε, κάτι ήθελε να γίνει με την ζαλάδα της ,κάτι  να γίνει και με αυτή τη συμπεριφορά του μωρού.
Η Κουλίαινα την κοίταξε σοβαρά και πολύ προσεκτικά. Έπιασε το μέτωπο να δει αν είχε πυρετό και όταν ανακάλυψε ότι ήταν «κρύα», όπως έλεγε, την ρώτησε χίλια πράγματα, τι έφαγε, τι ήπιε, τι έκανε, τι ώρα ούρησε και ότι μπορούσε να βάλει ο νους της. Δεν έδειξε καμιά από τις απαντήσεις να την ανησυχεί, ούτε και την παρότρυνε  να πάει σε γιατρό. Μόνο «ματιασμένη» που δεν την βρήκε. Έκανε το σταυρό της από συνήθεια σαν είδε το αναμμένο καντήλι  στο εικονοστάσι, πάνω από την κάσα του σαλονιού και έβγαλε από μια μικρή πάνινη τσάντα, κάτι σαν  ακουστικό φτιαγμένο από ξύλο, «εργαλείο», όπως της είπε, της δουλειάς.
Έβαλε λοιπόν  το ακουστικό στην κοιλιά της και προσπάθησε να ακούσει τη καρδιά του μωρού.
«Παναία μου…» της είπε, «… αυτό μαθές ακούγεται σαν γίγαντας, πω, πω καρτζά που έχει…. Ταμπούρλο, τι δύναμη είναι τούτη!», προκαλώντας το γέλιο της Νικολέτας και την καλή της διάθεση.
«Καλά είναι κυρα  Χρουσώ, έτσι δεν είναι;», την ρώτησε.
«Καλά δεν λέει τίποτις μαθές. Βέβαια καλό θα ήτο να πήγαινες και στο νοσοκομείο, αυτοί εκεί κάμουσι κι άλλες εξετάσεις που δεν τις ξέρω εγώ. Να πηγαίνεις κάπου – κάπου να σε βλέπουσι»
Η Νικολέτα σηκώθηκε να κάνει καφέ και για τις δυό. Έβαλε το μπρίκι πάνω στη γκαζιέρα και με την άκρη του ματιού της, έπιασε την κυρά Χρυσούλα να κάνει το σταυρό της πάλι, αυτή τη φορά χωρίς να κοιτάει το εικονοστάσι. Θορυβήθηκε λίγο, αλλά επειδή ήξερε πόσο πιστή και θρησκόληπτη ήταν η Κουλίαινα, δεν έδωσε άλλη σημασία. Έπιασε το κεφάλι της, κάτι σαν μέγγενη τώρα την έσφιγγε και προσπάθησε να τρίψει λίγο τους κροτάφους, ν’ απαλύνει την πίεση που ένοιωθε. Κάτι η ζάλη, κάτι ο πονοκέφαλος, κάτι η μοναξιά, ένοιωθε άσχημα και κακοδιάθετη.
Ο καφές φούσκωσε στο μπρίκι και με γρήγορη κίνηση το κατέβασε στο παρά πέντε. Όταν έβαζε τα φλιτζάνια στον δίσκο, παρατήρησε τα χέρια της να τρέμουν και να ασπρίζουν στις άκρες των δαχτύλων. Στηρίχτηκε στην άκρη του τραπεζιού και νόμισε ότι το δωμάτιο είχε αρχίσει να γυρίζει. Το τραπεζομάντιλο γλιστρούσε σιγά – σιγά και πριν λιποθυμήσει, πρόλαβε να δει την κυρά Χρυσούλα να σηκώνεται από τον καναπέ που καθόταν και να τρέχει προς το μέρος της με τα χέρια ανοικτά. Κάποιες φωνές ακούστηκαν από κάπου μακριά, από κάποιο στενό σπήλαιο και μετά, το απόλυτο σκοτάδι.
