ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ … ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
«Να μπορούσα ρε παιδιά … χικ, να ήμουν για ένα χρόνο … μόνο ένα χρόνο Πρωθυπουργός… χικ… να δείτε τι θα έκανα… να δείτε… όλα θα τα άλλαζα βρεεεεε…. Άντε στην υγειά μας τώρα…», είπε ο γερο Μικές ο Τσάκωνας και σήκωσε το ποτήρι με το διάφανο υγρό, το έφερε στα χείλη και το άδειασε με μιας.
Φάνηκε να γελάει μα κάποιος που τον ήξερε καλά, καταλάβαινε ότι ήταν στα όρια μιας υστερικής του έκρηξης.
«Το λοιπό… τι θα έκαμες μωρέ Μικέ; Το νόμο να είναι όλες οι γυναίκες όμορφες;»
«Γι αυτό έπρεπε να ήμουνα Θεός μαθές… συγχώρα με Θεέ μου…», κοίταξε ψηλά και έκανε τον σταυρό του για αυτή την βλαστήμια, «… για να τις κάμω όλες όμορφες. Και τότε… εεεεε…. Θα έκαμα χίλια μύρια πράγματα….»
«Θα έκαμες το σίδερο χρυσάφι βρε;»
«Αυτό είναι που θέλεις γερο τράγο…;» είπε στον καπετάν «Κούνουπα» που ποτέ του δεν του έφτανα τα λεφτά, «… το σίδερο θα σου το έκαμα χρουσό. Αλλά … χικ… και πάλι δεν θα σου έφτανε… να πλερώσεις τα… χικ… βερεσέδια σου μπρε. Και τις γυναίκες σας όμορφες και «καμπυλάτες»… χε χε … και εσάς όμορφους και … νιούς πανάθεμά σας για έτσι που ‘σαστε… και ότι άλλο θέλετε. Θα… θα… έδινα τζάμπα το κρασί και το … ούζο… α, ναι και το τσίπουρο… και θα έκανα την πτάνα τη θάλασσα να μη μπορεί να σηκώσει κύμα… ποτέ της… παρά μόνο σαν το θέλαμε εμείς… άντε γειά σας τώρα…»
Όλοι γέλασαν με τα λόγια του μεθυσμένου Μικέ, γέλαγαν κάθε που τον άκουγαν, αν και όλα όσα έλεγε ήταν αυτά που και κείνοι επιθυμούσαν. Καθένας ζητούσε να πει τι άλλο θα έκανε, καθένας υποσυνείδητα του ζητούσε τα «θέλω» του λες και ήταν πραγματικά ικανός να τα κάνει:
«Μωρέ Μικέ να βρούμε και σφουγγαρολίβαδα μεγάλα, πολύ μεγάλα…», είπε ο Καρβούνης που είχε τα σφουγγαράδικα πλοία του στο λαφάσι για επιδιορθώσεις.
«Κι απ’ αυτό… και λιβάδια και κάμπους της θάλασσας να βρείτε και να βαριόσαστε να σηκώνετε καπάδικα και τσιμούχες και μελάθες βρε…»
«Και ψάρια Τσάκωνα, μη το ξεχνάς»
«Ναι και ψάρια… και ότι θέλετε. Θα ερχόσασταν στο γραφείο μου … ξέρετε στο Τελωνείο… εκεί θα το είχα… τι Θεός θα ήμουνα… και θα μου λέγατε όλα σας τα αρτήμα… όχι μωρέ, πως τα λένε … τα αιτήματα. Ναι; …»
«Ναι!!!», απάντησαν όλοι με μια φωνή πεσμένοι στα γόνατα ή κρατώντας τις κοιλιές τους από τα γέλια. Είδαν τον Μικέ να κατεβάζει κι άλλο ένα ποτήρι γεμάτο τσίπουρο και να σηκώνει το δεξί του χέρι να ησυχάσουν, λες και θα έβγαζε λόγο
«Έτσι; Ότι θέλετε θα το ζητάγατε μωρέ… ότι θέλετε. Κι αν κάποιος έχασε τον… αδερφό του ή τον πατέρα του ή… το παιδί του στο βυθό…», η φωνή του εδώ έσπασε και τα δάκρυά του μούσκεψαν τα μάγουλά του, «… θα μου το λέγατε έτσι; Θα τους έφερνα όλους πίσω … όλους μωρέ και τον Γιαννάκη μου και… όλους… είπα». Κατέρρευσε στην καρέκλα του με αυτό το τελευταίο κάνοντας το γέλιο μέσα στο καφενείο να κοπεί απότομα. Η ησυχία που επικράτησε ήταν δυσβάσταχτη.
«Αιωνία η μνήμη του…», ακούστηκε από κάποια γωνιά.
«Αιωνία…», ακούστηκε απ’ όλους με ένα στόμα.
Ο κυρ Μικές σήκωσε το κεφάλι και τα θολά του μάτια κοίταξαν την αναμμένη λάμπα που κρεμόταν σχεδόν από πάνω του: «Ούτε γυναίκα δεν είχε γνωρίσει…», συνέχισε μιλώντας τώρα σιγανά στον εαυτό του.
Ο Κλεάνθης πήγε κοντά και κάθισε απέναντί του. Έβαλε ένα ακόμα τσίπουρο σε μια προσπάθεια να σβήσει τους καημούς του. Για κάποιο λόγο τον είδε τώρα να γελάει. Και να κλαίει μαζί, σε μια στιγμή.
Ο κυρ Μικές ο Τσάκωνας ήταν κάποτε ναυτικός. Ταξίδευε με μεγάλα φορτηγά πλοία, με σιδεράδικα και γκαζάδικα. Γερός άντρας, δεν τον φόβιζε η δουλειά, δεν τον ένοιαζαν τα ταξίδια και οι φουρτούνες της θάλασσας. Παρ’ όλα αυτά, βρήκε καιρό και να ερωτευθεί και να παντρευτεί και γρήγορα – γρήγορα να κάνει κι ένα γιο. Τον Γιαννάκη του όπως τον έλεγε. Και ταξίδευε ο Μικές και μεγάλωνε ο Γιαννάκης με την φροντίδα της μάνας του και του θείου του του Απόστολου. Και έγινε άντρας ο Γιαννάκης και τον φώναζαν Γιάννη πια, εκτός από τον πατέρα του που ακόμα τον φώναζε με το παιδικό του όνομα. Γιατί αν έχει κάποιος συνηθίσει να σε λέει έτσι, δύσκολα μπορεί να αλλάξει. Και πιο δύσκολα ακόμα να απαιτήσεις εσύ να τον αλλάξεις.
Και ο Γιάννης ή Γιαννάκης, έγινε έφηβος, έγινε κοτζάμ άντρας, έκλεισε τα δεκαοχτώ του και αποφάσισε να γίνει κάποιος χρήσιμος στη ζωή του, στην οικογένειά του. Σχολείο δεν πήγε – ο κυρ Μικές δεν τον ήθελε στο Ιταλικό σχολείο – διάβαζε δύσκολα απ’ ότι του έμαθε η μάνα και ο πατέρας και έγραφε ακόμα πιο δύσκολα, οπότε ο μόνος δρόμος μπροστά του ήταν ή το ψάρι ή το σφουγγάρι. Αλλά το ψάρι δεν είχε λεφτά. Μια χαρά και δέκα λύπες. Το σφουγγάρι όμως; Εκεί μάλιστα … εκεί το χρήμα ήταν μπόλικο και η περηφάνεια του επαγγέλματος μεγάλη. Έτσι κατέληξε να τσουρμάρει ένα καλοκαίρι με το τσούρμο του καπετάν Θύμιου του Μονοκάνδηλου για την Μπαρμπαριά, αφού έκανε περίπου δυό χρόνια εκπαίδευση από τους Ιταλούς, έβγαλε το φυλλάδιο, λιμπρέτο Ιταλιάνο μαρίτιμο ναυτόπαις. Οι Ιταλοί μαζί με άλλους που εκπαίδευαν, τους έριχναν στη θάλασσα από το φανάρι κάτω στο λιμάνι και κολυμπώντας (μπανιώντας) έπρεπε να φτάσουν απέναντι κάτω από το Δημαρχείο.
Αυτό για να δουν αν ξέρανε καλό κολύμπι. Τελικά για να δουν αν ήταν όντως καλοί κολυμβητές στα δύσκολα, έριχναν σκύλο στη θάλασσα, τον οποίο κυνηγούσαν μέχρι την αγορά και έτσι τελείωνε η εκπαίδευση. Τους έδιναν το δίπλωμα και μπορούσαν αμέσως μετά να μπουν στα καΐκια σαν ναυτόπαιδες.
Στην αρχή πήγαινε καλά, ο καπετάν Θύμιος τον κατέβαζε σε ρηχά νερά, «μέχρι…», όπως του έλεγε, «… να μάθεις καλά το σκάφανδρο γιέ μου». Έφερνε σφουγγάρι πάνω, αλλά ήταν λίγο και ζήλευε τους άλλους που κατέβαιναν στα «βαθυτικά». Έτσι με το παρακάλι και το πες – πες, έπεισε τον κολαούζο στην αρχή και τον καπετάνιο μετά, να κατέβει στις σαράντα οργιές. Του δόθηκε η ευκαιρία μια μέρα έξω από το Τομπρούκ. Και εκεί καλά τα πήγε και απέκτησε την εμπιστοσύνη του καπετάν Θύμιου. Όλο τον Μάη αλλά και τον Ιούνη ανέβαζε όσο σφουγγάρι μπορούσε με την δύναμη και τον ενθουσιασμό των νιάτων του. Και ο καπετάνιος του είχε μεγάλη αγάπη και αδυναμία αφού ήταν ο μικρότερος στο πλήρωμά του
Ο κολαουζέρης όμως όλο του γκρίνιαζε και φώναζε για τον τρόπο του: «Θα τη φας την κεφαλή σου έτσι που κάμεις μαθές…», του έλεγε συνέχεια. «Να ακούεις τι σήματα και κουλαντρίσματα σου κάμω. Μη σε πιάνει η χαρά και τα σφουγγάρια εκεί θα είναι και αύριο. Θα αναγκάσεις τη μηχανή να σε πιάσει και μετά πως θα ξεμπλέξω εγώ;»
Και ο Γιάννης γέλαγε με τις φοβίες του κολαουζέρη. «Σε μένα θα τύχει;», έλεγε συνέχεια. «Προσέχω εγώ και τα σήματα και τη «Βαρβάρα» μαθές. Μη φοβάσαι, άσε τώρα που μπορώ …»
Και οι μέρες περνούσαν μέχρι που ήρθε εκείνο το ζεστό πρωινό του Αυγούστου. Είχαν ανοιχτεί στο πέλαγος γιατί είδαν την προηγούμενη άλλα Καλύμνικα σφουγγαράδικα να ψάχνουν αρκετή ώρα εκεί.
«Να δεις που έχει πράμα εκεί και δεν το βλέπουσι…» είπε ο καπετάνιος. Και μια και δυό, τράβηξαν να ψαρέψουν εκεί, αξημέρωτα ακόμα, να προλάβουν τους άλλους. Οι πρώτοι δυο «μηχανικοί» που βούτηξαν δεν βρήκαν τίποτα, μόνο άμμο, βράχια και κοράλλια κι έφαγαν το τρίτο του μεροκάματου άσκοπα. Άρχισαν όλοι να απογοητεύονται και σκέφτηκαν μάλιστα να φύγουν. «Μια μέρα χαμένη…», είπε ο καπετάν Θύμιος. «Άντε βρε Γιαννάκη, κάμε κι εσύ ένα βούτθο να διούμε… αν κι εσύ δεν εύρεις κάτι τις, πάμε πάλι για Ντέρνα ή Τομπρούκ. Άντε γιέ μου…» και με αυτά του έδωσε μεγάλη αξία και εμπιστοσύνη στα μάτια και χέρια του.
Και ο Γιάννης κατέβηκε και μάλιστα σε ένα σημείο που το βάθος ξεπέρναγε τις τριανταπέντε οργιές. Κοίταξε ολόγυρα μα σφουγγάρι πουθενά. Μόνο κοράλλια κόκκινα και κίτρινα, βράχια μεγάλα σαν βουνά και φύκια με κάτι περίεργα ψάρια, μικρά κίτρινα με μαύρες ρίγες. Προχώρησε όσο μπορούσε και έφτασε στην άκρη ενός μεγάλου γκρεμού που δεν μπορούσε να δει πιο κάτω από δυό – τρία μέτρα. Τόσο μαύρος ήταν και απότομος. Θέλησε να δώσει σινιάλο απάνω να τον σηκώσουν, αλλά αποφάσισε να ψάξει ακόμα λίγο πιο πέρα. Και καλά έκανε γιατί μπροστά του φάνηκαν κάτι μεγάλα καπάδικα όλο ζωή. Λαχτάρησε και τράβηξε το κολαούζο. «Εδώ έχει μπόλικο πράγμα», σήμαινε στον κολαουζέρη.
