Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
ΕΧΕΙ ΧΡΩΜΑ ΚΟΚΚΙΝΟ
ΘΥΜΑΣΑΙ ΓΙΩΡΓΟ;
«Ναι…», είπε όσο πιο απότομα και με φανερή ενόχληση μπορούσε.
«Έλα … Γιώργο… εσύ είσαι; Έλα ρε… Τέλης εδώ…»
Μάλιστα … σκέφτηκε ακούγοντας την φωνή του ξαδέρφου του, … αυτός μας έλειπε τώρα. Πρωί – πρωί… τι να θέλει;
«Έλα ρε… τι θέλεις τέτοια ώρα; Στον ύπνο σου με έβλεπες; Ούτε καφέ δεν έχω πιεί ακόμα…»
«Μωρέ άσε τους καφέδες και τα κουλουράκια, πλύσου καλά μήπως και ξυπνήσεις καμιά φορά και έλα στη «Βιολέτα». Σε θέλω… να σου πω. Σπουδαία νέα βρε…»
«Τι έγινε; Πες μου. Και γρήγορα αν θέλεις το καλό σου…»
«Μπα… αρχίσαμε απειλές; Κοιτάτε ρε έναν νταή… Άντε ντύσου που σου λέω και έλα. Θα σε περιμένω … όσο πιο γρήγορα μπορείς. Άντε – άντε υπναρά»
«Καλά, θα έρθω. Αλλά για να σου πω και κάτι άλλο… βγάλε την απόκρυψη από το βρωμοκινητό σου. Γιατί αν έβλεπα ότι ήσουν εσύ… δεν θα το σήκωνα…»
«Και θα έχανες την ευκαιρία … άσε θα σου πω…» και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Γιώργος χαμογέλασε ανόρεχτα και κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει εννιά η ώρα. Λογικό να τον λέει τεμπέλη ο ξάδερφός του. Πήγε στην κουζίνα και έβαλε την καφετιέρα που του είχε φέρει η Δώρα από την Νέα Υόρκη, στη πρίζα. Τώρα τελευταία είχε εθιστεί στον ελαφρύ καφέ και ο «Ελληνικός» ή το φραπεδάκι που έπινε παλιά, τον ενοχλούσαν στο στομάχι. Προχώρησε προς τη μεριά του δωματίου της μητέρας του και διαπίστωσε ότι η γυναίκα είχε ήδη σηκωθεί και έλειπε από το σπίτι.
Τι μέρα είναι σήμερα;, αναρωτήθηκε φωναχτά. Χμ… Σάββατο, εμ, βέβαια… σήμερα έχει λαϊκή και η κυρά Μαρία αξημέρωτα θα έφυγε.
Χαμογέλασε στην εικόνα της μάνας του να σέρνει το καρότσι στις ανηφοριές της Κυψέλης, χασμουρήθηκε, τέντωσε τα χέρια προς τον ουρανό να νοιώσει τους μυς του και έξυσε με μανία το κεφάλι, που ξαφνικά τον «έτρωγε» επίμονα.
Ένα από τα ωραία αυτού του σπιτιού (το είχε αγοράσει ο συγχωρεμένος ο πατέρας του πριν καμιά εικοσαριά χρόνια), ήταν ότι είχε δυό μπάνια και μάλιστα ευρύχωρα. Ειδικά το κυρίως μπάνιο, είχε διαστάσεις μιας μικρής γκαρσονιέρας, όπως του άρεσε να λέει. Κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη και ευχαριστήθηκε με τον άντρα που τον είδε να κοιτάζει. Μελαχρινός με μεγάλα αεικίνητα, μαύρα μάτια που αντανακλούσαν την εξυπνάδα του ανδρός, σχεδόν μακριά μαλλιά και στόμα γεμάτο με ίσια άσπρα δόντια, συνέθεταν την εικόνα του, εκείνη την εικόνα που τον έκανε συμπαθή στους επαγγελματικούς του κύκλους, αλλά και ακαταμάχητο στο γυναικείο φύλλο.
Έκανε ένα γρήγορο ντους, να φύγει ο βραδινός ιδρώτας από το κορμί του και άφησε το νερό σχεδόν κρύο, να ρέει με δύναμη πάνω στο κεφάλι, στηριγμένος στα μεγάλα γκρίζα πλακάκια του μπάνιου. Ας περιμένει ο Τέλης… δεν πάει στο Διάολο … για κάποια χαζομάρα θα με θέλει πάλι. Ελπίζω να μην είναι θέμα γυναίκας…, σκέφτηκε τρίβοντας τα μάτια που τον έκαιγαν από το σαπούνι. Αλλά πάλι … για ποια ευκαιρία μιλούσε ο βλαμμένος; Κοίτα να δεις που μου κέντρισε το ενδιαφέρον…
Σε μισή ώρα είχε μπει στο αυτοκίνητο και ανόρεχτα, ρίχνοντας κι ένα μακρόσυρτο χασμουρητό, γύρισε το κλειδί στη μίζα. Το παλιό Datsun, βρυχήθηκε και κάνοντας έναν παράξενο θόρυβο, ξεκίνησε. Τι ήταν αυτός ο ήχος πάλι, αναρωτήθηκε, … αυτό το αυτοκίνητο κάθε μέρα και μια έκπληξη… κάθε μέρα και ένα καινούργιο θόρυβο… Μου φαίνεται κυρά «Μαρμάρω», ήρθε η ώρα σου. Λίγα είναι τα ψωμιά σου…
Πάρκαρε κοντά στη Φωκίωνος Νέγρη, προς την μεριά της πλατείας Κυψέλης και κατέβηκε με τα πόδια προς την «Βιολέτα». Δεν διακινδύνεψε να βρει πιο χαμηλά χώρο, μακάριζε μάλιστα την τύχη του που είχε βρει κι αυτόν εκεί, αφού είναι γνωστό ότι στην Κυψέλη, πιο εύκολα μπορείς να κερδίσεις το λαχείο ή το λόττο παρά να βρεις χώρο να παρκάρεις.
Ο Τέλης καθόταν ήδη σε ένα τραπεζάκι και απολάμβανε τον καφέ του και το τσιγαράκι του. Σταυροπόδι και τσιγάρο στο χέρι, κουστούμι που πρέπει να είχε λερωθεί από την χθεσινοβραδινή κραιπάλη, χωρίς γραβάτα και κόκκινα μάτια ήταν η εικόνα που διεκδικούσε το βραβείο του σύγχρονου νεοέλληνα της τρίτης δεκαετίας της ζωής του. Κάθε τόσο χτένιζε με τα δάχτυλα τα κοντοκομμένα του μαλλιά με τα απομεινάρια του ζελέ που σε τούφες – τούφες τα κρατούσε γυαλιστερά και σκληρά. Είδε τον Γιώργο που κατέβαινε και χαμογέλασε την ώρα που σηκωνόταν να τον χαιρετίσει.
«Τι είναι ρε; Γιατί τέτοια βιασύνη; Τι έγινε;»
«Πες μωρέ καμιά καλημέρα πρώτα, δεν θα πάθει τίποτα το στόμα σου. Άντε παράγγειλε καφέ να πιείς…»
«Κι άλλον; Τέλος πάντων… ένα Ελληνικό θα πάρω. Λοιπόν… καλημέρα και λέγε γρήγορα τι θες γιατί δεν θα περάσω όλο Σάββατό μου εδώ μαζί σου. Άντε λοιπόν…»
«Τι να σου πω ρε; Δεν έχεις καταλάβει ακόμα; Κρίμα και σε νόμιζα έξυπνο…»
«Τώρα έγινες και … πώς να το πω… ψυχολόγος; Λέγε μωρέ…»
«Καλά ντε, κάνε κράτει να πιείς τον καφέ σου πρώτα. Ήρεμα…. Είσαι και σε κάποια ηλικία που πρέπει να … σου λέμε τα σπουδαία πράγματα σιγά – σιγά…», γέλασε λες και αυτό που είπε ήταν μεγάλη εξυπνάδα.
«Βρε άει στον Διάολο που με γέρασες κιόλας. Μη ξεχνάς ότι είμαι ένα χρόνο μικρότερος από σένα…»
Ο σερβιτόρος έφερε τον καφέ και ο Γιώργος έψαξε τις τσέπες του μπουφάν του για τσιγάρα. Άναψε ένα, τράβηξε και μια βαθιά ρουφηξιά από το χοντρό φλιτζάνι μπροστά του και βολεύτηκε καλά στην καρέκλα του. Οι κοπέλες στο μπροστινό τραπέζι, τον κοίταξαν με νόημα χασκογελώντας και κάτι είπαν μεταξύ τους.
«Λοιπόν; Ακούω…»
«Μάλιστα κύριε Πανόπουλε, θα σας πούμε…», απάντησε ο ξάδερφός του με ειρωνεία. «Λοιπόν…», τώρα είχε πάρει το σοβαρό του ύφος, «… πρωί – πρωί, με πήρε τηλέφωνο η κυρία Λιβάνη…»
«Λιβάνη; Ποια είναι αυτή ρε;»
«Δεν είναι γκόμενα… μη φοβάσαι. Είναι η γραμματέας του υπουργού…»
«Ποιού υπουργού;»
«Του υπουργού πολιτισμού ρε. Καλά η μνήμη σου … είναι για τα μπάζα. Δεν θυμάσαι τίποτα;»
«Καλά σήμερα είναι Σάββατο… δουλεύει και Σαββατιάτικα αυτή; Και εννιά πήρες εμένα, αυτή δηλαδή τι ώρα σου τηλεφώνησε; Αξημέρωτα;»
«Βλέπεις υπάρχουν κάποιες … κυρίες που συμπαθούν τον ξάδερφό σου. Γιατί εχθές το βράδυ… δεν ήξερε να μου πει … και όταν πηγαίνεις στα μπουζούκια … δεν σου έρχονται τέτοιες συζητήσεις…»
«Ρε κέρατο, μαζί της ήσουν; Μα… εσύ δεν είπες ότι είναι κυρία… δηλαδή υπάρχει σύζυγος… έτσι δεν είναι;»
«Ναι, υπάρχει… ε, και; Τι μ’ αυτό; Αυτός είναι στρατιωτικός και μάλιστα έχει μια καλή θέση στο ΝΑΤΟ, όλο λείπει… και ξέρεις τι λένε για τους στρατιωτικούς, η μάλλον για τις γυναίκες τους…», πήρε μια τζούρα από το τσιγάρο του και έβηξε καθώς το γέλιο τον έπνιξε.
«Α, να χαθείς αλήτη. Τέλος πάντων … τι είναι αυτό που θέλεις να μου πεις; Το… τόσο σημαντικό; Αυτό που ανήγγειλε η κυρία αυτή… πως την λένε…»
«Η κυρία Λιβάνη…»
«Ναι, αυτή … ωραία κυρία… τα λιβάνια της λείπανε…»
«Λοιπόν, αυτή η κυρία με πληροφόρησε …», συνέχισε ο Τέλης, «… πως η αίτησή σου, ή αν θέλεις καλύτερα… η αίτησή μας, έγινε δεκτή από τον υπουργό και μπορείς να είσαι από τον επόμενο μήνα μέλος της Αμερικανικής αρχαιολογικής αποστολής. Δηλαδή μπορούμε και οι δυό να είμαστε… Δεν σε βλέπω ιδιαίτερα χαρούμενο…. Τι έγινε; Εσύ το περίμενες πως και πως αυτό…»
«Αλήθεια μου λες; Έχουμε κάνει αυτή την αίτηση τόσο καιρό πριν, που τώρα δεν ξέρω … μου φαίνεται σαν παλιό όνειρο… σχεδόν με την απελπισία μου για την τόσο μεγάλη αναμονή, το είχα ξεχάσει…»
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ, ε; Να που γίνονται και θαύματα…»
Ο Γιώργος πραγματικά δεν πίστευε στα αυτιά του. Πριν δύο χρόνια, είχε κάνει αίτηση μαζί με τον ξάδερφό του, να είναι εκπρόσωποι της Ελλάδας στις έρευνες που έκανε η Αμερικανική αρχαιολογική εταιρία, στις ανασκαφές στη Κωνσταντινούπολη, σαν ειδήμονες της Βυζαντινής ιστορίας. Βέβαια ήταν μια από τις εκατοντάδες αιτήσεις Ελλήνων αρχαιολόγων για αυτή τη θέση, που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Υπήρχαν παλαιότεροι αρχαιολόγοι, που περίμεναν πως και πως για αυτή τη θέση, όχι γιατί τους άρεσε να δουλεύουν με τους Αμερικάνους, που δεν είχαν και την καλύτερη φήμη για τις γνώσεις τους σε τέτοιου είδους ανασκαφή, αλλά γιατί τα χρήματα από την Αμερική ήταν πολλά και δινόταν μεγάλη σημασία στην όσο το δυνατόν πιο βαθιά ματιά στα ευρήματα.
Με δυό διδακτορικά στο ιστορικό του, το ένα, από το Ελληνικό Πανεπιστήμιο, γύρω από τα τεχνουργήματα και τον τρόπο κατασκευής τους στη Βυζαντινή εποχή και το δεύτερο για την Βορειοαμερικανική τελετουργική διαδικασία ταφής (με τον βαρύγδουπο τίτλο: Αμερικάνοι και τιμή θανάτου), από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, ένα μεταπτυχιακό για την συντήρηση των μουμιοποιημένων σωμάτων των Άνδεων και πολλές άλλες εργασίες και συμμετοχές σε παγκόσμια συνέδρια και φυσικά την όρεξη των τριανταπέντε χρόνων του, πίστευε ότι συγκέντρωνε κάποιες ελπίδες για τη θέση αυτή. Και να, που τώρα, μαζί με τον ξάδερφό του, που κι εκείνος είχε βέβαια τα ανάλογα προσόντα, η ζωή ανοιγόταν μπροστά του, όμορφη, χαμογελαστή και αισιόδοξα προσιτή.
Χαμογέλασε και άναψε τσιγάρο, κάνοντας τις πρώτες σκέψεις για την περιπέτεια που θα ακολουθούσε σύντομα. Η Φωκίωνος Νέγρη μπροστά του είχε αλλάξει, είχε γεμίσει με χώματα και κασμάδες, με πέτρες και κόσκινα, με εργάτες που πηγαινοέρχονταν δεξιά και αριστερά σαν τις ανασκαφές που είχε δει στον κινηματογράφο από τις ερήμους της Αιγύπτου. Κι όσες φορές, σαν φοιτητής, είχε πάρει μέρος σε ανασκαφές στην Ελλάδα υπό την καθοδήγηση των καθηγητών του, πραγματικά είχε ενθουσιαστεί από τον πυρετό της ανακάλυψης και την μαγεία του παλιού εκείνου κόσμου, που έβγαινε από την λάσπη.
«Ρε συ, μ’ ακούς ή ονειρεύεσαι; Εεεεε, είναι κανείς εκεί;», ρώτησε ο Τέλης κτυπώντας ελαφρά το κεφάλι του σαν να χτυπούσε την πόρτα ενός σπιτιού. Γέλασε και το γέλιο λες και είχε βγει από την ψυχή του.
Το σοκ της ανακοίνωσης πέρασε μετά από μερικά δευτερόλεπτα και ο Γιώργος άρχισε να επικοινωνεί και πάλι με το περιβάλλον. Είδε τον ξάδερφό του μέσα από μια θολή ματιά και του φάνηκε ότι είχε μεγαλώσει πολύ μέσα σε αυτή τη λίγη ώρα.
«Μάλιστα μπορούμε να πάρουμε μαζί μας και άλλα δύο άτομα, αφού η άδεια είναι για τέσσερις. Λοιπόν… δόκτωρ; Ποιόν λογαριάζεις να πάρεις μαζί σου; Αν και νομίζω ότι ξέρω…»
Ο Γιώργος δεν απάντησε. Το μυαλό επεξεργαζόταν ακόμα την είδηση. Ο εγκέφαλος προσπαθούσε να σχηματίσει εικόνα και να δώσει νόημα στα λόγια του Τέλη. Αρχαιολόγος… επικεφαλής τη Ελληνικής αποστολής…, σκέφτηκε, … με πολλά λεφτά για έρευνες…
Το μυαλό έκανε αμέσως τις συσχετίσεις και τους υπολογισμούς του. Τον επόμενο μήνα λοιπόν…. Έμεναν όμως πολλές δουλειές να γίνουν, πολλά χαρτιά να συμπληρωθούν, μεγάλη γραφειοκρατία να κινηθεί και τέλος να νικηθεί. Αλλά όλα αυτά από Δευτέρα. Δευτέρα; Πόσο κοντά του φάνηκε η Δευτέρα! Τώρα χωρίς να καταλάβει γιατί, ένοιωθε να πνίγεται…
«Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι…», άκουσε τον ξάδερφό του να λέει, «… αυτοί που σηκώνουν πέτρα και βρίσκουν σκορπιούς, αυτοί που σηκώνουν πέτρα και βρίσκουν λάσπη και τέλος αυτοί που όταν τη σηκώσουν, όλη η ιστορία βγαίνει από την ανυπαρξία και δημιουργεί το μέλλον. Έτσι;»
Ο Γιώργος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Αυτό ήταν ένα παλιό αστείο που έλεγαν σαν φοιτητές, αλλά που πάντα ήταν τόσο σωστά επίκαιρο… Ναι, υπήρχαν πράγματι αυτοί που σήκωναν πέτρες και έβρισκαν χρυσάφι
.
Είχε πάει πια μεσημέρι όταν η «Μαρμάρω», γκρίνιαξε και πάλι, με το συνηθισμένο της τρόπο. Ένας καινούργιος ήχος ακούστηκε αυτή τη φορά από το πίσω μέρος και αγκομαχώντας πήρε το δρόμο για την Αγία Παρασκευή. Από το κινητό είχε μιλήσει με την Δώρα, την είχε ενημερώσει για τις ειδήσεις που τον είχαν χαροποιήσει και είχε διαπιστώσει ότι κι εκείνη είχε χαρεί. Θα πήγαιναν μαζί για φαί, όπως έκαναν τόσα χρόνια τώρα τα μεσημέρια του Σαββάτου. Κάπου σε μια ταβέρνα, σε ένα μικρό μαγαζί προς την Αγία Μαρίνα, να κάνουν και καμιά εκδρομή που ήθελε η κοπέλα, ή σε κάποιο σουβλατζίδικο αφού η Δώρα ήταν φανατική οπαδός του είδους.
Ψηλή με κόκκινα μαλλιά και άσπρο δέρμα ήταν η επί τρία ή τέσσερα χρόνια πιστή του σύντροφος, το άξιο στήριγμά του και παλιά του συμφοιτήτρια, αν μπορούσε κανείς να το πει αυτό αφού ήταν δυόμιση χρόνια μικρότερή του. Και όλα έδειχναν ότι θα ήταν και η μέλλουσα κυρία Πανοπούλου, αφού και οι δυό είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο καιρός περνούσε γρήγορα, τα ενδιαφέροντά τους κοινά και η χημεία που ενώνει δυό άτομα, σωστή. Την αγαπούσε και τον λάτρευε, την σκεφτόταν και τον νοιαζότανε, την ήθελε και τον επιθυμούσε. Πολλές φορές απέφευγε να βγαίνει έξω με φίλους, αφού προτιμούσε την συντροφιά της κοπέλας με την οποία είχε διαπιστώσει πως η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνει. Μιλούσαν επί ώρες για θέματα όπως η αρχαιολογία, άλλο κοινό τους πάθος, η καθημερινότητα, το σινεμά και το θέατρο, η φιλοσοφία, η φυσική και τα κομπιούτερς … μέχρι και για εξωγήινους. Γέλαγαν και φιλιόντουσαν, έκαναν αστεία και δεν δυσκολεύονταν να εκφραστούν.
Έφτασε κάτω από το σπίτι της και κόρναρε, αν μπορεί κανείς να πει κορνάρισμα αυτό το βραχνό κακάρισμα που ακούστηκε, δυό φορές. Δεν άργησε να την δει να κατεβαίνει φορτωμένη όπως πάντα με την μεγάλη κρεμαστή της τσάντα, (ποτέ δεν κατάλαβε τι χρειάζονταν όλα αυτά τα μικροπράγματα που κουβαλούσαν οι γυναίκες μαζί τους) και ανοίγοντας την πόρτα που έτριζε, τον φίλησε στο στόμα με ένα πεταχτό φιλί.
«Λοιπόν; Για πού είμαστε σήμερα; Κάπου κοντά ή εκδρομούλα πάλι;»
Η Δώρα του χαμογέλασε. «Σήμερα έχεις χαρές. Βουρ για Αγία Μαρίνα. Έχω όρεξη για παϊδάκια και κρασάκι». Η «Μαρμάρω», αποφάσισε να φερθεί «λογικά», ίσως να είχε και συμπάθεια στην Δώρα, ξεκίνησε προς έκπληξη του Γιώργου υπάκουα και σε μια ώρα τους είχε μεταφέρει στη γνωστή ταβέρνα του «Θανάση», που πάντα τους διασκέδαζε με την καλή της κουζίνα, το δροσερό της ροζέ κρασάκι και τους δυο φοιτητές που τραγουδούσαν κάθε Σαββατοκύριακο μεσημέρι παλιές λαϊκές μελωδίες με την κιθάρα τους. Και η μόνιμη παρατήρηση του Γιώργου στον ιδιοκτήτη (μετά από τόσο καιρό είχαν γίνει φίλοι), να βάλει διαλυτικά στον κατάλογο πάνω από το γιώτα στη λέξη «παϊδάκια». «Βρε Θανάση, πάλι παιδάκια έψησες;»
Και σήμερα το κρασί ήταν βάλσαμο στα λαρύγγια τους και μετά από λίγο, έκανε τα χέρια τους να ενωθούν πάνω στο τραπέζι και να μιλάνε πολύ κοντά σαν να φιλιόντουσαν. Της εξήγησε όλα αυτά που του είπε ο Τέλης, της επισήμανε πόσο μεγάλη ευκαιρία για την καριέρα τους ήταν αυτή, αφού το πρώτο άτομο που θα έπαιρνε μαζί του θα ήταν η ίδια και τα πολλά φιλιά του έδειχναν τον ενθουσιασμό του. Η Δώρα τον κοίταγε με ένα μεγάλο χαμόγελο, αλλά τα μάτια της μαρτυρούσαν κάτι που την απασχολούσε και την προβλημάτιζε.
«Και από πότε με το καλό είπες ότι θα ισχύει αυτή… η… η σύμβαση με τους Αμερικάνους; Από τον άλλο μήνα είπες; Δηλαδή από τον Μάιο;»
«Ναι, κορίτσι μου, από τη πρώτη του Μάη. Δεν είναι υπέροχο;»
«Ναι… ναι, είναι… υπέροχο, καταπληκτικό. Αλλά…»
«Ωχ! Δεν μου αρέσει αυτό το «ωχ». Τι συμβαίνει Δώρα; Κάτι θέλεις να μου πεις, αλλά βλέπω ότι διστάζεις»
«Ναι. Η αλήθεια είναι ότι κάτι θέλω να σου πω, αλλά νομίζω ότι δεν είναι ώρα…»
«Θέλεις να χωρίσουμε! Ε; Αυτό είναι; Βαρέθηκες ή φοβήθηκες να έρθεις μαζί μου στις ανασκαφές;»
Η Δώρα χαμογέλασε και τα χέρια της είχαν τώρα παγώσει. Το χάδι στην παλάμη του Γιώργου, έγινε τώρα μηχανικό. Η κοπέλα τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια:
«Πρώτη Μάη αρχίζει λοιπόν η σύμβαση ε;»
«Ναι, το είπαμε αυτό…»
«Και το ταξίδι… η ανασκαφή δηλαδή πότε υπολογίζεις ότι αρχίζει;»
«Έχει αρχίσει από πέρυσι, αλλά εμείς σαν κλιμάκιο, σαν Ελληνική αποστολή δηλαδή, θα δώσουμε τα παρών να πούμε … κατά τον Οκτώβρη, άντε Νοέμβρη. Όμως το θέμα δεν είναι αυτό…. Κάποια απάντηση περιμένω…»
«Οκτώ μηνών…»
«Όχι κάνεις λάθος. Σε έξη μήνες είναι ο Οκτώβρης… όχι οκτώ»
«Ναι σωστά…», χαμογέλασε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχε πιάσει μια ψιχάλα και άρχισε η φύση να δίνει εκείνο το άρωμά της – χάρισμα στους ανθρώπους. «… το παιδί σου όμως θα είναι έτοιμο … οκτώ μηνών… κι αν πάμε για Νοέμβρη… άστα μπορεί να γεννάω τότε…»
Ο Γιώργος δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον χτύπησε μέσα στο μυαλό, την καρδιά και την μέση του. Τα πόδια του παρέλυσαν, οι σφίξεις της καρδιάς αυξήθηκαν απότομα κατά πολύ και στα αυτιά άρχισε ένα τιτίβισμα … ένα θρόισμα… κάτι σαν τον ήχο της πορτοκαλάδας με ανθρακικό, όταν ανοίγεις το μπουκάλι. Έμεινε μαρμαρωμένος μέχρι να αντιμετωπίσει, ή μάλλον να εξηγήσει ο εγκέφαλος αυτή την μεγάλη πρόκληση της ημέρας. Η Δώρα… είναι… είναι … έγκυος; Έχει μωράκι; Και … είναι το δικό μου μωρό;…, σκέφτηκε και κατάλαβε ότι κάτι υγρό έτρεχε στα μάτια του.
«Δηλαδή… το… θέλω να πω… είσαι… έχεις…», τα λόγια δεν έβγαιναν από το στόμα. Είχαν σταθεί στο «μήλο του Αδάμ», εκεί που στέκεται και της χαράς, αλλά και του πόνου ο κόμπος.
«Ναι αγάπη μου… είμαι έγκυος. Περιμένω τον γιό σου ή την κόρη σου. Το παιδί μας…»
«Το… παιδί μας; Θεέ μου! Τι συγκινήσεις σήμερα! Τι χαρά είναι αυτή…»
«Αλήθεια; Είναι χαρά μωρέ Γιώργο; Δεν πιστεύω να το πήρες σαν… εκβιασμό… ξέρεις…»
«Μα, τι είναι αυτά που λες κορίτσι μου. Για τον γάμο; Μα δεν θα φεύγαμε ταξίδι χωρίς να είχαμε πρώτα περάσει εκείνο το ρημαδοστέφανο στις κεφάλες μας. Απλά τώρα θα πρέπει να βιαστούμε…»
«Αλήθεια μωρέ Γιώργο; Αλήθεια μου κάνεις πρόταση γάμου;»
«Κοίτα, δεν είναι το πιο ρομαντικό περιβάλλον εδώ, αλλά έτσι που ήρθαν τα πράγματα… και χωρίς δαχτυλίδι κρυμμένο στην τσέπη…»
«Αχ βρε Γιώργο… αν παραγγείλεις άλλη μια καραφίτσα με κρασί… όλα θα είναι ρομαντικά…»
«Τι; Κρασί; Και τα παιδί μου; Δεν το σκέφτεσαι; Άκου κρασί! Πορτοκαλάδα και πολύ σου πάει κυρία μου. Α, όλα κι όλα… από δω και πέρα… τέρμα τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια. Γέννα πρώτα και μετά κάμε ότι θέλεις… που λέει ο λόγος»
Η Δώρα γέλασε βλέποντας τον γνήσιο ενθουσιασμό του συντρόφου της και την χαρά του. του φίλησε τα χέρια
«Ε, δεν είμαι παπάς…», της είπε και σηκώθηκε όρθιος. Έσκυψε και της ρούφηξε τα χείλη εξαφανίζοντας σχεδόν το κραγιόν. «Θανάση… ρε Θανάση… κέρνα όλους στο μαγαζί κρασί βρε. Για το γιό μου… βρε»
«Ή την κόρη σου» τον διόρθωσε η Δώρα.
Κάθισε πάλι δίπλα της, ενώ ακούγονταν ακόμα τα χειροκροτήματα και οι ευχές των σερβιτόρων και των θαμώνων της μικρής ταβέρνας.
«Λοιπόν κούκλα μου, άκου πρόγραμμα…»
«Ξέρεις Γιώργο, ότι δεν θα μπορέσω να έρθω στο ταξίδι στην Τουρκία για την Βυζαντινή ανασκαφή. Μπορεί να είμαι αρχαιολόγος και αυτή η έρευνα να ήταν το όραμά μου, αλλά τώρα που γίνομαι μητέρα … τι να πω… όλα τα άλλα μου φαίνονται ανούσια. Τιποτένια… όλα είναι μάταια. Για μένα τουλάχιστον… μπροστά στο παιδί μας… αλλά να ξέρεις… δεν θα σε εμποδίσω να πας εσύ…»
«Το καταλαβαίνω κορίτσι μου. Γι αυτό, άκου το πρόγραμμα που σου έλεγα. Επειδή κατάλαβα ότι δεν θα έρθεις μαζί μου… και επειδή το παιδί μου πρέπει να έχει την καλύτερη περιποίηση, θα κάνουμε τον γάμο, πριν φύγω. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι. Αυτό ήταν το πρόγραμμα;»
«Περίμενε ντε. Ο γάμος θα γίνει μόλις επιστρέψουμε από τις διακοπές μας…»
«Διακοπές; Έχουμε Απρίλη, μέχρι τις διακοπές που λες, η κοιλιά μου θα έχει φτάσει στο στόμα. Για τι διακοπές μου μιλάς;»
«Στο σπίτι της μάνας μου στο Πόρτο Χέλι. Όλο τον Αύγουστο κυρία μου… ή μάλλον μέλλουσα κυρία μου»
Γέλασαν με την καρδιά τους και αγκαλιάστηκαν με όση δύναμη μπορούσε να έχει μια αγκαλιά … με το τραπέζι στη μέση.
Η ψιχάλα έξω τώρα είχε γίνει βροχή και η θερμοκρασία είχε πέσει τόσο πολύ που ο Θανάσης αναγκάστηκε να ανάψει την σιδερένια σόμπα στο κέντρο του μαγαζιού. Το τζάμι του παράθυρου είχε αποκτήσει εκείνες τις ακανόνιστες υδάτινες ρίγες που έδειχναν παραμορφωμένο τον κόσμο, δηλαδή πιο όμορφο και πιο δίκαιο.
«Τα έχει η Άνοιξη αυτά…», είπε ο σερβιτόρος λες και προσπαθούσε να δικαιολογηθεί για την απρόσμενη εξέλιξη του καιρού.
Η «Μαρμάρω», έδειξε για άλλη μια φορά συγκινητική υπακοή στα προστάγματα του Γιώργου. Με πολύ μικρή ταχύτητα (από την ώρα που έμαθε για την εγκυμοσύνη της, ο Γιώργος είχε αρχίσει να συμπεριφέρεται προστατευτικά και πιο μυαλωμένα, έκφραση που άρεσε της μάνας του), κατέβηκαν τον λόφο που έβγαζε στο Γραμματικό, μέσα από μια καταρρακτώδη βροχή και τις ευωδιές του χώματος και των ανοιξιάτικων λουλουδιών. Έφυγαν από τον Μαραθώνα και αγόρασαν από υπαίθρια παραπήγματα δυο μεγάλες, κατακόκκινες κολοκύθες που λαχτάρισε η κοπέλα.
«Σιγά βρε Γιώργο, μόλις δυό μηνών είμαι. Δεν είναι ανάγκη να γίνεις μούσκεμα για … επιθυμίες μου. Όχι ακόμα τουλάχιστον… αλλά που θα μου πάει; Θα σου το ψήσω εγώ το ψάρι στα χείλια». Γέλασαν με την καρδιά τους όσο ο άντρας προσπαθούσε να στεγνώσει τα βρεγμένα του παπούτσια. Καθάρισε το τζάμι που είχε θολώσει από τα χνώτα τους με ένα μαντίλι και συνέχισαν μέχρι που τα φώτα της πλατείας της Αγίας Παρασκευής αντανακλάστηκαν στο καπό. Ήταν νωρίς το απόγευμα, αλλά ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. Οι λεύκες μαστίγωναν τον ουρανό ζωντανεύοντας στις ξαφνικές ριπές του ανέμου, για να μείνουν στη συνέχεια και πάλι ακίνητες σαν ζωγραφιά.
Άφησε την Δώρα στο σπίτι και σαν την είδε να μπαίνει μέσα, έβγαλε το τηλέφωνο και πήρε τον Τέλη. Δεν κρατιόταν τώρα. Έψαχνε να βρει σε ποιους να πρωτοπεί τα νέα. Χτύπησε το χέρι με δύναμη στο τιμόνι:
«Έλα ρε… άκου…»
«Μα τι Άνοιξη είναι αυτή βρε παιδί μου! Πιο πολύ με Φθινόπωρο μοιάζει με τόσες βροχές και αέρηδες!»
«Έτσι είναι βρε Τέλη, πρώτη σου Άνοιξη είναι; Γέρασες πια και ακόμα γκρινιάζεις με τον καιρό…»
«Και πάντα θα γκρινιάζω. Ειδικά τώρα που πλησιάζει η ώρα του ταξιδιού. Μάης σου λέει μετά… η γιορτή των λουλουδιών… η γιορτή της Φύσης! Κουραφέξαλα… κολοκύθια με τη ρίγανη…»
«Τέλειωσες να κάνουμε και καμιά δουλειά; Περιμένει ο Υπουργός την έκθεση σε δυο μέρες και ο μόνος που δουλεύει σε αυτό το γραφείο, είμαι εγώ. Άντε τεμπελχανά…»
«Εξασκείσαι και στα Τούρκικα; Άκου τεμπελχανά… ωραία λέξη….», στηρίχτηκε με μελαγχολική διάθεση στο μεγάλο αλουμινένιο παράθυρο, «Κοίτα βροχή ρε παιδί μου!»
«Κοίτα στοίβα από χαρτιά ρε παιδί μου», του απάντησε ειρωνικά ο Γιώργος.
«Ναι, δίκιο έχεις…»
«Α, ωραία, θα δουλέψεις δηλαδή;»
«Όχι, αλλά έχεις δίκιο. Ο μόνος που δουλεύει εδώ είσαι εσύ. Arrivederci λοιπόν … e grazie κύριε Πανόπουλε. Εύχομαι να τελειώσεις γρήγορα αυτή την … έκθεση. Εμένα με περιμένει ένα ουρί του Παραδείσου… μμμμ, τι να σου πω… άλλο να σου λέω και άλλο να το βλέπεις. Πόσο μάλλον να το τρως το μικρό…». Πήρε το μπουφάν του και ανοίγοντας την πόρτα του γραφείου, έστειλε με το χέρι ένα ειρωνικό φιλί στο ξάδερφό του
«Και πρόσεξε μη κάνεις λάθη στην έκθεση βρε…». Το γέλιο ξεθώριασε στον διάδρομο του υπουργείου.
Μάλιστα, πρέπει και να κάνω μόνος τη δουλειά, πρέπει και να τον καλύψω … σκέφτηκε και γύρισε στα έγγραφά του. Σήκωσε το τηλέφωνο σαν άκουσε το κουδούνισμα του και η φωνή της Δώρας από τον απάνω όροφο, του έφτιαξε τη διάθεση.
«Δε μου λες νεαρέ…», του είπε χαρούμενα, «… τι θα έλεγες για καμιά μπυρίτσα το μεσημεράκι; Βροχούλα έξω, μια μπυρίτσα με ωραίο μεζεδάκι θα …μας έφτιαχνε! Δεν συμφωνείς;»
Κανόνισαν να περάσουν λοιπόν το μεσημέρι και το απόγευμά τους μαζί στην Πλάκα, έτσι κι αλλιώς από Μπουμπουλίνας ήταν εύκολο να πεταχτούν μέχρι εκεί, θα έτρωγαν στο στέκι τους στην πλατεία Κυδαθηναίων και θα φρόντιζαν να πιουν κάπου εκεί και τον καφέ τους. Όσο περνούσε ο καιρός και προχωρούσε η εγκυμοσύνη, τόσο το ζευγάρι ένοιωθε πιο κοντά, τόσο ήθελε να περνάει τον καιρό του σε κοινές δραστηριότητες.
Ο Γιώργος έκλεισε το τηλέφωνο και χαμογέλασε. Έπιασε το δεξί του μάγουλο, αυτός ο πονόδοντος που τον είχε πιάσει εδώ και τρεις μέρες, είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός, το έτριψε και το πίεσε με τον δείκτη. Πρέπει να κλείσω ένα ραντεβού με τον οδοντογιατρό γαμώτο, σκέφτηκε ανασηκώνοντας ταυτόχρονα το μεγάλο τοπογραφικό σχέδιο που είχε μπροστά του, … παραπάει αυτή η αδιαφορία για τα δόντια μου.
Κάπως έτσι πέρναγε η μέρα τους, γελούσαν και διασκέδαζαν, συζητούσαν και σχεδίαζαν την μελλοντική τους ζωή. Αν και αυτό το τελευταίο, έφερνε μια μικρή θλίψη στην Δώρα, αφού ήξερε ότι ο χωρισμός της από τον Γιώργο, έστω και για αυτό το σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, θα την επηρέαζε. Δεν μπορούσε όμως και να απαιτήσει κάτι άλλο. Φοβόταν να ήταν μόνη με μικρό παιδί, αλλά ήταν αποφασισμένη να το πολεμήσει. Άφηνε λοιπόν τις σκέψεις αυτές στην άκρη και προσπαθούσε να χαρεί τη ζωή, όπως ήταν τώρα. Μα τι έλεγε και ο πατέρας της; Ζήσε σήμερα και για αύριο… έχει ο Θεός! Και πίστευε ότι πράγματι ο Θεός είχε για αυτούς.
Βέβαια έτσι θα ήθελε να πάνε τα πράγματα. Ο λαός λέει ότι όταν οι άνθρωποι κάνουν όνειρα ή ελπίζουν, ο Θεός γελάει.
Η Άνοιξη πέρασε και το καλοκαίρι ήρθε με τις πρώτες ζέστες να ταλαιπωρούν τον Αθηναϊκό πληθυσμό και τους δρόμους να μεταμορφώνονται σιγά – σιγά σε ασφάλτινα κρεματόρια. Η πόλη, έδιωχνε τους κατοίκους σε παραλίες και βουνά ή οπουδήποτε δηλαδή μακριά. Το μυαλό των περισσοτέρων ήδη είχε πάει διακοπές με αποτέλεσμα η απόδοση στους εργασιακούς χώρους να είναι τόσο μειωμένη που κάποιος θα απορούσε εύλογα, πως λειτουργούσε αυτό το κράτος.
Η Δώρα χάιδευε την κοιλιά που τώρα πια είχε φουσκώσει αρκετά για να μαρτυρά την εγκυμοσύνη της και χαμογελούσε ευχαριστημένη, αυτές τις τελευταίες μέρες στη δουλειά, αφού από τον άλλο μήνα, τον Αύγουστο δηλαδή, θα έπαιρνε την υποχρεωτική άδειά της. Ο Τέλης την κοιτούσε πίσω από το γραφείο του, εκεί που καθόταν δηλαδή και κορόιδευε τον κόσμο ότι δούλευε και το μυαλό του ήταν στη μικρούλα που είχε γνωρίσει πριν δυό μέρες σε κάποιο μπαράκι. Πω – πω… μη μου τύχει τίποτα τέτοιο… σκέφτηκε βλέποντας την πρησμένη κοιλιά της Δώρας και έφτυσε τον κόρφο του, ενώ ασυναίσθητα χτύπησε την επιφάνεια του γραφείου του.
«Λοιπόν Τέλη; Θα αργήσει ο Γιώργος;»
«Σου είπα βρε …», της απάντησε, «… πετάχτηκε μέχρι την Ερμού. Τον ήθελε ο τοπογράφος νομίζω … ή κάτι τέτοιο…»
«Μάλιστα»
«Μη φοβάσαι, δεν στον κλέβει κανείς…»
Η Δώρα τίναξε τα κόκκινα μαλλιά της που θύμιζαν χαίτη λιονταριού και έβαλε το χέρι στο ιδρωμένο σβέρκο της. Την ενοχλούσε αυτή η ζέστη και ήξερε ότι το καλοκαίρι δεν είχε ακόμα φορτσάρει.
«Μάλιστα. Απλά τον ήθελα κάτι και αφού είχα κενό, είπα να κατέβω να τον δω λιγάκι…»
«Δεν κάνεις μακριά του ε; Αμάν αυτός ο έρωτας!»
«Ναι, έτσι είναι! Αλήθεια, δεν σε ρώτησα… πως πάνε οι ετοιμασίες; Εννοώ για την Κωνσταντινούπολη… για το ταξίδι; Πως το δέχτηκαν οι άλλοι; Και αλήθεια καταλήξατε ποιοι τελικά θα είσαστε; Νομίζω ότι θα έρθει και ο Σκαλιώτης ο συντηρητής μαζί σας; Έτσι δεν είναι;»
«Ναι, στη θέση σου κυρία μου… αφού εσύ …» και έδειξε την κοιλιά της.
«Τι να κάνουμε βρε Τέλη, συμβαίνουν αυτά»
«Και γιατί πάντα συμβαίνουν σε λάθος στιγμές; Ξέρεις τι ωραία θα περνάγαμε εκεί. Ώ ρε μάνα μου γλέντια που θα κάναμε! Και είναι η Κωνσταντινούπολη… ξελογιάστρα η άτιμη. Και οι Τουρκάλες… μανούλια σκέτα… αλλά τι τα λέω σε σένα»
«Δεν βλέπω να λες κουβέντα για δουλειά όμως. Σίγουρα θέλεις να πας για την ανασκαφή;». Γέλασαν και οι δυό με την καρδιά τους. Η Δώρα έφυγε με κάποια απογοήτευση που δεν είχε καταφέρει να δει τον καλό της έστω και για λίγο, αλλά και από την επιπόλαιη και ανεύθυνη στάση του τέλη. Αρχαιολόγος ήταν κι αυτός, όπως όλοι άλλωστε σε εκείνο τμήμα, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ενώ του δινόταν μια τέτοια ευκαιρία, εκείνος υπολόγιζε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις. Κρίμα…, σκέφτηκε με μελαγχολία, τέτοιο έξυπνο μυαλό και να αδικεί τον εαυτό του! Ένοιωσε το μωρό να σαλεύει μέσα στην κοιλιά της, το είχε πρωτακούσει την προηγούμενη εβδομάδα και από τότε αποζητούσε αυτή την κίνησή του, χάιδεψε σχεδόν με περηφάνια και φανερή ικανοποίηση το σημείο εκείνο και κατευθύνθηκε προς το γραφείο της. Η δουλειά περίμενε και οι φάκελοι είχαν φτιάξει μια μεγάλη στοίβα. Σκέφτηκε ότι είχε αρχίσει να κουράζεται πιο γρήγορα τώρα, αυτό που έλεγε η μάνα της ότι βάρυνε και κάθε τόσο ένοιωθε πόνους στη μέση και τα πόδια της που φαίνονταν λίγο πιο πρησμένα πια.
Κάθισε και ακούμπησε την πλάτη της όσο πιο όρθια μπορούσε. Σκέφτηκε το ταξίδι του Γιώργου και ονειρεύτηκε να πήγαινε κι εκείνη. Θα ήταν μεγάλη ευκαιρία για την καριέρα της, για το επαγγελματικό της μέλλον. Αλλά το πραγματικό μέλλον είναι εδώ… σκέφτηκε και χάιδεψε άλλη μια φορά την κοιλιά της.
Κι όμως οι τοίχοι του γραφείου την έπνιγαν … κι ας είχαν μείνει μόνο λίγες μέρες μέχρι την άδειά της.
«Άντε να έρθει ο Αύγουστος να την αράξω κι εγώ, όπως θα έλεγε ο Τέλης…»
Τσέκαρε το ραντεβού που είχαν με τον γιατρό το βράδυ, εξέτασε τους πρώτους φακέλους και δέχτηκε την κυρία Ποταμίτη, μια ξερακιανή γυναίκα με μαύρα στενά μάτια και μαλλιά πιασμένα σε κότσο που θύμιζε δεκαετία του εξήντα, για μια υπόθεση που αφορούσε σε κάποια θεμέλια σπιτιού… ή κάτι τέτοιο.
Κάποιος στην περιοχή της Πλάκας είχε την φαεινή ιδέα να γκρεμίσει ένα παλιό σπίτι και να χτίσει με θεμέλια ένα τριώροφο κτίριο, με αποτέλεσμα να βρει αρχαίους κίονες και μάρμαρα σε βάθος τριών μέτρων. Κι από κείνη τη στιγμή είχε βέβαια αρχίσει η περιπέτειά του, η δικαστική διαμάχη με την αρχαιολογική υπηρεσία και όλες τις άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού που εμπλέκονταν στην υπόθεση αυτή για την διάσωση των αρχαίων.
Λαχτάρισε να φάει κάτι γλυκό και έβγαλε ένα κουτί με σοκολατάκια, σαν η επισκέπτης της έφυγε, από το συρτάρι του γραφείου της. Το δάγκωσε και άφησε το υγρό με γεύση κερασιού που είχε στο κέντρο του, να της πλημμυρίσει την ψυχή. Κάτι που άρεσε και στο μωρό βέβαια, αφού αυτόματα αντέδρασε κι εκείνο.
«Λοιπόν κυρία μου… αυτό είναι άλογο που έχετε μέσα σας…», είπε ο γιατρός σαν άκουσε την καρδιά του μωρού. «Ακούστε κι εσείς πόσο δυνατά χτυπάει η καρδιά του. Πω – πω, δυναμίτης είναι». Ο Γιώργος έσκυψε και την φίλησε πάνω στο κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένη. «Δυνατή – δυνατή είναι η μπέμπα…», συνέχισε ο γιατρός κοιτάζοντας την οθόνη του υπέρηχου, ενώ το χέρι γύρναγε με τη λαβή του μηχανήματος, γύρω – γύρω στη καλυμμένη με ζελέ κοιλιά της Δώρας. «Κούκλα…»
«Τελικά κορίτσι είναι ε; Είστε σίγουρος γιατρέ;», ρώτησε ο Γιώργος.
«Ναι, σίγουρος τώρα πια. Φαίνεται καθαρά… κορίτσι με τα ούλα του είναι»
Το ζευγάρι κοιτάχτηκε στα μάτια και χαμογέλασαν. Σκέφτηκαν το μικρό θηλυκό διαβολάκι που το έβλεπαν κιόλας να τρέχει στο σπίτι με τα στραβά του ποδαράκια, φωνάζοντας και κάνοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει φασαρία. Ο Γιώργος φίλησε τα χέρια της Δώρας με τέτοια τρυφερότητα που δεν είχε δείξει ποτέ στη κοινή τους ζωή, ούτε ακόμα τότε που είχαν πρωτοκάνει έρωτα.
Τελικά δεν κρατήθηκε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, παρασέρνοντας και την γυναίκα σε αυτό, κάνοντάς την συγχρόνως τόσο περήφανη. Του χάιδεψε το κεφάλι και κοίταξε τον γιατρό που διακριτικά είχε περιοριστεί στην άκρη του δωματίου, αφήνοντας στη μέση την εξέταση προς το παρόν.
«Η μικρή Μαίρη θα έρθει Γιώργο μου σε λίγο καιρό», του είπε χαμηλόφωνα.
Συμφώνησε κι εκείνος κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Κοίταξε τον γιατρό και κατάλαβε ότι έπρεπε να τραβηχτεί στην άκρη. Σκούπισε τα μάτια, έδωσε ένα τελευταίο φιλί στη σύντροφό του και κάθισε στην άκρη. Κάτι του είπε ο γιατρός, κάτι που δεν το κατάλαβε, αλλά συμφώνησε με ένα κούνημα του κεφαλιού. Το μυαλό του τώρα ήταν μόνο για την κόρη του.