Οι άντρες που κάθονταν στον καφενέ απέναντι από το Χριστό, αλλά και ο «φαρμακοτρίφτης», ο φαρμακοποιός δηλαδή, ο κύριος Οικονόμου, έτρεξαν, ανταποκρινόμενοι στις φωνές της Κουλίαινας. Βρήκαν την Νικολέτα ξαπλωμένη στις χοντρές σανίδες του πατώματος με τα χέρια ανοικτά, στο σχήμα του σταυρού. Ο αιθέρας στη μύτη, την συνέφερε και το τρίψιμο με οινόπνευμα της έκανε καλό.
Ο κύριος Οικονόμου, πρότεινε να την πάνε στο Νοσοκομείο, έγκυος ήταν, δεν μπορούσαν αυτή τη λιποθυμία να την προσπεράσουν έτσι εύκολα. Και η γνώμη του φαρμακοτρίφτη, σαν πιο ειδικού, έγινε δεκτή απ’ όλους. Την σήκωσαν και την μετέφεραν έξω από το σπίτι.

Δεν ήξερε τι έκανε, δεν ήξερε που πάταγε, ποιους δρόμους έπαιρνε. Προσπαθούσε να τρέξει μέσα από τα σοκάκια που διακλαδίζονταν σε όλη αυτή την περιοχή, να βρει την πιο σύντομη διαδρομή για το «Δημοτικό Νοσοκομείο». Άκουγε την ανάσα του, άκουγε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και γρήγορα, άκουγε τον αέρα να περνά δίπλα από τα αυτιά του. Ο Σέμος  ειδοποιήθηκε στο μαγαζί για την κατάσταση της γυναίκας του και χωρίς να καταλάβει πως, βρέθηκε να τρέχει στα πλακόστρωτα δρομάκια της Πόθιας. Έβαζε με το μυαλό του τα χειρότερα, έβλεπε την Νικολέτα του νεκρή, έβλεπε το παιδί του νεκρό, έβλεπε ότι είχε στη ζωή να καταρρέει. Κι αυτό το νοσοκομείο ήταν μακριά.
Σταμάτησε να πάρει ανάσα σαν είδε την είσοδο με τις λευκές αρχαιοελληνικές κολώνες και τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Μια πινακίδα σε μια άκρη, σκουριασμένη από τον καιρό, έγραφε «Δωρεά Ν. Βουβάλη». Ανέβηκε τα σκαλιά όσο πιο ήρεμα μπορούσε και προσπάθησε να φτιάξει τα ρούχα του κάπως. Ίσιωσε τα μαλλιά του και καθάρισε τα μάτια από τα δάκρυα που είχαν στεγνώσει και τον έκαναν να βλέπει θολά.
Βρήκε μια νοσοκόμα και την ρώτησε που να πάει. Του έδειξε.
Το δωμάτιο ήταν άσπρο με δυό κρεβάτια. Το ένα άδειο με τα σεντόνια του τεντωμένα και το άλλο με την Νικολέτα του και την Κουλίαινα να κάθεται στην άκρη, στη μεριά που ήταν τα πόδια της ξαπλωμένης κοπέλας. Το πρόσωπο της γυναίκας του ήταν χλωμό και κάτι έλειπε από την εικόνα, κάτι που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει εκείνη τη στιγμή ο Σέμος.
Έτρεξε κοντά της και της έπιασε τα χέρια. Την φίλησε στο στόμα και εισέπραξε ένα κρύο φιλί. Δεν το περίμενε αλλά μπορούσε να το καταλάβει στην κατάστασή της. Της χάιδεψε τα μαλλιά και της έδωσε άλλο ένα φιλί στο πάνω μέρος του κεφαλιού. Κοίταξε προς την κυρα Χρυσούλα και εκείνη έστρεψε τα μάτια της αλλού.
«Μα, τι συμβαίνει επιτέλους;»,  σκέφτηκε. Αντ’ αυτού ρώτησε την γυναίκα του: «Πως είσαι φρεγάτα μου; Τι γένηκε μαθές; Μου είπασι ότι ‘ρρώστησες κι έπεσες χάμω…»
Η Νικολέτα τον κοίταξε αμίλητη. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα, ενώ γύρω τους είχαν σχηματιστεί μαύροι κύκλοι. Το βλέμμα της ήταν σχεδόν ικετευτικό όχι όμως και πονεμένο. Δεν υπήρχε πόνος μέσα τους, μόνο αβεβαιότητα. Τράβηξε το χέρι της από την παλάμη του άντρα της. Με μια απότομη κίνηση, σήκωσε το λευκό σεντόνι που την σκέπαζε. Ο Σέμος αναπήδησε απότομα σαν να τον είχε δαγκώσει φίδι. Κοίταξε την κοιλιά της, δεν την είδε τουρλωμένη όπως ήταν το πρωί που την χαιρέτισε. Την είδε πιο μικρή και λες και είχε ξεφουσκώσει σαν μπαλόνι που είχε χάσει τον αέρα του.
«Τι… τι είναι αυτό; Ίντα έγινε; Το παιδί….; Που πήγε η κοιλιά σου…;»
Τώρα ήταν η σειρά της Νικολέτας να χαμογελάσει. Τώρα εκείνη τον χάιδεψε στο πρόσωπο και προσπάθησε να τον ησυχάσει:
«Όλα εντάξει Σέμο μου, όλα εντάξει. Το παιδί βιαζόταν και ήρθε πιο γρήγορα… αλλά όλα εντάξει…»
«Δηλαδή το παιδί … γεννήθηκε; Ίντα θέλεις να μου πεις; Είμαι πατέρας;  Είναι αγόρι; Που είναι;»
Ήθελε να ρωτήσει πολλά και αν γινόταν να πάρει απαντήσεις για όλα μαζί, αλλά κατάλαβε ότι η Νικολέτα είχε περάσει δύσκολες στιγμές κι έτσι ηρέμισε κάπως. Ζήτησε να μάθει τι έγινε. Θέλησε να βρει τον γιατρό, να μη κουράσει την γυναίκα του. Της έδωσε ένα βιαστικό φιλί, ένα χάδι κι έτρεξε στον διάδρομο να βρει τον γιατρό, να μάθει αν το παιδί… , αν η γυναίκα του ήταν καλά. Αν… και πως, είχε γίνει πατέρας.
Ο γιατρός ήταν ένα μικρό, κοντό και αδύνατο ανθρωπάκι με μεγάλα και χοντρά γυαλιά, που συνέχεια τα στερέωνε στη μύτη με το δάχτυλο. Τόσο συχνά που πρέπει να ήταν το τικ του. Κράταγε κάτι  χαρτιά στο χέρι και, ευτυχώς, δεν έδειχνε βιαστικός. Κάθε τόσο ρούφαγε την μύτη του λες και ήταν συναχωμένος, αλλά τα μάτια του εξέπεμπαν μια σπιρτάδα που τον έκανε νικητή σε κάθε συζήτησή του. Τράβηξε από τον αγκώνα τον Σέμο σε ένα δωμάτιο που ήταν άδειο.
Του εξήγησε ότι το μωρό ήρθε πρόωρα, εφταμηνίτικο ήταν τα λόγια του και ότι η μάνα είναι πολύ καλά στην υγεία της.
«Αγόρι είναι γιατρέ;», ρώτησε.
Ο γιατρός χαμογέλασε. Ήξερε τις επιθυμίες των συμπατριωτών του για αγόρι.
«Αν ήταν κορίτσι δηλαδή, θα σε πείραζε; Θα στεναχωριόσουν;»
«Ίντα λες γιατρέ, να στεναχωρηθώ γι αυτό; Λοιπόν, κορίτσι είναι, ε;»
«Όχι…», του είπε.
Το πρόσωπο του Σέμου φωτίστηκε σαν λαμπάδα. Ήθελε να χοροπηδήσει από την χαρά του, αλλά κρατήθηκε. Κοίταξε τον γιατρό, όσο πιο σοβαρά μπορούσε.
«Μπορώ να το δω; Μπορώ να το πιάσω;»
«Περίμενε μη βιάζεσαι, είναι σε κοιτίδα, πρόωρα… βλέπεις». Ο γιατρός χτύπησε το δάχτυλό του στο τραπέζι και κοίταξε τον Σέμο βαθιά στα μάτια. «Είπα όχι, στο κορίτσι που με ρώτησες ε;»
«Ναι, εννοείς ότι είναι γιός, αγόρι…»
«Ναι, ναι …», του είπε βιαστικά. «Είναι και αγόρι…»
Ο Σέμος τον κοίταγε τώρα σαν χαζός. Δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Ίντα πάει να πει … είναι και αγόρι; Τι άλλο μπορεί να είναι;»
«Και αγόρι και κορίτσι…», του είπε ο γιατρός. «Συγχαρητήρια, έχεις δυό παιδιά, δίδυμα, ένα κορίτσι κι ένα αγοράκι…»
Ο Σέμος δεν κατάλαβε αν είχε ακούσει καλά. Δυό παιδιά με την μια. Και αγόρι, αλλά και κορίτσι. Κάθισε στο κρεβάτι που ήταν μπροστά του και προσπάθησε να ξεζαλιστεί, τινάζοντας το κεφάλι δεξιά – αριστερά. «Τι μου είπε τώρα ο γιατρός; Ότι έχω Δυό παιδιά…», σκέφτηκε και κοίταγε τον μικροκαμωμένο άντρα μπροστά του σαν χαζός με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο.
Ευτυχώς από την πόρτα φάνηκε ο Κλεάνθης και η φωνή του τον επανέφερε. Η φωνή του, ήταν τρεμάμενη καθώς επαναλάμβανε τα λόγια του γιατρού στον κουνιάδο του. Εκείνος γέλασε με την καρδιά του και τον χτύπησε στην πλάτη:
«Μπράβο γαμπρέ μου, μπράβο… τι άντρες είμαστε για; Έτσι … μπαμ και κάτω. Μ’ ένα σπάρο… μπράβο» και εξακολούθησε να τον χτυπά στην πλάτη. Σε λίγο και οι δυό άντρες βρίσκονταν στο δωμάτιο που ήταν τα μωρά. Ήταν τα μόνα μωρά εκεί και δυό ηλεκτρικές λάμπες, άναβαν από πάνω τους, ενώ το σωληνάκι του ορού, ήταν συνδεδεμένο στο χεράκι του ενός και στην φλέβα, στο μέτωπο του άλλου.
«Ίντα στο κούτελο το έχετε αυτούνο;», ρώτησε με αφέλεια ο Σέμος. Πήρε εξηγήσεις από την νοσοκόμα που στεκόταν δίπλα τους κι έτσι ηρέμισε, γιατί, η αλήθεια είναι, πως είχε αγριευτεί σαν πρωτοείδε τα παιδιά του. Ο Κλεάνθης δίπλα του γέλαγε και προσπαθούσε να κάνει γκριμάτσες, λες και τα μωρά μπορούσαν να καταλάβουν. Ευγενικά η νοσοκόμα τους είπε ότι έπρεπε να φύγουν κι έτσι αποφάσισαν να δουν την Νικολέτα στο δωμάτιο, αν και κάτι έδενε τον Σέμο με το δωμάτιο που ήταν τώρα.
Σαν μπήκαν στον θάλαμο που ήταν η μάνα, το πρώτο που αντίκρισαν ήταν τον κυρ Δημητρό που καθόταν σε μια καρέκλα. Όλη η οικογένεια, εκτός του Μέμου που έπρεπε να μείνει στο καφενείο, ήταν παρούσα και από τις δυό μεριές. Ο καπετάν Αριστείδης με το κασκέτο του, οι κυράδες των δυο αντρών και φυσικά η Καλοτίνα. Εκείνη μάλιστα σκυμμένη πάνω στην αδερφή της, δεν σταματούσε να την γεμίζει φιλιά, να της ανασηκώνει τα μαλλιά και να της σφουγγίζει τον ιδρώτα.
Όλοι με μιας γύρισαν προς την μεριά του Σέμου, τον ευχήθηκαν και τον αγκάλιασαν, χωρίς να ξεχάσουν να τονίσουν το πόσο «άντρας» ήταν, πόσο καρπερός και γόνιμος. Την δεκαετία του πενήντα, τα δίδυμα, προέρχονταν από την ικανότητα του άντρα. Όσο κι αν εξηγούσε η επιστήμη ότι τα ωάρια της γυναίκας ήταν υπεύθυνα για αυτό, το μυαλό των ανθρώπων και ειδικά των Καλύμνιων έμενε κολλημένο στις παραδόσεις και τις ιδέες τους.
Κι εκείνος τα δεχόταν όλα αυτά, τα ίδια πίστευε κι εκείνος, με το στόμα ανοικτό σε ένα «ζωγραφισμένο» θα έλεγε κανείς, χαμόγελο, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε. Αυτό θα το καταλάβαινε λίγο καιρό αργότερα, όταν η ζωή θα απαιτούσε όλο και περισσότερα.
Και οι μήνες πέρασαν και τα μωρά «έδεσαν» και η Καλοτίνα, όπως και όλη η οικογένεια, βοηθούσαν στο μεγάλωμα. Τα βράδια ήταν δύσκολα, όταν το κλάμα ακουγόταν μέχρι την πλατεία και κρατούσε άυπνο το ζευγάρι, αλλά έδειξαν και η δυό τους μια απρόσμενη υπομονή και βέβαια αντοχή. Τώρα η ζωή τους είχε γεμίσει, κάπως απότομα βέβαια, αλλά ένοιωθαν σαν να είχαν πραγματοποιήσει τον σκοπό της ύπαρξής τους. Η αγάπη του ζευγαριού, δυνάμωνε μέρα με τη μέρα, όσο οι δυσκολίες που προέρχονταν από τα μωρά, γίνονταν όλο και πιο έντονες, όλο και πιο συχνές. Λες και το ανάθρεμμα των μικρών «διαβολάκων», όπως τα αποκαλούσε ο Σέμος, ήταν το λίπασμα στο χωράφι της αγάπης τους.
Το κορίτσι, (είχαν αποφασίσει πως θα το έλεγαν Ελπινίκη, το όνομα της μάνας του Σέμου), ήταν πιο ήσυχο αλλά πιο «φαγανό», από τον ζωηρό μεν, αλλά λιγόφαγο μικρό Αριστείδη (κι αυτό το όνομα από το σόι του Σέμου).
Και τα δυό ήταν σαν μικρά ροζ ποντικάκια, άντε λίγο μεγαλύτερα από ποντίκια, ας πούμε μεγάλοι αρουραίοι και τα δυό κλαψιάρικα, μάλιστα όταν άρχιζε το ένα να κλαίει, ακολουθούσε σαν σιγόντο και το δεύτερο, κουνούσαν χέρια και πόδια, κάτι που τρέλαινε τον χαζομπαμπά,  ανοιγόκλειναν το στόμα, λες και ήθελαν κάτι να πουν και βέβαια άφηναν τα περιεχόμενα των εντέρων τους όπου και όπως μπορούσαν.
«Λες μαρή Νικολέτα να έχουν τίποτις τα παιτζά; Τέτοιο σκατό μαθές, εν έχω ματαδεί…», έλεγε ο Σέμος προκαλώντας το χαμόγελο της κυρα Χρυσούλας που κι αυτή βοηθούσε όπως μπορούσε. Πόσες πετσέτες είχαν κοπεί για να κάνουν πάνες, δεν λέγεται. Πόσες φορές είχε σκύψει η Καλοτίνα να τα ξεσκατίσει, όποτε η αδερφή της θήλαζε το άλλο, δεν μπορούσε να μετρηθεί.
Και ο καιρός πέρναγε και ο Ιούλιος έφυγε, κόντευε να φύγει και ο Αύγουστος, στα μισά ήταν και όλο το νησί τώρα ετοιμαζόταν να γιορτάσει την Παναγιά.

«Κι άλλη μωρέ Κλεάνθη;  Άντε άλλη μια, αλλά τελευταία θα είναι, έτσι; Σκοτεινιάζει σε λίγο…», φώναξε δυνατά ο Μικές ο Καρβουνιάρης, για να ακουστεί καλά πάνω από το ζεστό, αλλά δυνατό αεράκι του πελάγους.
«Άλλη μια μωρέ Μιτσέ, άλλη μια τελεσταία θα είναι, άντε να σε χαρώ…», απάντησε ο άντρας στη πλώρη με το φόρεμα του «μηχανικού». Κολαουζέρη είχαν τον μπαρμπα Μανόλη τον Καρφιά ή «Μαλούπα». Έμπειρος στη μηχανή πιο παλιά ήταν και σε «καγκάβα76», αλλά και σε μηχανοκίνητο «αχταρμά77». Κουπάς στα νιάτα του, έκανε και μηχανικός, αλλά το ταλέντο του αναδείχτηκε σαν κολαουζέρης.
 Μέχρι εκείνη την μέρα που δεν τσουρμάρησε για ένα γελοίο, κατά την γνώμη του, λόγο και από τότε έμεινε αυτός ο θαλασσόλυκος στην στεριά, μετά από τριάντα χρόνια στο θαλασσόνερο. Κάποια μέρα, χωρίς κανείς να ξέρει πως, τα χέρια αλλά και το πρόσωπο του «Μαλούπα», γέμισε ξεραούλες78 κι αυτό κάποιοι «μηχανικοί» το είδαν σαν κακό σημάδι και θανατικό. Πως; Κανείς δεν ξέρει. Γιατί; Ούτε αυτό. Από κείνη τη στιγμή πάντως δεν μπόρεσε να ξανά τσουρμάρει. Τώρα βοηθούσε τον Κλεάνθη και τον Καρβουνιάρη στους βούτθους, στο ξεμύξασμα.

Το σκάφος, το μικρό τρεχαντήρι, ανεβοκατέβαινε στους χορευτικούς ρυθμούς της θάλασσας. Ο Κλεάνθης καθόταν στην πρώρα κοντά στη σκάλα κατάδυσης. Φορούσε ήδη το φόρεμα με όλα τα εξαρτήματά της και περίμενε την περικεφαλαία για μια τελευταία βουτιά. Σήκωσε τα μάτια απέναντι στα βουνά της Τουρκίας, στα παράλια της Μικράς Ασίας και άφησε τον καπνό του τσιγάρου του να βγει από τα πνευμόνια του και ταξιδέψει στον αέρα. Συλλογιζόταν το πότε θα ερχόταν το «τεπόζιτο»79 του καπετάν  Άτσα κι αν ο καπετάνιος τελικά θα κρατούσε την υπόσχεσή του.
«Σε θέλω σισσυλίτζα80 στο βυθό και να σφάξεις τα καλά …», ακούστηκε η φωνή του μπαρμπα Μανόλη. Ήρθε κοντά του κρατώντας την χάλκινη περικεφαλαία προσπαθώντας να μη μπλέξει το κολαούζο και το μαρκούτσο πουθενά. Οι μυς του είχαν φουσκώσει από το βάρος και οι φλέβες του πετούσαν σαν φίδια.
Ο Κλεάνθης γύρισε το κεφάλι και τον αντίκρισε σαν είχε φτάσει πίσω του. Χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο κουρασμένο και χωρίς πειθώ για καλή διάθεση. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, του άρεσε αυτός ο γερο θαλασσόλυκος, κάθε του κίνηση απέπνεε σιγουριά και έδινε κουράγιο. Από την ώρα που θα φόραγε αυτό το στρογγυλό κράνος με τα μικρά φινιστρίνια, η ζωή του εξαρτιόταν απ’ αυτόν. Απ’ αυτόν και την «Βαρβάρα»
Σηκώθηκε και έκανε ένα βήμα προς την άκρη της κουπαστής. Τα σιδερένια παπούτσια και το σκαντάλι με την βαριά ζώνη, κούραζαν το χωλό του πόδι, αλλά δεν είχε σκοπό να το δείξει σε κανέναν. Καβάλησε την κουπαστή και κατέβηκε μέσα στο νερό, δυο σκαλιά στην μικρή σχοινένια σκάλα.

Ο κολαουζέρης, τίναξε το μαρκούτσο και σήκωσε την περικεφαλαία ψηλά. Με αργές κινήσεις, του την φόρεσε και άρχισε να την γυρνάει, να μαγκώσει στις στροφές της. Στο τέλος έσφιξε και τα μπουλόνια.
 Ο Κλεάνθης έβλεπε πια το κατάστρωμα από το μικρό άνοιγμα του φινιστρινιού του με τα σταυρωτά σίδερα. Άκουσε την ανάσα του, κοφτή και απόκοσμη. Η ρόδα της μηχανής είχε αρχίσει να γυρίζει και να γεμίζει με αέρα το φόρεμα. Τρόμπαρε δυό φορές την «Βαρβάρα» και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Το συρματόσχοινο που τον κράταγε, τεντώθηκε και τα πόδια του βρέθηκαν στο κενό. Άρχισε σιγά – σιγά να βουλιάζει και σε λίγο έβλεπε το κάτω μέρος του τρεχαντηριού, με τις πράσινες «μαλούπες» και τα καφετιά φύκια να χορεύουν στο ρυθμό του θαλάσσιου ρεύματος. Κοίταξε το σχοινί με τους κόμπους που κρατούσε και μόλις έφτασε να δείχνει δεκαπέντε οργιές, ένοιωσε τα πόδια του να πατούν στην άμμο και τις πέτρες του βυθού. «Καλός κολαουζέρης …», σκέφτηκε χαμογελώντας.
Περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μαγεμένος για άλλη μια φορά από την ομορφιά της θάλασσας. Κάποια ψάρια που σε κοπάδι περνούσαν δίπλα του, έδειξαν λίγο ενοχλημένα από την παρουσία του, αλλά συνέχισαν την πορεία τους σαν σύννεφο, αδιάφορα, προς το βάθος του πελάγους. Ένας σκάρος πλησίασε και τον περιεργάστηκε, αλλά σαν κι αυτός δεν είδε κάτι το ενδιαφέρον, συνέχισε το δρόμο του κουνώντας όλο χάρη την ουρά του. «Είσαι τυχερός που είμαι για άλλη δουλειά εδώ …», είπε απευθυνόμενος στο ψάρι, «… και που δεν έχω ένα καμάκι στο χέρι, αλλά αυτό το τσεκούρι μόνο». Χαμογέλασε και πάλι, σήκωσε το βλέμμα όσο πιο ψηλά μπορούσε με αυτό το σκάφανδρο και είδε την πληθώρα από τις φουσκάλες που ανέβαιναν προς την  επιφάνεια, σε κάθε εκπνοή του.
Ο βυθός με τα χρώματά του, όσα μπορούσε δηλαδή να διακρίνει, ήταν μαγευτικά ωραίος. Καταλάβαινε γιατί μπορούσε εύκολα να ξεγελάσει τους «μηχανικούς». Χρώματα διάφορα γέμιζαν τον ορίζοντά του. Κοράλλια και βράχια απότομα, ψάρια και σφουγγάρια.
Είδε μπροστά του ένα μεγάλο «καπάδικο81» δίπλα σε ένα πιο μεγάλο «λαγόφυτο82». Το μάτι του γυάλισε από την επιθυμία και σήκωσε το τσεκούρι να τα «σφάξει».