Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η νύχτα τον βρήκε να σέρνει τα βήματα του στο χώμα, στο μέρος που μαζεύονταν όλοι οι νέοι τα βράδια. Πλίθινα σπίτια χτισμένα κυκλικά, δίπλα το ένα στο άλλο, άφηναν έναν ελεύθερο χώρο με δυό δέντρα καταμεσής, για να συγκεντρώνονται τα αγόρια να ψυχαγωγούν τις ώρες τους, πριν την συγκέντρωση στο οικογενειακό τραπέζι. Τίποτα πιο πολύ από δυό μεγάλα λιθάρια σαν καθίσματα και άφθονο κοκκινόχωμα, συμπλήρωναν το σκηνικό. Κι εκείνοι μαζεμένοι, καθισμένοι όπου μπορούσαν στο ακόμη ζεστό έδαφος, έπιναν από μικρούς αμφορείς το ανακατεμένο με μέλι και νερό, ντόπιο κρασί, πείραζαν ο ένας τον άλλο, μετάδιδαν τα νέα της ημέρας, πολλές φορές χωρίς επιτυχία, αφού η υπερβολή και το ψέμα ήταν το κύριο στοιχείο της ενημέρωσης. Αλλά το σπουδαιότερο, ήταν οι αφηγήσεις, σε ύφος παραμυθιού, αρχαίων ιστοριών και θρύλων. Και βέβαια, όποιος είχε το χάρισμα της καλής αφήγησης, κατείχε σπουδαία θέση στην παρέα.
Ο καλύτερος όλων, ήταν ο Ιόλαος, συνομήλικος του Λάφιλου και του Τιμοκράτη, που η γλυκιά και λυρική φωνή του, η φαντασία και το σπινθηροβόλο βλέμμα του, τον είχαν κατατάξει στην κορυφή της τοπικής νεανικής κοινωνίας. Όλοι ήθελαν να τον έχουν από κοντά, να παίρνουν την πιο καλή θέση δίπλα του όταν άρχιζε να μιλάει, να τον παροτρύνουν να τους προσέξει την ώρα της αφήγησης με τα μάτια του. Κι εκείνος δεν χάλαγε χατίρι! Με όλους ήταν καλοσυνάτος, με όλους είχε πάρε δώσε, για όλους είχε μια καλή κουβέντα να πει. Σαν σωστός ηγέτης! Και σήμερα είχε αρχίσει την αφήγηση της πιο αγαπημένης ιστορίας όλων. Μίλαγε για τον μεγάλο, τον αθάνατο βασιλιά των Θεσσαλών Μυρμιδόνων! Που είχε ταξιδέψει με τα μαύρα του πλοία στις ακτές της αφιλόξενης Ασίας, στα παράλια της Τροίας. Για τον βασιλιά που δεν άφηνε μόνους τους στρατιώτες του στη μάχη, αλλά που πρώτος αυτός έπεφτε πάνω στις λόγχες και τα δόρατα των βαρβάρων, να δώσει το παράδειγμα! Ο γεννημένος για τα πολύ δύσκολα, για να καταφέρνει τα ακατόρθωτα! Να δείχνει την ικανότητα των ανθρώπων στους Θεούς! Για τον μεγάλο Αχιλλέα… τον ήρωα των ηρώων. Αυτόν που κανένας στον κόσμο δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει, πόσο μάλλον να τον νικήσει! Που όλοι τον φοβούνταν και τον έτρεμαν. Ως ακόμη και ο Ανταίος αλλά και ο Μέγας Λέων των Μυκηνών, ο βασιλιάς και αρχιστράτηγος των Ελλήνων ο γενναίος Αγαμέμνων, απέφευγαν την σύγκρουση μαζί του.
Ποτέ η αφήγηση δεν είχε φτάσει στον τσακωμό του Αχαιού με τον Μυρμιδόνα, όπως και ποτέ δεν είχε αναφερθεί ο θάνατος του ήρωα. Ο Ιόλαος, ήξερε πολύ καλά που να σταματήσει και πως! Δεν ήταν ανάγκη να απογοητεύσει το ακροατήριό του, που κυριολεκτικά κρεμόταν από τα χείλη του σε αυτή την χιλιοειπωμένη ιστορία. Και γιατί να στεναχωρηθούν οι ταλαιπωρημένοι από την ολοήμερη εργασία «φίλοι» του;
Όταν ο Λάφιλος έφτασε, η εξιστόρηση είχε πάρει φωτιά στο στόμα του Ιόλαου:
«… και ο χρησμός του μαντείου, έλεγε καθαρά πως όποιος από τους καληκνίμηδες Έλληνες πατούσε πρώτος τα ανίερα χώματα της Τροίας, θα έπεφτε νεκρός αμέσως από βαρβαρικό δόρυ. Κι έτσι κανένας από τους στρατιώτες δεν ήθελε να πηδήξει από τα πλοία. Όχι γιατί ήταν δειλοί, όχι – όχι αυτό, αλλά άλλο να πολεμήσεις με δέκα άντρες ταυτόχρονα και άλλο να πας κατευθείαν στον θάνατο, χωρίς μάχη. Και κανείς δεν ήθελε να πεθάνει έτσι άδοξα. Τότε ξέρετε τι σκαρφίστηκε ο παμπόνηρος βασιλιάς; Χα χα… έκανε ότι θα πηδήξει πρώτος, αδιαφορώντας και αψηφώντας τον θάνατο. Και όντως πήδηξε πρώτος, μόνο που πριν ακουμπήσουν τα πόδια του στην λευκή άμμο της παραλίας, πέταξε την ασπίδα κάτω κι έτσι προσγειώθηκε χωρίς να πατήσει το έδαφος. Κάποιος στρατιώτης από το διπλανό πλοίο, νομίζοντας ότι ο Αχιλλέας ήταν ο πρώτος, ακολούθησε, πήδηξε και αυτός αμέσως και φυσικά βρήκε τον θάνατο από βαρβαρικό τόξο, ίσως και δόρυ!»
Γέλια ξέσπασαν από τους υπόλοιπους. Στα μάτια τους φαινόταν ο θαυμασμός αλλά και η λαχτάρα των νιάτων. Φαινόταν όμως κι η ανακούφιση, που ο Αχιλλέας δεν είχε σκοτωθεί. Ανακούφιση, για εκατοστή φορά, αφού τόσες φορές είχαν ακούσει την ίδια περιπέτεια.
Ο Ιόλαος γύρισε το βλέμμα του αργά γύρω στον χώρο. Του άρεσε αυτό που έβλεπε! Στο μυαλό του προσπαθούσε να δημιουργήσει την επόμενη εικόνα που θα διηγείτο… σε αυτό το σημείο πάντα άλλαζε την αφήγησή του. Μια έκανε τον ήρωα του, άγριο και οργισμένο, άλλοτε μόνο, ορμητικό και υπερπροστατευτικό για τους συντρόφους του και άλλες φορές έναν υπερήφανο και αλαζόνα αρχηγό. Παραδόξως, αυτά τα τελευταία χαρακτηριστικά, άρεσαν πιο πολύ στο ακροατήριό του. Επέλεξε λοιπόν κάτι απ’ όλα αυτή τη φορά. Κράτησε τον αλαζόνα, αλλά τον συνδύασε με αγριότητα και άκρατη τόλμη.
Ο Λάφιλος κάθισε σε μια γωνιά, μακριά από τον αφηγητή κα την φωτιά που έκαιγε στο κέντρο της αγοροπαρέας. Δεν έκλεισε τα μάτια ακούγοντας την αφήγηση, μπορούσε όμως να ονειρευτεί κι έτσι. Κι αυτή η στενοχώρια που του έκαιγε τα σωθικά, τον έκανε θηρίο ανήμερο. Αυτό το «πλάκωμα» στην καρδιά, τον ταξίδεψε πάνω απ’ το Αιγαίο, τις ακτές της Ασίας και τον έφτασε στα τείχη της μεγαλόπρεπης Τροίας. Συνεπαρμένος απ’ την φωνή του Ιόλαου, φόρεσε την πανοπλία του Αχιλλέα, σήκωσε την ολόχρυση στρογγυλή ασπίδα και μέσα από το κράνος με την μεγάλη αλογοουρά, είδε το χέρι του να κραδαίνει το κοντόλαμο σπαθί του, στους εκστασιασμένους και ανίκανους ν’ αντιδράσουν εχθρούς. Και ήταν τόσο έντονη αυτή η φαντασίωσή του, που μέχρι και πόνο ένιωσε όταν η φαντασία έβαλε Τρωικό βέλος να τον πληγώνει στο δεξί του πόδι.
Δυό παιδιά, που δεν πρέπει να είχαν περάσει τα δέκα τους χρόνια, μονομαχούσαν δίπλα του, κρατώντας για ξίφη δυό κομμένα κλαδιά. Οι φωνές τους ήταν αυτές που τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Κοίταξε ολόγυρα σαν να προσπαθούσε να μετρήσει τον χώρο. Ο αφηγητής, συνέχιζε να εξιστορεί τον μύθο του, συνεπικουρούμενος απ’ τα ξεφωνητά έξαψης του συνεπαρμένου ακροατηρίου του.
Οι πιτσιρικάδες εξακολουθούσαν την μονομαχία τους, προσπαθώντας αρκετή ώρα, να συμφωνήσουν στο ποιος ήταν ποιος. Ποιος ο Τρώας και ποιος ο Έλληνας. Ποιος ο Έκτορας και ποιος ο Αχιλλέας. Και ήταν τόσο έντονη η διαφωνία τους, που, η μονομαχία τους είχε αρχίσει να γίνεται αληθινός τσακωμός και συμπλοκή με δυνατές ξυλιές στα μπράτσα και στα πόδια. Ο Λάφιλος τα αγριοκοίταξε. Μετά σηκώθηκε και χωρίς να πει κουβέντα, άρχισε ν’ απομακρύνεται από την παρέα, παίρνοντας τον δρόμο για το σπίτι. Δεν μπορούσε να ακούει άλλο για ήρωες, δεν μπορούσε να παρασταίνει στο μυαλό του άλλο τον ήρωα. Ήξερε ότι στην πραγματικότητα, δεν ήταν. Και αυτό είχε αρχίσει να διαδίδεται απ’ τα απάνθρωπα σκληρά πιτσιρίκια σ’ όλο το νησί. Και ήταν αδυσώπητα τα άτιμα! Σκέφτηκε την Πασιφάη, με εκείνη την σκέψη που τον τυραννούσε. Κι αν αυτή τον έλεγε δειλό; Κι αν δεν ήθελε να τον ξαναδεί;
Δεν κατάλαβε πότε έφτασε στο σπίτι. Ο Αμεινίας, ο μικρός που ο πατέρας του ο Πύστιλος τον είχε στην δούλεψή του για τα θελήματα, είχε ήδη αρμέξει τα ζωντανά, τα είχε περιποιηθεί και καθόταν τώρα στο πεζούλι του κήπου, αγναντεύοντας τα μαγικά σημάδια στον νυχτερινό ουρανό. Ορφανός, χωρίς τίποτα στη ζωή του, είχε αποδειχθεί ένα φιλότιμο και εργατικό παιδί, με μόνο του όνειρο να κάνει το αφεντικό του χαρούμενο, να γεμίσει το στομάχι του και να καταλάβει, ποιος ανάβει κάθε βράδυ τα φώτα αυτά που έβλεπε στον ουρανό. Όσες φορές κι αν ο Λάφιλος του είπε ότι τα άναβε ο νεφεληγερέτης, ο αργικέραυνος Δίας, αυτός δεν το δεχόταν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η νύχτα τον βρήκε να σέρνει τα βήματα του στο χώμα, στο μέρος που μαζεύονταν όλοι οι νέοι τα βράδια. Πλίθινα σπίτια χτισμένα κυκλικά, δίπλα το ένα στο άλλο, άφηναν έναν ελεύθερο χώρο με δυό δέντρα καταμεσής, για να συγκεντρώνονται τα αγόρια να ψυχαγωγούν τις ώρες τους, πριν την συγκέντρωση στο οικογενειακό τραπέζι. Τίποτα πιο πολύ από δυό μεγάλα λιθάρια σαν καθίσματα και άφθονο κοκκινόχωμα, συμπλήρωναν το σκηνικό. Κι εκείνοι μαζεμένοι, καθισμένοι όπου μπορούσαν στο ακόμη ζεστό έδαφος, έπιναν από μικρούς αμφορείς το ανακατεμένο με μέλι και νερό, ντόπιο κρασί, πείραζαν ο ένας τον άλλο, μετάδιδαν τα νέα της ημέρας, πολλές φορές χωρίς επιτυχία, αφού η υπερβολή και το ψέμα ήταν το κύριο στοιχείο της ενημέρωσης. Αλλά το σπουδαιότερο, ήταν οι αφηγήσεις, σε ύφος παραμυθιού, αρχαίων ιστοριών και θρύλων. Και βέβαια, όποιος είχε το χάρισμα της καλής αφήγησης, κατείχε σπουδαία θέση στην παρέα.
Ο καλύτερος όλων, ήταν ο Ιόλαος, συνομήλικος του Λάφιλου και του Τιμοκράτη, που η γλυκιά και λυρική φωνή του, η φαντασία και το σπινθηροβόλο βλέμμα του, τον είχαν κατατάξει στην κορυφή της τοπικής νεανικής κοινωνίας. Όλοι ήθελαν να τον έχουν από κοντά, να παίρνουν την πιο καλή θέση δίπλα του όταν άρχιζε να μιλάει, να τον παροτρύνουν να τους προσέξει την ώρα της αφήγησης με τα μάτια του. Κι εκείνος δεν χάλαγε χατίρι! Με όλους ήταν καλοσυνάτος, με όλους είχε πάρε δώσε, για όλους είχε μια καλή κουβέντα να πει. Σαν σωστός ηγέτης! Και σήμερα είχε αρχίσει την αφήγηση της πιο αγαπημένης ιστορίας όλων. Μίλαγε για τον μεγάλο, τον αθάνατο βασιλιά των Θεσσαλών Μυρμιδόνων! Που είχε ταξιδέψει με τα μαύρα του πλοία στις ακτές της αφιλόξενης Ασίας, στα παράλια της Τροίας. Για τον βασιλιά που δεν άφηνε μόνους τους στρατιώτες του στη μάχη, αλλά που πρώτος αυτός έπεφτε πάνω στις λόγχες και τα δόρατα των βαρβάρων, να δώσει το παράδειγμα! Ο γεννημένος για τα πολύ δύσκολα, για να καταφέρνει τα ακατόρθωτα! Να δείχνει την ικανότητα των ανθρώπων στους Θεούς! Για τον μεγάλο Αχιλλέα… τον ήρωα των ηρώων. Αυτόν που κανένας στον κόσμο δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει, πόσο μάλλον να τον νικήσει! Που όλοι τον φοβούνταν και τον έτρεμαν. Ως ακόμη και ο Ανταίος αλλά και ο Μέγας Λέων των Μυκηνών, ο βασιλιάς και αρχιστράτηγος των Ελλήνων ο γενναίος Αγαμέμνων, απέφευγαν την σύγκρουση μαζί του.
Ποτέ η αφήγηση δεν είχε φτάσει στον τσακωμό του Αχαιού με τον Μυρμιδόνα, όπως και ποτέ δεν είχε αναφερθεί ο θάνατος του ήρωα. Ο Ιόλαος, ήξερε πολύ καλά που να σταματήσει και πως! Δεν ήταν ανάγκη να απογοητεύσει το ακροατήριό του, που κυριολεκτικά κρεμόταν από τα χείλη του σε αυτή την χιλιοειπωμένη ιστορία. Και γιατί να στεναχωρηθούν οι ταλαιπωρημένοι από την ολοήμερη εργασία «φίλοι» του;
Όταν ο Λάφιλος έφτασε, η εξιστόρηση είχε πάρει φωτιά στο στόμα του Ιόλαου:
«… και ο χρησμός του μαντείου, έλεγε καθαρά πως όποιος από τους καληκνίμηδες Έλληνες πατούσε πρώτος τα ανίερα χώματα της Τροίας, θα έπεφτε νεκρός αμέσως από βαρβαρικό δόρυ. Κι έτσι κανένας από τους στρατιώτες δεν ήθελε να πηδήξει από τα πλοία. Όχι γιατί ήταν δειλοί, όχι – όχι αυτό, αλλά άλλο να πολεμήσεις με δέκα άντρες ταυτόχρονα και άλλο να πας κατευθείαν στον θάνατο, χωρίς μάχη. Και κανείς δεν ήθελε να πεθάνει έτσι άδοξα. Τότε ξέρετε τι σκαρφίστηκε ο παμπόνηρος βασιλιάς; Χα χα… έκανε ότι θα πηδήξει πρώτος, αδιαφορώντας και αψηφώντας τον θάνατο. Και όντως πήδηξε πρώτος, μόνο που πριν ακουμπήσουν τα πόδια του στην λευκή άμμο της παραλίας, πέταξε την ασπίδα κάτω κι έτσι προσγειώθηκε χωρίς να πατήσει το έδαφος. Κάποιος στρατιώτης από το διπλανό πλοίο, νομίζοντας ότι ο Αχιλλέας ήταν ο πρώτος, ακολούθησε, πήδηξε και αυτός αμέσως και φυσικά βρήκε τον θάνατο από βαρβαρικό τόξο, ίσως και δόρυ!»
Γέλια ξέσπασαν από τους υπόλοιπους. Στα μάτια τους φαινόταν ο θαυμασμός αλλά και η λαχτάρα των νιάτων. Φαινόταν όμως κι η ανακούφιση, που ο Αχιλλέας δεν είχε σκοτωθεί. Ανακούφιση, για εκατοστή φορά, αφού τόσες φορές είχαν ακούσει την ίδια περιπέτεια.
Ο Ιόλαος γύρισε το βλέμμα του αργά γύρω στον χώρο. Του άρεσε αυτό που έβλεπε! Στο μυαλό του προσπαθούσε να δημιουργήσει την επόμενη εικόνα που θα διηγείτο… σε αυτό το σημείο πάντα άλλαζε την αφήγησή του. Μια έκανε τον ήρωα του, άγριο και οργισμένο, άλλοτε μόνο, ορμητικό και υπερπροστατευτικό για τους συντρόφους του και άλλες φορές έναν υπερήφανο και αλαζόνα αρχηγό. Παραδόξως, αυτά τα τελευταία χαρακτηριστικά, άρεσαν πιο πολύ στο ακροατήριό του. Επέλεξε λοιπόν κάτι απ’ όλα αυτή τη φορά. Κράτησε τον αλαζόνα, αλλά τον συνδύασε με αγριότητα και άκρατη τόλμη.
Ο Λάφιλος κάθισε σε μια γωνιά, μακριά από τον αφηγητή κα την φωτιά που έκαιγε στο κέντρο της αγοροπαρέας. Δεν έκλεισε τα μάτια ακούγοντας την αφήγηση, μπορούσε όμως να ονειρευτεί κι έτσι. Κι αυτή η στενοχώρια που του έκαιγε τα σωθικά, τον έκανε θηρίο ανήμερο. Αυτό το «πλάκωμα» στην καρδιά, τον ταξίδεψε πάνω απ’ το Αιγαίο, τις ακτές της Ασίας και τον έφτασε στα τείχη της μεγαλόπρεπης Τροίας. Συνεπαρμένος απ’ την φωνή του Ιόλαου, φόρεσε την πανοπλία του Αχιλλέα, σήκωσε την ολόχρυση στρογγυλή ασπίδα και μέσα από το κράνος με την μεγάλη αλογοουρά, είδε το χέρι του να κραδαίνει το κοντόλαμο σπαθί του, στους εκστασιασμένους και ανίκανους ν’ αντιδράσουν εχθρούς. Και ήταν τόσο έντονη αυτή η φαντασίωσή του, που μέχρι και πόνο ένιωσε όταν η φαντασία έβαλε Τρωικό βέλος να τον πληγώνει στο δεξί του πόδι.
Δυό παιδιά, που δεν πρέπει να είχαν περάσει τα δέκα τους χρόνια, μονομαχούσαν δίπλα του, κρατώντας για ξίφη δυό κομμένα κλαδιά. Οι φωνές τους ήταν αυτές που τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Κοίταξε ολόγυρα σαν να προσπαθούσε να μετρήσει τον χώρο. Ο αφηγητής, συνέχιζε να εξιστορεί τον μύθο του, συνεπικουρούμενος απ’ τα ξεφωνητά έξαψης του συνεπαρμένου ακροατηρίου του.
Οι πιτσιρικάδες εξακολουθούσαν την μονομαχία τους, προσπαθώντας αρκετή ώρα, να συμφωνήσουν στο ποιος ήταν ποιος. Ποιος ο Τρώας και ποιος ο Έλληνας. Ποιος ο Έκτορας και ποιος ο Αχιλλέας. Και ήταν τόσο έντονη η διαφωνία τους, που, η μονομαχία τους είχε αρχίσει να γίνεται αληθινός τσακωμός και συμπλοκή με δυνατές ξυλιές στα μπράτσα και στα πόδια. Ο Λάφιλος τα αγριοκοίταξε. Μετά σηκώθηκε και χωρίς να πει κουβέντα, άρχισε ν’ απομακρύνεται από την παρέα, παίρνοντας τον δρόμο για το σπίτι. Δεν μπορούσε να ακούει άλλο για ήρωες, δεν μπορούσε να παρασταίνει στο μυαλό του άλλο τον ήρωα. Ήξερε ότι στην πραγματικότητα, δεν ήταν. Και αυτό είχε αρχίσει να διαδίδεται απ’ τα απάνθρωπα σκληρά πιτσιρίκια σ’ όλο το νησί. Και ήταν αδυσώπητα τα άτιμα! Σκέφτηκε την Πασιφάη, με εκείνη την σκέψη που τον τυραννούσε. Κι αν αυτή τον έλεγε δειλό; Κι αν δεν ήθελε να τον ξαναδεί;
Δεν κατάλαβε πότε έφτασε στο σπίτι. Ο Αμεινίας, ο μικρός που ο πατέρας του ο Πύστιλος τον είχε στην δούλεψή του για τα θελήματα, είχε ήδη αρμέξει τα ζωντανά, τα είχε περιποιηθεί και καθόταν τώρα στο πεζούλι του κήπου, αγναντεύοντας τα μαγικά σημάδια στον νυχτερινό ουρανό. Ορφανός, χωρίς τίποτα στη ζωή του, είχε αποδειχθεί ένα φιλότιμο και εργατικό παιδί, με μόνο του όνειρο να κάνει το αφεντικό του χαρούμενο, να γεμίσει το στομάχι του και να καταλάβει, ποιος ανάβει κάθε βράδυ τα φώτα αυτά που έβλεπε στον ουρανό. Όσες φορές κι αν ο Λάφιλος του είπε ότι τα άναβε ο νεφεληγερέτης, ο αργικέραυνος Δίας, αυτός δεν το δεχόταν
Κάπου χάθηκα, ανακάτεψα τους αρχαίους με τους νεότερους ,μα χάθηκαν τα απλά ονόματα ,ξέρεις αν ημουν εκεί στην παρέα με τον Ιόλαο να αφηγείται, όπως είμαι σημερα ενα βρομόξυλο θα το έριχνα στους πιτσιρικάδες .......ναι είμαι κακιά...
ΑπάντησηΔιαγραφή