Ο καπετάν Θύμιος χάρηκε με το σήμα και έκανε τον σταυρό του ευχαριστώντας που η μέρα δεν θα πήγαινε χαμένη ολότελα. Έσκυψε ασυναίσθητα πάνω από το μαρκούτσο και προσπάθησε να διακρίνει μέσα από την θάλασσα, λες και είχε την ικανότητα να δει σε τέτοιο βάθος.
Κανείς δεν το πρόσεξε, τόσο απότομα έγινε. Η θάλασσα φούσκωσε σαν νερό που βράζει και σήκωσε το μικρό καΐκι ψηλά. Ο κολαουζέρης έγινε κατακίτρινος από το φόβο του: «Έχω άνθρωπο κάτω… Θεέ μου τι κάμω τώρα;». Μα ο Θεός δεν πρέπει να ήταν εκεί.
Ο κολαουζέρης άρχισε να τραβά το κολαούζο μαζί με έναν άλλο που τον βοηθούσε με τα μαρκούτσα. Προτιμούσε τον Γιάννη «πιασμένο» από γρήγορη ανάδυση, παρά πεθαμένο από τα καμώματα του νερού. Κι ο καπετάνιος φώναζε δυνατά λες και έτσι θα έκανε πιο δυνατά ο κολαουζέρης: «Τράβα ρε…. Τράβα όσο πιο γρήγορα μπορείς βρε… τράβα πανάθεμά σε το παιδί… »
Ο Γιάννης κάτω στο βυθό δεν μπόρεσε να καταλάβει και πολλά απ’ αυτά που γίνονταν στην επιφάνεια. Μόνο αντιλήφθηκε να τον τραβάνε απότομα και γρήγορα, χωρίς κανείς να τον έχει ειδοποιήσει γι αυτό. Και ξαφνικά, λες και ένα χέρι τον είχε αρπάξει, βρέθηκε να πηγαίνει άβουλα δεξιά αριστερά. Με το φούσκωμα η θάλασσα, σαν σήκωσε το σκάφος, τον τράβηξε κι αυτόν, τον πήγαινε πάνω στα βράχια, του έσπασε το κολαούζο και στο τέλος τον κάρφωσε πάνω σε ένα όμορφο, άλικο κοράλλι.
Τον ανέβασαν, αλλά το σώμα του ήταν μισό, μόνο από τη μέση και πάνω. Το υπόλοιπο είχε μείνει καρφωμένο σε εκείνο το όμορφο κοφτερό κοράλλι. Ούτε για κηδεία δεν έφτανε αυτό που έβλεπε μπροστά του ο κολαουζέρης και οι άλλοι. Του έβγαλαν την κάσκα και το πρόσωπό του δεν έμοιαζε καν με αυτό που ήξεραν από την έκφραση πόνου που είχε. Τον έθαψαν στην άμμο ενός μικρού νησιού με τους μαύρους να κοιτάνε συμπονετικά.
«Έμαθα ότι πήγατε καλά στην Άνδρο βρε Σέμο, έτσι;», ρώτησε ο Κλεάνθης τον γαμπρό σαν γύρισε από το «χειμωνικό» του. Κάθονταν στο μεγάλο δωμάτιο με το τετράγωνο τραπέζι και απολάμβαναν την κουβέντα τους για τα σφουγγάρια των Κυκλάδων, αλλά και τον υπέροχο μεζέ της Νικολέτας που είχε σερβίρει μαζί με το ουζάκι. «Έλα βρε αδερφή να κάτσεις κοντά μας κι εσύ. Εν κοιμήθηκαν τα παιτζά μαθές; Άντε έλα να σε δω λιγάκι… αδερφός σου είμαι…»
Η Νικολέτα αρνήθηκε, στεναχωριόταν να ακούει όλο για θάλασσες και ταξίδια, για βούτθους και για σφουγγάρια. Αυτά είναι αντρικές κουβέντες έλεγε συχνά. Και… αρκετή αγωνία είχε περάσει μέχρι ο άντρας της να γυρίσει γερός από αυτό το ταξίδι, ας μην το συζητήσει άλλο πια. Πήγε μέσα στο δωμάτιο που τα μικρά αγγελάκια της έβλεπαν τα αθώα όνειρά τους. Σε λίγο θα ερχόταν και η Καλοτίνα με την μάνα της… τότε θα είχε κάτι να συζητήσει.
«Λοιπόν γαμπρέ, για πε μου πράμα. Πως ήταν ο καιρός, η θάλασσα, το ψάρεμα; Άντε ντε, με το τσιγκέλι θα στα βγάλω;»
Και έπεσαν με τα μούτρα στις διηγήσεις, στις χειμωνιάτικες εικόνες των νησιών του κεντρικού Αιγαίου, για τον βυθό που ήταν γεμάτος από δεύτερης ποιότητας μεν, αλλά πολύ μεγάλης ποσότητας σφουγγάρια. Για τους καπεταναίους που όλο φώναζαν και κοιτούσαν τις φουρτούνες μη τους λαθέψει την ρότα τους, για την θάλασσα που σήκωνε μεγάλα κύματα, «…ίσαμε τα σπίτια …», όπως χαρακτηριστικά του είπε. Γέλαγαν, έπιναν και κάθε τόσο άναβαν το τσιγαράκι τους.
«Και το καλοκαίρι βρε μαζί…», είπε ο Κλεάνθης.
«Ναι, το καλοκαίρι παρέα…», συμφωνούσε ο Σέμος.
Είχαν και οι δυό κλείσει να τσουρμάρουν με τον καπετάνιο Άτσα, σε διαφορετικό σκάφος βέβαια ο καθένας, αλλά στο ίδιο μέρος. Με την «Βαγγελίστρα» ο Κλεάνθης, με τον «Άγιο Σάββα» ο Σέμος. Και οι δυό άντρες γελούσαν και ήταν ευτυχισμένοι και ανέμελοι τώρα. Τα χρέη του Σέμου είχαν πληρωθεί στον Χαλκίτη και σε όποιον άλλο χρωστούσε, του είχαν μείνει και μερικές λίρες, να δώσει στη Νικολέτα, να πιεί και μερικές απ’ αυτές με τους φίλους του.
«Μόνο, προ να φύγουμι πρέπει να κάμω και το τάξιμο του πατέρα μου…»
«Ίντα τάξιμο είναι αυτό μαθές;»
«Από την μέρα που ήρθασι οι «Αμερικάνοι», βάλθηκε σώνει και καλά να δει κι αυτός την δική του πατρίδα…»
«Θα τον πας στην Τουρκιά;»
Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι καταφατικά και κοίταξε προς την πόρτα του διπλανού δωματίου, λες και φοβήθηκε μην τον ακούσει η αδερφή του.
«Ναι, θέλει να τον πάω στο Μποντρούμ. Το πεθύμησε λέει και με πιέζει καιρό τώρα να τον πάω. Αχ βρε παλιό «Αμερικάνοι», ίντα μου κάματε! Πες – πες το λοιπό, με έβαλε και του υποσχέθηκα πως πριν φύγω θα τον πάω»
«Σοβαρομιλάς τώρα; Μα… σαν πατήσεις τα χώματα των «σκύλων», πως θα μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στο νησί; Ποιος θα σε δει και δεν θα σε καταραστεί; Πως θα μπορέσεις να μπεις σε εκκλησιά;»
«Έλα ντε! Το σκέφτομαι κι εγώ αυτό και δεν το λέω πουθενά. Αλλά δεν πάω να δω τις ομορφιές τους και τα καλά τους. Το σπίτι μας το πατρικό θέλω να δω. Του πατέρα μου δηλαδή το πατρικό. Πατέρας είναι, γέρος άνθρωπος είναι, πώς να του πω όχι; Αλλά θα πάμε από την Κω, όχι από δω. Και κανείς, έξω από σένα και την Καλοτίνα δεν θα το μάθει, πριν από την τελευταία στιγμή. Δεν είναι ανάγκη να εισπράξω τις κατάρες τους από πριν»
«Κάμε όπως σε φωτίσει ο Θεός. Δεν λέω, ιερή η ‘πόσχεση στον πατέρα, ιερή και άγια η επιθυμία του, αλλά ιερός και ο όρκος των Καλύμνιων για τα Αγαρηνά σκυλιά99! Βάλε το κι αυτό μέσα στους λογαριασμούς που κάμει το μυαλό σου, ζύγιασέ τα όλα και … πράξε»
Ο Κλεάνθης δεν μπορούσε όμως να κάνει πίσω στην υπόσχεση που είχε δώσει κιόλας. Άναψε και άλλο ένα τσιγάρο και άφησε λίγη ώρα χωρίς απάντηση τον γαμπρό του. Η πόρτα χτύπησε και ο Σέμος τον άφησε να ανοίξει. Η Καλοτίνα και η Κυράννα στέκονταν στο κατώφλι κρατώντας πράγματα η κάθε μια για τα παιδιά αλλά και για τα καλωσορίσματα του Σέμου.
«Βρε καλώς τες, περάστε – περάστε. Ίντα κάμετε;», τις ρώτησε σαν τις φιλούσε σταυρωτά.
Οι γυναίκες έφεραν εκτός από τα δώρα και την φασαρία μαζί τους, με αποτέλεσμα να ξυπνήσουν τα μωρά, (άλλο που δεν ήθελε η Κυράννα, να τα δει, να τα παίξει τα εγγόνια της).
«Σε λίγο θα έρθει και ο πατέρας σας…», είπε η Κυράννα, «… γι αυτό έφερα και το φαγί να φάμε όλοι μαζί εδώ»
Όλοι συμφώνησαν και άρχισαν πότε να συζητούν, πότε να παίζουν τα μωρά, πότε να γελάνε. Η βραδιά να περάσει
Ο Απρίλης είχε πάρει ήδη δέκα μέρες να ανθίζει τα λιγοστά φυτά στο νησί. Στο τέλος του στις είκοσι εννιά του θα γιορταζόταν και το Άγιο Πάσχα. Οι ζέστες είχαν γυρίσει μετά τις λίγες κρύες μέρες του Μάρτη και μάλιστα είχαν γυρίσει με ένταση. Ο Κωνσταντής και το «Μαρκούτσο» είχαν ήδη φορέσει τα κοντομάνικά τους και γύριζαν σε όλη την Πόθια κάνοντας καλύτερα απ’ όλους την δουλειά τους. Δηλαδή να μη κάνουν τίποτα, έξω από το να παίζουν στους δρόμους σαν μικρά παιδιά, κυνηγώντας ο ένας τον άλλο, ή σκαρώνοντας φάρσες στους άλλους «λωλούς» του νησιού.
Οι Τσουκαλαήνες όπως και όλες οι νοικοκυρές, έβγαλαν τα ασπρόρουχα, τα έπλυναν με στάχτη και λουλάκι να τα ασπρίσουν όσο πιο πολύ γινόταν (πάντα υπήρχε την άνοιξη αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των νοικοκυρών, πιο ρούχο είναι πιο άσπρο από το άλλο) και τα άπλωναν επιδεικτικά στις αυλές, σεντόνια και τραπεζομάντιλα ένας … αχταρμάς. Βέβαια έτσι το κοίταγμα και το κουτσομπολιό έμπαινε σε δεύτερη μοίρα – αν δεν βλέπεις καλά, τι να πεις; - και τα σπίτια έμοιαζαν με ιστιοφόρα που έπλεαν στην θάλασσα. Η Ποθητή είχε μάθει για το ταξίδι του κυρ Δημητρού και του Κλεάνθη στο Μποντρούμ, αλλά κάτω από το αγριεμένο βλέμμα της Κυράννας, δεν τόλμησε να βγάλει άχνα. Και αυτό της έκαιγε τα σωθικά. Άσε που δεν άντεχε στην ιδέα ότι ο γείτονας θα πήγαινε εκεί στους … τρισκατάρατους!
Έκανε καφέ και κάθισε σε ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι, κοντά στη πεζούλα του δρόμου, να δει ότι περισσότερο μπορούσε από την κίνηση της γειτονιάς. Λίγα; Λίγα, αλλά κάτι είναι και αυτό… από το ολότελα…
Ο Κυρ Δημητρός φάνηκε στον δρόμο και ακολούθησε από πίσω ο μεγάλος του γιός με την Καλοτίνα. Άρχισαν να περπατούν προς το τελωνείο. «Τα πουλάκια μου!», σκέφτηκε η Ποθητή, «φεύγουσι για την Κω… εμ βέβαια μη μάθει κανείς για το ταξίδι…»
Οι δυό άντρες φίλησαν την Καλοτίνα μερικά βήματα πιο κάτω κι εκείνη επέστρεψε στο σπίτι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Κοίταξε προς την μεριά που καθόταν η Ποθητή, εκείνη όμως είχε προλάβει να κρυφτεί πίσω από το σεντόνι που η άκρη του έπεφτε, απλωμένο όπως ήταν, πάνω στην ασπρισμένη πεζούλα. Μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα με δύναμη σαν να έλεγε: «σε είδα».
«Λοιπόν, ο Κουρούνης ίντα ώρα φεύγει μαθές;», ρώτησε ο κυρ Δημητρός.
Όπου «Κουρούνης», ήταν το βαμμένο άσπρο – πράσινο (ένα παράξενο πράσινο που θύμιζε σαύρα των αγρών), καραβάκι που έκανε από άνοιξη μέχρι Σεπτέμβρη το πήγαινε έλα της Κω.
«Προλαβαίνουμε πατέρα, έχουμε μισή ώρα ακόμα πριν να σαλπάρει. Και εμείς δεν θα κάνουμε πάνω από πέντε λεπτά μέχρι εκεί»
Και έτσι ήταν! Το καραβάκι με τον τραγιασκοφόρο καπετάνιο του δεν είχε ανάψει ούτε την μηχανή του. Λες και τους περίμενε! Κοίταξαν γύρω τους να δουν τους υπόλοιπους επιβάτες. Δυό άντρες και μια γυναίκα με μαύρο, πένθιμο τσεμπέρι, από το «χωριό», μερικές κοπέλες που άφηναν κάποια μεγάλα καλάθια και φυσικά τρεις γίδες που όλο βέλαζαν και φοβόντουσαν να ανέβουν την μικρή σκάλα του πλοίου. Βέβαια με λίγο σπρώξιμο, συμμορφώθηκαν, αδιαφόρησαν για τα γεγονότα γύρω τους και άρχισαν ατάραχες να αναμασούν… τον αέρα.
Μία ώρα έκανε το μικρό σκάφος να δέσει στο λιμάνι της Κω. Ο Κλεάνθης θέλησε να πιεί ένα καφέ, ένοιωθε κάπως νωχελικός και σε συνδυασμό με την αναμονή για την αναχώρηση του πλοίου για την Αλικαρνασσό, παρέσυρε τον πατέρα του σε ένα μικρό καφενεδάκι κοντά στην προβλήτα.
«Άντε ένας καφές παραπάνω δεν θα σου κάμει κακό…», του είπε.
Ο κυρ Δημητρός κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας μαζί του, αλλά δεν έβγαλε κουβέντα, μόνο κοίταγε την γενέτειρα πόλη του απέναντι, να προβάλλει αχνά μέσα από καπνούς λες. Η καρδιά του άρχισε να λειτουργεί σε πιο γρήγορους ρυθμούς, η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη και πιο κοφτή και το μυαλό του άφηνε τώρα τις παλιές εικόνες να έρθουν μπροστά – μπροστά στα μάτια του. Χαμογέλασε σαν είδε τον Γιουσούφ να σκουπίζει την μύτη του από τις μύξες με το μανίκι, κλαίγοντας που είχε χάσει όλα τα βότσαλα στα «πεντόβολα». «Aptal – aptal…», τον άκουσε να λέει, «… tüm çalmak için senin ...» (βλάκα – βλάκα,… με κλέβετε όλοι σας». Είδε την Χανούμ - έτσι την έλεγε αν και το όνομά της ήταν Έσμα – να τρέχει να αγκαλιάσει τον μικρό της αδερφό : « brats, küçük buldum ve ne istersen, izinli geliyor ...» (παλιόπαιδα, τον βρήκατε μικρό και τον κάνετε ότι θέλετε, άντε φύγετε...).
Είδε τον Ομάρ να γελάει με την καρδιά του και να τρέχει μακριά παροτρύνοντάς τον: «… bu odun yemek Dimitris usta gel…», (έλα Δημήτρη αφέντη μη φάμε ξύλο από αυτήν). Και πήγαιναν στο μικρό σπίτι του Ομάρ, παίρνανε τα βατραχάκια που είχαν μαζέψει την προηγούμενη ή τα τζιτζίκια που φύλαγαν σε σπιρτόκουτα με ζάχαρη και άρχιζαν να τα ταλαιπωρούν. Πως και πως περίμεναν να πάνε στο σπίτι του πατέρα του – ένας ολόκληρος πύργος ήταν – να κάνουν επιδρομή στην κουζίνα, να κλέψουν κουλούρια και μαρμελάδες, μέλια και τραγανά μπισκότα. Όλα αυτά τα παιδιά ήταν περίπου με μικρές διαφορές, συνομήλικά του, κόρες και γιοί των υπηρετών τους. Μεγάλωσαν μαζί, με παιγνίδια και φάρσες, με σκανταλιές και αγάπη μέχρι το ’22, που οι Τσέτες έφεραν την καταστροφή.
Ο κυρ Δημητρός σκούπισε τα μάτια του που είχαν κοκκινίσει και χαμογέλασε στον γιό του σαν να του έλεγε: «μη ρωτήσεις τίποτα». Και εκείνος δεν ρώτησε. Δεν είχε ανάγκη να ρωτήσει, διέθετε αρκετό μυαλό να καταλάβει. Ήπιαν τον καφέ τους έκαναν και ένα – δυό τσιγάρα μέχρι που ακούστηκε η «φωνή» της «Μεγαλόχαρης», που τους καλούσε για αναχώρηση. Αφού έλεγξαν τα χαρτιά τους δυό ένστολοι του Λιμεναρχείου, βρέθηκαν στο κατάστρωμα πάνω από τα γαλάζια νερά του Αιγαίου, να βλέπουν την Αλικαρνασσό να πλησιάζει και να μεγαλώνει στα μάτια τους. «Ωραία δείχνει…», είπε ο Κλεάνθης, κάνοντας τον πατέρα του να συμφωνήσει με ένα νεύμα.
Το λιμάνι ήταν ένα τυπικό λιμάνι όπως αυτό της Καλύμνου ή της Κω ή οποιοδήποτε άλλο Ελληνικό λιμάνι. Η «Μεγαλόχαρη», έδεσε κοντά σε ένα κτίριο που διαπίστωσαν μετά ότι ήταν το Τούρκικο Λιμεναρχείο που είχε μεταφερθεί εκεί, από το παλιό κτίριο που ήξερε ο κυρ Δημητρός. Εκεί παλιά ήταν τα γραφεία και οι αποθήκες του Αχτατζόγλου, φίλου του πατέρα του, που εμπορευόταν υφάσματα, χαλιά και μετάξια. Οι χώροι άρχισαν να θυμίζουν πολλά στον κυρ Δημητρό, οι μικρές πλατείες με τα πάρκα των ακακιών τους, τα κτίρια – αν και σε όχι καλή κατάσταση τώρα πια – οι δρόμοι που αν και λεροί ήταν οι δρόμοι που ήξερε, τα καταστήματα, πολλά είχαν μείνει άδεια και έρημα με τις Ελληνικές επιγραφές, όσες δεν είχαν καταστρέψει οι φανατικοί μουσουλμάνοι, να στέκουν ακόμα έστω και ξεθωριασμένες στη θέση τους.
«Αναστασίου νεωτερισμοί – tuhafiye», διάβασε σε μια, «Επιπλώσεις Παπαποστόλου - Mobilyalar Papapostolou», διάβασε σε μια δεύτερη. Αν και αυτή τη δεύτερη δεν την διάβασε ακριβώς, αφού δεν φαινόταν καθαρά από την σκουριά, αλλά το μυαλό του την θυμήθηκε. Γέλασε με πίκρα στην ανάμνηση αυτή, που του έφερνε και καλές αναμνήσεις – πολλές φορές είχε πάει με τη μητέρα του εκεί, αλλά και απαίσιες στιγμές αφού είδε τον Μιλτιάδη Παπαποστόλου, τον αδερφό του ιδιοκτήτη, να σφάζεται μπροστά στα μάτια του, εκείνες τις μαύρες μέρες, στην διπλανή πλατεία από τους στρατιώτες του Τούρκικου στρατού και το εξαγριωμένο πλήθος των φανατικών. Κούνησε το κεφάλι και εκτίμησε την σιωπή του γιού του. Οι εικόνες και τα παλιά στιγμιότυπα των παιδικών του χρόνων, ξεπήδαγαν αδυσώπητα ρεαλιστικά και με τόσο γρήγορο ρυθμό που ο εγκέφαλος δεν μπορούσε πια να ταξινομήσει στη σωστή σειρά.
Περπάτησαν μέχρι εκεί που υπήρχαν – έτσι τουλάχιστον θυμόταν – οι αραμπάδες που κάποιος μπορούσε να νοικιάσει με την ώρα. Και είχε δίκιο. Η «πιάτσα» των αραμπάδων ήταν ακόμα εκεί γεμάτη από τις σβουνιές των αλόγων και τους θορύβους από τα πέταλά τους. Πάντως δίπλα υπήρχε και μια άλλη «πιάτσα» με αυτοκίνητα – πρέπει να ήταν τρία ή τέσσερα – που κι αυτά μπορούσες να τα νοικιάσεις με την ώρα για ένα περίπατο.
«Kontompasi gitmek gidelim…» (πόσο πάει μέχρι το Κοντόμπαση), ρώτησε ο κυρ Δημητρός τον αμαξηλάτη στον πρώτο αραμπά. Προτιμούσε το άλογο από τα αυτοκίνητα για να θυμηθεί πιο καλά τη διαδρομή και να μυρίσει το μέρος… «όπως τότε…», σκέφτηκε.
Πήρε την απάντηση και ανέβηκαν στον όμορφο και καθαρό αραμπά. Σε καμιά ώρα έλπιζε να δει το παλιό του σπίτι. «Θεέ μου, ας καθυστερήσει λίγο ο αραμπατζής…» παρακάλεσε μέσα του. Κι εκείνος δεν του χάλασε το χατίρι, πηγαίνοντας όσο πιο … αργά και νωχελικά μπορούσε. Πριν βγουν από την πόλη αντίκρισε στα δεξιά του δρόμου ένα μεγάλο δίπατο σπίτι βαμμένο στο μπλε χρώμα του ζαφειριού, με προτεταμένο το χαγιάτι του. Γύρισε το κεφάλι και προσπάθησε να δει μέσα από ένα από τα παράθυρά του που ήταν ανοικτό. Άκουσε φωνές αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει κάποια μόρφη. Ούτε του γέρο Οκάν, πως θα μπορούσε να ζει ακόμα, αλλά ούτε και της κόρης του, της όμορφης Seza – Halile , που κάποτε υπήρξε ο μεγάλος του έρωτας και η οποία θα είχε την ηλικία της Κυράννας πάνω – κάτω. Θα ήθελε όμως να την δει, να μάθει αν ο χρόνος της είχε φερθεί καλά, να μάθει αν είχε δίκιο που κάποτε την ερωτεύθηκε.
Ο ανοιξιάτικος ήλιος έκαιγε και ο Κλεάνθης έβγαλε το σακάκι που φορούσε και δίπλωσε τα μανίκια. Ήδη ο ιδρώτας είχα κάνει την εμφάνισή του στο μέτωπο.
«Σαν να είναι καλοκαίρι βρε πατέρα … πω – πω ζέστη…»
«Ναι… σαν να είναι καλοκαίρι… όλα είναι τόσο όμορφα», απάντησε χαμηλόφωνα λες και δεν ήθελε να ακουστεί!
Σε λίγο, από μακριά, έκανε την εμφάνισή του ένα γνωστό κτίριο. Ανάμεσα σε μεγάλα χτήματα με κόκκινο χώμα, διακρινόταν η σιλουέτα του παλιού πύργου. Σε κάθε βήμα του αλόγου, σε κάθε στροφή του τροχού του αραμπά, το κτίριο μεγάλωνε και γινόταν εκείνη η αγαπημένη εικόνα του κυρ Δημητρού. Η καρδιά του γερο Καλύμνιου, έκανε σαν περιστέρι που ήθελε να αποφύγει παγίδα, σαν αετός που λαχταρούσε να σπάσει τα κάγκελα του κλουβιού του. Κοίταξε ολόγυρα… να ο λευκός πέτρινος φράχτης, να και εκείνες οι ψηλές λεύκες. Όλες ήταν εκεί … «… και οι πέντε… όπως τότε…», σκέφτηκε και θυμήθηκε πόσες φορές είχε παίξει κρυφτό εκεί και εκείνο το άλλο παιγνίδι… «πως το λέγανε… α, ναι, Μπερλίνα…», μονολόγησε.
«Είπες κάτι πατέρα;», τον ρώτησε ο Κλεάνθης.
Ο γερο πατέρας τον κοίταξε ήσυχα με μάτια μελαγχολικά, βαθιά λες χωμένα μες τις κόγχες τους. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά στην αρχή, αλλά μετά σαν να το μετάνιωσε του είπε:
«Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα γιέ μου, αλλά αυτό που κάνεις σήμερα…. Θα σου το χρωστάω για πάντα. Την ευκή μου να έχεις παιί μου…» και γύρισε απότομα το βλέμμα αλλού. Σε όλα εκείνα που τα ήξερε, τα είχε ζήσει έντονα, τα είχε ονειρευτεί, τα είχε λαχταρήσει και τα οποία, σε γενικές γραμμές, δεν είχαν αλλάξει. Μόνο που του φαίνονταν πιο μικρά τώρα. «Μάλλον μεγάλωσα εγώ …», σκέφτηκε ακουμπισμένος στο μπαστούνι του με την ασημένια λαβή. Χάρηκε που για πρώτη φορά δεν είχε φορέσει τα μαύρα του γυαλιά και έτσι ρουφούσε τις εικόνες σε όλη τους την ένταση και την μεγαλοπρέπεια. Το μικρό γιοφύρι που πέρασαν τον γέμισε με ακόμα πιο πολλές αναμνήσεις. Κάποια παιδιά έτρεχαν γύρω από το νερό του μικρού ρυακιού και μάζευαν βατράχια, όπως έκανε εκείνος στα μικράτα του, κάποια άλλα μάζευαν σκουλήκια, όπως έκανε κι εκείνος και κάποια άλλα, έκοβαν γαϊδουράγκαθα να πάρουν την «τσίχλα» τους από τον ανθό, ακριβώς όπως έκανε κι εκείνος. Είδε τον Ομάρ, θα μπορούσε να ήταν ο Ομάρ, να τον χαιρετάει από μακριά και την Χανούμ να μαλώνει τον μικρό Γιουσούφ, θα μπορούσαν να ήταν η Χανούμ, θα μπορούσε να ήταν ο Γιουσούφ. Σήκωσε το χέρι και σαν πολιτικός, χαιρέτισε κι εκείνος, προκαλώντας το γέλιο των παιδιών. «Να ‘στε καλά», μουρμούρισε.
Ο αραμπάς έφτασε στη πόρτα του λευκού φράχτη και σταμάτησε εκεί. Παρακάλεσαν τον αραμπατζή, ένα μελαχρινό τριχωτό άντρα που μιλούσε όμως σχεδόν καλά τα Ελληνικά, να τους περιμένει για λίγο. Θα γύριζαν να προλάβουν το απογευματινό πλοίο πάλι για την Κω. Δεν ήθελαν να μείνουν και πολύ στην Τουρκία.
Ο Κλεάνθης βοήθησε τον πατέρα του να φτάσει σε εκείνη την ξύλινη πόρτα που κάποτε έπρεπε να ήταν βαμμένη με κόκκινο χρώμα. Και ο πέτρινος φράχτης από κοντά, δεν ήταν και τόσο άσπρος. Πολλές πέτρες είχαν πέσει ή απλά έλλειπαν και ένα μίγμα από φυτά και αγκάθια με αράχνες είχε καταλάβει την κενή θέση. Και εκεί που ήταν εκείνο το μικρό περίπτερο με το καταπράσινο γρασίδι, αδυναμία της μάνας του, τώρα υπήρχε μόνο ξεραμένο χώμα και κάποια βράχια γεμάτα με κισσό και βρύα.
Ο κυρ Δημητρός, σήκωσε το μπαστούνι του και το σήκωσε δείχνοντας ένα – ένα τα μέρη που είχε μεγαλώσει στον γιό του. «Να κι εκεί παίζαμε κουτσό, να βλέπεις εκεί που είναι εκείνο το πλακόστρωτο; Να εκεί. Και πιο πέρα, αν βλέπεις εκείνη την ακακία, ε λοιπόν εκεί έδωκα όρκο στον Ομάρ ότι θα είμαστε φίλοι για πάντα. Μάλιστα χαράξαμε και τα μπράτσα να βγει αίμα να το κάνουμε όπως είχαμε ακούσει ότι το έκαμαν οι μεγάλοι άντρες…», γέλασε εκείνο ο μελαγχολικό γέλιο της ανάμνησης. Γύρισε το μπαστούνι προς το σπίτι. Ένα μεγάλο σπίτι που πραγματικά με τους τρεις ορόφους του έμοιαζε με πύργο παραμυθιού. «Ήταν πολύ πλούσιος ο πατέρας μου, Θεός σ’ χωρέστον… ο πάππος σου μαθές. Όλα αυτά τα χτήματα που βλέπεις πίσω, δικά μας ήταν και όλα γεμάτα σταφίδα. Να, εκεί…», του έδειξε το τρίτο παράθυρο στον δεύτερο όροφο, «… να, εκεί γεννήθηκα εγώ. Αλλά και τα αδέρφια μου…»
Ο Κλεάνθης κοίταξε προς το παράθυρο εκείνο και είδε μια κουρελού αντί για κουρτίνα να ανεμίζει στον αέρα. Τα μάρμαρα από τα περβάζια έλειπαν και ο σοβάς σε πολλά σημεία είχε πέσει, αφήνοντας την θέση του στα μεγάλα πράσινα σημάδια της μούχλας. Και τα κεραμίδια δεν είχαν πια εκείνο το ζωηρό χρώμα που θυμόταν ο κυρ Δημητρός. Όσα είχαν απομείνει, γιατί κι εκεί η αδιαφορία ή η ανημποριά των ανθρώπων είχε βάλει την σφραγίδα της, είχαν ξεθωριάσει παίρνοντας αυτό το ροζ χρώμα του ξεπλύματος. Και ο δρόμος, το μονοπάτι, από την πόρτα του φράχτη που τώρα στέκονταν, μέχρι την είσοδο του σπιτιού είχε χορταριάσει και σε πολλά σημεία είχαν φανεί μεγάλες πέτρες.
Μια γριά γυναίκα με το πολύχρωμο Τούρκικο τσεμπέρι στο κεφάλι τους πήρε είδηση από το σπίτι και τους φώναξε από μακριά: « Sen kimsin? Ne istiyorsun?» (Ποιοι είσαστε; Τι θέλετε;), ενώ ταυτόχρονα άρχισε να τους πλησιάζει.
Οι δυό άντρες δεν απάντησαν. Ο Κλεάνθης γιατί δεν ήξερε την γλώσσα, ο κυρ Δημητρός… γιατί, απλά, δεν μπορούσε. Η γριά πλησίασε αρκετά και επανέλαβε την ερώτησή της : «Sen kimsin? Ne istiyorsun?» και συνέχισε: « Herhangi bir araç seyir? Eğer belediye başkanı mısın?» (Ποιόν ψάχνετε; Είσαστε από την δημαρχία;). Δεν πήρε απάντηση και πλησίασε πιο κοντά. Ο ήλιος σκίαζε τα πρόσωπα των δυο επισκεπτών και η γριά αναγκάστηκε να ανοίξει την μικρή πόρτα του φράχτη για να δει καλύτερα.
Σήκωσε τα μάτια στο πρόσωπο του γερο Καλύμνιου. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ακουστεί η τρεμάμενη φωνή της να λέει στα Ελληνικά :
«Δημητρό εφέντη μ’;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι σε μια μεγάλη και έντονη κατάφαση. Με όση δύναμη του είχε αφήσει η ψυχή του απάντησε; «Ναι, Χανούμ… ναι Έσμα κορίτσι μου…»
Ο Κλεάνθης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του από το κλάμα. Το ίδιο και οι δυό ηλικιωμένοι μπροστά του που είχαν αγκαλιαστεί και τα κορμιά τους τραντάζονταν από τους λυγμούς φιλώντας ο ένας τον άλλο στα μάγουλα, προσπαθώντας να χορτάσουν την ύπαρξή τους. «Δημητρό εφέντη μ’…», έλεγε και ξανάλεγε η γυναίκα και να ‘σου ξανά αγκαλιές και να ‘σου ξανά φιλιά και χάδια. «Ζεις εφέντη μ’; Είσαι καλά εφέντη μ’…;», προσπαθούσε με χίλιες ερωτήσεις να τα μάθει όλα, κοιτώντας τα λευκά του μαλλιά, να τα μάθει αμέσως αν γινόταν, αυτή τη στιγμή. Κι εκείνος… δεν απαντούσε, είχε κιοτέψει τη στιγμή. Μόνο έκλεισε τα μάτια να κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής του εκείνο που ένιωθε τώρα. Και λέγοντάς του : «Benim büyük usta Bahçesi», (μεγάλη χαρά εφέντη μ’), γύρισε προς την μεριά των αγρών και άρχισε σε κατάσταση υστερίας να φωνάζει, με τη δύναμη της φωνής που μόνο οι γριές γυναίκες των χωραφιών έχουν: «Gel, gel, Güneş Dimitris, patron oğlu geldi ... Yusuf Ömer ... ... senin kadar hızlı ... çabuk gel ...», (Ελάτε, ελάτε, ο κυρ Δημήτρης, ο γιός του αφέντη ήρθε... Γιουσούφ... Ομάρ... ελάτε γρήγορα... όσο πιο γρήγορα μπορείτε...).
Φάνηκε κάποια κίνηση από την μεριά των χωραφιών και δυό τρεις γέροι αλλά και μερικοί νεαροί φάνηκαν να έρχονται. Αλλά δυό απ’ αυτούς, οι δυό παλιοί φίλοι του κυρ Δημητρού, έτρεχαν πετώντας ότι κρατούσαν, τσάπες και τσουγκράνες στην προσπάθειά τους να φτάσουν ένα δευτερόλεπτο πιο γρήγορα. Και έπεσαν στην αγκαλιά του μαζί με την … Χανούμ. Κι έγιναν ένα κουβάρι και οι τέσσερις, που έκλαιγε και χάιδευε ο ένας τον άλλο. Ελληνικά ακούγονταν που ευχαριστούσαν τον Θεό, Τούρκικα ακούγονταν που δόξαζαν τον Αλλάχ γι αυτή τη συνάντηση. Ο χρόνος λες και σταμάτησε στην αγκαλιά τους. Οι γέροι ξανάγιναν παιδιά και όλα τα πράγματα γύρω τους ξαναμεγάλωσαν και πήραν τις αρχικές τους διαστάσεις, εκείνων των ανέμελων χρόνων τους.
Ο αραμπατζής πληρώθηκε και τους άφησε εκεί, αφού οι Τούρκοι δεν άκουγαν τίποτα για την επιστροφή τους. «Ilk biz yemek ve içmek ve sonra bırakın…», (πρώτα θα φάμε και θα πιούμε και μετά θα φύγετε), είπαν όλοι με ένα στόμα. Και αυτό το τραπέζι, το γλέντι πιο σωστά, κράτησε τρεις μέρες και αν κάποιος ήξερε ότι οι Μουσουλμάνοι δεν πίνουν αλκοόλ και δεν τρώνε χοιρινό, εδώ, θα έπρεπε να αλλάξει γνώμη. Τα κρασιά και τα τσίπουρα με γλυκάνισο, τα λουκάνικα και οι χοιρινές πανσέτες γέμισαν για όλες αυτές τις μέρες το τραπέζι τους. Γιατί έξω από την πολιτική, οι λαοί αποτελούνται από ανθρώπους και οι άνθρωποι, ειδικά αυτοί του μόχθου, είναι παντού όμοιοι. Το ίδιο χαίρονται, το ίδιο πονούν, το ίδιο μισούν και με την ίδια σφαίρα μπορούν να πεθάνουν.
«Αλήθεια μαθές; Έτσι γίνηκαν τα πράγματα; Τόση αγάπη και χαρά;», ρώτησε ο Σέμος λες και δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του.
«Και λίγα σου είπα βρε», απάντησε ο Κλεάνθης καθώς έπιναν το βραδινό τους κρασάκι στο καφενείο με τον Μέμο να ιδρώνει από την προσπάθεια να ικανοποιήσει τους πελάτες και την Καλοτίνα στην κουζίνα να τηγανίζει μαρίδες και πατάτες.
«Τι λες βρε παιδί μου… κι εμείς τους λέμε αγριάνθρωπους και κακούς. Αγαρηνά σκυλιά …»
«Άνθρωποι Σέμο μου, άνθρωποι είναι κι αυτοί. Εσύ μοχθείς με το σφουγγάρι κι αυτοί με τη γη…»
Ο κυρ Μανώλης ο Νυστάζος ο συνταξιούχος δάσκαλος καθόταν στο διπλανό τραπέζι με την εφημερίδα ανοικτή και άκουγε χωρίς να το δείχνει την κουβέντα τους. Αυτή την κουβέντα που δεν έπρεπε να την ακούσουν οι άλλοι συντοπίτες του. Χαμογέλασε και σήκωσε το ποτήρι του να πιεί μια γουλιά, αλλά άδειασε το τσίπουρο μονορούφι στο στόμα, λες και έκανε πρόποση. Μορφωμένος άνθρωπος ήταν, ήξερε ότι όλοι οι άνθρωποι, οι φτωχοί άνθρωποι, είναι ίδιοι παντού!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου