ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
«Έλα και για όσο θα λείπω θα είσαι εσύ ο ιδιοκτήτης βρε», του έλεγε ο Κλεάνθης κάθε τόσο. «Βέβαια για οκτώ μήνους μόνο…» και γέλαγε σαν έβλεπε την απελπισμένη έκφραση του Μέμου. Γιατί «ιδιοκτήτης» σήμαινε… ότι θα παράταγε τις βόλτες με τους φίλους του, τα ψαρέματα και τα μπάνια στη «Γέφυρα» και τα «Θέρμα». Δεν μίλαγε όμως, ήξερε ότι η … διαταγή (!) - όσο γλυκά κι αν το ζητούσε - του μεγάλου του αδερφού, έπρεπε να γίνει αποδεκτή.
Ο συνηθισμένος κόσμος μπαινόβγαινε στο καφενείο, έπινε τους καφέδες του και τα τσίπουρά του, έκανε τα συνηθισμένα του σχόλια – τόσες φορές τα ίδια και τα ίδια, που ο Κλεάνθης ήξερε τι θα πει ο καθένας πριν ακόμα ανοίξει το στόμα του – διάβαζε την εφημερίδα του και ταξίδευε με την φαντασία του σε μακρινές θάλασσες.
Ο καπετάν Άτσας έβαλε την ναυτική του τραγιάσκα στη καρέκλα δίπλα του και έκανε νόημα στον Μέμο για ένα καφέ. Σήμερα δεν ήθελε να πιεί, είχε πολλές δουλειές να τελειώσει σαν πλησίαζε ο καιρός για το ταξίδι. Στα ίδια μέρη, με τις ίδιες συνήθειες και τσούρμα ελαφρά αλλαγμένα. Η «Βαγγελίστρα», ήθελε ακόμα λίγες επισκευές, κάτι πράγματα της τελευταίας ώρας αλλά ο «Άγιος Σάββας» η «Γλυκοφιλούσα» και τα δυό μικρότερα, ήταν έτοιμα να φορτώσουν ανά πάσα στιγμή, τα τρόφιμα, τα νερά και ότι άλλο ήταν χρειαζούμενο για τους οκτώ μήνες που θα έλειπαν. Ακόμα όμως τα χαρτιά καθυστερούσαν και το Λιμεναρχείο του παρουσίαζε δυσκολίες.
Ήπιε την πρώτη γουλιά και μάσησε το καϊμάκι, άναψε το τσιγάρο του ( ούτε ναργιλέ ήθελε ), φώναξε τον Κλεάνθη κοντά του και μέτρησε την ώρα με το ρολόι της τσέπης.
«Ίντα έγινε μωρέ Κλεανθιό, ετοιμάζεσαι μαθές;»
Ο άντρας μπροστά του έγνεψε καταφατικά, πήρε την καρέκλα από δίπλα και κάθισε ανάποδα στερεώνοντας τα χέρια στο ξύλο της πλάτης. «Έτοιμος είμαι καπετάνιο, έτοιμος. Κάποια λίγα που μένουν … είναι θέμα μιας – δυό ημερών … μέχρι τη Δευτέρα θα έχω τελειώσει»
«Μου φέρνει κάποιες δυσκολίες το Λιμεναρχείο και έτσι έλεγα να περιμένουμε το Πάσχα, να το κάμουμε εδώ και μετά την επόμενη δηλαδή να φύγουμι. Αν δουλέψουμε λίγο πιο καλά, πιο γρήγορα εννοώ, θα βγάλουμε καλή δουλειά»
Συνέχισαν την κουβέντα τους γύρω από το ταξίδι, προσπαθώντας να μην αφήσουν καμιά λεπτομέρεια χωρίς να τη εξετάσουν. Βέβαια την πιο πολύ δουλειά την έκαναν οι κολαουζέρηδές του αλλά την τελική απόφαση όπως και το περισσότερο άγχος την είχε αυτός σαν ιδιοκτήτης και μετά οι καπεταναίοι του. έτσι δεν πρόσεξαν τον Σέμο που είχε μπει και πλησίασε κοντά τους.
«Καπετάνιε, όλα εντάξει;», ρώτησε «Καλημέρα κουνιάδε»
Κάθισε λοιπόν μαζί τους και αποφασίστηκε να πάει εκείνος με τον «Άγιο Σάββα», όπως δηλαδή είχε ήδη κανονιστεί. Φάνηκε ότι δεν είχαν πολλά άλλα να πουν και έτσι ο καπετάνιος σηκώθηκε να φύγει, ήπιε όρθιος την τελευταία γουλιά του καφέ του, ευχαρίστησε τον Κλεάνθη που τον κέρασε και τους άφησε μόνους τους.
«Ωραία να είμασταν στο ίδιο τσούρμο…», είπε ο Σέμος.
«Στο ίδιο μέρος θα πάμε, τι σημασία έχει το πλοίο; Θα σε βλέπω από την κουβέρτα, θα με βλέπεις κι εσύ από το κατάστρωμα. Το ίδιο πράγμα είναι…»
«Ναι, το ίδιο πράγμα θα είναι»
Γέλασαν με κάποια που είπαν στη συνέχεια, ήπιαν τα τσίπουρά τους (παράξενο αλλά ο Σέμος περιορίστηκε στα δυό – τρία ποτήρια μόνο), κάνανε τους καπνούς τους και έτσι πέρασαν το ζεστό εκείνο απόγευμα, μέχρι που ο Σέμος τον ρώτησε:
«Ε, μου λες βρε Κλεάνθη, ίντα έγινε μαθές με την Καλοτίνα; Σας βλέπω εδώ και μέρες και… τσακωθήκατε μαθές;»
«Α χα… ναι … η Καλοτίνα. Όσα ξέρεις τόσα γνωρίζω κι εγώ. Κάτι έχει μαζί μου, κάτι την έχει πειράξει, αλλά ίντα να πω. Γυναίκες παιδί μου, τέτοια πράγματα τα κάνουσι κάθε τόσο! Άλλα λένε τώρα, τα αλλάζουν μετά, άλλα εννοούν, άλλα πράττουν και φυσικά για όλα γκρινιάζουν. Έτσι και η αερφή μου, κάτι νομίζει ότι της έχω κάμει…»
«Κι εσύ δεν ξέρεις; Δεν σκέφτεσαι κάτι που της έχεις κάμει τώρα τελευταία; Εκείνη έπινε νερό στο όνομά σου που λέει ο λόγος»
«Δεν ξέρω τι να πω πλιό…»
Και σαν απόσωσαν τον λόγο τους, η Καλοτίνα έκανε την εμφάνισή της από την άκρη της αυλής του καφενείου, κουβαλώντας στα χέρια ένα μπόγο φτιαγμένο από σεντόνι και δεμένο σφιχτά με ένα άσπρο σκοινί.
«Ίντα είναι αυτό που κουβαλείς;», τη ρώτησε με που την είδε ο Κλεάνθης.
Η γυναίκα δεν απάντησε μόνο πήγε κοντά στο τραπέζι των δυο αντρών. Όρθια έδειξε το μικρό μπόγο:
«Η μάνα στέλνει κάτι ρούχα στη Νικολέτα για τα μικρά. Κάποια ρούχα που της έδωκαν οι Τσουκαλαήνες … μωρουδιακά είναι, δεν ξέρω κι εγώ που τα βρήκαν … αλλά νομίζω ότι είναι από τα παιδιά της Ρούκουνας του Παντελή. Υπέθεσα ότι θα είναι εδώ ο Σέμος και είπα να τα φέρω. Αλήθεια, Σέμο, ίντα κάμεις; Είσαι καλά;»
«Καλά είμαι…», της απάντησε εκείνος και πήρε το δέμα. «Θα καθίσει σιμά μας;»
«Καλύτερα να βοηθήσω λίγο τον μικρό…» έδειξε προς την μεριά του Μέμου «… που φαίνεται να ιδρώνει και μετά τα λέμε». Απομακρύνθηκε με κατεύθυνση την κουζίνα και ανακουφισμένο πια Μέμο.
«Ωραία γυναίκα…», είπε ο Σέμος και σηκώθηκε αργά να πάει προς το σπίτι. «Κρίμα που θα φύγει για την Αμέρικα… κρίμα. Θα μας λείψει, αλλά αν είναι για το καλό της…»
«Ναι… αν είναι για το καλό της… καλύτερα… καλύτερα να πάει…», απάντησε ο Κλεάνθης και στα μάτια του φάνηκε μια λάμψη σαν κάτι να ξεκαθάρισε μέσα του, αλλά και συγχρόνως θλίψη για την … μελλοντική απώλεια της αδερφής του. «Άντε καληνύχτα Σέμο. Δώσε τα φιλιά μου στην Νικολέτα και τα μωρά».
Οι άντρες χωρίστηκαν και ο Σέμος με το δέμα στην μασχάλη άνοιξε το βήμα προς την μεριά της πλατείας. Είδε από μακριά τα άγαλμα του Ποσειδώνα στην στροφή του δρόμου και με την συνοδεία της μελωδίας των κυμάτων δίπλα του, αποφάσισε να ανάψει άλλο ένα τσιγάρο και να καθίσει σε ένα από τα βράχια που αγέρωχα έσπαζαν την κυματογραμμή. Βολεύτηκε όσο πιο καλά μπορούσε και φύσηξε τον καπνό προς τη μεριά του πελάγους. Εκείνος στροβιλίστηκε, λέπτυνε και πήρε τον δρόμο του προς τα σύννεφα. Ο ήλιος είχε πάρει πια να «βασιλεύει» και γέμιζε με πορφυρό χρώμα τα βουνά της Κω και την θάλασσα, δημιουργώντας ένα πίνακα, λες, ζωγραφικής με αποχρώσεις μενεξεδιές κι ύστερα φούξιες και πορτοκαλόχρυσες έως πέρα μακριά στον ορίζοντα, εκεί που το γαλάζιο εξαϋλωνόταν, ακολουθώντας το νυσταγμένο ήλιο. Μια πυρρόχροη δαντέλα περίζωνε το βουνό προς τα «Θέρμα», πάνω από τον Άγιο Νικόλαο, φλογίζοντας τις κορυφές των λιγοστών δέντρων, που βρίσκονταν λες σε ιερή ανάταση. Οι αύρες, φερμένες από το πέλαγο, έπαιξαν για λίγο με τα φυλλώματα και τους ίσκιους των δέντρων. Το μοναστήρι του «Άγιου Σάββα», φάνταζε παράξενα ολόλευκο και μελαγχολικά μόνο στην κορυφή.
Το μάτι του, έπεσε σε ένα άλλο βράχο, αρκετά μακριά βέβαια, που δυό πιτσιρίκια είχαν ρίξει μια πετονιά και προσπαθούσαν να πιάσουν κάποιο ψάρι, πριν αυτούς του πιάσει ο μαύρος μανδύας την νύχτας. Με το δάχτυλο έτριψε το μικρό, αχνό σημάδι στο μεσόφρυδο, παράσημο από κάποιο παιδικό πετροπόλεμο και ανακάλυψε δυό δάκρυα να τρέμουν στην άκρη των ματιών. Η εικόνα των δυο παιδιών του να γελάνε, αλλά και της Νικολέτας του, έκανε την εμφάνισή της σε όλο το οπτικό του πεδίο. Αναπόλησε την παλιά τους φλόγα, ίσως και εκείνον τον έρωτα που πολύ γρήγορα παράκμασε χωρίς να ξέρει κι εκείνος γιατί. Λίγο ο εγωισμός, λίγο η – όπως εκείνος πίστευε – αδιαφορία της από την ημέρα που γέννησε, λίγο η επιμονή του να πάει στο σφουγγάρι, έφτιαξαν αυτή την απόσταση που τους χώριζε τώρα. Κι όμως την αγαπούσε και την νοιαζότανε, αλλά…
Το κάψιμο από το τσιγάρο που είχε φτάσει στο τέρμα του, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Σηκώθηκε και πήρε πάλι τον δρόμο για το σπίτι, ανόρεχτα είναι αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ήθελε να την δει την γυναίκα του, αλλά φοβόταν αυτή τη μοναξιά και την άβολη κατάσταση με την σιωπή της. Χαιρέτισε κάποιους γνωστούς που συνάντησε στον δρόμο και άνοιξε την ξύλινη πόρτα του σπιτιού και μέσα στο χλωμό φως της γυμνής λάμπας της κουζίνας, χαιρέτησε πετώντας στον αέρα ένα απλό «καλησπέρα».
«Θα ήθελα να σου μιλήσω… δεν νομίζεις ότι πρέπει;», ρώτησε ο Κλεάνθης την Καλοτίνα αν κι εκείνη είχε δουλειά και μάλιστα ήταν με το τηγάνι στο ένα χέρι και μια μεγάλη πιρούνα στο άλλο. Του χαμογέλασε με ένα κουρασμένο χαμόγελο:
«Να πούμε τι; Ότι ήταν να πούμε, έπρεπε να το είχαμε πει πολύ καιρό πριν. Ίσως και ακόμα πιο παλιά. Τώρα όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους… έτσι δεν είναι;»
«Μιλάς για τους Αμερικάνους; Για το ταξίδι σου;»
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά την ώρα που άδειαζε κάποια τηγανητά ψάρια σε ένα πιάτο. Στην προσπάθειά της να κρατήσει κάποια απόσταση από τον αδερφό της, ακούμπησε στο καυτό σκεύος με αποτέλεσμα να τινάξει το χέρι και το τηγάνι να βρεθεί κάτω στο πάτωμα.
«Τι έγινε, κάηκες;».
Δεν του απάντησε, παρά μόνο έτριψε το χέρι στο σημείο που είχε πέσει το καυτό λάδι. Μάζεψε με μια παλιά πετσέτα τα χυμένα λάδια και κάθισε στην μικρή καρέκλα δίπλα στη φωτιά.
«Ναι, κάηκα…», του είπε. «Αλλά όχι από το λάδι τώρα. Κάηκα από τους γονιούς μου, τα αδέρφια μου και πιο ειδικά, από τον μεγάλο μου αδερφό … αυτόν που νόμιζα ότι με αγαπούσε πραγματικά…». Κοίταξε προς τα πάνω, προς την γυμνή λάμπα, εκεί που κρεμόταν η κολλητική ταινία για τις μύγες από το προηγούμενο καλοκαίρι. Σκιές φάνηκαν να χορεύουν σε κάθε τους κίνηση.
«Ναι… το «πράγμα» … το εμπόρευμα δόθηκε. Πουλήθηκε σε μια καλή τιμή… χωρίς έξοδα … χωρίς εισιτήριο αποστολής…»
«Τι εννοείς; Έτσι νιώθεις; Σαν … εμπόρευμα;»
«Λάθος! Όχι σαν εμπόρευμα… αλλά σαν περιττό εμπόρευμα, που έχει μείνει καιρό αναξιοποίητο και παθητικό. Σαν εμπόρευμα που σαπίζει σε αποθήκη παρατημένο από καιρό. Αν θέλεις να πούμε γι αυτό… ναι, έτσι νιώθω και καλύτερα να χρησιμοποιήσω αυτές τις εκφράσεις, γιατί αν βγάλω όλα αυτά που κρατάω μέσα μου … λέξη προς λέξη… τότε θα καταλάβεις… τι σημαίνει νύχτα. Σαν εμπόρευμα…»
«Δηλαδή τι έπρεπε να κάνουμε; Ή αν θέλεις τι έπρεπε εγώ να κάμω, αφού σε μένα αναφέρεσαι ειδικά; Να πω όχι; Να σε κρατήσω με την επιμονή μου εδώ στο νησί, να καταδικαστείς σε μια συνεχόμενη μιζέρια μέχρι το τέλος της ζωής σου, ενώ είχες μπροστά σου την ευκαιρία για μια ζωή χαρισάμενη; Ίντα θες; Αυτό έπρεπε να κάμω; Να σε βλέπω να γυρνάς σαν σκιά του εαυτού σου, γιατί σε λίγα χρόνια αυτό θα ήσουν και να λέω μέσα μου… «η κακομοίρα η αδερφή μου, έμεινε μόνη και έρημη στη ζωή»; Αυτό νομίζεις ότι έπρεπε να κάμει ένας καλός, σωστός αδερφός; Βλέπεις δεν είχα … δεν έχω τις δυνάμεις να σε κάμω ευτυχισμένη εδώθε … σε αυτό το βράχο καταμεσής της θάλασσας. Έκρινα και έπραξα Καλοτίνα… ήθελες το λοιπό να πω όχι;»
Η κοπέλα τον κοίταγε με ένα ύφος που μαρτυρούσε ότι δεν ήθελε (;), ή πιο σωστά απαξιούσε να του απαντήσει. Τα μάτια της όμως έδειχναν πολύ πάθος, μια εσωτερική ορμή που ήθελε να βγει, να ξεθυμάνει για να μπορεί να δώσει αλλά και να δεχτεί συγγνώμη, να εξιλεώσει και να εξιλεωθεί. Αμήχανα έπαιξε με την άκρη του μανικιού της και στη συνέχεια έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών της.
«Ναι… αυτό ήθελα…», του απάντησε τελικά με μια ήρεμη φωνή που έμοιαζε με εγκατάλειψη μεγάλη. «Ναι…», επανέλαβε, «… αυτό το ¨όχι¨ επιζητούσα. Κι ας γινόταν μετά ότι ήθελε. Μετά το «εμπόρευμα» θα πουλιόταν μόνο του. Αρκεί να ήξερε ότι δεν ήθελαν να το ξεφορτωθούν. Αυτό ζητούσα από σένα. Αυτή την άρνησή σου… το ¨όχι¨ σου. Τίποτα άλλο… ήξερα το μέλλον μου από την ώρα που ο πατέρας έφερε τους Αμερικάνους στο σπίτι. Ήξερα γιατί τους έφερνε και δόξα τω Θεώ, ο νεαρός Παρασκευάς … ο μέλλων σύζυγός μου, είναι όμορφος άντρας και έξυπνος. Το «εμπόρευμα» δηλαδή, θα καταλήξει σε καλό… μαγαζί!»
Χαμογέλασε και ακούμπησε την πλάτη πίσω στην καρέκλα ανοίγοντας τα πόδια σε μια ¨αντρική¨ στάση.
«Δηλαδή νιώθεις κάτι σαν προδομένη από μένα…»
Η γυναίκα δεν έδειξε να είχε ακούσει αυτό το τελευταίο που της είπε ο αδερφός της.
«Και όλα θα ξεχαστούν…», συνέχισε εκείνη λες και δεν είχε σταματήσει τον προηγούμενο λόγο της. « θα ξεχαστούν οι γονείς, το σπίτι, οι φίλες και οι φίλοι, το νησί… όλα… όλα θα ξεθωριάσουν σαν τις παλιές φωτογραφίες που κιτρινίζουν στα συρτάρια όπως ξεχνιούνται από τους ανθρώπους στην ησυχία τους. Κι εσείς όλοι …το ίδιο… παλιές φωτογραφίες θα είσαστε και όσο κι αν θέλω να κρατήσω ζωηρή την εικόνα σας …θα θέλετε να ξεθωριάσετε. Κι εγώ… έτσι μια παλιά φωτογραφία για σας…», επέμενε να λέει τη λέξη ¨φωτογραφία¨, «… μέχρι να κουραστώ να επιμένω στην παρουσία μου μέσα στο μυαλό σας…»
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια:
«Και δεν θα έχω καμιά δικαιολογία να παραμείνω και να σας τυραννώ, γιατί κανείς δεν αντιστάθηκε σε αυτή την … πώς να την πω… την απομάκρυνση. Γιατί κανείς δεν ήθελε να φέρει αντίρρηση, έστω κι ένα τυπικό ¨μη πας βρε Καλοτίνα και θα τα καταφέρουμε όλοι μαζί¨. Γιατί κανείς δεν ήθελε να τα ¨καταφέρει¨. Μόλις παρουσιάστηκε η καλή ευκαιρία …»
«Σκέφτηκες ότι κι εμείς όλοι… άσε τους άλλους… τουλάχιστον εγώ μπορεί να σκέφτηκα εσένα και μόνο εσένα όταν συμφωνούσα; Σκέφτηκες ότι πόνεσα όταν έπρεπε να συμφωνήσω στην αποχώρησή σου … ότι πόνεσα σαν κατάλαβα ότι θα χάσω τον μοναδικό άνθρωπο που πάντα με καταλάβαινε, που πάντα τον αγαπούσα και πάντα λαχταρούσα; Ότι για το καλό σου και μόνο σκέφτηκα … ότι τελικά σκέφτηκα!»
Τέτοιου είδους κουβέντα για τον Κλεάνθη και μάλιστα με την αγαπημένη του αδερφή, ήταν μεγάλο και δυσβάσταχτο βάρος. Άναψε τσιγάρο και όρθιος όπως ήταν ακούμπησε το χωλό του πόδι πάνω σε ένα μικρό ξύλινο σκαμνί. Το ένιωσε να είναι πρησμένο και να μυρμηγκιάζει στη γάμπα και τον μηρό. Το έτριψε ασυναίσθητα και έκανε άθελά του μια γκριμάτσα πόνου. Δεν κατάλαβε τον λόγο που έπρεπε να απολογηθεί
«Τι κάνει η Παπαντή;», τον ρώτησε ξαφνικά η Καλοτίνα. Δεν περίμενε την απάντησή του, μόνο σηκώθηκε και έβαλε το τηγάνι πάνω στη φωτιά υπακούοντας στην φωνή του Μέμου από το βάθος του μαγαζιού. Οι πελάτες δεν μπορούσαν να περιμένουν τις αρρωστημένες σκέψεις της μεγάλης αδερφής.
Το Πάσχα όπως και κάθε Πάσχα, πέρασε με την κατάθλιψη της Μεγάλης βδομάδας, αλλά και την χαρά του γλεντιού που ακολουθούσε την Άγια Ανάσταση. Μετά το γλεντοκόπι του διημέρου, ένα – ένα τα σφουγγαράδικα καΐκια ετοιμάστηκαν με τις τροφές και τα νερά και άρχισαν να συγκεντρώνονται στο μόλο κοντά στην κεντρική πλατεία. Σε δυό μέρες θα άφηναν την ασφάλεια του νησιού και την αγάπη των συγγενών. Τα βράδια οι «μηχανικοί», τα έπιναν στις ταβέρνες και μεθυσμένοι προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν στις σεξουαλικές υποχρεώσεις τους με τις γυναίκες ή τις αρραβωνιαστικιές τους. Τα τελευταία φιλιά, οι στερνές αγκαλιές και η ύστερη μελαγχολία! Το σφουγγάρι περίμενε, τα σκάφανδρα και οι περικεφαλαίες περίμεναν, η θάλασσα ορεγόταν νέους και μεγάλους «μηχανικούς», να τους παιδέψει μέσα στα βάθια της και τις ομορφιές της.
Στη σειρά ο «Άγιος Παντελεήμονας», η «Τιμή της Καλύμνου», ο «Άγιος Σάββας» και καμιά πενηνταριά άλλα σκάφη, κουνιόνταν στο ρυθμό του νερού, άφηναν τα κατάρτια τους στον ύστατο χαιρετισμό των φαλακρών βουνών του νησιού και σήκωναν την κίτρινη σημαία με τον δικέφαλο βυζαντινό αετό, δίπλα στην γαλανόλευκη που την χτύπαγε η θαλασσινή αύρα, στο ψηλότερο σημείο της μεσιανής αντένας. Καπνός από θυμιατά πλανιόταν στον αέρα και μυρωδιά λιβανιού. Παπάδες με τα γυαλιστερά τους άμφια και την εικόνα του Αϊ Νικόλα έψαλαν στο κατάστρωμα της «Ευαγγελίστριας», ραίνοντας τον συγκεντρωμένο κόσμο με αγιασμό. Οι φωνές τους ακούγονταν σαν βάλσαμο στα αυτιά των γυναικών και των μανάδων που έβλεπαν άντρες και γιούς κρεμασμένους κυριολεκτικά στα άλμπουρα γελαστούς να τους χαιρετάνε, φωνάζοντας κάτι ή απλώς κουνώντας το χέρι.
Οι παπάδες κατέβηκαν από το πλοίο μετά τον αγιασμό και λες και είχε δοθεί κάποιο σύνθημα, τα σκάφη με μιας, έλυσαν κάβους, οι μηχανές τους ζωντάνεψαν και καπνοί από τα στενόμακρα φουγάρα τους υψώθηκαν ψηλά. Συντονισμένα ξεκίνησαν … όλα μαζί. Απομακρύνθηκαν από τον μόλο, έφτασαν μέχρι το άλλο άκρο του λιμανιού, στο φανάρι, γύρισαν πίσω μέσα σε ένα υδάτινο αφρισμένο κύμα που δημιούργησαν οι καρίνες τους, λες και έδιναν το τελευταίο αντίο στο συγκεντρωμένο πλήθος και μετά ανοίχτηκαν στο πέλαγος χωρίς βέβαια να ξεχάσουν με τα σφυρίγματά τους να χαιρετίσουν την μικρή εκκλησία του «Σταυρού» στην άκρη του νησιού. Η Μπαρμπαριά και το ψάρεμα του σφουγγαριού τους περίμεναν. Οι άντρες γύρισαν τα μάτια μακριά από την εικόνα του νησιού, (όσο πιο γρήγορα τα γυρνούσαν τόσο πιο γρήγορα θα απαλλάσσονταν από τα «δεσίματα» με τις οικογένειές τους και τα αγαπημένα τους πρόσωπα) και άρχισαν τις δουλειές τους. Σαν εξαρτήματα μιας καλοκουρδισμένης μηχανής περπατούσαν από τη μια μεριά του σκάφους μέχρι την άλλη εκτελώντας στην εντέλεια τα καθήκοντά τους.
Άρχισε να δύει ο ήλιος, άρχισε να δύει και το τελευταίο γνωστό σημάδι στον ορίζοντα. Ο Κλεάνθης καθόταν τώρα στην κουπαστή καπνίζοντας ένα τσιγάρο, αγναντεύοντας με μελαγχολική διάθεση το πέλαγο μπροστά του. Το απαλό αεράκι, είχε γίνει αρκετό κρύο τώρα, αλλά δεν φαινόταν να τον ενοχλεί. Όχι ιδιαίτερα τουλάχιστον. Το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα των κυμάτων, η μονότονη «φωνή» της μηχανής και το σχεδόν ήσυχο σύρσιμο της αύρας ανάμεσα από τις αντένες του σκάφους, έφεραν μια αποχαύνωση στους άντρες που αγνάντευαν κι αυτοί τα όνειρά τους, εκεί στο βάθος, που σε λίγο θα ξεπρόβαλλαν οι ακτές της Αφρικής.
Ο καπετάνιος πλησίασε τον Κλεάνθη και έκατσε δίπλα του, στρίβοντας με τα δάχτυλα ένα τσιγάρο. Το άναψε με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις, απολαμβάνοντας τον πυκνό καπνό στα πνευμόνια. Κοίταξε τα ξύλα του καταστρώματος ανάμεσα στα πόδια του:
«Καλό καιρό κάνει ε; Άντε να έχουμε και καλό «τρύγο». Πιστεύω ότι αυτό το ταξίδι θα είναι καλό», είπε χωρίς ουσιαστικά να περιμένει απάντηση.
Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Έφτυσε στη θάλασσα και απόλαυσε το σκάσιμο ενός κύματος στα πλευρά του σκάφους. Λίγο πιο πέρα δυό γραμμές από άσπρο αφρό, φανέρωσαν δυο δελφίνια που έπαιζαν και συναγωνίζονταν το καΐκι σε ταχύτητα, αλλά σίγουρα όχι σε χάρη. Η Υπαπαντή παρουσιάστηκε στο μυαλό του να του χαμογελάει, η Καλοτίνα ήρθε κι αυτή να τον κοιτάζει με αυτά τα μεγάλα της μάτια και να προσπαθεί να του μιλήσει. Κάτι όμως την εμπόδιζε και φαινόταν το στόμα να ανοιγοκλείνει άηχο και ρυτιδιασμένο. Η Υπαπαντή πάλι πήρε την πρώτη θέση στην εικόνα. Αλλά δεν ήταν αυτή η κοπέλα που ήξερε. Πάλι του χαμογελούσε, αλλά το χαμόγελό της, δεν ήταν αυτό που είχε συνηθίσει τόσο καιρό. Ήταν κουρασμένο και του φάνηκε λυπημένο.
«Ναι καλό καιρό έχει μαθές και η θάλασσα είναι λάδι. Πιστεύω ότι είναι σημάδι για καλό ψάρεμα», χαμογέλασε αλλά μέσα στην καρδιά του επικρατούσε μια αλόγιστη αναστάτωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου