ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Σκοτείνιαζε πια νωρίτερα και η μελαγχολία του χειμώνα, απλωνόταν στις καρδιές των ανθρώπων. Τα καφενεία έσφυζαν από ανθρώπους που έψαχναν παρέα, από καπνούς και τραγούδια για τη θάλασσα και τους έρωτες. Τα ασθενικά φώτα της ηλεκτρικής εταιρίας δεν κατάφερναν να χαρίσουν στους δρόμους μεγαλύτερη ορατότητα από μερικά μέτρα. Και ο αέρας γκρίνιαζε κάθε μέρα ανάμεσα από τα βράχια, τα σπίτια και τις καρδιές τους. Έκανε κρύο!
«Κοίτα να δεις ίντα χειμώνα θα έχουμε φέτο…», είπε ο κυρ Νικόλας ο Κουκουβάς, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Το χαρακτηριστικό τρίξιμο του ξύλου στη σόμπα στη μέση του καφενείου τον υποδέχτηκε. Έτριψε τα χέρια του να τα ζεστάνει, τα χουχούλιασε και κάθισε κοντά στο μικρό παράθυρο που έβλεπε στην αυλή. Τα μαζεμένα σε μια γωνιά τραπεζάκια, σκεπασμένα με ένα πρασινωπό μουσαμά, οι ξεκοιλιασμένες καρέκλες και οι γυμνές μουριές, σε έκαναν να νοιώθεις μόνος και… κρύος. Τα μαζεμένα σε μια άκρη κίτρινα φύλλα των δέντρων μύριζαν σαπίλα.
Ο Κλεάνθης πήγε κοντά του με ένα μεγάλο χαμόγελο στο στόμα.
«Καφεδάκι κυρ Νικόλα ή να φέρω κάτι πιο δυνατό; Ένα κονιακάκι ας πούμε;»
«Να έχεις την ευχή μου, παιδί μου… φέρε κι από τα δύο. Έτσι να συνέλθουμε λιγάκι. Φοβάμαι ότι γέρασα πλιο, άρχισα, βλέπεις, να κρυώνω», χουχούλιασε ξανά τις παλάμες του. Απόδειξη για τα … γεράματα που έλεγε… ήταν τα παπούτσια που φορούσε. Από τις λίγες φορές, αν εξαιρέσει κανείς τις γιορτές και τις επίσημες στιγμές, όπως ένας γάμος ας πούμε, που ο κυρ Νικόλας φορούσε παπούτσια.
Ο Κλεάνθης του έφερε πρώτα το κονιάκ να ζεσταθεί και μετά έναν ωραίο καφέ με παχύ – παχύ καϊμάκι. Ο Κουκουβάς ήπιε την πρώτη ρουφηξιά με δυνατό ρούφηγμα και την καταχάρηκε. Το μικρό ποτήρι με το αλκοόλ, το κατέβασε μονομιάς και σκούπισε το μουστάκι του με την ανάποδη της παλάμης του. Άναψε τσιγάρο και βγάζοντας την τραγιάσκα του, έξυσε το πάνω μέρος του κεφαλιού του:
«Λοιπόν, ίντα με θες Κλεανθιό; Τι θες να κουβαλήσω; Ή μήπως ξέρω; Ε;», ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο.
«Πολλά καταλαβαίνεις κυρ Νικόλα. Αυτό ακριβώς ήθελα να σου ζητήσω. Θέλω να πας τα δώρα στο σπίτι της Υπαπαντής. Θέλω στις είκοσι τούτου του μήνα να πάνε. Ε… καιρός να το ζητήσω το κορίτσι από τον πατέρα της. Τα έχουμε συζητήσει και είμαστε σε όλα σύμφωνοι. Τα τυπικά κατά το έθιμο μένουν τώρα…»
«Καλό κορίτσι η Παπαντή. Και καλή οικογένεια μαθές. Μπράβο σας παιδιά μου… άντε και με την ευκή μου το λοιπό»
«Ευχαριστώ… να ‘σαι καλά. Μια κοπέλα μου πέφτει κι εμένα… και όμορφη και καλή…»
«Και όμορφη και καλή…», συμφώνησε ο συνομιλητής του. «Άντε ντε, φέρε μαθές και το δεύτερο κονιακάκι … να το βρέξουμε, να το γιορτάσουμε…»
Ο Μέμος έβγαζε όλη τη δουλειά του μαγαζιού, αφήνοντας τον Κλεάνθη να κάνει … ας πούμε τις δημόσιες σχέσεις! «Έχει και τα παντρολογήματά του τώρα…» σκεφτόταν συνέχεια, «… που μυαλό για καφέδες και ούζα». Ευτυχώς που η Καλοτίνα τον βοηθούσε και έτσι η δουλειά φαινόταν πιο πολύ σαν διασκέδαση παρά σαν αγγαρεία όπως τις πρώτες μέρες. Ανακάλυψε ακόμα με την δουλειά, ότι το παλιό του πάθος, το ψάρεμα δηλαδή με τους φίλους, δεν του έλειπε. Όχι τον χειμώνα τουλάχιστον.
Η Καλοτίνα τώρα με την επιστροφή του Κλεάνθη είχε κάπως ξαναβρεί τους παλιούς της ρυθμούς, όπως κι όλοι άλλωστε, αν και αυτή η μελαγχολία των μοναχικών της νιάτων που σχεδόν είχαν περάσει, διακρινόταν αρκετά έντονη στο πρόσωπο και τις καινούργιες μικρές ρυτίδες στο μέτωπο και τον λαιμό. Βοηθούσε στο καφενείο, βοηθούσε την αδερφή της με τα μικρά, βοηθούσε και στο σπίτι την Κυράννα, σε σημείο που δεν έφτανε ο χρόνος να σκεφτεί. Και αυτό ήταν που επιζητούσε. Κάπου – κάπου, επισκεπτόταν και τις παιδικές φίλες της συγχωρεμένης της παλιάς της, δυό αδερφές που ζούσαν μόνες, μακριά, στο δρόμο προς το χωριό και έκανε και κάποιες δουλειές κι εκεί, μαγείρευε και προσπαθούσε να τους κρατήσει και λίγη παρέα. Είχαν περάσει τα ογδόντα χρόνια της ζωής τους και το σπίτι τους δεν ήταν και το πιο περιποιημένο και καθαρό στο νησί, η δε Καλοτίνα, ήταν και ο σύνδεσμός τους με την … ζωή!
Οι δυό γιαγιάδες είχαν και δυό κατσίκες που, μάλιστα, είχαν γεννήσει μικρά κατσικάκια και η Καλοτίνα τα έπαιζε σχεδόν στα γόνατά της, σαν να ήταν μικρά παιδιά. Κι αυτά όλο έτρεχαν και βέλαζαν και την σκουντούσαν με κουτουλιές. Και γέμιζαν την καρδιά της χαρά. Και άδειαζαν το μυαλό της από τα παράπονά της.
Ήταν Πέμπτη ξημερώματα όταν το «Καραϊσκάκης» κατέβασε τους Παρασκευάδες στο νησί. Τον κύριο και την κυρία Παρασκευά δηλαδή, με τον γιό τους και την θυγατέρα τους. Καλύμνιοι που είχαν ξενιτευτεί στην Αμερική, επέστρεφαν τώρα στο τόπο τους (αν και η κυρία Παρασκευά ήταν Λεριά), που τον είχαν επιθυμήσει τόσο, πετυχημένοι, με τα πλούτη και την αλαζονεία του Ελληνοαμερικάνου. Κανείς δεν τους περίμενε, κανείς δεν ήξερε ότι ερχόντουσαν, έτσι κι αλλιώς, χειμωνιάτικα, το νησί δεν είχε πολλές επισκέψεις. Στο λιμάνι, βρήκαν τον Φίλη τον αχθοφόρο και φόρτωσαν τις βαλίτσες τους στο καρότσι, με προορισμό το μοναδικό ξενοδοχείο της Πόθιας, το «Ολύμπικ», στο έμπα της πλατείας.
Ο κύριος Παρασκευάς είχε περάσει τα εβδομήντα και κάπου εκεί κοντά πρέπει να ήταν η κυρία του και συνοδεύονταν από τον περίπου τριαντάχρονο γιό τους και την κατά τι μικρότερη κόρη τους. Γεματούλης κύριος, σε αντίθεση με την σχεδόν σκελετωμένη γυναίκα του, φορούσε ένα μαύρο παλτό και κάτω από αυτό ένα σκουρόχρωμο καρό κουστούμι με άσπρο πουκάμισο και την ανάλογη γραβάτα. Θα μπορούσε να ήταν και κάποιος εκπρόσωπος της κυβέρνησης ή βουλευτής ή υπουργός. Ο Φίλιας, καθώς πήγαιναν, τον ρώτησε ποιος είναι, ποιανού γιός είναι και τι έκανε στο νησί. Σαν του είπε ότι ήταν γιός του καπετάν Νικόλα του Παρασκευά του «Μαμούνι», το πρόσωπο του γερο αχθοφόρου φωτίστηκε από χαρά. Παλιός γνωστός του, ίσως και φίλος, είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια, ίσως και τριάντα – τριανταπέντε , όταν το νησί ήταν ακόμη υπό Ιταλική κατοχή, ένα χρόνο μετά την αναχώρηση του γιού του για την Αμερική μέσω Βεγγάζης και αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος της γυναίκας του δυό χρόνια νωρίτερα. Έκτοτε ο μικρός Γιώργης, (αυτός που τώρα όλοι τον αποκαλούσαν ΚΥΡΙΟ Παρασκευά), είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του.
Δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, ούτε κι όταν ο πατέρας του έκλεισε για πάντα τα μάτια, τότε γιατί δεν είχε τα λεφτά, τα ναύλα, κατόπιν γιατί δεν υπήρχε τίποτα να τον δένει με τον τόπο. Δούλεψε σκληρά ο κυρ Γιώργης εκεί, όπως όλοι οι Έλληνες της Αμερικής. Και φυσικά σήκωσε βάρη στο λιμάνι της Νέας Υόρκης και έπλυνε πιάτα και σκούπισε δρόμους και πούλησε εφημερίδες. Κάποια στιγμή φτιάχτηκε, βλέποντας το μέλλον των αυτοκινήτων. Έφτιαξε μια μικρή επιχείρηση που πούλαγε «κάρα», όπως τα έλεγαν οι ομοεθνείς του, αλλά και ανταλλακτικά βρίσκοντας τρακαρισμένα αυτοκίνητα που πέταγαν στην άκρη του δρόμου.
Κάποιοι λένε ότι είχε μπλεχτεί και με την πώληση μπύρας και ουίσκι, όταν είχε απαγορευτεί εκεί, (κακοήθειες θα πείτε!), ότι, τάχα, είχε μπλεχτεί με τον υπόκοσμο της πόλης, γι αυτό και οι πολλές φιλίες του με τους Ιταλούς και μέσα σε λίγα χρόνια ο κύριος Γιώργος, είχε γίνει κύριος Παρασκευάς. Σε κάποια συγκέντρωση Δωδεκανησίων της Νέας Υόρκης, γνώρισε και την Αμαλία, κόρη ενός Λεριού λαδέμπορου και την έκανε κι αυτή κυρία Παρασκευά. Δούλεψε και η κυρία Αμαλία, δούλεψε σκληρά, ήταν και η ίδια εργασιομανής, του έκανε και δυό παιδιά (για την ακρίβεια ένα παιδί και μια κόρη όπως επιμένουν να λένε στη Κάλυμνο) και βρέθηκε διευθύντρια τεσσάρων εστιατορίων πολυτελείας.
Κάθε βράδυ καθόταν το ζευγάρι και έβλεπε παλιές φωτογραφίες από την Ελλάδα. Υποσχέθηκαν λοιπόν μια μέρα να γυρίσουν πίσω έστω και για λίγο, με τα παιδιά τους που μιλούσαν σπαστά Ελληνικά, να θυμηθούν και να διδάξουν τι σημαίνει περηφάνια, ομορφιά και ελεύθερο πνεύμα. Ο Νικόλας ή Nick, ο μεγάλος του γιός, είχε πάρει το όνομα του παππού και το επαγγελματικό δαιμόνιο του πατέρα, την ομορφιά της γιαγιάς του και την κομψότητα της μάνας του. Από την άλλη η Αφροδίτη, το κορίτσι της οικογένειας Παρασκευά, είχε πάρει από την γιαγιά το όνομα και … την γκρίνια της Καλύμνου. Σε όλα τα άλλα, δεν έμοιαζε σε κανένα από τους γονείς. «Έχε χάρη βρε Αμαλία…. Μην ανακαλύψω τίποτα ύποπτο…» της είχε πει στη πλάκα μια φορά ο κυρ Γιώργης, αλλά τα μάτια του αστραποβολούσαν με μανία, αποκαλύπτοντας την δυνατότητα της απειλής.
Και με τα χρόνια, μεγάλωσαν οι δουλειές, μεγάλωσαν τα παιδιά και σχεδόν γέρασαν ο κυρ Γιώργης και η κυρά του. Στην Ελλάδα όμως δεν είχαν κατορθώσει να έρθουν, να σβήσουν τον καημό τους. «Το νησί μου βρε Αμαλία, το νησάκι μου να δω πριν κλείσω τα μάτια μου…», της έλεγε, «… να δουν και τα παιδιά την καταγωγή τους βρε Αμαλία». Και μελαγχολούσε, κλεινόταν στον εαυτό του και γέμιζε νεύρα. Έτσι λοιπόν, με πρωτοβουλία της γυναίκας, μπόρεσαν να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους σε μια σειρά και πήραν το αεροπλάνο για Ελλάδα. Και από κει, αν και χειμώνας, το καράβι για το νησί. «Αφού δεν μπορούμε Πάσχα, ας κάνουμε τουλάχιστον Χριστούγεννα εκεί…», του είπε σαν ξεκίνησαν.
Η θάλασσα τώρα, μετά από πολύ καιρό, ήταν ήρεμη και ο ήλιος κράταγε σε θερμοκρασία… περιπάτου την ατμόσφαιρα, κάνοντας το νερό να γυαλίζει και να αντανακλά τις ακτίνες του, δημιουργώντας μια παραμυθένια εικόνα. Μέχρι και ο Θεός ευλογούσε το ταξίδι της επιστροφής στα πάτρια εδάφη του κυρίου Παρασκευά.
«Να εδώ δεν είναι το ξενοδοχείο;», ρώτησε τον αχθοφόρο που με σκυφτό το κεφάλι και αργά βήματα τράβαγε το καρότσι του.
«Ναι…», του απάντησε, «… αυτή είναι η πίσω του πλευρά. Τώρα μόλις στρίψουμε θα δούμε την είσοδο. Έχει ωραία θέα, όλη την πλατεία και το τελωνείο».
«Μάλιστα, για να δούμε λοιπόν…»
Η μέρα ξημέρωσε και σε όλη σχεδόν την Πόθια, είχε διαδοθεί το νέο πως κάποιοι «Αμερικάνοι», είχαν έρθει. Όλοι ήταν περίεργοι να τους δουν και ιδιαίτερα κάποιοι γέροι που είχαν γνωρίσει τον «Μαμούνι» στα νιάτα τους. Χαρά θα τους έκανε να έβλεπαν τον γιό του και τα εγγόνια του.
Ο κυρ Δημητρός γύριζε από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Άναβε τσιγάρο, το κάπνιζε μισό και το πετούσε, άναβε άλλο, είχε γίνει λίγο περισσότερο γκρινιάρης από το κανονικό και όλο κάτι ζητούσε, ένα καφέ, ένα νερό κάτι τις.
«Άντε καμιά βόλτα βρε Χριστιανέ μου…», του είπε η Κυράννα, «… άντε πήγαινε να αδειάσεις το κεφάλι σου. Τι μου στέκεσαι μπάστακας εδώ πέρα πάνω από το κεφάλι μου;»
«Μπα, σου έγινα και μπάστακας τώρα;»
Φαινόταν ότι επιζητούσε να ξεσπάσει κάπου, να τα βάλει με κάποιον. Και ποιος ήταν κοντά του; Η γυναίκα του, σ’ αυτή λοιπόν αποφάσισε, υποσυνείδητα να ξεσπάσει. Τελευταία στιγμή όμως άκουσε τη συμβουλή της, βρίσκοντάς την σοφή. Πήρε λοιπόν το καπελάκι του, φόρεσε εκείνα τα μαύρα του γυαλιά και μια και δυο βρέθηκε στο δρόμο προς την πλατεία. Θα πέρναγε από το καφενείο του Κλεάνθη (είχε ξαναγίνει του Κλεάνθη τώρα), θα πέρναγε από την αγορά για κανένα ψαράκι ίσως και για αστακούς και κάποιον θα φόρτωνε να του τα πάει στο σπίτι. Πόσο λαχταρούσε καρπούζι, αλλά βλέπεις… «… ας όψεται ο χειμώνας», σκέφτηκε με μελαγχολία.
Το καφενείο είχε κόσμο να κάθεται έξω, στην αυλή, λόγω της απρόσμενης εκείνης λιακάδας και της ανόδου της θερμοκρασίας των τελευταίων ημερών. Είδε τον μεγάλο του γιό να μιλάει με κάποιους από τους θαμώνες και τον μικρό του, με ένα δίσκο στο χέρι να προσπαθεί να σερβίρει. Μετά από καιρό, χάρηκε σαν είδε αυτή την εικόνα. «Η οικογένειά μου…», μονολόγησε. Του άρεσε να είναι όλοι μαζί (ήξερε ότι μέσα στη κουζίνα θα ήταν και η μεγάλη του κόρη) και στενοχωριόταν σαν σκεφτόταν ότι στο τέλος, σε λίγο καιρό, ο καθένας θα έπαιρνε τον δρόμο του.
«Καλώς τον πατέρα», άκουσε τον Κλεάνθη να του λέει. «Έλα… κάτσε εδώ στον ήλιο να ζεσταθείς» και του πρόσφερε καρέκλα.
Ο κυρ Δημητρός αφού καλημέρισε κάθισε εκεί που του είπε και πρόσεξε ότι κάποιοι έπιναν αρκετά νωρίς ακόμα, τσίπουρα. Εκείνος παρακάλεσε τον Μέμο να του φτιάξει ένα καφεδάκι.
«Καμιά εφημερίδα δεν έχετε εδώ μαθές, είπε και γέλασε.
«Και εφημερίδα και απ’ όλα τα καλά πατέρα. Αλλά αν έχεις τον Κωνσταντή…», είπε ο Κλεάνθης δείχνοντας τον Κωνσταντή με τον «Μαρκούτσο» να έρχονται στην άκρη του δρόμου, «… τι την θες την εφημερίδα; Σε λίγο θα τα μάθεις όλα από πρώτο χέρι»
Και έτσι ήταν. Αυτοί οι δυό με το βαρέλι που τράβαγαν πίσω τους, γύρναγαν όλη τη Πόθια και μετάφεραν τις ειδήσεις από την μια μεριά στην άλλη. Και αν κάποιος τους κερνούσε και κανένα τσίπουρο, μπορούσε να ακούσει και ότι ειδήσεις ήθελε και μόνο καλές. Κι αν δεν υπήρχαν νέα, ε, τότε τα δημιουργούσαν εκείνοι. Κάτι σαν αρσενικές Τσουκαλαήνες δηλαδή.
«Να, κυρ Δημητρό ίντα κάμεις;», τον ρώτησαν με ένα στόμα και οι δυό σαν πλησίασαν. «Θα κεράσεις κανένα πιοτί που έχουμε μέρες να σε δούμε;»
Ο άντρας γέλασε και τους έκανε νόημα να καθίσουν αφού τους καλημέρισε. Κι έτσι κι έγινε. Άφησαν το βαρέλι με τα ροδάκια κοντά στην μια μουριά και έκατσαν σταυροπόδι σαν μεγάλοι και τρανοί.
«Τα ‘μαθες ότι ήρθε ο γιός του «Μαμούνι»;», ρώτησε απότομα ο Κωνσταντής. Ήπιε μια γουλιά από το τσίπουρο που του έφερε ο Μέμος και συνέχισε. «Εψές… ήρθε ο Αμερικάνος. Με την οικογένειά του, δυό παιδιά έχει και μια όμορφη γυναίκα. Να, εδώ στο «Ολύμπικ» μένουνε…»
«Σιγά βρε συ, που κακόχρονο να μην έχεις. Τι μου λες τώρα; Ποιος Αμερικάνος ήρθε; Και ποιο «Μαμούνι»; Για εξήγησε βρε…»
«Καλέ ο γιός του κυρ Νικόλα του Παρασκευά… του «Μαμούνι». Φίλος σου δεν ήτο μαθές; Για θυμήσου» και άρχισε να γελάει.
Και ο κυρ Δημητρός θυμήθηκε. Παιδιά ήταν όταν κάνανε παρέα. Ο Γιώργης βέβαια ήταν μικρότερος, αλλά στις «περιπέτειες» η ηλικία δεν μετράει. Βέβαια … ο Γιώργης ο γιός του γείτονά τους, του κυρ Νικόλα. Αναμνήσεις τον έπιασαν και αφέθηκε λίγο να κοιτά το κενό.
Και τι δεν θυμήθηκε! Την Άννα του παπά του Αγίου Βασιλείου, την Μαρία του φούρναρη στα Λυνάρια (δεν θυμόταν το όνομά του), τα νυχτερινά ταξίδια με την σάπια βάρκα του Αλεφαντάκη του ψαρά για καφέ και δέρματα στις ακτές της Τουρκιάς. Και μετά την Κυράννα και τις «πλάτες» που του έκανε ο Γιώργης για να την δει μερικά λεπτά το απόγευμα όταν εκείνη γύρναγε από το μικρό ραφτάδικο.
Θυμήθηκε εκείνο το απόγευμα που ο Γιώργης μπήκε στη φελούκα για Βεγγάζη· πόσο κρυφά κάτω από την μύτη των Ιταλών, χωρίς χαρτιά, χωρίς πολλά λεφτά! Και οι μόνοι που το ξέρανε ήταν αυτός και ο γερο Νικόλας, ο πατέρας του. Πώς τον έκρυψαν μέσα στα κασόνια με λίγο ψωμοτύρι και ένα φλασκί νερό. Και όταν η φελούκα σάλπαρε, θυμήθηκε τα δάκρυα στα μάτια του πατέρα του – πρώτη φορά είχε δει άντρα να κλαίει, ούτε στον διωγμό της Μικράς Ασίας – και τότε κατάλαβε ότι τον φίλο του δεν θα τον ξανάβλεπε. Ποτέ! Όπως και τον ίδιο δεν τον ξανάβλεπαν οι παιδικοί του φίλοι στο Μποντρούμ.
Και τον «Μαμούνι», που είπε: «μεγάλη χώρα η Αμέρικα…» και τότε κατάλαβε ότι ο Γιώργης δεν πήγαινε Βεγγάζη. Πήγαινε εκεί που οι άνθρωποι γυρνάνε ή πολύ πλούσιοι ή νεκροί.
Δάκρυσε στις θύμησες, στις εικόνες αυτές που ο νους, τις έφερε ολοζώντανες μπροστά του. Και χωρίς να καταλάβει πως, άρχισαν να έρχονται, ατίθασες και απείθαρχες διάφορες εικόνες από τα παιδικάτα του. Από το σπίτι τους στην Αλικαρνασσό, από τις σφαγές των Ελλήνων και τους διωγμούς – δεν μπορούσε να ξεχάσει ποτέ του την στιγμή που σχεδόν γυμνός βρέθηκε να τρέχει στους δρόμους προς την παραλία, μήπως και έβρισκε κάποιο βαρκάκι για σωτηρία – από εκείνο το κολύμπι που τελειωμό δεν είχε, το κρύο του νερού που του είχε παγώσει όλο το σώμα, τα χτήματα της οικογένειάς του, με τις σταφίδες και τις συκιές.
Αναστέναξε και σαν να ξύπνησε από λήθαργο, είδε μπροστά του το ηλίθιο χαμόγελο του Κωνσταντή που είχε αρχίσει να μεθάει από τα τσίπουρα.
«Βρε πανάθεμά σε, πόσα ήπιες μαθές; Την πεζούλα τη βλέπεις εκεί στο βάθος;».
Ποια πεζούλα και ποιο δρόμο να δει! Όλα στα μάτια του Κωνσταντή και του Θανάση του «Μαρκούτσου», ήταν ισοπεδωμένα σε ένα ολόλευκο φως που τους τύφλωνε. Και ο Κλεάνθης μαζί με τους υπόλοιπους θαμώνες γελούσαν με την καρδιά τους. Γέλασε και ο κυρ Δημητρός, όχι ότι του προκαλούσε γέλιο το θέαμα αυτό, αλλά πιο πολύ για να μη δείξει ότι βρισκόταν στο δικό του κόσμο. Είπε στον γιό του να φέρει άλλο ένα ποτήρι… τι ποτήρι, άλλο ένα καραφάκι με τσίπουρο. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να τους ρωτήσει τίποτα άλλο.
Κοίταξε το ρολόι του: «Μεσημέριασε σχεδόν, ώρα να πηγαίνω…», μουρμούρισε και άφησε όλους να γελούν με τους δυο τρελούς, χαιρέτισε τους γιούς του (αλήθεια την Καλοτίνα δεν την είχε δει) και σταυρώνοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη με σιγανό βήμα, έβαλε στόχο την πλατεία.
Πέρασε από το «Ολύμπικ» και ασυναίσθητα κοίταξε προς το πάνω μέρος του διώροφου ξενοδοχείου. Ήλπιζε ότι… «μπα…» σκέφτηκε, «… οι Αμερικάνοι ήρθαν ξημερώματα, καλομαθημένοι είναι θα κοιμούνται ακόμα…» και έκανε να προχωρήσει προς την αγορά. Με την άκρη του ματιού όμως είδε στα σκαλιά, μια αρκετά περιποιημένη φιγούρα και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. «Λες να είναι αυτός;», μονολόγησε. Αποφάσισε να πάει κοντά και γύρισε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, οι χτύποι της καρδιάς του είχαν αυξηθεί και η ανυπομονησία του, είχε κάνει τα πόδια να τρέμουν.
Έφτασε κοντά στα σκαλοπάτια και κοίταξε τον άντρα που συνομιλούσε με τον Ολυμπίτη (εξ ου και το όνομα του ξενοδοχείου), τον ιδιοκτήτη. Δείλιασε τελευταία στιγμή και έκανε να γυρίσει την πλάτη.
«Δημητρέ…», ακούστηκε από πίσω μια δυνατή και σταθερή φωνή. «Δημητρέ, εσύ είσαι;»
Σήκωσε το κεφάλι και τον είδε. Ο παλιός του φίλος με σάρκα και οστά, τον φώναζε όπως τότε, μπροστά του, μετά από τόσα χρόνια. Χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι.
Ο άντρας είχε κατέβει και τώρα τα μάτια βρίσκονταν στην ίδια ευθεία, να κοιτάζουν βαθιά μέσα στο μυαλό ο ένας του άλλου… «όπως τότε», σκέφτηκε.
«Τι χέρι μου δίνεις μωρέ Δημητρέ, έλα εδώ…» και χωρίς δεύτερη κουβέντα οι δυό φίλοι βρέθηκαν αγκαλιασμένοι μες τη μέση του δρόμου, κλαίγοντας και μονολογώντας ακατανόητα λόγια στον δικό τους κώδικα. Λες και έτσι θα μπορούσε ο ένας να αναγνώριζε τον άλλο. Πέρασε αρκετή ώρα που οι δυό άντρες έμειναν αγκαλιασμένοι, έτσι κι αλλιώς τώρα πια δεν μπορούσαν να πουν πολλά, με δακρυσμένα μάτια τι να πεις;
Η Κυράννα είχε τις φούριες της. Σήμερα είχαν τους «Αμερικάνους» τραπέζι και ήθελε όλα να είναι καλά. Θυμόταν τον Γιώργη « ή τον κύριο Παρασκευά», σκέφτηκε, θυμόταν και ότι έκανε εκείνος για την ίδια και τον Δημητρό της.
«Μαρή Καλοτίνα, στερέωσε πλιο το ρημάδι το παράθυρο, εν το ακούς που χτυπάει;», φώναξε με την φωνή, για πρώτη φορά, τόσο… ανανεωμένη.
«Καλά βρε μάνα, θα το πιάσω»
«Και να ντυθείς…, να δει τι ωραία παιδιά έχουμε κάνει με το φίλο του. Άντε μην έρθουν και είμαστε ακόμα έτσι… κακόμες98»
Η Καλοτίνα άκουσε τη ιστορία του κυρίου Παρασκευά από την μάνα της και την γνωριμία της μαζί του. Σαν παραμύθι της φάνηκε και μάλιστα ένα παραμύθι που τα είχε όλα, φιλία, ερωτικά, αναχώρηση και στο τέλος το ευτυχές τέλος της επανασύνδεσης. Χαμογέλασε και πήγε στο δωμάτιο, ώρα να φορέσει το φόρεμά της εκείνο με την δαντέλα στο λαιμό και τα μανίκια, να κάνει καλή εντύπωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου