Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

«Αν οι άνθρωποι δεν πνιγούν», ρώτησε η μικρή Γοργόνα, «τότε μπορούν να
ζήσουν για πάντα, δεν πεθαίνουν, όπως εμείς, εδώ, στη θάλασσα;»
«Όχι», αποκρίθηκε η γιαγιά της, «πεθαίνουν κι αυτοί, και η ζωή τους διαρκεί πιο
λίγο από τη δική μας. Εμείς φτάνουμε τα τριακόσια χρόνια, όταν όμως πάψουμε να
υπάρχουμε εδώ, μεταμορφωνόμαστε σε αφρό πάνω στα κύματα, δίχως έναν τάφο στο
βυθό, ανάμεσα σ' αυτούς που αγαπάμε. Ούτε η ψυχή μας είναι αθάνατη, δεν ξαναζούμε
ποτέ, όπως οι πράσινες καλαμιές, που όταν τις κόψουν, ποτέ δεν ξαναπρασινίζουν!
Αντίθετα, οι άνθρωποι έχουν ψυχή που ζει για πάντα, που ζει και όταν το σώμα τους εις
χουν απελεύσει- η ψυχή τους λοιπόν υψώνεται στο διάφανο αέρα μέχρι τα λαμπερά
άστρα! Όπως εμείς αναδυόμαστε από τη θάλασσα και ανακαλύπτουμε τη γη των
ανθρώπων, έτσι κι εκείνοι εμφανίζονται σε μέρη άγνωστα και πανέμορφα, που εμείς δε
θα έχουμε ποτέ την ευτυχία να δούμε».
«Γιατί να μην είναι η ψυχή μας αθάνατη;» ρώτησε η μικρή Γοργόνα θλιμμένη
[...] «Θα πρέπει λοιπόν να πεθάνω και να πλανηθώ ως αφρός πάνω στη θάλασσα, να
μην ακούσω ποτέ ξανά τη μουσική των κυμάτων, ούτε να ξαναδώ τα υπέροχα
λουλούδια και τον ήλιο, πρωί και απόγευμα! Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να
κερδίσω την αθανασία της ψυχής μου;»
Η μικρή Γοργόνα

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Το δωμάτιο είχε μια μελαγχολία που μπορούσε κανείς να διακρίνει παντού, πάνω στα έπιπλα, στο λιγοστό φως της ηλεκτρικής λάμπας στο κέντρο του ταβανιού, στο ζεστό αεράκι που ερχόταν από την βεράντα, στις εκφράσεις των ανθρώπων που είχαν κάτσει στο τραπέζι. Δυό φλιτζάνια με καφέ άχνιζαν, χωρίς να τα ακουμπάει κανείς, ένα μπροστά στον κυρ Δημητρό και το άλλο μπροστά στην Κυράννα. Το ρυθμικό χτύπημα των δαχτύλων του άντρα ακουγόταν μονότονο και απελπισμένο.
Η Καλοτίνα κοίταγε τους γονείς της, μια τον ένα και μια τον άλλο, αλλά κι εκείνη δεν είχε κουράγιο να μιλήσει. Άλλωστε τι να τους πει, τι να ρωτήσει; Πάλευε με την άκρη του τραπεζομάντιλου λες και προσπαθούσε να το ισιώσει όσο πιο πολύ μπορούσε με την παλάμη της και την άκρη των δαχτύλων της. Μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν και το τικ – τακ του μικρού ξύλινου κούκου στον τοίχο που είχε φέρει ο καπετάν Μικές δώρο από κάποιο ταξίδι του. Και μύριζε ο καπνός από το τσιγάρο του κυρ Δημητρού που ανέβαινε σαν μια ίσια στήλη προς τα πάνω, λες και τους κορόιδευε με την ελαφρότητά του.
«Και πότε το έμαθες Καλοτίνα μου; Στο είπε η αερφή σου μαθές;», έσπασε τη σιωπή ο κυρ Δημητρός. Η κοπέλα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Δεν κοίταξε τον πατέρα της άλλο, δεν μπορούσε να αντικρίσει εκείνο τον αντρικό πόνο. Αλλά και η Κυράννα δεν έστρεψε τα μάτια της πάνω του. Μόνο είχε καρφώσει το βλέμμα της σε ένα σημείο στην άκρη της πόρτας, χωρίς ουσιαστικά να βλέπει τίποτα, αφήνοντας τα δάκρυά της να κυλήσουν και να βρέξουν τις άκρες από τα πλεγμένα σε κοτσίδες μαλλιά της.
 «Μια ο γιός…», σκέφτηκε, «… μια ο γαμπρός». Τίναξε το κεφάλι λες και προσπαθούσε να διώξει κάποια κακιά σκέψη, «… και η κόρη μου; Τα εγγόνια μου;»
Είδε την κόρη της να σηκώνεται από την θέση της και αργά να πηγαίνει στο γνωστό, φιλικό της παράθυρο. Ήταν ανοικτό μήπως και μπορέσει να δροσίσει λίγο ο χώρος. Η Καλοτίνα κάθισε στο σκαμνί της, εκείνο το ψηλό σκαμνί που είχε σχεδόν φθαρεί από την χρήση και ακούμπησε τους αγκώνες της στο περβάζι. Κοίταξε έξω με αδιάφορο ύφος και κουρασμένα μάτια. Οι πιτσιρικάδες που κατέβαιναν στο δρόμο δεν της προκάλεσαν κανένα ενδιαφέρον. Πέντε μικρά αγόρια, όχι πάνω από επτά χρόνων, είχαν φτιάξει με μια σανίδα και ρουλεμάν από κάποιο συνεργείο, ένα πατίνι και προσπαθούσαν στον εκκωφαντικό θόρυβο που έκανε το μέταλλο στον δρόμο, να προσθέσουν τις αγριοφωνάρες τους με τις ανάλογες βέβαια βρισιές.
Πιο πάνω δυό κοπέλες πιασμένες αγκαζέ, κατέβαιναν και αυτές τον δρόμο, ξεφυλλίζοντας περπατώντας κάποιο περιοδικό μόδας πιθανόν ή κάποιο απ’ αυτά που είχαν φωτογραφίες και κουτσομπολιά γύρω από την ζωή των κινηματογραφικών αστέρων. Γέλαγαν και ονειρεύονταν την δική τους ζωή, πλάι στους γόητες ηθοποιούς αλλά κάπου – κάπου η γλώσσα τους, έλεγε κάτι και για τον Μικέ ή τον Μανωλιό ή τον Μιχάλη, που ήταν πιο προσιτοί στη καθημερινότητά τους.
Η ζωή στη Κάλυμνο συνεχιζόταν με την ίδια ρουτίνα του νησιού, των απλών ανθρώπων, του καλοκαιριού. Η μηχανή που ακούστηκε σαν γιγάντιο κουνούπι που πετούσε πάνω από το σοκάκι εκεί, στο μαράσι του Άγιου Νικόλα, ανήκε στον Γιώργη τον Μουσούρη, που κουβαλούσε τις φιάλες του υγραερίου στα σπίτια, βαμμένο μπλε με το χρυσό σήμα του δράκου που έβγαζε φωτιές από το ανοικτό του στόμα. Σε λίγο θα πέρναγε και ο κυρ Μιχάλης ο Βουράς με το κάρο του γεμάτο λαχανικά και φρούτα, ξηρούς καρπούς αλλά και είδη … ομορφιάς όπως τα έλεγε, καθρεφτάκια και τσιμπιδάκια, καρφίτσες για το ράψιμο αλλά και τις καλύτερες, γερές κλωστές από την Ιταλία, δηλαδή. Γι αυτό είχε προσθέσει στο πλάι του κάρου μικρά κουτιά και ραφάκια, να ξεχωρίζει το εμπόρευμα. Κάθε τόσο ακουγόταν και η βραχνή φωνή του: «… μανάβης – μανάβης – καλούδια για τα κορίτσια…» και μετά «… ελάτε κυράδες… ελάτε κοπελούες μου να δείτε να φτιάξετε προικιά…». Κι όταν ο γαϊδαράκος που τραβούσε αυτό το ανεκδιήγητο κάρο τον συνόδευε στις φωνές του, ακουγόταν και καμιά βρισιά για το … αφεντικό του.
Ο Νικόλας ο Κουκουβάς, ερχόταν από τα «Θέρμα» ή τη «γέφυρα» και στα χέρια του κρατούσε δυό τεράστια χταπόδια. Χαιρέτησε του Τσουκαλαήνες που είχαν από πρωί καθίσει στα σκαμνάκια τους, έξω στην αυλή και φάνηκε ότι κατευθυνόταν προς το σπίτι τους. Ακουγόταν το «πλατσάρισμα» των γυμνών του πελμάτων στην άσφαλτο και η βαριά, από το τσιγάρο, ανάσα του. Σε λίγο θα χτυπούσε την πόρτα. Η Καλοτίνα σηκώθηκε νωχελικά και πήρε το φλιτζάνι της μάνας της από το τραπέζι. Το έβαλε στον νεροχύτη, θα έπλενε αργότερα τα πιάτα και τα ποτήρια. Τώρα δεν είχε όρεξη. Άνοιξε την πόρτα, πριν προλάβει ο Κουκουβάς να χτυπήσει.
«Έλα κυρ Νικόλα, κόπιασε …», είπε στον άντρα που κατέβαινε τα δυο σκαλάκια της εισόδου, «… να σου φτιάξω ένα καφέ;»
Ο άντρας σήκωσε τα χέρια να δείξει τα χταπόδια με ένα χαμόγελο περηφάνιας στο στόμα. Τα έδωσε στην κοπέλα:
«Άντε κόρη μου, κάμε μου ένα σκέτο… έναν αντρίκιο καφέ. Άντε να έχεις την ευκή μου, να ξελαμπικάρει ο νους μου. Καλά τα χταπότζα ε; Πρωί – πρωί τα έπιασα κάτω στην «γέφυρα» και σκέφτηκα εσένα…», έδειξε με το χέρι όλη την οικογένεια και ειδικότερα την Καλοτίνα. «Ε, κυρ Δημητρέ, ίντα κάμεις μαθές;», συνέχισε πηγαίνοντας κοντά στο τραπέζι που βρίσκονταν οι κυρ Δημητρός και η γυναίκα του. «Καλημέρες Κυράννα, ίντα που κάμεις;»
Μόλις και μετά βίας πήρε απάντηση. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και μύριζε μελαγχολία και στεναχώρια.
«Ίντα γίνηκε μωρέ Δημητρό, πολύ σοβαρούς και αμίλητους σας βλέπω… ίντα το λοιπό;»
Η Καλοτίνα έφερε τον καφέ και τον ακούμπησε μπροστά στον κυρ Νικόλα.
«Ο Σέμος κυρ Νικόλα…», του είπε αναλαμβάνοντας εκείνη την ευθύνη να εξηγήσει. «Ο Σέμος αποφάσισε να πάει στα σφουγγάρια, να βουτήξει. Δεν μπορεί άλλο λέει…»
«Ίντα μου λες κόρη μου; Ο Σέμος ο γαμπρός σας; Ίντα δες! Αυτός που σκιαζόταν την θάλασσα; Και γιατί παρακαλώ;»
«Για τα λεφτά βλέπεις. Γι αυτά τα ρημάδια. Δεν μπορεί λέει, να βλέπει άλλο την οικογένειά του έτσι … δεν μπορεί λέει, να βλέπει τα παιδιά του να μεγαλώνουν στερημένα. Πρέπει να του σάλεψε πλιο… δεν ξέρω τι να πω!»
Ο κυρ Δημητρός, γύρισε κι αυτός προς τη μεριά του επισκέπτη:
«Έτσι είναι Νικόλα, όπως στα λέγει η Καλοτίνα. Θέλει να βγάλει μονέδες πιότερες …»
«Έτσι…», συνέχισε η κοπέλα. «Έτσι όπως σου τα είπα. Τώρα θα έχει γαμπρό «μηχανικό» και η μάνα που τόσο το πιθυμούσε μαθές», κοίταξε προς τη μεριά της Κυράννας και στιγμιαία θα έλεγε κανείς ότι σπίθες βγήκαν από τα μάτια της. «Εγώ σφουγγαρά θέλω για άντρα σου κόρη μου…», συμπλήρωσε κάνοντας την φωνή της, ειρωνικά, να μοιάζει με αυτή της μάνας της.
«Μάλιστα…», είπε ο Κουκουβάς. «Αλλά γιατί τόση στενοχώρια μαθές; Τόσοι «μηχανικοί» ξεκινάνε κάθε χρόνο από το νησί! Ίντα είναι αυτό που το πήρατε πλιο τόσο κατάκαρδα; Όλοι μαζί πάνε, παρέα είναι, λεφτά βγάζουσι, καλή ζωή κάμουσι. Ίντα πάθατε; Άντε βρε, αντί να χαρείτε που ο γαμπρός σας θέλει να φερθεί σαν άντρας, σαν υπεύθυνος άντρας απέναντι στην οικογένειά του, εσείς τα έχετε βάψει… μαύρα να πω; Ακόμα δεν πήγε το παιί στους βούτθους, και τον βγάλατε «χτυπημένο»! Άντε Καλοτίνα κόρη μου, τοίμασε τα χταπότζα, κάνε το ένα με μακαρονάκι και το άλλο ψήσε το μαθές … άντε κι εγώ θα φέρω κι άλλα αύριο. Έχω κι άλλο ένα να το πάω στον καφενέ, στον Μέμο. Αλήθεια, ίντα κάμει αυτό το παιί; Έχουμι καιρό να τον δούμε. Έβαλε επαγγελματικό μυαλό;»
Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του και άναψε τσιγάρο. Προσπάθησε να πει και άλλα, να στρέψει την προσοχή αλλού, όμως παρατήρησε ότι σε μια άκρη στον τοίχο, κοντά στο ταβάνι, άναβε το μικρό καντηλάκι μπροστά από την εικόνα της Παναγίας και του Αι Νικόλα. Σε μια ασημένια κορνίζα είχε τοποθετηθεί και η φωτογραφία του Κλεάνθη, με το τσιγάρο στο στόμα και ένα πλατύ χαμόγελο. Πιο πολύ θύμιζε …ανάμνηση νεκρού παρά εικόνα ικεσίας.
Ο κυρ Δημητρός σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς την πόρτα της βεράντας. Κοίταξε την θάλασσα από κάτω και έκανε τον Σταυρό του. Ο Κουκουβάς τον ακολούθησε και ακούμπησε τους αγκώνες στο κάγκελο. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη και σκούπισε το σβέρκο του.
«Λοιπόν; Έτσι θα κλαίτε τώρα; Μπορεί ν’ αλλάξει τίποτε; Το παιδί θέλει να πάει στο σφουγγάρι, ούτε το πρώτο είναι, ούτε το τελευταίο. Να κάνεις κάτι δεν μπορείς, οπότε η μιζέρια δεν ωφελεί»
«Έχεις δίκιο Νικόλα. Δεν ωφελεί η στενοχώρια, αλλά βγαίνει από μέσα μας. Πώς να γίνει; Αλλά, είπαμε, έχεις δίκιο. Ας πάει και … ο Θεός είναι μεγάλος!»
«Έτσι σε θέλω Δημητρέ, έτσι να σε χαρώ. Και όπως είπες, ο Θεός είναι μεγάλος. Εμείς είμαστε μικροί μπροστά στο μεγαλείο και την φροντίδα του»
Οι δυό άντρες μείνανε στη βεράντα και συνέχισαν την κουβέντα τους. Τώρα μίλαγαν για διάφορα άλλα πράγματα και μάλιστα φάνηκε να έχει γυρίσει το κέφι στο πρόσωπο του κυρ Δημητρού.
Η Κυράννα, επιτέλους σηκώθηκε από την καρέκλα της και πήγε προς τον νεροχύτη όπου τα πιάτα και τα ποτήρια είχαν μαζευτεί σε στοίβα, μετά την ολιγωρία της Καλοτίνας. Το πρόσωπό της ήταν σαν πέτρινο:
«Θα κάμεις το χταπότζι;», ρώτησε την κόρη της. «Να κάνουμε και λίγα φύλλα και το ψάρι που έφερε ο πατέρας σου, μη χαλάσει», συνέχισε. Η φωνή της ήταν δυνατή, αλλά τελείως άχρωμη. Ακόμα στο μυαλό της στροβιλιζόταν η ρήση της κόρης της: «…εγώ σφουγγαρά θέλω για άντρα σου κόρη μου!...». Για κάποιο λόγο, θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Εκεί που όλα πήγαιναν καλά και στρωτά, είχαν ήδη ένα «μηχανικό» (ας είναι καλά το αγύριστο, εγωιστικό του κεφάλι!) και τώρα θα τους προέκυπτε και δεύτερος!
Σκούπισε τα χέρια και ξεκρέμασε τα φύλλα να τα βράσει. Ο Κουκουβάς είχε δίκιο. Έπρεπε να συνεχίσουν παραπέρα, να μην αλλάξει τίποτα από την ζωή τους και ειδικά από την ζωή της Νικολέτας και των παιδιών. «Να πάει καλά η πρώτη φορά και όλα θα γίνουσι συνήθεια…», σκέφτηκε. Έβαλε νερό στην κατσαρόλα και συνέχισε την καθημερινότητά της.
Η Καλοτίνα δεν μπορούσε άλλο να κάθεται στο σπίτι. Ευκαιρία έψαχνε, αρκετή ώρα τώρα, να φύγει. Κάπου να πάει, έστω και μέχρι την Ποθητή ή καμιά βόλτα μέχρι την πλατεία. Φόρεσε τα παπούτσια και κάτω από το συμπονετικό βλέμμα της Κυράννας, που δεν την ρώτησε τίποτα, βγήκε στον δρόμο. Ο ήλιος αμέσως την χτύπησε ανελέητα και η απότομη ζέστη του, έκανε τις τρίχες στα μπράτσα να σηκωθούν το ίδιο με το να κρύωνε. Περπάτησε χωρίς να σκεφτεί που πηγαίνει. Πόναγε την αδερφή της, αλλά από το μυαλό της, δεν ήξερε γιατί, πέρασαν μαύρες σκέψεις για τον Κλεάνθη «της». Κάτι την ανησυχούσε για τον μεγάλο της αδερφό.
 Σήκωσε το κεφάλι και συνειδητοποίησε ότι είχε μπροστά της το καφενείο, με τον Μέμο, με τα μανίκια σηκωμένα να τρέχει από τον ένα πελάτη στον άλλο. Σκέφτηκε να βοηθήσει, θα ήταν μια καλή λύση, ν’ αδειάσει το κεφάλι από τις μαύρες, στενάχωρες σκέψεις της.
«Γεια σου Μέμο. Θες βοήθεια;», ρώτησε τον μικρό της αδερφό που δεν την είχε δει ακόμα όπως ήταν γυρισμένος από την άλλη.
«Μπα, καταδέχτηκε η αερφή μου να βοθήσει; Φούρνος γκρεμίστηκε μαθές;»
«Άσε μωρέ την γκρίνια και πε μου τι θέλεις να κάμω. Η γκρίνια σου μπορεί να περιμένει, οι πελάτες όμως βιάζονται. Άντε πε μου…»
Πήγε στην κουζίνα και άρχισε μια να πλένει ποτήρια, μια να τηγανίζει καλαμαράκια και πατάτες, μια να γεμίζει το μπουκάλι του τσίπουρου από την αχυροδεμένη νταμιτζάνα. Άνοιξε το παράθυρο στο πίσω μέρος να φύγουν οι μυρωδιές που σε συνδυασμό με τη ζέστη μπορούσαν να κάνουν άνθρωπο να λιποθυμήσει. Σκούπισε το μέτωπό της με μια πετσέτα και το μάτι της πήρε τον Σκεύο τον «Μισό». Ένα κοντό ανθρωπάκι, εξ ου και το παρατσούκλι του, που με την επιμονή του, είχε κερδίσει μια μεγάλη δίκη στα δικαστήρια της Αθήνας για το δικαίωμα των σφουγγαράδων να φτιάξουν σωματεία και έτσι να διεκδικούν τα συμφέροντά τους με πιο οργανωμένο και σαφώς καλύτερο τρόπο. Γι αυτό είχε γίνει ένα σεβαστό πρόσωπο στην Καλύμνικη κοινωνία. Μάλιστα κάποιοι τον αποκαλούσαν και τον «Αντύπα» του νησιού.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Σκεύος Αλεξίου και βέβαια μπροστά του, κανείς δεν τολμούσε να τον αποκαλέσει με το κοροϊδευτικό του. Κάθισε σε μια γωνιά της αυλής και παράγγειλε ένα τσίπουρο με τον ανάλογο μεζέ. Το άκουσε από μακριά η Καλοτίνα και έτσι πριν ο Μέμος της πει τίποτα, άρχισε να περιποιείται την παραγγελιά. Ήθελε να του μιλήσει, πίστευε ότι θα ήταν ο ιδανικός άνθρωπος να της απαλύνει τον πόνο ή να της δώσει κάποιες ελπίδες. Ίσιωσε τα μαλλιά της και έστρωσε το μπροστομούνι της με περισσή φροντίδα. Πήρε τον δίσκο στο χέρι και προς έκπληξη του αδερφού της, πήγε στο τραπέζι του «Μισού», που εν τω μεταξύ είχε ανοίξει την εφημερίδα του. Και η εφημερίδα έδειχνε τόσο μεγάλη στα χέρια του ή αυτός έδειχνε τόσο … νάνος, σχεδόν!
«Καλημέρα κυρ Σκεύο, ίντα κάμεις;», τον ρώτησε.
Ο άντρας δίπλωσε την εφημερίδα για να μπορέσει να δει το πρόσωπό της. Μισόκλεισε  τα μάτια αφού η αντηλιά τον τύφλωνε και χαμογέλασε στο όμορφο πρόσωπο της Καλοτίνας.
«Καλώς την όμορφη αδερφή του κάπελα…», είπε διπλώνοντας τελείως το χαρτί της εφημερίδας. Με το χέρι του έδειξε την καρέκλα δίπλα του, λες και κατάλαβε ότι η κοπέλα ήθελε να του μιλήσει. Μπορεί να διέκρινε την πρόθεσή της στο βλέμμα της. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε συνηθίσει να την βλέπει σαν … σερβιτόρα στο καφενείο, όπως έκανε τώρα. Τράβηξε κι εκείνος την καρέκλα του λίγο πιο πέρα να της κάνει χώρο και η Καλοτίνα, με δυσκολία, κράτησε τα γέλια της, σαν ανακάλυψε ότι τα πόδια του «Μισού», δεν έφταναν καλά – καλά στο έδαφος.
Κάθισε και χαμογέλασε.
«Λοιπόν κόρη … ίντα κάμεις; Καιρό έχουμε να σε δούμε», της είπε ξεκινώντας την συζήτηση, βλέποντας την αμηχανία στο πρόσωπό της. Έμπειρος στις σχέσεις των ανθρώπων προσπάθησε να την «ξεπαγώσει».
Η Καλοτίνα, χαμογέλασε και πάλι, πιο εγκάρδια αυτή τη φορά, αποκαλύπτοντας τα κάτασπρα, ολόισα δόντια της. Ήταν σαγηνευτικό αυτό το χαμόγελο και σε συνδυασμό με το λυγερό κορμί και τα ολόμαυρα αμυγδαλωτά μάτια, είχε κάνει την κοπέλα το αντικείμενο του πόθου, πολλών νέων του νησιού. Εκείνης όμως … ο ένας την μύριζε, ο άλλος της βρώμαγε. Κανένας δεν ήταν τόσο άντρας όσο ο … αδερφός της  μεγάλος.
«Καλά είμαι κυρ Σκεύο, καλά είμαι… όσο μπορώ δηλαδή…»
«Ίντα είναι κόρη μου; Τέτοια όμορφη κοπέλα, τι πρόβλημα μπορεί να έχεις μαθές; Πρέπει όλα να σου πηγαίνουσι καλά…»
«Έπρεπε… να είναι αλήθεια. Μέχρι τώρα δεν είχα κανένα παράπονο, όλα καλά. Και … ξαφνικά βρέθηκα …», κοίταξε προς τη μεριά της θάλασσας με το βλέμμα αφηρημένο, «… με δυό μηχανικούς στην οικογένεια…»
«Τον Κλεάνθη εννοείς τον ένα. Ο άλλος;»
Κουβέντα στη κουβέντα η Καλοτίνα ανοίχτηκε στον κυρ Σκεύο. Του είπε τον πόνο της, αφέθηκε στην επιδέξια αλιεία του. Κάποια στιγμή ανακάλυψε ότι την είχαν πάρει τα δάκρυα. Ο άντρας απέναντί της έδειχνε σοβαρός, αξιοπρεπής στις ερωτήσεις του και διεισδυτικός στις παρατηρήσεις του. Δεν προσπάθησε να την παρηγορήσει (πόσο θα την απογοήτευε αυτό), μα να δώσει σε κάθε περίπτωση την σωστή οπτική.
«Και τι θα γίνει, αν κάποιος από τους δυό πάθει κακό εκεί στο βάθος της θάλασσας; Ήδη ο Κλεάνθης μου, ξέρει από χτύπος, ξέρει από την κακομοιριά της βουτιάς. Κι αν πάθει κάτι; Τι θα γενεί η οικογένεια; Τι θα απογίνω εγώ;», σταμάτησε απότομα την ερώτηση, λες και κατάλαβε το άσκοπο της.
Σκούπισε τα μάτια και προσπάθησε να ξαναβρεί την χαμένη ψυχραιμία της. Ο κυρ Σκεύος την άκουγε αμίλητος. Δεν προσπάθησε να την διακόψει, δε προσπάθησε να της ωραιοποιήσει την κατάσταση, δεν θέλησε να την αποπλανήσει με τους ηρωισμούς των «μηχανικών» και την ομορφιά της θάλασσας. Απλά την άκουσε και κάπου – κάπου, κουνούσε το κεφάλι, λες και συμφωνούσε με τον πόνο της.
Αυτό την ανακούφισε. Αυτό της καθάρισε το μυαλό και τη ψυχή.
«Λεν πως οι σφουγγαράδες βρίσκονται στον παράδεισο σαν βουτάνε στα νερά της Μπαρμπαριάς. Λεν πως η ζωή τους όλη είναι το σφουγγάρι…»
«Μπορεί… αφού έτσι λένε!»
«… λεν πως ο πνιγμένος, με χαμόγελο φεύγει…»
«Μπορεί…»
«… λεν πως ξαναγεννιέται… κάπου αλλού , σε κάποιο άλλο κόσμο… και είναι πάντα ευτυχισμένος…»
«Μπορεί… το πιστεύεις;»
«Δεν ξέρω… αλλά γιατί να μην το πιστέψω; Ποιος αφήνει οικογένεια και παιδιά και γονείς και αδέρφια… αν δεν ήταν ερωτευμένος με τη θάλασσα; Δεν είναι μόνο τα λεφτά… δεν πρέπει να είναι μόνο τα λεφτά… είναι αυτό το κάτι άλλο που ξεχωρίζει τους άντρες … έτσι δεν είναι;»
Πρώτη φορά που ο «Μισός», ήταν τόσο απόλυτος στα λόγια του και τη στάση του.
«Ναι, έτσι είναι! Σου το λέω υπεύθυνα αυτό! Δεν είναι τα λεφτά μόνο. Είναι όπως είπες η αγάπη, ο έρωτας, η αντρειοσύνη, ο εγωισμός, η περηφάνια. Όλα αυτά τέλος πάντων που ξεχωρίζουν το αρσενικό. Σκέψου τον Κλεάνθη, σακάτης και συγχώραμε που το λέω έτσι ωμά, ξεκίνησε για βουτιές… Γιατί; Τα λεφτά του έλειπαν; Όχι βέβαια! Ήθελε τη ζωή του πίσω, αυτή τη ζωή που του στέρησε η θάλασσα…»
«Ναι, τη ζωή του πίσω ήθελε…»
Σηκώθηκε απότομα και άφησε μόνο τον κυρ Σκεύο, ξεχνώντας να τον χαιρετίσει κιόλας. Πήγε στη κουζίνα της, κάτω από το ικετευτικό βλέμμα του Μέμου, που δεν τα κατάφερνε πια με τους πελάτες μόνος του. Έπιασε το μπρίκι, έφτιαξε κάποιους καφέδες, με τον μοναδικό της τρόπο στο καϊμάκι, τηγάνισε κάποιες μαριδούλες και γέμισε εκ νέου το τσίπουρο. Αν κάποιος την ρώταγε τι έκανε, μπορεί και να μην ήξερε, αφού τα χέρια της δούλευαν μηχανικά … το μυαλό της ταξίδευαν μαζί με τον Κλεάνθη, στις θάλασσες και τους βυθούς. Αν δεν ήταν αδερφή του κάποιος θα μπορούσε να πει…

«Κότσινη κλαστή βαμμένη στην ανέμη ν’ τυλιγμένη
δος της κλώτσο, μπάτσο ν’ αρσινήσει
τη γ’ καλή μ’ μας συντροφσά α τη γκαλησπερίσει»
Είχε το ένα παιδί στο αριστερό της χέρι και το άλλο μισοκαθισμένο σε ένα πρόχειρο καρεκλάκι φτιαγμένο από τον Σέμο, με κουβερτούλα από κάτω, για να μπορεί να τα ταΐζει. Κάθε που προσπαθούσε να τα ταΐσει, όλο και κάποιο παραμύθι τους έλεγε, λες και μπορούσαν να καταλάβουν. Όμως ηρεμούσαν και έτρωγαν όλο τους το φαί. Έτσι και σήμερα! Η Νικολέτα ήξερε να τα κουμαντάρει και τα δυό, χωρίς να κουράζεται ιδιαίτερα και ας, τις τελευταίες μέρες, δεν είχε βοήθεια. Ο Σέμος έλειπε στη δουλειά κι εκείνη προσπαθούσε να «χωνέψει» το τελεσίγραφό του, ότι θα έφευγε στο σφουγγάρι. Όσο κι αν προσπάθησε να τον μεταπείσει, στάθηκε αδύνατο να του γυρίσει το κεφάλι. Με τις μέρες, υποτάχτηκε κι εκείνη στη θέλησή του, στην επιθυμία του. Και τα πεθερικά της προσπάθησαν και οι φίλοι, αλλά όσο του μίλαγαν, λες κι αυτός πείσμωνε ακόμη περισσότερο. Το μόνο που της είχε πια απομείνει να της περνάει ο πόνος, ήταν αυτά τα δυό μικρά που σχεδόν όλη μέρα κοιμούνταν ή έκλαιγαν. Έκανε το σταυρό της:
«Ταλοιπονί, μια φορά κι ένα τζαιρό, ήτο ένας έρος και μια γιρζά. Ηζούσασι καταμόνασοι τους φτωσικά μμε γπμένα και μήτε παιτζά, μήτε συλλιά που λέει ο λαός…»
Το χτύπημα στην πόρτα την έκοψε από το παραμύθι που είχε αρχίσει να λέει. Ακούμπησε και το άλλο παιδί στο δικό του καθισματάκι και σηκώθηκε ν’ ανοίξει την πόρτα. Έπιασε τη μέση της, τώρα τελευταία την πονούσε και τράβηξε τον σύρτη. Στο άνοιγμα έκανε την εμφάνισή της η Υπαπαντή. Είχε τα μαλλιά τραβηγμένα πίσω και καλοχτενισμένα, τα χείλη της κατακόκκινα και τα μάτια της, λες και είχαν μεγαλώσει, αστραποβολούσαν. Παραξενεύτηκε, δεν είχε συνηθίσει στις επισκέψεις της και έκανε πίσω να της αφήσει χώρο να μπει. Η νεαρή μαθήτρια καλημέρισε όλο χαρά.
«Έλα πέρασε Παπαντή μου, έλα να πιούμε καφεδάκι. Κι εγώ μόνη μου είμαι, παρέα θέλω… να μόλις τελειώσω με το τάϊσμα των παιδιών, θα μου έκανε χαρά μεγάλη να τα πούμε. Ε συμβαίνει τίποτις έτσι;»
«Όχι βρε Νικολέτα ε συμβαίνει τίποτις…», της απάντησε, «… να σε δω ήθελα λίγο. Να δω εσένα και τα μικρά σου, τα διαβολάκια σου μαθές. Να βοηθήσω σε κάτι;»
«Όχι, τι να βοηθήσεις; Α, αν θέλεις… κάμε τους καφέδες εσύ. Μη τους πιούμε μεσημεριάτικα…», της είπε και βρήκε το κουράγιο να της χαμογελάσει.
Η κοπέλα πήγε στην κουζίνα και έβαλε φωτιά στη γκαζιέρα, ετοίμασε το μπρίκι και περίμενε να φουσκώσει ο καφές, όπως κάποτε της είχε δείξει στο καφενείο ο Κλεάνθης.
«Ο Σέμος καλά;», φώναξε για να ακουστεί. Ρητορική η ερώτηση αφού αν κάτι κακό είχε συμβεί όλο το νησί θα το ήξερε.
«Ναι, καλά είναι, όσο καλά δηλαδή μπορεί να είναι… έμαθες βέβαια τα καθέκαστα. Θέλει να πάει στο σφουγγάρι, να γίνει κι αυτός «μηχανικός», να βγάλει λεφτά …»
«Ναι, το άκουσα. Αλλά τι να πεις; Έτσι είναι οι άντρες. Άμα τους μπει κάτι στο μυαλό… άντε να τους το βγάλεις. Παιδιά είναι, λίγο ψηλά στο μπόι, αλλά παιδιά. Αυτό θέλω, αυτό θα κάνω! Μήπως ακούνε τη λογική; Να και ο δικός μου…», έκοψε απότομα την φράση της, παρακαλώντας αυτό το τελευταίο να μην είχε ακουστεί.
Η Νικολέτα βέβαια το είχε ακούσει, χαμογέλασε, αλλά δεν είπε τίποτα. Προσπάθησε να δώσει μια ακόμα μπουκιά στα παιδιά. Ήξερε ότι η Υπαπαντή δεν είχε έρθει απλά γιατί την είχε επιθυμήσει. Με υπομονή θα της έλεγε μόνη της ότι ήθελε να της πει.
Η κοπέλα εμφανίστηκε στο δωμάτιο με ένα δίσκο που πάνω τους άχνιζε ο καφές από δυό φλιτζάνια, ευωδιάζοντας ολόκληρο τον χώρο.
«Μμμμ, ωραία μυρίζει! Ότι πρέπει είναι ένα καφεδάκι τώρα ε;», της είπε η Νικολέτα.
Η Υπαπαντή άφησε το δίσκο στο τραπέζι και έσκυψε πάνω από τα δυό μωρά, που, ευτυχισμένα τώρα, με τις κοιλίτσες τους πρησμένες είχαν πέσει σε λήθαργο.
«Λοιπόν; Τι νέα; Οι γονείς σου καλά;», άρχισε τις τυπικές ερωτήσεις η Νικολέτα.
«Ναι, καλά είναι, αν και ξέρεις τους μεγάλους ανθρώπους, όλο και κάπου θα πονάνε, όλο και κάτι θα βρίσκουν για να γκρινιάξουν. Και η αλήθεια είναι ότι αυτή η μάνα μου ώρες – ώρες … δεν αντέχεται! Οι δικοί σου;»
«Καλά, καλά, δόξα τω Θεώ. Και η Καλοτίνα και ο Μέμος… για τον Κλεάνθη, δεν ξέρω, δεν έχουμε γράμμα, αλλά νομίζω ότι καλά θα είναι. Αν και κάτι μου λέει, ότι εσύ ξέρεις καλύτερα…»
Η Υπαπαντή γέλασε και το δωμάτιο φωτίστηκε από την χαρά του προσώπου της. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και ξαναγέλασε με ένα αυθόρμητο γέλιο που θύμιζε γάργαρο νερό.
«Εχθές…», είπε, «… ήρθε το λιμπέρτο του καπετάν Άτσα και έφερε νέα. Ξαφνικά φάνηκε στο σπίτι το «Εγγλεζάκι» του κυρ Μπουνά που είναι μουτσάκι στο λιμπέρτο και μου χτύπαγε την πόρτα. Έπιασε πόστα να λείπουν οι γονείς μου και περίμενε πάνω από μια ώρα, ο Θεός να το ‘χει καλά το παιί, να μου δώκει αυτή την επιστολή, το γράμμα του Κλεάνθη…», άνοιξε το μικρό της τσαντάκι και έβγαλε ένα φάκελο από μέσα με το χαρακτηριστικό άσπρο – μπλε χρώμα γύρω – γύρω. «Είναι τα γράμματά του … να δες. Είναι από τον Κλεάνθη…»
«Μάλιστα. Να το λοιπό που γράφει σε σένα και όχι στους δικούς του…», είπε επίτηδες η Νικολέτα, «… ούτε στα αέρφια του, ούτε στους γονείς του»
Η Υπαπαντή έδειξε να σκοτεινιάζει λίγο, αλλά η χαρά της ήταν τέτοια που δεν μπορούσε αυτή η σκοτεινιά να κρατήσει για πολύ. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και με χαρά:
«Δεν είναι σημαντικό που μου έστειλε γράμμα; Με σκέφτεται Νικολέτα μου, όπως τον σκέφτομαι κι εγώ κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό…. Μου λείπει ο αδερφός σου. Και ξέρω ότι εσύ μπορείς να με καταλάβεις…»
Η Νικολέτα λόγω της «επαναστατικής» της συμπεριφοράς στο θέμα με τον Σέμο, είχε γίνει η παρηγοριά της. Ήταν και αδερφή του «καλού» της και όποτε της μιλούσε για τον Κλεάνθη, κατά κάποιο τρόπο, ήταν σαν να μιλούσε και σ’ αυτόν. Φίλησε με χαρά το γράμμα, λες και μόλις το είχε λάβει.
«Φεύγει σε δυό μέρες το λιμπέρτο και πρέπει να του απαντήσω. Δεν ξέρω τι να γράψω, δεν ξέρω ίνατα να του πω. Θέλω να του πω ότι μου λείπει, αλλά φοβάμαι μη τον στεναχωρήσω. Θέλω να του πω να γυρίσει γρήγορα, να τον δω, να του μιλήσω από κοντά, αλλά φοβάμαι μη κάνω την χαζομάρα και τον πάρει από κάτω. Βέβαια θέλω κι άλλα να του πω…»
«Ότι τον αγαπάς;»
Η Υπαπαντή, σταμάτησε απότομα. Τα μάτια της ήταν ακόμα φωτισμένα, αλλά η ερώτηση της Νικολέτας την έκαναν να σκεφτεί ακριβώς αυτό. Τουλάχιστον αυτό νόμισε η αδερφή του «καλού» της.
«Όχι αυτό… αυτό πρέπει να το ξέρει. Άλλο είναι που με απασχολεί, άλλο είναι που πρέπει να του πω, ή πιο σωστά σε άλλο είναι που πρέπει να του απαντήσω…».
Έδωσε το γράμμα στην έκπληκτη πλέον Νικολέτα. Της έδειξε με το δάχτυλο που να διαβάσει.
«… γι αυτό αγαπημένη μου, μόλις γυρίσω Οχτώβρη μήνα βάλε, έλεγα να ‘ρθω από τους δικούς σου. Να σε ζητήσω, να σε κάμω γυναίκα μου, αν είναι αυτή και η δική σου επιθυμία…»
Η Νικολέτα δεν μπόρεσε, δεν ήθελε να διαβάσει παρακάτω. Το σοκ ήταν αρκετά έντονο για να αντιμετωπίσει τώρα την παρουσία της άλλης. Τι να πει; Τι να υποθέσει ότι έπρεπε να κάνει η κοπέλα απέναντί της; Κούνησε το κεφάλι και ένοιωσε χαρά αλλά και ένα σφίξιμο ταυτόχρονα στο στήθος. Ο αδερφός της την αιφνιδίαζε. Για άλλη μια φορά, ακολουθούσε την καρδιά του και μόνο την καρδιά του. Έδωσε το γράμμα πίσω και κοίταξε την κοπέλα στα μάτια.
«Τι θα πουν οι άλλοι;», σκέφτηκε με τρόμο, «Τι θα πουν οι γονείς της κοπέλας; Τι θα πει η αδερφή της;». Σηκώθηκε και με την πρόφαση ότι θα έβαζε τα μωρά στην κούνια τους, προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, να σκεφτεί, να αποφασίσει. Έτσι κι αλλιώς ο αδερφός της δεν ήταν κανένα μικρό παιδί, όπως ο Σέμος όταν την ζήτησε. Δεν ήταν άπειρος ή χωρίς δουλειά, δεν ήταν δέσμιος κανενός, ούτε της οικογένειάς τους. Ωραίος άντρας, θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια καλή ζωή σε κάποια γυναίκα, γιατί λοιπόν αυτή να μην ήταν η Υπαπαντή; Ποια θα μπορούσε να ήταν καλύτερη; Λίγο μικρή βέβαια, αλλά γερό κορίτσι και έδειχνε να τον αγαπάει.
«Ναι…», είπε απότομα και δυνατά. «Ναι, να του πεις και μάλιστα όσο πιο γλυκά και καθάρια μπορείς. Αν τον θέλεις, πες του ναι. Το θέμα είναι … τον θέλεις;»
Η Υπαπαντή είχε ξεσπάσει σε κλάματα. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, μούσκευαν τα μάγουλα, τον λαιμό και το στήθος της. Αγκάλιασε την Νικολέτα:
«Ναι, τον θέλω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Έχω τρελαθεί γι αυτόν. Όλο μου το «είναι», τον θέλει. Να είναι για πάντα δίπλα μου, για πάντα δικός μου…. ο άντρας μου, ο κύρης μου, ο… λεβέντης μου!»
Η Νικολέτα την έσφιξε στην αγκαλιά της και έκλαψε μαζί της. Την φίλησε στο κεφάλι και την χάιδεψε. Το νερό κι εδώ, είχε μπει στο αυλάκι, όπως έλεγε και ο κυρ Δημητρός!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου