ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Όλοι θα τρέξουν να προσκυνήσουν τη Χάρη Της, την Χάρη της Παναγίας, που πάντα θα τους λυτρώνει από τις λύπες, τις στενοχώριες, την έλλειψη. Το «Πάσχα του καλοκαιριού», όπως το αποκαλούν οι νησιώτες και ειδικά οι κάτοικοι του «νησιού του θρήνου», έβαζε φωτιά σε όλους, μικρούς και μεγάλους, ίσως πιο πολύ και από το κανονικό Πάσχα, αν κάποιος αφαιρούσε την νύχτα της Ανάστασης και την Μεγάλη Παρασκευή, που πάλι αναφέρεται στον πόνο της Παναγιάς.
Οι εκκλησίες της Παναγιάς των «Τσουκχουών83» στη Χώρα, την πρώτη Μητρόπολη του νησιού, της Κυρά Ψηλής στον Βαθύ, της Γαλατιανής στα Αργινώντα και της Τελέντου και της Ψεριμιώτισσας άνοιγαν τις πόρτες τους να υποδεχτούν το πλήθος του κόσμου και πρόσφεραν από την παραμονή ρεβίθια του φούρνου με μαϊντανό και κρεμμύδι και ψωμί εφτάζυμο. Όλες οι νοικοκυρές προσέφεραν το κάτι τι τους στην εκκλησιά, που μοιραζόταν σε όλους τους πιστούς. Ανήμερα της Παναγιάς, σφάζονταν αρνιά, σαν σε Πάσχα, ψήνονταν σε μεγάλες φωτιές με ξύλα, έχοντας για συμπλήρωμα μπόλικο κρασί υπό τους ήχους της τσαμπούνας και του βιολιού.
Ο Κλεάνθης καθόταν στη βεράντα και πνιγόταν από τη ζέστη και την υγρασία της θάλασσας αν και φυσούσε ασθενικά η πρωινή αύρα. Η Κως απέναντι φαινόταν θολή, σημάδι πως η θερμοκρασία θα ανέβαινε σε ψηλά επίπεδα και θα έκανε τη μέρα δύσκολη, ειδικά σήμερα που θα πήγαιναν στην Κυρά Ψηλή, στον Βαθύ. Το νερό ανάμεσα στα δυό νησιά ήταν τόσο γαλήνιο που θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει «καθρέφτη». Αντανακλούσε το πρωινό φως του ήλιου, δημιουργώντας μεγάλα βέλη πάνω στην επιφάνειά του, που κατέληγαν στα μάτια του Κλεάνθη, στραβώνοντάς τον.
Η εκκλησία της Κυρά Ψηλής
Εκείνος, κάπνιζε το τσιγάρο που είχε κρεμάσει την στάχτη του στην άκρη και κράταγε τον καφέ, κρύο, λες και τον είχε ξεχάσει. Το βλέμμα του στραμμένο στο πέλαγος, έψαχνε να δει σημάδια και ίχνη από το «ντεπόζιτο» του καπετάν Άτσα. Μέρες καθόταν και «μετρούσε» το πέλαγος αλλά το σκάφος πουθενά. Και είχε φτάσει ο Δεκαπενταύγουστος. Σε λίγο θα άρχιζαν οι αέρηδες από την Αφρική και μπορεί τότε να ερχόταν, σκέφτηκε χωρίς να κρύβει την μελαγχολία και την ανησυχία του. Χτύπησε την παλάμη στο κάγκελο της βεράντας και παρατήρησε κάτω από τα πόδια του, το ψηφιδωτό πάτωμα που απεικόνιζε δυο δελφίνια να χορεύουν μέσα στο νερό, δίπλα από την (;) «αναδυόμενη Αφροδίτη».
Κάθε που τον έβλεπε η Καλοτίνα, έχανε κι εκείνη το κουράγιο της, ήξερε την επιθυμία του αδερφού της και την σημασία που είχε γι αυτόν. Μπορεί ο Κλεάνθης να μην μίλαγε (κακή νοοτροπία στα όρια της αλαζονείας να κρατάει μέσα του και μόνος του τα βάσανα που είχαν καταντήσει βάσανα της οικογένειας πια, σχεδόν ύβρις η περιφρόνηση στην συμπαράσταση), αλλά όλοι καταλάβαιναν τα σαράκι που τον έτρωγε. Και η Κυράννα έλειωνε κι εκείνη μαζί με το γιό της, (η απελπισία της ανίκανης μάνας) και παρακαλούσε την Παναγιά να φτάσει το «ντεπόζιτο» αν και γνώριζε πως αυτό θα της έφερνε ακόμα πιο μεγάλη θλίψη και φόβο. Αλλά αφού αυτό ήθελε το παιδί της; Αυτό ήθελε κι αυτή.
Ντύθηκαν όλοι με τα καλά τους ρούχα σαν να πήγαιναν σε γάμο. Σήμερα το καφενείο όπως και όλα τα καφενεία και οι ταβέρνες του νησιού, δεν θα άνοιγαν πριν από το απόγευμα. Το νησί συνωστιζόταν στις εκκλησίες. Η οικογένεια του κυρ Δημητρού, όπως κάθε χρόνο, θα γιόρταζε την Χάρη Της, με τα πεσκέσια της, με την πίστη της και προσδοκία της ικεσίας.
Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά όταν έφτασαν στην Κυρά Ψηλή. Κόσμος ήταν παντού, περισσότεροι άνθρωποι και από τα αγκάθια της εξοχής, περισσότεροι και από τις πέτρες των αγρών. Γυναίκες που ανέβαιναν με τα γόνατα την τραχιά ανηφόρα, άντρες που είχαν δακρυσμένα μάτια, κόρες με τα καλά κίτρινα και λευκά μαντίλια στο κεφάλι, γριές με τα μαύρα τσεμπέρια τους και παιδιά με κοντά παντελόνια που όπου κι αν στέκονταν, κλώτσαγαν όποια πέτρα έβρισκαν μπροστά τους, στην προσπάθειά τους να παίξουν κάτι σαν ποδόσφαιρο.
Ο Κλεάνθης χαμογέλασε με το θέαμα αυτό, έκανε τον σταυρό του και μπήκε στην εκκλησία. Απέναντι στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης ένοιωθε ένα ασήμαντο ανθρωπάκι, ένα «τίποτα» που απλά ικέτευε για τα μικροθέλω του. Όλοι οι άνθρωποι έτσι νοιώθουν μπροστά στο εικόνισμά της, όλοι και οι πιο πλούσιοι και οι πιο φτωχοί. Και οι άρχοντες και οι δούλοι. Όλοι, σκουλήκια που σέρνουν το σαρκίο τους μπροστά στην Χάρη της. Κι εκείνη δίνει παρηγοριά στον καθένα, δροσιά στην αρρώστια τους, χάδι στην μοναξιά τους, δύναμη στη δειλία τους, ελπίδα στην απόγνωσή τους. Ικέτες ονειροπόλοι, ψυχικά ανεπαρκείς και χρόνια απελπισμένοι. Άνθρωποι!
Γι αυτό και έξω από την εκκλησία - δεν υπήρχε χώρος μέσα αρκετός - πολλοί κρατούσαν και από μια φωτογραφία ή ένα τάμα. Για τον γιό στην ξενιτειά, για τον πατέρα στο σφουγγάρι, για τον άντρα στα καράβια στην μακρινή Κίνα ή όπου αλλού. Και όλοι φιλούσαν το χαρτί ή τον άργυρο που βαστούσαν.
Ο δρόμος για το μοναστήρι ήταν μακρύς, ανηφορικός και κακόβολος, με σκόνη και χώμα, με πέτρες και αγκάθια, με αγριόχορτα και αποξηραμένα λουλούδια, με μύγες που γίνονταν όσο πιο πολύ μπορούσαν ενοχλητικές. Όταν όμως έφταναν στο Σταυρούϊ και ανάσαιναν το φρέσκο αεράκι, το συμπλήρωμα του δρόμου ήταν σχετικά εύκολο, εκτός από την ουρά που άρχιζε από το «Κακό Σκαλί» μέχρι πάνω στο κάστρο.
Η φιλική ατμόσφαιρα, το υπέροχο θέαμα (να βλέπει κανείς όλο το νησί από ψηλά, όλο το πέλαγος μέχρι την Κω, σαν να πετάει), η πρόσχαρη και καλοπροαίρετη συντροφιά των απλών ανθρώπων του βουνού, του κάμπου και της θάλασσας, το παγωμένο άγιασμα, με το ουζάκι και το ψητό χταπόδι, τους έκαναν να ξεχνούν τον κόπο και τον ιδρώτα που έχυσαν. Ο χορός, το τραγούδι και τα «πεισματικά» θα κρατούσαν όλη τη νύχτα με διακοπές για τον εσπερινό και τη λειτουργία.
Ο Κλεάνθης, παρά την αγωνία και την ανυπομονησία του για την επιστροφή του «ντεπόζιτου», δεν μπόρεσε να μην ευθυμήσει και μόνο που είδε το «Μουγκρί».
Τα διαλείμματα των χορών συμπλήρωναν διάφοροι με τα αστεία και τις ιστορίες τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς πρώτευε ο Μιχάλης ο Κουλιανός, το περίφημο «Μουγκρί». Μια χτένα με τσιγαρόχαρτο στα χέρια του γινόταν ολόκληρη ορχήστρα. Η μιμική του ήταν ανυπέρβλητη. Μπορεί το μυαλό του να ήταν «λειψό», αλλά η ικανότητά του να συνθέτει σατυρικά και περιπαιχτικά δίστιχα, ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη. Και έβγαζε τα πάντα στη φόρα, τι δεν έλεγε για τον καθένα! Για τον Μανόλη τον Κατηνιό που η κυρά του, λένε, τον έδερνε κάθε που τσακώνονταν, με το μαδέρι της κουζίνας, για τον Λεωνίδα τον Μπιτσίρη που φοβόταν να κατουρήσει τα βράδια μη και τον πάρουν τα φαντάσματα, τα τελώνια της θάλασσας και οι κουρκούτζαλλοι, για την Ειρήνη την Κοντή, του Παναγιώτη τη γυναίκα που την ορέγονταν χίλιοι νοματαίοι και την χαίρονταν ακόμη πιότεροι, την Σεβαστή την Καζαβού, που πρώτα η κοιλιά της στρίβει κι έπειτα αυτή…
Μια φασαρία ακούστηκε στο τέλος της ανηφόρας, ένας αχός από τον κόσμο, που, απότομα, έκαναν στην άκρη, λες και κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, κάποιος από την κυβέρνηση, ερχόταν. Και ήταν σπουδαίο ή μάλλον σπουδαία πρόσωπα αυτά που ανέβαιναν τον σκονισμένο δρόμο. Πιο σπουδαία για τους κατοίκους του νησιού ακόμα και από τον ίδιο τον κυβερνήτη της χώρας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, από τους πλέον αγαπημένους ιερωμένους στα νησιά για το μεγάλο του έργο, με τους παπάδες του έκαναν την παρέλασή τους, το Υψέλλι, ο Ιωαννίκος, ο Παναγιώτης ο Παρδάλης, ο Κουφός, ο Ηλίας ο Χουρδάς, ο Τσάππος, ο Βούργαρος, ο Δράκος, ο Χούλλης και άλλοι. Γέμισε η ανηφόρα μαυρίλα και χρυσάφι από τους σταυρούς και τις Μήτρες. Γέμισε με ψαλμωδίες και λιβάνια, με υποκλίσεις και φωνές, με χοντρές κοιλιές και άρωμα λεβάντας.
Ο Λάζαρος ο Παμπακάς, με την Καισαρειακή προφορά του και με το λειψό μυαλό, γέλαγε και προσπαθούσε να περιπαίξει τους «τράγους», όπως τους αποκαλούσε, μέχρι που μια δυνατή κλωτσιά στο πόδι και στην περιφέρεια (σικ), τον έκανε να διπλωθεί από τον πόνο. Κοίταξε τον δράστη τον Μιχάλη τον Κουρεμέτη που γέλαγε δίπλα στην Ειρήνη τη Γαλανούαινα και έσφιξε την γροθιά του σε απειλή, βρίζοντας από μέσα του. Έκανε όμως σιωπή, αφού σε λίγο, κάτω από το αυστηρό βλέμμα των άλλων και μάλιστα με τον φόβο νέας κλωτσιάς, θα ξεκίναγε το τσούρμο όλο για την λιτανεία στη Χοντρόριζα και μετά στο Μετόχι.
Ο Κλεάνθης προχώρησε προς τα πίσω, προς την μεριά που άρχιζε ο γκρεμός και ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα να δει καλύτερα. Δεν ήθελε να συνωστίζεται εκεί με τους άλλους, δεν τον ενδιέφερε να είναι κοντά. Σκίασε τα μάτια του γιατί ο ήλιος έκαιγε και έβγαλε το μαντίλι, το έδεσε στις τέσσερις γωνιές, όπως κάνουν οι οικοδόμοι, το φόρεσε στο κεφάλι και προσπάθησε να εντοπίσει τους δικούς του. Το τράβηγμα στο παντελόνι τον έκανε να κοιτάξει προς τα κάτω. Ο «Φιάκας» κάτι ήθελε να του πει μάλλον και τον είχε πιάσει από το γόνατο. Μέχρι εκεί έφτανε. Του έδειξε με τα μάτια προς την ανηφόρα και όταν εκείνος τον ρώτησε τι ήθελε, επέμεινε να τον τραβά και να του δείχνει τώρα με το δάχτυλο.Στην ανηφόρα είχε φανεί η Υπαπαντή και προσπαθούσε, δίπλα στους γονείς της, να πάρει μια ανάσα, σκουπίζοντας τον μακρύ, ολόλευκο λαιμό της με ένα μαντίλι που φαινόταν ήδη μούσκεμα.
Η καρδιά του Κλεάνθη, αναπήδησε μέσα στο στήθος του. Φάνηκε ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπό του και τα μάτια του γυάλισαν. Η κοπέλα δεν τον είχε δει ακόμα και γύριζε το κεφάλι σα να έψαχνε κάτι, σα να αναζητούσε κάτι ή εκείνον. Θέλησε να σηκώσει το χέρι σε σινιάλο να της πει : «… εδώ είμαι…», αλλά κρατήθηκε. «Να που η μέρα άρχισε να γίνεται καλύτερη», σκέφτηκε. Θέλησε να κατέβει από τον βράχο, αλλά σκέφτηκε πώς να την πλησιάσει χωρίς να γίνει «χτυπητός». Αν και μόνο που ο Φιάκας τον ειδοποίησε, σήμαινε ότι ήδη συζητιόταν στο νησί, πίσω από την πλάτη του, το ενδιαφέρον του ενός για το κορίτσι.
Κατέβηκε από τον βράχο που στεκόταν και άνοιξε λίγο χώρο ανάμεσα στα πιτσιρίκια που λίγο ενδιαφέρονταν, για το ότι θρησκευτικό γινόταν γύρω τους. Το τακούνι της μπότας γλίστρησε σε μια μεγάλη πέτρα και παραλίγο να πέσει, φοβούμενος ότι μπορεί να γίνει ρεζίλι στα μάτια των άλλων. Το χωλό του πόδι δεν βοηθούσε να σταθεί γρήγορα όρθιος και αναγκάστηκε να στηριχτεί στο ένα του χέρι με όλο το βάρος του. Ο πόνος τον διαπέρασε από άκρη σε άκρη και παραλίγο να δακρύσει, κάτι που θα ήταν άλλος ένας λόγος για ρεζίλεμα. Κοίταξε γύρω του και ησύχασε, κανείς δεν είχε αντιληφθεί την πτώση του. απομακρύνθηκε από το σημείο και σπρώχνοντας δεξιά – αριστερά, κατόρθωσε να φτάσει στην αρχή του δρόμου, στην ανηφόρα κι έψαξε με τα μάτια. Την είδε να στέκεται και να του χαμογελάει κρυφά πίσω από την πλάτη των δικών της, με την παλάμη να προσπαθεί να καλύψει το στόμα. Η εικόνα της, αγαλλίασε την ψυχή του, το φως γύρω του άρχισε να γίνεται εντονότερο, σηματοδοτώντας ιδέες απαγορευμένες και νοήματα. Το γεγονός αυτό έχει αδιάψευστη βαρύτητα μέσα του κάτι το οποίο έπρεπε να είχε προσέξει, μετρήσει, μελετήσει, σαν την πρώτη φορά αντίκρισε το χαμόγελο και το ενδιαφέρον της. Αναρωτήθηκε για τον εγωισμό του, για τα δικά του «θέλω», σαν, φαινόταν, ότι η ζωή επιτέλους είχε αποφασίσει να του χαρίσει απλόχερα τις χαρές, τις ηδονές και τα κάλλη της. Η ομορφιά του λευκού χρώματος της κοπέλας, τα μαύρα διεισδυτικά της μάτια, που είχαν συντρίψει όλες τις αντιρρήσεις του, όλες τις απόψεις για την ζήση, προέρχονταν όχι από το ίδιο το άτομο, αλλά από την κατάκτηση του σκότους με την εισροή του «ασώματου» φωτός στην ύλη, στο μυαλό του. Λες και είχε ανάψει το «ανέσπερο φως», της Λαμπρής μέσα του. Θεώρησε επίσης με μιας ότι η φωτιά υπερείχε όλων των υλικών σωμάτων, ο ζωηρός χαρακτήρας της επέτρεψε την διείσδυση και την μετάδοση θερμότητας στην ψυχή του, χωρίς λεπτό εκείνη να ψύχεται, να εξαϋλώνεται από την επανάληψη, κρατώντας την δημιουργικά θελκτική πίεση πρωτογενή και λαμπρή.
Αντιλήφθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του, να αποκαθίσταται μια χαρακτηριστική συγγένεια, αυτή η συγγένεια του φωτός και του πυρός· και τα δυο προσέγγιζαν μέσα του το ιδεώδες και το Θείο, με την επίμονη διεισδυτική τους δύναμη, που είναι ικανή να προσδώσει μια ανώτερη και ευγενικότερη τάξη σε καθετί που δεν αντιστέκεται σε αυτήν την διείσδυση. Άθελά του έκανε το σταυρό του σαν ακούστηκε από την πομπή που είχε σχηματιστεί μπροστά του «… ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου…», από το στόμα των ενθουσιασμένων ιερέων.
Γύρισε το βλέμμα πάλι στην κοπέλα που κι εκείνη δεν έλεγε να τραβήξει τα σοβαρά της πια μάτια από πάνω του, για να ανακαλύψει ότι ένα είδος ωραίου βρίσκεται πέρα από την δέσμια στις εγωιστικές ονειροπολήσεις και φρούδες αισθήσεις ζωή και μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο από τα μάτια της ψυχής. Αυτό που περικλείει ιδιότητες ανώτερες, όπως είναι η αγνότητα, η μετριοφροσύνη, ο ήρεμος χαρακτήρας και εξισώνεται με το φως της θείας Αγάπης. Έπρεπε να πετύχει τον εξαγνισμό του, να κατακτήσει την εσωτερική του ενότητα, να προσεγγίσει, να δεχτεί την αληθινή του φύση και να μετατραπεί κι αυτός σε γνήσιο φως για κείνη. Το φως αυτό που δεν περιορίζεται από τον χώρο, ούτε αποκτά συγκεκριμένη μορφή, παρά υπάρχει και κάνει απλά την δουλειά του, να «είναι» και να εξυψώνει. Όπως όμως το μάτι προσαρμόζεται για να αντικρίσει τον Ήλιο, η ψυχή δεν θα μπορούσε ποτέ να οραματιστεί το Ανώτερο Ωραίο, την υπέρτατη λαμπρότητά του, αν και η ίδια δεν είχε καταστεί ωραία. Άξαφνα ένα φως νοιώθεις να ξεχύνεται αυτούσιο καθάριο. Δεν πρόκειται για κανένα φως από αυτά που το μάτι συλλαμβάνει απ’ έξω. Πρόκειται για κάποιο άλλο, ακόμη λαμπρότερο που ανήκει στο ίδιο το μάτι που και τις νύχτες, μες το σκοτάδι, αναπηδάει και απλώνεται μπροστά σου. Που κι αν χαμηλώσεις τα βλέφαρα επειδή δεν θέλεις τίποτα να δεις, πάλι εκείνο εξακολουθεί να φωτίζει. Που και να πιέζεις το μάτι σου, πάλι το βλέπεις, αφού συνυπάρχεις μέσα του. Στην περίπτωση αυτή βλέπεις, χωρίς να θωρείς τίποτα. Και είναι τότε ακριβώς που βλέπεις. Επειδή αντικρίζεις αυτό, τούτο το φως.
«Το φως στις δέκα το πρωί έρχεται όλο πλάγιο
Εκεί που ήταν οι χείμαρροι και ξαναζωγραφίζει,
Τους κήπους πάνω στο νερό να ‘χουν σκαλί
Δεμένη βάρκα και μια θάλασσα γυαλί…»
Χωρίς να καταλάβει πως, έπιασε τον εαυτό του να προχωρά πίσω από την εικόνα της Μεγαλόχαρης, ανακατεμένος μέσα στον κόσμο της πομπής, με ένα αντίδωρο στο χέρι (δεν πήρε χαμπάρι καν πως το πήρε), σκουντουφλώντας πάνω στις πέτρες και τα αγριόχορτα του χωματόδρομου. Μπροστά του, καμιά δεκαριά μέτρα, η Υπαπαντή και κανένας δικός του. Το μόνο που είχε αντιληφθεί, ήταν, νόμιζε, μια πονηρή ματιά της Καλοτίνας, πρέπει να ήταν η Καλοτίνα, τόσο μακριά την είχε δει, τόσο απόμακρος ήταν αυτός μες στις σκέψεις του.
Δυο γλάροι πάνω από το κεφάλι του πετούσαν κι έκρωζαν εκείνες τις παράξενες, απαίσιες φωνές τους. Είχαν έρθει από την θάλασσα, περίεργοι για το ανθρώπινο φωνακλάδικο πλήθος, προσδοκώντας και σε κανένα μεζέ. Η θάλασσα κάτω απλωνόταν γυαλιστερή και ήρεμη. Ένα σκάφος διέσχιζε τα «γαλάζια» της νερά, αφήνοντας μια άσπρη ουρά από αφρό και αλάτι πίσω του. Σε λίγο είχε δέσει στο σχεδόν έρημο λιμάνι της Πόθιας. Στο πλάι του φαίνονταν σχεδόν κρεμασμένα τέσσερα μεγάλα βαρέλια νερού, ενώ το κατάστρωμά του ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θάλασσας.
«Σφουγγάρια!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου