Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο Λάφιλος πρόσεξε το ονειροπόλο βλέμμα του μικρού κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Αν και η διάθεσή του κάθε άλλο από χαρούμενη ήταν, κάτι μέσα του, τον έκανε να τον πειράξει. Ανέβηκε στη μεγάλη πέτρα που σηματοδοτούσε την είσοδο του κτήματος, άνοιξε τα χέρια σε σταυρό και με βαριά φωνή που να θυμίζει κάτι το απόκοσμο, άρχισε να λέει:
«Λοιπόν μικρέ και ανόητε σκυλομούρη Αμεινία, κατάλαβες επιτέλους ότι Εγώ, ο μέγιστος των Θεών, ο πατέρας των ανθρώπων και εξουσιαστής των πάντων, σου δίνω την βραδινή σου μαγεία, ανάβοντας όλους αυτούς τους δαυλούς στα ουράνια;»
Ο μικρός γύρισε τα μάτια πάνω του και χαμογέλασε. Του άρεσε αυτή η μικρή θεατρική απόδοση του Λάφιλου.
«Και γιατί παρακαλώ, τα ανάβεις;», ρώτησε ο νεαρός με τάχα σοβαρό ύφος.
«Για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν που πηγαίνουν την νύχτα και να μην πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, να μην σκουντουφλάνε και σπάνε τα μούτρα του! Κατάλαβες;»
«Εγώ κατάλαβα Δία μου, αλλά μια – δυό ερωτήσεις ακόμα θα ήθελα να τις κάνω»
«Και ποιες είναι αυτές, ανόητε ποντικομούρη;»
«Πρώτον, αφού λες ότι σ’ ενδιαφέρει να βλέπουν οι άνθρωποι, γιατί νυχτώνεις τον ουρανό; Και, κάτι ακόμα, … αν οι άνθρωποι δεν βλέπουν την νύχτα, η φωτιά γιατί υπάρχει; Μόνο για να ψήνουμε το φαί και για την ζέστη; Και τα λυχνάρια φωτιά δεν έχουν; Αμ … νομίζω και για να βλέπουμε! Οπότε οι φωτιές στον ουρανό, αυτές που τις λένε άστρα, είναι περιττές, … δεν συμφωνείς, ω εσύ Ευάνεμε και Κελαινεφή Ζεύ; Και κάτι τελευταίο, … δεν ξέρω αν θα ήταν κακό μια νύχτα χωρίς φως, αν, λέω αν, δύο άνθρωποι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο. Ας πούμε για παράδειγμα, αν ο γιός του αφέντη μου, ο γλυκός και ευγενικός Λάφιλος, έπεφτε ας πούμε πάνω … σε ποιόν να πούμε …. να στην Πασιφάη…. θα ήταν κακό; Τι λες λοιπόν εσύ γι αυτό , Επιτήμωρα Δία μου;»
Ο Λάφιλος κοίταζε τον μικρό του συνομιλητή με το στόμα ανοικτό. Πανέξυπνος, σκέτο σαΐνι που θα έλεγε κατά την προσφιλή του έκφραση και ο Τιμοκράτης, τον είχε στριμώξει με ερωτήσεις και υποθέσεις που δεν είχε ποτέ ασχοληθεί να δώσει απαντήσεις, ή με «καρφιά», γύρω από τα προσωπικά του. Πήδηξε κάτω από την πέτρα κι έριξε μια ξεγυρισμένη καρπαζιά στο ξανθό κεφαλάκι. Πάντα αυτό έκανε όταν δυσκολευόταν κι αυτό το κεφαλάκι είχε άμοιρες καρπαζιές δεχτεί. Κάθισε δίπλα του και γύρισε κι εκείνος το βλέμμα στον ουρανό. «Ίσως και ο Τιμοκράτης να κοιτάζει τώρα το ίδιο άστρο με μένα», συλλογίστηκε μισοκλείνοντας τα μάτια. «Μόνο που εκείνος τόλμησε», συμπλήρωσε.
Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει, όταν ακούστηκε φασαρία από το σπίτι του Φιλοκλή, του γείτονα που πάντα πρόστρεχε σε βοήθεια του πατέρα του, είτε για δουλειές, είτε για να αδειάσουν κανένα κανάτι από κρασί, ή το λευκό πιοτί των θαλασσινών, αυτό που μόνο οι άντρες των ωκεανών μπορούσαν να κατεβάσουν στα λαρύγγια τους. Σηκώθηκε ανήσυχος και κίνησε κατά τον γείτονα. Ο Αμεινίας είχε τρέξει πρώτος και τώρα χτύπαγε την εξώπορτα και αυτό τον έκανε να κινηθεί κι αυτός πιο γρήγορα, ενώ από το σπίτι του ακουγόταν ο πατέρας του, που έτρεχε κι αυτός με την κάπα του ριγμένη στους ώμους, όπως – όπως. Οι φωνές από το σπίτι του Φιλοκλή, δυνάμωναν και είχαν μετατραπεί σε θρήνο πια. Του φάνηκε ότι πέρασε ένας αιώνας μέχρι να τρέξει τα τριάντα μέτρα που απείχε. Μπήκε μέσα, με τον Αμεινία μπροστά του και τον πατέρα του να τρέχει ξωπίσω του. Στο κέντρο του σπιτιού, η γυναίκα του γείτονα τράβαγε τα μαλλιά της, κλαίγοντας στην αγκαλιά των δυό κοριτσιών της κι ενός ξένου άντρα, όχι μεγαλύτερου από πενήντα χρόνων, με πρόσωπο τραβηγμένο από την αλμύρα της θάλασσας, καμένο από τους ήλιους και τους ανέμους του πελάγους. Φαινόταν άντρας σκληρός και δοκιμασμένος στα δύσκολα, όμως τα μάτια τώρα ήταν γεμάτα δάκρυα και πόνο. Κρατούσε στην αγκαλιά του την γυναίκα και τα βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο μικρό παράθυρο που έδειχνε στον δρόμο.
«Τον χάσαμε Πυστίλε, τον χάσαμε… ωιμέ Ποσειδώνα Κυανοχαίτη, μου τον πήρες, μου τον πήρες τον άντρα τον καλοσυνάτο, το στήριγμα της ζωής μου. Ω, Λαρνάκιε αδερφέ του Δία, την κατάρα μου να έχεις…»
¨Σιώπα γυναίκα, σιώπα. Μην τα βάνεις με τους Θεούς. Θεοί είναι, δεν ξέρεις… ανάγκη τους έχεις, σταμάτα το λοιπόν τις κατάρες…», της απάντησε ο ξένος. Με το χέρι του προσπάθησε να της κλείσει το στόμα, ενώ εκείνη πάλευε με τον τρόμο της και την απόγνωση. Ο Πυστίλος στάθηκε κοντά της και σκύβοντας, της χάιδεψε το πρόσωπο, ανίκανος να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Κοίταξε τον ξένο και άρχισε να καταλαβαίνει στο περίπου τα συμβάντα. Όταν μετά από αρκετή ώρα η γυναίκα εξαντλημένη από το κλάμα και τον πόνο ηρέμισε, προσπάθησε να μάθει και να καταλάβει τα γεγονότα από τον άγνωστο.
Κάθισαν στο μικρό τραπέζι, οι τρείς άντρες, αφήνοντας την φροντίδα της παραπαίουσας γειτόνισσας στις κόρες της. Ο ξένος, έξυσε τα αξύριστα μάγουλά του, έτριψε τα κοκκινισμένα μάτια του, πήρε μια κούπα που είχε λίγο νερό και το ήπιε μονορούφι. Φαινόταν ανίκανος να εξηγήσει εκείνη τη στιγμή με λεπτομέρειες τα γεγονότα, όμως έπρεπε να τα πει, να μάθουν και οι άλλοι, αλλά και για να τα βγάλει από μέσα του, ν’ αδειάσει την ψυχή του. Κοίταξε κατάματα τον Λάφιλο, μετά τον πατέρα του και ξερόβηξε. Εκείνη την στιγμή, μπήκαν αλαφιασμένοι από την ξεχασμένη ανοικτή πόρτα, ο Εξηκεστίδης με την γυναίκα του την Λευκονόη, προσπαθώντας και αυτοί να καταλάβουν. Η γυναίκα, άφησε τους άντρες μόνους να μιλήσουν. Ο Εξηκεστίδης, κάθισε στο τραπέζι περιμένοντας εξηγήσεις. Όλοι κοίταζαν με αγωνία, τον αμίλητο ξένο.
«Με λένε Αντίχορο και είμαι από το μικρό νησί της Λέρου. Καπετάνιος σε καλό σκαρί του σφουγγαριού. Πολλές φορές συναντηθήκαμε με τον Φιλοκλή, αφού κι αυτός κατέβαινε με το σκαντάλι στα νερά της Ανεμούσας (Κάρπαθος). Πάντα του ήταν παράτολμος και κυνηγούσε το μεγαλύτερο σφουγγάρι. Κι όλοι εμείς απ’ τα άλλα πλεούμενα, του φωνάζαμε να μην κάνει της κούτρας του τα τρελά, ότι κι αυτός είναι άνθρωπος και μπορεί να τον χτυπήσει η κακιά η αρρώστια του νερού. Όμως αυτός τίποτα! Όλο και πιο βαθιά πάενε με την μια ανάσα και μάλιστα με δυό σκαντάλια στα χέρια, για μεγαλύτερο βάρος, για πιο γρήγορα. Μέχρι που πριν μέρες, δεν ξανανέβηκε. Πέντε άντρες τον ψάξανε κάτω στα σκούρα νερά, ένας από κάθε πλοίο που ψάρευε το σφουγγάρι εκεί, αλλά τίποτα. Μόνο κατά το λιόγερμα ακούσαμε μακρινή φωνή, από σκαρί στα ρηχά του νησιού να μας φωνάζει. Αέρας έγινε το κουπί στα χέρια των δικών του και όταν έφτασαν εκεί, μόνο το μελανιασμένο κουφάρι με το δέρμα στη μέση, βρήκαν, φουσκωμένο σαν τσαμπούνα κι αίμα ξεραμένο στα ρουθούνια. Ούτε τα σκαντάλια, ούτε τις μαχαίρες αποκόλλησης βρήκαν. Μείναν εκεί οι ναύτες να τον περιμαζέψουν, να τον ετοιμάσουν μην και τον δει η κυρά του σαν σκέτο τομάρι, αλλά άνθρωπο. Εγώ που τον ήξερα, συμφωνήσαμε να προστρέξω, να το ανακοινώσω. Μαύρο καθήκον και θλιβερά ταπεινό. Φίλο χάνεις, συγγενείς αντιμετωπίζεις, πόνο με πόνο, αλλά κάποιος πρέπει να το κάμει κι ετούτο. Αύριο θα έχουν έρθει και οι δικοί του με το κουφάρι και αλήθεια τρέμω τη στιγμή, που κόρες και γυναίκα θα το αντικρύσουν».
Ο Λάφιλος δεν μιλούσε, σε αντίθεση με τον πατέρα του που όλο ρώταγε τον ξένο για πληροφορίες, μόνο κάρφωσε τα μάτια στο πάτωμα και σκεφτόταν. «Και τι έκανε στη ζωή του ο Φιλοκλής; Μήπως έδωσε κάτι στην οικογένειά του; Μήπως έζησε κάτι έξω από το μικρό του νησί; Δυό κόρες που η αγωνία του καθημερινού αγώνα για λίγο φαί, θα τις άφηνε τώρα ορφανές, ανύπαντρες κοπέλες, χωρίς προίκα, χωρίς προστάτη, με μια μάνα που ξαφνικά, φορτώθηκαν στην πλάτη τους. Κι εγώ; Τα ίδια; Με τα ζωντανά κάθε μέρα να πηγαίνω στη βοσκή, χωρίς να δω μακρινούς τόπους, χωρίς άλλες παραστάσεις έξω από τα βράχια και τα ξερά βουνά του νησιού;»
Γύρισε το βλέμμα ολόγυρα στο δωμάτιο, ενώ στα αυτιά του, έφταναν λες από μακρινό όνειρο, ο θρήνος της γυναίκας και οι χαμηλόφωνες κουβέντες των ανδρών. Κοίταγε, χωρίς να βλέπει. Σταμάτησε τα μάτια του, στο πρόσωπο του Αμεινία. Το μικρό παιδί τον κοίταγε επίμονα, διεισδυτικά, λες και του έλεγε: «Ξέρω τι σκέφτεσαι». Πρώτη φορά το παιδικό του πρόσωπο ήταν τόσο σοβαρό και ανέκφραστο.
Η ώρα πέρασε, ο ξένος αποκαμωμένος απ’ το ταξίδι και το καθήκον, έφαγε λίγο ψωμί και ελιές, που του πρόσφερε η μια κόρη και έπεσε στο πάτωμα σε μια γωνιά να ξανασάνει, όπως είπε ο ίδιος. Εκεί τον βρήκε και ο ύπνος να τον αλαφρώσει. Το σχεδόν σιωπηλό μοιρολόι των γυναικών, στο μεταξύ είχε έρθει και η γυναίκα του Πυστίλου, η Διογένεια, τον νανούρισε. Οι άντρες σηκώθηκαν να φύγουν, αφού η μέρα είχε ήδη χαράξει, τα ζώα περίμεναν και δεν ξέρουν από θρήνους και χαμούς και οι δουλειές που υπήρχαν, δεν έπαιρναν καθυστέρηση. Θα πήγαιναν στο λιμάνι της Ποθαίας αργότερα όταν θα έβλεπαν το πλοίο που έφερνε το πτώμα του παλιού τους φίλου, στο πέλαγο. Μέχρι τότε όμως…
«Να έρθω μαζί σου σήμερα; Δεν έχω άλλες δουλειές να κάμω στο σπίτι και η κυρά, μάλλον δεν θα έρθει. Μη κάθομαι κι εγώ μόνος… ε, τι λες;»
Η φωνή του πιτσιρικά ήταν τόσο σταθερή, που ουσιαστικά δεν τον ρωτούσε, απλά του ανακοίνωνε την απόφασή του. Ο Λάφιλος δέχτηκε την πρόταση του μικρού, απλά, κουνώντας το κεφάλι καταφατικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο Λάφιλος πρόσεξε το ονειροπόλο βλέμμα του μικρού κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Αν και η διάθεσή του κάθε άλλο από χαρούμενη ήταν, κάτι μέσα του, τον έκανε να τον πειράξει. Ανέβηκε στη μεγάλη πέτρα που σηματοδοτούσε την είσοδο του κτήματος, άνοιξε τα χέρια σε σταυρό και με βαριά φωνή που να θυμίζει κάτι το απόκοσμο, άρχισε να λέει:
«Λοιπόν μικρέ και ανόητε σκυλομούρη Αμεινία, κατάλαβες επιτέλους ότι Εγώ, ο μέγιστος των Θεών, ο πατέρας των ανθρώπων και εξουσιαστής των πάντων, σου δίνω την βραδινή σου μαγεία, ανάβοντας όλους αυτούς τους δαυλούς στα ουράνια;»
Ο μικρός γύρισε τα μάτια πάνω του και χαμογέλασε. Του άρεσε αυτή η μικρή θεατρική απόδοση του Λάφιλου.
«Και γιατί παρακαλώ, τα ανάβεις;», ρώτησε ο νεαρός με τάχα σοβαρό ύφος.
«Για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν που πηγαίνουν την νύχτα και να μην πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, να μην σκουντουφλάνε και σπάνε τα μούτρα του! Κατάλαβες;»
«Εγώ κατάλαβα Δία μου, αλλά μια – δυό ερωτήσεις ακόμα θα ήθελα να τις κάνω»
«Και ποιες είναι αυτές, ανόητε ποντικομούρη;»
«Πρώτον, αφού λες ότι σ’ ενδιαφέρει να βλέπουν οι άνθρωποι, γιατί νυχτώνεις τον ουρανό; Και, κάτι ακόμα, … αν οι άνθρωποι δεν βλέπουν την νύχτα, η φωτιά γιατί υπάρχει; Μόνο για να ψήνουμε το φαί και για την ζέστη; Και τα λυχνάρια φωτιά δεν έχουν; Αμ … νομίζω και για να βλέπουμε! Οπότε οι φωτιές στον ουρανό, αυτές που τις λένε άστρα, είναι περιττές, … δεν συμφωνείς, ω εσύ Ευάνεμε και Κελαινεφή Ζεύ; Και κάτι τελευταίο, … δεν ξέρω αν θα ήταν κακό μια νύχτα χωρίς φως, αν, λέω αν, δύο άνθρωποι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο. Ας πούμε για παράδειγμα, αν ο γιός του αφέντη μου, ο γλυκός και ευγενικός Λάφιλος, έπεφτε ας πούμε πάνω … σε ποιόν να πούμε …. να στην Πασιφάη…. θα ήταν κακό; Τι λες λοιπόν εσύ γι αυτό , Επιτήμωρα Δία μου;»
Ο Λάφιλος κοίταζε τον μικρό του συνομιλητή με το στόμα ανοικτό. Πανέξυπνος, σκέτο σαΐνι που θα έλεγε κατά την προσφιλή του έκφραση και ο Τιμοκράτης, τον είχε στριμώξει με ερωτήσεις και υποθέσεις που δεν είχε ποτέ ασχοληθεί να δώσει απαντήσεις, ή με «καρφιά», γύρω από τα προσωπικά του. Πήδηξε κάτω από την πέτρα κι έριξε μια ξεγυρισμένη καρπαζιά στο ξανθό κεφαλάκι. Πάντα αυτό έκανε όταν δυσκολευόταν κι αυτό το κεφαλάκι είχε άμοιρες καρπαζιές δεχτεί. Κάθισε δίπλα του και γύρισε κι εκείνος το βλέμμα στον ουρανό. «Ίσως και ο Τιμοκράτης να κοιτάζει τώρα το ίδιο άστρο με μένα», συλλογίστηκε μισοκλείνοντας τα μάτια. «Μόνο που εκείνος τόλμησε», συμπλήρωσε.
Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει, όταν ακούστηκε φασαρία από το σπίτι του Φιλοκλή, του γείτονα που πάντα πρόστρεχε σε βοήθεια του πατέρα του, είτε για δουλειές, είτε για να αδειάσουν κανένα κανάτι από κρασί, ή το λευκό πιοτί των θαλασσινών, αυτό που μόνο οι άντρες των ωκεανών μπορούσαν να κατεβάσουν στα λαρύγγια τους. Σηκώθηκε ανήσυχος και κίνησε κατά τον γείτονα. Ο Αμεινίας είχε τρέξει πρώτος και τώρα χτύπαγε την εξώπορτα και αυτό τον έκανε να κινηθεί κι αυτός πιο γρήγορα, ενώ από το σπίτι του ακουγόταν ο πατέρας του, που έτρεχε κι αυτός με την κάπα του ριγμένη στους ώμους, όπως – όπως. Οι φωνές από το σπίτι του Φιλοκλή, δυνάμωναν και είχαν μετατραπεί σε θρήνο πια. Του φάνηκε ότι πέρασε ένας αιώνας μέχρι να τρέξει τα τριάντα μέτρα που απείχε. Μπήκε μέσα, με τον Αμεινία μπροστά του και τον πατέρα του να τρέχει ξωπίσω του. Στο κέντρο του σπιτιού, η γυναίκα του γείτονα τράβαγε τα μαλλιά της, κλαίγοντας στην αγκαλιά των δυό κοριτσιών της κι ενός ξένου άντρα, όχι μεγαλύτερου από πενήντα χρόνων, με πρόσωπο τραβηγμένο από την αλμύρα της θάλασσας, καμένο από τους ήλιους και τους ανέμους του πελάγους. Φαινόταν άντρας σκληρός και δοκιμασμένος στα δύσκολα, όμως τα μάτια τώρα ήταν γεμάτα δάκρυα και πόνο. Κρατούσε στην αγκαλιά του την γυναίκα και τα βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο μικρό παράθυρο που έδειχνε στον δρόμο.
«Τον χάσαμε Πυστίλε, τον χάσαμε… ωιμέ Ποσειδώνα Κυανοχαίτη, μου τον πήρες, μου τον πήρες τον άντρα τον καλοσυνάτο, το στήριγμα της ζωής μου. Ω, Λαρνάκιε αδερφέ του Δία, την κατάρα μου να έχεις…»
¨Σιώπα γυναίκα, σιώπα. Μην τα βάνεις με τους Θεούς. Θεοί είναι, δεν ξέρεις… ανάγκη τους έχεις, σταμάτα το λοιπόν τις κατάρες…», της απάντησε ο ξένος. Με το χέρι του προσπάθησε να της κλείσει το στόμα, ενώ εκείνη πάλευε με τον τρόμο της και την απόγνωση. Ο Πυστίλος στάθηκε κοντά της και σκύβοντας, της χάιδεψε το πρόσωπο, ανίκανος να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Κοίταξε τον ξένο και άρχισε να καταλαβαίνει στο περίπου τα συμβάντα. Όταν μετά από αρκετή ώρα η γυναίκα εξαντλημένη από το κλάμα και τον πόνο ηρέμισε, προσπάθησε να μάθει και να καταλάβει τα γεγονότα από τον άγνωστο.
Κάθισαν στο μικρό τραπέζι, οι τρείς άντρες, αφήνοντας την φροντίδα της παραπαίουσας γειτόνισσας στις κόρες της. Ο ξένος, έξυσε τα αξύριστα μάγουλά του, έτριψε τα κοκκινισμένα μάτια του, πήρε μια κούπα που είχε λίγο νερό και το ήπιε μονορούφι. Φαινόταν ανίκανος να εξηγήσει εκείνη τη στιγμή με λεπτομέρειες τα γεγονότα, όμως έπρεπε να τα πει, να μάθουν και οι άλλοι, αλλά και για να τα βγάλει από μέσα του, ν’ αδειάσει την ψυχή του. Κοίταξε κατάματα τον Λάφιλο, μετά τον πατέρα του και ξερόβηξε. Εκείνη την στιγμή, μπήκαν αλαφιασμένοι από την ξεχασμένη ανοικτή πόρτα, ο Εξηκεστίδης με την γυναίκα του την Λευκονόη, προσπαθώντας και αυτοί να καταλάβουν. Η γυναίκα, άφησε τους άντρες μόνους να μιλήσουν. Ο Εξηκεστίδης, κάθισε στο τραπέζι περιμένοντας εξηγήσεις. Όλοι κοίταζαν με αγωνία, τον αμίλητο ξένο.
«Με λένε Αντίχορο και είμαι από το μικρό νησί της Λέρου. Καπετάνιος σε καλό σκαρί του σφουγγαριού. Πολλές φορές συναντηθήκαμε με τον Φιλοκλή, αφού κι αυτός κατέβαινε με το σκαντάλι στα νερά της Ανεμούσας (Κάρπαθος). Πάντα του ήταν παράτολμος και κυνηγούσε το μεγαλύτερο σφουγγάρι. Κι όλοι εμείς απ’ τα άλλα πλεούμενα, του φωνάζαμε να μην κάνει της κούτρας του τα τρελά, ότι κι αυτός είναι άνθρωπος και μπορεί να τον χτυπήσει η κακιά η αρρώστια του νερού. Όμως αυτός τίποτα! Όλο και πιο βαθιά πάενε με την μια ανάσα και μάλιστα με δυό σκαντάλια στα χέρια, για μεγαλύτερο βάρος, για πιο γρήγορα. Μέχρι που πριν μέρες, δεν ξανανέβηκε. Πέντε άντρες τον ψάξανε κάτω στα σκούρα νερά, ένας από κάθε πλοίο που ψάρευε το σφουγγάρι εκεί, αλλά τίποτα. Μόνο κατά το λιόγερμα ακούσαμε μακρινή φωνή, από σκαρί στα ρηχά του νησιού να μας φωνάζει. Αέρας έγινε το κουπί στα χέρια των δικών του και όταν έφτασαν εκεί, μόνο το μελανιασμένο κουφάρι με το δέρμα στη μέση, βρήκαν, φουσκωμένο σαν τσαμπούνα κι αίμα ξεραμένο στα ρουθούνια. Ούτε τα σκαντάλια, ούτε τις μαχαίρες αποκόλλησης βρήκαν. Μείναν εκεί οι ναύτες να τον περιμαζέψουν, να τον ετοιμάσουν μην και τον δει η κυρά του σαν σκέτο τομάρι, αλλά άνθρωπο. Εγώ που τον ήξερα, συμφωνήσαμε να προστρέξω, να το ανακοινώσω. Μαύρο καθήκον και θλιβερά ταπεινό. Φίλο χάνεις, συγγενείς αντιμετωπίζεις, πόνο με πόνο, αλλά κάποιος πρέπει να το κάμει κι ετούτο. Αύριο θα έχουν έρθει και οι δικοί του με το κουφάρι και αλήθεια τρέμω τη στιγμή, που κόρες και γυναίκα θα το αντικρύσουν».
Ο Λάφιλος δεν μιλούσε, σε αντίθεση με τον πατέρα του που όλο ρώταγε τον ξένο για πληροφορίες, μόνο κάρφωσε τα μάτια στο πάτωμα και σκεφτόταν. «Και τι έκανε στη ζωή του ο Φιλοκλής; Μήπως έδωσε κάτι στην οικογένειά του; Μήπως έζησε κάτι έξω από το μικρό του νησί; Δυό κόρες που η αγωνία του καθημερινού αγώνα για λίγο φαί, θα τις άφηνε τώρα ορφανές, ανύπαντρες κοπέλες, χωρίς προίκα, χωρίς προστάτη, με μια μάνα που ξαφνικά, φορτώθηκαν στην πλάτη τους. Κι εγώ; Τα ίδια; Με τα ζωντανά κάθε μέρα να πηγαίνω στη βοσκή, χωρίς να δω μακρινούς τόπους, χωρίς άλλες παραστάσεις έξω από τα βράχια και τα ξερά βουνά του νησιού;»
Γύρισε το βλέμμα ολόγυρα στο δωμάτιο, ενώ στα αυτιά του, έφταναν λες από μακρινό όνειρο, ο θρήνος της γυναίκας και οι χαμηλόφωνες κουβέντες των ανδρών. Κοίταγε, χωρίς να βλέπει. Σταμάτησε τα μάτια του, στο πρόσωπο του Αμεινία. Το μικρό παιδί τον κοίταγε επίμονα, διεισδυτικά, λες και του έλεγε: «Ξέρω τι σκέφτεσαι». Πρώτη φορά το παιδικό του πρόσωπο ήταν τόσο σοβαρό και ανέκφραστο.
Η ώρα πέρασε, ο ξένος αποκαμωμένος απ’ το ταξίδι και το καθήκον, έφαγε λίγο ψωμί και ελιές, που του πρόσφερε η μια κόρη και έπεσε στο πάτωμα σε μια γωνιά να ξανασάνει, όπως είπε ο ίδιος. Εκεί τον βρήκε και ο ύπνος να τον αλαφρώσει. Το σχεδόν σιωπηλό μοιρολόι των γυναικών, στο μεταξύ είχε έρθει και η γυναίκα του Πυστίλου, η Διογένεια, τον νανούρισε. Οι άντρες σηκώθηκαν να φύγουν, αφού η μέρα είχε ήδη χαράξει, τα ζώα περίμεναν και δεν ξέρουν από θρήνους και χαμούς και οι δουλειές που υπήρχαν, δεν έπαιρναν καθυστέρηση. Θα πήγαιναν στο λιμάνι της Ποθαίας αργότερα όταν θα έβλεπαν το πλοίο που έφερνε το πτώμα του παλιού τους φίλου, στο πέλαγο. Μέχρι τότε όμως…
«Να έρθω μαζί σου σήμερα; Δεν έχω άλλες δουλειές να κάμω στο σπίτι και η κυρά, μάλλον δεν θα έρθει. Μη κάθομαι κι εγώ μόνος… ε, τι λες;»
Η φωνή του πιτσιρικά ήταν τόσο σταθερή, που ουσιαστικά δεν τον ρωτούσε, απλά του ανακοίνωνε την απόφασή του. Ο Λάφιλος δέχτηκε την πρόταση του μικρού, απλά, κουνώντας το κεφάλι καταφατικά.
θάλασσα, θάνατος, θρήνος......
ΑπάντησηΔιαγραφή